Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
ἔσται ὡς ἂν διαβῆτε τὸν Ἰορδάνην
εἰς τὴν γῆν ἣν Κύριος ὁ
Θεὸς ὑμῶν δίδωσιν ὑμῖν,
ἐὰν ἀκοῇ ἀκούσῃς
τῆς φωνῆς Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου,
φυλάσσειν καὶ ποιεῖν πάσας τὰς
ἐντολὰς ταύτας, ἃς ἐγὼ
ἐντέλλομαί σοι σήμερον, καὶ
δώσει σε Κύριος ὁ Θεός σου ὑπεράνω
πάντων τῶν ἐθνῶν τῆς γῆς,
|
ταν
θὰ διαβῆτε τὸν Ἰορδάνην καὶ
εἰσέλθετε εἰς τὴν χώραν, τὴν
ὁποίαν ὁ Κύριός σας καὶ
ὁ Θεὸς σᾶς δίδει, ἐὰν
μὲ προσοχὴν ἀκούσετε τὴν φωνὴν
Κυρίου τοῦ Θεοῦ σας, ὥστε νὰ
τηρῆτε καὶ νὰ ἐφαρμόζετε τὰς
ἐντολὰς αὐτάς, τὰς ὁποίας
ἐγὼ σήμερον σᾶς δίδω, Κύριος
ὁ Θεός σας θὰ σᾶς ἀναδείξῃ
ἀνωτέρους ἀπὸ ὅλα τὰ ἔθνη
τῆς γῆς. |
αὶ
ὅταν θὰ περάσετε τὸν ποταμὸν Ἰορδάνην
καὶ πατήσετε εἰς τὴν χώραν, ποὺ σᾶς
δίδει Κύριος ὁ Θεός σας, ἐὰν ὑπακούσῃς,
λαέ μου, προθύμως εἰς τὴν φωνὴν Κυρίου τοῦ
Θεοῦ σου, ὥστε νὰ φυλάσσετε καὶ νὰ
ἐφαρμόζετε ὅλας αὐτὰς τὰς
ἐντολάς, ποὺ σᾶς παραγγέλλω ἐγὼ
σήμερον, θὰ σοῦ δώσῃ Κύριος ὁ Θεός
σου τὴν εὐλογίαν νὰ ἀναδειχθῇς
ὑπεράνω ὅλων τῶν λαῶν τῆς γῆς.
|
2
καὶ ἥξουσιν ἐπὶ σὲ πᾶσαι
αἱ εὐλογίαι αὗται καὶ εὑρήσουσί
σε, ἐὰν ἀκοῇ ἀκούσῃς
τῆς φωνῆς Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου.
|
2
Θὰ ἔλθουν εἰς σὲ ὅλαι αἱ
εὐλογίαι τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ
σὲ εὔρουν, ἐὰν μὲ προσοχὴν
ἀκούσῃς τὴν φωνὴν Κυρίου
τοῦ Θεοῦ σου. |
2
Θὰ ἔλθουν δὲ ἐπάνω σου καὶ
θὰ σὲ εὔρουν, ἐὰν ὑπακούσῃς
προθύμως εἰς τὴν φωνὴν Κυρίου τοῦ
Θεοῦ σου, αἱ ἐξῆς εὐλογίαι:
|
3
Εὐλογημένος σὺ ἐν πόλει καὶ
εὐλογημένος σὺ ἐν ἀγρῷ·
|
3
Θὰ εἶσαι εὐλογημένος εἰς τὴν
πόλιν καὶ εὐλογημένος εἰς τὸν
ἀγρόν. |
3
Θὰ εἶσαι εὐλογημένος, ὅταν θὰ
εὐρίσκεσαι καὶ θὰ ἐργάζεσαι
εἰς τὴν πόλιν, θὰ εἶσαι εὐλογημένος
καὶ ὅταν θὰ εὐρίσκεσαι καὶ
θὰ ἐργάζεσαι εἰς τὸ ὕπαιθρον.
|
4
εὐλογημένα τὰ ἔκγονα τῆς κοιλίας
σου καὶ τὰ γενήματα τῆς γῆς
σου καὶ τὰ βουκόλια τῶν βοῶν
σου καὶ τὰ ποίμνια τῶν προβάτων
σου· |
4
Εὐλογημένα θὰ εἶναι τὰ παιδιά
σου καὶ τὰ προϊόντα τῶν ἀγρῶν
σου καὶ αἱ ἀγέλαι τῶν βοδιῶν
σου καὶ τὰ ποίμνια τῶν προβάτων
σου. |
4
Θὰ εἶναι εὐλογημένοι οἱ καρποὶ
τῶν σπλάγχνων σου, οἱ ἀπόγονοί σου,
ὅπως ἐπίσης καὶ τὰ προϊόντα τῶν
κτημάτων σου καὶ τὰ κοπάδια τῶν βοδιῶν
σου καὶ τὰ κοπάδια τῶν προβάτων σου.
|
5
εὐλογημέναι αἱ ἀποθῆκαί
σου καὶ τὰ ἐγκαταλείμματά σου·
|
5
Εὐλογημέναι αἱ ἀποθῆκαι σου
καὶ τὰ πλεονάσματά σου.
|
5
Θὰ εἶναι εὐλογημεναι αἱ ἀποθῆκαι
σου καὶ ὅσα συγκεντρώνεις καὶ φυλάσσεις
εἰς αὐτὰς ὡς περισσεύματα.
|
6
εὐλογημένος σὺ ἐν τῷ εἰσπορεύεσθαί
σε, καὶ εὐλογημένος σὺ ἐν τῷ
ἐκπορεύεσθαί σε.
|
6
Εὐλογημένος θὰ εἶσαι, ὅταν εἰσέρχεσαι
κάπου, καὶ εὐλογημένος ὅταν
θὰ ἐξέρχεσαι. |
6
Εὐλογημένος θὰ εἶσαι, ὅταν θὰ
ἐμβαίνῃς εἰς τὸ σπίτι σου ἢ
εἰς ὁποιοδήποτε ἄλλο μέρος καὶ
εὐλογημένος ὅταν θὰ βγαίνῃς
ἀπὸ αὐτό. |
7
Παραδῷ Κύριος ὁ Θεός σου τοὺς
ἐχθρούς σου τοὺς ἀνθεστηκότας
σοι συντετριμμένους πρὸ προσώπου σου·
ὁδῷ μία ἐξελεύσονται πρὸς
σὲ καὶ ἐν ἑπτὰ ὁδοῖς
φεύξονται ἀπὸ προσώπου σου.
|
7
Κύριος ὁ Θεός σου θὰ παραδώσῃ
εἰς τὰ χέρια σου συντετριμμένους τοὺς
ἐχθρούς, οἱ ὁποῖοι ἀνθίστανται
ἐναντίον σου. Θὰ πάθουν τόσην
πανωλεθρίαν, ὥστε, ἐνῶ ἀπὸ
ἕνα δρόμον συμπαγεῖς ἦλθον ἐναντίον
σου, ἀπὸ ἑπτὰ δρόμους θὰ
φύγουν πανικόβλητοι ἀπὸ ἐμπρός
σου. |
7
Τοὺς ἐχθρούς σου, ποὺ ἐπεχείρησαν
καὶ θὰ ἐπιχειρήσουν νὰ σὲ ἀντιμετωπίσουν,
θὰ σοῦ τοὺς παραδώσῃ Κύριος ὁ
Θεός σου τσακισμένους ἐμπρός σου. Καὶ ἐνῷ
θὰ ἔχουν ἔλθει ἀπὸ ἕνα
δρόμον ὅλοι μαζὶ ἐναντίον σου, θὰ
φύγουν κατατρομαγμένοι ἀπὸ ἐμπρός σου ἀπὸ
ἑπτὰ δρόμους, ἀπὸ ὅπου δηλαδὴ
προλάβῃ νὰ φύγῃ καθένας.
|
8
Ἀποστεῖλαι Κύριος ἐπὶ σὲ
τὴν εὐλογίαν ἐν τοῖς ταμιείοις
σου καὶ ἐπὶ πάντα, οὗ ἂν
ἐπιβάλῃς τὴν χεῖρα σου, ἐπὶ
τῆς γῆς, ἧς Κύριος ὁ Θεός
σου δίδωσί σοι. |
8
Εἴθε ὁ Κύριος νὰ ἀποστείλῃ
πλουσίαν εἰς σὲ τὴν εὐλογίαν
του, εἰς τὰς ἀποθήκας σου, εἰς
ὅλα τὰ ἔργα ποὺ θὰ ἀπλώσῃς
τὸ χέρι σου, εἰς τὴν χώραν ποὺ
σοῦ δίδει ὁ Κύριος.
|
8
Εἴθε νὰ σοῦ στείλῃ ὁ Κύριος
τὴν εὐλογίαν εἰς τοὺς χώρους, ὅπου
φυλάσσεις τοὺς θησαυρούς σου, καὶ εἰς κάθε
τι ὅπου θὰ βάλῃς τὰ χέρια σου, εἰς
τὴν χώραν ποὺ σοῦ δίδει Κύριος ὁ Θεός
σου. |
9
Ἀναστήσαι σε Κύριος ἑαυτῷ λαὸν
ἅγιον, ὃν τρόπον ὤμοσε τοῖς
πατράσι σου, ἐὰν ἀκούσῃς
τῆς φωνῆς Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου
καὶ πορευθῇς ἐν πάσαις ταῖς
ὁδοῖς αὐτοῦ·
|
9
Εἴθε νὰ σὲ ἀναδείξῃ καὶ
νὰ σὲ ἀξιώσῃ νὰ γίνῃς
δι' αὐτὸν λαὸς ἅγιος ὅπως ὡρκίσθη
εἰς τοὺς προγόνους σου, ἐὰν
ἀκούσῃς τὴν φωνὴν Κυρίου
τοῦ Θεοῦ σου καὶ πορευθῇς εἰς
ὅλους τοὺς δρόμους τοῦ θελήματός
του. |
9
Θὰ σὲ ἀναδείξῃ ὁ Κύριος λαὸν
ἅγιον, ξεχωρισμένον διὰ τὸν ἑαυτόν
Του, ὅπως ἀκριβῶς τὸ ὑπεσχέθη
μὲ ὅρκον εἰς τοὺς προγόνους σου, ὑπὸ
τὸν ὅρον ὅμως ὅτι θὰ ὑπακούσῃς
εἰς τὴν φωνὴν Κυρίου τοῦ Θεοῦ
σου καὶ θὰ ἀκολουθήσῃς ὅλους
τοὺς δρόμους, ποὺ σοῦ ὑποδεικνύει
Ἐκεῖνος διὰ τὴν ζωήν σου.
