Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ὰν
δὲ εὑρεθῇ τραυματίας ἐν τῇ
γῇ, ᾗ Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσί
σοι κληρονομῆσαι, πεπτωκὼς ἐν τῷ πεδίῳ
καὶ οὐκ οἴδασι τὸν πατάξαντα,
|
ὰν
εὑρεθῇ κάποιος νεκρὸς ἐξ αἰτίας
θανασίμου τραύματος καὶ κεῖται εἰς
τὸ ὕπαιθρον τῆς χώρας, τὴν ὁποίαν
Κύριος ὁ Θεός σου σοῦ ἔχει δώσει
ὡς κληρονομίαν, καὶ κανεὶς δὲν
γνωρίζῃ τὸν φονέα αὐτοῦ,
|
ὰν
δὲ εἰς τὴν χώραν, ποὺ σοῦ δίδει
ὡς κληρονομίαν Κύριος ὁ Θεός σου, εὑρεθῇ
κάποιος ἄνθρωπος κτυπημένος μὲ θανάσιμον τραῦμα,
πεσμένος εἰς τοὺς ἀγρούς, καὶ δὲν
γνωρίζῃ κανεὶς αὐτὸν ποὺ τὸν
ἐκτύπησε, |
2
ἐξελεύσεται ἡ γερουσία σου καὶ
οἱ κριταί σου καὶ ἐκμετρήσουσιν
ἐπὶ τὰς πόλεις τὰς κύκλῳ
τοῦ τραυματίου, |
2
θὰ ἐξέλθουν ἀπὸ τὰς πλησίον
πόλεις οἱ γεροντότεροι καὶ οἱ
κριταὶ τοῦ λαοῦ καὶ θὰ μετρήσουν
τὴν ἀπόστασιν τῶν γύρω πόλεων
μέχρι τοῦ τόπου, ὅπου κεῖται
ὁ φονευθείς. |
2
θὰ βγοῦν οἱ προεστοὶ καὶ οἱ
Κριταὶ τῶν πόλεων, ποὺ εὑρίσκονται
πλησίον, καὶ θὰ μετρήσουν τὴν ἀπόστασιν
τοῦ τόπου τοῦ ἐγκλήματος ἀπὸ
τὰς πόλεις, ποὺ εὐρίσκονται γύρω ἀπὸ
τὸ θῦμα. |
3
καὶ ἔσται ἡ πόλις ἡ ἐγγίζουσα
τῷ τραυματίᾳ καὶ λήψεται ἡ
γερουσία τῆς πόλεως ἐκείνης
δάμαλιν ἐκ βοῶν, ἥτις οὐκ εἴργασται,
καὶ ἥτις οὐχ εἵλκυσε ζυγόν,
|
3
Οἱ γεροντότεροι τῆς πόλεως ἐκείνης,
ἡ ὁποία εὑρίσκεται πλησιέστερα
πρὸς τὸν φονευθέντα, θὰ λάβουν
ἀπὸ τὰ βόδια δάμαλιν, ἡ
ὁποῖα δὲν ἔχει χρησιμοποιηθῆ
εἰς ἐργασίαν καὶ δὲν ἔχει
σύρει ζυγόν. |
3
Καὶ ἀφοῦ προσδιορισθῇ ἡ πόλις,
ποὺ πλησιάζει περισσότερον πρὸς τὸν τόπον,
ὅπου εὑρέθη τὸ θῦμα, θὰ πάρουν
οἱ προεστοὶ τῆς πόλεως ἐκείνης μίαν
δάμαλιν ἀπὸ τὰ βόδια, ποὺ δὲν
εἶχεν ἐργασθῆ ἕως τότε καὶ δὲν
εἶχε σύρει ἀκόμη ζυγόν.
|
4
καὶ καταβιβάσουσιν ἡ γερουσία τῆς
πόλεως ἐκείνης δάμαλιν εἰς φάραγγα
τραχεῖαν, ἥτις οὐκ εἴργασται οὐδὲ
σπείρεται, καὶ νευροκοπήσουσι τὴν
δάμαλιν ἐν τῇ φάραγγι.
