Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ὰν
δὲ ἀφανίσῃ Κύριος ὁ Θεός
σου τὰ ἔθνη, ἃ ὁ Θεὸς δίδωσί
σοι τὴν γῆν αὐτῶν, καὶ κατακληρονομήσητε
αὐτοὺς καὶ κατοικήσητε ἐν ταῖς
πόλεσιν αὐτῶν καὶ ἐν τοῖς
οἴκοις αὐτῶν, |
ταν
Κύριος ὁ Θεός σου ἐξαφανίσῃ
τοὺς λαούς, τῶν ὁποίων τὴν
χώραν θὰ δώσῃ εἰς σᾶς,
καὶ θὰ κληρονομήσετε αὐτοὺς
καὶ θὰ ἐγκατασταθῆτε εἰς τὰς
πόλεις τῶν καὶ εἰς τὰς οἰκίας
των, |
ταν
δὲ ἐξαφανίσῃ ἀπὸ ἐμπρός
σου Κύριος ὁ Θεός σου τὰ ἔθνη, τὴν
χώραν τῶν ὁποίων σοῦ δίδει ἤδη ὁ
Θεός, καὶ ἀφοῦ κληρονομήσετε ὁριστικῶς
ὅλα, ὅσα ἔχουν αὐτοί, καὶ
κατοικήσετε εἰς τὰς πόλεις των καὶ εἰς
τὰ σπίτια των, |
2
τρεῖς πόλεις διαστελεῖς σεαυτῷ ἐν
μέσῳ τῆς γῆς σου, ἧς Κύριος
ὁ Θεός σου δίδωσί σοι.
|
2
θὰ ξεχωρίσῃς μέσα εἰς τὴν
χώραν, ποὺ σοῦ δίδει ὁ Κύριος
ὡς ἰδιοκτησίαν σου, τρεῖς πόλεις
ὡς καταφύγια. |
2
Θὰ ξεχωρίσῃς διὰ σὲ κατὰ τὴν
κρίσιν σου τρεῖς πόλεις μέσα εἰς τὴν χώραν
σου, τὴν ὁποίαν σοῦ χαρίζει Κύριος ὁ
Θεός σου. |
3
Στόχασαί σοι τὴν ὁδὸν καὶ
τριμεριεῖς τὰ ὅρια τῆς γῆς σου,
ἣν καταμερίζει σοι Κύριος ὁ Θεός
σου, καὶ ἔσται ἐκεῖ καταφυγὴ
παντὶ φορευτῇ. |
3
Διὰ τὴν θέσιν τῶν πόλεων αὐτῶν
ὑπολόγισε καλὰ τὸ μῆκος τῶν
ὁδῶν, αἱ ὁποῖαι ὁδηγοῦν
εἰς αὐτάς· μοίρασε τὴν
περιοχὴν ποὺ ὁ Κύριος σοῦ δίδει
εἰς τρία ἴσα μέρη, ὥστε εἰς
τὰς πόλεις - καταφύγια τῶν τριῶν
αὐτῶν περιοχῶν νὰ προλαμβάνῃ
καὶ καταφεύγῃ κάθε φονεύς.
|
3
Νὰ ὑπολογίσῃς μὲ προσοχὴν τὸν
δρόμον, ποὺ θὰ ὁδηγῇ εἰς αὐτάς,
καὶ ἀναλόγως πρὸς τὰς ἀποστάσεις
τῶν τριῶν πόλεων θὰ χωρίσῃς εἰς
τρία μέρη ὅλην τὴν χώραν, τὴν ὁποίαν
σοῦ χαρίζει σὰν κληρονομίαν σου Κύριος ὁ
Θεός σου. Καὶ εἰς τὰ τρία αὐτὰ
τμήματα θὰ ὑπάρχῃ τόπος καταφυγῆς
καὶ ἀσυλίας διὰ κάθε ἀκούσιον φονέα.
