Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ὰν
δὲ ἐξέλθῃς εἰς πόλεμον
ἐπὶ τοὺς ἐχθρούς σου καὶ
ἴδῃς ἵππον καὶ ἀναβάτην
καὶ λαὸν πλείονά σου, οὐ φοβηθήσῃ
ἀπ' αὐτῶν, ὅτι Κύριος ὁ
Θεός σου μετὰ σοῦ ὁ ἀναβιβάσας
σε ἐκ γῆς Αἰγύπτου.
|
ὰν
δὲ ἐξέλθῃς εἰς πόλεμον
ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν σου καὶ
ἴδῃς ἱππικὸν καὶ ἰππεῖς
καὶ στρατὸν πολυαριθμότερον ἀπὸ
σέ, μὴ φοβηθῇς ἀπὸ αὐτούς,
διότι Κύριος ὁ Θεός σου, ὁ ὁποῖος
σὲ ἔβγαλεν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον
καὶ σὲ ἔφερε μέχρις ἐδῶ,
θὰ εἶναι μαζῆ σου.
|
ὰν
δὲ βγῇς διὰ να πολεμήσῃς ἐναντίον
τῶν ἐχθρῶν σου καὶ ἰδῇς
ἱππικὸν καὶ πολεμικὰ ἅρματα
καὶ στρατὸν πολὺ περισσότερον ἀπὸ
σᾶς, νὰ μὴ φοβηθῇς ἀπὸ
αὐτούς. Διότι εἶναι μαζί σου Κύριος ὁ Θεός
σου, ὁ Ὁποῖος σὲ ἔβγαλεν ἀπὸ
τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου καὶ σὲ
ἀνέβασεν ἕως ἐδῶ.
|
2
Καὶ ἔσται ὅταν ἐγγίσῃς
τῷ πολέμῳ, καὶ προσεγγίσας ὁ
ἱερεὺς λαλήσει τῷ λαῷ καὶ
ἐρεῖ πρὸς αὐτούς·
|
2
Ὅταν δὲ πλησιάζῃ ἡ ὥρα
τοῦ πολέμου, ὁ ἀρχιερεὺς θὰ
ἔλθῃ, θὰ ὁμιλήσῃ
πρὸς τὸν λαὸν καὶ θὰ
εἴπῃ· |
2
Ὅταν λοιπὸν φθάσῃς εἰς τὴν ὥραν
τοῦ πολέμου, θὰ παρουσιασθῇ ἐνώπιον
ὅλων ὁ εἰδικὸς πρὸς τοῦτο
ἱερεὺς καὶ θὰ εἰπῇ τὰ
ἑξῆς εἰς τὸν λαόν:
|
3
ἄκουε, Ἰσραήλ· ὑμεῖς πορεύεσθε
σήμερον εἰς τὸν πόλεμον ἐπὶ
τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν, μὴ
ἐκλυέσθω ἡ καρδία ὑμῶν,
μὴ φοβεῖσθε μηδὲ θραύεσθε μηδὲ
ἐκκλίνετε ἀπὸ προσώπου αὐτῶν,
|
3
Ἀκούσατε Ἰσραηλῖται· σεῖς
ἐξέρχεσθε σήμερον εἰς πόλεμον
ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν σας·
μὴ λιποψυχήσετε, μὴ φοβηθῆτε τοὺς
ἐχθρούς σας, μὴ πτοηθῆτε, μὴ
διασκορπισθῆτε ἐνώπιον αὐτῶν,
|
3
<Ἄκουε, λαὲ τοῦ Ἰσραήλ. Σήμερον
προχωρεῖτε διὰ νὰ πολεμήσετε ἐναντίον
τῶν ἐχθρῶν σας. Μὴ λιποψυχήσῃ
καὶ δειλιάσῃ ἡ καρδιά σας καὶ
μὴ φοβηθῆτε! Οὔτε νὰ καταβληθῆτε
καὶ κυριευθῆτε ἀπὸ τρόμον, οὔτε
νὰ τραπῆτε εἰς φυγὴν ἐμπρός
των. |
4
ὅτι Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν
ὁ προπορευόμενος μεθ' ὑμῶν συνεκπολεμῆσαι
ὑμῖν τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν,
διασῶσαι ὑμᾶς.
