Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ὰν
δὲ τις λάβῃ γυναῖκα καὶ συνοικήσῃ
αὐτῇ, καὶ ἔσται ἐὰν μὴ
εὕρῃ χάριν ἐναντίον αὐτοῦ,
ὅτι εὗρεν ἐν αὐτῇ ἄσχημον
πρᾶγμα, καὶ γράψει αὐτὴ βιβλίον
ἀποστασίου καὶ δώσει εἰς τὰς
χεῖρας αὐτῆς καὶ ἐξαποστελεῖ
αὐτὴν ἐκ τῆς οἰκίας αὐτοῦ,
|
ὰν
κανεὶς λάβῃ σύζυγον καὶ συγκατοικήσῃ
μὲ αὐτήν, βραδύτερον δὲ δὲν
τοῦ ἀρέσῃ διότι εὑρῆκεν
εἰς αὐτὴν ἄσχημον πρᾶγμα, (κάτι
ποὺ τοῦ εἶναι ἀποκρουστικόν)
δύναται νὰ δώσῃ εἰς αὐτὴν
γραπτὸν διαζύγιον καὶ ἀφοῦ τῆς
τὸ ἐγχειρίσῃ θὰ τὴν διώξῃ
ἀπὸ τὸ σπίτι του.
|
ὰν
δὲ κάποιος πάρῃ μίαν γυναῖκα καὶ
ἔλθῃ εἰς σχέσεις μὲ αὐτὴν
καὶ κατόπιν τὴν ἀποστραφῇ, ἐπειδὴ
εὑρῆκεν εἰς αὐτὴν κάτι ἄσχημον,
ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ τῆς κάνῃ
γραπτὸν διαζύγιον καὶ νὰ τὸ δώσῃ
εἰς τὰ χέρια της καὶ νὰ τὴν
ἀπομακρύνῃ ἀπὸ τὸ σπίτι του.
|
2
καὶ ἀπελθοῦσα γένηται ἀνδρὶ
ἑτέρῳ, |
2
Ἐκείνῃ ὅταν φύγῃ ἀπὸ
τὸν πρῶτον σύζυγήν της, δύναται
νὰ ὑπανδρευθῇ ἄλλον.
|
2
Ἐὰν δὲ ἀφοῦ φύγῃ ἀπὸ
τὸν πρῶτον, ἡ γυναῖκα αὐτὴ
σχετισθῇ μὲ ἄλλον ἄνδρα,
|
3
καὶ μισήσῃ αὐτὴν ὁ ἀνὴρ
ὁ ἔσχατος καὶ γράψει αὐτὴ
βιβλίον ἀποστασίου καὶ δώσει
εἰς τὰς χεῖρας αὐτῆς καὶ
ἐξαποστελεῖ αὐτὴν ἐκ τῆς
οἰκίας αὐτοῦ, ἢ ἀποθάνῃ
ὁ ἀνήρ ὁ ἔσχατος, ὃς ἔλαβεν
αὐτὴν ἑαυτῷ γυναῖκα,
|
3
Ἐὰν ὅμως καὶ ὁ δεύτερος
ἀνὴρ τὴν ἀποστραφῇ καὶ
γράψῃ δι' αὐτὴν διαζύγιον καὶ
τὸ παραδώσῃ εἰς τὰ χέρια
της καὶ τὴν διώξῃ ἀπὸ
τὴν οἰκίαν του, ἢ ἐὰν
συμβῇ νὰ ἀποθάνῃ ὁ δεύτερος
αὐτὸς ἀνήρ, ποὺ τὴν εἶχε
λάβει ὡς σύζυγόν του, |
3
καὶ συμβῇ νὰ τὴν ἀποστραφῇ
καὶ ὁ τελευταῖος της σύζυγος καὶ ἀφοῦ
τῆς κάνῃ γραπτὸν διαζύγιον, τὸ δώσῃ
εἰς τὰ χέρια της καὶ τὴν διώξῃ
ἀπὸ τὸ σπίτι του, ἢ συμ-βῇ νὰ
ἀποθάνῃ ὁ τελευταῖος ἄνδρας,
ποὺ τὴν ἐπῆρε ὡς σύζυγόν του,
θὰ ἰσχύῃ τὸ ἑξῆς:
|
4
οὐ δυνήσεται ὁ ἀνὴρ ὁ
πρότερος ὁ ἐξαποστείλας αὐτὴν
ἐπαναστρέψας λαβεῖν αὐτὴν ἑαυτῷ
γυναῖκα, μετὰ τὸ μιανθῆναι αὐτήν,
ὅτι βδέλυγμά ἐστιν ἐναντίον
Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου· καὶ οὐ
μιανεῖτε τὴν γῆν, ἣν Κύριος
ὁ Θεός σου δίδωσί σοι ἐν κλήρῳ.