|
4
Αὐτοὶ οἱ γεροντότεροι τῆς πόλεως
θὰ κατεβάσουν τὴν δάμαλιν εἰς
ἀνώμαλον φάραγγα ἡ ὁποῖα
δὲν ἔχει ὀργωθῆ οὔτε σπαρῆ,
καὶ εἰς τὴν φάραγγα αὐτὴν
θὰ φονεύσουν τὴν δάμαλιν κόπτοντες
τὸ νεῦρον τοῦ τραχήλου της.
|
4
Καὶ θὰ κατεβάσουν οἱ προεστοὶ τῆς
πόλεως ἐκείνης τὸ ζῶον μέσα εἰς κάποιο
δύσβατο καὶ ἀπότομο φαράγγι,
ποὺ δεν ἔχει καλλιεργηθῆ καὶ δὲν
εἶναι σπαρμένο, καὶ θὰ κόψουν τὰ νεῦρα
τοῦ λαιμοῦ του καὶ θὰ τὸ σφάξουν
καὶ θὰ τὸ τεμαχίσουν ἐκεῖ εἰς
τὸ φαράγγι. |
5
Καὶ προσελεύσονται οἱ ἱερεῖς
οἱ Λευῖται, ὅτι αὐτοὺς ἐπέλεξε
Κύριος ὁ Θεὸς παρεστηκέναι αὐτῷ
καὶ εὐλογεῖν ἐπὶ τῷ ὀνόματι
αὐτοῦ, καὶ ἐπὶ τῷ στόματι
αὐτῶν ἔσται πᾶσα ἀντιλογία
καὶ πᾶσα ἁφή.
|
5
Θὰ προσέλθουν ἐκεῖ οἱ ἱερεῖς,
ποὺ ἀνήκουν εἰς τὴν φυλὴν
Λευΐ, διότι αὐτοὺς ἔχει ἐκλέξει
Κύριος ὁ Θεὸς νὰ εἶναι πλησίον
του διὰ νὰ τὸν ὑπηρετοῦν καὶ
νὰ εὐλογοῦν ἐξ ὀνόματός
του τὸν λαὸν καὶ τοὺς ἔδωσε
τὸ δικαίωμα νὰ ἀποφαίνωνται
ἐπὶ πάσης ἀμφισβητήσεως καὶ
ἀδικίας, |
5
Θὰ ἔλθουν δὲ ἐπὶ τόπου καὶ
οἱ ἱερεῖς, οἱ ἀπόγονοι δηλαδὴ
τοῦ Λευΐ, διότι αὐτοὺς ἐδιαλεξε Κύριος
ὁ Θεός, διὰ να στέκουν ἐνώπιόν Του καὶ
να εὐλογοῦν ἐν ὀνόματί Του καὶ
νὰ ἐκφέρουν ὁριστικὴν ἀπόφασιν
διὰ κάθε διαφωνίαν καὶ κάθε εἴδους βλάβην,
ποὺ θὰ προκαλέσῃ τυχὸν κάποιος εἰς
τὸν συνάνθρωπόν του. |
6
Καὶ πᾶσα ἡ γερουσία τῆς πόλεως
ἐκείνης οἱ ἐγγίζοντες τῷ
τραυματίᾳ νίψονται τὰς χεῖρας
ἐπὶ τὴν κεφαλὴν τῆς δαμάλεως
τῆς νενευροκοπημένης ἐν τῇ φάραγγι
|
6
καὶ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τῆς γερουσίας
τῆς πόλεως ἐκείνης, ποὺ εὑρίσκεται
πλησιέστερα πρὸς τὸν φονευθέντα, θὰ
νίψουν τὰ χέρια των ἐπάνω εἰς
τὴν κεφαλὴν τῆς δαμάλεως, ἡ
ὁποῖα ἔχει νευροκοπηθῆ εἰς τὴν
φάραγγα, |