|
4
διότι Κύριος ὁ Θεός σας, ὁ ὁποῖος
πορεύεται ἐμπρὸς ἀπὸ σᾶς,
θὰ πολεμήσῃ μαζῆ σας ἐναντίον
τῶν ἐχθρῶν σας καὶ θὰ σᾶς
διασώσῃ.
|
4
Διότι ὁ Κύριος καὶ Θεάς σας προπορεύεται
μαζί σας, διὰ νὰ πολεμήσῃ ὡς
σύμμαχός σας τοὺς ἐχθρούς σας καὶ
νὰ σᾶς σώσῃ>. |
5
Καὶ λαλήσουσιν οἱ γραμματεῖς πρὸς
τὸν λαὸν λέγοντες· τίς ὁ
ἄνθρωπος ὁ οἰκοδομήσας οἰκίαν
καινὴν καὶ οὐκ ἐνεκαίνισεν αὐτήν;
Πορευέσθω καὶ ἀποστραφήτω εἰς
τὴν οἰκίαν αὐτοῦ, μὴ ἀποθάνῃ
ἐν τῷ πολέμῳ καὶ ἄνθρωπος
ἕτερος ἐγκαινιεῖ αὐτήν.
|
5
Οἱ δὲ γραμματεῖς θὰ ὁμιλήσουν
πρὸς τὸν λαὸν καὶ θὰ εἴπουν·
Ποιὸς ἀπὸ σᾶς ἔκτισε οἰκίαν
καινουργῆ καὶ δὲν τὴν ἐνεκαινίασε;
Ἂς ἐπιστρέψῃ καὶ ἂς ὑπάγῃ
εἰς τὴν οἰκίαν του, μήπως τυχὸν
καὶ φονευθῇ κατὰ τὸν πόλεμον
καὶ ἄλλος ἄνθρωπος
ἐγκαινιάσῃ καὶ
χαρῇ τὴν οἰκίαν του.
|
5
Θὰ ὁμιλήσουν κατόπιν πρὸς τὸν
λαὸν καὶ οἱ εἰδικοὶ διὰ
τὸν στρατὸν γραμματεῖς καὶ θὰ
εἰποῦν τὰ ἑξῆς: <Ποιὸς
ἄνθρωπος ἔκτισε καινούργιο σπίτι καὶ δὲν
ἐπρόλαβε νὰ τὸ ἐγκαινιάσῃ;
Ἂς φύγῃ καὶ ἂς ἐπιστρέψῃ
εἰς τὸ σπίτι του, μὴ τυχὸν πεθάνῃ
εἰς τὸν πόλεμον καὶ ἐγκαινιάσῃ
ἄλλος ἄνθρωπος τὸ σπίτι του.
|
6
Καὶ τίς ὁ ἄνθρωπος, ὅστις ἐφύτευσεν
ἀμπελῶνα καὶ οὐκ εὐφράνθη
ἐξ αὐτοῦ; Πορευέσθω καὶ ἀποστραφήτω
εἰς τὴν οἰκίαν αὐτοῦ,
μὴ ἀποθάνῃ ἐν τῷ πολέμῳ
καὶ ἄνθρωπος ἕτερος εὐφρανθήσεται
ἐξ αὐτοῦ. |
6
Ποιὸς ἀπὸ σᾶς ἐφύτευσεν
ἀμπέλι καὶ δὲν ἔφαγε σταφύλια,
ὥστε νὰ εὐφρανθῇ
ἀπὸ αὐτό; Ἂς ἐπιστρέψῃ
καὶ ἂς μεταβῇ εἰς τὴν οἰκίαν
του, μήπως τυχὸν φονευθῇ κατὰ
τὸν πόλεμον καὶ
ἄλλος ἄνθρωπος
χαρῇ τὸ ἀμπέλι του.