|
4
ὁ πρῶτος σύζυγός της, ὁ ὁποῖος
τὴν εἶχεν ἀποπέμψει, δὲν ἐπιτρέπεται
νὰ ἐπανέλθῃ καὶ νὰ τὴν
πάρῃ πάλιν ὡς σύζυγόν
του, ἀφοῦ αὐτὴ ἦλθεν εἰς
συζυγικὴν ἔνωσιν μὲ ἄλλον, διότι
τοῦτο εἶναι μισητὸν ἐνώπιον
Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου. Δὲν πρέπει
νὰ μολύνετε τὴν χώραν, τὴν ὁποίαν
ὁ Κύριος σᾶς δίδει ὡς κληρονομίαν.
|
4
Δὲν θὰ ἠμπορῇ ὁ προηγούμενος
ἄνδρας, ποὺ τὴν εἶχε διώξει, νὰ
ἀλλάξῃ γνώμην καὶ νὰ τὴν πάρη
πάλιν γυναῖκα του, ἀφοῦ θὰ ἔχῃ
ἤδη μολυνθῆ μὲ τὴν σχέσιν της μὲ
τὸν δεύτερον ἄνδρα της. Ἐὰν γίνῃ
αὐτό, θὰ εἶναι κάτι σιχαμερὸν ἐνώπιον
Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου. Καὶ δὲν πρέπει
νὰ μολύνετε τὴν χώραν, ποὺ σοῦ δίδει
Κύριος ὁ Θεός σου ὡς κληρονομίαν.
|
5
Ἐὰν δέ τις λάβῃ γυναῖκα
προσφάτως, οὐκ ἐξελεύσεται εἰς
πόλεμον, καὶ οὐκ ἐπιβληθήσεται
αὐτῷ οὐδὲν πρᾶγμα· ἀθῷος
ἔσται ἐν τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ
ἐνιαυτὸν ἕνα, εὐφρονεῖ τὴν
γυναῖκα αὐτοῦ, ἣν ἔλαβεν.
|
5
Αὐτὸς ποὺ μόλις πρὸ ὀλίγου
καιροῦ ἔχει νυμφευθῆ, δὲν θὰ
λάβῃ μέρος εἰς πόλεμον καὶ
δὲν θὰ ἐπιβληθῇ εἰς αὐτὸν
κανένα ἄλλο δημόσιον καθῆκον. Θὰ
εἶναι ἐλεύθερος καὶ
ἀνένοχος νὰ μείνῃ εἰς
τὴν οἰκίαν του ἐπὶ ἕνα
ἔτος, διὰ νὰ δώσῃ χαρὰν
εἰς τὴν σύζυγον, τὴν ὁποίαν
ἔλαβε. |
5
Ἐὰν δὲ κάποιος εἶναι νεόνυμφος, δὲν
θὰ βγῇ νὰ πολεμήσῃ καὶ δὲν
θὰ τοῦ ἐπιβληθῇ καμμία ἄλλη
δημοσία ὑπηρεσία. Θὰ εἶναι ἐλεύθερος
νὰ μένῃ εἰς τὸ σπίτι του χωρὶς
ἀπασχόλησιν μὲ τὰ κοινὰ ἐπὶ
ἓν ἔτος, Θὰ πρέπῃ νὰ εὐχαριστήσῃ
τὴν γυναῖκα, ποὺ ἐπῆρεν ὡς
σύζυγόν του. |
6
Οὐκ ἐνεχυράσεις μύλον, οὐδὲ
ἐπιμύλιον, ὅτι ψυχὴν οὗτος ἐνεχυράζει.
