Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ὐκ
ἔσται τοῖς ἱερεῦσι τοῖς Λευίταις,
ὅλῃ φυλῇ Λευί, μερὶς οὐδὲ
κλῆρος μετὰ Ἰσραήλ· καρπώματα
Κυρίου ὁ κλῆρος αὐτῶν,
φάγονται αὐτά.
|
ὲν
θὰ ὑπάρξῃ καὶ δὲν θὰ
δοθῇ εἰς τοὺς ἱερεῖς ἐκ
τῆς φυλῆς Λευῒ καὶ εἰς ὀλόκληρον
τὴν φυλὴν Λευῒ μερίδιον οὔτε
κληρονομία μεταξὺ τοῦ ἰσραηλιτικοῦ
λαοῦ. Πρόσοδος καὶ κληρονομία αὐτῶν
καὶ μέσα διατροφῆς των θὰ εἶναι
αἱ πρὸς Κύριον θυσίαι καὶ προσφοραὶ
τῶν Ἰσραηλιτῶν. |
ἱ
ἱερεῖς, οἱ Λευῖται, ὅλοι δηλαδὴ
γενικῶς, ὅσοι ἀνήκουν εἰς τὴν
φυλὴν τοῦ Λευΐ, δεν θὰ ἔχουν μερίδα
καὶ κλῆρον γῆς, ὅπως οἱ ἄλλοι
Ἰσραηλῖται. Κλῆρος των θὰ εἶναι
ὅσα προσφέρονται εἰς τὸν Κύριον. Αὐτὰ
θὰ παίρνουν πρὸς διατροφὴν καὶ συντήρησίν
των. |
2
Κλῆρος δὲ οὐκ ἔσται αὐτοῖς
ἐν τοῖς ἀδελφοῖς αὐτῶν·
Κύριος αὐτὸς κλῆρος αὐτοῦ,
καθότι εἶπεν αὐτῷ.
|
2
Δὲν θὰ ἔχουν αὐτοὶ κληροναμίαν
γῆς μεταξὺ τῶν ἀδελφῶν των Ἰσραηλιτῶν·
κληρονομία των θὰ εἶναι, ὁ ἴδιος
ὁ Θεός, ὅπως καὶ εἶπεν εἰς
αὐτούς. |
2
Δὲν θὰ ὑπάρχῃ διὰ τοὺς
Λευΐτας κλῆρος γῆς ἀνάμεσα εἰς τοὺς
ἀδελφούς των Ἰσραηλίτας. Ὁ ἴδιος
ὁ Κύριος θὰ εἶναι ὁ κλῆρος αὐτῆς
τῆς φυλῆς, ὅπως τὸ εἶπεν Ἐκεῖνος
εἰς αὐτούς. |
3
Καὶ αὕτη ἡ κρίσις τῶν ἱερέων,
τὰ παρὰ τοῦ λαοῦ, παρὰ τῶν
θυόντων τὰ θύματα, ἐάν τε μόσχον
ἐάν τε πρόβατον· καὶ δώσεις
τὸν βραχίονα τῷ ἱερεῖ καὶ
τὰ σιαγόνια καὶ τὸ ἔνυστρον.