|
6
Ποῖος ἐπίσης μεταξύ σας ἐφύτευσε ἀμπέλι
καὶ δὲν ἐπρόλαβε νὰ φάγῃ ἀπὸ
τοὺς καρπούς του καὶ νὰ εὐφρανθῇ;
Ἂς φύγῃ καὶ ἂς γυρίσῃ πίσω εἰς
τὸ σπίτι του, μὴ τυχὸν πεθάνῃ εἰς
τὸν πόλεμον καὶ εὐφρανθῇ ἄλλος
ἀντὶ αὐτοῦ ἀπὸ τὸ
ἀμπέλι του. |
7
Καὶ τίς ὁ ἄνθρωπος, ὅστις μεμνήστευται
γυναῖκα καὶ οὐκ ἔλαβεν αὐτήν;
Πορευέσθω καὶ ἀποστραφήτω εἰς
τὴν οἰκίαν αὐτοῦ, μὴ ἀποθάνῃ
ἐν τῷ πολέμῳ καὶ ἄνθρωπος
ἕτερος λήψεται αὐτήν.
|
7
Ποιὸς ἀπὸ σᾶς ἔχει μνηστευθῆ
ἀλλὰ δὲν ἔλαβεν ἀκόμη
ὡς σύζυγον τὴν μνηστήν του; Ἂς
ἐπιστρέψῃ καὶ ἂς μεταβῇ
εἰς τὴν οἰκίαν του, μήπως τυχὸν
φονευθῇ κατὰ τὸν
πόλεμον καὶ ἄλλος
ἄνθρωπος λάβῃ αὐτὴν ὡς
σύζυγον.
|
7
Καὶ ποῖος ἀπὸ σᾶς ἔχει
μνηστευθῇ κάποιαν γυναῖκα καὶ δὲν
ἐπρόλαβαν νὰ κάνουν τὸν γάμον των; Ἂς
φύγῃ καὶ ἂς γυρίσῃ πίσω εἰς
τὸ σπίτι του, μὴ τυχὸν φονευθῇ εἰς
τὸν πόλεμον καὶ τὴν πάρῃ ὡς
σύζυγόν του ἄλλος ἄνθρωπος>.
|
8
Καὶ προσθήσουσιν οἱ γραμματεῖς λαλῆσαι
πρὸς τὸν λαὸν καὶ ἐροῦσι·
τίς ὁ ἄνθρωπος ὁ φοβούμενος
καὶ δειλὸς τῇ καρδίᾳ; Πορευέσθω
καὶ ἀποστραφήτω εἰς τὴν οἰκίαν
αὐτοῦ, ἵνα μὴ δειλιάνῃ
τὴν καρδίαν τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ
ὥσπερ ἡ αὐτοῦ.
|
8
Ἐπὶ πλέον οἱ γραμματεῖς θὰ
ὁμιλήσουν πρὸς τὸν λαὸν καὶ
θὰ εἰποῦν· Ποιὸς ἀπὸ
σᾶς εἶναι φοβιτσάρης, δειλὸς καὶ
λιπόψυχος; Ἂς ἐπιστρέψῃ καὶ
ἂς μεταβῇ εἰς τὸ
σπίτι του, διὰ νὰ
μὴ μεταδώσῃ πανικὸν εἰς τὴν
καρδίαν τοῦ ἀδελφοῦ του καὶ
κάμῃ καὶ ἐκεῖνον δειλόν,
ὅπως εἶναι αὐτός.
|
8
Καὶ θὰ συνεχίσουν τὴν ὁμιλίαν των
οἱ γραμματεῖς καὶ θὰ εἰποῦν:
<Ποῖος ἀνάμεσά σας φοβᾶται καὶ
νοιώθει δειλίαν εἰς τὴν καρδιά του; Ἂς
φύγῃ καὶ ἂς γυρίσῃ πίσω εἰς
τὸ σπίτι του, διὰ νὰ μὴ γίνῃ
αἰτία νὰ δειλιάσῃ καὶ ἡ καρδιὰ
τοῦ ἀδελφοῦ του Ἰσραηλίτου, ὅπως
ἡ ἰδική του>. |
9
Καὶ ἔσται ὅταν παύσωνται οἱ
γραμματεῖς λαλοῦντες πρὸς τὸν λαόν,
καὶ καταστήσουσιν ἄρχοντας τῆς στρατιᾶς
προηγουμένους τοῦ λαοῦ.
|
9
Ὅταν δὲ θὰ παύσουν οἱ γραμματεῖς
τὰς ἀνακοινώσεις των αὐτάς πρὸς
τὸν λαόν, θὰ διορίσουν ἀρχηγοὺς
τοῦ στρατοῦ, οἱ ὁποῖοι θὰ
διοικοῦν αὐτὸν κατὰ τὸν πόλεμον.