|
6
Δὲν θὰ πάρῃς ὡς ἐνέχυρον,
διὰ δάνειον ποὺ ἔδωσες, τὸν
χειρόμυλον ἢ τὴν ἐπάνω πέτρα
τοῦ χειρομύλου, διότι ἔτσι εἶναι
ὡς ἐὰν λαμβάνῃς ἐνέχυρον
αὐτὴν τὴν ζωὴν τοῦ πτωχοῦ.
|
6
Δὲν θὰ πάρῃς σὰν ἐνέχυρον διὰ
κάποιο δάνειον τὸν χειρόμυλον, μὲ τὸν ὁποῖον
ἀλέθουν τὰ σιτηρά, ἢ ἔστω τὴν
ἐπάνω μυλόπετραν, διότι αὐτὸ ἰσοδυναμεῖ
μὲ τὸ νὰ πάρῃ ὁ δανειστὴς
ὡς ἐνέχυρον τὴν ἰδίαν τὴν ζωὴν
αὐτοῦ, ποὺ ἐπῆρε τὸ δάνειον.
|
7
Ἐὰν δὲ ἁλῷ ἄνθρωπος κλέπτων
ψυχὴν ἐκ τῶν ἀδελφῶν αὐτοῦ
τῷ υἱῶν Ἰσραὴλ καὶ καταδυναστεύσας
αὐτὸν ἀποδῶται, ἀποθανεῖται
ὁ κλέπτης ἐκεῖνος· καὶ
ἐξαρεῖς τὸν πονηρὸν ἐξ ὑμῶν
αὐτῶν. |
7
Ἐὰν ὑπάρξῃ ἄνθρωπος Ἰσραηλίτης
καὶ ἁρπάξῃ δολίως ἢ βιαίως
τὸν ἀδελφόν του καὶ
ἀφοῦ τὸν κατατυραννήσῃ, τὸν
πωλήσῃ ὡς δοῦλον, αὐτὸς
ὁ κλέπτης πρέπει
νὰ τιμωρηθῇ διὰ θανάτου. Ἔτσι
θὰ βγάλῃς τὸν πονηρὸν ἀνάμεσα
ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλίτας.
|
7
Ἐὰν δὲ ἀποκαλυφθῇ καὶ
συλληφθῇ ἕνας ἄνθρωπος, ποὺ ἀπήγαγε
κάποιον ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς του τοὺς
Ἰσραηλίτας καὶ τὸν ἐπώλησεν εἰς
ἄλλον, ἀφοῦ τὸν ἐβασάνισε, πρέπει
νὰ θανατωθῇ ὁ κλέπτῃς ἐκεῖνος.
Θὰ ἑξαφανίσῃς ἔτσι τὸν
πονηρὸν ἀπὸ ἀνάμεσά σας.
|
8
Πρόσεχε σαυτῷ ἐν τῇ ἁφῇ
τῆς λέπρας· φυλάξῃ σφόδρα
ποιεῖν κατὰ πάντα τὸν νόμον,
ὃν ἂν ἀναγγείλωσιν ὑμῖν
οἱ ἱερεῖς ὁ Λευῖται· ὃν
τρόπον ἐνετειλάμην ὑμῖν, φυλάξασθε
ποιεῖν. |
8
Πρόσεχε κατὰ τὴν ἐμφάνισιν τῆς
λέπρας. Φρόντισε ἐπιμελῶς νὰ
τηρήσῃς ὅλα ὅσα λέγει ὁ
Νόμος, τὸν ὁποῖον
οἱ ἱερεῖς Λευΐται θὰ σᾶς διδάξουν.