|
4
Τοῦτο δὲ ἔσται τὸ πρόσταγμα
τοῦ φονευτοῦ, ὃς ἂν φύγῃ
ἐκεῖ καὶ ζήσεται· ὃς ἂν
πατάξῃ τὸν πλησίον αὐτοῦ
οὐκ εἰδὼς καὶ οὗτος οὐ
μισῶν αὐτὸν πρὸ τῆς χθὲς
καὶ τρίτης, |
4
Αὐτὸς δὲ εἶναι ὁ νόμος,
τὸν ὁποῖον θὰ τηρῆτε προκειμένου
περὶ τοῦ φονέως ποὺ καταφεύγει
ἐκεῖ, διὰ νὰ ἐξασφαλίσῃ
τὴν ζωήν του· ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος
θὰ φονεύσῃ τὸν πλησίον του ἐν
ἀγνοίᾳ του, χωρὶς νὰ ἔχῃ
κανένα προηγουμένως μίσος ἐναντίον
αὐτοῦ, θὰ σωθῇ εἰς τὴν
πόλιν αὐτήν.
|
4
Ἡ διαταγή, βάσει τῆς ὁποίας θὰ ἠμπορῇ
νὰ καταφύγῃ ἐκεῖ ἕνας
φονεὺς καὶ νὰ ζήσῃ, χωρὶς τὸν
φόβον τῆς συλλήψεως καὶ τιμωρίας, ἀφορᾷ
αὐτὸν ποὺ θὰ θανατώσῃ τὸν
συνάνθρωπόν του ἐν ἀγνοίᾳ του καὶ
χωρὶς νὰ εἶναι ἐχθρός του προηγουμένως.
|
5
καὶ ὃς ἐὰν εἰσέλθῃ
μετὰ τοῦ πλησίον εἰς τὸν δρυμὸν
συναγαγεῖν ξύλα, καὶ ἐκκρουσθῆ
ἡ χεὶρ αὐτοῦ τῇ ἀξίνῃ
κόπτοντος τὸ ξύλον, καὶ ἐκπεσὸν
τὸ σιδήριον ἀπὸ τοῦ ξύλου
τύχῃ τοῦ πλησίον, καὶ ἀποθάνῃ,
οὗτος καταφεύξεται εἰς μίαν τῶν
πόλεων τούτων καὶ ζήσεται,
|
5
Ἐὰν π.χ. εἰσέλθῃ
κανεὶς μὲ κάποιον ἄλλον εἰς
τὸ δάσος διὰ
νὰ κόψῃ καὶ
συλλέξῃ ξύλα καὶ
καθ' ὃν χρόνον μὲ τὸ τσεκούρι
θὰ κόβῃ τὸ ξύλον σκοντάψῃ
τὸ χέρι καὶ ξεφύγῃ τὸ
σίδηρον ἀπὸ τὸ στυλιάρι, ἐπιτύχῃ
δὲ τὸν πλησίον του καὶ φονεύσῃ
αὐτόν, ὁ φονεὺς αὐτὸς
θὰ καταφύγῃ εἰς
μίαν ἀπὸ τὰς τρεῖς πόλεις
καὶ θὰ ἀσφαλίσῃ ἐκεῖ
τὴν ζωήν του. Κανεὶς δὲν ἔχει
δικαίωμα νὰ τὸν φονεύσῃ.
