Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ὴ
ἰδὼν τὸν μόσχον του ἀδελφοῦ
σου ἢ τὸ πρόβατον αὐτοῦ πλανώμενα
ἐν τῇ ὁδῷ ὑπερίδῃς
αὐτά· ἀποστροφῇ ἀποστρέψεις
αὐτὰ τῷ ἀδελφῷ σου, καὶ
ἀποδώσεις αὐτῷ.
|
ὴ
ἀδιαφορήσῃς, ὅταν ἴδῃς
τὸ μοσχάρι τοῦ ἀδελφοῦ σου ἢ
τὸ πρόβατον αὐτοῦ νὰ πλανῶνται
εἰς τὸν δρόμον. Θὰ ἐνδιαφερθῇς
νὰ ἐπιστρέψῃς αὐτὰ εἰς
τὸν ἀδελφόν σου τὸν Ἰσραηλίτην
καὶ θὰ τὰ παραδώσῃς εἰς
αὐτόν. |
ταν
ἰδῇς τὸ μοσχάρι τοῦ ἀδελφοῦ
σου Ἰσραηλίτου ἢ τὸ πρόβατόν του νὰ
περιφέρωνται χαμένα εἰς τὸν δρόμον, νὰ μὴ
ἀδιαφορησης δι' αὐτά. Ἀντιθέτως πρέπει νὰ
δείξῃς ἐνδιαφέρον καὶ νὰ τὰ
ἐπιστρέψῃς εἰς τὸν ἀδελφόν
σου καὶ νὰ τοῦ τὰ παραδώσῃς.
|
2
Ἐὰν δὲ μὴ ἐγγίζῃ
ὁ ἀδελφός σου πρὸς σὲ μηδὲ
ἐπίστῃ αὐτόν, συνάξεις
αὐτὰ ἔνδον εἰς τὴν οἰκίαν
σου, καὶ ἔσται μετὰ σοῦ, ἕως
ἂν ζητήσῃ αὐτὰ ὁ ἀδελφός
σου, καὶ ἀποδώσεις αὐτῷ.
|
2
Ἐὰν ὅμως ὁ ὁμοεθνῆς ἀδελφός
σου δὲν μένῃ πλησίον σου καὶ
δὲν τὸν γνωρίζῃς, θὰ φυλάξῃς
αὐτὰ τὰ πλανώμενα ζῶα ἐντὸς
τοῦ περιβόλου τῆς οἰκίας σου
καὶ θὰ εἶναι μαζῆ σου, μέχρις
ὅτου τὰ ἀναζητήσῃ ὁ ἀδελφός
σου ὁ Ἰσραηλίτης, εἰς τὸν ὁποῖον
καὶ θὰ τὰ ἀποδώσῃς.
|
2
Ἐὰν ὅμως ὁ ἰδιοκτήτης τῶν
ζώων αὐτῶν δὲν εἶναι συγγενὴς
ἢ γείτονάς σου καὶ οὔτε τὸν γνωρίζῃς,
θὰ πάρῃς τὰ ζῶα μέσα εἰς τὸ
σπίτι σου καὶ θὰ παραμένουν εἰς σέ,
ἕως ὅτου τὰ ζητήσῃ ὁ ἀδελφός
σου Ἰσραηλίτης καὶ τότε θὰ τοῦ τὰ
δώσῃς. |
3
Οὕτω ποιήσεις τὸν ὄνον αὐτοῦ
καὶ οὕτω ποιήσεις τὸ ἱμάτιον
αὐτοῦ καὶ οὕτω ποιήσεις κατὰ
πᾶσαν ἀπώλειαν τοῦ ἀδελφοῦ
σου, ὅσα ἐὰν ἀπολῆται παρ' αὐτοῦ
καὶ εὕρης· οὐ δυνήσῃ ὑπεριδεῖν.
