Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ὐ
λήψεται ἄνθρωπος τὴν γυναῖκα τοῦ
πατρὸς αὐτοῦ καὶ οὐκ ἀποκαλύψει
συγκάλυμμα τοῦ πατρὸς αὐτοῦ.
|
ὲν
ἐπιτρέπεται εἰς κανένα νὰ λάβῃ
ὡς σύζυγόν του τὴν γυναῖκα τοῦ
πατρός του καὶ νὰ ἀνασύρῃ
ἔτσι ἀπὸ αὐτὴν τὸ κάλυμμα
τοῦ πατρός του. |
ὲν
ἐπιτρέπεται νὰ πάψῃ κάποιος ἄνθρωπος
ὡς σύζυγόν του τὴν γυναῖκα τοῦ πατέρα
του, δηλαδὴ τὴν μητέρα του ἢ τὴν μητρυιάν
του, καὶ νὰ ἀνασύρῃ ἔτσι τὸ
κάλυμμά της, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον
μόνον ὁ πατέρας του δικαιοῦται νὰ τὸ
κάνῃ. |
2
Οὐκ εἰσελεύσεται θλαδίας οὐδὲ
ἀποκεκομμένος εἰς τὴν ἐκκλησίαν
Κυρίου. |
2
Δὲν ἐπιτρέπεται εἰς συγκεντρώσεις
ἐνώπιον τοῦ Κυρίου νὰ προσέρχεται
ἄνθρωπος, τοῦ ὁποίου τὰ ἀπόκρυφα
μέλη εἶναι σπασμένα ἢ κομμένα.
|
2
Δὲν θὰ εἰσέρχεται εἰς τὴν συνάθροισιν
τοῦ ἁγίου λαοῦ τοῦ Κυρίου ἄνθρωπος
μὲ σπασμένα ἢ κομμένα τὰ ἀπόκρυφα
μέλη του. |
3
Οὐκ εἰσελεύσεται ἐκ πόρνης εἰς
ἐκκλησίαν Κυρίου.
|
3
Ἐπίσης εἰς τὰς συναθροίσεις
αὐτὰς δὲν ἐπιτρέπεται νὰ
προσέλθῃ νόθος, υἱὸς πόρνης.
|
3
Δὲν θὰ εἰσέρχεται εἰς τὴν συνάθροισιν
τοῦ ἁγίου λαοῦ τοῦ Κυρίου παιδὶ
ἀπὸ πόρνην μητέρα. |
4
Οὐκ εἰσελεύσεται Ἀμμανίτης καὶ
Μωαβίτης εἰς ἐκκλησίαν Κυρίου·
καὶ ἕως δεκάτης γενεᾶς οὐκ εἰσελεύσεται
εἰς τὴν ἐκκλησίαν Κυρίου καὶ
ἕως εἰς τὸν αἰῶνα,
|
4
Εἰς τὴν ἐνώπιον τοῦ Κυρίου
συνάθροισιν δὲν ἐπιτρέπεται νὰ
προσέλθῃ Ἀμμανίτης καὶ Μωαβίτης
καὶ ἕως δεκάτης ἀκόμη γενεᾶς.
Εἰς τὸν αἰῶνα τὸν ἅπαντα
δὲν θὰ εἰσέλθῃ κανεὶς
ἀπὸ αὐτοὺς εἰς συγκέντρωσιν
Κυρίου. |
4
Δὲν θὰ εἰσέρχεται εἰς τὴν συνάθροισιν
τοῦ ἁγίου λαοῦ τοῦ Κυρίου ἀπόγονος
τοῦ Ἀμμὰν καὶ τοῦ Μωάβ. Ἕως
δεκάτης γενεᾶς καὶ ἕως συντελείας τῶν
αἰώνων δὲν θὰ εἰσέρχωνται αὐτοὶ
εἰς τὸν τόπον τῆς συναθροίσεως τοῦ
ἁγίου λαοῦ τοῦ Κυρίου.