|
5
Αὐτὸς ἐπὶ παραδείγματι ποὺ θὰ
εἰσέλθῃ μὲ τὸν συνάνθρωπόν του εἰς
ἕνα δάσος διὰ νὰ μαζεύσουν ξύλα καὶ
συμβῇ ὥστε, καθὼς θὰ κόβῃ τὸ
δένδρον, νὰ τιναχθῇ ἀπὸ τὸ χέρι
του μὲ βίαν τὸ τσεκούρι καὶ νὰ πέσῃ
τὸ σίδερο ἀπὸ τὸ στυλιάρι καὶ
νὰ εὕρῃ τὸν ἄλλον καὶ
τὸν φονεύσῃ. Εἰς αὐτὴν τὴν
περίπτωσιν αὐτὸς ποὺ ἔγινεν αἰτία
ἀκουσίως νὰ πεθάνῃ ὁ πλησίον του,
θὰ ἠμπορῇ νὰ καταφύγῃ εἰς
μίαν ἀπὸ τὰς πόλεις αὐτὰς καὶ
νὰ εὕρῃ ἄσυλον, διὰ νὰ
ζήσῃ ἀσφαλής. |
6
ἵνα μὴ διώξας ὁ ἀγχιστεύων
του αἵματος ὀπίσω τοῦ φονεύσαντος,
ὅτι παρατεθέρμανται τῇ καρδίᾳ,
καὶ καταλάβῃ αὐτόν, ἐὰν
μακροτέρα ᾖ ἡ ὁδός, καὶ
πατάξῃ αὐτοῦ ψυχήν, καὶ
ἀποθάνῃ, καὶ τούτῳ οὐκ
ἔστι κρίσις θανάτου, ὅτι οὐ
μισῶν ἦν αὐτὸν πρὸ τῆς
χθές, οὐδὲ πρὸ τῆς τρίτης.
|
6
Αἱ ἀποστάσεις τῶν καταφυγίων
πόλεων θὰ εἶναι κανονικαί, ὥστε
ὁ στενώτερος συγγενὴς τοῦ φονευθέντος,
ὑπὸ τὴν ἐπήρειαν τῆς ἀγανακτήσεως
ἀπὸ τὰς πρώτας
ἐντυπώσεις, νὰ μὴ δυνηθῇ
νὰ καταδιώξῃ καὶ καταφθάσῃ
τὸν ἀκούσιον φονέα καὶ τὸν
φονεύσῃ, ἐνῶ εἶναι ἀθῷος
καὶ ἐνῶ δὲν ὑπάρχει
ἐνοχὴ θανάτου, διότι ὁ
φονεὺς δὲν ἐμισοῦσε προηγουμένως
καὶ δὲν ἀντιπαθοῦσε τὸν φονευθέντα.
Ἐὰν ὅμως εἶναι μακρὰ ἡ
ὁδὸς πρὸς τὸ καταφύγιον, ὑπάρξει
φόβος νὰ τὸν καταφθάσῃ καὶ
τὸν φονεύσῃ ἀδίκως.
|
6
Πρέπει νὰ εἶναι κανονικαὶ καὶ ἀνάλογοι
αἱ ἀποστάσεις τῶν πόλεων αὐτῶν
ἀπὸ τὰ διάφορα σημεῖα τῆς χώρας.
Ἔτσι δὲν θὰ ἠμπορῇ κάποιος συγγενὴς
τοῦ θύματος, ποὺ ἄναψε μέσα εἱς τὴν
καρδιάν του ὁ πόθος τῆς ἐκδικήσεως,
νὰ τρέξῃ πίσω ἀπὸ τὸν φονέα
καὶ νὰ τὸν προφθάσῃ, πρᾶγμα
ποὺ θὰ ἐγίνετο, ἂν ἀπεῖχε
πολὺ ἡ πόλις καταφυγῆς ἀπὸ τὸν
τόπον τοῦ ἀτυχήματος. Διαφορετικὰ θὰ
τὸν κτυπήσῃ καὶ θὰ θανατωθῇ
ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος, χωρὶς νὰ
εἶναι ἄξιος θανατικῆς τιμωρίας, ἐφ
ὅσον δὲν ἦτο ἐχθρὸς τοῦ
θύματος μέχρι τότε. |
7
Διὰ τοῦτο ἐγώ σοι ἐντέλλομαι
τὸ ρῆμα τοῦτο λέγων· τρεῖς
πόλεις διαστελεῖς σεαυτῷ·
|
7
Διὰ νὰ ἀποφευχθῇ, λοιπὸν ἕνας
δεύτερος ἄδικος θάνατος, σοῦ δίδω
ἐγὼ αὐτὴν τὴν ἐντολήν·
Θὰ ξεχωρίσῃς
τρεῖς πόλεις εἰς τὴν περιοχήν
σου εἰς ἀναλόγους ἀποστάσεις.