|
3
Τὸ ἴδιο θὰ κάμῃς καὶ διὰ
τὸν ὄνον τοῦ ἀδελφοῦ σου καὶ
διὰ τὸ ἔνδυμά του καὶ διὰ
κάθε τι, τὸ ὁποῖον ἐκεῖνος
ἔχασε καὶ τὸ ὁποῖον εὑρῆκες
σύ. Δὲν πρέπει νὰ ἀδιαφορήσῃς
δι' αὐτά. |
3
Αὐτὸ θὰ κάνης καὶ διὰ τὸν
ὄνον του καὶ ἔτσι θὰ συμπεριφερθῇς
καὶ διὰ τὸ τυχὸν χαμένον ἔνδυμά
του. Τὸ ἴδιο ἐνδιαφέρον θὰ δείξῃς
γενικῶς διὰ κάθε πρᾶγμα χαμένον, ποὺ
ἀνήκει εἰς τὸν ἀδελφόν
σου Ἰσραηλίτην. Διὰ κάθε τι ποὺ ἔχασεν
ἐκεῖνος καὶ τὸ εὐρῆκες
σύ. Δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἀδιαφορήσῃς
δι’ αὐτά. |
4
Οὐκ ὄψῃ τὸν ὄνον τοῦ ἀδελφοῦ
σου ἢ τὸν μόσχον αὐτοῦ πεπτωκότας
ἐν τῇ ὁδῷ, μὴ ὑπερίδῃς
αὐτούς· ἀνιστῶν ἀναστήσεις
μετ' αὐτοῦ. |
4
Δὲν θὰ ἀδιαφορήσῃς ἐπίσης
διὰ τὸν ὄνον τοῦ ἀδελφοῦ
σου ἢ διὰ τὸ μοσχάρι αὐτοῦ,
ὅταν τὰ ἴδῃς νὰ ἔχουν
πέσει εἰς τὸν δρόμον. Ἀλλὰ
μαζῆ μὲ τὸν ἀδελφόν σου θὰ
βοηθήσῃς νὰ τὰ σηκώσετε.
|
4
Ὅταν θὰ ἰδῇς ἐπίσης τὸν
ὄνον τοῦ ἀδελφοῦ σου Ἰσραηλίτου
ἢ τὸ μοσχάρι του πεσμένα εἰς τὸν δρόμον,
νὰ μὴ ἀδιαφορήσῃς δι’ αὐτά.
Ἀντιθέτως πρέπει νὰ
ἐνδιαφερθῇς
ἀμέσως καὶ νὰ τὸν βοηθήσῃς,
διὰ νὰ τὰ σηκώσῃς μαζί του.
|
5
Οὐκ ἔσται σκεύη ἀνδρὸς ἐπὶ
γυναικί, οὐδὲ μὴ ἐνδύσηται
ἀνήρ στολὴν γυναικείαν, ὅτι
βδέλυγμα Κυρίῳ τῷ Θεῷ σού
ἐστι πᾶς ποιῶν ταῦτα·
|
5
Δὲν ἐπιτρέπεται εἰς γυναῖκα
νὰ φορῇ ἀνδρικὰ ἐνδύματα,
οὔτε εἰς τὸν ἄνδρα νὰ φορῇ
γυναικεῖα ἐνδύματα, διότι καθένας
ποὺ κάμνει αὐτά, εἶναι ἀποκρουστικὸς
καὶ ἀηδιαστικὸς ἐνώπιον Κυρίου
τοῦ Θεοῦ σου. |
5
Ἐνδύματα καὶ πράγματα, ποὺ ἁρμόζουν
εἰς τὸν ἄνδρα, δὲν θὰ τὰ
βάλῃ ἐπάνω της ἡ γυναῖκα. Καὶ
δὲν θὰ φορέσῃ ὁ ἄνδρας γυναικεῖα
φορέματα. Διότι ὁποιοσδήποτε τὰ κάνει αὐτά,
εἶναι σιχαμερὸς ἐνώπιον Κυρίου τοῦ
Θεοῦ σου. |
6
Ἐὰν δὲ συναντήσῃς νοσσιᾷ
ὀρνέων πρὸ προσώπου σου ἐν τῇ
ὁδῷ ἢ ἐπὶ παντὶ δένδρῳ
ἢ ἐπὶ τῆς γῆς, νεοσσοῖς
ἢ ὠοῖς, καὶ ἡ μήτηρ θάλπῃ
ἐπὶ τῶν νεοσσῶν ἢ ἐπὶ
τῶν ὠῶν, οὐ λήψῃ τὴν
μητέρα μετὰ τῶν τέκνων·
|
6
Ἐὰν συναντήσῃς φωληὰ μικρῶν
πουλιῶν εἰς τὸν δρόμον σου ἢ
ἐπάνω εἰς δένδρον ἢ κάτω
εἰς τὴν γῆν, μέσα εἰς τὴν
ὁποίαν ὑπάρχουν πουλάκια ἢ
αὐγὰ καὶ ἡ μητέρα θερμαίνῃ
τὰ πουλάκια ἢ τὰ αὐγά,
δὲν θὰ πάρῃς τὴν μητέρα
μὲ τὰ παιδιά της. |
6
Ἐὰν δὲ συναντήσῃς ἐμπρός
σου, καθὼς βαδίζεις εἰς τὸν δρόμον, ἢ
ἐπάνω εἰς ὁποιοδήποτε δένδρον
ἢ κατὰ γῆς φωλιὰ μικρῶν πουλιῶν,
ποὺ ἔχει μέσα πουλιὰ ἢ αὐγά,
καὶ ἢ μητέρα των κάθεται καὶ σκεπάζει τὰ
πουλιὰ ἢ τὰ αὐγὰ καὶ τὰ
ζεσταίνει, δὲν πρέπει νὰ πάρῃς τὴν
μητέρα μαζὶ μὲ τὰ παιδιά της.