|
3
Τὰ δικαιώματα τῶν ἱερέων ἐκ
μέρους τοῦ λαοῦ ἀπὸ τὰς
θυσίας τῶν μόσχων καὶ τῶν προβάτων,
ποὺ θὰ προσφέρουν οἱ Ἰσραηλῖται,
εἶναι τὰ ἑξῆς· Θὰ δώσετε
εἰς τὸν ἱερέα ἀπὸ τὰς
θυσίας αὐτὰς τὴν δεξιὰν ὡμοπλάτην
μαζῆ μὲ τὸ πόδι, τὰς δύο
σιαγόνας καὶ τὸν στάμαχον τοῦ
θυσιαζομένου ζώου. |
3
Αὐτὸ δὲ εἶναι τὸ ἰδιαίτερον
δικαίωμα τῶν ἱερέων, ποὺ θὰ παίρνουν
ἀπὸ τὸν λαόν, ἀπὸ ὅσους
δηλαδὴ θὰ προσφέρουν τὰς θυσίας, εἴτε
εἶναι μοσχάρι τὸ θῦμα, εἴτε εἶναι
πρόβατον: Θὰ προσφέρῃς εἰς τὸν ἱερέα
τὴν δεξιὰν ὠμοπλάτην (μὲ τὸ
πόδι) καὶ τὰ δύο σιαγόνια καὶ τὸ
στομάχι τοῦ ζώου. |
4
Καὶ τὰς ἀπαρχὰς τοῦ σίτου
σου καὶ τοῦ οἴνου σου καὶ τοῦ
ἐλαίου σου καὶ τὴν ἀπαρχὴν
τῶν κουρῶν τῶν προβάτων σου δώσεις
αὐτῷ· |
4
Ἐπίσης θὰ δώσῃς τὰς ἀπαρχὰς
τοῦ σίτου σου καὶ τοῦ οἴνου
σου καὶ τοῦ ἐλαίου σου, ὅπως
ἐπίσης καὶ τὴν ἀπαρχὴν
τῆς κουρᾶς τῶν προβάτων σου. Θὰ
δώσῃς αὐτὰ εἰς τοὺς Λευΐτας,
|
4
Θὰ δίδῃς ἐπίσης εἰς αὐτὸν
καὶ τοὺς πρώτους καρποὺς ἀπὸ
τὸ σιτάρι σου καὶ τὸ κρασί σου καὶ
τὸ λάδι σου καὶ τὸ πρῶτο μαλλὶ
ἀπὸ τὸ κούρεμα τῶν προβάτων σου.
|
5
ὅτι αὐτὸν ἐξελέξατο Κύριος
ἐκ πασῶν τῶν φυλῶν σου παρεστάναι
ἔναντι Κυρίου τοῦ Θεοῦ, λειτουργεῖν
καὶ εὐλογεῖν ἐπὶ τῷ ὀνόματι
αὐτοῦ, αὐτὸς καὶ οἱ υἱοὶ
αὐτοῦ ἐν τοῖς υἱοῖς Ἰσραήλ.
|
5
διότι αὐτοὺς ἐξέλεξεν ὁ
Κύριος ἀπὸ ὅλας τὰς φυλάς
σας νὰ παρίστανται πλησίον Κυρίου
τοῦ Θεοῦ, νὰ ὑπηρετοῦν αὐτὸν
καὶ ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ
νὰ σᾶς εὐλογοῦν. Αὐτοὺς
καὶ τοὺς υἱούς των μεταξὺ ὅλων
τῶν Ἰσραηλιτῶν ἐξέλεξεν ὁ
Θεὸς διὰ τὰ διάκονηματα αὐτά.
|
5
Διότι αὐτὸν ποὺ κατάγεται ἀπὸ
τὴν φυλὴν τοῦ Λευῒ ἐδιάλεξεν
ὁ Κύριος μέσα ἀπὸ ὅλας τὰς φυλάς
σου, διὰ νὰ στέκεται ἐνώπιον Κυρίου τοῦ
Θεοῦ σου καὶ νὰ ἱερουργῇ καὶ
νὰ εὐλογῇ ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Αὐτὸς καὶ οἱ ἀπόγονοί του μεταξὺ
τῶν Ἰσραηλιτῶν εἶναι οἱ λειτουργοὶ
τοῦ Κυρίου. |
6
Ἐὰν δὲ παραγένηται ὁ Λευίτης
ἐκ μιᾶς τῶν πόλεων ἐκ πάντων
τῶν υἱῶν Ἰσραήλ, οὗ αὐτὸς
παροικεῖ, καθ' ὅτι ἐπιθυμεῖ ἡ
ψυχὴ αὐτοῦ, εἰς τὸν τόπον
ὃν ἂν ἐκλέξηται Κύριος,
|
6
Ἐὰν δὲ ἕνας Λευΐτης ἀπὸ
κάποιαν πόλιν τῶν Ἰσραηλιτῶν,
ὅπου κατοικεῖ, ἔλθῃ, σύμφωνα
μὲ τὴν ἐπιθυμίαν τῆς καρδίας
του, εἰς τὸν τόπον τὸν ὁποῖον
ὁ Κύριος θὰ ἐκλέξῃ διὰ
τὸν ἑαυτόν του, |
6
Ἐὰν δὲ κάποιος Λευΐτης ποθήσῃ μὲ