|
7
Δι' αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγον
σοῦ δίδω αὐτὴν τὴν διαταγὴν
καὶ σοῦ λέγω ὅτι πρέπει να ξεχωρίσῃς
εἰς τὴν περιοχήν σου τρεῖς πόλεις, διὰ
νὰ καταφεύγουν οἱ ἀκούσιοι φονεῖς.
|
8
ἐὰν δὲ ἐμπλατύνῃ Κύριος
ὁ Θεός σου τὰ ὅριά σου, ὃν
τρόπον ὤμοσε τοῖς πατράσι σου, καὶ
δῶ σοι Κύριος πᾶσαν τὴν γῆν,
ἣν εἶπε δοῦναι τοῖς πατράσι
σου, |
8
Ὅταν Κύριος ὁ Θεὸς εὐρύνῃ
τὰ ὅρια τῆς χώρας σου, ὅπως
ὡρκίσθη εἰς τοὺς προπάτοράς
σου, καὶ δώσῃ εἰς σὲ ὅλην
τὴν γῆν, ποὺ ὑπεσχέθη εἰς
ἐκείνους,
|
8
Ἐὰν ὅμως πλατύνῃ πολὺ τὰ
σύνορα τῆς χώρας σου Κύριος ὁ Θεός σου, ὅπως
ἀκριβῶς τὸ ὑπεσχέθη μὲ
ὅρκον εἰς τοὺς πατέρας σου, καὶ σοῦ
δώσῃ ὁ Κύριος ὅλην τὴν χώραν, ποὺ
εἶπεν ὅτι θὰ δώσῃ εἰς τοὺς
πατέρας σου, |
9
ἐὰν ἀκούσῃς ποιεῖν πάσας
τὰς ἐντολὰς ταύτας, ἂς ἐγὼ
ἐντέλλομαί σοι σήμερον, ἀγαπᾶν
Κύριον τὸν Θεόν σου, πορεύεσθαι ἐν
πάσαις ταῖς ὁδοῖς αὐτοῦ
πάσας τὰς ἡμέρας, προσθήσεις
σεαυτῷ ἔτι τρεῖς πόλεις πρὸς
τὰς τρεῖς ταύτας,
|
9
ὑπὸ τὴν προϋπόθεσιν βέβαια,
ὅτι σὺ θὰ ὑπακούῃς
καὶ θὰ τηρῇς ὅλας τὰς
ἐντολάς, τὰς ὁποίας ἐγὼ
σοῦ δίδω σήμερον, νὰ ἀγαπᾶς
δηλαδὴ Κύριον τὸν Θεόν σου, νὰ
πορεύεσαι τὸν δρόμον τῶν ἐντολῶν
του ὅλας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς
σου, θὰ προσθέσῃς τρεῖς ἀκόμη
πόλεις εἰς τὰς τρεῖς προηγουμένας,
ὥστε νὰ εἶναι
ἐν συνόλῳ ἓξ.
|
9
ἐφ ὅσον βεβαίως δεχθῇς εὐχαρίστως
νὰ ἐφαρμόζῃς ὅλας αὐτὰς
τὰς ἐντολάς, ποὺ σοῦ παραγγέλλω ἐγὼ
σήμερον, καὶ νὰ ἀγαπᾷς Κύριον τὸν
Θεόν σου καὶ νὰ συμμορφώνεσαι πρὸς τὰς
ὁδηγίας, ποὺ σοῦ δίδει ἐκεῖνος
καθ' ὅλην τὴν ζωήν σου, θὰ κάνῃς τὸ
ἑξῆς: Θὰ προσθέσῃς ἀκόμη
τρεῖς πόλεις εἰς ἐκείνας, ποὺ εἶχες
ξεχωρίσει προηγουμένως. |
10
καὶ οὐκ ἐκχυθήσεται αἷμα ἀναίτιον
ἐν τῇ γῇ, ᾗ Κύριος ὁ Θεός
σου δίδωσί σοι ἐν κλήρῳ. Καὶ
οὐκ ἔσται ἐν σοὶ αἵματι ἔνοχος
|
10
Τοῦτο δὲ διὰ νὰ διευκολύνεται
ἡ σωτηρία τῶν
ἀθελήτων φονέων καὶ νὰ μὴ
χύνεται ἀθῶον αἷμα
εἰς τὴν γῆν, τὴν ὁποίαν
σοῦ δίδει διὰ κλήρου Κύριος
ὁ Θεός σου καὶ διὰ νὰ μὴ
ὑπάρχῃ ἔτσι μεταξύ σας ἕνοχος
ἀθώου αἵματος.