|
10
καὶ ὄψονταί σε πάντα τὰ ἔθνη
τῆς γῆς ὅτι τὸ ὄνομα Κυρίου
ἐπικέκληταί σοι, καὶ φοβηθήσονταί
σε. |
10
Θὰ σὲ ἴδουν τότε ὅλοι οἱ
λαοὶ τῆς γῆς, θὰ σὲ θαυμάσουν,
ἀλλὰ καὶ θὰ σὲ φοβηθοῦν,
διότι φέρεις ὡς προσωνυμίαν σου τὸ
ὄνομα τοῦ Θεοῦ. |
10
Καὶ θὰ σὲ ἰδοῦν ὅλοι οἰ
λαοὶ τῆς γῆς καὶ θὰ ἐννοήσουν
ὅτι ἔχεις ἐπάνω σου καὶ ἐπικαλεῖσαι
ὡς οἰκεῖον τὸ ὄνομα τοῦ
μόνου Κυρίου. Θὰ καταλάβουν δηλαδὴ ὅτι ἔγινες
κτῆμα Του καὶ δι' αὐτὸ θὰ σὲ
φοβηθοῦν. |
11
Καὶ πληθυνεῖ σε Κύριος ὁ Θεός
σου εἰς ἀγαθὰ ἐν τοῖς ἐκγόνοις
τῆς κοιλίας σου, καὶ ἐπὶ τοῖς
ἐκγόνοις τῶν κτηνῶν σου καὶ
ἐπὶ τοῖς γενήμασι τῆς γῆς
σου, ἐπὶ τῆς γῆς σου ἧς ὤμοσε
Κύριος τοῖς πατράσι σου δοῦναί
σοι. |
11
Κύριος ὁ Θεός σου θὰ σοῦ δώσῃ
πλούσια τὰ ἀγαθά του πληθύνων
τὰ παιδιά σου, τὰ κτήνη σου, τὰ
προϊόντα τῶν ἀγρῶν σου εἰς τὴν
χώραν, τὴν ὁποίαν ὁ Κύριος
ὡρκίσθη εἰς τοὺς προπάτοράς
σου ὅτι θὰ σοῦ δώσῃ.
|
11
Καὶ θὰ σὲ κάνῃ Κύριος ὁ Θεός
σου πλούσιον εἰς ἀγαθά. Θὰ σοῦ δώσῃ
πολλὰ παιδιά. Θὰ πολλαπλασιάσῃ ἐπίσης
τὰ ζῶα σου καὶ τοὺς καρποὺς
τῶν κτημάτων σου εἰς τὴν χώραν, ποὺ
ὑπεσχέθη μὲ ὅρκον ὁ Κύριος εἰς
τοὺς πατέρας σου ὅτι θὰ σοῦ τὴν
χαρίσῃ. |
12
Ἀνοίξαι σοι Κύριος τὸν θησαυρὸν
αὐτοῦ τὸν ἀγαθόν, τὸν
οὐρανόν, δοῦναι τὸν ὑετὸν
τῇ γῇ σου ἐπὶ καιροῦ αὐτοῦ·
εὐλογήσαι πάντα τὰ ἔργα τῶν
χειρῶν σου, καὶ δανειεῖς ἐθνεσι πολλοῖς,
σὺ δὲ οὐ δανειῇ, καὶ ἄρξεις
σὺ ἐθνῶν πολλῶν, σοῦ δὲ
οὐκ ἄρξουσι. |
12
Εἴθε νὰ ἀνοίξῃ διὰ σὲ
ὁ Κύριος τὸν ἀγαθόν του θησαυρόν,
τὸν οὐρανὸν διὰ νὰ δίδῃ
εἰς τὰ χωράφια σου βροχὴν κατὰ
τὸν κατάλληλον καιρόν. Εἴθε νὰ
εὐλογήσῃ ὅλα τὰ ἔργα τῶν
χειρῶν σου, ὥστε νὰ δανείζῃς
εἰς πολλοὺς λαούς, σὺ ὅμως νὰ
μὴ εὑρίσκεσαι εἰς τὴν ἀνάγκην
νὰ δανείζεσαι· νὰ ἄρχῃς
καὶ νὰ ἐξουσιάζῃς ἐπάνω
εἰς πολλὰ ἔθνη, κανένας ὅμως
νὰ μὴ ἐξουσιάζῃ εἰς σέ.
|
12
Εἴθε νὰ ἀνοίξῃ διὰ σὲ
ὁ Κύριος τὸν πλούσιον θησαυρόν Του, δηλαδὴ
τὸν οὐρανόν, διὰ νὰ δώσῃ εἰς
τὰ κτήματά σου τὴν βροχὴν εἰς τὸν
καιρὸν ποὺ τὴν χρειάζονται. Εἴθε νὰ
εὐλογήσῃ ὅλα τὰ ἔργα, ποὺ
κάνουν τὰ χέρια σου, ὥστε νὰ ἠμπορῆς
νὰ δανείζῃς εἰς πολλὰ ἔθνη καὶ
νὰ μὴ δανείζεσαι σὺ ποτέ. Θὰ
ἔχῃς δὲ ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν
σου πολλοὺς λαοὺς καὶ δὲν θὰ
εὑρεθῇς ποτὲ ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν
κανενός. |
13
Καταστήσαι σε Κύριος ὁ Θεός σου εἰς
κεφαλὴν καὶ μὴ εἰς οὐράν,
καὶ ἔσῃ τότε ἐπάνω καὶ
οὐκ ἔσῃ ὑποκάτω, ἐὰν
ἀκούσῃς τῆς φωνῆς Κυρίου
τοῦ Θεοῦ σου, ὅσα ἐγὼ ἐντέλλομαί
σοι σήμερον φυλάσσειν καὶ ποιεῖν·
|
13
Εἴθε Κύριος ὁ Θεός σου νὰ σὲ
ἀναδείξῃ πρῶτον καὶ ὄχι
τελευταῖον, νὰ εἶσαι ἐπάνω ἀπὸ
ὅλους καὶ ὄχι ὑποκάτω. Καὶ
αὐτὰ θὰ γίνουν, ἐὰν ἀκούσῃς
τὴν φωνὴν Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου,
ὅσα ἐγὼ σήμερον σὲ διατάσσω
νὰ φυλάττῃς καὶ νὰ ἐφαρμόζῃς.
|
13
Εἴθε νὰ σὲ βάλῃ Κύριος ὁ Θεός
σου ἐπὶ κεφαλῆς τῶν ἄλλων καὶ
ποτὲ νὰ μὴ εἶσαι τελευταῖος.
Τότε ὅμως θὰ εἶσαι ἐπάνω ἀπὸ
τοὺς ἄλλους καὶ οὐδέποτε κατώτερός
των, ὅταν θὰ ὑπακούσῃς εἰς τὴν
φωνὴν Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου, εἰς ὅσα
δηλαδὴ σοῦ παραγγέλλω ἐγὼ σήμερον
νὰ φυλάττῃς καὶ νὰ ἐφαρμόζῃς.
|
14
οὐ παραβήσῃ ἀπὸ πασῶν
τῶν ἐντολῶν, ὧν ἐγὼ ἐντέλλομαί,
σοι σήμερον, δεξιὰ οὐδὲ ἀριστερὰ
πορεύεσθαι ὀπίσω θεῶν ἑτέρων
λατρεύειν αὐτοῖς.
|
14
Καμμίαν ἐντολήν, ἀπὸ ὅσας
ἐγὼ σοῦ δίδω σήμερον, δὲν
θὰ παραβῇς, ὥστε νὰ βαδίζῃς
δεξιὰ ἢ ἀριστερά, νὰ πορεύεσαι
ὀπίσω ἀπὸ ἄλλους θεοὺς
καὶ νὰ λατρεύῃς αὐτούς.
|
14
Πρόσεξε νὰ μὴ παραβῇς καμμίαν ἀπὸ
ὅλας τὰς ἐντολάς, ποὺ σοῦ παραγγέλλω
ἐγὼ σήμερον, ὥστε νὰ παρεκκλίνῃς
δεξιὰ ἢ ἀριστερὰ καὶ νὰ
ἀκολουθῇς ἄλλους θεοὺς καὶ νὰ
τοὺς λατρεύῃς. |
15
Καὶ ἔσται ἐὰν μὴ εἰσακούσῃς
τῆς φωνῆς Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου,
φυλάσσειν καὶ ποιεῖν πάσας τὰς
ἐντολὰς αὐτοῦ, ὅσας ἐγὼ
ἐντέλλομαί σοι σήμερον, καὶ
ἐλεύσονται ἐπὶ σὲ πᾶσαι
αἱ κατάραι αὐταὶ καὶ καταλήψονταί
σε. |
15
Ἐὰν δὲν ἀκούσῃς καὶ
δὲν ὑπακούσῃς εἰς τὴν
φωνὴν Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου, ὥστε
νὰ φυλάττῃς καὶ νὰ ἐφαρμόζῃς
ὅλας τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ,
τὰς ὁποίας ἐγὼ σήμερον
σοῦ δίδω, θὰ ἔλθουν καὶ θὰ
ξεσπάσουν ἐναντίον σου ὅλαι αὐταὶ
αἱ κατάραι. |
15
Ἐὰν ὅμως δὲν ὑπακούσῃς
εἰς τὴν φωνὴν Κυρίου τοῦ Θεοῦ
σου, ποὺ ὁρίζει νὰ φυλάττῃς καὶ
νὰ ἐφαρμόζῃς ὅλας τὰς
ἐντολάς Του, ὅσας σοῦ παραγγέλλω ἐγὼ
σήμερον, θὰ ἔλθουν ἐπάνω σου καὶ
θὰ σὲ καταλάβουν (θὰ σὲ πιάσουν) ὅλαι
αὐταὶ αἱ κατάραι: |
16
Ἐπικατάρατος σὺ ἐν πόλει, καὶ
ἐπικατάρατος σὺ ἐν ἀγρῷ·
|
16
Θὰ εἶσαι κατηραμένος εἰς τὴν
πόλιν καὶ εἰς τὸν ἀγρόν.
|
16
<Θὰ εἶσαι καταράμενος, ὅταν εὐρίσκεσαι
καὶ ἐργάζεσαι εἰς τὴν πόλιν,
θὰ εἶσαι ἐπίσης καταραμένος καὶ
ὅταν εὐρίσκεσαι καὶ ἐργάζεσαι
εἰς τὸ ὕπαιθρον. |
17
ἐπικατάρατοι αἱ ἀποθῆκαί
σου καὶ τὰ ἐγκαταλείμματά σου·
|
17
Κατηραμέναι θὰ εἶναι αἱ ἀποθῆκαι
σου καὶ τὰ περισσεύματά σου.
|
17
Θὰ εἶναι καταράμεναι αἱ ἀποθῆκαι
σου καὶ ὅσα συγκεντρώνεις εἰς αὐτὰς
ὡς περισσεύματα. |
18
ἐπικατάρατα τὰ ἔκγονα τῆς κοιλίας
σου καὶ τὰ γενήματα τῆς γῆς
σου, τὰ βουκόλια τῶν βοῶν σου καὶ
τὰ ποίμνια τῶν προβάτων σου·
|
18
Κατηραμένα τὰ παιδιά σου καὶ τὰ
προϊόντα τῶν ἀγρῶν σου, αἱ ἀγέλαι
τῶν βοδιῶν σου καὶ τὰ ποίμνια
τῶν προβάτων σου. |
18
Θὰ εἶναι καταραμένοι οἱ ἀπόγονοί
σου καὶ τὰ προϊόντα τῶν κτημάτων σου καὶ
τὰ κοπάδια τῶν βοδιῶν σου καὶ τὰ
κοπάδια τῶν προβάτων σου. |
19
ἐπικατάρατος σὺ ἐν τῷ εἰσπορεύεσθαί
σε καὶ ἐπικατάρατος σὺ ἐν τῷ
ἐκπορεύεσθαί σε.
|
19
Κατηραμένος θὰ εἶσαι σύ, ὅταν
εἰσέρχεσαι καὶ ὅταν θὰ ἐξέρχεσαι
ἀπὸ τὸ σπίτι σου, ἀπὸ
τὴν πατρίδα σου, ἀπὸ παντοῦ.