|
9
Καὶ ὅταν τελειώσουν τὴν ὁμιλίαν των
πρὸς τὸν λαὸν οἱ γραμματεῖς,
θὰ ὁρίσουν καὶ θὰ ἐγκαταστήσουν
εἰς τὸ στράτευμα ἀρχηγοὺς καὶ
ἀξιωματικούς, οἱ ὁποῖοι θὰ εἶναι
ἐπὶ κεφαλῆς τοῦ στρατοῦ κατὰ
τὸν πόλεμον. |
10
Ἐὰν δὲ προσέλθῃς πρὸς
πόλιν ἐκπολεμῆσαι αὐτούς, καὶ
ἐκκαλέσαι αὐτοὺς μετ' εἰρήνης·
|
10
Ἐὰν δὲ πλησιάσετε πρὸς μίαν
πόλιν διὰ νὰ πολεμήσετε αὐτὴν
καὶ νὰ καταλάβετε τοὺς κατοίκους
της, πρέπει προηγουμένως νὰ
καλέσετε αὐτοὺς εἰς εἰρήνην.
|
10
Ὅταν δὲ πλησιάσῃς μίαν πόλιν διὰ νὰ
τὴν κυριεύσῃς, νὰ καλέσῃς πρῶτα
τοὺς κατοίκους τς νὰ παραδοθοῦν μὲ
εἰρήνην. |
11
ἐὰν μὲν εἰρηνικά ἀποκριθῶσί
σοι καὶ ἀνοίξωσί σοι, ἔσται
πᾶς ὁ λαὸς οἱ εὑρεθέντες
ἐν αὐτῇ ἔσονταί σοι φορολόγητοι
κοὶ ὑπήκοοί σου·
|
11
Ἐὰν δὲ οἱ κάτοικοι ἀνταποκριθοῦν
εἰς τὰς εἰρηνικάς σας προτάσεις,
ἀνοίξουν τὰς πύλας
καὶ παραδοθοῦν εἰς
σᾶς, θὰ εἶναι ὅλοι αὐτοὶ
ποὺ κατοικοῦν εἰς
τὴν πόλιν ὑπήκοοί σας καὶ
φόρου ὑποτελεῖς. |
11
Καὶ ἐὰν μὲν σοῦ ἀπαντήσουν
εὐνοϊκῶς καὶ θέλουν εἰρήνην καὶ
ἀνοίξουν ἐμπρός σου τὰς πύλας τῆς
πόλεως, ὅλοι ὅσοι εὑρεθοῦν εἰς
αὐτήν, θὰ γίνουν ὑποτελεῖς σου καὶ
θὰ σοῦ πληρώνουν φόρον. |
12
ἐὰν δὲ μὴ ὑπακούσωσί
σοι καὶ ποιῶσι πρὸς σὲ πόλεμον,
περικαθαριεῖς αὐτήν,
|
12
Ἐὰν ὅμως δὲν δεχθοῦν τὰς
εἰρηνικάς σας προτάσεις καὶ θελήσουν
νὰ κάμουν πόλεμον ἐναντίον σας,
θὰ πολιορκήσετε τὴν πόλιν,
|
12
Ἐὰν ὅμως δὲν δεχθοῦν νὰ
σοῦ παραδοθοῦν μὲ εἰρήνην καὶ
ἀρχίσουν πόλεμον μαζί σου, θὰ πολιορκήσῃς
τὴν πόλιν αὐτήν, |
13
ἕως ἂν παραδῷ σοι αὐτὴν Κύριος
ὁ Θεός σου εἰς τὰς χεῖράς