|
10
Ἔτσι δὲν θὰ χύνεται αἷμα ἀθῶον
εἰς τὴν χώραν, ποὺ σοῦ δίδει ὡς
κληρονομίαν Κύριος ὁ Θεός σου· καὶ δὲν θὰ
εἶναι κανεὶς μεταξύ σας ἔνοχος ἀθώου
αἵματος. |
11
ἐὰν δὲ γένηται ἐν σοὶ
ἄνθρωπος μισῶν τὸν πλησίον καὶ
ἐνεδρεύσῃ αὐτὸν καὶ ἐπαναστῇ
ἐπ' αὐτὸν καὶ πατάξῃ αὐτοῦ
ψυχήν, καὶ ἀποθάνῃ, καὶ
φύγῃ εἰς μίαν τῶν πόλεων
τούτων, |
11
Ἐὰν ὅμως ὑπάρχῃ μεταξύ
σας ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος
μισεῖ τὸν πλησίον
του καὶ στήσῃ ἐνέδραν δι' αὐτὸν
καὶ ἐπιτεθῇ ἐναντίον του καὶ
τὸν κτυπήσῃ θανασίμως, ὁ κτυπηθεῖς
δὲ ἀποθάνῃ καὶ ὁ ἐκ
προμελέτης φονεὺς καταφύγῃ εἰς
μίαν ἀπὸ τὰς πόλεις αὐτάς,
|
11
Ἐὰν ὅμως εὑρεθῇ ἀνάμεσά
σας κάποιος, ποὺ τρέφει μῖσος ἐναντίον τοῦ
πλησίον του καὶ παραφυλάξῃ κρυφὰ καὶ
ἐπιτεθῇ ἐναντίον του καὶ τὸν
κτυπήσῃ καὶ πεθάνῃ καὶ καταφύγῃ
κατόπιν ὁ φονεὺς εἰς μίαν ἀπὸ
τὰς πόλεις αὐτάς, νὰ γίνῃ τὸ
ἑξῆς: |
12
καὶ ἀποστελοῦσιν ἡ γερουσία
τῆς πόλεως αὐτοῦ καὶ λήψονται
αὐτὸν ἐκεῖθεν καὶ παραδώσουσιν
αὐτὸν εἰς χεῖρας τῶν ἀγχιστευόντων
τοῦ αἵματος, καὶ ἀποθανεῖται·
|
12
ἡ γερουσία τῆς πόλεως τοῦ φονέως
θὰ στείλουν καὶ θὰ συλλάβουν
αὐτὸν ἀπὸ ἐκεῖ καὶ
θὰ τὸν παραδώσουν εἰς τὰ χέρια
τῶν στενωτέρων ἐξ αἵματος συγγενῶν
τοῦ φονευθέντος, καὶ ἐκεῖνοι
θὰ θανατώσουν τὸν ἔνοχον.
|
12
Θὰ ἀποστείλουν οἱ πρόκριτοι τῆς πόλεως
τοῦ θύματος ἀνθρώπους των καὶ θὰ πάρουν
ἀπὸ ἐκεῖ τὸν φονέα καὶ
θὰ τὸν παραδώσουν εἰς τὰ χέρια τῶν
συγγενῶν τοῦ θύματος, διὰ νὰ θανατωθῇ
ἀπὸ αὐτούς. |
13
οὐ φείσεται ὁ ὀφθαλμός σου ἐπ'
αὐτῷ καὶ καθαριεῖς τὸ αἷμα
τὸ ἀναίτιον ἐξ Ἰσραήλ,
καὶ εὖ σοι ἔσται.
