Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ι'
ἑπτὰ ἐτῶν ποιήσεις ἄφεσιν.
|
άθε
ἑπτὰ ἔτη θὰ παρέχῃς ἄφεσιν
τῶν χρεῶν. |
άθε
ἕβδομον ἔτος θὰ δίδῃς ἄφεσιν
καὶ χάριν. |
2
Καὶ οὕτω τὸ πρόσταγμα τῆς ἀφέσεως·
ἀφήσεις πᾶν χρέος ἴδιον, ὃ
ὀφείλει σοι ὁ πλησίον, καὶ τὸν
ἀδελφόν σου οὐκ ἀπαιτήσεις,
ἐπικέκληται γὰρ ἄφεσις Κυρίῳ
τῷ Θεῷ σου. |
2
Ὡς ἑξῆς θὰ ἐφαρμόζεται
ὁ νόμος τῆς ἀφέσεως τῶν
χρεῶν· δηλαδὴ κάθε χρέος, τὸ
ὁποῖον σοῦ ὀφείλει ὁ πλησίον
καὶ ὁ ἀδελφός σου, δὲν θὰ
τὸ ζητήσῃς, ἀλλὰ θὰ τὸ
χαρίσῃς, διότι ἐκ μέρους Κυρίου
τοῦ Θεοῦ σου ὁρίζεται καὶ ἐπιβάλλεται
αὐτὴ ἡ ἄφεσις τῶν χρεῶν.
|
2
Αὐτὸς δὲ εἶναι ὁ νόμος τῆς
ἀφέσεως: Θὰ χαρίζῃς κάθε προσωπικὸν
χρέος, ποὺ σοῦ ὀφείλει ὁ πλησίον σου,
καὶ δεν θὰ τὸ ζητῇς ἀπὸ
τὸν ἀδελφόν σου Ἰσραηλίτην, διότι
κατὰ τὸ ἔτος αὐτὸ ἔχει
ὁρισθῇ νὰ δίδεται ἄφεσις πρὸς
τιμὴν Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου.
|
3
Τὸν ἀλλότριον ἀπαιτήσεις ὅσα
ἐὰν ᾗ σοι παρ' αὐτῷ, τῷ
δὲ ἀδελφῷ σου ἄφεσιν ποιήσεις
τοῦ χρέους σου·
|
3
Ἀπὸ τὸν ξένον θὰ ἀπαιτήσῃς
νὰ σοῦ δώσῃ τὸ χρέος του.
Εἰς τὸν ἀδελφόν σου ὅμως τὸν
Ἰσραηλίτην θὰ χαρίσῃς τὸ
χρέος κατὰ τὸ ἔτος τῆς ἀφέσεως.
|
3
Ἔχεις δικαίωμα κατὰ τὸ ἔτος αὐτὸ
νὰ ζητῇς ἀπὸ κάθε ἀλλογενῆ
αὐτά, ποὺ εἶναι ἰδικά σου καὶ
τὰ κρατεῖ ἐκεῖνος. Θὰ χαρίζῃς
ὅμως τὸ χρέος, ποὺ σοῦ ὀφείλει
ὁ ἀδελφός σου Ἰσραηλίτης,
|
4
ὅτι οὐκ ἔσται ἐν σοι ἐνδεής,
ὅτι εὐλογῶν εὐλογήσει σε Κύριος
ὁ Θεός σου ἐν τῇ γῇ, ᾗ
Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσί σοι
ἐν κλήρῳ κατακληρονομῆσαι αὐτήν.
|
4
Τοῦτο δέ, διότι δὲν πρέπει νὰ
ὑπάρχῃ μεταξύ σας πτωχὸς (χρεοφειλέτης
ἀδυνατῶν νὰ πληρώσῃ τὰ
χρέη του). Ἐφόσον δὲ σὺ χαρίζεις
τὸ χρέος, θὰ σὲ εὐλογήσῃ
ὁ Κύριος εἰς τὴν χώραν, τὴν
ὁποίαν σοῦ ἔδωκε ὡς κληρονομίαν.