τὴν ψυχήν του καὶ ἔλθῃ ἀπὸ
μίαν ἀπὸ τὰς πόλεις ὅλων τῶν
Ἰσραηλιτῶν, ὅπου εὑρίσκεται ἡ
κατοικία του, εἰς τὸν τόπον ποὺ θὰ
διαλέξῃ ὡς ἱερὸν ὁ Κύριος,
|
7
καὶ λειτουργήσει τῷ ὀνόματι
Κυρίου τοῦ Θεοῦ αὐτοῦ, ὥσπερ
πάντες οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ
οἱ Λευῖται οἱ παρεστηκότες ἐκεῖ
ἐναντίον Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου·
|
7
θελήσῃ δὲ καὶ ἀποφασίσῃ
νὰ ὑπηρετῇ ἐκεῖ ἐν ὀνόματι
Κυρίου τοῦ Θεοῦ καθ' ὅλην του τὴν
ζωήν, ὅπως καὶ ὅλοι οἱ ἐκεῖ
ἀδελφοί του Λευῖται, οἱ ὁποῖοι
παρίστανται ἐνώπιον Κυρίου τοῦ
Θεοῦ σου, |
7
δικαιοῦται νὰ ἱερουργήσῃ ἐν
ὀνόματι Κυρίου τοῦ Θεοῦ του. Ἔχει
τὰ ἴδια δικαιώματα μὲ ὅλους τοὺς
ἀδελφούς του τοὺς Λευΐτας, ποὺ παραμένουν
ἐκεῖ καὶ ἱερουργοῦν ἐνώπιον
Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου. |
8
μερίδα μεμερισμένην φάγεται, πλὴν
τῆς πράσεως τῆς κατὰ πατριάν.
|
8
θὰ λάβῃ καὶ αὐτὸς εἰς
διατροφήν του τὴν κανονισμένην καὶ
διὰ τοὺς ἄλλους Λευΐτας μερίδα, καὶ
θὰ εἰσπράττῃ ἐπὶ πλέον
τὰ χρήματα ἐκ τῆς πωλήσεως τῶν
εἰσοδημάτων τῆς πατρικῆς του κληρονομίας.
|
8
Θὰ πάρῃ δὲ πρὸς διατροφὴν καὶ
συντήρησίν του τὴν ἀνάλογον μερίδα ἀπὸ
τὰς θυσίας, ἀνεξαρτήτως τῶν ἐσόδων
του ἀπὸ τὴν πώλησιν αὐτῶν, ποὺ
ἀπέκτησε καὶ ἔχει ἡ οἰκογένειά
του εἰς τὸν τόπον τῆς διαμονῆς του.
|
9
Ἐὰν δὲ εἰσέλθῃς εἰς
τὴν γῆν, ἣν Κύριος ὁ Θεός
σου δίδωσί σοι, οὐ μαθήσῃ ποιεῖν
κατὰ τὰ βδελύγματα τῶν ἐθνῶν
ἐκείνων. |
9
Ὅταν δὲ εἰσέλθῃς εἰς τὴν
γῆν τῆς Ἐπαγγελίας, τὴν ὁποίαν
σοῦ προσφέρει Κύριος ὁ Θεός
σου, πρόσεχε, μήπως τυχὸν καὶ μάθῃς
νὰ πράττῃς τὰ μισητὰ καὶ
ἀηδῆ ἔργα τῶν λαῶν ἐκείνων.
|
9
Ὅταν δὲ εἰσέλθῃς εἰς τὴν
χώραν, ποὺ σοῦ δίδει Κύριος ὁ Θεός σου,
δὲν θὰ μάθῃς νὰ κάνῃς καὶ
σὺ ὅσα βδελυκτὰ καὶ σιχαμερὰ
διαπράττουν οἱ λαοί, ποὺ θὰ συναντήσῃς
ἐκεῖ. |
10
Οὐχ εὑρεθήσεται ἐν σοὶ περικαθαίρων
τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἢ τὴν
θυγατέρα αὐτοῦ ἐν πυρί, μαντευόμενος
μαντείαν, κληδονιζόμενος καὶ οἰωνιζόμενος,
|
10
Καὶ συγκεκριμένως· δὲν πρέπει
νὰ ὑπάρξῃ ποτὲ μεταξύ
σας Ἰσραηλίτης, ὁ ὁποῖος, διὰ
νὰ ἐξαγνίσῃ τάχα τὸν υἱὸν
ἢ τὴν θυγατέρα του, θὰ περνᾷ
αὐτοὺς διὰ τοῦ πυρός. Ἢ
ἄλλος ὁ ὁποῖος θὰ ζητῇ
μαντείας ἢ θὰ λέγῃ μαντείας,
ἢ θὰ παρατηρῇ σημεῖα καὶ οἰωνούς,
διὰ νὰ ἐξακριβώνῃ τὸ μέλλον.