|
19
Θὰ εἶσαι καταράμενος, ὅταν θὰ ἐμβαίνῃς
εἰς τὸ σπίτι σου ἢ ὁπουδήποτε ἀλλοῦ
καὶ καταράμενος ὅταν θὰ βγαίνῃς.
|
20
Ἀποστείλαι Κύριος ἐπὶ σὲ
τὴν ἔνδειαν καὶ τὴν ἐκλιμίαν
καὶ τὴν ἀνάλωσιν ἐπὶ πάντα,
οὗ ἐὰν ἐπιβάλῃς τὴν
χεῖρά σου, ἕως ἂν ἐξολοθρεύσῃ
σε καὶ ἕως ἂν ἀπολέσῃ
σε ἐν τάχει διὰ τὰ πονηρὰ ἐπιτηδεύματά
σου, διότι ἐγκατέλιπές με.
|
20
Θὰ στείλῃ ἐναντίον σου ὁ
Κύριος τὴν φτώχειαν, τὴν μεγάλην
πεῖναν, τὴν φθορὰν εἰς ὅλα ἐπὶ
τῶν ὁποίων θὰ βάλῃς τὸ
χέρι σου, μέχρις ὅτου σὲ ἐξολοθρεύσῃ,
μέχρις ὅτου σὲ καταστρέψῃ συντόμως
δι' ὅλας τὰς πονηρίας σου, ἐπειδὴ
μὲ ἐγκατέλιπες, θὰ εἴπῃ
ὁ Θεός. |
20
Θὰ στείλῃ ὁ Κύριος ἐπάνω σου
τὴν ἀνέχειαν, τὴν ἐξαντλητικὴν
πεῖναν καὶ τὴν καταστροφὴν εἰς
ὅλα, ὅσα θὰ κάμνῃς με τὰ χέρια
σου, ἕως ὅτου σὲ ἐξολοθρεύσῃ
καὶ μέχρις ὅτου σὲ ἐξοντώσῃ
τὸ ταχύτερον ἐξ αἰτίας τῶν πονηρῶν
σου πράξεων καὶ λόγῳ τοῦ ὅτι ἐγκατέλειψες
ἐμέ, τὸν Νομοδότην. |
21
Προσκολλήσαι Κύριος εἰς σὲ τὸν
θάνατον, ἕως ἂν ἐξαναλώσῃ
σε ἐπὶ τῆς γῆς, εἰς ἣν
εἰσπορεύῃ ἐκεῖ κληρονομῆσαι
αὐτήν. |
21
Ὁ Κύριος θὰ κολλήσῃ ἐπάνω
σου ἀρρώστιες ποὺ φέρουν τὸν
θάνατον, μέχρις ὅτου σὲ ἐξολοθρεύσῃ
μέσα εἰς τὴν χώραν, πρὸς τὴν
ὁποίαν πορεύεσαι τώρα νὰ τὴν
κληρονομήσῃς.
|
21
Θὰ σοῦ κολλήσῃ ὁ Κύριος θανατηφόρον
ἀσθένειαν, ἕως ὅτου σὲ ἐξοντώσῃ
εἰς τὴν χώραν αὐτήν, ἐκεῖ ὅπου
εἰσέρχεσαι ἤδη διὰ νὰ τὴν κληρονομήσῃς.
|
22
Πατάξαι σε Κύριος ἐν ἀπορίᾳ
καὶ πυρετῷ καὶ ρίγει καὶ ἐρεθισμῷ
καὶ ἀνεμοφθορίᾳ καὶ τῇ
ὤχρᾳ, καὶ καταδιώξονταί σε,
ἕως ἂν ἀπολέσωσί σε.
|
22
Θὰ σὲ κτυπήσῃ ὁ Κύριος
μὲ ἐξαντλητικὴν ἀδυναμίαν, μὲ
πυρετὸν καὶ ρίγος καὶ φαγούραν
καὶ ἐλονοσίαν καὶ κιτρίνισμα.
Ὅλαι αὐταὶ αἱ ἀσθένειαι
θὰ σε καταδιώξουν, μέχρις ὅτου σὲ
ἐξολοθρεύσουν. |
22
Θὰ σὲ κτυπήσῃ ὁ Κύριός με στενοχώριαν
καὶ ἄγχος, μὲ πυρετόν, μὲ ρῖγος,
μὲ φαγούραν, μὲ ἀνεμοπύρωμα (ἐρυσίπελας)
καὶ μὲ κιτρινάδα (ἴκτερος). Καὶ θὰ
σὲ κυνηγοῦν αὐταὶ αἱ ἀσθένειαι,
ἕως ὅτου σὲ ἑξαφανίσουν.
|
23
Καὶ ἔσται σοι ὁ οὐρανὸς ὑπὲρ
κεφαλῆς σου χαλκοῦς, καὶ ἡ γῆ
ἡ ὑποκάτω σου σιδηρᾶ.
|
23
Ὁ οὐρανὸς ἐπάνω ἀπὸ
τὸ κεφάλι σου θὰ εἶναι κατάξηρος,
ὅπως ὁ χαλκός, καὶ ἡ γῆ
κάτω ἀπὸ τὰ πόδια σου ξηρὰ
καὶ στεγνὴ σὰν σίδηρος.
|
23
Καὶ θὰ εἶναι διὰ σὲ ὁ
οὐρανὸς ἐπάνω ἀπὸ τὸ
κεφάλι σου χάλκινος. Δὲν θὰ βρέχῃ ποτέ.
Τὸ δὲ ἔδαφος κάτω ἀπὸ τὰ
πόδια σου θὰ εἶναι σιδερένιο, κατάξερο.
|
24
Δῴη Κύριος ὁ Θεός σου τὸν ὑετὸν
τῆς γῆς σου κονιορτόν, καὶ χοῦς
ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβήσεται ἐπὶ
σέ, ἕως ἂν ἐκτρίψῃ σε
καὶ ἕως ἂν ἀπολέσῃ σε
ἐν τάχει. |
24
Κύριος ὁ Θεός σου θὰ δώσῃ
ἀντὶ τῆς εὐεργετικῆς βροχῆς
κονιορτόν· χῶμα ἀπὸ τὸν
οὐρανὸν σὰν βροχὴ θὰ πέσῃ
ἐπάνω σου, μέχρις ὅτου σὲ ξεπαστρέψῃ
καὶ σὲ καταστρέψῃ.
|
24
Θὰ μεταβάλῃ Κύριος ὁ Θεός σου εἰς
τὴν χώραν σου τὴν βροχὴν εἰς σκόνην.
Καὶ θὰ πέσῃ χῶμα ἐπάνω
σου ἀπὸ τὸν οὐρανόν, ἕως ὅτου
σὲ συντρίψῃ τὸ ταχύτερον καὶ σὲ
ἐξολοθρεύσῃ. |
25
Δῴη σε Κύριος ἐπισκοπὴν ἐναντίον
τῶν ἐχθρῶν σου· ἐν ὁδῷ
μιᾷ ἐξελεύσῃ πρὸς αὐτούς,
καὶ ἐν ἑπτὰ ὁδοῖς φεύξῃ
ἀπὸ προσώπου αὐτῶν· καὶ
ἔσῃ ἐν διασπορᾷ ἐν πάσαις
βασιλεῖς τῆς γῆς·
|
25
Ὁ Κύριος θὰ σὲ ἐπισκεφθῇ
μὲ ὀργὴν ἀποστέλλων πρὸς
τιμωρίαν σου τοὺς ἐχθρούς σου. Θὰ
νικηθῇς ἀπὸ αὐτούς· καὶ
ἐνῶ ἀπὸ ἕνα δρόμον συμπαγὴς
καὶ ὀργανωμένος θὰ ἐπιτεθῇς
ἐναντίον αὐτῶν, ἀπὸ ἑπτὰ
δρόμους θὰ φύγῃς πανικόβλητος
καταδιωκόμενος ἀπὸ αὐτούς. Καὶ
διασπαρῆτε ὡς αἰχμάλωτοι εἰς
ὅλας τὰς βοσιλείας τοῦ κόσμου.
|
25
Θὰ σὲ τιμωρήσῃ καὶ θὰ σὲ
ἐγκαταλείψῃ ἀβοήθητον ὁ Κύριος ἐμπρὸς
εἰς τοὺς ἐχθρούς σου. Καὶ ἐνῷ
θὰ βγῇς καὶ θὰ προχωρῇς ἐναντίον
των παρατεταγμένος εἰς ἕνα δρόμον, θὰ φεύγῃς
τρομοκρατημένος ἀπὸ ἐμπρός των εἰς
ἑπτὰ δρόμους, ὁπουδήποτε προλάβῃ δηλαδὴ
καθένας σας, διὰ νὰ σωθῇ. Καὶ
θὰ διασκορπισθῇς εἰς ὅλα τὰ
βασίλεια τῆς γῆς. |
26
καὶ ἔσονται οἱ νεκροὶ ὑμῶν
κατάβρωμα τοῖς πετεινοῖς τοῦ οὐρανοῦ
καὶ τοῖς θηρίοις τῆς γῆς, καὶ
οὐκ ἔσται ὁ ἀποσοβῶν.
|
26
Οἱ νεκροί σου θὰ μένουν ἄταφοι,
τροφὴ τῶν πτηνῶν τοῦ οὐρανοῦ
καὶ τῶν θηρίων τῆς γῆς. Κανεὶς
δὲν θὰ ἡμπορέσῃ νὰ προλάβῃ
καὶ νὰ σταματήσῃ τὴν καταστροφήν
σου. |
26
Θὰ μείνουν δὲ οἱ νεκροί σας ἄταφοι.
Θὰ εἶναι τροφὴ διὰ τὰ ὄρνεα
τοῦ οὐρανοῦ καὶ διὰ τὰ
θηρία τῆς γῆς. Καὶ δὲν θὰ ὑπάρχῃ
κανείς, ποὺ νὰ τὰ διώχνη καὶ νὰ
σᾶς γλυτώνῃ ἀπὸ αὐτά.
|
27
Πατάξαι σε Κύριος ἕλκει Αἰγυπτίῳ
εἰς τὴν ἕδραν καὶ ψώρᾳ
ἀγρίᾳ καὶ κνήφῃ, ὥστε
μὴ δύνασθαί σε ἰαθῆναι.
|
27
Ὁ Κύριος θὰ σὲ κτυπήσῃ
μὲ τὰς πληγὰς τῆς Αἰγύπτου
εἰς τὸ δέρμα σου, μὲ ἀγρίαν
ψώραν καὶ μὲ φαγούραν, ὥστε
νὰ μὴ ἠμπορῇς νὰ εὕρῃς
θεραπείαν. |
27
Θὰ σὲ κτυπήσῃ ὁ Κύριός μὲ τὸ
ἔλκος τηςΑἰγύπτου, μὲ πληγὴν
δηλαδὴ καὶ ἀπόστημα εἰς τὴν
ἕδραν (εἰς τὰ ὀπίσθιά
σου, εἰς τὸ σημεῖον τῶν αἱμορροΐδων)
καὶ μὲ ψώραν βαρείας μορφῆς καὶ μὲ
φαγούραν, ὥστε νὰ μὴ ἠμπορῇς
νὰ θεραπευθῇς. |
28
Πατάξαι σε Κύριος παραπληξίᾳ καὶ
ἀορασίᾳ καὶ ἐκστάσει διανοίας,
|
28
Θὰ σὲ κτυπήσῃ ὁ Κύριος
μὲ παράλυσιν, μὲ τύφλωσιν καὶ
φρενοοβλάδειαν. |
28
Θὰ σὲ κτυπήσῃ ὁ Κύριος μὲ παραπληγίαν
(ἠμιπληγίαν, παράλυσιν) καὶ τύφλωσιν καὶ
τρέλλαν. |
29
καὶ ἔσῃ ψηλαφῶν μεσημβρίας,
ὡσεί τις ψηλαφήσαι τυφλὸς ἐν
τῷ σκότει, καὶ οὐκ εὐοδώσει
τὰς ὁδούς σου· καὶ ἔσῃ
τότε ἀδικούμενος καὶ διαρπαζόμενος
πάσας τὰς ἡμέρας, καὶ οὐκ
ἔσται σοι ὁ βοηθῶν.
