Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ἱοί
ἐστε Κυρίου τοῦ Θεοῦ ὑμῶν·
οὐκ ἐπιθήσετε φαλάκρωμα ἀνὰ
μέσον τῶν ὀφθαλμῶν ὑμῶν
ἐπὶ νεκρῷ·
|
εῖς
εἶσθε τέκνα Κυρίου τοῦ Θεοῦ
σας. Δὲν θὰ ξυρίσετε τὴν κεφαλὴν
ἢ τὸ πρόσωπόν σας διὰ τὸν
θάνατον οἰουδήποτε οἰκείου σας·
|
ἶσθε
παιδιὰ τοῦ μόνου Κυρίου, τοῦ Θεοῦ
σας. Δὲν πρέπει λοιπὸν νὰ ξυρίζετε τὸ
κεφάλι σας ἐπάνω ἀπὸ τὸ μέτωπον,
ἀνάμεσα εἰς τὰ μάτια σας, ὅπως κάνουν
οἱ εἰδωλολάτραι ὅταν πεθάνῃ κάποιος
συγγενής των. |
2
ὅτι λαὸς ἅγιος εἶ Κυρίῳ
τῷ Θεῷ σου, καὶ σὲ ἐξελέξατο
Κύριος ὁ Θεός σου γενέσθαι σε λαὸν
αὐτῷ περιούσιον ἀπὸ πάντων
τῶν ἐθνῶν τῶν ἐπὶ προσώπου
τῆς γῆς. |
2
διότι εἶσαι σὺ λαὸς ἐκλεκτὸς
καὶ ξεχωριστὸς ἐνώπιον Κυρίου
τοῦ Θεοῦ σου· ὁ Θεὸς σὲ
ἐξέλεξεν ἀνάμεσα ἀπὸ ὅλα
τὰ ἔθνη τῆς ὑφηλίου, διὰ
νὰ εἶσαι ἰδιαιτέρα του περιουσία,
ὁ ἐκλεκτὸς λαός του.
|
2
Διότι σὺ εἶσαι λαὸς ἅγιος, ξεχωρισμένος
διὰ τὸν Κύριον καὶ Θεόν σου. Καὶ σὲ
ἐδιάλεξε Κύριος ὁ Θεός σου, διὰ νὰ
γίνῃς δι’ Ἐκεῖνον λαὸς ἀγαπητός,
σὰν ἰδιαιτέρα περιουσία Του, μέσα ἀπὸ
ὅλα τὰ ἔθνη ποὺ κατοικοῦν εἰς
τὴν ἐπιφάνειαν τῆς γῆς.
|
3
Οὐ φάγεσθε πᾶν βδέλυγμα.
|
3
Δὲν θὰ φάγῃς κανένα ἀκάθαρτον
ζῶον. |
3
Δὲν θὰ τρώγετε κάθε τι, ποὺ εἶναι
ἀκάθαρτον καὶ βδελυρόν. |
4
Ταῦτα κτήνη, ἃ φάγεσθε, μόσχον
ἐκ βοῶν καὶ ἀμνὸν ἐκ προβάτων
καὶ χίμαρον ἐξ αἰγῶν,
|
4
Αὐτὰ δὲ εἶναι τὰ καθαρὰ
ζῶα, ποὺ ἔχετε δικαίωμα νὰ τρώγετε·
μοσχάρι ἀπὸ τὰ βόδια, ἀμνὸν
ἀπὸ τὰ πρόβατα, τράγον ἀπὸ
τὰ γίδια. |
4
Αὐτὰ εἶναι τὰ ζῶα, ποὺ
ἠμπορεῖτε νὰ τρώγετε: Μοσχάρι ἀπὸ
τὰ βόδια, ἀρνὶ ἀπὸ τὰ
πρόβατα καὶ τράγον ἀπὸ τὰ γίδια,
|
5
ἔλαφον καὶ δορκάδα καὶ πύγαργον,
ὄρυγα καὶ καμηλοπάρδαλιν·
|
5
Ἐπίσης ἔχετε δικαίωμα νὰ τρώγετε
ἐλάφι, ζαρκάδι, πύγαργον (εἶδος
δορκάδος), ὄρυγα (εἶδος αἰγάγρου)
καὶ καμηλοπάρδαλιν. |
5
ἐλάφι καὶ ζαρκάδι καὶ πύγαργον καὶ
αἴγαγρον καὶ καμηλοπάρδαλη.