|
7
ἀποστολῇ ἀποστελεῖς τὴν μητέρα,
τὰ δὲ παιδία λήψῃ σεαυτῷ,
ἵνα εὖ σοι γένηται καὶ πολυήμερος
γένῃ· |
7
Θὰ ἀφήσῃς ἐλευθέραν τὴν
μητέρα καὶ θὰ πάρῃς διὰ
τὸν ἑαυτόν σου μόνον τὰ πουλιά
της καὶ ἔτσι θὰ ζήσῃς εὐτυχὴς
καὶ μακροχρόνιος εἰς τὴν γῆν.
|
7
Θὰ ἀφήσῃς τὴν μητέρα νὰ
φύγῃ καὶ θὰ πάρῃς διὰ τὸν
ἑαυτόν σου μόνον τὰ πουλιά της. Ἔτσι
θὰ ζήσῃς εὐτυχὴς καὶ ἐπὶ
πολλὰ χρόνια. |
8
Ἐὰν δὲ οἰκοδομήσῃς οἰκίαν
καινήν, καὶ ποιήσεις στεφάνην τῷ
δώματί σου· καὶ οὐ ποιήσεις
φόνον ἐν τῇ οἰκίᾳ σου,
ἐὰν πέσῃ ὁ πεσὼν ἀπ'
αὐτοῦ. |
8
Ἐὰν κτίσῃς καινούργια οἰκία,
πρέπει νὰ κάμῃς στηθαῖον γύρω
ἀπὸ τὴν ταράτσαν, μήπως τυχὸν
καὶ πέσῃ κανεὶς ἀπὸ τὴν
ταράτσαν καὶ λάβῃ χώραν φόνος
εἰς τὴν οἰκίας σου (διὰ τὸν
ὁποῖον λόγῳ ἀμελείας σὺ
θὰ εἶσαι ὑπεύθυνος). |
8
Ὅταν δὲ κτίσῃς καινούργιο σπίτι, θὰ
κάνῃς εἰς τὴν ταράτσαν σου καὶ κιγκλίδωμα,
διὰ νὰ μὴ διαπράξῃς ἀκουσίως
φόνον εἰς τὸ σπίτι σου, μὲ τὸ νὰ
πέσῃ κάποιος ἀπὸ αὐτὸ λόγῳ
ἐλλείψεως κιγκλιδώματος. |
9
Οὐ κατασπερεῖς τὸν ἀμπελῶνά
σου διάφορον, ἵνα μὴ ἁγιασθῇ
τὸ γένημα καὶ τὸ σπέρμα, ὃ
ἐὰν σπείρῃς μετὰ τοῦ γενήματος
τοῦ ἀμπελῶνός σου.
|
9
Δὲν θὰ σπείρῃς εἰς τὸ
ἀμπέλι σου ἄλλο εἶδος σπορᾶς,
διότι δὲν θὰ εἶναι δυνατὸν νὰ
προσφερθοῦν κατὰ τὴν ἰδίαν ἡμέραν
πρὸς ἁγιασμὸν αἱ ἀπαρχαὶ
τοῦ ἀμπελῶνος καὶ τῆς ἄλλης
σπορᾶς. |
9
Δὲν θὰ σπείρῃς εἰς τὸ ἀμπέλι
σου διαφορετικοὺς σπόρους, διὰ νὰ μὴ
θεωρηθοῦν <ἅγια> τὰ προϊόντα του.
Ἐὰν δηλαδὴ τὸ κάνῃς αὐτό,
καὶ οἱ σπόροι ποὺ θὰ σπείρῃς
καὶ οἱ καρποὶ ἀπὸ τὸ ἀμπέλι
σου θὰ ἀνήκουν πλέον εἰς τὸν Θεὸν
καὶ θὰ δοθοῦν εἰς τὸν τόπον
τῆς λατρείας. Δὲν θὰ ἔχῃς σὺ
κανένα δικαίωμα εἰς αὐτά. |
10
Οὐκ ἀροτριάσεις ἐν μόσχῳ
καὶ ὄνῳ ἐπὶ τὸ αὐτό.
|
10
Δὲν πρέπει νὰ ὀργώσῃς
τὸ χωράφι σου χρησιμοποιῶν εἰς τὸν
ἴδιον ζυγὸν βόδι καὶ ὄνον.
|
10
Δὲν θὰ ὀργώσῃς τὸ χωράφι
σου μὲ τὸ νὰ ζεύξῃς μαζὶ μοσχάρι
καὶ ὄνον, ὅπως κάνουν οἱ εἰδωλολάτραι.