|
29
Εἰς τὸ καταμεσήμερον θὰ ψηλαφῇς,
διὰ νὰ εὕρῃς διάφορα ἀντικείμενα,
ὅπως ψηλαφῇ ὁ τυφλὸς εἰς τὸ
σκότος, καὶ δὲν θὰ κατευοδοθοῦν
αἱ προσπάθειαί σου. Ἄλλοι θὰ
σὲ ἀδικοῦν καὶ θὰ ἁρπάζουν
τὰ ὑπάρχοντά σου ὅλας τὰς
ἡμέρας, καὶ κανεὶς δὲν θὰ
ὑπάρχῃ νὰ σὲ βοηθήσῃ.
|
29
Καὶ ἔτσι θὰ ψηλαφᾷς, ἐνῷ
θὰ εἶναι μεσημέρι, ὅπως ἀκριβῶς
ψηλαφᾷ ὁ τυφλός, ὁ βυθισμένος εἰς
τὸ σκοτάδι, καὶ δὲν θὰ ἠμπορῇς
νὰ προωθῇς τὰς ὑποθέσεις τῆς
ζωῆς σου. Καὶ θὰ σὲ ἐκμεταλλεύωνται
τότε οἱ ἄδικοι καὶ οἱ ἅρπαγες
εἰς ὅλην σου τὴν ζωὴν καὶ δὲν
θὰ ἔχῃς κανένα βοηθόν σου.
|
30
Γυναῖκα λήψῃ, καὶ ἀνήρ
ἕτερος ἕξει αὐτήν· οἰκίαν
οἰκοδομήσεις, καὶ οὐκ οἰκήσεις
ἐν αὐτῇ· ἀμπελῶνα φυτεύσεις,
καὶ οὐ μὴ τρυγήσῃς αὐτόν·
|
30
Σύζυγον θὰ λάβῃς καὶ ἄλλος
ἄνδρας θὰ τὴν ἔχῃ· οἰκίαν
θὰ οἰκοδομήσῃς καὶ δὲν
θὰ κατοικήσῃς εἰς αὐτήν.
Ἀμπέλι θὰ φυτεύσῃς καὶ
δὲν θὰ τὸ τρυγήσῃς.
|
30
Θὰ πάρῃς γυναῖκα καὶ θὰ
τὴν ἔχῃ ἄλλος. Θὰ κτίσῃς
σπίτι καὶ δὲν θὰ κατοικήσῃς εἰς
αὐτό. Θὰ φυτεύσῃς ἀμπέλι
καὶ δὲν θὰ μαζεύσῃς τὰ σταφύλια
του. |
31
ὁ μόσχος σου ἐσφαγμένος ἐναντίον
σου, καὶ οὐ φάγῃ ἐξ αὐτοῦ·
ὁ ὄνος σου ἡρπασμένος ἀπὸ
σοῦ, καὶ οὐκ ἀποδοθήσεται σοι·
τὰ πρόβατά σου δεδομένα τοῖς
ἐχθροῖς σου, καὶ οὐκ ἔσται σοι
ὁ βοηθῶν· |
31
Ἄλλος θὰ σφάξῃ ἐμπρὸς
εἰς τὰ μάτια σου τὸ μοσχάρι
σου καὶ σὺ δὲν θὰ φάγῃς
ἀπὸ αὐτό. Τὸν ὄνον σου
θὰ τὸν ἁρπάσουν ἀπὸ ἐμπρός
σου καὶ δὲν θὰ σοῦ τὸν ἀποδώσουν·
τὰ πρόβατά σου θὰ δίδωνται εἰς
τοὺς ἐχθρούς σου καὶ δὲν θὰ
ὑπάρξῃ κανεὶς νὰ σὲ βοηθήσῃ.
|
31
Θὰ σφάξουν ἐμπρός σου τὸ μοσχάρι σου καὶ
δὲν θὰ ἠμπορῇς νὰ φάγῃς
ἀπὸ αὐτό. Θὰ ἀρπάξουν
ἀπὸ σὲ τὸν ὄνον σου καὶ
δὲν θὰ σοῦ τὸν ἐπιστρέψουν ποτέ.
Θὰ βλέπῃς τὰ πρόβατά σου δοσμένα εἰς
τοὺς ἐχθρούς σου καὶ δὲν θὰ
ὑπάρχῃ κανεὶς νὰ σὲ βοηθήσῃ,
διὰ νὰ τὰ πάρῃς πίσω.
|
32
οἱ υἱοί σου καὶ αἱ θυγατέρες
σου δεδομέναι ἔθνει ἑτέρῳ καὶ
οἱ ὀφθαλμοί σου βλέψονται σφακελίζοντες
εἰς αὐτά, οὐκ ἰσχύσει
ἡ χείρ σου· |
32
Οἱ υἱοί σου καὶ αἱ θυγατέρες
σου θὰ παραδοθοῦν εἰς ἀλλοεθνεῖς
καὶ οἱ ὀφθαλμοί σου θὰ βλέπουν
αὐτοὺς ἀπαγομένους μέχρις ὅτου
ἀτονίσουν καὶ καταληφθοῦν ἀπὸ
σπασμούς. Τὸ χέρι σου θὰ εἶναι
ἀνίκανον νὰ βοηθήσῃ αὐτούς.
|
32
Οἱ υἱοί σου καὶ αἱ κόραι σου θὰ
παραδοθοῦν εἰς ἄλλον λαὸν καὶ
θὰ συστρέφωνται μὲ σπασμοὺς τὰ μάτια
σου ἀπὸ τὸν πόνον, καθὼς θὰ
ἀτενίζουν τὰ παιδιά σου καὶ δὲν
θὰ ἠμπορῇς νὰ κάνῃς τίποτε δι'
αὐτά. |
33
τὰ ἐκφόρια τῆς γῆς σου καὶ
πάντας τοὺς πόνους σου φάγεται ἔθνος,
ὃ οὐκ ἐπίστασαι, καὶ ἔσῃ
ἀδικούμενος καὶ τεθραυσμένος πάσας
τὰς ἡμέρας·
|
33
Τὰ προϊόντα τῶν ἀγρῶν σου καὶ
ὅλους τοὺς κόπους σου θὰ τοὺς
φάγῃ λαός, τὸν ὁποῖον
δὲν γνωρίζεις. Θὰ ἀδικῆσαι καὶ
θὰ συντρίβεσαι ὅλας τὰς ἡμέρας
τῆς ζωῆς σου. |
33
Τὰ προϊόντα τῆς χώρας σου καὶ ὅλους
τοὺς κόπους σου θὰ τοὺς φάγῃ λαός,
ποὺ οὔτε κἀν τὸν γνωρίζεις. Καὶ
θὰ εἶσαι ἀδικημένος καὶ τσακισμένος
εἰς ὅλην σου τὴν ζωήν.
|
34
καὶ ἔσῃ παράπληκτος διὰ τὰ
ὁράματα τῶν ὀφθαλμῶν σου, ἃ
βλέψῃ· |
34
Θὰ μένῃς ἄναυδος καὶ ἔξαλλος
ἐμπρὸς εἰς ἐκεῖνα, ποὺ
θὰ βλέπουν οἱ ὀφθαλμοί σου.
|
34
Καὶ θὰ κυριευθῇς ἀπὸ κατάπληξιν,
θὰ χάσῃς τὰ λογικά σου ἐμπρὸς
εἰς αὐτά, ποὺ θὰ βλέπουν τὰ
μάτια σου. |
35
πατάξαι σε Κύριος ἐν ἕλκει πονηρῷ
ἐπὶ τὰ γόνατα καὶ ἐπὶ
τὰς κνήμας, ὥστε μὴ δύνασθαι
ἰαθῆναί σε ἀπὸ ἴχνους
τῶν ποδῶν σου ἕως τῆς κορυφῆς
σου. |
35
Θὰ σὲ κτυπήσῃ ὁ Κύριος
μὲ σκληρὰς πληγὰς εἰς τὰ γόνατα,
εἰς τὰς κνήμας, ἀπὸ τὸ
πέλμα τῶν ποδιῶν σου ἕως εἰς
τὸ κεφάλι σου, τόσον βαρειά, ὥστε
νὰ μὴ ἠμπορῇς νὰ θεραπευθῇς.
|
35
Θὰ σὲ κτυπήσῃ ὁ Κύριος μὲ φοβερὰν
πληγὴν εἰς τὰ γόνατα καὶ εἰς
τὰς κνήμας, ὥστε νὰ μὴ ἠμπορῇς
νὰ θεραπευθῇς. Θὰ ἔχῃς πληγὰς
ἀπὸ τὸ πέλμα τῶν ποδιῶν σου
μέχρι τὸ κεφάλι σου. |
36
Ἀπαγάγοι Κύριός σε καὶ τοὺς
ἄρχοντάς σου, οὓς ἂν καταστήσῃς
ἐπὶ σεαυτόν, ἐπ' ἔθνος, ὃ
οὐκ ἐπίστασαι σὺ καὶ οἱ
πατέρες σου, καὶ λατρεύσεις ἐκεῖ
θεοῖς ἐτέροις, ξύλοις καὶ λίθοις.
|
36
Θὰ ἀπαγάγῃ ὁ Κύριος σὲ
καὶ τοὺς ἄρχοντάς σου, τοὺς
ὁποίους θὰ ἔχῃς ἐκλέξει
διὰ τὸν ἑαυτόν σου, εἰς ἄλλον
λαὸν τὸν ὁποῖον οὔτε σὺ
οὔτε οἱ πατέρες σου ἐγνωρίζατε.