|
13
Τὸν ἐκ προμελέτης αὐτὸν φονέα
δὲν θὰ τὸν λυπηθῇ τὸ μάτι
σου, ἀλλὰ θὰ ἐκπλύνῃς
τὴν ἐνοχὴν τοῦ ἀθώου αἵματος
ἐκ μέσου τῶν Ἰσραηλιτῶν καὶ
θὰ εὐτυχήσῃς. |
13
Δὲν θὰ λυπηθῇ τὸ μάτι σου τὸν
ἑκούσιον φονέα. Πρέπει νὰ ἑξαλείψῃς
ἀπὸ τὸν λαὸν τοῦ Ἰσραὴλ
τὴν ἐνοχὴν τοῦ ἀθώου αἵματος,
διὰ νὰ εὐτυχῇς.
|
14
Οὐ μετακινήσεις ὅρια τοῦ πλησίον,
ἃ ἔστησαν οἱ πατέρες σου ἐν
τῇ κληρονομίᾳ, ᾗ κατεκληρονομήθης
ἐν τῇ γῇ, ἦν Κύριος ὁ
Θεός σου δίδωσί σοι ἐν κλήρῳ.
|
14
Δὲν θὰ μετακινήσῃς εἰς τὰ
κτήματα τοῦ πλησίον σου τὰ σύνορα
τὰ ὁποῖα ἐχάραξαν καὶ
ἔβαλαν οἱ πρόγονοί σου εἰς τὴν
κληρονομίαν, τὴν ὁποίαν ἀπέκτησες
εἰς τὴν χώραν, ποὺ ὁ Κύριος
διὰ κλήρου σοῦ ἔδωκε.
|
14
Δὲν θὰ μεταθέτῃς τὰ σύνορα τοῦ
πλησίον σου, ποὺ τὰ καθώρισαν οἱ πατέρες
σου εἰς τὸ μερίδιον γῆς, τὸ ὁποῖον
σοῦ παρεχωρήθη ὡς κληρονομία εἰς τὴν
χώραν, ποὺ σοῦ δίδει Κύριος ὁ Θεός σου διὰ
νὰ τὴν κληρονομήσῃς. |
15
Οὐκ ἐμμενεῖ μάρτυς εἷς μαρτυρῆσαι
κατὰ ἀνθρώπου κατὰ πᾶσαν ἀδικίαν
καὶ κατὰ πᾶν ἁμάρτημα καὶ
κατὰ πᾶσαν ἁμαρτίαν, ἣν ἐὰν
ἁμάρτῃ· ἐπὶ στόματος
δύο μαρτύρων καὶ ἐπὶ στόματος
τριῶν μαρτύρων στήσεται πᾶν ρῆμα.
|
15
Δὲν θὰ εἶναι ἀρκετὸς ἕνας
μάρτυς, διὰ νὰ καταθέσῃ μαρτυρίαν
κατὰ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος
διέπραξεν οἰανδήποτε ἀδικίαν
ἐναντίον τοῦ πλησίον ἢ οἰουδήποτε
εἴδους ἁμαρτίαν κατὰ τοῦ Θεοῦ.
Ἡ καταδικαστικὴ ἀπόφασις πρέπει
νὰ στηρίζεται εἰς τὴν μαρτυρίαν
δύο καὶ τριῶν μαρτύρων.