|
11
Οὐκ ἐνδύσῃ κίβδηλον, ἔρια
καὶ λίνον, ἐν τῷ αὐτῷ.
|
11
Δὲν θὰ φορέσῃς ἔνδυμα κίβδηλον,
τὸ ὁποῖον εἶναι ὑφασμένον
μὲ λινὴν καὶ μαλλίνην κλωστήν.
|
11
Δὲν θὰ φορέσῃς ἔνδυμα, ποὺ ὑφανθη
μὲ τρόπον νοθευμένον, δηλαδὴ μὲ μαλλὶ
καὶ λινὸν συγχρόνως. |
12
Στρεπτὰ ποιήσεις σεαυτῷ ἐπὶ
τῶν τεσσάρων κρασπέδων τῶν περιβολαίων
σοῦ, ἂ ἐὰν περιβάλῃ ἐν
αὐτοῖς. |
12
Θὰ κατασκευάσῃς κρόσσια εἰς
τὰ τέσσαρα κάτω ἄκρα τοῦ ἱματίου
σου, μὲ τὸ ὁποῖον ἐνδύεσαι.
|
12
Θὰ φτιάξῃς διὰ τὸν ἑαυτόν
σου κρόσσια, ποὺ θὰ τὰ ράψῃς εἰς
τὰ τέσσερα κάτω ἄκρα τῶν ἐνδυμάτων
σου, μὲ τὰ ὁποῖα θὰ ἐνδύεσαι.
|
13
Ἐὰν δέ τις λάβῃ γυναῖκα
καὶ συνοικήσῃ αὐτῇ καὶ
μισήσῃ αὐτὴν
|
13
Ἐὰν κανεὶς λάβῃ σύζυγον
καὶ συνοικήσῃ μὲ αὐτήν,
κατόπιν δὲ τὴν ἀποστραφῇ καὶ
τὴν μισήσῃ, |
13
Ἐὰν δὲ πάρῃ κάποιος μίαν γυναῖκα
Καὶ κατοικήσῃ μαζί της καὶ κατόπιν
τὴν βαρεθῇ καὶ τὴν ἀποστραφῇ,
|
14
καὶ ἐπιθῇ αὐτῇ προφασιστικοὺς
λόγους καὶ κατενέγκῃ αὐτῆς
ὄνομα πονηρὸν καὶ λέγῃ·
τὴν γυναῖκα ταύτην εἴληφα καὶ
προσελθὼν αὐτῇ οὐχ εὕρηκα αὐτῆς
τὰ παρθένια, |
14
καὶ ἐπιβαρύνῃ αὐτὴν μὲ
ψευδεῖς κατηγορίας καὶ προσάψῃ
εἰς αὐτὴν δυσφημισμένον καὶ
ἀνυπόληπτον ὄνομα καὶ εἴπῃ·
Ἔλαβον τὴν γυναῖκα αὐτὴν ὡς
σύζυγόν μου καὶ ἐλθὼν εἰς
ἐπαφὴν μὲ αὐτήν, δὲν τὴν
εὑρῆκα παρθένον, |
14
καὶ, διὰ νὰ δικαιολογηθῇ, ἀρχίσῃ
νὰ διαδίδη εἰς βάρος της πλαστὰς κατηγορίας
καὶ δυσφημήσῃ τὸ ὄνομά της καὶ
τὸ παρουσιάσῃ ὡς πονηρόν· ἐὰν
δηλαδὴ λέγῃ ὅτι ἐπῆρε αὐτὴν
τὴν γυναῖκα καί, ὅταν τὴν ἐπλησίασε,
δὲν τὴν εὑρῆκε παρθένον, θὰ
γίνῃ τὸ ἑξῆς: |
15
καὶ λαβὼν ὁ πατὴρ τῆς παιδὸς
καὶ ἡ μήτηρ ἐξοίσουσι τὰ
παρθένια τῆς παιδὸς πρὸς τὴν
γερουσίαν ἐπὶ τὴν πύλην,
|
15
τότε ὁ πατὴρ καὶ ἡ μήτηρ
τῆς γυναικὸς αὐτῆς θὰ λάβουν
τὰ δείγματα τῆς παρθενικότητός
της καὶ θὰ τὰ φέρουν εἰς τὴν
γερουσίαν κοντὰ εἰς τὴν πύλην
τῆς πόλεως. |
15
Θὰ πάρουν ὁ πατέρας καὶ ἡ μητέρα τῆς
κόρης τὰ σημάδια τῆς παρθενίας τοῦ παιδιοῦ
των, ποὺ τὰ ἐφύλασσαν ἀπὸ
τὴν ἡμέραν τοῦ γάμου, καὶ θὰ
τὰ φέρουν ἔξω εἰς τὴν πύλην τῆς
πόλεως, ὅπου κάθονται καὶ κρίνουν τὰς
διαφόρους ὑποθέσεις οἱ προεστοί.