|
5
παρὰ τὸ μὴ συναντῆσαι αὐτοὺς
ὑμῖν μετὰ ἄρτων καὶ ὕδατος
ἐν τῇ ὁδῷ, ἐκπορευομένων
ὑμῶν ἐξ Αἰγύπτου, καὶ
ὅτι ἐμισθώσαντο ἐπὶ σὲ
τὸν Βαλαὰμ υἱὸν Βεὼρ ἐκ
τῆς Μεσοποταμίας καταράσθαί σε·
|
5
Καὶ τοῦτο, διότι αὐτοὶ δὲν
σᾶς ὑπήντησαν μὲ ἄρτους καὶ
ὕδωρ εἰς τὸν δρόμον σας, ὅταν
ἐφεύγατε ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον,
καὶ διότι ἀκόμη ἐπλήρωσαν
τὸν Βαλαάμ, υἱὸν τοῦ Βεὼρ
ἀπὸ τὴν Μεσοποταμίαν, διὰ νὰ
σᾶς καταρασθῇ. |
5
Ἀποκλείονται ἀπὸ τὴν συνάθροισίν
σας, διότι, ὅταν ἐβγαίνατε ἀπὸ
τὴν Αἴγυπτον, δὲν ἔδειξαν φιλικὰς
διαθέσεις ἀπέναντί σας. Καὶ δὲν ἐστάθησαν
νὰ σᾶς βοηθήσουν καθ' ὁδόν μὲ ψωμιὰ
καὶ νερὸ εἰς τὰ χέρια των. Ἀποκλείονται
ἐπίσης αὐτοὶ καὶ διότι ἐπλήρωσαν
τὸν ψευδοπροφήτην Βαλαάμ, τὸν υἱὸν
τοῦ Βεὼρ ἀπὸ τὴν Μεσοποταμίαν,
διὰ νὰ σᾶς καταρασθῇ.
|
6
καὶ οὐκ ἠθέλησε Κύριος ὁ
Θεός σου εἰσακοῦσαι τοῦ Βαλαάμ,
καὶ μετέστρεψε Κύριος ὁ Θεός
σου τὰς κατάρας εἰς εὐλογίαν,
ὅτι ἠγάπησέ σε Κύριος ὁ
Θεός σου. |
6
Κύριος ὅμως ὁ Θεός σου δὲν ἠθέλησε
νὰ ἀκούσῃ τὸν Βαλαάμ,
ἀλλὰ μετέστρεψε τὰς κατάρας
τοῦ Βαλαὰμ εἰς εὐλογίαν, διότι
σὲ ἠγάπησε Κύριος ὁ Θεός
σου. |
6
Δὲν ἠθέλησεν ὅμως Κύριος ὁ Θεός σου
νὰ ἀκούσῃ καὶ νὰ κάνῃ
αὐτὰ ποὺ εἶπεν ὁ Βαλαάμ. Ἀντὶ
τούτου ἔστρεψε Κύριος ὁ Θεός σου τὰς κατάρας
ἐκείνου εἰς εὐλογίαν, διότι σὲ ἠγάπησεν
ἰδιαιτέρως ὁ Κύριος καὶ Θεός σου.
|
7
Οὐ προσαγορεύσεις εἰρηνικὰ αὐτοῖς
καὶ συμφέροντα αὐτοῖς πάσας
τὰς ἡμέρας σου εἰς τὸν αἰῶνα.
