Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ὐ
θύσεις Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου μόσχον
ἢ πρόβατον, ἐν ᾧ ἐστιν ἐν
αὐτῷ μῶμος, πᾶν ρῆμα πονηρόν,
ὅτι βδέλυγμα Κυρίῳ τῷ Θεῷ
σου ἐστιν. |
ὲν
θὰ θυσιάσῃς εἰς Κύριον τὸν
Θεόν σου μοσχάρι ἢ πρόβατον, εἰς
τὸ ὁποῖον ὑπάρχει κάποιο
ἐλάττωμα ἢ οἰαδήποτε ἄλλη
ἀναπηρία ἢ ἀσθένεια, διότι
μία τέτοια προσφορὰ εἶναι ἀποκρουστικὴ
ἐνώπιον Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου.
|
ὲν
Θὰ προσφέρῃς θυσίαν εἰς Κύριον τὸν
Θεόν σου μοσχάρι ἢ πρόβατον, ποὺ ἔχει σωματικὸν
ἐλάττωμα, ὁποιανδήποτε ἀναπηρίαν,
διότι ἡ θυσία αὐτὴ εἶναι βδελυκτὴ
εἰς Κύριον τὸν Θεόν σου. |
2
Ἐὰν δὲ εὑρεθῇ ἐν μιᾷ
τῶν πόλεών σου, ὧν Κύριος ὁ
Θεός σου δίδωσί σοι, ἀνὴρ ἢ
γυνή, ὃς ποιήσει τὸ πονηρὸν
ἐναντίον Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου
πορελθεῖν τὴν διαθήκην αὐτοῦ,
|
2
Ἐὰν εἰς κάποιαν ἀπὸ τὰς
πόλεις, τὰς ὁποίας Κύριος ὁ
Θεός σου δίδει, εὑρεθῇ ἄνδρας
ἢ γυναίκα, ποὺ θὰ διαπράξουν
πονηρίαν ἐνώπιον Κυρίου τοῦ
Θεοῦ σου, ὥστε νὰ παραβοῦν καὶ
καταπατήσουν τὴν ἐντολήν του,
|
2
Ἐὰν δὲ εὑρεθῇ εἰς μίαν
ἀπὸ τὰς πόλεις σου, ποὺ σοῦ
δίδει Κύριος ὁ Θεός σου, κάποιος ἄνδρας ἢ
κάποια γυναῖκα, ποὺ θὰ διαπράξουν ἁμάρτημα
ἐνώπιον Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου μὲ τὸ
νὰ περιφρονήσουν τὴν Διαθήκην Του
|
3
καὶ ἐλθόντες λατρύσωσι θεοῖς
ἐτέροις καὶ προσκυνήσωσιν αὐτοῖς,
τῷ ἡλίῳ ἢ τῇ σελήνῃ
ἢ παντὶ τῶν ἐκ τοῦ κόσμου
τοῦ οὐρανοῦ, ἃ οὐ προσέταξέ
σοι, |
3
καὶ μεταβοῦν ἀλλοῦ διὰ νὰ
λατρεύσουν ἄλλους θεοὺς καὶ προσκυνήσουν
αὐτούς, τὸν ἥλιον, τὴν σελήνην,
ἢ ὅ,τιδήποτε ἄλλο ἀπὸ
τὸν οὐράνιον κόσμον, τὰ ὁποῖα
σὲ διέταξεν ὁ Κύριος νὰ μὴ
λατρεύῃς, |
3
καὶ ὑπάγουν καὶ λατρεύσουν ἄλλους
θεοὺς καὶ τοὺς προσκυνήσουν· ἂν λατρεύσουν
δηλαδὴ τὸν ἥλιον ἢ τὸ φεγγάρι,
ἢ ὀτιδήποτε ἄλλο ἀπὸ ὅσα
ὑπάρχουν εἰς τὸν οὐρανόν, τὰ
ὁποῖα δὲν σοῦ ἐπέτρεψεν ὁ
Θεὸς νὰ λατρεύῃς, |
4
καὶ ἀναγγελῇ σοι, καὶ ἐκζητήσεις
σφόδρα, καὶ ἰδοὺ ἀληθῶς
γέγονε τὸ ρῆμα, γεγένηται τὸ
βδέλυγμα τοῦτο ἐν Ἰσραήλ,
|
4
καὶ σοῦ ἀναγγελθῇ τὸ γεγονὸς
αὐτό, τότε θὰ ἐρευνήσῃς
μὲ ὑπομονήν, διὰ νὰ ἐξακριβώσῃς
τὴν ἀλήθειαν. Ἐὰν δὲ διαπιστώσῃς
ὅτι πράγματι ἔγινεν αὐτὴ ἡ
παρανομία, τοῦτο σημαίνει ὅτι ἔγινε
μία μισητὴ καὶ ἀποκρουστικὴ
πράξις μεταξὺ τῶν Ἰσραηλιτῶν.