|
6
πᾶν κτῆνος διχηλοῦν ὁπλὴν καὶ
ὀνυχιστῆρας ὀνυχίζον δύο χηλῶν
καὶ ἀνάγον μηρυκισμὸν ἐν τοῖς
κτήνεσι, ταῦτα φάγεσθε.
|
6
Γενικῶς ἔχετε τὸ δικαίωμα νὰ
τρώγετε κάθε ζῶον δίχηλον, ζῶον
δηλαδὴ ποὺ ἔχει δύο ὄνυχας εἰς
τὸ κάθε πόδι του, χωρισμένους ἀναμεταξύ
των, καὶ τὸ ὁποῖον ἀναμασᾶ
τὴν τροφήν του. |
6
Κάθε ζῶον γενικῶς, ποὺ εἶναι δίχηλον
καὶ ἔχει δύο νύχια εἰς τὸ κάθε πόδι
του καὶ ἀναμασᾷ τὴν τροφήν του,
ἠμπορεῖτε νὰ τὸ τρώγετε.
|
7
Καὶ ταῦτα οὐ φάγεσθε ἀπὸ
τῶν ἀναγόντων μηρυκισμὸν καὶ
ἀπὸ τῶν διχηλούντων τὰς ὁπλὰς
καὶ ὀνυχιζόντων ὀνυχιστῆρας·
τὸν κάμηλον καὶ δασύποδα καὶ
χοιρογρύλλιον, ὅτι ἀνάγουσι μηρυκισμὸν
καὶ ὁπλὴν οὐ διχηλοῦσιν, ἀκάθαρτα
ταῦτα ὑμῖν ἐστι·
|
7
Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ αὐτὰ
τὰ μηρυκαστικὰ ζῶα, ἢ τὰ δίχηλα,
αὐτὰ ποὺ ἔχουν τοὺς δύο
ὄνυχάς των ξεχωριστούς, δὲν θὰ
φάγετε τὰ ἑξῆς· Τὴν κάμηλον,
τὸν λαγωόν, τὸν ἀκανθόχοιρον,
τὰ ὁποῖα ναὶ μὲν μηρυκάζουν
ἀλλὰ δὲν εἶναι δίχηλα. Αὐτὰ
λοιπὸν θὰ εἶναι ἀκάθαρτα διὰ
σᾶς. |
7
Ἀπὸ αὐτὰ ὅμως ποὺ ἀναμασοῦν
τὴν τροφήν των καὶ εἶναι δίχηλα καὶ
ἔχουν δύο νύχια εἰς τὸ κάθε πόδι των,
δὲν θὰ τρώγετε τὰ ἑξῆς: Τὴν
καμήλαν καὶ τὸν δασύποδα (λαγόν) καὶ
τὸν σκαντζόχοιρον, διότι ἀναμασοῦν μὲν
τὴν τροφήν των, δὲν εἶναι ὅμως
δίχηλα. Θὰ εἶναι αὐτὰ διὰ σᾶς
ἀκάθαρτα. |
8
καὶ τὸν ὗν, ὅτι διχηλεῖ ὁπλὴν
τοῦτο καὶ ὀνυχίζει ὀνυχιστῆρας
ὁπλῆς, καὶ τοῦτο μηρυκισμὸν
οὐ μηρυκᾶται, ἀκάθαρτον τοῦτο
ὑμῖν· ἀπὸ τῶν κρεῶν
αὐτῶν οὐ φάγεσθε καὶ τῶν
θνησιμαίων αὐτῶν οὐχ ἅψεσθε.