|
7
Δὲν θὰ ἔχῃς εἰρηνικὰς
ὁμιλίας καὶ σχέσεις μὲ αὐτούς·
οὔτε καὶ θὰ ἐπιδιώξῃς
ποτὲ εἰς τὸν αἰῶνα νὰ
ἐξυπηρετήσῃς τὰ συμφέροντά
των. |
7
Δὲν θὰ ὁμιλήσῃς μὲ αὐτούς,
ὦσαν νὰ ἐπιδιώκῃς τὴν εἰρήνην
μαζί των καὶ τὴν ἐξυπηρέτησιν
τῶν συμφερόντων των, καθ' ὅλας τὰς ἡμέρας
τῆς ζωῆς σου, εἰς τὸν αἰῶνα
τὸν ἅπαντα, |
8
Οὐ βδελύξῃ Ἰδουμαῖον, ὅτι
ἀδελφός σού ἐστιν· οὐ βδελύξῃ
Αἰγύπτιον, ὅτι πάροικος ἐγένου
ἐν τῇ γῇ αὐτοῦ·
|
8
Δὲν θὰ μισήσῃς ὅμως τὸν
Ἰδουμαῖον, διότι εἶναι ἀδελφός
σου. Δὲν θὰ μισήσῃς ἀκόμη
οὔτε τὸν Αἰγύπτιον, διότι εἶχες
φιλοξενηθῆ εἰς τὴν χώραν του.
|
8
Κάθε Ἰδουμαῖον ὅμως δὲν θὰ
τὸν μισήσῃς, διότι εἶναι συγγενής
σου, ἀπόγονος τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ
πατρός σου Ἰακώβ, δηλαδὴ τοῦ Ἡσαῦ.
Δὲν θὰ μισήσῃς ἐπίσης καὶ ὁποιονδήποτε
Αἰγύπτιον, διότι ἔγινες προσωρινὸς κάτοικος
τῆς χώρας του. Ἐδείχθησαν δὲ κάποτε οἱ
Αἰγύπτιοι συμπαθεῖς ἀπέναντί σου.
|
9
υἱοὶ ἐὰν γεννηθῶσιν αὐτοῖς,
γενεὰ τρίτῃ εἰσελεύσονται εἰς
ἐκκλησίαν Κυρίου.
|
9
Οἱ ἀπόγονοι, οἱ ὁποῖοι
ἐνδεχομένως θὰ γεννηθοῦν ἀπὸ
αὐτούς, γενεὰ τρίτη, θὰ ἔχουν
τὸ δικαίωμα νὰ εἰσέλθουν εἰς
τὰς συγκεντρώσεις σας ἐνώπιον τοῦ
Κυρίου, εἰς τὸν ναόν.
|
9
Ἐὰν οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ
ἀποκτήσουν ἀπογόνους, ἀπὸ τρίτης γενεᾶς
καὶ ἐξῇς ἠμποροῦν νὰ εἰσέρχωνται
ἐλευθέρως εἰς τὴν συνάθροισιν τοῦ
ἁγίου λαοῦ τοῦ Κυρίου.
|
10
Ἐὰν δὲ ἐξέλθῃς παρεμβαλεῖν
ἐπὶ τοὺς ἐχθρούς σου, καὶ
φυλάξῃ ἀπὸ παντὸς ρήματος
πονηροῦ. |
10
Ἐὰν πρόκειται νὰ ἐξέλθῃς
εἰς πόλεμον ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν
σου, πρόσεξε νὰ ἀποφύγῃς κάθε
μολυσμόν, τὸν ὁποῖον ἀπαγορεύει
ὁ Θεός. |
10
Κάθε φορὰν ποὺ θὰ βγαίνῃς, διὰ
νὰ παραταχθῇς εἰς πόλεμον ἐναντίον
τῶν ἐχθρῶν σου, θὰ προσέχῃς,
ὥστε νὰ ἀποφεύγῃς κάθε τι κακὸν
καὶ παράνομον. |
11
Ἐὰν ᾖ ἐν σοὶ ἄνθρωπος,
ὃς οὐκ ἔσται καθαρὸς ἐκ ρύσεως
αὐτοῦ νυκτός, καὶ ἐξελεύσεται
ἔξω τῆς παρεμβολῆς καὶ οὐκ εἰσελεύσεται
εἰς τὴν παρεμβολήν·
|
11
Ἐὰν δηλαδὴ ὑπάρξῃ μεταξὺ
τοῦ λαοῦ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος
ἐξ αἰτίας νυκτερινῆς ρεύσεως
δὲν εἶναι καθαρός, θὰ ἐξέλθῃ
ἀπὸ τὸ στρατόπεδον καὶ δὲν
θὰ ἐπανέλθῃ εἰς αὐτό.