|
16
καὶ ἐρεῖ ὁ πατὴρ τῆς παιδὸς
τῇ γερουσίᾳ· τὴν θυγατέρα
μου ταύτην δέδωκα τῷ ἀνθρώπῳ
τούτω γυναῖκα, καὶ μισήσας αὐτὴν
|
16
Ἐκεῖ θὰ εἴπῃ ὁ πατὴρ
τῆς γυναικὸς αὐτῆς εἰς τὴν
γερουσίαν· ἔδωκα τὴν κόρην μου
αὐτὴν ὡς σύζυγον εἰς τὸν
ἄνθρωπον αὐτόν. Καὶ αὐτός,
ἐπειδὴ τὴν ἐμίσησεν,
|
16
Καὶ θὰ εἰπῇ ὁ πατέρας τῆς
κόρης εἰς τοὺς προεστοὺς τῆς πόλεως:
<Τὴν κόρην μου αὐτὴν τὴν ἔδωσα
εἰς αὐτὸν τὸν ἄνθρωπον ὡς
σύζυγόν του καὶ αὐτός, ἐπειδὴ τὴν
ἐμίσησε, |
17
νῦν οὗτος ἐπιτίθησιν αὐτῇ
προφασιστικοὺς λόγους λέγων· οὐχ
εὕρηκα τῇ θυγατρί σου παρθένια, καὶ
ταῦτα τὰ παρθένια τῆς θυγατρός
μου· καὶ ἀναπτύξουσι τὸ ἱμάτιον
ἐναντίον τῆς γερουσίας τῆς πόλεως.
|
17
ἐπιρρίπτει ἐναντίον της ψευδεῖς
κατηγορίας λέγων· δὲν εὑρῆκα
τὴν κόρην σου παρθένον. Ἐκεῖνος
θὰ εἴπῃ αὐτὰ εἶναι τὰ
σημάδια τῆς παρθενίας τῆς κόρης
μου καὶ οἱ γονεῖς θὰ ξεδιπλώσουν
τὸ ἱμάτιον τῆς θυγατρός των
ἐνώπιον τῆς γερουσίας τῆς πόλεως.
|
17
προφασίζεται τώρα καὶ τὴν κατηγορεῖ μὲ
πλαστὰς καὶ ψευδεῖς κατηγορίας καὶ
λέγει· <Δὲν εὑρῆκα παρθένον τὴν
κόρην σου>. Ὅμως ἐγὼ ἰδοὺ
σᾶς παρουσιάζω τὰ σημάδια τῆς παρθενίας
τῆς κόρης μου>. Καὶ θὰ ἀνοίξουν
οἱ γονεῖς τὸ κλινοσκέπασμα ἐμπρὸς
εἰς τοὺς προεστοὺς τῆς πόλεως.
|
18
Καὶ λήψεται ἡ γερουσία τῆς πόλεως
ἐκείνης τὸν ἄνθρωπον ἐκεῖνον
καὶ παιδεύσουσιν αὐτὸν
|
18
Ἡ γερουσία τῆς πόλεως θὰ συλλάβῃ
τὸν ἄνθρωπον ἐκεῖνον καὶ θὰ
τὸν τιμωρήσῃ. |
18
Κατόπιν τούτου θὰ συλλάβουν οἱ προεστοὶ
τῆς πόλεως ἐκείνης τὸν ἄνθρωπον ἐκεῖνον
καὶ θὰ τὸν τιμωρήσουν.
|
19
καὶ ζημιώσουσιν αὐτὸν ἑκατὸν
σίκλους καὶ δώσουσι τῷ πατρὶ
τῆς νεάνιδος, ὅτι ἐξήνεγκεν
ὄνομα πονηρὸν ἐπὶ παρθένον Ἰσραηλῖτιν·
καὶ αὐτοῦ ἔσται γυνή, οὐ
δυνήσεται ἐξαποστεῖλαι αὐτὴν
τὸν ἅπαντα χρόνον.
|
19
Θὰ καταδικάσουν αὐτὸν εἰς πρόστιμον
ἑκατὸν σίκλων (1120 γραμμάρια) ἀργυρίου,
τὸ ὁποῖον θὰ δώσουν εἰς
τὸν πατέρα τῆς νεάνιδος, διότι
διέβαλε καὶ ἐξηυτέλισε τὸ ὄνομα
αὐτῆς τῆς παρθένου Ἰσραηλίτιδος.