σου, καὶ πατάξεις πᾶν ἀρσενικὸν
αὐτῆς ἐν φόνῳ μαχαίρας,
|
13
μέχρις ὅτου Κύριος ὁ Θεός σας
παραδώσῃ αὐτὴν εἰς τὰ
χέρια σας, ὁπότε σεῖς θὰ περάσετε
ἐν στόματι μαχαίρας πάντα ἀρσενικὸν
τῆς πόλεως. |
13
ἕως ὅτου σοῦ τὴν παραδώσῃ Κύριος
ὁ Θεός σου εἰς τὰ χέρια σου. Καὶ θὰ
σκοτώσῃς μὲ μαχαίρι κάθε ἀρσενικὸν
τῆς πόλεως αὐτῆς. |
14
πλὴν τῶν γυναικῶν καὶ τῆς ἀποσκευῆς
καὶ πάντα τὰ κτήνη καὶ πάντα,
ὅσα ἂν ὑπάρχῃ ἐν τῇ
πόλει, καὶ πᾶσαν τὴν ἀπαρτίαν
προνομεύσεις σεαυτῷ καὶ φαγῇ πᾶσαν
τὴν προνομὴν τῶν ἐχθρῶν σου,
ὧν Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσί
σοι. |
14
Τὰς γυναῖκας ὅμως καὶ τὰ παιδιὰ
καὶ τὰ κτήνη καὶ ὅλα ὅσα
ὑπάρχουν εἰς τὴν πόλιν καὶ
ὅλην τὴν περιουσίαν αὐτῆς θὰ
τὴν πάρετε διὰ τὸν ἑαυτόν
σας ὡς λείαν πολέμου, θὰ φάγετε
καὶ θὰ ἀπολαύσετε τὰ τρόφιμα
καὶ τὰ λάφυρα τῶν ἐχθρῶν
σας, τὰ ὁποῖα ὁ Κύριος σᾶς
δίδει. |
14
Τὰς γυναῖκας ὅμως καὶ τὰ μικρὰ
παιδιὰ καὶ ὅλα τὰ ζῶα καὶ
ὅλα, ὅσα ὑπάρχουν εἰς τὴν πόλιν,
ὅπως καὶ ὅλα τὰ σκεύη, ποὺ ἄφησαν
οἱ ἐχθροί, θὰ τὰ πάρῃς ὡς
λάφυρα διὰ τὸν ἑαυτόν σου. Καὶ
θὰ καταναλώσῃς καὶ θὰ ἀπολαύσῃς
ὅλα τὰ λάφυρα τῶν ἐχθρῶν σου,
ποὺ σοῦ τὰ δίδει Κύριος ὁ Θεός σου.
|
15
Οὕτω ποιήσεις πάσας τὰς πόλεις
τὰς μακρὰν οὔσας σου σφόδρα, αἳ
οὐχὶ ἐκ τῶν πόλεων τῶν
ἐθνῶν τούτων, ὧν Κύριος ὁ
Θεός σου δίδωσί σοι κληρονομεῖν τὴν
γῆν αὐτῶν. |
15
Ἔτσι θὰ πράξετε ἐναντίον ὅλων
τῶν πόλεων, αἱ ὁποῖαι εὑρίσκονται
πολὺ μακρὰν ἀπὸ σᾶς καὶ
δὲν εἶναι ἀπὸ τὰς πόλεις
τῶν ἐθνῶν, τῶν ὁποίων
τὴν χώραν Κύριος ὁ Θεός σας
ἔδωκεν εἰς σᾶς ὡς κληρονομίαν.