|
10
Δὲν πρέπει δηλαδὴ νὰ εὑρεθῇ
ἀνάμεσά σας ἄνθρωπος, ποὺ θὰ
ἐπιχειρῇ ἑξαγνισμὸν τοῦ υἱοῦ
του ἢ τῆς κόρης του, μὲ τὸ νὰ
τοὺς περνᾷ μέσα ἀπὸ φωτιάν, οὔτε
ἄνθρωπος ποὺ θὰ μαντεύῃ, ἢ θὰ
καταφεύγῃ εἰς μάντεις, ἢ θὰ παρατηρῇ
διάφορα σημεῖα τῶν καιρῶν, ἢ θὰ
προσέχῃ τὸ πέταγμα τῶν ὀρνέων,
διὰ νὰ μαντεύσῃ τὸ μέλλον.
|
11
φαρμακὸς ἐπαείδων ἐπαοιδήν,
ἐγγαστρίμυθος καὶ τερατοσκόπος, ἐπερωτῶν
τοὺς νεκρούς. |
11
Δὲν θὰ ὑπάρχῃ μεταξύ σας
μάγος, ποὺ θὰ ψάλλῃ μαγικὰς
ὠδάς, οὔτε ἄνθρωπος ποὺ θὰ
φαίνεται ὁμιλῶν ἀπὸ τὴν
κοιλίαν, οὔτε τερατοσκόπος ποὺ θὰ
παρατηρῇ τάχα τέρατα εἰς τὸν
οὐρανὸν διὰ νὰ προλέγῃ
τὸ μέλλον, οὔτε ἄλλος (πνευματιστής)
ποὺ θὰ ἐρωτᾷ τοὺς νεκρούς.
|
11
Δὲν θὰ ὑπάρχῃ ἐπίσης μεταξύ
σας μάγος, ποὺ γητεύει μὲ μαγικὰ τραγούδια,
ἢ ἄνθρωπος τοῦ ὁποίου ἢ φωνὴ
νομίζεις ὅτι βγαίνει ἀπὸ τὴν κοιλίαν
του, ἢ ἄνθρωπος ποὺ παρατηρεῖ τέρατα
καὶ σημεῖα τοῦ οὐρανοῦ, ἢ
καλεῖ καὶ ἐρωτᾷ τὰ πνεύματα
τῶν νεκρῶν, |
12
Ἔστι γὰρ βδέλυγμα Κυρίῳ τῷ
Θεῷ σου πᾶς ποιῶν ταῦτα· ἔνεκεν
γὰρ τῶν βδελυγμάτων τούτων Κύριος
ἐξολοθρεύσει αὐτοὺς ἀπὸ
προσώπου σου. |
12
Ἐκεῖνος, ποὺ θὰ πράττῃ
αὐτά, εἶναι μισητὸς καὶ ἀποκρουστικὸς
ἐκ μέρους Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου.
Διὰ τὰς βδελυρίας αὐτὰς τῶν
κατοίκων τῆς Χαναάν, θὰ ἐξολοθρεύσῃ
αὐτοὺς ὁ Κύριος ἀπὸ τὰ
μάτια σας. |
12
Θὰ ἀποφεύγῃς τὰ ἀνωτέρω, διότι
καθένας ποὺ κάνει αὐτά, εἶναι βδελυκτὸς
ἐνώπιον Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου. Δι’ αὐτὰς
ἄλλως τε τὰς βδελυκτὰς πράξεις των θὰ
ἐξοντώσῃ καὶ θὰ ἐξαφανίσῃ
ὁ Κύριος ἀπὸ ἐμπρός σου τοὺς
λαοὺς αὐτούς. |
13
Τέλειος ἔσῃ ἐναντίον Κυρίου
τοῦ Θεοῦ σου· |
13
Θὰ προσπαθῇς νὰ εἶσαι τέλειος
καὶ ἄμεμπτος ἐνώπιον Κυρίου
τοῦ Θεοῦ σου. |
13
Πρέπει νὰ εἶσαι τέλειος εἰς ὅλα ἔναντι
Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου. Νὰ μὴ κάνῃς
τίποτε, ποὺ δεν τὸ θέλει Ἐκεῖνος.