Καὶ ἐκεῖ θὰ λατρεύσῃς
ἄλλους θεούς, ξύλα καὶ λιθάρια.
|
36
Σὲ καὶ τοὺς ἄρχοντάς σου, τοὺς
ὁποίους θὰ ἔχῃς ἐγκαταστήσει
διὰ νὰ σὲ κυβερνοῦν, θὰ σᾶς
ὁδηγήσῃ ὁ Κύριος αἰχμαλώτους
εἰς κάποιον λαόν, ποὺ εἶναι ἄγνωστος
καὶ εἰς σὲ καὶ εἰς τοὺς
πατέρας σου, καὶ θὰ ἀναγκασθῇς ἐκεῖ
νὰ λατρεύσῃς ἄλλους θεούς, ξύλα καὶ
λίθους. |
37
Καὶ ἔσῃ ἐκεῖ ἐν αἰνίγματι
καὶ παραβολῇ καὶ διηγήματι ἐν
πᾶσι τοῖς ἔθνεσιν, εἰς οὓς ἂν
ἀπαγάγῃ σε Κύριος ἐκεῖ.
|
37
Καὶ θὰ εἶσαι ἀνεξήγητον αἴνιγμα,
παροιμία καὶ μολόγημα μεταξὺ ὅλων
τῶν ἐθνῶν, εἰς τὰ ὁποῖα
θὰ σὲ ἀπαγάγῃ ὁ Κύριος.
|
37
Ἐκεῖ δὲ ἀνάμεσα εἰς ὅλα
τὰ ἔθνη, ὅπου θὰ σὲ ὁδηγήσῃ
αἰχμάλωτον ὁ Κύριος, θὰ εἶσαι τὸ
ἀνεξήγητον αἴνιγμα, τὸ παράδειγμα ποὺ
θὰ βεβαιώνῃ τὸ ποὺ ἠμπορεῖ
νὰ καταντήσει ἕνας λαὸς καὶ τὸ
θέμα σαρκαστικῶν ἱστοριῶν.
|
38
Σπέρμα πολὺ ἐξοίσεις εἰς τὸ
πεδίον καὶ ὀλίγα εἰσοίσεις,
ὅτι κατέδεται αὐτὰ ἡ ἀκρίς.
|
38
Πολὺν σπόρον θὰ ρίχνῃς εἰς
τὸν ἀγρόν σου καὶ ὀλίγα
εἰσοδήματα θὰ παίρνῃς, διότι
θὰ καταφάγῃ αὐτὰ ἡ ἀκρίδα.
|
38
Θὰ βγάλῃς ἀπὸ τὸ σπίτι σου καὶ
θὰ σπείρῃς πολὺν σπόρον εἰς τὰ
χωράφια σου, ἀλλ ὅμως θὰ συγκεντρώσεις
εἰς τὰς ἀποθήκας σου ὀλίγον καρπόν,
ἐπειδὴ θὰ καταφάγῃ ἡ ἀκρίδα
τὰ προϊόντα τῆς γῆς σου.
|
39
Ἀμπελῶνα φυτεύσεις καὶ κατεργᾷ,
καὶ οἶνον οὐ πίεσαι, οὐδὲ
εὐφρανθήσῃ ἐξ αὐτοῦ, ὅτι
καταφάγεται αὐτὰ ὁ σκώληξ.
|
39
Θὰ φυτεύσῃς ἀμπέλι καὶ
θὰ τὸ ἐργασθῇς, ἀλλὰ δὲν
θὰ πίῃς οἶνον, δὲν θὰ
εὐφρανθῇς ἀπὸ αὐτό, διότι
τὸ σκουλήκι θὰ καταφάγῃ τὰ
σταφύλια. |
39
Θὰ φυτεύσῃς καὶ θὰ καλλιεργήσῃς
μὲ κόπον ἀμπέλι καὶ δὲν θὰ
πιῇς κρασί, οὔτε θὰ εὐφρανθῇς
ἀπὸ αὐτό, διότι θὰ καταφάγῃ
τὰ σταφύλια του τὸ σκουλήκι.
|
40
Ἐλαῖαι ἔσονταί σοι ἐν πᾶσι
τοῖς ὁρίοις σου, καὶ ἔλαιον
οὐ χρίσῃ, ὅτι ἐκρυήσεται
ἡ ἐλαία σου. |
40
Ἐληὲς θὰ ὑπάρχουν εἰς
ὅλην τὴν ἔκτασιν τῆς χώρας σου,
ἀλλὰ δὲν θὰ ἔχῃς λάδι
οὔτε νὰ ἀλειφθῇς, διότι θὰ
πέσῃ παράκαιρα ὁ καρπὸς τῶν
ἐλαιῶν σου. |
40
Θὰ ἔχῃς ἐλαιόδενδρα εἰς
ὅλην τὴν χώραν σου καὶ ὅμως δὲν
θὰ ἀλείψῃς τὸν ἑαυτόν
σου μὲ λάδι, διότι θὰ πέσῃ πρόωρα ὁ
καρπὸς τῶν ἐλαιοδένδρων σου.
|
41
Υἱοὺς καὶ θυγατέρας γεννήσεις
καὶ οὐκ ἔσονταί σοι, ἀπελεύσονται
γὰρ ἐν αἰχμαλωσίᾳ.
|
41
Θὰ ἀποκτήσῃς υἱοὺς καὶ
θυγατέρας, ἀλλὰ δὲν θὰ τοὺς
ἔχῃς κοντά σου, διότι θὰ ἀπαχθοῦν
αἰχμάλωτοι. |
41
Θὰ γεννήσῃς υἱοὺς καὶ θυγατέρας
καὶ δὲν θὰ τοὺς ἔχῃς μαζί
σου νὰ τοὺς χαίρεσαι, διότι θὰ ὁδηγηθοῦν
αἰχμάλωτοι εἰς ἄλλην χώραν.
|
42
Πάντα τὰ ξύλινά σου καὶ τὰ
γενήματα τῆς γῆς σου ἐξαναλώσει
ἡ ἐρισύβη. |
42
Ὅλα τὰ δένδρα σου καὶ τὰ γενήματα
τῶν ἀγρῶν σου θὰ τὰ καταστρέψῃ
ἀρρώστια τῶν φυτῶν, ἡ σκωρίασις.
|
42
Ὅλα τὰ δένδρα σου καὶ τὰ προϊόντα
τῆς χώρας σου θὰ τὰ ἐξολοθρεύσῃ
ἡ φοβερὴ ἀρρώστια τῶν φυτῶν
ἐρυσίβη. |
43
Ὁ προσήλυτος, ὅς ἐστιν ἐν σοί,
ἀναβήσεται ἐπὶ σὲ ἄνω
ἄνω, σὺ δὲ καταβήσῃ κάτω
κάτω· |
43
Ὁ ξένος, ποὺ θὰ εἶναι κοντά
σου, θὰ εὐδοκιμήσῃ καὶ θὰ
ἀνέλθῃ πολὺ ὑψηλότερα
ἀπὸ σὲ, σὺ δὲ θὰ πέσῃς
πολὺ χαμηλά. |
43
Ὁ ξένος ποὺ διαμένει μαζί σου καὶ σέβεται
τὴν θρησκείαν σου, θὰ προοδεύσῃ καὶ
θὰ γίνῃ πολὺ ἀνώτερός σου, ἐνῷ
σὺ θὰ καταπέσῃς καὶ θὰ γίνῃς
πολὺ κατώτερός του. |
44
οὗτος δανειεῖ σοι, σὺ δὲ τούτῳ
οὐ δανειεῖς· οὗτος ἔσται κεφαλή,
σὺ δὲ ἔσῃ οὐρά.
|
44
Ἐκεῖνος θὰ πλουτήσῃ ὥστε
νὰ σὲ δανείζῃ, ἐνῶ σὺ
δὲν θὰ ἔχῃς τὴν δυνατότητα
νὰ τὸν δανείζῃς. Εἰς τὸν
τόπον σου ἐκεῖνος θὰ εἶναι κεφαλὴ
καὶ σὺ θὰ εἶσαι ἡ οὐρά.
|
44
Αὐτὸς θὰ εἶναι εἰς θέσιν νὰ
σοῦ δίδῃ δάνεια, ἐνῷ σὺ δὲν
θὰ ἠμπορῇς νὰ τοῦ δανείζῃς.
Αὐτὸς θὰ εἶναι κεφάλι, πρῶτος
καὶ ἔνδοξος, ἐνῷ σὺ θὰ
εἶσαι οὐρά, τελευταῖος καὶ ἄσημος.
|
45
Καὶ ἐλεύσονται ἐπὶ σὲ
πᾶσαι αἱ κατάραι αὐταὶ καὶ
καταδιώξονταί σε καὶ καταλήψονταί
σε, ἕως ἂν ἐξολοθρεύσῃ σε καὶ
ἕως ἂν ἀπολέσῃ σε, ὅτι
οὐκ εἱσήκουσας τῆς φωνῆς Κυρίου
τοῦ Θεοῦ σου, φυλάξαι τὰς ἐντολὰς
αὐτοῦ καὶ τὰ δικαιώματα, ὅσα
ἐνετείλατό σοι.
|
45
Θὰ ἐπιπέσουν ἐναντίον σου ὅλαι
αὐταὶ αἱ κατάραι, θὰ σὲ
καταδιώξουν καὶ θὰ σὲ καταλάβουν,
ἕως ὅτου σὲ ἐξολοθρεύσουν, ἕως
ὅτου σὲ καταστρέψουν, διότι δὲν
ὑπήκουσες εἰς τὴν φωνὴν Κυρίου
τοῦ Θεοῦ σου νὰ φυλάξῃς τὰς
ἐντολάς του καὶ τὰ προστάγματά
του, ὅσα σὲ διέταξε. |
45
Θὰ ἔλθουν δὲ εἰς σὲ ὅλαι
αὐταὶ αἱ κατάραι καὶ θὰ σὲ
κυνηγήσουν καὶ θὰ σὲ πιάσουν, ἕως
ὅτου σὲ ἐξολοθρεύσῃ καὶ
σὲ καταστρέψῃ ὁ Κύριος, ἐπειδὴ
δὲν ὑπήκουσες εἰς τὴν φωνὴν
Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου, ποὺ ὥριζε νὰ
φυλάξῃς τὰς ἐντολάς Του καὶ τὰ
προστάγματά Του, ὅσα σὲ διέταξε.
|
46
Καὶ ἔσται ἐν σοι σημεῖα καὶ
τέρατα ἐν τῷ σπέρματί σου ἕως
τοῦ αἰῶνος, |
46
Αὐταὶ δὲ αἱ τιμωρίαι θὰ
εἶναι σημάδια καὶ καταπληκτικὰ γεγονότα,
ὄχι μόνον διὰ σέ, ἀλλὰ
καὶ διὰ τοὺς ἀπογόνους σου πάντοτε,
|
46
Θὰ γίνουν δὲ εἰς σὲ καὶ εἰς
τοὺς ἀπογόνους σου σημεῖα καὶ τέρατα,
ποὺ θὰ φανερώνουν τὴν δύναμιν τοῦ
δικαίου Θεοῦ ἕως συντελείας τῶν αἰώνων. |
47
ἀνθ' ὧν οὐκ ἐλάτρευσας Κυρίῳ
τῷ Θεῷ σου ἐν εὐφροσύνῃ
καὶ ἀγαθῇ διανοίᾳ διὰ
τὸ πλῆθος πάντων.
|
47
ἕνεκα τοῦ γεγονότος ὅτι σὺ δὲν
ἐλάτρευσες Κύριον τὸν Θεόν σου
μὲ χαρὰν καὶ μὲ εὐγνώμονα
καρδίαν δι' ὅλα τὰ ἀναρίθμητα
ἀγαθὰ ποὺ σοῦ ἔδωκε.
|
47
Θὰ γίνουν, ἐπειδὴ δὲν ἠθέλησες
νὰ ὑποταχθῇς καὶ νὰ λατρεύσῃς
Κύριον τὸν Θεόν σου μὲ εὐφροσύνην καὶ
εὐγνώμονα διάθεσιν διὰ τὸ πλῆθος ὅλων
τῶν ἀγαθῶν, ποὺ σοῦ ἐχάρισε.
|
48
Καὶ λατρεύσεις τοῖς ἐχθροῖς
σου, οὓς ἐξαποστελεῖ Κύριος ἐπὶ
σέ, ἐν λιμῷ καὶ ἐν δίψει
καὶ ἐν γυμνότητι καὶ ἐν ἐκλείψει
πάντων· καὶ ἐπιθήσῃ κλοιὸν
σιδηροῦν ἐπὶ τὸν τράχηλόν
σου, ἕως ἂν ἐξολοθρεύσῃ σε.