6
Καὶ ὅλοι οἱ προεστοὶ τῆς πόλεως
ἐκείνης, ποὺ εὑρίσκεται κοντὰ εἰς
τὸ θῦμα, θὰ πλύνουν τὰ χέρια
των ἐπάνω εἰς τὸ κεφάλι τοῦ ζώου,
ποὺ ἔχει νευροκοπηθῆ
|
7
καὶ ἀποκριθέντες ἐροῦσιν·
αἱ χεῖρες ἡμῶν οὐκ ἐξέχεαν
τὸ αἷμα τοῦτο, καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ
ἡμῶν οὐχ ἑωράκασιν·
|
7
καὶ θὰ εἴπουν ἐνώπιον ὅλων·
<τὰ χέρια μας δὲν ἔχυσαν τὸ
αἷμα τοῦτο καὶ τὰ μάτια μας
δὲν εἶδαν ἐκεῖνον, ποὺ τὸ
ἔχυσε, |
7
Καὶ ἐν συνεχείᾳ θὰ εἰποῦν:
<Τὰ χέρια μας δεν ἔχυσαν αὐτὸ τὸ
αἷμα καὶ τὰ μάτια μας δὲν εἶδαν
τὸν φονευτήν. |
8
ἵλεως γενοῦ τῷ λαῷ σου Ἰσραήλ,
οὓς ἐλυτρώσω, Κύριε, ἵνα μὴ
γένηται αἷμα ἀναίτιον ἐν τῷ
λαῷ σου Ἰσραήλ. Καὶ ἐξιλασθήσεται
αὐτοῖς τὸ αἷμα.
|
8
δεῖξε, Κύριε, τὴν εὐσπλαγχνίαν
καὶ τὸ ἔλεός σου πρὸς τὸν
ἰσραηλιτικὸν λαόν, τὸν ὁποῖον
σὺ ἠλευθέρωσας ἀπὸ τὴν
Αἴγυπτον, ὥστε νὰ μὴ καταλογισθῇ
εἰς τὸν λαόν σου τὸ ἀθῷον
αἷμα>. Ἔτσι δὲ αὐτοὶ θὰ
ἐξιλεωθοῦν καὶ δὲν θὰ εἶναι
ἔνοχοι διὰ τὸ ἀθῷον ἐκεῖνο
αἷμα. |
8
Σπλαγχνίσου, Κύριε, τὸν λαόν Σου, τὸν Ἰσραήλ,
ποὺ τὸν ἐλύτρωσες Σὺ ἀπὸ
τὴν σκλαβιά, διὰ νὰ μὴ πέσῃ
ἐπάνω εἰς τὸν λαόν Σου, τὸν Ἰσραήλ,
ἡ ἐνοχὴ ἀθώου αἵματος
καὶ θεωρηθῇ ἀδίκως ἔνοχος φόνου>.
Καὶ ἔτσι δὲν θὰ ἔχουν ἐνοχὴν
διὰ τὸν θάνατὸν τοῦ ἀνθρώπου
ἐκείνου. |
9
Σὺ δὲ ἐξαρεῖς τὸ αἷμα
τὸ ἀναίτιον ἐξ ὑμῶν αὐτῶν,
ἐὰν ποιήσῃς τὸ καλὸν καὶ
τὸ ἀρεστὸν ἔναντι Κυρίου τοῦ
Θεοῦ σου. |
9
Σὺ θὰ ἀποβάλῃς ἀπὸ
τὺν ἑαυτόν σου τὴν ἐνοχήν
διὰ τὸ χυθὲν ἀθῷον αἷμα,
ἐὰν πράττῃς τὸ καλὸν καὶ
αὐάρεστον ἐνώπιον Κυρίου τοῦ
Θεοῦ σου. |
9
Καὶ θὰ βγάλῃς ἀπὸ ἐπάνω
σου τὴν ἐνοχὴν τοῦ ἀθώου
αἵματος, ἐὰν κάνῃς αὐτὸ
ποὺ εἶναι καλὸν καὶ εὐάρεστον
ἐνώπιον Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου.