|
4
καὶ σοῦ ἀναγγείλῃ κάποιος τὸ
γεγονὸς αὐτό, πρέπει νὰ ἐξετάσῃς
τὴν περίπτωσίν μὲ πολλὴν προσοχήν. Καὶ
ἐὰν ἀποδειχθῇ ὅτι πράγματι ἔγινεν
αὐτὸ τὸ κακὸν καὶ διεπράχθη
ὁπωσδήποτε ἡ βδελυκτὴ αὐτὴ πρᾶξις
μεταξὺ τοῦ λαοῦ τοῦ Ἰσραήλ,
|
5
καὶ ἐξάξεις τὸν ἄνθρωπον ἐκεῖνον
ἢ τὴν γυναῖκα ἐκείνην καὶ
λιθοβολήσετε αὐτοὺς ἐν λίθοις,
καὶ τελευτήσουσιν. |
5
Αὐτὸν τὸν ἄνδρα ἢ ἐκείνην
τὴν γυναῖκα, ποὺ διέπραξαν αὐτὴν
τὴν παράβασιν, θὰ τοὺς βγάλετε
ἔξω ἀπὸ τὴν πόλιν καὶ
θὰ τοὺς λιθοβολήσετε, ὥστε νὰ
ἀποθάνουν. |
5
θὰ βγάλής ἔξω ἀπὸ τὸν
τόπον, ὅπου κατοικεῖτε, τὸν ἄνδρα
ἢ τὴν γυναῖκα ἐκείνην καὶ θὰ
τοὺς λιθοβολήσετε καὶ θὰ πεθάνουν μὲ
τὸν λιθοβολισμὸν ἐπὶ τόπου.
|
6
Ἐπὶ δυσὶ μάρτυσιν ἢ ἐπὶ
τρισὶ μάρτυσιν ἀποθανεῖται ὁ
ἀποθνήσκων· οὐκ ἀποθανεῖται
ἐφ' ἑνὶ μάρτυρι.
|
6
Κατόπιν μαρτυρίας δύο ἢ τριῶν
μαρτύρων θὰ καταδικάζεται εἰς θάνατον
καὶ θὰ ἐκτελῆται ὁ ἔνοχος.
Κανεὶς δὲν θὰ καταδικάζεται εἰς
θάνατον βάσει τῆς μαρτυρικῆς καταθέσεως
ἑνὸς μόνον. |
6
Διὰ νὰ θανατωθῇ ὅμως κάποιος, πρέπει
νὰ ὑπάρχουν καταθέσεις ἐναντίον του δύο
ἢ τριῶν μαρτύρων. Δὲν πρέπει νὰ θανατωθῇ
μὲ τὴν κατάθεσιν ἐνὸς καὶ μόνον
μάρτυρος. |
7
Καὶ ἡ χεὶρ τῶν μαρτύρων ἔσται
ἐπ' αὐτῷ ἐν πρώτοις θανατῶσαι
αὐτόν, καὶ ἡ χείρ τοῦ
λαοῦ ἐπ' ἐσχάτων· καὶ ἐξαρεῖς
τὸν πονηρὸν ἐξ ὑμῶν αὐτῶν.