|
48
Θὰ γίνῃς εὐτελὴς δοῦλος
εἰς τοὺς ἐχθρούς σου, τοὺς ὁποίους
θὰ στείλῃ ὁ Κύριος ἐναντίον
σου· θὰ πεινᾷς, θὰ διψᾷς, θὰ
εἶσαι γυμνός, θὰ στερῆσαι ἀπὸ
ὅλα· ὁ δὲ ἐχθρός σου θὰ
θέσῃ γύρω ἀπὸ τὸν τράχηλόν
σου σιδερένιον κρίκον, μέχρις ὅτου
σὲ ἐξολοθρεύσῃ.
|
48
Θὰ ὑποταχθῇς λοιπὸν καὶ θὰ
δουλεύῃς μέχρι λατρείας, σὰν τιποτένιος σκλάβος,
εἰς τοὺς ἐχθρούς σου, τοὺς ὁποίους
θὰ στείλῃ ὁ Κύριος ἐναντίον σου. Θὰ
δουλεύῃς μάλιστα εἰς αὐτοὺς μὲ
πεῖναν καὶ μὲ δίψαν καὶ μὲ γυμνότητα
καὶ μὲ στέρησιν τῶν πάντων. Καὶ ὁ
ἐχθρός σου θὰ βάλῃ εἰς τὸν
λαιμόν σου σιδερένιον κλοιόν, ἕως ὅτου σὲ
ἐξοντώσῃ. |
49
Ἐπάξει ἐπὶ σὲ Κύριος ἔθνος
μακρόθεν ἀπ' ἐσχάτου τῆς γῆς
ὡσεὶ ὅρμημα ἀετοῦ, ἔθνος,
ὃ οὐκ ἀκούσῃ τῆς φωνῆς
αὐτοῦ, |
49
Ὁ Κύριος θὰ ὁδηγήσῃ ἐναντίον
σου ἀπὸ μακράν, ἀπὸ τὰ
ἄκρα τῆς γῆς, ἔθνος ὁρμητικὸν
καὶ ταχὺ ὠσὰν τὸν ἀετόν,
ἔθνος τοῦ ὁποίου δὲν θὰ
ἐννοῇς τὴν γλῶσσαν·
|
49
Θὰ φέρῃ ἐναντίον σου ὁ Κύριος ἀπὸ
μακριά, ἀπὸ τὴν ἄκρην τῆς γῆς,
ἕνα λαόν, ποὺ θὰ ὁρμᾷ σὰν
ἀετὸς ἁρπακτικὸς καὶ αἱμοβόρος.
Λαόν, τοῦ ὁποίου δὲν θὰ καταλαβαίνῃς
τὴν γλῶσσαν. |
50
ἔθνος ἀναιδὲς προσώπῳ, ὅστις
οὐ θαυμάσει πρόσωπον πρεσβύτου καὶ
νέον οὐκ ἐλεήσει,
|
50
λαὸν ἀναίσχυντον καὶ ἀδιάντροπον,
ὁ ὁποῖος δὲν θὰ σεβασθῇ
τὸν γέροντα καὶ δὲν θὰ λυπηθῇ
τὸ παιδί. |
50
Λαὸν μὲ ὄψιν ἀδιάντροπον, ποὺ
δὲν θὰ ὑπολογίσῃ καὶ δὲν
θὰ σεβασθῇ πρόσωπον γέροντος καὶ δὲν
θὰ λυπηθῇ τοὺς νέους.
|
51
καὶ κατέδεται τὰ ἔκγονα τῶν
κτηνῶν σου καὶ τὰ γενήματα τῆς
γῆς σου, ὥστε μὴ καταλιπεῖν σοι σίτον,
οἶνον, ἔλαιον, τὰ βουκόλια τῶν
βοῶν σου, καὶ τὰ ποίμνια τῶν
προβάτων σου, ἕως ἂν ἀπολέσῃ
σε |
51
Αὐτὸς θὰ καταφάγῃ αὐτά,
ποὺ θὰ γεννοῦν τὰ ζῶα σου, θὰ
καταφάγῃ τὰ προϊόντα τῆς γῆς
σου, καὶ δὲν θὰ ἀφήσῃ
διὰ σὲ σιτάρι, οἶνον, ἔλαιον,
τὰ κοπάδια τῶν βοῶν σου καὶ
τὰ ποίμνια τῶν προβάτων σου, μέχρις
ὅτου σὲ καταστρέψῃ,
|
51
Καὶ θὰ καταφάγῃ ὅσα θὰ γεννοῦν
τὰ ζῶα σου καὶ τοὺς καρποὺς
τῆς χώρας σου, ὥστε νὰ μὴ σοῦ
ἀφήσῃ σιτάρι, κρασί, λάδι, κοπάδια βοδιῶν
καὶ κοπάδια προβάτων, ἕως ὅτου σὲ
καταστρέψῃ. |
52
καὶ ἐκτρίψῃ σε ἐν ταῖς
πόλεσί σου, ἕως ἂν καθαιρεθῶσι
τὰ τείχη τὰ ὑψηλὰ καὶ
τὰ ὀχυρὰ, ἐφ' οἶς σὺ πέποιθα
ἐπ' αὐτοῖς, ἐν πάσῃ τῇ
γῇ σου, καὶ θλίψει σὲ ἐν ταῖς
πόλεσί σου, αἷς ἔδωκὲ σοι.
|
52
καὶ σὲ ἐξοντώσῃ ἀπὸ
τὰς πόλεις σου, μέχρις ὅτου κρημνισθοῦν
τὰ ὑψηλὰ καὶ τὰ ὀχυρὰ
τείχη, ἐπὶ τῶν ὁποίων
σὺ εἶχες πεποίθησιν, εἰς ὅλην
τὴν ἔκτασιν τῆς χώρας σου. Θὰ
σὲ βασανίσῃ καὶ θὰ σὲ
ταλαιπωρήσῃ εἰς ὅλας τὰς πόλεις,
τὰς ὁποίας σοῦ ἔδωσεν ὁ
Θεός. |
52
Καὶ θὰ σὲ συντρίψῃ εἰς τὰς
πόλεις σου, μέχρι ποὺ νὰ πέσουν καὶ νὰ
διαλυθοῦν τὰ τείχη τὰ ὑψηλὰ
καὶ τὰ ὀχυρά, εἰς τὰ ὁποῖα
ἐστήριζες σὺ τὴν ἀσφάλειαν καὶ
δύναμίν σου εἰς ὅλην τὴν χώραν σου. Καὶ
θὰ σὲ κάνῃ νὰ ὑποφέρῃς
μέσα εἰς τὰς πόλεις, ποὺ σοῦ ἔδωσεν
ὁ Κύριος. |
53
Καὶ φαγῇ τὰ ἔγκονα τῆς κοιλίας
σου, κρέα υἱῶν σου καὶ θυγατέρων
σου, ὅσα ἔδωκέ σοι Κύριος ὁ
Θεός σου, ἐν τῇ στενοχωρίᾳ σου
καὶ ἐν τῇ θλίψει σου, ᾗ θλίψει
σε ὁ ἐχθρός σου.
|
53
Καὶ σύ, παραζαλισμένος ἀπὸ τὴν
συμφορὰν καὶ τὴν πεῖναν, θὰ
φάγῃς τὸν καρπὸν τῶν σπλάγχνων
σου, τὰ κρέατα τῶν παιδιῶν σου καὶ
τῶν θυγατέρων σου, ὅσα σοῦ ἔδωκεν
ὁ Θεός, ἐξ αἰτίας τῆς
ἀπογνώσεως καὶ τῆς θλίψεως,
εἰς τὴν ὁποίαν σὲ κατήντησεν
ὁ ἐχθρός σου. |
53
Μέσα δὲ εἰς τὴν στενοχωρίαν σου καὶ
εἰς τὴν θλῖψιν σου, μὲ τὴν ὁποίαν
θὰ σὲ συνθλίψη ὁ ἐχθρός σου,
θὰ φθάσῃς εἰς τὸ σημεῖον νὰ
φάγῃς τοὺς καρπούς τῶν σπλάγχνων σου,
τὰ κρέατα τῶν υἱῶν καὶ τῶν
θυγατέρων σου, ποὺ σοῦ ἔδωσεν ὁ Κύριος
καὶ Θεός σου. |
54
Ὁ ἁπαλὸς ὁ ἐν σοὶ καὶ
ὁ τρυφερὸς σφόδρα βασκανεῖ τῷ
ὀφθαλμῷ τὸν ἀδελφὸν καὶ
τὴν γυναῖκα τὴν ἐν τῷ κόλπῳ
αὐτοῦ καὶ τὰ καταλελειμμένα
τέκνα, ἃ ἂν καταλειφθῇ αὐτῷ,
|
54
Ὁ πλέον λεπτεπίλεπτος μεταξύ σας καὶ
ὁ πλέον τρυφερός, θὰ φθονῇ τὸν
ἀδελφόν του, τὴν γυναῖκα του, ποὺ
αὐτὸς θὰ τὴν ἔχῃ εἰς
τὴν ἀγκάλην του, καὶ ὅσα παιδιὰ
τοῦ ἀπέμειναν ἀπὸ τὴν
πεῖναν· |
54
Καὶ ὁ πλέον λεπτὸς καὶ ὁ πλέον
τρυφερὸς μεταξύ σας θὰ ρίχνῃ βλέμματα
φθονερὰ εἰς τὸν ἀδελφόν του καὶ
εἰς τὴν γυναῖκα, ποὺ εἶναι εἰς
τὴν ἀγκάλην του, καὶ εἰς τοὺς
ἀπογόνούς του, εἰς ὅσα παιδιὰ θὰ
τοῦ ἔχουν ἀπομείνει.
|
55
ὥστε δοῦναι ἑνὶ αὐτῶν
ἀπὸ τῶν σαρκῶν τῶν τέκνων
αὐτοῦ, ὧν ἂν κατέσθῃ,
διὰ τὸ μὴ καταλειφθῆναι αὐτῷ
οὐδὲν ἐν τῇ στενοχωρίᾳ
σου καὶ ἐν τῇ θλίψει σου ᾗ ἂν
θλίψωσί σε οἱ ἐχθροί σου ἐν
πάσαις ταῖς πόλεσί σου.
|
55
θὰ σκληρυνθῇ τόσον, ὥστε νὰ
μὴ δώσῃ εἰς κανένα ἐξ
αὐτῶν ἀπὸ τὰ κρέατα τῶν
τέκνων του, τὰ ὁποῖα αὐτὸς
θὰ τρώγῃ, διότι δὲν θὰ
τοῦ ἔχῃ ἀπομείνει τίποτε
ἄλλο πρὸς χορτασμὸν τῆς πείνας
του. Τόσον μεγάλη θὰ εἶναι ἡ
στενοχωρία σου καὶ ἡ θλῖψις σου, μὲ
τὴν ὁποίαν θὰ σὲ καταθλίβουν
οἱ ἐχθροί σου εἰς ὅλας τὰς
πόλεις σου. |
55
Θὰ τοὺς βλέπῃ φθονερά, ἐπειδὴ
δὲν θὰ θέλῃ νὰ δώσῃ εἰς
κανένα ἀπὸ αὐτοὺς κάτι ἀπὸ
τὰς σάρκας τῶν παιδιῶν του, ποὺ θὰ
τὰς τρώγῃ ὁ ἴδιος, διότι δὲν
θὰ ἔχῃ ἀπομείνει εἰς αὐτὸν
τίποτε. Θὰ συμβῇ δὲ αὐτὸ τὸ
τρομερὸν τότε, ποὺ θὰ εὑρεθῇς
εἰς στενοχώριαν καὶ θλῖψιν μεγάλην, τὴν
ὁποίαν θὰ σοῦ προκαλέσουν οἱ ἐχθροί
σου εἰς ὅλας τὰς πόλεις σου.