|
8
Δὲν θὰ φᾶτε ἐπίσης τὸν
χοῖρον, διότι ναὶ μὲν εἶναι
δίχηλον ζῶον, ἔχει δηλαδὴ εἰς
τοὺς πόδας του δύο ὄνυχας χωρισμένους,
ἀλλὰ δὲν μηρυκάζει τὴν τροφήν
του· εἶναι διὰ σᾶς ἀκάθαρτον
ζῶον. Τὰ κρέατα τῶν ζώων αὐτῶν
δὲν θὰ τὰ φάγετε καὶ τὰ
νεκρὰ σώματά των δὲν θὰ τὰ
ἐγγίσετε. |
8
Δὲν θὰ τρώγετε ἐπίσης καὶ τὸν
χοῖρον, διότι εἶναι μὲν δίχηλον καὶ
ἔχει δύο νύχια εἰς τὸ κάθε πόδι
του, ἀλλ' ὅμως δὲν ἀναμασᾷ τὴν
τροφήν του. Θὰ εἶναι τὸ ζῶον
αὐτὸ διὰ σᾶς ἀκάθαρτον. Δὲν
θὰ τρώγετε ἀπὸ τὰ κρέατα τῶν
ζώων αὐτῶν καὶ δὲν θὰ ἐγγίζετε
τὰ πτώματά των. |
9
Καὶ ταῦτα φάγεσθε ἀπὸ πάντων
τῶν ἐν τῷ ὕδατι· πάντα
ὅσα ἐστὶν ἐν αὐτοῖς πτερύγια
καὶ λεπίδες, φάγεσθε.
|
9
Ἀπὸ τὰ ζῶα ποὺ ὑπάρχουν
εἰς τὰ ὕδατα, ἔχετε τὸ δικαίωμα
νὰ τρώγετε, ὅσα ἀπὸ αὐτὰ
ἔχουν πτερύγια καὶ λέπια.
|
9
Ἀπὸ ὅλα δὲ ὅσα ζοῦν μέσα
εἰς τὰ νερά, θὰ τρώγετε τὰ ἑξῆς:
Ὅλα ὅσα ἔχουν πτερύγια καὶ λέπια,
θὰ τὰ τρώγετε.
10
Ἀντιθέτως ὅλα ὅσα δὲν ἔχουν
πτερύγια καὶ λέπια, δὲν θὰ τὰ τρώγετε.
Θὰ εἶναι διὰ σᾶς ἀκάθαρτα.
|
10
Καὶ πάντα ὅσα οὐκ ἔστιν αὐτοῖς
πτερύγια καὶ λεπίδες, οὐ φάγεσθε,
ἀκάθαρτα ὑμῖν ἐστι.
|
10
Ὅλα ὅμως ὅσα δὲν ἔχουν πτερύγια
καὶ λέπια, δὲν θὰ τὰ τρώγετε.
Θὰ εἶναι διὰ σᾶς ἀκάθαρτα.
|
10
Ἀντιθέτως ὅλα ὅσα δὲν ἔχουν
πτερύγια καὶ λέπια, δὲν θὰ τὰ τρώγετε.
Θὰ εἶναι διὰ σᾶς ἀκάθαρτα.
|
11
Πᾶν ὄρνεον καθαρὸν φάγεσθε.
|
11
Κάθε πτηνὸν καθαρὸν ἔχετε τὸ
δικαίωμα νὰ τρώγετε.