|
15
Ἔτσι θὰ φερθῇς πρὸς ὅλας τὰς
πόλεις, ποὺ εὑρίσκονται πολὺ μακριὰ
ἀπὸ σὲ καὶ ποὺ δὲν περιλαμβάνονται
εἰς τὰς πόλεις τῶν λαῶν αὐτῶν,
τὴν χώραν τῶν ὁποίων σοῦ δίδει ὡς
κληρονομίαν Κύριος ὁ Θεός σου. |
16
Ἰδοὺ δὲ ἀπὸ τῶν πόλεων
τῶν ἐθνῶν τούτων, ὧν ὁ
Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσί σοι
κληρονομεῖν τὴν γῆν αὐτῶν, οὐ
ζωγρήσετε ἀπ' αὐτῶν πᾶν ἐμπνέον,
|
16
Ἰδοὺ ὅμως πῶς θὰ συμπεριφερθῆτε
πρὸς τὰς πόλεις τῶν λαῶν τούτων,
τῶν ὁποίων τὰς χώρας ἔδωσε
Κύριος ὁ Θεός σας εἰς σᾶς ὡς
κληρονομίαν· δὲν θὰ ἀφήσετε
εἰς τὴν ζωὴν καὶ δὲν θὰ
συλλάβετε ζωντανὸν ὡς αἰχμάλωτον
κανένα, ποὺ ἀναπνέει,
|
16
Χρειάζεται ὅμως νὰ προσέξετε ὅσον ἀφορᾷ
εἰς τὰς πόλεις τῶν λαῶν ἐκείνων,
τῶν ὁποίων τὴν χώραν σου δίδει ὡς
κληρονομίαν Κύριος ὁ Θεός σου. Απὸ
αὐτὰς δὲν πρέπει νὰ ἀφήσετε
εἰς τὴν ζωὴν τίποτε, ποὺ ζῇ
καὶ ἀναπνέει. |
17
ἀλλ' ἢ ἀναθέματι ἀναθεματιεῖτε
αὐτούς, τὸν Χετταῖον καὶ Ἀμορραῖον
καὶ Χαναναῖον καὶ Φερεζαῖον καὶ
Εὐαῖον καὶ Ἰεβουσαῖον καὶ
Γεργεσαῖον, ὃν τρόπον ἐνετείλατό
σοι Κύριος ὁ Θεός σου,
|
17
ἀλλὰ θὰ ἀναθεματίσετε καὶ
θὰ φονεύσετε ὅλους αὐτούς·
Τοὺς Χετταίους, τοὺς Ἀμορραίους,
τοὺς Χαναναίους, τοὺς Φερεζαίους,
τοὺς Εὐαίους, τοὺς Ἰεβουσαίους
καὶ τοὺς Γεργεσαίους, ὅπως σᾶς
ἔχει διατάξει Κύριος ὁ Θεός
σας· |
17
Ἀντιθέτως θὰ τοὺς ἐξολοθρεύσετε
καὶ θὰ τοὺς ἐξοντώσετε ὁλοσχερῶς.
Τοὺς Χετταίους δηλαδὴ καὶ τοὺς Ἀμορραίους,
τοὺς Χαναναίους καὶ τοὺς Φερεζαίους, τοὺς
Εὐαίους καὶ τοὺς Ἰεβουσαίους
καὶ τοὺς Γεργεσαίους, ὅπως ἀκριβῶς
σᾶς διέταξε Κύριος ὁ Θεός σας.
|
18
ἵνα μὴ διδάξωσι ποιεῖν ὑμᾶς
πάντα τὰ βδελύγματα αὐτῶν, ὅσα
ἐποίησαν τοῖς θεοῖς αὐτῶν,
καὶ ἁμαρτήσεσθε ἐναντίον Κυρίου
τοῦ Θεοῦ ὑμῶν.
|
18
καὶ τοῦτο, μήπως αὐτοὶ μένοντες
ἐν τῇ ζωῇ καὶ ἐπικοινωνοῦντες
μαζῆ σας σᾶς διδάξουν καὶ σᾶς
παρασύρουν, νὰ πράξετε ὅλα τὰ
μισητὰ καὶ ἀηδιαστικὰ ἐνώπιον
τοῦ Θεοῦ ἔργα των, τὰ ὁποῖα
αὐτοὶ τελοῦν εἰς λατρείαν τῶν
θεῶν των, καὶ ἁμαρτήσετε ἔτσι
ἐνώπιον Κυρίου τοῦ Θεοῦ σας.
|
18
Δὲν θὰ τοὺς ἀφήσετε ζωντανούς, διὰ
νὰ μὴ σᾶς μάθουν νὰ κάμνετε ὅλα
τὰ βδελυκτὰ ἔθιμά των, ὅσα ἔκαμναν
ἐκεῖνοι κατὰ τὴν λατρείαν τῶν
θεῶν των, καὶ ἁμαρτήσετε ἔτσι καὶ
σεῖς ἐνώπιον Κυρίου τοῦ Θεοῦ σας.
|
19
Ἐὰν δὲ περικαθήσῃς περὶ
πόλιν μίαν ἡμέρας πλείους ἐκπολεμῆσαι
αὐτὴν εἰς κατάληψιν αὐτῆς,
οὐκ ἐξολοθρεύσεις τὰ δένδρα
αὐτῆς ἐπιβαλεῖν ἐπ' αὐτὰ
σίδηρον, ἀλλ' ἢ ἀπ' αὐτοῦ
φαγῇ, αὐτὸ δὲ οὐκ ἐκκόψεις.