|
10
Ἐὰν δὲ ἐξελθὼν εἰς πόλεμον
ἐπὶ τοὺς ἐχθρούς σου καὶ
παραδῷ σοι Κύριος ὁ Θεός σου εἰς
τὰς χεῖρας σου καὶ προνομεύσῃς
τὴν προνομὴν αὐτῶν
|
10
Ἐὰν ἐξέλθῃς εἰς πόλεμον
ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν σου καὶ
Κύριος ὁ Θεός σου παραδώσῃ αὐτοὺς
εἰς τὰ χέρια σου, καὶ κυριεύσῃς
λάφυρα καὶ αἰχμαλώτους,
|
10
Ἐὰν δὲ βγῇς νὰ πολεμήσῃς
μὲ τοὺς ἐχθρούς σου καὶ σοῦ
τοὺς παραδώσῃ Κύριος ὁ Θεός σου εἰς
τὰ χέρια σου καὶ πάρῃς εἰς τὴν
ἐξουσίαν σου τὰ λάφυρα καὶ τοὺς αἰχμαλώτους
των, |
11
καὶ ἴδῃς ἐν τῇ προνομῇ
γυναῖκα καλὴν τῷ εἴδει καὶ ἐνθυμηθῇς
αὐτῆς καὶ λάβῃς αὐτὴν
σεαυτῷ γυναῖκα |
11
ἴδῃς δὲ μεταξὺ τῶν αἰχμαλώτων
γυναῖκα ὡραῖαν εἰς τὴν ἐμφάνισιν,
καὶ ἐπιθυμήσῃς αὐτὴν διὰ
νὰ τὴν λάβῃς ὡς γυναῖκα
σου. |
11
καὶ ἰδῇς ἀνάμεσα εἰς τοὺς
αἰχμαλώτους μίαν ὡραίαν γυναῖκα καὶ
τὴν βάλῃς εἰς τὸν νοῦν σου καὶ
τὴν πάρῃς τελικῶς διὰ τὸν ἑαυτόν
σου ὡς σύζυγον, πρέπει νὰ γίνουν τὰ ἑξῆς:
|
12
καὶ εἰσάξῃς αὐτὴν ἔνδον
εἰς τὴν οἰκίαν σας, καὶ ξυρήσεις
τὴν κεφαλὴν αὐτῆς καὶ περιονυχιεῖς
αὐτὴν |
12
Θὰ τὴν εἰσαγάγῃς εἰς τὴν
οἰκίαν σου, θὰ ξυρίσῃς τὴν
κεφαλήν της, θὰ κόψης τὰ νύχια
της, |
12
Θὰ τὴν βάλῃς μέσα εἰς τὸ σπίτι
σου καὶ θὰ ξυρίσῃς τὸ κεφάλι της καὶ
θὰ κόψῃς τὰ νύχια της.
|
13
καὶ περιελεῖς τὰ ἱμάτια τῆς
αἰχμαλωσίας ἀπ' αὐτῆς καὶ
καθιεῖται ἐν τῇ οἰκίᾳ
σου καὶ κλαύσεται τὸν πατέρα καὶ
τὴν μητέρα μηνὸς ἡμέρας, καὶ
μετὰ ταῦτα εἰσελεύσῃ πρὸς
αὐτὴν καὶ συνοικισθήσῃ αὐτῇ,
καὶ ἔσται σου γυνή.