|
11
Κάθε πουλὶ καθαρὸν ἠμπορεῖτε νὰ
τὸ τρώγετε. |
12
Καὶ ταῦτα οὐ φάγεσθε ἀπ' αὐτῶν·
τὸν ἀετὸν καὶ τὸν γρύπα
καὶ τὸν ἀλιαίετον
|
12
Αὐτὰ δὲ εἶναι τὰ πτηνά,
ἀπὸ τὰ ὁποῖα δὲν ἐπιτρέπεται
νὰ τρώγετε· ῾Ο ἀετός, ὁ
γρύψ (εἶδος ἀετοῦ), ὁ ἁλιάετος
|
12
Δὲν θὰ τρώγετε ὅμως ἀπὸ αὐτὰ
τὰ ἑξῆς: Τὸν ἀετόν, καὶ
τὸν γρυπάετον καὶ τὸν θαλάσσιον ἀετόν,
|
13
καὶ τὸν γύπα καὶ τὸν ἴκτινον
καὶ τὰ ὅμοια αὐτῷ
|
13
ὁ γύψ (πτηνὸν ποὺ τρώγει πτώματα),
ὁ ἱέραξ καὶ τὰ ὅμοια πρὸς
αὐτόν. |
13
καὶ τὸ ὄρνιο καὶ τὸ περδικογεράκι
καὶ τὰ ὅμοιά του,
|
14
καὶ πάντα κόρακα καὶ τὰ ὅμοια
αὐτῷ |
14
Δὲν θὰ φᾶτε κανένα εἶδος κόρακος
καὶ τὰ ὅμοια πρὸς αὐτόν.
|
14
καὶ κάθε κοράκι καὶ τὰ ὅμοιά
του, |
15
καὶ στρουθὸν καὶ γλαῦκα καὶ
λάρον |
15
Ἐπίσης στρουθίον, γλαῦκα, γλάρον,
|
15
καὶ τὸ σπουργίτι καὶ τὴν κουκουβάγιαν
καὶ τὸν γλάρον. |
16
καὶ ἐρωδιὸν καὶ κύκνον καὶ
ἷβιν |
16
τὸν ἐρωδιόν, τὸν τσικνιάν, τὴν
ἶβιν, |
16
Δὲν θὰ τρώγετε καὶ τὸν ἐρωδιὸν
καὶ τὸν κύκνον καὶ τὴν ἶβιν,
|
17
καὶ καταράκτην καὶ ἱέρακα καὶ
τὰ ὅμοια αὐτῷ καὶ ἔποπα
καὶ νυκτικόρακα |
17
τὸν καταράκτην (εἶδος ὁρμητικοῦ
γλάρου), τὸν ἱέρακα καὶ τὰ
ὅμοια πρὸς αὐτόν, τὸν τσαλαπετεινὸν
καὶ τὸν νυκτοκόρακα,
|
17
καὶ τὸ ὄρνιο τῆς θαλάσσης, ποὺ
λέγεται καταρράκτης, καὶ τὸ γεράκι καὶ τὰ
ὅμοιά του καὶ τὸν τσαλαπετεινὸν
καὶ τὸ κλαψοπούλι, |
18
καὶ πελεκᾶνα καὶ χαραδριὸν καὶ
τὰ ὅμοια αὐτῷ καὶ πορφυρίωνα
καὶ νυκτερίδα. |
18
τὸν πελεκᾶνο, τὸν χαραδριόν (ὑποκίτρινον
λαίμαργον πτηνόν) καὶ τὰ ὅμοια
πρὸς αὐτόν, τὸν πορφυρίωνα (πτηνὸν
καλοβατικόν) καὶ τὴν νυκτερίδα.
|
18
καὶ τὸν πελεκάνον καὶ τὸν χαραδριὸν
καὶ τὰ ὅμοιά του καὶ τὴν
πέρδικα καὶ τὴν νυκτερίδα.
|
19
Πάντα τὰ ἑρπετὰ τῶν πετεινῶν
ἀκάθαρτά ἐστιν ὑμῖν, οὐ
φάγεσθε ἀπ' αὐτῶν.
|
19
Ἐπίσης ὅλα ὅσα ἕρπουν καὶ
πετοῦν, δηλαδὴ τὰ ἔντομα, θὰ
εἶναι διὰ σᾶς ἀκάθαρτα καὶ
δὲν θὰ τρώγετε ἀπὸ αὐτά.
|
19
Ἀκάθαρτα θὰ εἶναι διὰ σᾶς καὶ
ὅλα, ὅσα πετοῦν καὶ ἔρπουν,
ὅπως τὰ ζωΰφια καὶ ἔντομα. Δὲν
θὰ τρώγετε ἀπὸ αὐτά.
|
20
Πὰν πετεινὸν καθαρὸν φάγεσθε.