|
56
Καὶ ἡ ἁπαλὴ ἐν ὑμῖν
καὶ ἡ τρυφερά, ἧς οὐχὶ
πεῖραν ἔλαβεν ὁ ποὺς αὐτῆς
βαίνειν ἐπὶ τῆς γῆς διὰ
τὴν τρυφερότητα καὶ διὰ τὴν
ἁπαλότητα, βασκανεῖ τῷ ὀφθαλμῷ
αὐτῆς τὸν ἄνδρα αὐτῆς
τὸν ἐν κόλπῳ αὐτῆς καὶ
τὸν υἱὸν καὶ τὴν θυγατέρα
αὐτῆς |
56
Ἡ καλομαθημένη μεταξύ σας καὶ ἡ
τρυφερὰ γυνή, ἡ ὁποῖα διὰ
τὴν μεγάλην της μαλθακότητα καὶ τρυφερότητα
δὲν εἶχε πατήσει τὸ πόδι τῆς
εἰς τὴν γῆν, θὰ φθονῇ τὸν
ἄνδρα της καὶ τὸ παιδί της καὶ
τὴν θυγατέρα της, |
56
Καὶ ἡ πλέον εὐγενὴς γυναῖκα
ἀνάμεσά σας καὶ ἡ πλέον τρυφερά, τῆς
ὁποίας τὸ πόδι λόγῳ τῆς τρυφερότητος
καὶ ὑπερβολικῆς λεπτότητος δὲν ἐπάτησε
κἂν εἰς τὴν γῆν, θὰ ρίχνῃ
φθονερὰ βλέμματα εἰς τὸν ἴδιον τὸν
ἄνδρα της, ποὺ θὰ εἶναι εἰς
τὴν ἀγκάλην της, καὶ εἰς τὸν
υἱὸν καὶ εἰς τὴν κόρην της.
Θὰ φροντίζῃ νὰ χορτάσῃ ἐκείνη
ἀδιαφορῶντας διὰ τοὺς ἄλλους. |
57
καὶ τὸ χόριον αὐτῆς τὸ
ἐξελθὸν διὰ τῶν μηρῶν αὐτῆς
καὶ τὸ τέκνον, ὃ ἐὰν τέκῃ·
καταφάγεται γὰρ αὐτὰ διὰ τὴν
ἔνδειαν πάντων κρυφῇ ἐν τῇ στενοχωρίᾳ
σου καὶ ἐν τῇ θλίψει σου, ᾗ
θλίψει σε ὁ ἐχθρός σου ἐν ταῖς
πόλεσί σου. |
57
θὰ ἴδῃ μὲ ζηλότυπον βλέμμα
τὸν ὑμένα ποὺ
καλύπτει τὸ ἔμβρυον, τὸ ὁποῖον
ἐξῆλθεν ἀπὸ τοὺς μηρούς
της, καὶ τὸ τέκνον τὸ ὁποῖον
ἐγέννησε. Ἐπάνω εἰς τὴν
ἀβάστακτον στενοχωρίαν καὶ θλῖψιν,
μὲ τὴν ὁποίαν θὰ σὲ καταθλίψῃ
ὁ ἐχθρός σου εἰς ὅλας τὰς
πόλεις σου, ἡ καλομαθημένη γυναίκα
σου, παραζαλισμένη ἀπὸ τὴν πολλὴν
πείναν, θὰ καταφάγῃ αὐτὰ
κρυφίως. |
57
Θὰ βλέπῃ ἐπίσης μὲ φθόνον καὶ
βουλιμίαν ἀκόμη καὶ τὸ <ὕστερον>,
τὸν πλακούντα καὶ τὸν ὑμένα ποὺ
περιβάλλει τὸ ἔμβρυον, ποὺ ἐβγῆκεν
ἀπὸ τοὺς μηρούς της, καὶ τὸ
ἴδιο τὸ βρέφος, ποὺ θὰ γεννήσῃ.
Θὰ τὰ βλέπῃ δὲ ἔτσι, ἐπειδὴ
θὰ σκοπεύῃ νὰ τὰ καταφάγῃ κρυφὰ
λόγῳ τῆς τελείας ἐλλείψεως τροφῶν
κατὰ τὴν στενοχωρίαν σου καὶ κατὰ
τὴν θλῖψιν, ποὺ θὰ σοῦ προκαλέσῃ
ὁ ἐχθρός σου εἰς τὰς πόλεις
σου. |
58
Ἐὰν μὴ εἰσακούσῃς ποιεῖν
πάντα τὰ ρήματα τοῦ νόμου τούτου
τὰ γεγραμμένα ἐν τῷ βιβλίῳ
τούτω φοβεῖσθαι τὸ ὄνομα τὸ
ἔντιμον τὸ θαυμαστὸν τοῦτο, Κύριον
τὸν Θεόν σου, |
58
Ἐὰν δὲν ὑπακούσῃς, ὥστε
νὰ τηρήσῃς ὅλας τὰς ἐντολὰς
τοῦ Νόμου τούτου, αὐτὰς ποὺ
ἔχουν καταγραφῆ εἰς τὸ βιβλίον
τοῦτο, καὶ δὲν εὐλαβηθῇς τὸ
πανέντιμον καὶ θαυμαστὸν τοῦτο ῎Ονομα,
δηλαδὴ Κύριον τὸν Θεόν σου,
|
58
Ἐὰν δὲν ὑπακούσῃς, ὥστε
νὰ ἐφαρμόζῃς ὅλους τοὺς
λόγους τοῦ Νόμου αὐτοῦ, ποὺ ἔχουν
καταγραφῆ εἰς τὸ βιβλίον αὐτό,
καὶ νὰ φοβᾶσαι τὸ ὄνομα τοῦτο,
τὸ ἔνδοξον καὶ θαυμαστόν, τὸν Κύριον
δηλαδὴ καὶ Θεόν σου, |
59
καὶ παραδοξάσει Κύριος τὰς πληγάς
σου καὶ τὰς πληγὰς τοῦ σπέρματός
σου, πληγὰς μεγάλας καὶ θαυμαστάς,
καὶ νόσους πονηρὰς καὶ πιστὰς
|
59
τότε θὰ στείλῃ ὁ Κύριος
αὐτὰς τὰς πληγὰς ἐναντίον
σου καὶ ἐναντίον τῶν ἀπογόνων
σου, πληγὰς μεγάλας καὶ τρομεράς,
νόσους ὀδυνηρὰς καὶ μακροχρονίους,
|
59
θὰ κάμῃ Ἐκεῖνος, ὥστε αἱ
πληγαί, ποὺ θὰ κτυπήσουν σὲ τὸν ἴδιον
καὶ αἱ πληγαί, ποὺ θὰ κτυπήσουν τὰ
παιδιά σου, νὰ εἶναι πληγαὶ ἐκπληκτικαὶ
καὶ φοβεραί, μεγάλαι καὶ τρομακτικαί. Θὰ
εἶναι καὶ ἀρρώστιαι κακαί, ἐπίμονοι
καὶ ἀνίατοί. |
60
καὶ ἐπιστρέψει πᾶσαν τὴν ὀδύνην
Αἰγύπτου τὴν πονηράν, ἣν διευλαβοῦ
ἀπὸ προσώπου αὐτῶν, καὶ
κολληθήσονται ἐν σοί.
|
60
καὶ θὰ στρέψῃ ἐναντίον
σου ὅλην τὴν φρικτὴν ὀδύνην
τῆς Αἰγύπτου, τὴν ὁποίαν
καὶ σὺ ἐφοβεῖσο καὶ ἔτρεμες,
ὅταν εὑρίσκεσο ἐκεῖ· ὅλα
αὐτὰ θὰ πέσουν καὶ θὰ
κολλήσουν ἐπάνω σου. |
60
Θὰ στρέψῃ δὲ ἐπάνω σου ὅλον
τὸν φοβερὸν πόνον τῶν Αἰγυπτίων, ποὺ
τὸν ἐδοκίμαζαν ὅταν τοὺς ἐκτύπησεν
ὁ Κύριός μὲ τὰς δέκα πληγὰς καὶ
ὁ ὁποῖος ἔκαμνε καὶ σὲ
τὸν ἴδιον νὰ τρέμῃς, καθὼς τοὺς
ἔβλεπες νὰ βασανίζωνται. Καὶ θὰ ἔλθουν
αὐταὶ αἱ πληγαὶ καὶ θὰ
κολλήσουν ἐπάνω σου. |
61
Καὶ πᾶσαν μαλακίαν καὶ πᾶσαν
πληγὴν τὴν μὴ γεγραμμένην καὶ
πᾶσαν τὴν γεγραμμένην ἐν τῷ
βιβλίῳ τοῦ νόμου τούτου ἐπάξει
Κύριος ἐπὶ σέ, ἕως ἂν
ἐξολοθρεύσῃ σε.
|
61
Καὶ κάθε ἄλλην ἐσθένειαν καὶ
κάθε ἄλλην θλῖψιν, ἡ ὁποῖα
ἀναφέρεται καὶ δὲν ἀναφέρεται
εἰς τὸ βιβλίον τοῦτο τοῦ Νόμου,
θὰ ἐξαποστείλῃ ἐπάνω σου
ὁ Κύριος, ἕως ὅτου σὲ ἐξολοθρεύσῃ.
|
61
Καὶ κάθε εἴδους ἀδυναμίαν καὶ ἀρρώστιαν
καὶ κάθε πληγήν, ποὺ δὲν εἶναι γραμμένη,
καὶ κάθε ἄλλην ποὺ εἶναι γραμμένη
εἰς τὸ βιβλίον αὐτοῦ τοῦ Νόμου,
θὰ τὴν φέρῃ ὁ Κύριος ἐπάνω
σου, ἕως ὅτου σὲ ἐξολοθρεύσῃ.
|
62
Καὶ καταλειφθήσεσθε ἐν ἀριθμῷ
βραχεῖ, ἀνθ' ὧν ὅτι ἦτε ὡσεὶ
τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ τῷ
πλήθει, ὅτι οὐκ εἰσήκουσας τῆς
φωνῆς Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου.
|
62
Καὶ θὰ μείνετε ὀλίγοι κατὰ
τὸν ἀριθμόν, ἐνῶ προηγουμένως
ὑπήρξατε πολυπληθεῖς ὠσὰν τὰ
ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ, διότι δὲν
ὑπηκούσατε εἰς τὴν φωνὴν Κυρίου
τοῦ Θεοῦ σας. |
62
Καὶ σεῖς, ποὺ ἤσασθε ἄλλοτε
πολυάριθμοι σὰν τὰ ἄστρα τοῦ
οὐρανοῦ θὰ καταντήσετε τότε ἐλάχιστοι
λόγῳ τοῦ ὅτι δὲν ὑπήκουσες εἰς
τὴν φωνὴν Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου.