|
13
θὰ ἀφαιρέσῃς ἀπὸ αὐτὴν
τὰ ἐνδύματα τῆς αἰχμαλωσίας
της. Αὐτὴ θὰ καθήσῃ εἰς
τὴν οἰκίαν σου καὶ θὰ κλαύσῃ
τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα της
ἐπὶ ἕνα μῆνα, κατόπιν δὲ
σὺ θὰ ἔλθης εἰς συνάφειαν μὲ
αὐτήν, θὰ συγκατοικῇς μὲ αὐτὴν
καὶ θὰ εἶναι νόμιμος σύζυγός
σου. |
13
Θὰ βγάλῃς ἐπίσης ἀπὸ ἐπάνω
της τὰ φορέματα τῆς αἰχμαλωσίας. Καὶ
θὰ καθίσῃ εἰς τὸ σπίτι σου καὶ
θὰ κλαύσῃ τὸν πατέρα καὶ τὴν
μητέρα της ἐπὶ ἕνα ὁλόκληρον
μῆνα. Καὶ μετὰ ταὐτὰ θὰ
εἰσέλθῃς εἰς τὸ δωμάτιόν της
καὶ θὰ συνοικήσῃς μαζί της καὶ
θὰ εἶναι πλέον γυναῖκα σου.
|
14
Καὶ ἔσται ἐὰν μὴ θέλῃς
αὐτήν, ἐξαποστελεῖς αὐτὴν
ἐλευθέραν καὶ πράσει οὐ πραθήσεται
ἀργυρίου· οὐκ ἀθετήσεις
αὐτήν, διότι ἐταπείνωσας αὐτήν.
|
14
Ἐὰν ὅμως κατόπιν δὲν θέλῃς
νὰ κρατήσῃς αὐτὴν ὡς σύζυγον,
θὰ τὴν ἀφήσῃς ἐλευθέραν·
κατ' οὐδένα δὲ λόγον θὰ πωληθῇ
αὐτὴ ἀντὶ χρημάτων. Δὲν
θὰ τὴν ἀρνηθῇς, ὥστε νὰ
τὴν πωλήσῃς ὡς δούλην, διότι
σὺ τὴν εἶχες προηγουμένως ὡς
σύζυγον καὶ τὴν διέφθειρες.
|
14
Ἐὰν ὅμως δὲν ἐπιθυμῇς
νὰ τὴν κρατήσῃς περισσότερον, θὰ τὴν
ἀφήσῃς νὰ φύγῃ ἐλεύθερα.
Δὲν θὰ τὴν πωλήσῃς δούλην ἀντὶ
χρηματικοῦ ποσοῦ, οὔτε θὰ τὴν
περιφρονήσῃς, διότι τὴν διέφθειρες.
|
15
Ἐὰν δὲ γένωνται ἀνθρώπῳ
δύο γυναῖκες, μία αὐτῶν ἠγαπημένη
καὶ μία αὐτῶν μισουμένη, καὶ
τέκωσιν αὐτῷ ἡ ἠγαπημένη
καὶ ἡ μισουμένη καὶ γένηται
υἱὸς πρωτότοκος τῆς μισουμένης,
|
15
Ἐὰν ἕνας Ἰσραηλίτης λάβῃ
δύο γυναῖκας, τὴν μίαν ἐκ τῶν
ὁποίων ἀγαπᾶ τὴν δὲ ἄλλην
μισεῖ, γεννήσουν δὲ καὶ αἱ δύο