Ὅπως σᾶς διέταξα, ἔτσι καὶ θὰ
φροντίσετε νὰ τὸν τηρήσετε.
|
8
Πρόσεχε εἰς τὸν ἑαυτόν σου, ὅταν
ἐμφανισθῇ πληγὴ λέπρας. Νὰ προσέξῃς
πολύ, ὥστε νὰ ἐνεργήσῃς συμφώνως
πρὸς κάθε ἐντολὴν τοῦ νόμου, ποὺ
θὰ σοῦ ἀνακοινώσουν οἱ ἱερεῖς,
οἱ ἀπόγονοι τῆς φυλῆς τοῦ Λευΐ.
Νὰ προσέξετε νὰ κάνετε ὅ,τι ἀκριβῶς
σᾶς παρήγγειλα. |
9
Μνήσθητι ὅσα ἐποίησε Κύριος
Θεός σου τῇ Μαριὰμ ἐν τῇ ὁδῷ,
ἐκπορευομένων ὑμῶν ἐξ Αἰγύπτου.
|
9
Ἐνθυμήσου τὴν τιμωρίαν, τὴν
ὁποίαν ἐπέβαλε Κύριος ὁ
Θεός σου εἰς τὴν Μαριὰμ καθ' ὁδόν,
ὅταν ἐβγαίνατε
ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον.
|
9
Θυμήσου τί ἔκανε Κύριος ὁ Θεός σου εἰς
τὴν Μαριὰμ καὶ πῶς τὴν ἐτιμώρησε,
ἐνῷ ἤσασθε εἰς τὸν δρόμον τότε
ποὺ ἐβγαίνατε ἀπὸ τὴν
Αἴγυπτον. |
10
Ἐὰν ὀφείλημα ᾖ ἐν τῷ
πλησίον σου, ὀφείλημα ὁτιοῦν,
οὐκ εἰσελεύσῃ εἰς τὴν
οἰκίαν αὐτοῦ ἐνεχυράσαι
τὸ ἐνέχυρον αὐτοῦ.
|
10
Ἐὰν ὁ πλησίον σου ὀφείλῃ
κάτι εἰς σέ, οἰονδήποτε καὶ
ἂν εἶναι αὐτὸ τὸ χρέος,
δὲν θὰ εἰσέλθῃς εἰς τὴν
οἰκίαν του, διὰ νὰ λάβῃς
ἐνέχυρον ἀπέναντι τοῦ χρέους.
|
10
Ἐὰν ὁ πλησίον σου σοῦ ὀφείλῃ
ἕνα χρέος, ὁποιοδήποτε χρέος, δὲν θὰ
εἰσέλθῃς εἰς τὸ σπίτι του, διὰ
νὰ διαλέξῃς καὶ νὰ πάρῃς κάτι
σὰν ἐνέχυρον διὰ τὸ χρέος αὐτό.
|
11
Ἔξω στήσῃ, καὶ ὁ ἄνθρωπος
οὗ τὸ δάνειόν σού ἐστιν
ἐν αὐτῷ, ἐξοίσει σοι τὸ
ἐνέχυρον ἔξω. |
11
Θὰ σταθῇς ἔξω ἀπὸ τὴν
οἰκίαν, καὶ ὁ ἄνθρωπος, ποὺ
ἔλαβεν ἀπὸ
σὲ τὸ δάνειον, θὰ φέρῃ
ἔξω καὶ θὰ δώσῃ εἰς σὲ
τὸ ἐνέχυρον.
|
11
Θὰ σταθῇς ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι
του. Καὶ ὁ ἄνθρωπος, εἰς τὸν
ὁποῖον ἔδωσες τὸ δάνειόν σου, θὰ
σοῦ φέρῃ ἐκεῖ ἔξω τὸ ἐνέχυρον.