|
7
Κατὰ δὲ τὴν ἐκτέλεσιν τοῦ
διὰ λιθοβολισμοῦ θανάτου πρώτη ἡ
χεὶρ τῶν μαρτύρων θὰ ρίψῃ
τὸν λίθον κατὰ τοῦ καταδίκου,
καὶ κατόπιν θὰ ρίψουν λίθους
τὰ χέρια τοῦ λαοῦ. ῎Ετσι δὲ
θὰ ἀφαιρέσετε ἀπὸ ἀνάμεσά
σας τὸν παραβάτην τῆς θείας ἐντολῆς.
|
7
Θὰ ὑψωθοῦν δὲ ἐναντίον του πρῶτα
τὰ χέρια τῶν μαρτύρων, διὰ νὰ τὸν
θανατώσουν μὲ τὸν λιθοβολισμόν, καὶ κατόπιν
τὰ χέρια τοῦ ὑπολοίπου λαοῦ. Καὶ
ἔτσι θὰ ἑξαφανίσῃς τὸν
πονηρὸν ἄνθρωπον ἀπὸ ἀνάμεσά
σας. |
8
Ἐὰν δὲ ἀδυνατήσῃ ἀπὸ
σοῦ ρῆμα ἐν κρίσει ἀναμέσον
αἷμα αἵματος καὶ ἀναμέσον κρίσις
κρίσεως καὶ ἀναμέσον ἁφὴ
ἁφῆς καὶ ἀναμέσον ἀντιλογία
ἀντιλογίας, ρήματα κρίσεως ἐν
ταῖς πόλεσιν ὑμῶν, καὶ ἀναστὰς
ἀναβήσῃ εἰς τὸν τόπον,
ὃν ἂν ἐκλέξηται Κύριος ὁ
Θεός σου ἐκεῖ,
|
8
Ἐὰν δὲ ὡς δικαστὴς εὑρίσκεσαι
εἰς ἀδυναμίαν νὰ ἀποφανθῇς
εἰς κάποιαν δίκην, ἂν πρόκειται
περὶ φόνου καὶ τί εἴδους φόνου,
ἢ ὑπάρχῃ διαφορὰ γνώμης
μεταξὺ τῶν δικαστῶν καὶ ἀναζητῆται
ποία εἶναι ἡ ὀρθὴ ἢ εἰς
περίπτωσιν τρααματισμοῦ περὶ τοῦ εἴδους
αὐτοῦ καὶ ἄρα τῆς ἐνοχῆς
τοῦ κατηγορουμένου ἢ γενικῶς εἰς
περίπτωσιν ἀπορίας διὰ τὴν λῆψιν
δικαίας ἀποφάσεως εἰς δίκας
ποὺ διεξάγονται εἰς τὰς πόλεις
σας, θὰ σηκωθῇς καὶ θὰ μεταβῇς
εἰς τὸν τόπον, τὸν ὁποῖον
θὰ ἐκλέξῃ Κύριος ὁ Θεός
σου, εἰς τὸν ναόν, |
8
Ἐὰν δὲ σὺ ὁ Κριτὴς καταλάβῃς
ὅτι ἀδυνατεῖς νὰ ἐκδώσῃς
ἀπόφασιν διὰ μίαν ὑπόθεσιν, διότι εἶναι
δύσκολον νὰ προσδιορισθῇ πῶς διεπράχθη κάποιος
φόνος, ἢ ποία διάταξις τοῦ Νόμου κατεπατήθη μὲ
κάποιαν ὑπόθεσιν, ἢ δυσκολεύεσαι νὰ
ἑξακριβώσῃς περὶ τοῦ πῶς
προεκλήθησαν καὶ τί εἴδους πληγαὶ
εἶναι μερικὰ τραύματα, ἢ εὐρίσκεσαι
ἐμπρὸς εἰς ἀντιθέτους γνώμας τῶν
ἄλλων Κριτῶν εἰς τὰς διαφόρους ὑποθέσεις,
ποὺ δικάζονται εἰς τὰς πόλεις σας, θὰ
κάνπῃς τὸ ἑξῆς: Θὰ σηκωθῇς
καὶ θὰ ὑπάγῃς εἰς τὸν
τόπον, ποὺ θὰ διαλέξῃ ὁ Κύριος καὶ