᾿Ἐπὶ πλέον δὲ θὰ ὑποχρεωθῇ
νὰ κρατήσῃ αὐτὴν ἰσοβίως
ὡς σύζυγόν του, χωρὶς νὰ δυνηθῇ
ποτὲ νὰ τὴν διαζευχθῇ.
|
19
Καὶ θὰ τοῦ ἐπιβάλουν νὰ
πληρώσῃ ἀποζημίωσιν ἑκατὸν σίκλους
ἀσῆμι καὶ θὰ δώσουν τὸ ποσὸν
αὐτὸ εἰς τὸν πατέρα τῆς κόρης,
διότι διέδωσε κακὴν φήμην εἰς βάρος μιᾶς
παρθένου Ἰσραηλίτιδος. Θὰ εἶναι δὲ
εἰς τὸ ἑξῆς ἀναγκαστικῶς
γυναῖκα του καὶ δὲν θὰ ἠμπορῇ
οὐδέποτε νὰ τὴν διώξῃ ἀπὸ
τὸ σπίτι του. |
20
Ἐὰν δὲ ἐπ' ἀληθείας γένηται
ὁ λόγος οὗτος καὶ μὴ εὑρεθῇ
παρθένια τῇ νεάνιδι,
|
20
Ἐὰν ὅμως ἡ κατηγορία τοῦ
συζύγου εἶναι ἀληθὴς καὶ ὄντως
δὲν εὑρέθη παρθένος ἡ νεᾶνις,
|
20
Ἐὰν ὅμως ἢ κατηγορία αὐτὴ
τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου ἀποδειχθῇ
ἀληθινὴ καὶ δὲν ἔχῃ πράγματι
ἡ κόρη τὰ σημάδια τῆς παρθενίας,
|
21
καὶ ἐξάξουσι τὴν νεᾶνιν ἐπὶ
τὰς θύρας τοῦ οἴκου τοῦ πατρὸς
αὐτῆς, καὶ λιθοβολήσουσιν αὐτὴν
ἐν λίθοις, καὶ ἀποθανεῖται,
ὅτι ἐποίησεν ἀφροσύνην ἐν
υἱοῖς Ἰσραὴλ ἐκπορνεῦσαι
τὸν οἶκον τοῦ πατρὸς αὐτῆς·
καὶ ἐξαρεῖς τὸν πονηρὸν ἐξ
ὑμῶν αὐτῶν.
|
21
θὰ ὁδηγήσουν τὴν γυναῖκα αὐτὴν
εἰς τὴν θύραν τῆς οἰκίας
τοῦ πατρός της καὶ θὰ τὴν θανατώσουν
διὰ λιθοβολισμοῦ, διότι διέπραξεν
αὐτὴν τὴν ἀφροσύνην μεταξὺ
τῶν Ἰσραηλιτῶν, καὶ ἐξετράπῃ
εἰς πορνείαν, ὅταν εὑρίσκετο
εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός της.
Ἔτσι θὰ βγάλετε ἀπὸ ἀνάμεσά
σας τὸν πονηρὸν αὐτὸν ἄνθρωπον.
|
21
θὰ βγάλουν τὴν κόρην ἐμπρὸς εἰς
τὴν θύραν τῆς οἰκίας τοῦ πατέρα της
καὶ θὰ τὴν λιθοβολήσουν. Θὰ θανατωθῇ
δὲ ἐπὶ τόπου, διότι διέπραξεν ἀφροσύνην
μεταξὺ τῶν Ἰσραηλιτῶν, μὲ τὸ
νὰ διαφθαρῇ καὶ νὰ μολύνῃ
τὸ σπίτι τοῦ πατέρα της. Καὶ θὰ βγάλῃς
ἔτσι τὸν πονηρὸν ἄνθρωπον ἀπὸ
ἀνάμεσά σας. |
22
Ἐὰν δὲ εὑρεθῇ ἄνθρωπος
κοιμώμενος μετὰ γυναικὸς συνῳκισμένης
ἀνδρί, ἀποκτενεῖτε ἀμφοτέρους,
τὸν ἄνδρα τὸν κοιμώμενον μετὰ
τῆς γυναικὸς καὶ τὴν γυναῖκα·
καὶ ἐξαρεῖς τὸν πονηρὸν ἐξ
Ἰσραήλ. |
22
Ἐὰν εὑρεθῇ ἀνήρ κοιμώμενος
μὲ γυναῖκα ὑπανδρευμένην, θὰ
φονεύσετε καὶ τοὺς δύο, τὸν
ἄνδρα ποὺ ἐκοιμήθη μὲ τὴν
γυναῖκα καὶ τὴν γυναῖκα. Ἔτσι
θὰ βγάλετε ἀπὸ ἀνάμεσά
σας τὸν πονηρὸν ἄνθρωπον.