|
11
Συγκεκριμένως ἐὰν εὑρεθῇ μεταξύ
σας κάποιος, ποὺ δὲν εἶναι καθαρὸς
ἐξ αἰτίας ρεύσεως, ποὺ τοῦ συνέβη
τὴν νύκτα, θὰ πρέπῃ νὰ βγῇ ἔξω
ἀπὸ τὸ στρατόπεδον καὶ δὲν θὰ
δικαιοῦται νὰ εἰσέλθῃ εἰς αὐτό.
|
12
καὶ ἔσται τὸ πρὸς ἑσπέραν
λούσεται τὸ σῶμα αὐτοῦ ὕδατι
καὶ δεδυκότος ἡλίου εἰσελεύσεται
εἰς τὴν παρεμβολήν.
|
12
Ὄταν δὲ πλησιάζῃ ἡ ἑσπέρα
θὰ λούσῃ τὸ σῶμα του μὲ
νερὸ καὶ μετὰ τὴν δύσιν τοῦ
ἡλίου θὰ εἰσέλθῃ εἰς
τὸ στρατόπεδον. |
12
Ὅταν ὅμως πλησιάζῃ νὰ βραδιάσῃ,
θὰ λούσῃ μὲ νερὸ τὸ σῶμα
του καί, ἀφοῦ δύσῃ ὁ ἥλιος,
θὰ εἰσέλθῃ καὶ πάλιν εἰς τὸ
στρατόπεδον. |
13
Καὶ τόπος ἔσται σοι ἔξω τῆς
παρεμβολῆς, καὶ ἐξελεύσῃ ἐκεῖ
ἔξω· |
13
Ἔξω ἀπὸ τὸ στρατόπεδον θὰ
ὑπάρχῃ ὡρισμένος τόπος
διὰ τὰς ἀνάγκας σας καὶ ἐκεῖ
θὰ ἐξέρχεσθε. |
13
Θὰ ξεχωρίσῃς ἐπίσης καὶ ἕνα
χῶρον διὰ τὰς σωματικάς σας ἀνάγκας,
ἔξω ἀπὸ τὸ στρατόπεδον καὶ θὰ
βγαίνετε δι’ αὐτὰς ἐκεῖ ἔξω.
|
14
καὶ πάσσαλος ἔσται σοι ἐπὶ τῆς
ζώνης σου, καὶ ἔσται ὅταν διακαθιζάνῃς
ἔξω, καὶ ὀρύξεις ἐν αὐτῷ
καὶ ἐπαγαγὼν καλύψεις τὴν ἀσχημοσύνην
σου ἐν αὐτῷ·
|
14
Θὰ ἔχεις εἰς τὴν ζώνην σου ἕνα
πάσσαλον, καὶ ὅταν πρόκειται νὰ
καθήσῃς ἐκεῖ ἔξω πρὸς
σωματικήν σου ἀνάγκην, θὰ ἀνοίξῃς
διὰ τοῦ πασσάλου λάκκον καὶ
στραφεὶς πρὸς τὰ ἐκεῖ κατόπιν
θὰ σκεπάσῃς τὴν ἀκαθαρσίαν
σου μὲ χώματα χρησιμοποιῶν πρὸς τοῦτο
τὸν πάσσαλον. |
14
Θὰ ἔχῃ δὲ καθένας εἰς
τὴν ζώνην του καὶ ἕνα πάσσαλον. Καὶ
ὅταν κάθεται διὰ τὴν σωματικὴν ἀνάγκήν
του, θὰ σκάβη εἰς τὴν γῆν μὲ
αὐτὸν καὶ ἀφοῦ τελειώνῃ,
θὰ γυρίζῃ καὶ θὰ σκεπάζῃ μὲ
τὸν πάσσαλον τὴν ἀκαθαρσίαν του.