|
20
Ἔχετε ὅμως τὸ δικαίωμα νὰ τρώγετε
κάθε καθαρὸν πτηνόν.
|
20
Κάθε πτηνὸν καθαρὸν ἠμπορεῖτε νὰ
τὸ τρώγετε. |
21
Πᾶν θνησιμαῖον οὐ φάγεσθε· τῷ
παροίκῳ τῷ ἐν ταῖς πόλεσί
σου δοθήσεται, καὶ φάγεται, ἢ ἀποδώσῃ
τῷ ἀλλοτρίῳ· ὅτι λαὸς
ἅγιος εἶ Κυρίῳ τῷ Θεῷ
σου. Οὐχ ἑψήσεις ἄρνα ἐν γάλακτι
μητρὸς αὐτοῦ. |
21
Κανένα θνησιμαῖον δὲν θὰ φάγετε.
Ὅσα ὁ νόμος ὁρίζει διὰ
σᾶς ἀκάθαρτα ἠμπορεῖτε νὰ
τὰ δίδετε εἰς τὸν ξένον, ποὺ
φιλοξενεῖτε εἰς τὴν πόλιν σας διὰ
νὰ φάγῃ ἀπὸ αὐτὰ
ἢ νὰ τὰ πωλήσετε εἰς μὴ
Ἰσραηλίτην. Σεῖς ὅμως δὲν πρέπει
νὰ τρώγετε ἀπὸ τὰ ἀκάθαρτα,
διότι εἶσθε λαὸς ἅγιος ἀφιερωμένος
εἰς τὸν Κύριον. Δὲν θὰ βράσῃς
ἀρνὶ μὲ τὸ γάλα τῆς μητρός
του. |
21
Δὲν θὰ τρώγετε ἐπίσης κανένα ζῶον,
ποὺ ἐψόφησε. Αὐτὸ εἶναι
δυνατὸν νὰ δίδεται εἰς τὸν ξένον,
ποὺ διαμένει μαζί σας εἰς τὰς πόλεις
σας, καὶ νὰ τρώγεται ἀπὸ αὐτόν.
Ἠμπορεῖς ἐπίσης νὰ τὸ πωλήσῃς
εἰς κάποιον ξένον. Πρέπει νὰ προσέξῃς καὶ
ν ἀποφύγῃς τὰ πτώματα καὶ τὰ
ἀκάθαρτα ζῶα, διότι σὺ εἶσαι λαὸς
ἅγιος, ξεχωρισμένος διὰ τὸν Κύριον καὶ
Θεόν σου. Καὶ δὲν θὰ βράσῃς ποτὲ
ἀρνὶ μὲ τὸ γάλα τῆς μητέρας
του, ὅπως κάνουν οἱ εἰδωλολάτραι.
|
22
Δεκάτην ἀποδεκατώσεις παντὸς γενήματος
τοῦ σπέρματός σου, τὸ γένημα
τοῦ ἀγροῦ σου ἐνιαυτὸν κατ'
ἐνιαυτόν, |
22
Ἀπὸ ὅλα τὰ προϊόντα τῶν
σπαρτῶν σας, ἀπὸ ὅλα δηλαδὴ
ὅσα οἱ ἀγροί σας κάθε χρόνον
σᾶς δίδουν, θὰ ἀφαιρέσῃς
τὸ ἓν δέκατον. |
22
Θὰ ξεχωρίσῃς τὸ ἓν δέκατον ἀπὸ
ὅλα τὰ προϊόντα τῆς σπορᾶς σου, ἀπὸ
κάθε τι ποὺ παράγουν τὰ χωράφια σου κάθε
χρόνον. |
23
καὶ φαγῇ αὖτο ἐν τῷ τόπῳ
ᾧ ἐὰν ἐκλέξηται Κύριος
ὁ Θεός σου, ἐπικληθῆναι τὸ ὄνομα
αὐτοῦ ἐκεῖ· οἴσετε τὰ
ἔπιδέκατα τοῦ σίτου σου καὶ
τοῦ οἴνου σου καὶ τοῦ ἐλαίου
σου, τὰ πρωτότοκα τῶν βοῶν σου καὶ
τῶν προβάτων σου, ἵνα μάθῃς
φοβεῖσθαι Κύριον τὸν Θεόν σου πάσας
τὰς ἡμέρας. |
23
Θὰ φάγετε αὐτὸ εἰς τὸν
τόπον, τὸν ὁποῖον ἤθελεν ἐκλέξει
Κύριος ὁ Θεός σας διὰ νὰ ἀφιερωθῇ