Θεός σου ὡς κατοικίαν Του, |
9
καὶ ἐλεύσῃ πρὸς τοὺς ἱερεῖς
τοὺς Λευίτας καὶ πρὸς τὸν κριτήν,
ὃς ἂν γένηται ἐν ταῖς ἡμέραις
ἐκείναις, καὶ ἐκζητήσαντες ἀναγγελοῦσί
σοι τὴν κρίσιν. |
9
θὰ προσέλθῃς εἰς τοὺς Λευΐτας
ἱερεῖς καὶ πρὸς τὸν καθωρισμένον
διὰ τὰς ἡμέρας ἐκείνας
δικαστήν. Αὐτοὶ θὰ ἐρευνήσουν
ἐπιμελῶς τὴν ὑπόθεσιν καὶ
θὰ σοῦ ἀναγγείλουν τὴν δικαίαν
κρίσιν. |
9
Καὶ θὰ προσφύγῃς ἐκεῖ
εἰς τοὺς ἱερεῖς καὶ Λευΐτας
καὶ εἰς τὸν Κριτήν, ποὺ θὰ εἶναι
ὡρισμένος διὰ τὰς ἡμέρας ἐκείνας,
καὶ ἀφοῦ ἐξετάσουν ἐκεῖνοι
μὲ προσοχὴν τὴν ὑπόθεσιν, θὰ
σοῦ ἀνακοινώσουν τὴν ἀπόφασίν
των. |
10
Καὶ ποιήσεις κατὰ τὸ πρᾶγμα,
ὃ ἂν ἀναγγείλωσί σοι ἐκ
τοῦ τόπου, οὗ ἐὰν ἐκλέξηται
Κύριος ὁ Θεός σου, καὶ φυλάξῃ
ποιῆσαι πάντα ὅσα ἂν νομοθετηθῇ
σοι· |
10
Σὺ δὲ πρέπει νὰ συμμορφωθῇς
πρὸς τὴν ἀπόφασιν, τὴν ὁποίαν
θὰ ἐκδώσουν καὶ θὰ ἀναγγείλουν
εἰς σὲ οἱ ἀρμόδιοι αὐτοὶ
ἐκ τοῦ τόπου, τὸν ὁποῖον
θὰ ἐκλέξῃ Κύριος ὁ Θεός
σου, καὶ θὰ φροντίσῃς νὰ τηρήσῃς
ἐκεῖνο πλέον, τὸ ὁποῖον
ὡς νόμος θὰ διατυπωθῇ εἰς σέ.
|
10
Θὰ ἐνεργήσῃς δὲ συμφώνως πρὸς
τὴν ἀπόφασιν, ποὺ θὰ σοῦ ἀναγγείλουν
ἐκεῖ εἰς τὸν ἱερὸν τόπον,
ποὺ θὰ ἔχει διαλέξει ὁ Κύριος καὶ
Θεός σου. Καὶ θὰ προσέξῃς ὥστε
νὰ ἐφαρμόσῃς ὅλα ἀκριβῶς,
ὅσα θὰ σὲ διατάξουν οἱ ἀνώτεροι
αὐτοὶ δικασταί. |
11
κατὰ τὸν νόμον καὶ κατὰ τὴν
κρίσιν, ἣν ἂν εἴπωσί σοι, ποιήσεις,
οὐκ ἐκκλινεῖς ἀπὸ τοῦ
ρήματος, οὗ ἐὰν ἀναγγείλωσί
σοι, δεξιὰ οὐδὲ ἀριστερά.
|
11
Σύμφωνα μὲ τὸν νόμον καὶ μὲ
τὴν ἀπόφασιν, ποὺ ἐξέδωκαν
καὶ ἀνήγγειλαν εἰς σὲ ἐκεῖνοι,
θὰ πράξῃς καὶ δὲν θὰ παρεκκλίνῃς
οὔτε δεξιὰ οὔτε ἀριστερὰ ἀπὸ
τὴν ἀπόφασιν, ποὺ σοῦ ἔχουν
ἀναγγείλει. |
11
Θὰ κάνης ὅ,τι σοῦ εἰποῦν, συμφώνως
δηλαδὴ πρὸς τὸν νόμον καὶ τὴν
ἀπόφασιν, ποὺ θὰ σοῦ γνωστοποιήσουν,
δὲν θὰ παρεκκλίνῃς ἀπὸ τὴν
ἀπόφασιν, ποὺ θὰ σοῦ ἀνακοινώσουν,
οὔτε δεξιὰ οὔτε ἀριστερά.