|
12
Ἐὰν δὲ ὁ ἄνθρωπος πένηται,
οὐ κοιμηθήσῃ ἐν τῷ ἐνεχύρῳ
αὐτοῦ· |
12
Ἐὰν δὲ ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς
εἶναι πτωχός, δὲν θὰ κοιμηθῇς
μὲ τὸ ἐνέχυρόν του, τὸ
ὁποῖον αὐτὸς χρησιμοποιεῖ ὡς
σκέπασμά του.
|
12
Ἐὰν δὲ ὁ ἄνθρωπος, ποὺ
ἐδανείσθη, εἶναι πτωχός, δὲν πρέπει νὰ
κρατήσῃς ὅλην τὴν νύκτα μαζί σου τὸ
ἱμάτιόν του (τὸ ἐπανωφόρι του),
ποὺ τυχὸν τοῦ ἐπῆρες σὰν
ἐνέχυρον. |
13
ἀποδόσει ἀποδώσεις τὸ ἐνέχυρον
αὐτοῦ πρὸς δυσμὰς ἡλίου,
καὶ κοιμηθήσεται ἐν τῷ ἱματίῳ
αὐτοῦ καὶ εὐλογήσει σε, καὶ
ἔσται σοι ἐλεημοσύνη ἐναντίον
Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου.
|
13
Θὰ ἀποδώσῃς εἰς αὐτὸν
τὸ ἐνέχυρόν του κατὰ τὴν
δύσιν τοῦ ἡλίου, διὰ νὰ
σκεπασθῇ καὶ κοιμηθῇ μὲ τὸ ἱμάτιόν
του, νὰ σὲ εὐλογήσῃ καὶ
προσευχηθῇ διὰ σὲ καὶ ἔτσι ἡ
ἐλεημοσύνη σου αὐτὴ
πρὸς τὸν πτωχὸν θὰ εἶναι πρὸς
τιμήν σου ἐνώπιον
Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου.
|
13
Πρέπει νὰ ἐπιστρέψῃς ὁπωσδήποτε τὸ
ἐνέχυρόν του κατὰ τὸ ἡλιοβασίλευμα.
Ἔτσι θὰ κοιμηθῇ σκεπασμένος μὲ τὸ
ἐπανωφόρι του καὶ θὰ σὲ εὐλογήσῃ.
Αὐτὴ δὲ ἡ πρᾶξις σου θὰ
θεωρηθῇ ὡς ἐλεημοσύνη ἐνώπιον Κυρίου
τοῦ Θεοῦ σου. |
14
Οὐκ ἀπαδικήσεις μισθὸν πένητος
καὶ ἐνδεοῦς ἐκ τῶν ἀδελφῶν
σου ἢ ἐκ τῶν προσηλύτων τῶν
ἐν ταῖς πόλεσί σου·
|
14
Δὲν θὰ ἐλαττώσῃς οὔτε
θὰ κατακρατήσῃς τὸ ἡμεραμίσθιον
πτωχοῦ καὶ ἐνδεοῦς τόσον ἐκ
τῶν ἀδελφῶν σου τῶν Ἰσραηλιτῶν,
ὅσον καὶ ἀπὸ
τοὺς ξένους ποὺ εὑρίσκονται
εἰς τὰς πόλεις σας. |
14
Δὲν θὰ φερθῇς μὲ ἀδικίαν ὡς
πρὸς τὸν μισθὸν ἀνθρώπου πτωχοῦ,
ἢ ἅλλου ποὺ εὑρέθη εἰς
δύσκολον οἰκονομικὴν θέσιν, εἴτε εἶναι
ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς
σου Ἰσραηλίτας, εἴτε ἀπὸ τοὺς
ξένους ποὺ διαμένουν μαζί σου εἰς τὰς
πόλεις σου. |
15
αὐθημερὸν ἀποδώσεις τὸν μισθὸν
αὐτοῦ, οὐκ ἐπιδύσεται ὁ
ἥλιος ἐπ' αὐτῷ, ὅτι πένης
ἐστὶ καὶ ἐν αὐτῷ ἔχει
τὴν ἐλπίδα· καὶ καταβοήσεται
κατὰ σοῦ πρὸς Κύριον, καὶ ἔσται
ἐν σοὶ ἁμαρτία.