|
15
ὅτι Κύριος ὁ Θεός σου ἐμπεριπατεῖ
ἐν τῇ παρεμβολῇ σου ἐξελέσθαι
σε καὶ παραδοῦναι τὸν ἐχθρόν
σου πρὸ προσώπου σου, καὶ ἔσται ἡ
παρεμβολή σου ἁγία, καὶ οὐκ
ὀφθήσεται ἐν σοὶ ἀσχημοσύνη
πράγματος καὶ ἀποστρέψει ἀπὸ
σοῦ. |
15
Τοῦτο δέ, διότι Κύριος ὁ Θεός
σου εὑρίσκεται καὶ τρόπον τινὰ
περιπατεῖ εἰς τὸ στρατόπεδόν
σου, διὰ νὰ σὲ ἀπελευθερώσῃ
ἀπὸ τὸν ἐχθρόν σου καὶ
νὰ παραδώσῃ αὐτὸν εἰς
τὴν ἐξουσίαν σου. Τὸ στρατόπεδον
εἶναι ἅγιον καὶ δὲν πρέπει νὰ
ἐμφανίζεται εἰς αὐτὸ κανένα
ἄσχημον πρᾶγμα καὶ ἀπομακρυνθῇ
ἔτσι ὁ Θεὸς ἀπὸ σέ.
|
15
Θὰ γίνεται δὲ αὐτό, διότι εὑρίσκεται
καὶ περιπατεῖ εἰς τὸ στρατόπεδόν σου
Κύριος ὁ Θεός σου, διὰ νὰ σὲ βγάλῃ
ἀπὸ τὸν κίνδυνον καὶ νὰ σοῦ
παραδώσῃ νικημένον ἐμπρός σου τὸν ἐχθρόν
σου. Πρέπει λοιπὸν νὰ εἶναι καθαρὸν
καὶ ἅγιον τὸ στρατόπεδόν σου καὶ νὰ
μὴ φανῇ ἀνάμεσά σου ἀκάθαρτον
πρᾶγμα, ποὺ θὰ κάνῃ τὸν Κύριον
νὰ σιχαθῇ καὶ νὰ φύγῃ ἀπὸ
κοντά σου. |
16
Οὐ παραδώσεις παῖδα τῷ Κυρίῳ
αὐτοῦ, ὃς προστέθειταί σοι παρὰ
τοῦ κυρίου αὐτοῦ· |
16
Δοῦλον, ὁ ὁποῖος οἰκειοθελῶς
ἔφυγεν ἀπὸ τὸν τυραννικὸν κύριόν
του καὶ ἦλθε νὰ μένῃ πλησίον
σου, δὲν πρέπει νὰ τὸν παραδώσῃς
εἰς τὸν κύριόν του.
|
16
Δὲν θὰ ἐπιστρέψῃς πίσω εἰς τὸν
κύριόν του τὸν δοῦλον ἐκεῖνον, ὁ
ὁποῖος ἔφυγεν ἀπὸ τὸν
κύριόν του καὶ ἦλθε νὰ προστεθῇ εἰς
τοὺς ἰδικούς σου ἀνθρώπους.
|
17
μετὰ σοῦ κατοικήσει, ἐν ὑμῖν
κατοικήσει οὗ ἂν ἀρέσῃ
αὐτῷ, οὐ θλίψεις αὐτόν.
|
17
Θὰ κατοικῇ μαζῆ σου, θὰ μένῃ
εἰς τὴν πόλιν σας, ὅπου ἀρέσει
εἰς αὐτόν. Δὲν θὰ τὸν
καταπιέσῃς. |
17
Θὰ διαμένῃ μαζί σου καὶ θὰ κατοικῇ
ἀνάμεσά σας, ὅπου τὸν εὐχαριστεῖ.
Δὲν θὰ τὸν βασανίσῃς καὶ δὲν
θὰ τὸν ταλαιπωρήσῃς.
|
18
Οὐκ ἔσται πόρνη ἀπὸ θυγατέρων
Ἰσραήλ, καὶ οὐκ ἔσται πορνεύων
ἀπὸ υἱῶν Ἰσραήλ·
οὐκ ἔσται τελεσφόρος ἀπὸ θυγατέρων
Ἰσραήλ, καὶ οὐκ ἔσται τελισκόμενος
ἀπὸ υἱῶν Ἰσραήλ.
|
18
Δὲν πρέπει νὰ ὑπάρξῃ πόρνη
μεταξὺ τῶν θυγατέρων τοῦ ᾿Ισραήλ,
καὶ δὲν πρέπει νὰ ὑπάρξῃ
πόρνος μεταξὺ τῶν Ἰσραηλιτῶν.