εἰς τὸ ὄνομά του (δηλαδὴ εἰς
τὸν ναόν). Ἐκεῖ θὰ φέρετε
τὸ ἓν δέκατον ἀπὸ τὸν
σίτον σας, ἀπὸ τὸν οἶνον, ἀπὸ
τὸ ἔλαιον, ὅπως ἐπίσης καὶ
τὰ πρωτότοκα ἀπὸ τὰ βόδια
καὶ τὰ πρόβατά σας, διὰ νὰ
μάθετε νὰ εὐλαβῆσθε Κύριον τὸν
Θεόν σας ὅλας τὰς ἡμέρας τῆς
ζωῆς σας. |
23
Καὶ Θὰ τὸ φάγῃς (καταναλώσιμο) εἰς
τὸν ἰδιαίτερον τόπον, ποὺ θὰ διαλέξῃ
Κύριος ὁ Θεός σου, διὰ νὰ ἐπικαλοῦνται
ἐκεῖ τὸ ἅγιον ὄνομά Του. Θὰ
φέρῃς ἐκεῖ τὸ ἓν δέκατον ἀπὸ
τὸ σιτάρι σου καὶ ἀπὸ τὸ κρασί
σου καὶ ἀπὸ τὸ λάδι σου, τὰ
πρωτογέννητα ἀπὸ τὰ βόδια σου καὶ
ἀπὸ τὰ πρόβατά σου, διὰ νὰ μάθῃς
νὰ φοβᾶσαι καὶ νὰ ὑπολογίζῃς
Κύριον τὸν Θεόν σου καθ' ὅλην τὴν ζωήν σου.
|
24
Ἐὰν δὲ μακρὰν γένηται ἡ
ὁδὸς ἀπὸ σοῦ καὶ μὴ
δύνῃ ἀναφέρειν αὐτά, ὅτι
μακρὰν ἀπὸ σοῦ ὁ τόπος,
ὃν ἂν ἐκλέξηται Κύριος ὁ
Θεός σου ἐπικληθῆναι τὸ ὄνομα
αὐτοῦ ἐκεῖ, ὅτι εὐλογήσει
σε Κύριος ὁ Θεός σου,
|
24
Ἐὰν ὅμως εἶναι μακρὰ ἡ
ἀπόστασις ἀπὸ τὴν κατοικίαν
σου μέχρι τοῦ ναοῦ καὶ δὲν σοῦ
εἶναι δυνατὸν νὰ φέρῃς ἐκεῖ
αὐτὰ τὰ δέκατα, εἰς τὸν
τόπον δηλαδὴ ποὺ ἐξέλεξεν ὁ
Κύριος διὰ νὰ λατρεύετε τὸ ὄνομά
του, σὺ δὲ θέλῃς πράγματι νὰ
προσφέρῃς, ἀπὸ ὅσα ἡ εὐλογία
τοῦ Κυρίου σοῦ ἔδωσε,
|
24
Ἐὰν ὅμως εἶναι μεγάλη ἡ διαδρομὴ
ἀπὸ τὴν κατοικίαν σου ἕως τὸν
τόπον τῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ καὶ δεν
ἠμπορῇς νὰ προσφέρῃς ἀπὸ
αὐτά, ποὺ σοῦ ἐχάρισεν ἡ
εὐλογία Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου, ἐπειδὴ
ἀπέχει πολὺ ἡ κατοικία σου ἀπὸ
τὸν τόπον, ποὺ θὰ διαλέξῃ σὰν
ἰδικόν Του Κύριος ὁ Θεός σου, διὰ νὰ
ἐπικαλοῦνται Ἐκεῖ τὸ ἅγιον
ὄνομά Του, ἠμπορεῖς νὰ κάνης τὸ
ἑξῆς: |
25
καὶ ἀποδώσῃ αὐτὰ ἀργυρίου
καὶ λήψῃ τὸ ἀργύριον ἐν
ταῖς χερσί σου καὶ πορεύσῃ εἰς
τὸν τόπον, ὃν ἂν ἐκλέξηται
Κύριος ὁ Θεός σου αὐτόν,
|
25
θὰ πωλήσῃς αὐτά, θὰ πάρῃς
τὸ ἀντίτιμον αὐτῶν εἰς
τὰ χέρια σου καὶ θὰ μεταβῇς
εἰς τὸν τόπον, τὸν ὁποῖον
ἐξέλεξε Κύριος ὁ Θεός σου.