|
12
Καὶ ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐὰν
ποιήσῃ ἐν ὑπερηφανίᾳ ὥστε
μὴ ὑπακοῦσαι τοῦ ἱερέως
τοῦ παρεστηκότος λειτουργεῖν ἐπὶ
τῷ ὀνόματι Κυρίου τοῦ Θεοῦ
σου ἢ τοῦ κριτοῦ, ὃς ἂν ᾗ
ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις,
καὶ ἀποθανεῖται ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος,
καὶ ἐξαρεῖς τὸν πονηρὸν ἐξ
Ἰσραήλ· |
12
Ὁ Ἰσραηλίτης δὲ ἐκεῖνος,
ὁ ὁποῖος ἐν τῷ ἐγωϊσμῷ
του δὲν θὰ ἤθελε νὰ ὑπακούσῃ
εἰς τὴν ἀπόφασιν τοῦ ἀρχιερέως
τοῦ προσφέροντος τὰς ὑπηρεσίας
του πλησίον τοῦ Κυρίου καὶ εἰς
δόξαν τοῦ Κυρίου, ἢ δὲν ἤθελε
νὰ ὑπακούσῃ εἰς τὸν ἐντεταλμένον
κριτήν, ὁ ὁποῖος δικάζει κατὰ
τὴν περίοδον ἐκείνην, ὁ ἀνυπάκουος
αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος θὰ τιμωρηθῇ
διὰ θανάτου καὶ ἔτσι θὰ ἀποβάλῃς
τὸν πονηρὸν ἐκ μέσου τοῦ ἰσραηλιτικοῦ
λαοῦ. |
12
Ὁποιοσδήποτε δὲ ἄνθρωπος θὰ
συμπεριφερθῇ μὲ ὑπερηφάνειαν καὶ δὲν
θὰ ὑπακούσῃ εἰς τὸν ἀρχιερέα,
ποὺ παρίσταται εἰς τὸν ἅγιον τόπον
διὰ νὰ προσφέρῃ θυσίας ἐν ὀνόματι
Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου, ἢ εἰς τὸν
Κριτήν, ποὺ θὰ εἶναι ὡρισμένος διὰ
τὰς ἡμέρας ἐκείνας, πρέπει νὰ θανατωθῇ
ὁπωσδήποτε ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος.
Πρέπει νὰ ἑξαφανίσῃς τὸν πονηρὸν
ἄνθρωπον μέσα ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλίτας.
|
13
καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἀκούσας
φοβηθήσεται καὶ οὐκ ἀσεβήσει
ἔτι. |
13
Οἱ ἄλλοι δὲ Ἰσραηλῖται, ὅταν
ἀκούσουν τὴν τιμωρίαν αὐτήν,
θὰ φοβηθοῦν καὶ δὲν θὰ ἐκτραποῦν
εἰς τὸ ἑξῆς εἰς ἀσεβείας.
|
13
Ἔτσι, ὅταν τὸ πληροφορηθῇ αὐτὸ
ὅλος ὁ λαός, θὰ φοβᾶται καὶ
δὲν θὰ φέρεται εἰς τὸ ἑξῆς
μὲ ἀσέβειαν ἔναντι τῶν Κριτῶν.