|
14
τὰ γὰρ ἔθνη ταῦτα, οὓς σὺ
κατακληρονομεῖς αὐτούς, οὗτοι κληδόνων
καὶ μαντειῶν ἀκούσονται, σοὶ
δὲ οὐχ οὕτως ἔδωκε Κύριος ὁ
Θεός σου. |
14
Οἱ εἰδωλολατρικοὶ λαοί, τοὺς
ὁποίους σὺ θὰ κληρονομήσῃς,
θέλουν νὰ ἀκούουν καὶ νὰ
συμβουλεύονται σημεῖα καὶ μαντείας.
Εἰς σὲ ὅμως δὲν ἐδίδαξεν
οὔτε ἐπιτρέπει Κύριος ὁ Θεός
σου τοιαύτας μαγείας. |
14
Διότι οἱ λαοὶ αὐτοί, τὴν χώραν τῶν
ὁποίων κληρονομεῖς ἤδη σὺ ἐξ
ὁλοκλήρου, ἐπιδιώκουν νὰ πληροφορηθοῦν
τὸ μέλλον ἀπὸ τὰ σημεῖα τῶν
καιρῶν καὶ τὰς μαντείας. Εἰς σὲ
ὅμως δὲν ἐπέτρεψε Κύριος ὁ Θεός σου
νὰ τοὺς μιμῆσαι. |
15
Προφήτην ἐκ τῶν ἀδελφῶν σου
ὡς ἐμὲ ἀναστήσει σοι Κύριος
ὁ Θεός σου, αὐτοῦ ἀκούσεσθε
|
15
Κύριος ὁ Θεός σου θὰ ἀναδείξῃ
ἀνάμεσα ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς
σου Ἰσραηλίτας ἕνα προφήτην ὠσὰν
ἐμέ· εἰς αὐτὸν πλέον
θὰ ὑπακούετε. |
15
Θὰ ἀναδείξῃ εἰς σὲ Κύριος ὁ
Θεός σου ἀνάμεσα ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς
σου ἕνα Προφήτην ὅμοιον πρὸς ἐμέ.
Αὐτὸν θὰ ἀκούετε εἰς τὸ
ἑξῆς. |
16
κατὰ πάντα, ὅσα ᾐτήσω παρὰ
Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐν Χωρὴβ
τῇ ἡμέρᾳ τῆς ἐκκλησίας
λέγοντες· οὐ προσθήσομεν ἀκοῦσαι
τὴν φωνὴν Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου
καὶ τὸ πῦρ τοῦτο τὸ μέγα
οὐκ ὀψόμεθα ἔτι, οὐδὲ
μὴ ἀποθάνωμεν.
|
16
Σύμφωνα μὲ ὅλα ὅσα ἐζητήσατε
ἀπὸ τὸν Κύριον καὶ Θεόν
σας εἰς τὸ ὄρος Χωρήβ, κατὰ
τὴν ἡμέραν τῆς γενικῆς σας συγκεντρώσεως,
ὅταν εἴπατε νὰ μὴ ὁμιλῇ
κατ' εὐθείαν πρὰς σᾶς ὁ Θεὸς
ἀλλ' ὁ Μωϋσῆς <διότι δὲν
θὰ ἠμπορέσωμεν ἡμεῖς νὰ
ἀκούσωμεν τὴν φωνὴν Κυρίου τοῦ
Θεοῦ οὔτε θὰ δυνηθῶμεν νὰ ἀντικρύσωμεν
τὸ μέγα ἐκεῖνο πῦρ καὶ
νὰ διαφύγωμεν τὸν θάνατον>,
|
16
Θὰ γίνῃ τοῦτο συμφώνως πρὸς ὅλα,
ὅσα ἐζήτησες ἀπὸ τὸν Κύριον
καὶ Θεόν σου εἰς τὴν κορυφὴν Χωρὴβ
τοῦ ὅρους Σινᾶ, κατὰ τὴν ἡμέραν
ποὺ συνεκεντρώθη ὅλος ὁ Ἰσραὴλ
διὰ νὰ παραλάβῃ τὸν θεῖον Νόμον.