|
25
Θὰ πωλήσῃς αὐτὰ μὲ χρήματα καί,
ἀφοῦ πάρῃς εἰς τὰ χέρια σου
τὸ ἀνάλογον χρηματικὸν ποσόν, θὰ ὑπάγῃς
εἰς τὸν τόπον, τὸν ὁποῖον θὰ
διαλέξῃ σὰν ἰδικόν Του Κύριος ὁ Θεός
σου. |
26
καὶ δώσεις ἀργύριον ἐπὶ
παντός, οὗ ἂν ἐπιθυμῇ ἡ
ψυχή σου, ἐπὶ βουσὶν ἢ ἐπὶ
προβάτοις, ἐπ' οἴνῳ ἢ ἐπὶ
σίκερα ἢ ἐπὶ παντός, οὗ
ἂν ἐπιθυμῇ ἡ ψυχή σου, καὶ
φαγῇ ἐκεῖ ἐναντίον Κυρίου
τοῦ Θεοῦ σου καὶ εὐφρανθήσῃ
σὺ καὶ ὁ οἶκός σου
|
26
Ἐκεῖ δύνασαι νὰ δαπανήσῃς
αὐτὰ τὰ χρήματα καὶ νὰ
ἀγοράσῃς ὅ,τι ἡ ψυχή σου
ἐπιθυμεῖ νὰ προσφέρῃς πρὸς
τὸν Θεόν, βόδια, πρόβατα, οἶνον,
οἰνοπνευματώδη ποτὰ καὶ ὅ,τι
ἄλλο ἐπιθυμεῖς. Ἐκεῖ δὲ
ἐνώπιον Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου
θὰ φάγῃς καὶ θὰ εὐφρανθῇς
σὺ καὶ ἡ οἰκογένειά σου.
|
26
Καὶ θὰ διαθέσῃς ἐκεῖ τὰ
χρήματα αὐτά, διὰ νὰ πάρῃς ὀτιδήποτε
ἐπιθυμεῖ ἡ ψυχή σου, βόδια δηλαδή, ἢ
πρόβατα, ἢ κρασί, ἢ ἄλλα οἰνοπνευματώδη
ποτά, ἢ ὀτιδήποτε ἄλλο ποθεῖ
ἡ ψυχή σου. Καὶ θὰ φάγῃς ἐκεῖ
ἐνώπιον Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου καὶ
θὰ εὐφρανθῇς σὺ καὶ ἡ
οἰκογένειά σου. |
27
καὶ ὁ Λευίτης ὁ ἐν ταῖς
πόλεσί σου, ὅτι οὐκ ἔστιν αὐτῷ
μερὶς οὐδὲ κλῆρος μετὰ σοῦ.
|
27
Μαζῆ σου δὲ ἐκεῖ θὰ φάγῃ
καὶ ὁ Λευΐτης, ποὺ εὑρίσκεται
εἰς τὰς πόλεις σου, διότι αὐτὸς
δὲν ἔχει μερίδιον κληρονομίας, ὅπως
σὺ ἔχεις. |
27
Θὰ φάγῃ ἐπίσης μαζί σου καὶ ὁ
Λευΐτης, ποὺ διαμένει εἰς τὰς πόλεις σου,
διότι δεν ἐκληρονόμησεν αὐτὸς μερίδιον γῆς,
οὔτε κτήματα, ὅπως ἐκληρονόμησες σύ.