Δὲν θὰ ὑπάρξῃ ἱερόδουλος
μεταξὺ τῶν θυγατέρων τοῦ ἰσραηλιτικοῦ
λαοῦ καὶ δὲν πρέπει νὰ ὑπάρξῃ
προαγωγὸς εἰς πορνείαν μεταξὺ τῶν
Ἰσραηλιτῶν. |
18
Δὲν θὰ γίνῃ πόρνη καμμία ἀπὸ
τὰς θυγατέρας τῶν Ἰσραηλιτῶν. Δὲν
θὰ πορνεύῃ ἐπίσης κανεὶς ἀπὸ
τοὺς Ἰσραηλίτας. Δὲν θὰ μυηθῇ
εἰς τὴν ἱερὰν πορνείαν, ὥστε
νὰ γίνῃ ἱερόδουλος γυναῖκα Ἰσραηλῖτις,
οὔτε θὰ γίνῃ ἱερόδουλος καὶ
πορνοβοσκὸς ἄνδρας Ἰσραηλίτης.
|
19
Οὐ προσοίσεις μίσθωμα πόρνης οὐδὲ
ἄλλαγμα κυνὸς εἰς τὸν οἶκον
Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου πρὸς πᾶσαν
εὐχήν, ὅτι βδέλυγμα Κυρίῳ
τῷ Θεῷ σου ἐστι καὶ ἀμφότερα.
|
19
Σύ, ἡ γυναίκα, δὲν θὰ προσφέρῃς
δῶρον εἰς τὸν οἶκον τοῦ Κυρίου
τὴν ἀμοιβήν σου ὡς πόρνης, οὔτε
σὺ ὁ ὁποῖος εἶσαι ἀνήρ,
χρήματα ποὺ ἔλαβες ὡς κίναιδος,
δὲν θὰ προσφέρετε αὐτὰ εἰς
τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ δι' οἱονδήποτε
τάξιμόν σας, διότι καὶ αἱ δύο
αὐταὶ πράξεις εἶναι μισηταὶ
καὶ ἀποκρουστικαὶ ἐνώπιον τοῦ
Κυρίου. |
19
Δὲν θὰ προσφέρωνται εἰς τὸν οἶκον
Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου διὰ κάθε εἴδους
τάμα χρήματα, ποὺ προέρχονται ἀπὸ ἀμοιβὴν
πόρνης ἢ ἀπὸ ὅσα παίρνει ὁ διεστραμμένος
ἄνθρωπος> ὁ κίναιδος, ποὺ σὰν σκυλὶ
δίνει τὸ σῶμα του εἰς τὰ παρὰ
φύσιν σαρκικὰ ἁμαρτήματα. Καὶ αἱ δύο
αὐταὶ προσφοραὶ εἶναι σιχαμεραὶ
ἐνώπιον Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου.
|
20
Οὐκ ἐκτοκιεῖς τῷ ἀδελφῷ
σου τόκον ἀργυρίου καὶ τόκον
βρωμάτων καὶ τόκον παντὸς πράγματος,
οὗ ἐὰν ἐκδανείσῃς.
|
20
Δὲν θὰ δώσῃς εἰς τὸν ἀδελφόν
σου τὸν Ἰσραηλίτην δάνειον χρημάτων
μὲ τόκον, οὔτε θὰ ζητήσῃς
τόκον διὰ τὰ τρόφιμα ἢ δι' οἰονδήποτε
ἄλλο πρᾶγμα, ποὺ ἐδάνεισες εἰς
αὐτόν. |
20
Δὲν θὰ δανείζῃς μὲ σκοπὸν νὰ
παίρνῃς τόκον ἀπὸ τὸν ἀδελφόν
σου Ἰσραηλίτην, τόκον διὰ χρήματα, ἢ τόκον
διὰ τρόφιμα, ἢ τόκον δι’ ὁποιοδήποτε
ἄλλο πρᾶγμα, ποὺ θὰ τοῦ δανείσῃς.