|
15
Θὰ πληρώσῃς αὐτὸν τὴν
ἰδίαν ἡμέραν. Δὲν θὰ δύσῃ
ὁ ἥλιος, χωρὶς αὐτὸς νὰ
ἔχῃ λάβει τὸ ἡμεραμίσθιόν
του, διότι εἶναι πτωχὸς
καὶ εἰς αὐτὸ
στηρίζει τὴν ἐλπίδα του. Ἐὰν
δὲν τὸν πληρώσῃς ἐγκαίρως,
θὰ φωνάξῃ κατὰ σοῦ μὲ
ἀγανάκτησιν πρὸς τὸν
Κύριον καὶ θὰ καταλογισθῇ εἰς
σὲ ἁμαρτία.
|
15
Πρέπει νὰ τοῦ καταβάλῃς τὸν μισθόν
του τὴν ἰδίαν ἡμέραν. Δὲν θὰ
δύσῃ ὁ ἥλιος, πρὶν τοῦ δώσῃς
τὴν ἀμοιβήν του, διότι εἶναι πτωχὸς
καὶ ἔχει στηρίξει τὴν ἐλπίδα του εἰς
τὸν μισθὸν αὐτόν. Ἐὰν καθυστερήσῃς
τὴν πληρωμήν, θὰ στενάξῃ καὶ θὰ
βοήσῃ ἐναντίον σου πρὸς τὸν
Κύριον μὲ ἀγανάκτησιν καὶ θὰ εἶσαι
ἔνοχος ἁμαρτίας. |
16
Οὐκ ἀποθανοῦνται πατέρες ὑπὲρ
τέκνων, καὶ οἱ υἱοὶ οὐκ
ἀποθανοῦνται ὑπὲρ πατέρων·
ἕκαστος ἐν τῇ ἑαυτοῦ ἀμαρτίᾳ
ἀποθανεῖται. |
16
Δὲν θὰ τιμωρηθοῦν διὰ θανάτου
πατέρες ἐξ αἰτίας τῶν τέκνων
των, οὔτε καὶ τὰ
παιδιὰ ἐξ αἰτίας τῶν πατέρων
των. Ὁ καθένας θὰ τιμωρῆται διὰ
τὴν ἰδικήν του ἁμαρτίαν.
|
16
Δὲν θὰ θανατώνωνται οἱ γονεῖς διὰ
τὰ σφάλματα τῶν παιδιῶν των, οὔτε
τὰ παιδιὰ θὰ θανατώνωνται διὰ τὰ
σφάλματα τῶν γονέων των. Ὁ καθένας θὰ
θανατώνεται διὰ τὴν ἰδικήν του ἁμαρτίαν.
|
17
Οὐκ ἐκκλινεῖς κρίσιν προσηλύτου
καὶ ὀρφανοῦ καὶ χήρας, οὐκ
ἐνεχυράσεις ἱμάτιον χήρας·
|
17
Δὲν θὰ διαστρέψῃς τὸ δίκαιον
τοῦ ξένου, τοῦ ὀρφανοῦ καὶ
τῆς χήρας. Δὲν θὰ λάβῃς
ὡς ἐνέχυρον τὸ ἱμάτιον
τῆς χήρας. |
17
Δὲν θὰ καταπατήσῃς τὸ δίκαιον τοῦ
ξένου, ποὺ διαμένει μαζί σας, καὶ τοῦ
ὀρφανοῦ καὶ τῆς χήρας. Δὲν θὰ
πάρῃς ἐπίσης ὡς ἐνέχυρον τὸ
ἐπανωφόρι μιᾶς χήρας. |
18
καὶ μνησθήσῃ ὅτι οἰκέτης
ἦσθα ἐν γῆ Αἰγύπτῳ
καὶ ἐλυτρώσατό σε Κύριος ὁ
Θεός σου ἐκεῖθεν· διὰ τοῦτο
ἐγώ σοι ἐντέλλομαι ποιεῖν τὸ
ρῆμα τοῦτο. |
18
Νὰ ἐνθυμῆσαι δὲ ὅτι ὑπῆρξες
καὶ σὺ δοῦλος εἰς τὴν Αἴγυπτον,
ὁ δὲ Κύριος καὶ Θεός σου σὲ
ἀπηλευθέρωσεν ἀπὸ ἐκεῖ.