|
4
διότι δεν πρέπει νὰ ὑπάρχῃ κανεὶς
πτωχὸς ἀνάμεσά σας. Θὰ σὲ εὐλογήσῃ
δὲ πλουσίως ὁ Κύριος καὶ Θεός σου εἰς
τὴν χώραν, τὴν ὁποίαν σοῦ χαρίζει
Κύριος ὁ Θεός σου, διὰ νὰ τὴν κατέχῃς
ὡς κληρονομίαν σου. |
5
Ἐὰν δὲ ἀκοῇ εἰσακούσητε
τῆς φωνῆς Κυρίου τοῦ Θεοῦ ὑμῶν
φυλάσσειν καὶ ποιεῖν πάσας τὰς
ἐντολὰς ταύτας, ὅσας ἐγὼ
ἐντέλλομαί σοι σήμερον,
|
5
Ἐὰν προθύμως ὑπακούσετε εἰς
τὴν φωνὴν Κυρίου τοῦ Θεοῦ σας,
ὥστε νὰ φυλάσσετε καὶ νὰ πράττετε
ὅλας τὰς ἐντολάς, τὰς ὁποίας
ἐγὼ σήμερον σᾶς διατάσσω,
|
5
Θὰ σὲ εὐλογήσῃ ὅμως, ἐὰν
ἀκούσετε μὲ χαρὰν καὶ προθυμίαν τὴν
φωνὴν Κυρίου τοῦ Θεοῦ σας, ὥστε νὰ
φυλάσσετε καὶ νὰ τηρῆτε ὅλας αὐτὰς
τὰς ἐντολάς, ποὺ σοῦ παραγγέλλω ἐγὼ
σήμερον. |
6
ὅτι Κύριος ὁ Θεός σου εὐλόγησέ
σε, ὃν τρόπον ἐλάλησέ σοι, καὶ
δανειεῖς ἔθνεσι πολλοῖς, σὺ δὲ
οὐ δανειῇ, καὶ ἄρξεις ἐθνῶν
πολλῶν, σοῦ δὲ οὐκ ἄρξουσιν.
|
6
τότε Κύριος ὁ Θεός σας θὰ σᾶς
εὐλογήσῃ, ὅπως σᾶς ἔχει
ὑποσχεθῆ. Θὰ ἔχῃς ἀφθονίαν
ἀγαθῶν καὶ χρήματα, ὥστε νὰ
δανείζῃς ἔθνη πολλά, ἐνῶ
σὺ δὲν θὰ εὑρεθῇς εἰς
τὴν ἀνάγκην νὰ ζητήσῃς
δάνειον. Θὰ εἶσαι ἄρχων εἰς
πολλοὺς λαούς, ἐνῶ κανεὶς δὲν
θὰ εἶναι ἄρχων καὶ αὐθέντης
εἰς σέ. |
6
Διότι Κύριος ὁ Θεός σου σὲ εὐλόγησε καὶ
θὰ σὲ εὐλογήσῃ, συμφώνως πρὸς
ὅσα σοῦ εἶπε. Θὰ εἶσαι δὲ
εἲς θέσιν νὰ δανείζῃς ἔθνη πολλά,
ἐνῶ σὺ δὲν θὰ δανεισθῇς
ποτε, Καὶ θὰ κυβερνᾷς καὶ θὰ
ἐξουσιάζῃς ἔθνη πολλὰ καὶ
δὲν θὰ ἐξουσιασθῇς σὺ ἀπὸ
κανένα. |
7
Ἐὰν γένηται ἐν σοὶ ἐνδεὴς
ἐκ τῶνν ἀδελφῶν σου ἐν μιᾷ
τῶν πόλεών σου ἐν τῇ γῇ,
ᾗ Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσί
σοι, οὐκ ἀποστερεῖς τὴν καρδίαν
σου, οὐδ' οὐ μὴ συσφίγξῃς τὴν
χεῖρά σου ἀπὸ τοῦ ἀδελφοῦ
σοῦ τοῦ ἐπιδεομένου· |
7
Ἐὰν συμβῇ, ὥστε εἰς μίαν
ἀπὸ τὰς πόλεις τῆς χώρας,
ποὺ σᾶς ἔδωσε Κύριος ὁ Θεός,
νὰ ὑπάρξῃ πτωχὸς μεταξὺ
τῶν ἀδελφῶν σου, σὺ νὰ μὴ
κλείσῃς τὰ σπλάγχνα σου, νὰ
μὴ σκληρύνῃς καὶ ἀποτραβήξῃς
τὴν καρδίαν σου ἀπὸ αὐτόν,
νὰ μὴ κλείσῃς σφικτὰ τὰ
χέρια σου, διὰ νὰ μὴ δώσῃς
τίποτε εἰς τὸν πεινασμένον καὶ
πονεμένον ἀδελφόν σου.