ἡ ἀγαπωμένη καὶ ἡ μισουμένη,
ἡ δὲ μισουμένη γεννήσῃ πρώτη
υἱὸν πρωτότοκον, ἔπειτα δὲ ἀπὸ
αὐτὴν γεννήσῃ ἡ ἀγαπωμένη,
|
15
Ἐὰν δὲ κάποιος Ἰσραηλίτης ἔχῃ
δύο συζύγους, μίαν ποὺ τὴν ἀγαπᾷ
ἰδιαιτέρως καὶ ἄλλην ποὺ τὴν
ἀποστρέφεται, καὶ γεννήσουν καὶ ἡ
ἐννοουμένη καὶ ἡ ἄλλη καὶ γεννηθῇ
πρωτότοκος υἱὸς ἀπὸ αὐτὴν
ποὺ ἀποστρέφεται, νὰ ἔχῃ ὑπ’
ὄψιν του τὸ ἑξῆς:
|
16
καὶ ἔσται ᾗ ἂν ἡμέρᾳ
κατακληρονομῇ τοῖς υἱοῖς αὐτοῦ
τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ, οὐ
δυνήσεται πρωτοτοκεῦσαι τῷ υἱῷ
τῆς ἠγαπημένης, ὑπεριδὼν τὸν
υἱὸν τῆς μισουμένης τὸν πρωτότοκον,
|
16
κατὰ τὴν ἡμέραν κατὰ τὴν
ὁποίαν ὁ πατὴρ οὗτος θὰ
διανείμῃ εἰς τὰ παιδιά του τὴν
περιουσίαν του, δὲν θὰ δώσῃ
τὰ πρωτοτόκια εἰς τὸν πρωτότοκον
τῆς ἠγαπημένης του, καταφρονῶν ἔτσι
τὸν πρωτότοκον υἱὸν τῆς μισουμένης,
|
16
Κατὰ τὴν ἡμέραν ποὺ θὰ μοιράζῃ
εἰς τοὺς υἱούς του τὰ ὑπάρχοντά
του καὶ θὰ τοὺς ὁρίζῃ κληρονόμους
του, δὲν θὰ ἠμπορῇ νὰ δώσῃ
τὰ πρωτοτόκια εἰς τὸν υἱὸν
τῆς εὐνοουμένης συζύγου του καὶ νὰ
καταφρονήσῃ καὶ ἀδικήσῃ τὸν
πρωτότοκον υἱὸν τῆς ἄλλης, ποὺ
τὴν ἀποστρέφεται. |
17
ἀλλὰ τὸν πρωτότοκον υἱὸν
τῆς μισουμένης ἐπιγνῶσεται δοῦναι
αὐτῷ διπλᾶ ἀπὸ πάντων,
ὧν ἂν εὑρεθῇ αὐτῷ, ὅτι
οὗτός ἐστιν ἀρχὴ τέκνων
αὐτοῦ, καὶ τούτῳ καθήκει
τὰ πρωτοτοκεῖα. |
17
ἀλλὰ ὡς πρωτότοκον υἱόν
του θὰ ἀναγνωρίσῃ τὸν υἱὸν
τῆς μισουμένης καὶ θὰ δώσῃ
διπλάσιον εἰς αὐτὸν μερίδιον
ἀπὸ ὅλα τὰ ὑπάρχοντά
του, διότι αὐτὸς εἶναι ἡ ἀρχὴ
τῶν τέκνων του καὶ εἰς αὐτὸν
ἀνήκουν τὰ δικαιώματα ὡς πρωτοτόκου.