Διὰ τοῦτο ἐγὼ σὲ διατάσσω
νὰ τηρῆς αὐτὰς τὰς ἐντολάς
μου. |
18
Μὴ λησμονῇς ποτὲ ὅτι ἤσουν κάποτε
δοῦλος εἰς τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου
καὶ σὲ ἐλύτρωσεν ἀπὸ ἐκεῖ
Κύριος ὁ Θεός σου. Δι' αὐτὸν τὸν λόγον
σου παραγγέλλω ἐγὼ νὰ τηρῇς τὴν
ἐντολὴν αὐτὴν καὶ νὰ δείχνης
συμπάθειαν πρὸς ὅσους εὑρίσκονται εἰς
δύσκολον θέσιν. |
19
Ἐὰν δὲ ἀμήσῃς ἀμητὸν
ἐν τῷ ἀγρῷ σου καὶ ἐπιλάθῃ
δράγμα ἐν τῷ ἀγρῷ σου, οὐκ
ἀναστραφήσῃ λαβεῖν αὐτό·
τῷ προσηλύτῳ καὶ τῷ ὀρφανῷ
καὶ τῇ χήρᾳ ἔσται, ἵνα
εὐλογήσῃ σε Κύριος ὁ Θεός
σου ἐν πᾶσι τοῖς ἔργοις τῶν
χειρῶν σου. |
19
Ἐὰν θερίσῃς τὸν ἀγρόν
σου καὶ λησμονήσῃς ἐκεῖ ἕνα
δεμάτι, δὲν θὰ ἐπιστρέψῃς
νὰ τὸ πάρῃς. Αὐτὸ θὰ
εἶναι διὰ τὸν ξένον, διὰ τὸ
ὀρφανὸν καὶ τὴν χήραν, διὰ
νὰ σὲ εὐλογήσῃ Κύριος
ὁ Θεός σου εἰς ὅλα τὰ ἔργα
τῶν χειρῶν σου. |
19
Ἐὰν δὲ θερίζῃς τὰ ὥριμα
σιτηρὰ εἰς τὸ χωράφι σου καὶ λησμονήσῃς
ἕνα δεμάτι, δὲν θὰ γυρίσῃς πίσω διὰ
νὰ τὸ πάρῃς. Θὰ τὸ ἀφήσῃς
διὰ τὸν ξένον, ποὺ διαμένει μαζί σας
καὶ τιμᾷ τὴν θρησκείαν σας, καὶ διὰ
τὸν ὀρφανὸν καὶ τὴν χήραν, διὰ
νὰ σὲ εὐλογήσῃ Κύριος ὁ Θεός
σου εἰς ὅλα τὰ ἔργα, μὲ τὰ
ὁποῖα θὰ καταπιάνεσαι.
|
20
Ἐὰν δὲ ἐλαιολογῇς, οὐκ
ἐπαναστρέψεις καλαμήσασθαι τὰ ὀπίσω
σου· τῷ προσηλύτῳ καὶ τῷ
ὀρφανῷ καὶ τῇ χήρᾳ ἔσται
καὶ μνησθήσῃ ὅτι οἰκέτης
ἦσθα ἐν γῇ Αἰγύπτῳ, διὰ
τοῦτο ἐγώ σοι ἐντέλλομαι ποιεῖν
τὸ ρῆμα τοῦτο.