|
7
Καὶ ἐὰν συμβῇ νὰ εὑρεθῇ
ἀνάμεσά σας κάποιος πτωχὸς ἀπὸ
τοὺς ἀδελφούς σου τοὺς Ἰσραηλίτας,
εἰς μίαν ἀπὸ τὰς πόλεις σου, ἐκεῖ
εἰς τὴν χώραν ποὺ σοῦ χαρίζει ὁ
Κύριος καὶ Θεός σου, δὲν θὰ σκληρυνθῇ
ἡ καρδιά σου καὶ δὲν θὰ ἀδιαφορήσῃς
δι' αὐτόν. Οὔτε θὰ κλείσῃς καὶ
θὰ σφίξῃς τὸ χέρι σου ἐμπρὸς
εἰς τὸν ἀδελφόν σου, ποὺ ἔχει
τὴν ἀνάγκην σου. |
8
ἀνοίγων ἀνοίξεις τὰς χεῖρας
σου αὐτῷ καὶ δάνειον δανειεῖς
αὐτῷ ὅσον ἐπιδέεται, καθότι
ἐνδεεῖται. |
8
Ἀλλὰ πλούσια θὰ ἀνοίξῃς
τὰ χέρια σου πρὸς αὐτόν. Θὰ
τοῦ προσφέρῃς καὶ θὰ τοῦ
δανείσῃς ὅσον καὶ ὅ,τι τοῦ
χρειάζεται, ἀφοῦ εὑρίσκεται
εἰς ἀνάγκην.
|
8
Ἀντιθέτως θ ἀνοίξῃς μὲ χαρὰν
τὰ χέριά σου πρὸς χάριν του καὶ θὰ
τοῦ δώσῃς ὅσον δάνειον χρειάζεται, δηλαδὴ
αὐτὸ ποὺ ἔχει ἀνάγκην.
|
9
Πρόσεχε σεαυτῷ, μὴ γένητοι ρῆμα
κρυπτὸν ἐν τῇ καρδίᾳ σου ἀνόημα
λέγων· ἐγγίζει τὸ ἔτος
τὸ ἕβδομον, ἔτος τῆς ἀφέσεως,
καὶ πονηρεύσηται ὁ ὀφθαλμός
σου τῷ ἀδελφῷ σου τῷ ἐπιδεομένῳ,
καὶ οὐ δώσεις αὐτῷ, καὶ
καταβοήσεται κατὰ σοῦ πρὸς Κύριον,
καὶ ἔσται ἐν σοὶ ἁμαρτία
μεγάλη. |
9
Πρόσεχε εἰς τὸν
ἑαυτόν σου, μήπως μέσα εἰς τὴν
διάνοιαν καὶ τὴν καρδίαν σου σκεφθῆς
κατὰ παράνομον τρόπον καὶ εἴπῃς
<πλησιάζει τὸ ἕβδομον ἔτος, τὸ
ἔτος αὐτὸ τῆς ἀφέσεως
τῶν χρεῶν>· καὶ ἔτσι βλέπων
μὲ πονηρὸν βλέμμα τὸν ἀδελφόν
σου καὶ σκεπτόμενος ὅτι μετ' ὀλίγον
θὰ εἶσαι ὑποχρεωμένος νὰ τοῦ
χαρίσῃς τὰ χρέος - καὶ δὲν
τὸν δανείσῃς, τότε ὁ ἀδελφός
σου αὐτὸς θὰ φωνάξῃ πρὸς
τὸν Κύριον ἐναντίον σου καὶ
θὰ εἶναι μεγάλη ἡ ἐνοχή
σου διὰ τὴν πονηρίαν αὐτήν.