|
21
Τῷ ἀλλοτρίῳ ἐκτοκιεῖς,
τῷ δὲ ἀδελφῷ σου οὐκ ἐκτοκιεῖς,
ἵνα εὐλογήσῃ σε Κύριος ὁ
Θεός σου ἐν πᾶσι τοῖς ἔργοις
σου ἐπὶ τῆς γῆς, εἰς ἣν
εἰσπορεύῃ ἐκεῖ κληρονομῆσαι
αὐτήν. |
21
Εἰς τὸν ξένον ὅμως, εἰς τὸν
ἀλλοεθνῆ, θὰ δανείσῃς χρήματα
ἐπὶ τόκῳ ὄχι ὅμως εἰς
τὸν ἀδελφόν σου, διὰ νὰ σὲ
εὐλογήσῃ ὁ Κύριος εἰς
ὅλα τὰ ἔργα σου, εἰς τὴν χώραν,
πρὸς τὴν ὁποίαν εἰσέρχεσαι
διὰ νὰ τὴν κληρονομήσῃς.
|
21
Εἰς κάποιον ποὺ δεν εἶναι Ἰσραηλίτης,
ἠμπορεῖς νὰ δανείζῃς μὲ τόκον.
Ἀπὸ τὸν ἀδελφόν σου ὅμως
τὸν Ἰσραηλίτην δὲν θὰ παίρνῃς
τόκον ποτέ. Νὰ συμμορφωθῇς πρὸς αὐτὴν
τὴν ἐντολήν, διὰ νὰ σὲ εὐλογήσῃ
Κύριος ὁ Θεός σου εἰς ὅλα τὰ ἔργα
σου ἐκεῖ εἰς τὴν χώραν, ὅπου
εἰσέρχεσαι ἤδη διὰ νὰ τὴν κληρονομήσεις.
|
22
Ἐὰν δὲ εὔξῃ εὐχὴν
Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου, οὐ χρονιεῖς
ἀποδοῦναι αὐτήν, ὅτι ἔκζητῶν
ἐκζητήσει Κύριος ὁ Θεός σου
παρά σου, καὶ ἔσται ἐν σοὶ ἁμαρτία·
|
22
Ἐὰν δὲ κάμῃς τάξιμον εἰς
Κύριον τὸν Θεόν σου, δὲν πρέπει
νὰ βραδύνῃς εἰς τὴν ἐκπλήρωσίν
του· διότι ἄλλως θὰ σοῦ ζητήσῃ
εὐθύνην Κύριος ὁ Θεός σου καὶ
θὰ εἶναι ἐνοχὴ παραβάσεως εἰς
σέ. |
22
Καὶ ἐὰν κάνῃς κάποιο τάμα εἰς
Κύριον τὸν Θεόν σου, δὲν θὰ καθυστερήσῃς
πολὺ νὰ τὸ ἐκπληρώσῃς, διότι
θὰ σοῦ τὸ ζητήσῃ ὁπωσδήποτε
Κύριος ὁ Θεός σου καὶ θὰ εἶσαι
ἔνοχος ἁμαρτίας. |
23
ἐὰν δὲ μὴ θέλῃς εὔξασθαι,
οὐκ ἐστιν ἐν σοὶ ἁμαρτία.