|
14
Ἐὰν δὲ εἰσέλθῃς εἰς
τὴν γῆν ἣν Κύριος ὁ Θεός
σου διδωσί σοι, καὶ κληρονομήσῃς
αὐτὴν καὶ κατοικήσῃς ἐπ'
αὐτὴν καὶ εἴπῃς· καταστήσω
ἐπ' ἐμαυτὸν ἄρχοντα, καθὰ καὶ
τὰ λοιπὰ ἔθνη τὰ κύκλῳ
μου, |
14
Ὅταν δὲ εἰσέλθῃς
εἰς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας,
τὴν ὁποίαν Κύριος ὁ Θεός
σου δίδει εἰς σέ,
καὶ τὴν καταλάβῃς ὡς
ἰδικήν σου καὶ κατοικήσῃς εἰς
αὐτὴν καὶ εἴπῃς· Λοιπὸν
θὰ ἐγκαταστήσω τώρα ἄρχοντα
καὶ βασιλέα μου, ὅπως ἔχουν
καὶ τὰ γύρω μου εἰδωλολατρικὰ
ἔθνη, μὴ λησμονήσῃς Κύριον τὸν
Θεόν σου.
|
14
Ὅταν δὲ εἰσέλθῃς εἰς τὴν
χώραν, ποὺ σοῦ χαρίζει Κύριος ὁ Θεός σου,
καὶ τὴν ἀποκτήσῃς σὰν κληρονομίαν
σου καὶ ἐγκατασταθῇς μονίμως εἰς αὐτὴν
καὶ σκεφθῇς τότε καὶ εἰπῇς:
<Θέλω νὰ ἔχω καὶ ἐγὼ ἄρχοντα
καὶ κυβερνήτην μου, ὅπως ἔχουν καὶ
τὰ ἄλλα ἔθνη γύρω μου>, νὰ ἔχῃς
ὑπ' ὄψιν σου τὰ ἑξῆς:
|
15
καθιστῶν καταστήσεις ἐπὶ σεαυτὸν
ἄρχοντα, ὃν ἂν ἐκλέξηται Κύριος
ὁ Θεὸς αὐτόν. Ἐκ τῶν ἀδελφῶν
σου καταστήσεις ἐπὶ σεαυτὸν ἄρχοντα·
οὐ δυνήσῃ καταστῆσαι ἐπὶ
σεαυτὸν ἄνθρωπον ἀλλότριον, ὅτι
οὐκ ἀδελφός σού ἐστι.
|
15
Θὰ ἐγκαταστήσῃς βεβαίως βασιλέα
διὰ τὸν ἑαυτόν σου,
ἐκεῖνον ὅμως τὸν ὁποῖον
ὁ Θεὸς θὰ ἐκλέξῃ
ἐκ μέσου τῶν
ἀδελφῶν σου καὶ θὰ ὁρίσῃ
ὡς βασιλέα καὶ ἄρχοντα διὰ σέ.
Δὲν θὰ ἐγκαταστήσῃς βασιλέα
ἐπὶ τοῦ ἑαυτοῦ σου ἄνθρωπον
ξένον, διότι αὐτὸς δὲν
εἶναι ἀδελφός
σου.
|
15
Πρέπει ἀπαραιτήτως νὰ ἐγκαταστήσῃς
ὡς κυβερνήτην σου ἐκεῖνον, ποὺ θὰ
διαλέξῃ Κύριος ὁ Θεός. Κάποιον δηλαδὴ ἀπὸ
τοὺς ἀδελφοὺς σοι Ἰσραηλίτας θὰ
ἐγκαταστήσῃς ὡς ἄρχοντά σου,
διὰ νὰ πιστεύῃ εἰς τὸν Κύριον.
Δὲν ἐπιτρέπεται νὰ βάλῃς κυβερνήτην
σου ἄνθρωπον ξένον, διότι δεν εἶναι ἀδελφός
σου καὶ δὲν ἔχει τὴν ἰδίαν μὲ
σὲ πίστιν. |
16
Διότι οὐ πληθυνεῖ ἑαυτῷ ἵππον
οὐδὲ μὴ ἀποστρέψῃ τὸν
λαὸν εἰς Αἴγυπτον, ὅπως μὴ πληθύνῃ
αὐτῷ ἵππον, ὁ δὲ Κύριος
εἶπεν· οὐ προσθήσεσθε ἀποστρέψαι
τῇ ὁδῷ ταύτῃ ἔτι.