|
15
Ἕνας μόνον μάρτυς δὲν εἶναι ἀρκετός,
διὰ νὰ σταθῇ καὶ νὰ μαρτυρήσῃ
ἐναντίον κάποιου ἀνθρώπου δι’ ὁποιανδήποτε
ἀδικίαν καὶ δι’ ὁποιοδήποτε παράπτωμα
καὶ δι’ ὁποιανδήποτε ἁμαρτίαν, ποὺ
τυχὸν θὰ διαπράξῃ ὁ ἄλλος. Κάθε
κατηγορία ἐναντίον ἑνὸς ἀνθρώπου,
διὰ νὰ ἐκδικασθῇ δικαίως, πρέπει νὰ
βασίζεται εἰς τὴν μαρτυρίαν καὶ κατάθεσιν
δύο καὶ τριῶν μαρτύρων. |
16
Ἐὰν δὲ καταστῇ μάρτυς ἄδικος
κατὰ ἀνθρώπου καταλέγων αὐτοῦ
ἀσέβειαν, |
16
Ἐὰν δὲ κανεὶς ψευδομαρτυρήσῃ
ἐναντίον ἄλλου κατηγορῶν ψευδῶς
αὐτὸν δι' ἀσέβειαν πρὸς τὸν
Θεόν, |
16
Ἐὰν δὲ παρουσιασθῇ ἕνας ψευδομάρτυς
ἐναντίον κάποιου καὶ τὸν κατηγορήσῃ
ὅτι διέπραξε ὁποιανδήποτε ἀσέβειαν
ἔναντι τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ,
|
17
καὶ στήσονται οἱ δύο ἄνθρωποι,
οἷς ἐστιν αὐτοῖς ἡ ἀντιλογία,
ἔναντι Κυρίου καὶ ἔναντι τῶν
ἱερέων καὶ ἔναντι τῶν κριτῶν,
οἳ ἂν ὦσιν ἐν ταῖς ἡμέραις
ἐκείναις, |
17
οἱ δύο αὐτοὶ ἄνθρωποι, μεταξὺ
τῶν ὁποίων ὑπάρχει ἡ ἀντιδικία,
θὰ παρουσιασθοῦν ἐνώπιον τοῦ
Κυρίου, δηλαδὴ ἐνώπιον τῶν ἱερέων
καὶ τῶν ἐντεταλμένων δικαστῶν,
οἱ ὁποῖοι θὰ δικάζουν κατὰ
τὰς ἡμέρας ἐκείνας.
|
17
θὰ ἔλθουν οἱ δύο αὐτοὶ ἄνθρωποι,
ποὺ ἔχουν ἀντίθεσιν μεταξύ των, ἐνώπιον
τοῦ τόπου τῆς λατρείας τοῦ Κυρίου καὶ
ἐμπρὸς εἰς τοὺς ἱερεῖς
καὶ τοὺς Κριτάς, ποὺ θὰ εἶναι
ὡρισμένοι διὰ νὰ δικάζουν κατὰ τὰς
ἡμέρας ἐκείνας. |
18
καὶ ἐξετάσωσιν οἱ κριταὶ ἀκριβῶς,
καὶ ἰδοὺ μάρτυς ἄδικος ἐμαρτύρησεν
ἄδικα, ἀντέστη κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ
αὐτοῦ, |
18
Οἱ δικασταὶ θὰ ἐξετάσουν ἀκριβῶς
τὴν ὑπόθεσιν καὶ θὰ διαπιστώσουν
ὅτι ὁ μάρτυς ὑπῆρξεν ἄδικος
καὶ ἐψευδομαρτύρησε καὶ κατεφέρθη
κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ του.
|
18
Καὶ θὰ ἐξετάσουν οἱ Κριταὶ
μὲ προσοχὴν καὶ ἀκρίβειαν τὴν
ὑπόθεσιν. Καὶ ἂν ἀποδειχθῇ
ὅτι αὐτός, ποὺ κατέθεσεν εἰς βάρος
τοῦ ἄλλου, ἦτο ψευδομάρτυς καὶ κατέθεσε
καὶ ἐπετέθη ἀδίκως ἐναντίον
τοῦ ἀδελφοῦ του, |
19
καὶ ποιήσετε αὐτῷ ὃν τρόπον
ἐπονηρεύσατο ποιῆσαι κατὰ τοῦ
ἀδελφοῦ αὐτοῦ, καὶ ἐξαρεῖς
τὸ πονηρὸν ἐξ ὑμῶν αὐτῶν.