|
17
Ἀντιθέτως θὰ ἀναγνωρίσῃ τὸν
πρωτότοκον υἱὸν τῆς συζύγου του ποὺ
τὴν ἀποστρέφεται, καὶ θὰ τοῦ
δώσῃ ὡς κληρονομίαν διπλάσιον μερίδιον ἀπὸ
ὅλα, ὅσα ἔχει. Διότι αὐτὸς ἀποτελεῖ
τὴν ἀρχὴν τῶν παιδιῶν του καὶ
εἰς αὐτὸν ἀνήκουν τὰ προνόμια
τοῦ πρωτοτόκου. |
18
Ἐὰν δὲ τινι ᾗ υἱὸς ἀπειθὴς
καὶ ἐρεθιστής, οὐχ ὑπακούων
φωνὴν πατρὸς καὶ φωνὴν μητρός,
καὶ παιδεύωσιν αὐτὸν καὶ μὴ
εἰσακούῃ αὐτῶν,
|
18
Ἐὰν ἕνας Ἰσραηλίτης ἔχῃ
υἱὸν ἀπειθῇ, φιλόνεικον καὶ
ὑβριστήν, ἀνυπάκουον εἰς τὰ
λόγια τοῦ πατρὸς καὶ τῆς μητρός
του καὶ ὁ ὁποῖος, παρὰ τὰς
παιδαγωγικὰς τιμωρίας ἐκ μέρους τῶν
γονέων του, δὲν σέβεται καὶ δὲν
ὑπακούει εἰς αὐτούς,
|
18
Ἐὰν δὲ ὁ υἱὸς κάποιου
εἶναι ἀπείθαρχος καὶ φιλόνεικος καὶ
δὲν ὑπακούῃ εἰς τὰς συμβουλὰς
τοῦ πατέρα του καὶ εἰς τὰς συμβουλὰς
τῆς μητέρας του, καὶ ἐνῷ αὐτοὶ
τὸν παιδαγωγοῦν, ἐκεῖνος ὅμως
δὲν τοὺς ἀκούει καὶ δὲν τοὺς
ὑπολογίζει, |
19
καὶ συλλαβόντες αὐτὸν ὁ πατὴρ
αὐτοῦ καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ
καὶ ἐξάξουσιν αὐτὸν ἐπὶ
τὴν γερουσίαν τῆς πόλεως αὐτοῦ
καὶ ἐπὶ τὴν πύλην τοῦ
τόπου |
19
θὰ τὸν πάρουν ὁ πατέρας καὶ
ἡ μητέρα του καὶ θὰ τὸν ὁδηγήσουν
εἰς τὴν γερουσίαν τῆς πόλεως,
ἡ ὁποῖα εὑρίσκεται εἰς
τὴν πύλην τῆς πόλεως, τόπον
τοῦ δικαστηρίου. |
19
θὰ τὸν πιάσουν ὁ πατέρας του καὶ ἡ
μητέρα του καὶ θὰ τὸν βγάλουν εἰς
τὴν πύλην τῆς πόλεως, εἰς τὴν θέσιν
ὅπου κάθονται καὶ κρίνουν τὰς διαφόρους
ὑποθέσεις οἱ προεστοὶ τοῦ τόπου.
|
20
καὶ ἐροῦσι τοῖς ἀνδράσι
τῆς πόλεως αὐτῶν· ὁ υἱὸς
ἡμῶν οὗτος ἀπειθεῖ καὶ
ἐρεθίζει, οὐχ ὑπακούει τῆς
φωνῆς ἡμῶν, συμβολοκοπῶν οἰνοφλυγεῖ·
|
20
Ἐκεῖ οἱ γονεῖς θὰ εἴπουν
εἰς τοὺς πρεσβυτέρους καὶ δικαστὰς
τῆς πόλεώς των: Αὐτὸς ὁ
υἱός μας εἶναι ἀπειθής, φιλόνεικος
καὶ ὑβριστής, δὲν ὑπακούει
εἰς τὰ λόγια μας καὶ μεθοκοπάει
εἰς συμπόσια. |
20
Καὶ θὰ εἰποῦν εἰς τοὺς
ὑπευθύνους ἄνδρας τῆς πόλεώς
των: <Ὁ υἱός μας αὐτὸς εἶναι
ἀτίθασος καὶ φιλόνεικος. Δὲν ἀκούει
τὰς συμβουλάς μας. Γίνεται ἕνα μὲ
ἄλλους καὶ ξεφαντώνει καὶ μεθοκοπᾷ>.
|
21
καὶ λιθοβολήσουσιν αὐτὸν οἱ
ἄνδρες τῆς πόλεως αὐτοῦ ἐν
λίθοις, καὶ ἀποθανεῖται· καὶ
ἐξαρεῖς τὸν πονηρὸν ἐξ ὑμῶν
αὐτῶν, καὶ οἱ ἐπίλοιποι
ἀκούσαντες φοβηθήσονται.