|
16
Ὁ ἐκ τῶν ἀδελφῶν σου
βασιλεύς, ποὺ πιστεύει εἰς
τὴν προστασίαν τοῦ Θεοῦ, δὲν
θὰ συγκροτήσῃ ἱππικὸν
διὰ τὸν ἑαυτόν του, ὁπότε
θὰ ἐπαναφέρῃ τὸν λαὸν
εἰς τὴν Αἴγυπτον διὰ νὰ λάβῃ
ἀπὸ ἐκεῖ καὶ ἄλλο ἱππικὸν
διὰ τὸν ἑαυτόν του, διότι ὁ
Κύριος εἶπεν· οὐδέποτε θὰ
θελήσετε νὰ ἐπιστρέψετε πλέον
εἰς τὴν ὁδὸν πρὸς τὴν
Αἴγυπτον.
|
16
Πρέπει νὰ εἶναι πιστὸς ὅ ἄρχων,
διότι αὐτὸς θὰ ὑπολογίζει κυρίως τοὺς
λόγους τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν θὰ φροντίζῃ
πῶς νὰ ἀποκτήσῃ πολὺ ἱππικόν,
διὰ νὰ στηριχθῇ εἰς αὐτό,
οὔτε θὰ στείλῃ τὸν λαὸν πίσω
εἰς τὴν Αἴγυπτον, διὰ νὰ ἐργασθῇ
εἰς τοὺς Αἰγυπτίους, καὶ νὰ
ἀποκτήσῃ ἔτσι αὐτὸς πολὺ
ἱππικόν. Ἐὰν εἶναι πιστὸς ὁ
ἄρχων, δὲν θὰ γίνῃ ποτὲ αὐτό,
διότι ὁ Κύριος τὸ εἶπε: <Ποτὲ πλέον
δὲν θὰ πάρετε τὸν δρόμον αὐτὸν
τῆς ἐπιστροφῆς εἰς τὴν Αἴγυπτον>.
|
17
Καὶ οὐ πληθυνεῖ ἑαυτῷ γυναῖκας
ἵνα μὴ μεταστῇ αὐτοῦ ἡ
καρδία· καὶ ἀργύριον καὶ
χρυσίον οὐ πληθυνεῖ ἑαυτῷ σφόδρα.
|
17
Ὁ βασιλεὺς αὐτὸς δὲν θὰ
ἔχῃ διὰ τὸν ἑαυτόν του
πολλὰς γυναῖκας, διὰ
νὰ μὴ δοθῆ ἡ καρδία του εἰς
τὴν σαρκολατρείαν. Δὲν θὰ συγκεντρώνῃ
πολὺν χρυσὸν καὶ ἄργυρον διὰ
τὸν ἑαυτόν του.
|
17
Καὶ δεν πρέπει νὰ πσρῃ ὁ ἄρχων
διὰ τὸν ἑαυτόν του πολλὰς γυναῖκας
(καὶ μάλιστα ἀπὸ εἰδωλολατρικοὺς
λαούς), διὰ νὰ μὴ διαφθαρῇ ἡ
καρδιά του καὶ παρεκκλίνῃ ἐξ αἰτίας
των ἀπὸ τὴν ὁδόν τοῦ Κυρίου.
Οὔτε πρέπει νὰ ἀποταμιεύῃ διὰ
τὸν ἑαυτόν του πολὺ ἀσῆμι καὶ
χρυσάφι, ὥστε νὰ στηρίζεται εἰς τὸν
πλοῦτον του. |
18
Καὶ ὅταν καθίσῃ ἐπὶ τῆς
ἀρχῆς, αὐτοῦ, καὶ γράψει
αὐτῷ τὸ δευτερονόμιον τοῦτο
εἰς βιβλίον παρὰ τῶν ἱερέων
τῶν Λευιτῶν, |
18
Ὅταν δὲ ἐγκατασταθῇ εἰς τὸν
θρόνον καὶ τὴν ἐξουσίαν του,
θὰ ἀντιγράψῃ
διὰ τὸν ἑαυτόν του τὸ δευτερονόμιον
τοῦτο εἰς βιβλίον ἀπὸ τὸ
πρωτότυπον, τὸ ὁποῖον
φυλάσσεται παρὰ τῶν ἱερέων τῆς
φυλῆς τῶν Λευϊτῶν.