|
9
Πρόσεχε εἰς τὸν ἑαυτόν σου, ὥστε
νὰ μὴ διαπραχθῇ μέσα εἰς τὴν
καρδιά σου κρυφὸν ἁμάρτημα, μὲ τὸ
νὰ σκεφθῇς καὶ εἰπῇς: <Πλησιάζει
τὸ ἕβδομον ἔτος, τὸ ἔτος τῆς
ἀφέσεως καὶ ὑπάρχει φόβος νὰ χάσω
τὸ δάνειον>, καὶ ἐξ αἰτίας αὐτοῦ
ἀντιμετωπίσῃς μὲ πονηρὸν βλέμμα τὸν
πτωχὸν ἀδελφόν σου, ποὺ ἔχει
ἀνάγκην, καὶ δεν τὸν δανείσῃς. Ἂν
γίνῃ αὐτό, θὰ κραυγάσῃ ἐκεῖνος
μὲ πόνον πρὸς τὸν Κύριον εἰς βάρος
σου καὶ θὰ εἶσαι ἔνοχος ἁμαρτίας
μεγάλης. |
10
Διδοὺς δώσεις αὐτῷ καὶ δάνειον
δανειεῖς αὐτῷ ὅσον ἐπιδέεται,
καὶ οὐ λυπηθήσῃ τῇ καρδίᾳ
σου διδόντος σου αὐτῷ, ὅτι διὰ
τὸ ρῆμα τοῦτο εὐλογήσει σε Κύριος
ὁ Θεός σου ἐν πᾶσι τοῖς ἔργοις
καὶ ἐν πάσιν, οὗ ἂν ἐπιβάλῃς
τὴν χεῖρά σου·
|
10
Ὁλοπρόθυμα πρέπει νὰ δώσῃς
εἰς αὐτὸν δάνειον, ἀνάλογον
πρὸς τὴν ἀνάγκην του· δὲν
πρέπει δὲ νὰ λυπηθῇ ἡ καρδία
σου διὰ τὸ δάνειον, ποὺ θὰ δώσῃς
εἰς τὸν ἀδελφόν σου, διότι διὰ
τὴν καλήν σου αὐτὴν πράξιν θὰ
σὲ εὐλογήσῃ ὁ
Θεὸς εἰς ὅλας τὰς ἐργασίας
σου, θὰ εὐλογήσῃ
ὅλα τὰ ἔργα τῶν χειρῶν
σου.
|
10
Πρέπει νὰ τοῦ δώσῃς ὅ,τι θέλει μὲ
εὐχαρίστησιν καὶ νὰ τοῦ δανείσῃς
ὅσον δάνειον χρειάζεται καὶ νὰ μὴ
λυπηθῇ ἡ καρδιά σου, ὅταν θὰ
τοῦ δίδῃς αὐτὸ ποὺ σοῦ
ζητεῖ· διότι διὰ τὴν καλοσύνην σου αὐτὴν
θὰ σὲ εὐλογήσῃ ὁ Κύριος καὶ
Θεός σου εἰς ὅλα τὰ ἔργα σου καὶ
εἰς ὅλα, ὅσα θὰ ἐπιχειρῇς.
|
11
οὐ γὰρ μὴ ἐκλίπῃ ἐνδεὴς
ἀπὸ τῆς γῆς σου. Διὰ τοῦτο
ἐγώ σοι ἐντέλλομαι ποιεῖν τὸ
ρῆμα τοῦτο λέγων· ἀνοίγων
ἀνοίξεις τὰς χεῖράς σου τῷ
ἀδελφῷ σου τῷ πένητι καὶ τῷ
ἐπιδεομένῳ τῷ ἐπὶ τῆς
γῆς σου. |
11
Ἐπειδὴ ποτὲ δὲν θὰ λείψῃ
πτωχὸς ἀπὸ τὴν χώραν σου, διὰ
τοῦτο σοῦ δίδω
ἐγὼ αὐτὴν τὴν ἐντολὴν
καὶ σὲ διατάσσω· Ἁπλόχερα
θὰ ἀνοίξῃς τὰ χέρια σου
εἰς τὸν πτωχὸν ἀδελφόν σου ποὺ
κατοικεῖ εἰς τὴν χώραν σου καὶ
εὑρίσκεται εἰς ἀνάγκην.