Μοῦ εἴπατε δηλαδὴ τότε: <Δὲν θὰ
ἀντέξωμεν νὰ μείνωμεν περισσότερον ἐδῶ,
διὰ νὰ ἀκούωμεν ἀπ' εὐθείας
τὴν φωνὴν Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου. Οὔτε
εἶναι δυνατὸν νὰ ἑξακολουθῶμεν
νὰ βλέπωμεν τὴν μεγάλην αὐτὴν φωτιὰν
καὶ νὰ μὴ πεθάνωμεν>.
|
17
Καὶ εἶπε Κύριος πρός με· ὀρθῶς
πάντα ὅσα ἐλάλησαν πρὸς σέ·
|
17
ὁ Κύριος εἶπε τότε εἰς ἐμέ:
Ὀρθὰ εἶναι ὅλα ὅσα ἐκεῖνοι
ὡμίλησαν καὶ ἐζήτησαν ἀπὸ
σέ. |
17
Καὶ μοῦ εἶπεν ὁ Κύριος: <Εἶναι
πολὺ σωστὰ ὅλα, ὅσα σοῦ εἶπαν.
|
18
προφήτην ἀναστήσω αὐτοῖς ἐκ
τῶν ἀδελφῶν αὐτῶν, ὥσπερ
σέ, καὶ δώσω τὰ ρήματα ἐν
τῷ στόματι αὐτοῦ, καὶ λαλήσει
αὐτοῖς καθ' ὅτι ἂν ἐντείλωμαι
αὐτῷ· |
18
Διὰ τοῦτο θὰ ἀναδείξω ἕνα
προφήτην ἐκ μέσου τῶν Ἰσραηλιτῶν
ὅμοιον μὲ σέ, θὰ βάλω τὰ
λόγια μου εἰς τὸ στόμα του καὶ
αὐτὸς θὰ ἀναγγέλλῃ εἰς
ἐκείνους κάθε τι, τὸ ὁποῖον
ἐγὼ θὰ δίδω εἰς αὐτὸν
ὡς ἐντολήν μου. |
18
Δι' αὐτὸ θὰ ἀναδείξω εἰς αὐτοὺς
μέσα ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς των ἕνα
Προφήτην, ὅπως εἶσαι σύ, καὶ θὰ δώσω
τοὺς λόγους μου εἰς τὸ στόμα του καὶ
θὰ τοὺς διδάξῃ ὅ,τι ἀκριβῶς
θὰ τοῦ παραγγείλω. |
19
καὶ ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐὰν
μὴ ἀκούσῃ ὅσα ἂν λαλήσῃ
ὁ προφήτης ἐκεῖνος ἐπὶ
τῷ ὀνόματί μου, ἐγὼ ἐκδικήσω
ἐξ αὐτοῦ. |
19
Κάθε δὲ ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος
θὰ παρακούσῃ ὅσα ἐν τῷ
ὀνόματί μου θὰ εἴπῃ ὁ
προφήτης ἐκεῖνος, ἐγὼ θὰ
τὸν τιμωρήσω. |
19
Καὶ ἂν εὑρεθῇ κάποιος ἄνθρωπος,
ποὺ δεν θὰ ὑπακούση εἰς ὅσα
θὰ εἴπῃ ὁ Προφήτης ἐκεῖνος
ἐξ ὀνόματός μου, θὰ εἶναι ὁ
ἄνθρωπος αὐτὸς ἔνοχος ἀπέναντί
μου. Θὰ ἀναλάβω ἐγὼ τὴν τιμωρίαν
του. |
20
Πλὴν ὁ προφήτης, ὃς ἂν ἀσεβήσῃ
λαλῆσαι ἐπὶ τῷ ὀνόματί
μου ρῆμα, ὃ οὐ προσέταξα λαλῆσαι,
καὶ ὃς ἂν λαλήσῃ ἐν ὀνόματι
θεῶν ἑτέρων, ἀποθανεῖται ὁ
προφήτης ἐκεῖνος. |
20
Ἐὰν δὲ καὶ ὑπάρξῃ
προφήτης, ὁ ὁποῖος, ἀσεβῶν
ἀπέναντί μου, θὰ ὁμιλήσῃ
ἐξ ὀνόματός μου καὶ θὰ
ἀναγγείλῃ λόγον, τὸν ὁποῖον
ἐγὼ δὲν διέταξα, καὶ ἐκεῖνος
ὁ ψευδοπροφήτης ὁ ὁποῖος θὰ
ὁμιλήσῃ πρὸς τὸν λαόν
μου ἐξ ὀνόματος ἄλλων θεῶν,
θὰ τιμωρηθῇ διὰ θανάτου.