|
22
Ἐὰν δὲ συλληφθῇ κάποιος ἄνθρωπος
νὰ κοιμᾶται μὲ μίαν γυναῖκα ὑπανδρευμένην,
θὰ θανατώσετε καὶ τοὺς δύο. Καὶ τὸν
ἄνδρα, ποὺ κοιμᾶται μὲ τὴν γυναῖκα,
καὶ τὴν γυναῖκα. Καὶ Θὰ βγάλετε
ἔτσι ἀπὸ τὴν Ἰσραηλιτικὴν
κοινωνίαν τὸν πονηρὸν ἄνθρωπον.
|
23
Ἐὰν δὲ γένηται παῖς παρθένος
μεμνηστειμένη ἀνδρὶ καὶ εὐρὼν
αὐτὴν ἄνθρωπος ἐν πόλει κοιμηθῇ
μετ' αὐτῆς, |
23
Ἐὰν κόρην παρθένον μνηστευμένην
τὴν συναντήσῃ ἕνας ἀνήρ
ἐντὸς τῆς πόλεως καὶ κοιμηθῆ
μαζῆ της, |
23
Ἐὰν δὲ κάποιος ἄνθρωπος εὑρῃ
εἰς τὴν πόλιν μίαν παρθένον κόρην, ποὺ ἦτο
μνηστευμένη μὲ κάποιον ἄλλον ἄνδρα, καὶ
ἔλθῃ εἰς σαρκικὴν σχέσιν μαζί
της, |
24
ἐξάξετε ἀμφοτέρους ἐπὶ
τὴν πύλην τῆς πόλεως αὐτῶν
καὶ λιθοβοληθήσονται ἐν λίθοις καὶ
ἀποθανοῦνται· τὴν νεᾶνιν, ὅτι
οὐκ ἐβόησεν ἐν τῇ πόλει,
καὶ τὸν ἄνθρωπον, ὅτι ἐταπείνωσε
τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον· καὶ
ἐξαρεῖς τὸν πονηρὸν ἐξ ὑμῶν
αὐτῶν. |
24
θὰ ὁδηγήσετε καὶ τοὺς δύο
εἰς τὴν πύλην τῆς πόλεως, ὅπου
τὸ δικαστήριον τῆς γερουσίας, καὶ
θὰ καταδικάσετε αὐτοὺς εἰς τὸν
διὰ λιθοβολισμοῦ θάνατον. Τὴν μὲν
κόρην διότι, καίτοι εὑρισκομένη
εἰς τὴν πόλιν, δὲν ἐφώναξε,
τὸν δὲ ἄνδρα διότι διέφθειρε
τὴν μνηστὴν τοῦ πλησίον. Ἔτσι
θὰ βγάλετε ἐκ μέσου τοῦ ἰσραηλιτικοῦ
λαοῦ τὸν πονηρόν. |
24
θὰ βγάλετε καὶ τοὺς δύο εἰς τὴν
πύλην τῆς πόλεως καὶ θὰ τοὺς λιθοβολήσουν.
Καὶ θὰ θανατωθοῦν μὲ τὸν λιθοβολισμὸν
ἐπὶ τόπου. Τὴν μὲν κόρην θὰ
τὴν φονεύσετε διότι δὲν ἐφώναξε
δυνατά, διὰ να τρέξουν εἰς βοήθειάν της
οἱ κάτοικοι τῆς πόλεως, τὸν δὲ ἄνδρα
διότι διέφθειρε καὶ ἐξηυτέλισε τὴν
γυναῖκα τοῦ πλησίον του. Καὶ ἔτσι
θὰ βγάλετε ἀπὸ ἀνάμεσά σας τὸν
πονηρόν. |
25
Ἐὰν δὲ ἐν πεδίῳ εὕρῃ
ἄνθρωπος τὴν παῖδα τὴν μεμνηστευμένην
καὶ βιασάμενος κοιμηθῇ μετ' αὐτῆς,
ἀποκτενεῖτε τὸν κοιμώμενον μετ' αὐτῆς
μόνον |
25
Ἐὰν ἕνας ἀνήρ συναντήσῃ
εἰς τὴν ὕπαιθρον κόρην μνηστευμένην
καὶ χρησιμοποιῶν βίαν κοιμηθῇ μαζῆ
της, θὰ φονεύσετε μόνον τὸν ἄνδρα,
ποὺ ἐκοιμήθη μὲ αὐτήν.
|
25
Ἐὰν ὅμως εὕρῃ ὁ ἄνδρας
τὴν κόρην, ποὺ ἦτο μνηστευμένη, ἔξω
εἰς τοὺς ἀγροὺς καὶ κοιμηθῇ
μαζί της διὰ τῆς βίας, θὰ θανατώσετε
μόνον αὐτὸν ποὺ τὴν ἐβίασε.