|
28
Μετὰ τρία ἔτη ἐξοίσεις πᾶν
τὸ ἐπιδέκατον τῶν γενημάτων
σου· ἐν τῷ ἐνιαυτῷ ἐκείνῳ
θήσεις αὐτὸ ἐν ταῖς πόλεσί
σου, |
28
Κάθε τρία χρόνια θὰ βάζῃς
κατὰ μέρος ἕνὰ δέκατον ἀπὸ
τὰ προϊόντα σου. Κατὰ τὸ τρίτον
δὲ αὐτὸ ἔτος θὰ θέτῃς
αὐτὸ εἰς τὴν πόλιν σου·
δὲν θὰ τὸ προσφέρῃς εἰς
τὸν ναόν. |
28
Κάθε τρία χρόνια θὰ ξεχωρίζῃς καὶ δι’ ἄλλον
σκοπὸν τὸ ἓν δέκατον ἀπὸ τὰ
γεννήματά σου. Θὰ τὸ φυλάξῃς δὲ κατὰ
τὸν τρίτον αὐτὸν χρόνον εἰς τὰς
πόλεις σου. Δὲν θὰ τὸ φέρῃς εἰς
τὸν τόπον τῆς λατρείας. |
29
καὶ ἐλεύσεται ὁ Λευίτης, ὅτι
οὐκ ἔστιν αὐτῷ μερὶς οὐδὲ
κλῆρος μετὰ σοῦ, καὶ ὁ προσήλυτος
καὶ ὁ ὀρφανὸς καὶ ἡ χήρα
ἡ ἐν ταῖς πόλεσί σου καὶ
φάγονται καὶ ἐμπλησθήσονται, ἵνα
εὐλογήσῃ σε Κύριος ὁ Θεός
σου ἐν πᾶσι τοῖς ἔργοις οἶς
ἐὰν ποιῇς. |
29
Θὰ ἔλθῃ δὲ ὁ Λευΐτης, διότι
αὐτὸς δὲν ἔχει μερίδιον καὶ
κληρονομίαν εἰς τὴν γῆν τῆς
Ἐπαγγελίας, θὰ ἔλθῃ ὁ
ξένος καὶ τὸ ὀρφανὸν καὶ
ἡ χήρα, ποὺ εὑρίσκεται εἰς
τὰς πόλεις σας, καὶ θὰ φάγουν
ἀπὸ τὸ δέκατον αὐτὸ καὶ
θὰ χορτάσουν. Διὰ τὴν καλήν
σου δὲ αὐτὴν πράξιν θὰ σὲ
εὐλογήσῃ ὁ Θεὸς εἰς ὅλα
τὰ ἔργα, τὰ ὁποῖα θὰ ἔκαμνες.
|
29
Καὶ θὰ ἔρχεται ὁ Λευίτης, ἐπειδὴ
δὲν ἐκληρονόμησε μερίδιον γῆς, οὔτε
κτήματα, ὅπως ἐκληρονόμησες σύ, θὰ
ἔρχωνται ἐπίσης καὶ ὁ ξένος, ποὺ
συμπαθεῖ τὴν θρησκείαν σας καὶ μένει κοντά
σας, καὶ ὁ ὀρφανὸς καὶ ἡ
χήρα, ποὺ ζῇ εἰς τὰς πόλεις σου, καὶ
θὰ παίρνουν ἀπὸ αὐτὸ καὶ
θὰ τρώγουν καὶ θὰ χορταίνουν. Καὶ
ὅταν κάνῃς αὐτό, θὰ σὲ εὐλογήσῃ
Κύριος ὁ Θεός σου εἰς ὅλα τὰ ἔργα,
μὲ τὰ ὁποῖα θὰ καταγίνεσαι.
|