|
18
Ὅταν δὲ ἐνθρονισθῇ εἰς τὴν
ἐξουσίαν του, θὰ ἀντιγράψῃ διὰ
τὸν ἑαυτόν του καὶ θὰ τὸ ἔχῃ
ὡς ἰδιαίτερον βιβλίον τὸ Δευτερονόμιον τοῦτο,
βάσει τοῦ πρωτοτύπου ποὺ θὰ τὸ ζητήσῃ
ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς, τοὺς
ἀπογόνους τοῦ Λευΐ, οἱ ὁποῖοι
καὶ τὸ φυλάσσουν. |
19
καὶ ἔσται μετ' αὐτοῦ, καὶ ἀναγνώσεται
ἐν αὐτῷ πάσας τὰς ἡμέρας
τῆς ζωῆς αὐτοῦ, ἵνα μάθῃ
φοβεῖσθαι Κύριον τὸν Θεόν σου καὶ
φυλάσσεσθαι πάσας τὰς ἐντολὰς
ταύτας καὶ τὰ δικαιώματα ταῦτα
ποιεῖν, |
19
Θὰ ἔχῃ πάντοτε μαζῆ του τὸ
βιβλίον τοῦτο, θὰ τὸ μελετᾶ
ὅλας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς
του, διὰ νὰ μάθῃ νὰ φοβῆται
Κύριον τὸν Θεόν σου καὶ νὰ φροντίζῃ,
ὥστε νὰ ἐφαρμόζῃ ὅλας
αὐτὰς τὰς ἐντολὰς
καὶ τοὺς νόμους.
|
19
Καὶ θὰ εἶναι τὸ βιβλίον αὐτὸ
τοῦ Νόμου πάντοτε μαζί του καὶ θὰ
τὸ μελετᾷ συνεχῶς καθ' ὅλην του τὴν
ζωήν, διὰ νὰ μάθῃ νὰ φοβᾶται
τὸν Κύριον καὶ Θεόν σου καὶ νὰ προσέχῃ,
ὥστε νὰ τηρῇ ὅλας αὐτὰς
τὰς ἐντολὰς καὶ τὰ προστάγματα
αὐτὰ τοῦ Κυρίου. |
20
ἵνα μὴ ὑψωθῇ ἡ καρδία
αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἀδελφῶν
αὐτοῦ, ἵνα μὴ παραβῇ ἀπὸ
τῶν ἐντολῶν δεξιὰ ἢ ἀριστερά,
ὅπως ἂν μακροχρονίσῃ ἐπὶ
τῆς ἀρχῆς αὐτοῦ, αὐτὸς
καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ ἐν
τοῖς υἱοῖς Ἰσραήλ. |
20
Τοῦτο δέ, διὰ
νὰ μὴ ἀλαζονευθῇ ἡ καρδία
του ἀπέναντι τῶν ἀδελφῶν του,
διὰ νὰ μὴ παρεκκλίνῃ ἀπὸ
τὰς ἐντολὰς τοῦ Κυρίου, δεξιὰ
ἢ ἀριστερά, καὶ διὰ νὰ
μείνῃ ἔτσι ἐπὶ
πολλὰ ἔτη εἰς τὴν ἐξουσίαν
του αὐτὸς καὶ μετ'
αὐτὸν οἱ ἀπόγονοί
του ἐν μέσῳ τῶν Ἰσραηλιτῶν.
|
20
Ἡ μελέτη τοῦ Νόμου καὶ ὁ φόβος τοῦ
Κυρίου θὰ τὸν συγκρατοῦν, ὥστε νὰ
μὴ ὑπερηφανευθῇ ἡ καρδιά του,
ὅτι δῆθεν εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ
τοὺς ἀδελφούς του, καὶ νὰ μὴ
παρεκκλίνω ἀπὸ τὰς ἐντολὰς αὐτὰς
οὔτε ἀριστερὰ οὔτε δεξιά. Ἔτσι
θὰ κρατῇ καὶ θὰ χαίρεται ἐπὶ
πολλὰ ἔτη τὴν ἐξουσίαν του καὶ
ὁ ἴδιος καὶ οἱ ἀπόγονοί του
μεταξὺ τῶν Ἰσραηλιτῶν. |