|
11
Καὶ ἐπειδὴ δὲν πρόκειται νὰ
λείψῃ ποτὲ ἀπὸ τὴν χώραν σου
καὶ ὁ πτωχός, δι’ αὐτὸ σοῦ παραγγέλλω
νὰ κάμνῃς τὴν καλὴν αὐτὴν
πρᾶξιν τοῦ δανεισμοῦ καὶ σοῦ
λέγω ν ἀνοίγῃς διάπλατα τὰ χέρια σου
εἰς τὸν πτωχὸν ἀδελφόν σου καὶ
εἰς αὐτόν, ποὺ θὰ εὑρίσκεται
εἰς δύσκολον θέσιν μέσα εἰς τὴν χώραν σου.
|
12
Ἐὰν δὲ πραθῇ σοι ὁ ἀδελφός
σου ὁ Ἑβραῖος ἢ Ἑβραία,
δουλεύσει σοι ἓξ ἔτη, καὶ τῷ
ἑβδόμῳ ἐξαποστελεῖς αὐτὸν
ἐλεύθερον ἀπὸ σοῦ.
|
12
Ἐὰν ὁ ἀδελφός σου, Ἑβραῖος
ἢ Ἑβραία, πωληθῇ εἰς σὲ
ἕνεκα τῶν οἰκονομικῶν
του ἀναγκῶν ὡς δοῦλος,
ἐπὶ ἓξ ἔτη
θὰ σὲ δουλεύσῃ. Κατὰ τὸ
ἔβδομον ἔτος θὰ ἀποστείλῃς
αὐτὸν ἐλεύθερον.
|
12
Ἐὰν δὲ εὑρεθῇ εἰς δύσκολον
θέσιν καὶ πωληθῇ εἰς σὲ ὁ ἀδελφός
σου ὁ Ἑβραῖος ἢ ἡ ἀδελφή
σου ἡ Ἑβραία, θὰ ζῇ καὶ θὰ
ἐργάζεται σὰν δοῦλος κοντά σου ἐπὶ
ἕξι ἔτη. Κατὰ τὸ ἕβδομον ὅμως
ἔτος θὰ τὸν ἀφήνῃς νὰ
φεύγῃ ἐλεύθερος ἀπὸ τὴν ἐργασίαν
σου. |
13
῞Οταν δὲ ἐξαποστελλῇς αὐτὸν
ἐλεύθερον ἀπὸ σοῦ, οὐκ
ἐξαποστελεῖς αὐτὸν κενόν·
|
13
Ὅταν δὲ τὸν ἀφήσῃς νὰ
ἀναχωρήσῃ ἐλεύθερον πλέον
ἀπὸ τὸν οἶκον σου, δὲν θὰ
τὸν ἀποστείλῃς μὲ ἀδειανὰ
τὰ χέρια.
|
13
Ὅταν δὲ τὸν ἀφήσῃς νὰ
φύγῃ ἀπὸ σὲ ἐλεύθερος, δὲν
πρέπει νὰ τὸν διώξῃς μὲ ἄδεια
χέρια. |
14
ἐφόδιον ἐφοδιάσεις αὐτὸν
ἀπὸ τῶν προβάτων σου καὶ ἀπὸ
τοῦ σίτου σου καὶ ἀπὸ τοῦ
οἴνου σου· καθὰ εὐλόγησέ
σε Κύριος ὁ Θεός σου, δώσεις αὐτῷ.
|
14
Θὰ τὸν ἐφοδιάσῃς ἀπὸ
τὰ πρόβατά σου, ἀπὸ τὸ
σιτάρι σου, ἀπὸ τὸ κρασί
σου. Θὰ δώσῃς εἰς αὐτὸν
ἀνάλογα μὲ τὰς εὐλογίας
καὶ δωρεάς, ποὺ ἔχεις λάβει
καὶ σὺ ἀπὸ τὸν
Κύριον, |
14
Θὰ τὸν ἐφοδιάσῃς μὲ δῶρα
ἀπὸ τὰ πρόβατά σου καὶ ἀπὸ
τὸ σιτάρι σου καὶ ἀπὸ τὸ κρασί
σου. Θὰ τοῦ προσφέρῃς ἀναλόγως
πρὸς τὰ ἀγαθά, μὲ τὰ ὁποῖα
σὲ εὐλόγησε Κύριος ὁ Θεός σου.