|
26
καὶ τῇ νεάνιδι οὐ ποιήσετε οὐδέν·
οὐκ ἔστιν ἁμάρτημα θανάτου,
ὅτι ὡς εἴ τις ἐπαναστῇ ἄνθρωπος
ἐπὶ τὸν πλησίον καὶ φονεύσῃ
αὐτοῦ ψυχήν, οὕτω τὸ πρᾶγμα
τοῦτο, |
26
Εἰς τὴν κόρην δὲν θὰ ἐπιβάλετε
καμμίαν τιμωρίαν. Δὲν διέπραξεν αὐτὴ
ἁμάρτημα συνεπαγόμενον τὸν θάνατον·
διότι τὸ πάθημα τῆς νεάνιδος
εἶναι, ὡς ἐὰν ἕνας ὡπλισμένος
ἄνθρωπος ἐπιτεθῇ ἐναντίον ἀόπλου
καὶ τὸν φονεύσῃ.
|
26
Δὲν θὰ κάνετε τίποτε εἰς βάρος τῆς
κόρης. Δὲν εἶναι ἔνοχος ἁμαρτήματος,
ποὺ τιμωρεῖται μὲ θάνατον. Ἡ περίπτωσίς
της εἶναι σὰν να ἐπετέθη ξαφνικὰ κάποιος
ἐναντίον ἐνὸς ἀόπλου συνανθρώπου
του καὶ τὸν ἐθανάτωσε.
|
27
ὅτι ἐν τῷ ἀγρῷ εὗρεν αὐτήν,
ἐβόησεν ἡ νεᾶνις ἡ μεμνηστευμένη,
καὶ οὐκ ἦν ὁ βοηθήσων αὐτῇ.
|
27
Εἰς τὸν ἀγρόν εὑρῆκεν
ἐκεῖνος τὴν μνηστευμένην κόρην.
Ἐφώναξεν ἐκείνῃ, ἀλλὰ
δὲν ὑπῆρχε κανεὶς νὰ σπεύσῃ
εἰς βοήθειάν της. |
27
Δὲν ἔχει ἐνοχὴν ἡ ἰδία,
διότι ὁ βιαστὴς τὴν εὑρῆκε ἔξω
εἰς τοὺς ἀγρούς. Μολονότι δὲ ἐφώναξε
καὶ ἐζήτησε βοήθειαν ἡ κόρη ποὺ ἦτο
μνηστευμένη, δὲν ὑπῆρχε κανεὶς διὰ
να σπεύσῃ εἰς βοήθειά της.
|
28
Ἐὰν δέ τις εὕρῃ παῖδα
τὴν παρθένον, ἥτις οὐ μεμνήστευται,
καὶ βιασάμενος κοιμηθῇ μετ' αὐτῆς
καὶ εὑρεθῇ, |
28
Ἐὰν ἀνήρ τις συναντήσῃ
κόρην παρθένον, ἡ ὁποία δὲν
εἶναι μνηστευμένη καὶ βιάσῃ
αὐτὴν κοιμηθεῖς μαζῆ της, καὶ
ἀνακαλυφθῇ ὁ διαπράξας τὸ ἀδίκημα
αὐτό, |
28
Καὶ ἐὰν εὕρῃ κάποιος μίαν κόρην
παρθένον, ποὺ δὲν εἶναι μνηστευμένη, καὶ
κοιμηθῇ μαζί της διὰ τῆς βίας καὶ
ἀνακαλυφθῇ ὁ ἔνοχος, θὰ γίνῃ
τὸ ἑξῆς: |
29
δώσει ὁ ἄνθρωπος ὁ κοιμηθεὶς
μετ' αὐτῆς τῷ πατρὶ τῆς νεάνιδος
πεντήκοντα δίδραχμα ἀργυρίου, καὶ
αὐτοῦ ἔσται γυνή, ἀνθ' ὧν
ἐταπείνωσεν αὐτήν· οὐ δυνήσεται
ἐξαποστεῖλαι αὐτὴν τὸν ἅπαντα
χρόνον. |
29
θὰ δώσῃ ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς
εἰς τὸν πατέρα τῆς παρθένου
κόρης πεντήκοντα δίδραχμα ἀργυρίου
καὶ θὰ λάβῃ αὐτὴν ὡς
σύζυγόν του, διότι τὴν διέφθειρε.
Δὲν θὰ δυνηθῇ δὲ αὐτὸς
ποτὲ νὰ τὴν διαζευχθῇ. |
29
Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἐκοιμήθη μαζί
της, θὰ πληρώσῃ ὡς ἀποζημίωσιν
εἰς τὸν πατέρα τῆς κόρης πενῆντα δίδραχμα
ἀσημένια. Θὰ εἶναι δὲ αὐτὴ
εἰς τὸ ἑξῆς σύζυγός του, διότι τὴν
διέφθειρε καὶ τὴν ἐταπείνωσε. Δὲν
θὰ ἠμπορῇ νὰ τὴν διώξῃ
ἀπὸ τὸ σπίτι του ποτέ. |