|
63
Καὶ ἔσται ὃν τρόπον εὐφράνθη
Κύριος ἐφ' ὑμῖν εὖ ποιῆσαι
ὑμᾶς καὶ πληθῦναι ὑμᾶς,
οὕτως εὐφρανθήσεται Κύριος ἐφ'
ὑμῖν ἐξολοθρεῦσαι ὑμᾶς,
καὶ ἐξαρθήσεσθε ἐν τάχει ἀπὸ
τῆς γῆς, εἰς ἣν εἰσκορεύεσθε
ἐκεῖ κληρονομῆσαι αὐτήν·
|
63
Καὶ ὅπως προηγουμένως ὁ Κύριος
ηὐχαριστήθη διὰ σᾶς καὶ σᾶς
ηὐλόγησε καὶ σᾶς ἐπλήθυνε,
ἔτσι τώρα θὰ εὐχαριστηθῇ εἰς
βάρος σας ὁ Κύριος μὲ τὸ νὰ
σᾶς ἐξολοθρεύσῃ. Θὰ ἐξολοθρευθῆτε
ταχύτατα ἀπὸ τὴν χώραν, εἰς
τὴν ὁποίαν τώρα εἰσέρχεσθε
νὰ κληρονομήσετε. |
63
Καὶ θὰ συμβῇ, ὥστε ὅπως ἀκριβῶς
ἐδοκίμασεν εὐφροσύνην ὁ Κύριος διὰ
σᾶς, μὲ τὸ νὰ σᾶς εὐεργετῇ
καὶ νὰ σᾶς πολλαπλασιάζῃ ἔτσι
θὰ εὐφρανθῇ ὁ Κύριος διὰ σᾶς,
μὲ τὸ νὰ σᾶς ἐξολοθρεύῃ
Καὶ θὰ ἑξαφανισθῆτε γρήγορα ἀπὸ
τὴν χώραν αὐτήν, εἰς τὴν ὁποίαν
εἰσέρχεσθε ἤδη διὰ νὰ τὴν κληρονομήσετε.
|
64
Καὶ διασπερεῖ σε Κύριος ὁ Θεός
σου εἰς πάντα τὰ ἔθνη ἀπ' ἄκρου
τῆς γῆς ἕως ἄκρου τῆς γῆς,
καὶ δουλεύσεις ἐκεῖ θεοῖς ἑτέροις,
ξύλοις καὶ λίθοις, οὓς οὐκ ἠπίστω
σὺ καὶ οἱ πατέρες σου.
|
64
Κύριος ὁ Θεός σας θὰ σᾶς διασκορπίσῃ
εἰς ὅλα τὰ ἔθνη, ἀπὸ τὸ
ἕνα ἕως τὸ ἄλλο ἄκρον τῆς
γῆς, καὶ θὰ γίνετε ἐκεῖ
δοῦλοι εἰς ἄλλους θεοὺς ψευδεῖς,
εἰς ξυλίνους καὶ λιθίνους, τοὺς
ὁποίους δὲν ἐγνώριζες οὔτε
σὺ οὔτε οἱ προπάτορές σου. |
64
Καὶ θὰ σὲ διασκορπίσῃ Κύριος ὁ
Θεός σου εἰς ὅλα τὰ ἔθνη ἀπ'
ἄκρου ἕως ἄκρου τῆς γῆς. Καὶ
θὰ ὑπηρετήσῃς καὶ θὰ λατρεύσῃς
ἐκεῖ ἄλλους θεούς, ξύλα καὶ λίθους,
ποὺ δὲν τοὺς ἐγνώριζες οὔτε
σὺ οὔτε οἱ πατέρες σου.
|
65
Ἀλλὰ καὶ ἐν τοῖς ἔθνεσιν
ἐκείνοις οὐκ ἀναπαύσει σε, οὐδ'
οὐ μὴ γένηται στάσις τῷ ἴχνει
τοῦ ποδός σου, καὶ δώσει σοι Κύριος
ἐκεῖ καρδίαν ἀθυμοῦσαν καὶ
ἐκλείποντας ὀφθαλμοὺς καὶ τηκομένην
ψυχήν. |
65
Ἀλλὰ καὶ μεταξὺ τῶν ἐθνῶν
ἐκείνων δὲν θὰ ἔχῃς ἀνάπαυσιν
καὶ ἡσυχίαν, οὔτε καὶ θὰ
σταματήσουν κάπου τὰ πόδια σου εἰς
μόνιμον κατοικίαν σου. Ὁ Κύριος θὰ
δώσῃ εἰς σὲ καρδίαν ἄθυμον
καὶ μελαγχολικήν, ὀφθαλμοὺς ἀλαμπεῖς
καὶ μισοσβημένους, ζωήν, ἡ ὁποῖα
θὰ λυώνῃ ἡμέραν μὲ τὴν
ἡμέραν. |
65
Ἀλλὰ καὶ ἐκεῖ, ἀνάμεσα
εἰς ἐκεῖνα τὰ ἔθνη, δὲν
θὰ σὲ ἀφήσῃ ὁ Κύριος νὰ
ἠσυχάσῃς, καὶ δὲν θὰ ἐγκατασταθῇς
μονίμως κάπου, διὰ νὰ ἀναπαυθῇ τὸ
πόδι σου. Θὰ σοῦ δώσῃ δὲ ὁ
Κύριος ἐκεῖ καρδιά, ποὺ θὰ κυριεύεται
εὔκολα ἀπὸ ἀποθάρρυνσιν. Καὶ
τὰ μάτιά σου θὰ σβήνουν καὶ δὲν θὰ
βλέπουν ἀπὸ τὸ κλάμα. Ἡ δὲ ψυχή
σου θὰ λειώνῃ ἀπὸ τὸν πόνον.
|
66
Καὶ ἔσται ἡ ζωή σου κρεμαμένη
ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν σου, καὶ
φοβηθήσῃ ἡμέρας καὶ νυκτὸς
καὶ οὐ πιστεύσεις τῇ ζωῇ σου·
|
66
Ἡ ζωή σου θὰ εἶναι ἐνώπιόν
σου ἀβεβαία καὶ ἀσταθής. Θὰ
φοβῆσαι ἡμέραν καὶ νύκτα καὶ
δὲν θὰ ἔχῃς πεποίθησιν καὶ
ἐλπίδα ὅτι θὰ ζήσῃς.
|
66
Τόση δὲ θὰ εἶναι ἡ ἀβεβαιότης
σου, ὥστε ἡ ζωή σου θὰ φαίνεται εἰς
τὰ μάτια σου σὰν νὰ κρέμεται εἰς τὸν
ἀέρα. Καὶ θὰ φοβᾶσαι ἡμέραν
καὶ νύκτα καὶ δὲν θὰ αἰσθάνεσαι
ἀσφαλὴς εἰς τὴν ζωήν σου ποτέ.
|
67
τὸ πρωῒ ἐρεῖς· πῶς ἂν
γένοιτο ἑσπέρα; Καὶ τὸ ἑσπέρας
ἐρεῖς· πῶς ἂν γένοιτο πρωΐ;
Ἀπὸ τοῦ φόβου τῆς καρδίας
σου, ἃ φοβηθήσῃ, καὶ ἀπὸ
τῶν ὁραμάτων τῶν ὀφθαλμῶν
σου, ὧν ὄψῃ. |
67
Τὸ πρωῒ θὰ λέγῃς· Πότε
θὰ ἔλθῃ τὸ βράδυ; Καὶ
τὸ βράδυ θὰ λέγης· Πότε
θὰ ξημερώσῃ; Καὶ αὐτὰ
ἐξ αἰτίας τοῦ φόβου, ποὺ
θὰ πλημμυρίζῃ τὴν καρδίαν σου,
καὶ τῶν τραγικῶν γεγονότων ποὺ
θὰ βλέπουν τὰ μάτια σου.
|
67
Ἐξ αἰτίας δὲ τῆς ταραχῆς, ποὺ
θὰ κυριεύσῃ τὴν καρδία σου ἀπὸ
ὅσα θὰ σοῦ προκαλέσουν φόβον καὶ ἀπὸ
τὰ τρομερὰ γεγονότα, ποὺ θὰ ἰδοῦν
τὰ μάτια σου, θὰ λέγῃς, ὅταν εἶναι
πρωΐ: <Πότε ἐπὶ τέλους θὰ βραδιάσῃ;>·
καὶ ὅταν εἶναι βράδυ: <Πότε ἐπὶ
τέλους θὰ ξημερώσῃ,>. |
68
Καὶ ἀποστρέψει σε Κύριος εἰς
Αἴγυπτον ἐν πλοίοις καὶ ἐν τῇ
ὁδῷ, ᾗ εἶπα· οὐ προσθήσῃ
ἔτι ἰδεῖν αὐτήν· καὶ
πραθήσεσθε ἐκεῖ τοῖς ἐχθροῖς
ὑμῶν εἰς παίδας καὶ παιδίσκας,
καὶ οὐκ ἔσται ὁ κτώμενος.
|
68
Ὁ Κύριος θὰ σὲ ξαναφέρῃ
ὀπίσω εἰς τὴν Αἴγυπτον αἰχμάλωτον
διὰ πλοίων, θὰ σὲ ὑποχρεώσῃ
νὰ βαδίσῃς ὁδόν, διὰ τὴν
ὁποίαν σᾶς εἶχα πεῖ, ὅτι
δὲν θὰ τὴν ἴδῃς πλέον.
Ἐκεῖ θὰ πωληθῆτε εἰς ὄφελος
τῶν ἐχθρῶν σας ὡς δοῦλοι καὶ
ὡς δοῦλαι. Θὰ ἐκτίθεσθε πρὸς
πώλησιν καὶ δὲν θὰ ὑπάρχῃ
ἀγοραστής >! |
68
Καὶ θὰ σὲ φέρῃ ὁ Κύριος πίσῳ
εἰς τὴν Αἴγυπτον μὲ πλοῖα καὶ
μάλιστα ἀπὸ τὸν δρόμον, ποὺ εἶπα
ὅτι δὲν πρόκειται νὰ τὸν ἰδῆτε
ἄλλην φοράν. Θὰ πωληθῆτε δὲ ἐκεῖ
εἰς τοὺς ἐχθρούς σας ὡς δοῦλοι
καὶ δοῦλαι. Λόγῳ ὅμως τῆς περιφρονήσεως
πρὸς σᾶς δὲν θὰ ὑπάρχῃ
κανείς, ποὺ νὰ θέλῃ νὰ σᾶς ἀγοράσῃ>.
|
69
Οὗτοι οἱ λόγοι τῆς διαθήκης,
οὖς ἐνετείλατο Κύριος Μωυσῇ
στῆσαι τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ
ἐν γῇ Μωάβ, πλὴν τῆς διαθήκης,
ἧς διέθετο αὐτοῖς ἐν Χωρήβ.
|
69
Αὐτοὶ εἶναι οἱ λόγοι τῆς
διαθήκης, τὴν ὁποίαν διέταξεν
ὁ Κύριος τὸν Μωϋσῆν νὰ συνάψῃ
μὲ τοὺς Ἰσραηλίτας εἰς τὴν
χώραν Μωάβ, πλὴν τῆς διαθήκης
τὴν ὁποίαν ὁ Κύριος συνῆψε
μὲ αὐτοὺς εἰς τὸ ὄρος
Χωρήβ. |
69
Αὐτοὶ εἶναι οἱ λόγοι τῆς Διαθήκης
καὶ συμφωνίας, ποὺ διέταξεν ὁ Κύριος τὸν
Μωϋσῆν νὰ συνάψῃ με τοὺς Ἰσραηλίτας
εἰς τὴν χώραν Μωάβ, ἐπὶ πλέον τῆς
Διαθήκης καὶ συμφωνίας, ποὺ συνῆψε μαζί
των εἰς τὴν κορυφὴν Χωρὴβ τοῦ
ὅρους Σινᾶ. |