|
15
Καὶ μνησθήσῃ ὅτι οἰκέτης
ἦσθα ἐν γῆ Αἰγύπτου καὶ
ἐλυτρώσατό σε Κύριος ὁ Θεός
σου ἐκεῖθεν· διὰ τοῦτο ἐγώ
σοι ἐντέλλομαι ποιεῖν τὸ ρῆμα
τοῦτο. |
15
Νὰ ἐνθυμηθῇς δέ, ὅτι καὶ
σὺ ὑπῆρξες δοῦλος εἰς τὴν
χώραν τῆς Αἰγύπτου
καὶ σὲ ἠλευθέρωσεν ὁ
Κύριος ἀπὸ ἐκεῖ. Διὰ τοῦτο
καὶ ἐγὼ σοῦ
δίδω τὴν ἐντολὴν νὰ φέρεσαι
μὲ γενναιοδωρίαν πρὸς τὸν ἀπελεύθερον
δοῦλον σου.
|
15
Καὶ πρέπει νὰ θυμᾶσαι ὅτι ἤσουν
καὶ σὺ κάποτε δοῦλος εὶς τὴν
χώραν τῆς Αἰγύπτου καὶ σὲ ἀπελευθέρωσε
ἀπὸ ἐκεῖ Κύριος ὁ Θεός σου.
Δι' αὐτὸν τὸν λόγον λοιπὸν σὲ
διατάσσω νὰ ἐκδηλώνῃς αὐτὴν
τὴν γενναιοδωρίαν πρὸς τὸν ἕως τότε
δοῦλον σου. |
16
Ἐὰν δὲ λέγῃ πρός σε, οὐκ
ἐξελεύσομαι ἀπὸ σοῦ, ὅτι
ἠγάπηκά σε καὶ τὴν οἰκίαν
σου, ὅτι εὖ ἐστιν αὐτῷ παρὰ
σοί, |
16
Ἐὰν ὅμως ὁ δοῦλος αὐτὸς
σοῦ εἴπῃ, δὲν θὰ φύγω
ἀπὸ σέ, διότι ἔχω ἀγαπήσει
καὶ σὲ καὶ τὴν οἰκογένειάν
σου καὶ ὅτι εἶμαι
εὐτυχισμένος μένων πλησίον σου,
|
16
Ἐὰν ὅμως ὁ δοῦλος σου εἰπῇ
ἐπανειλημμένως <δὲν φεύγω ἀπὸ σέ>,
διότι ἔχει ἀγαπήσει καὶ σὲ τὸν
ἴδιον καὶ τὴν οἰκογένειάν σου
καὶ διότι νοιώθει πράγματι εὐτυχισμένος
κοντά σου, θὰ γίνῃ τὸ ἑξῆς:
|
17
καὶ λήψῃ τὸ ὀπήτιον, καὶ
τρυπήσεις τὸ ὠτίον αὐτοῦ
πρὸς τὴν θύραν, καὶ ἔσται σοι
οἰκέτης εἰς τὸν αἰῶνα·
καὶ τὴν παιδίσκην σου ὠσαύτως
ποιήσεις. |
17
θὰ λάβῃς τὸ τρυπητήρι, θὰ
τρυπήσῃς τὸ αὐτί του εἰς
τὴν θύραν σου, καὶ θὰ μένῃ
αὐτὸς δοῦλος σου ἰσοβίως. Τὸ
ἴδιο θὰ κάμῃς καὶ διὰ
τὴν δούλην σου, ἐὰν καὶ αὐτὴ
ἐκφράσῃ τὴν αὐτὴν ἐπιθυμίαν.
