Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ρόσεχε
οὐρανέ, καὶ λαλήσω, καὶ ἀκουέτω
ἡ γῆ ρήματα ἐκ στόματός
μου. |
ρόσεχε
οὐρανέ, διότι θὰ ὁμιλήσω
καὶ ἃς ἀκούσῃ ἡ γῆ
τὰ λόγια τοῦ στόματός μου.
|
ρόσεχε,
οὐρανέ, διότι θὰ μιλήσω, καὶ ἂς
ἀκούῃ ἡ γῆ τὰ λόγια τοῦ
στόματός μου. |
2
Προσδοκάσθω ὡς ὑετὸς τὸ ἀπόφθεγμά
μου, καὶ καταβήτω ὡς δρόσος τὰ
ρήματά μου, ὡσεὶ ὄμβρος ἐπ'
ἄγρωστιν καὶ ὡσεὶ νιφετὸς ἐπὶ
χόρτον.
|
2
Ὅπως περιμένει ἡ γῆ τὴν βροχήν,
ἔτσι καὶ οἱ ἄνθρωποι ἃς περιμένουν
τὰ βαθυστόχαστα αὐτὰ λόγια μου.
Ἂς κατεβοῦν εἰς τὴν γῆν τὰ
λόγια μου, ὅπως ἡ δροσιὰ καὶ
ἡ πλουσία βροχὴ εἰς τὴν χλόην
καὶ ὅπως ἡ χιὼν εἰς τὸ
χόρτον. |
2
Ἂς περιμένουν ὅλοι σὰν τὴν βροχὴν
τὰ ἀποφθέγματά μου καὶ ἂς κατεβοῦν
σὰν τὴν δροσιὰ τὰ λόγιά μου· σὰν
τὴν ποτιστικὴ βροχὴ εἰς τὴν
ἀγριάδα καὶ σὰν τὸ χιόνι εἰς
τὸ χορτάρι. |
3
Ὅτι τὸ ὄνομα Κυρίου ἐκάλεσα·
δότε μεγαλωσύνην τῷ Θεῷ ἡμῶν
|
3
Διότι τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου ἀνέφερα.
Δοξάσατε καὶ μεγαλύνατε
τὸν Θεόν μας! |
3
Διότι ἔχω ἐπικαλεσθῇ τὸ ὄνομα
τοῦ Κυρίου. Δοξολογῆστε καὶ μεγαλύνατε τὸν
Θεόν μας. |
4
Θεός, ἀληθινὰ τὰ ἔργα αὐτοῦ
καὶ πάσαι αἱ ὁδοὶ αὐτοῦ
κρίσεις· Θεὸς πιστός, καὶ οὐκ
ἔστιν ἀδικία, δίκαιος καὶ ὅσιος
Κύριος. |
4
Αὐτὸς εἶναι Θεός, τοῦ ὁποίου
τὰ ἔργα εἶναι γνήσια καὶ
ἀληθινὰ καὶ ὅλαι αἱ ἐντολαί
του δίκαιαι. Εἶναι Θεὸς ἀξιόπιστος,
δὲν ὑπάρχει εἰς αὐτὸν
τίποτε τὸ ἄδικον. Ὁ Κύριος εἶναι
δίκαιος καὶ ἅγιος.
|
4
Αὐτὸς εἶναι Θεός. Τὰ ἔργα Του
εἶναι ἀληθινὰ καὶ οἱ δρόμοι,
ποὺ ὑποδεικνύει μὲ τὰς ἐντολάς
Του, εἶναι οἱ μόνοι ὀρθοί. Εἶναι Θεὸς
ἀξιόπιστος καὶ δὲν ὑπάρχει εἰς
αὐτὸν καμμία ἀδικία. Εἶναι δίκαιος
καὶ ἅγιος ὁ Κύριος. |
5
Ἡμάρτοσαν οὐκ αὐτῷ τέκνα
μωμητά, γενεὰ σκολιὰ καὶ διεστραμμένη.
|
5
Οἱ Ἰσραηλῖται ἡμάρτησαν ἐναντίον
του. Διὰ τοῦτο καὶ
δὲν εἶναι ἰδικά του παιδιά,
εἶναι παιδιὰ γεμᾶτα πτώσεις καὶ
μομφάς, γενεὰ ἄδικος
καὶ διεστραμμένη.