|
20
Ὁ δὲ προφήτης ποὺ θὰ ἀσεβήσῃ
καὶ θὰ ὁμιλήσῃ δῆθεν ἐξ
ὀνόματός μου καὶ θὰ εἰπῇ λόγους,
τοὺς ὁποίους ὅμως δὲν εἶχα προστάξει
Ἐγὼ νὰ εἰπῇ, ὅπως καὶ
αὐτὸς ποὺ θὰ ὁμιλήσῃ ἐξ
ὀνόματος ἄλλων θεῶν, θὰ Θανατωθῇ
ὁπωσδήποτε. Οἱ προφῆται αὐτοῦ
τοῦ εἴδους θὰ τιμωροῦνται.
|
21
Ἐὰν δὲ εἴπῃς ἐν τῇ
καρδίᾳ σου· πῶς γνωσόμεθα τὸ
ρῆμα, ὃ οὐκ ἐλάλησε Κύριος;
|
21
Ἐὰν σοῦ γενηθῆ ἀπορία
καὶ διαλογισθῇς, πῶς θὰ ξεχωρίσω
ἐγὼ τὸν λόγον ποὺ ὁ Κύριος
ἐλάλησε, ἀπὸ τὰ λόγια
τοῦ ψευδοπροφήτου; Σὲ πληροφορῶ,
|
21
Ἐὰν δὲ διερωτηθῇς μέσα εἰς τὴν
καρδία σου: <Πῶς θὰ διακρίνωμεν τὴν ἐντολήν,
ποὺ δὲν τὴν εἶπεν ὁ Κύριος;>,
|
22
Ὅσα ἐὰν λαλήσῃ ὁ προφήτης
ἐκεῖνος τῷ ὀνόματι Κυρίου,
καὶ μὴ γένηται καὶ μὴ συμβῇ,
τοῦτο τὸ ρῆμα ὃ οὐκ ἐλάλησε
Κύριος· ἐν ἀσεβείᾳ ἐλάλησεν
ὁ προφήτης ἐκεῖνος, οὐκ ἀφέξεσθε
αὐτοῦ. |
22
ὅτι ὅσα θὰ προείπη ἐξ ὀνόματος
τοῦ Κυρίου ἕνας προφήτης καὶ
δὲν πραγματοποιηθῇ ἐκεῖνο τὸ
ὁποῖον εἶπε, νὰ σκεφθῇς ὅτι
εἰς αὐτὸν τὸν προφήτην δὲν
ὡμίλησεν ὁ Κύριος. Ἀσεβῶς
καὶ ψευδῶς ἐλάλησεν. Αὐτὸν
τὸν προφήτην δὲν θὰ τὸν σεβασθῆτε
καθόλου οὔτε καὶ θὰ τὸν λυπηθῆτε.
|
22
σοῦ ἀπαντῶ: Ἐὰν αὐτά,
ποὺ θὰ εἰπῇ ὁ προφήτης ἐκεῖνος
ἐξ ὀνόματος δῆθεν τοῦ Κυρίου, δὲν
γίνουν καὶ δεν πραγματοποιηθοῦν, αὐτὸ
εἶναι σημεῖον, ποὺ φανερώνει ὅτι δὲν
ἐλάλησεν εἰς αὐτὸν ὁ Κύριος.
Ὡμίλησεν ὁ προφήτης ἐκεῖνος μὲ
ἀσέβειαν. Δὲν θὰ τὸν ὑπολογίσετε,
οὔτε θὰ σεβασθῆτε τὴν ζωήν του.
Δὲν πρέπει νὰ ζήσῃ>. |