|
17
Θὰ πάρῃς ἕνα μικρὸ σουβλὶ καὶ
θὰ τρυπήσῃς τὸ αὐτί του, ἀφοῦ
τὸν βάλῃς νὰ σταθῇ δίπλα εἰς
τὴν θύραν τοῦ σπιτιοῦ σου. Αὐτὸ
θὰ σημαίνῃ ὅτι θὰ εἶναι αἰωνίως
δοῦλος σου. Τὸ ἴδιο θὰ κάνῃς
καὶ διὰ τὴν δούλην σου.
|
18
Οὐ σκληρὸν ἔσται ἐναντίον σου
ἐξαποστελλομένων αὐτῶν ἐλευθέρων
ἀπὸ σοῦ, ὅτι ἐπέτειον
μισθὸν τοῦ μισθωτοῦ ἐδούλευσέ
σοι ἓξ ἔτη· καὶ εὐλογήσει
σε Κύριος ὁ Θεός σου ἐν πᾶσιν,
οἷς ἐὰν ποιῇς.
|
18
Δὲν θὰ στενοχωρθῇς καὶ δὲν θὰ
δυσφορήσῃς ἐναντίον τῶν δούλων,
τοὺς ὁποίους ἀφήνεις ἐλευθέρους,
διότι αὐτοὶ ἐπὶ ἓξ ἔτη
σὲ ὑπηρέτησαν ὡς δοῦλοι, σοῦ
προσέφεραν ὡς δοῦλοι ἓξ ἐτησίων
ὑπηρεσιῶν μισθούς. Ὑπακούων
εἰς ὅσα ἐγὼ σὲ διατάσσω
θὰ ἔχεις τὴν εὐλογίαν Κυρίου
τοῦ Θεοῦ σου εἰς ὅλα τὰ ἔργα
σου. |
18
Δὲν πρέπει νὰ βαρυθυμῇς διὰ τὸ
ὅτι θὰ φεύγουν ἀπὸ σὲ ἐλεύθεροι
οἱ δοῦλοι σου κατὰ τὸ ἕβδομον
ἔτος, διότι αὐτοὶ σοῦ προσέφεραν ἐργασίαν
ἕξι ἐτησίων μισθῶν δούλου (χωρὶς ἀμοιβήν).
Ἐὰν ἐφαρμόσῃς τὴν ἐντολὴν
αὐτήν, θὰ σὲ εὐλογήσῃ Κύριος
ὁ Θεός σου εἰς ὅλα, ὅσα θὰ ἐπιχειρῇς.
|
19
Πᾶν πρωτότοκον, ὃ ἐὰν τεχθῇ
ἐν ταῖς βουσί σου καὶ ἐν τοῖς
προβάτοις σου, τὰ ἀρσενικά, ἁγιάσεις
Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου· οὐκ ἐργᾷ
ἐν τῷ πρωτοτόκῳ μόσχῳ
σου καὶ οὐ μὴ κείρῃς τὰ
πρωτότοκα τῶν προβάτων σου·
|
19
Κάθε πρωτότοκον ἀρσενικόν, ποὺ
θὰ γεννηθῇ εἰς τὰ βόδια σου
καὶ εἰς τὰ πρόβατά σου, θὰ
τὸ ἀφιερώσῃς εἰς Κύριον
τὸν Θεόν σου. Δὲν θὰ χρησιμοποιήσῃς
δι' ἰδικάς σου ἐργασίας τὸ πρωτότοκον
μοσχάρι σου οὔτε καὶ θὰ κουρεύσῃς
διὰ λογαριασμόν σου τὰ πρωτότοκα ἐκ
τῶν προβάτων σου. |
19
Κάθε πρωτογέννητον ἀρσενικόν, ποὺ θὰ γεννηθῇ
εἰς τὰ βόδια σου καὶ εἰς τὰ
πρόβατά σου, θὰ τὸ ξεχωρίζῃς διὰ
τὸν Κύριον καὶ Θεόν σου. Δὲν θὰ χρησιμοποιῇς
εἰς τὴν ἐργασίαν σου τὸ πρωτογέννητο
μοσχάρι σου καὶ δὲν θὰ κουρεύῃς διὰ
λογαριασμόν σου τὰ πρωτογέννητα ἀπὸ τὰ
πρόβατά σου. |
20
ἔναντι Κυρίου φαγῇ αὐτὸ ἐνιαυτὸν
ἐξ ἐνιαυτοῦ ἐν τῷ τόπῳ,
ᾧ ἐὰν ἐκλέξηται Κύριος
ὁ Θεός σου, σὺ καὶ ὁ οἶκός
σου. |
20
Ἐνώπιον τοῦ Κυρίου καὶ εἰς
τὸν τόπον, τὸν ὁποῖον ἐκεῖνος
ἤθελεν ἐκλέξει, θὰ τρώγῃς
σὺ καὶ ἡ οἰκογένειά σου
κάθε χρόνον τὰ πρωτότοκα αὐτά.