|
23
Ἐὰν ὅμως δὲν θέλῃς νὰ
κάμῃς τάξιμον, δὲν ἔχεις καμμίαν
ἐνοχήν. |
23
Ἐὰν ὅμως δὲν θέλῃς ἐξ
ἀρχῆς νὰ κάνῃς τάμα, δὲν θὰ
ἔχῃς ὡς πρὸς αὐτὸ ἐνοχὴν
ἁμαρτίας. |
24
Τὰ ἐκπορευόμενα διὰ τῶν χειλέων
σου φυλάξῃ καὶ ποιήσεις ὃν τρόπον
ηὔξω Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου δόμα,
ὃ ἐλάλησας τῷ στόματί
σου. |
24
Ὅ,τι ἐξέρχεται ἀπὸ τὰ
χείλη σου ὡς τάξιμον θὰ φροντίσῃς
νὰ τὸ ἐκπληρώσῃς. Ὅπως
ἔταξες ἔτσι καὶ θὰ δώσῃς
τὸ δῶρον εἰς Κύριον τὸν Θεόν
σου, ὅ,τι ὑπεσχέθῃς μὲ τὸ
στόμα σου. |
24
Ὀφείλεις νὰ τηρῇς πάντοτε τὰς ὑποσχέσεις
καὶ τοὺς λόγους, ποὺ βγαίνουν ἀπὸ
τὰ χείλη σου. Πρέπει δὲ νὰ προσφέρῃς
τὸ δῶρον ἐκεῖνο, ποὺ ἔταξες
εἰς Κύριον τὸν Θεόν σου, αὐτὸ δηλαδὴ
ποὺ ὑπεσχέθης μὲ τὸ στόμα σου.
|
25
Ἐὰν δὲ εἰσέλθῃς εἰς
ἀμητὸν τοῦ πλησίον σου, καὶ
συλλέξῃς ἐν ταῖς χερσί σου στάχυς
καὶ δρέπανον οὐ μὴ ἐπιβάλῃς
ἐπ' ἀμητὸν τοῦ πλησίον σου.
|
25
Ἐὰν σὺ ὁ πτωχὸς εἰσέλθῃς
εἰς τὸν ἀγρὸν τοῦ πλησίον
σου κατὰ τὴν ὥραν τοῦ θερισμοῦ,
ἠμπορεῖς νὰ μαζεύσῃς μὲ
τὰ χέρια σου στάχυα. Δρεπάνι ὅμως
δὲν θὰ βάλῃς εἰς τὸν θερισμὸν
τοῦ ἀγροῦ τοῦ πλησίον σου.
|
25
Ἐὰν δὲ εἰσέλθῃς κατὰ τὸν
καιρὸν τοῦ θερισμοῦ εἰς κάποιο χωράφι
τοῦ πλησίον σου καὶ εἶσαι πτωχός, ἠμπορεῖς
νὰ μαζεύσῃς στάχυα μὲ τὰ χέρια σου.
Δὲν ἐπιτρέπεται ὅμως νὰ βάλῃς
δρεπάνι εἰς τὰ ἕτοιμα πρὸς θερισμὸν
σιτηρὰ τοῦ πλησίον σου. |
26
Ἐὰν δὲ εἰσέλθῃς εἰς
τὸν ἀμπελῶνα τοῦ πλησίον σου,
φαγῇ σταφυλὴν ὅσον ψυχήν σου ἐμπλησθῆναι,
εἰς δὲ ἄγγος οὐκ ἐμβαλεῖς.
|
26
Ἐὰν δὲ εἰσέλθῃς εἰς
τὸ ἀμπέλι τοῦ πλησίον σου, θὰ
φάγῃς σταφύλια, ἕως ὅτου χορτάσῃς·
δὲν θὰ βάλῃς ὅμως εἰς
δοχεῖον διὰ νὰ πάρῃς μαζῆ
σου. |
26
Ἐὰν ἐπίσης εἰσέλθῃς εἰς
τὸ ἀμπέλι τοῦ πλησίον σου, ἠμπορεῖς
νὰ φάγῃς ὅσα σταφύλια ἐπιθυμεῖ
ἡ ψυχή σου, ἕως ὅτου χορτάσῃς. Δὲν
ἐπιτρέπεται ὅμως νὰ πάρῃς καὶ
νὰ βάλῃς ἀπὸ αὐτὰ καὶ
εἰς κάποιο δοχεῖον. |