|
19
Τότε θὰ κάμετε εἰς αὐτὸν
ὅ,τι κακὸν ἠθέλησε νὰ κάμῃ
ἐναντίον τοῦ ἀθώου ἀδελφοῦ
του, (θὰ τοῦ ἐπιβάλλετε τὴν
ποινήν, μὲ τὴν ὁποίαν θὰ
ἐτιμωρούσατε τὸν κατηγορηθέντα, ἐὰν
ἦτο ἀληθὴς ἡ κατηγορία). Ἔτσι
δὲ καὶ θὰ ἐκλείψῃ τὸ
κακὸν τῆς ψευδομαρτυρίας ἐκ μέσου
τῶν Ἰσραηλιτῶν. |
19
πρέπει νὰ τοῦ ἐπιβάλετε ὡς τιμωρίαν
αὐτὸ ποὺ ἐπεχείρησεν ὁ ἴδιος
μὲ πονηρίαν νὰ κάνῃ εἰς βάρος τοῦ
ἀδελφοῦ του. Καὶ θὰ ἑξαλείψῃς
ἔτσι τὸ κακὸν ἀπὸ ἀνάμεσά
σας. |
20
Καὶ οἱ ἐπίλοιποι ἀκούσαντες
φοβηθήσονται καὶ οὐ προσθήσουσιν ἔτι
ποιῆσαι κατὰ τὸ ρῆμα τὸ πονηρὸν
τοῦτο ἐν ὑμῖν.
|
20
Διότι οἱ ἄλλοι Ἰσραηλῖται, ὅταν
ἀκούσουν τὴν τιμωρίαν, ποὺ ἐπεβλήθη
εἰς τὸν ψευδομάρτυρα, θὰ φοβηθοῦν
καὶ δὲν θὰ τολμήσουν πλέον νὰ
κάμουν παρομοίαν πονηρὰν πράξιν μεταξύ
σας. |
20
Καὶ ὅταν θὰ πληροφορηθοῦν οἱ
ὑπόλοιποι Ἰσραηλῖται τὸ γεγονός, θὰ
φοβηθοῦν καὶ δὲν θὰ ἐπιχειρήσουν
εἰς τὸ ἑξῆς νὰ κάνουν ἀνάμεσά
σας κάτι παρόμοιον πρὸς τὴν πονηρὰν αὐτὴν
πρᾶξιν. |
21
Οὐ φείσεται ὁ ὀφθαλμός σου ἐπ'
αὐτῷ· ψυχὴν ἀντὶ ψυχῆς,
ὀφθαλμὸν ἀντὶ ὀφθαλμοῦ,
καὶ ὀδόντα ἀντὶ ὀδόντος,
χεῖρα ἀντὶ χειρός, πόδα ἀντὶ
ποδός. |
21
Τὸ μάτι σου δὲν θὰ λυπηθῇ τὸν
ψευδομάρτυρα καὶ γενικώτερον τὸν ἔνοχον.
Θὰ τὸν τιμωρήσῃς κατὰ τὸν
νόμον τῆς ἀνταποδόσεως· ζωὴν
ἀντὶ ζωῆς, ὀφθαλμὸν ἀντὶ
ὀφθαλμοῦ, ὀδόντα ἀντὶ
ὀδόντος, χέρι ἀντὶ χεριοῦ,
πόδι ἀντὶ ποδιοῦ. |
21
Δὲν θὰ τὸν λυπηθῇ τὸ μάτι σου.
Θὰ τοῦ ἀνταποδώσῃς ὅ,τι ἀκριβῶς
ἠθέλησε νὰ κάνῃ, συμφώνως πρὸς τὸν
νόμον τῆς ταυτοπαθείας καὶ ἀνταποδόσεως.
Θὰ πληρώνῃ δηλαδὴ μὲ ζωὴν τὴν
ζωὴν ποὺ ἀφήρεσε, μὲ μάτι τὸ
μάτι ποὺ ἔβλαψε, μὲ δόντι τὸ δόντι,
μὲ χέρι τὸ χέρι καὶ μὲ πόδι
τὸ πόδι. |