Μὴ ἄνθρωπος τὸ ξύλον τὸ ἐν
τῷ ἀγρῷ εἰσελθεῖν ἀπὸ
προσώπου σου εἰς τὸν χάρακα;
|
19
Ἐὰν δὲ πολιορκήσετε κάποιαν
πόλιν ἐπὶ πολὺν χρόνον, πολεμοῦντες
ἐναντίον αὐτῆς διὰ νὰ
τὴν καταλάβετε, δὲν θὰ βάλετε
τσεκούρι καὶ δὲν θὰ καταστρέψετε
τὰ καρποφόρα δένδρα αὐτῆς, ἀλλὰ
μόνον θὰ φάγετε ἀπὸ τοὺς
καρποὺς αὐτῶν. Μήπως τὸ δένδρον
ποὺ ὑπάρχει εἰς τὸν ἀγρόν
εἶναι ἄνθρωπος, ὥστε νὰ φύγῃ
ἀπὸ ἐμπρός σου καὶ νὰ
εἰσέλθῃ εἰς ἀμυντικὸν
χαράκωμα; |
19
Ἐὰν δὲ πολιορκήσεις ἐπὶ πολὺ
χρονικὸν διάστημα μίαν πόλιν, μὲ σκοπὸν
νὰ τὴν νικήσῃς καὶ νὰ τὴν
κυριεύσῃς, δὲν πρέπει νὰ καταστρέψῃς
τὰ δένδρα της μὲ τὸ νὰ βάλῃς
τσεκούρι εἰς αὐτά. Θὰ φάγῃς βεβαίως
τοὺς καρποὺς τοῦ δένδρου, ἀλλὰ
δὲν θὰ τὸ κατακόψῃς. Μὴ φοβᾶσαι!
Τὸ δένδρον, ποὺ εἶναι εἰς τὸ
χωράφι, δὲν εἶναι ἄνθρωπος, ποὺ εἶναι
πιθανὸν νὰ φύγῃ ἀπὸ ἐμπρός
σου καὶ νὰ ἔμβῃ εἰς τὸ
χαράκωμα, διὰ νὰ σὲ πολεμήσῃ.
|
20
Ἀλλὰ ξύλον, ὃ ἐπίστασαι
ὅτι οὐ καρπόβρωτόν ἐστι, τοῦτο
ὀλοθρεύσεις καὶ ἐκκόψεις καὶ
οἰκοδομήσεις χαράκωσιν ἐπὶ τὴν
πόλιν, ἥτις ποιεῖ πρὸς σὲ τὸν
πόλεμον, ἕως ἂν παραδοθῇ. |
20
Τὰ δένδρα ὅμως, τὰ ὁποῖα
γνωρίζεις ὅτι δὲν κάμνουν φαγωσίμους
καρπούς, θὰ τὰ κόψῃς σύρριζα
καὶ μὲ τὰ ξύλα των θὰ κατασκευάσῃς
πολιορκητικὰς μηχανὰς καὶ θὰ ἐγείρῃς
χαράκωμα γύρω ἀπὸ τὴν πόλιν,
ἡ ὁποῖα πόλεμεῖ ἐναντίον
σας, μέχρις ὅτου παραδοθῇ. |
20
Τὸ δένδρον ὅμως, ποὺ γνωρίζεις ὅτι
δὲν παράγει φαγώσιμον καρπόν, ἠμπορεῖς νὰ
τὸ καταστρέψῃς. Θὰ τὸ κόψῃς
ἀπὸ τὴν ρίζαν του καὶ θὰ φτιάξῃς
μὲ αὐτὸ χαρακώματα διὰ τὸν ἑαυτόν
σου καὶ μηχανάς, ποὺ χρειάζονται διὰ τὴν
κατάληψιν τῆς πόλεως, ἡ ὁποία ἔχει
ἀνοίξει πόλεμον μαζί σου. Καὶ θὰ τὴν
πολιορκῇς, ἕως ὅτου παραδοθῇ εἰς
τὰ χέρια σου. |