|
20
Ἐὰν δὲ μαζεύῃς τὶς ἐληές
σου, δὲν θὰ ἐπιστρέψῃς νὰ
μαζέψῃς καὶ ἐκεῖνες ποὺ
ἔμειναν πίσω. Αὐτὲς θὰ εἶναι
διὰ τὸν ξένον καὶ τὸ ὀρφανὸν
καὶ τὴν χήραν· νὰ ἐνθυμηθῇς
δὲ ὅτι καὶ σὺ ὑπῆρξες
δοῦλος εἰς τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου,
διὰ τοῦτο καὶ ἐγὼ σὲ διατάσσω
νὰ πράττῃς αὐτά.
|
20
Ὅταν ἐπίσης μαζεύῃς τοὺς καρποὺς
ἀπὸ τὰ ἐλαιόδενδρά σου, δὲν
θὰ ξαναπεράσῃς διὰ νὰ πάρῃς
καὶ τὰ ἀπομεινάρια. Θὰ ἀφήσῃς
ὅσα ἀπομείνουν διὰ τὸν ξένον καὶ
διὰ τὸν ὀρφανὸν καὶ τὴν
χήραν. Νὰ θυμᾶσαι πάντα ὅτι ἤσουν
δοῦλος εἰς τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου.
Δι' αὐτὸν δὲ τὸν λόγον σοῦ παραγγέλλω
ἐγὼ νὰ τηρῇς τὴν ἐντολὴν
αὐτὴν καὶ νὰ φέρεσαι μὲ συμπάθειαν
πρὸς τοὺς πτωχούς. |
21
Ἐὰν δὲ τρυγήσῃς τὸν ἀμπελῶνά
σου, οὐκ ἐπανατρυγήσεις αὐτὸν
τὰ ὀπίσω σου· τῷ προσηλύτῳ
καὶ τῷ ὀρφανῷ καὶ τῇ χήρᾳ
ἔσται· |
21
Ἐὰν δὲ τρυγήσῃς τὸ ἀμπέλι
σου, δὲν θὰ γυρίσῃς νὰ τὸ
ξανατρυγήσῃς, διὰ νὰ μαζεύσῃς
ὅσα τυχὸν ἀπέμειναν· αὐτὰ
θὰ εἶναι διὰ τὸν ξένον, διὰ
τὸ ὀρφανὸν καὶ τὴν χήραν.
|
21
Καὶ ὅταν τρυγᾷς τὸ ἀμπέλι
σου, δὲν θὰ γυρίσῃς πίσω, διὰ νὰ
πάρῃς μὲ δεύτερον χέρι ὅλα, ὅσα ἔμειναν
ἀτρύγητα. Θὰ τὰ ἀφήσῃς
διὰ τὸν ξένον καὶ διὰ τὸν ὀρφανὸν
καὶ τὴν χήραν. |
22
καὶ μνησθήσῃ ὅτι οἰκέτης
ἦσθα ἐν γῆ Αἰγύπτῳ, διὰ
τοῦτο ἐγώ σοι ἐντέλλομαι ποιεῖν
τὸ ρῆμα τοῦτο. |
22
Νὰ ἐνθυμηθῇς ὅτι καὶ σὺ
ἤσουνα δοῦλος εἰς τὴν χώραν
τῆς Αἰγύπτου, διὰ τοῦτο ἐγὼ
σοῦ δίδω τὴν ἐντολὴν νὰ
πράττῃς ἔτσι. |
22
Καὶ νὰ θυμᾶσαι ὅτι ἤσουν δοῦλος
εἰς τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου καὶ
δι' αὐτὸν τὸν λόγον σου παραγγέλλω ἐγὼ
νὰ τηρῇς τὴν ἐντολὴν αὐτὴν
καὶ νὰ δείχνῃς συμπάθειαν πρὸς τοὺς
πτωχούς. |