|
21
Οἱ ἄνδρες τῆς πόλεως θὰ καταδικάσουν
τὸν ἀπειθῆ υἱὸν νὰ ἐκτελεσθῇ
διὰ λιθοβολισμοῦ. Κατ' αὐτὸν τὸν
τρόπον θὰ βγάλετε τὸν ἀπειθῆ
υἱὸν ἀπὸ ἀνάμεσά
σας, οἱ δὲ ἄλλοι υἱοί, ὅταν
ἀκούσουν, θὰ καταληφθοῦν ἀπὸ
φόβον καὶ θὰ προσέχουν τὴν συμπεριφοράν
των. |
21
Κατόπιν αὐτῆς τῆς καταγγελίας θὰ τὸν
λιθοβολήσουν οἱ ἄνδρες τῆς πόλεώς του καὶ
θὰ θανατωθῇ μὲ τοὺς λίθους. Καὶ
ἔτσι θὰ ἑξαφανίσῃς τὸν
πονηρὸν ἀπὸ ἀνάμεσά σας. Ὅταν
δὲ τὸ ἀκούσουν οἱ ὑπόλοιποι,
θὰ φοβηθοῦν καὶ θὰ συνετισθοῦν.
|
22
Ἐὰν δὲ γένηται ἔν τινι ἁμαρτία
κρίμα θανάτου καὶ ἀποθάνῃ
καὶ κρεμάσητε αὐτὸν ἐπὶ
ξύλου, |
22
Ἐὰν κανεὶς διαπράξῃ βαρὺ
ἁμάρτημα συνεπαγόμενον τὴν ποινὴν
τοῦ θανάτου καὶ καταδικασθῇ εἰς
θάνατον, καὶ τὸν κρεμάσετε εἰς
τὸ ξύλον, |
22
Ἐὰν δὲ κάποιος ἁμαρτήσῃ σοβαρὰ
καὶ καταδικασθῇ μὲ θανατικὴν ποινὴν
καὶ θανατωθῃ καὶ τὸν κρεμάσετε
εἰς ξύλον, |
23
οὐ κοιμηθήσεται τὸ σῶμα αὐτοῦ
ἐπὶ τοῦ ξύλου, ἀλλὰ ταφῇ
θάψετε αὐτὸ ἐν τῇ ἡμέρᾳ
ἐκείνῃ, ὅτι κεκατηραμένος ὑπὸ
Θεοῦ πᾶς κρεμάμεμενος ἐπὶ ξύλου·
καὶ οὐ μὴ μιανεῖτε τὴν γῆν,
ἣν Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσί
σοι ἐν κλήρῳ. |
23
τὸ πτῶμα αὐτοῦ δὲν θὰ
παραμείνῃ ἔτη τοῦ ξύλου κατὰ
τὸ διάστημα τῆς νυκτός, ἀλλὰ
θὰ τὸ θάψετε κατὰ τὴν ἰδίαν
ἡμέραν τῆς ἐκτελέσεώς
του, διότι κάθε κρεμάμενος ἐπὶ
ξύλου εἶναι κατηραμένος ἀπὸ
τὸν Θεόν. Ἔτσι δὲ δὲν θὰ
μολύνετε τὴν χώραν, τὴν ὁποίαν
ὁ Κύριος σας ἔχει δώσει ὡς κληρονομίαν.
|
23
δὲν πρέπει νὰ παραμείνῃ κατὰ τὴν
νύκτα τὸ πτῶμα τοῦ κρεμασμένον εἰς
τὸ ξύλον, θὰ τὸ θάψετε ὁπωσδήποτε
τὴν ἰδίαν ἡμέραν, διότι εἶναι καταράμενος
ἀπὸ τὸν Θεὸν καθένας ποὺ
κρέμεται εἰς τὸ ξύλον. Δὲν θὰ τὸν
ἀφήσετε κρεμασμένον καὶ δὲν θὰ μολύνετε
τὴν χώραν, ποὺ σοῦ δίδει Κύριος ὁ
Θεός σου ὡς κληρονομίαν σου |