|
20
Θὰ τρώγῃς σὺ καὶ ἡ οἰκογένειά
σου κάθε χρόνον τὰ πρωτογέννητα τοῦ χρόνου αὐτοῦ
ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, εἰς τὸν τόπον
ποὺ θὰ διαλέξῃ σὰν ἰδικόν Του
Κύριος ὁ Θεός σου. |
21
Ἐὰν δὲ ᾖ ἐν αὐτῷ
μῶμος, χωλὸν ἢ τυφλὸν ἢ καὶ
πᾶς μῶμος πονηρός, οὐ θύσεις
αὐτὸ Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου·
|
21
Ἐὰν ὅμως τὸ προσφερόμενον πρωτότοκον
ἔχῃ κάποιο ἐλάττωμα, εἶναι
δηλαδὴ χωλὸν ἢ τυφλὸν ἢ μὲ
ἄλλο τι σωματικὸν ἐλάττωμα, δὲν
θὰ τὸ θυσιάσῃς εἰς Κύριον
τὸν Θεόν σου. |
21
Ἐὰν ὅμως ὑπάρχῃ εἰς τὸ
πρωτογέννητον κάποιο σωματικὸν ἐλάττωμα καὶ
εἶναι κουτσό, ἢ τυφλό, ἢ ἔχῃ
ὁποιοδήποτε ἄλλο ἐλάττωμα, δὲν
θὰ τὸ προσφέρῃς θυσίαν εἰς Κύριον
τὸν Θεόν σου. |
22
ἐν ταῖς πόλεσί σου φαγῇ αὐτό,
ὁ ἀκάθαρτος ἐν σοὶ καὶ
ὁ καθαρὸς ὠσαύτως ἔδεται ὡς
δορκάδα ἢ ἔλαφον·
|
22
Εἰς τὰς πόλεις σου θὰ τὸ σφάξῃς
καὶ θὰ τὸ φάγῃς. Ἀπὸ
αὐτὸ ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ
φάγῃ ὄχι μόνον ὁ νομικῶς
καθαρὸς ἀλλὰ καὶ ὁ ἀκάθαρτος
ποὺ μένει κοντά σου, ὅπως ἀδιαφόρως
τρώγετε τὸ κρέας τῆς δορκάδος
ἢ τῆς ἐλάφου. |
22
Θὰ τὸ φάγῃς ἐκεῖ ὅπου
διαμένεις, εἰς τὰς πόλεις σου. Ἠμποροῦν
δὲ νὰ φάγουν ἀδιακρίτως ἀπὸ
αὐτὸ καὶ αὐτὸς ἀπὸ
σᾶς, ποὺ εἶναι ἀκάθαρτος, καὶ
ὁ καθαρός, ὅπως ἀκριβῶς τρώγονται
τὸ ἐλάφι καὶ τὸ ζαρκάδι, ποὺ
δὲν προσφέρονται θυσία εἰς τὸν Κύριον.
|
23
πλὴν αἷμα οὐ φάγεσθε, ἐπὶ
τὴν γῆν ἐκχεεῖς αὖτο ὡς
ὕδωρ. |
23
Τὸ αἷμα ὅμως δὲν θὰ τὸ
φάγετε. Θὰ τὸ χύσετε εἰς τὴν
γῆν, ὅπως τὸ νερό. |
23
Πλὴν ὅμως θὰ προσέχετε, ὥστε νὰ
μὴ χρησιμοποιήσετε ὡς τροφήν σας καὶ
τὸ αἷμα τοῦ ζώου. Θὰ τὸ χύσετε
σὰν νερὸ εἰς τὸ χῶμα.
|