|
5
Οἱ Ἰσραηλῖται ἁμάρτησαν μὲ
τρόπον, ποὺ δὲν ἁρμόζει εἰς ὅσους
ἀνήκουν εἰς Αὐτόν. Δὲν εἶναι
τέκνα Του. Εἶναι παιδιὰ ἀξιοκατάκριτα, γεμᾶτα
ἐλαττώματα. Εἶναι γενεὰ στραβὴ καὶ
διεστραμμένη. |
6
Ταῦτα Κυρίῳ ἀνταποδίδατε; Οὕτω
λαὸς μωρὸς καὶ οὐχὶ σοφός;
Οὐκ αὐτὸς οὗτός σου πατὴρ
ἐκτήσατό σε καὶ ἐποίησέ
σε καὶ ἔπλασέ σε;
|
6
Αὐτὰ λοιπὸν ἀνταποδίδετε
εἰς τὸν Κύριον; Τόσον πολὺ μωρὸς
λαὸς καὶ ἀσύνετος
εἶσθε; Ὁ Θεὸς αὐτὸς δὲν
εἶναι ὁ πατήρ,
ὁ ὁποῖος σᾶς ἔκαμε ἰδικούς
του υἱούς, σᾶς ἔδωσε ὕπαρξιν
καὶ σᾶς ἔπλασε;
|
6
Αὐτὰ ἀνταποδίδετε εἰς τὸν Κύριον;
Εἶσθε τόσον ἀνόητος καὶ ἀσύνετος
λαός; Αὐτὸς δὲν εἶναι ὁ ἴδιος
ὁ πατέρας σου, ποὺ σὲ ἀπέκτησε καὶ
σὲ ἔκανε λαὸν καὶ τέκνον Του καὶ
σὲ ἔπλασε καὶ σὲ ἀνύψωσε;
|
7
Μνήσθητε ἡμέρας αἰῶνος, σύνετε
ἔτη γενεᾶς γενεῶν· ἐπερώτησον
τὸν πατέρα σου, καὶ ἀναγγελεῖ
σοι τοὺς πρεσβυτέρους σου, καὶ ἐροῦσί
σοι. |
7
Ἐνθυμηθῆτε τους περασμένους αἰῶνας,
ἀναλογισθῆτε τὰ ἔτη τῶν περασμένων
γενεῶν. Ρώτησε τὸν πατέρα σου καὶ
θὰ σοῦ ἀναγγείλῃ ποῖος
εἶναι ὁ Θεός σου, ρώτησε τοὺς
γεροντοτέρους σου καὶ αὐτοὶ
θὰ σοῦ εἴπουν.
|
7
Θυμηθῆτε τὸ παρελθόν σας. Σκεφθῆτε
καλύτερα τὰ χρόνια τῶν προηγουμένων γενεῶν.
Ρώτησε τὸν πατέρα σου καὶ θὰ σοῦ τὸ
ἀναγγείλῃ, τοὺς μεγαλυτέρους σου καὶ
θὰ σοῦ τὸ εἶποῦν.
|
8
Ὅτε διεμέριζεν ὁ Ὕψιστος ἔθνη,
ὡς διέσπειρεν υἱοὺς Ἀδάμ,
ἔστησεν ὅρια ἐθνῶν κατὰ ἀριθμὸν
ἀγγέλων Θεοῦ, |
8
Ὅτε ὁ Θεὸς διεμέριζε τὰ ἔθνη
εἰς τὰ διάφορα μέρη τῆς γῆς
καὶ ὥριζε τὰς περιοχὰς ὅπου
θὰ μένουν, ὅταν διέσπειρε τοὺς
ἀπογόνους τοῦ Ἀδὰμ εἰς
τὰ διάφορα σημεῖα τῆς γῆς, καθώριζε
καὶ τὰ σύνορα τῶν ἐθνῶν
σύμφωνα μὲ τὸν ἀριθμὸν τῶν
ἀγγέλων, ποὺ θὰ ἦσαν οἱ
φύλακές των.
|
8
Ὅταν ἐχώριζεν ὁ Ὕψιστος τὰ ἔθνη
εἰς τὰ διάφορα μέρη τῆς γῆς, καθὼς
διεσκόρπιζεν ἐδῶ καὶ ἐκεῖ τὰ
παιδιὰ τοῦ Ἀδάμ, καθώρισε τὰ σύνορα
τῶν ἐθνῶν ἐπὶ τῇ βάσει
τοῦ ἀριθμοῦ τῶν ἀγγέλων τοῦ
Θεοῦ. |
9
καὶ ἐγενήθη μερὶς Κυρίου λαὸς
αὐτοῦ Ἰακώβ, σχοίνισμα κληρονομίας
αὐτοῦ Ἰσραήλ.
|
9
Ὁ Ἰακὼβ ὅμως, οἱ Ἰσραηλῖται
ποὺ προῆλθον ἀπὸ αὐτόν,
ἔγιναν τὸ ἰδιαίτερον μερίδιον
τοῦ Κυρίου, λαὸς ὡς ἰδιαιτέρα
του κληρονομικὴ μερίς.
|
9
Τότε λοιπὸν ἔγινε ὁ Ἰακώβ μὲ
τοὺς ἀπογόνους του ξεχωριστὴ μερίδα τοῦ
Κυρίου, λαὸς ἰδικός Του. Ἔγινε ὁ Ἰσραὴλ
ἰδιαίτερο κληρονομικὸ μερίδιο τοῦ Κυρίου,
ποὺ ἔχει καταμετρηθῇ ὅπως τὰ
κτήματα ποὺ μετροῦνται μὲ σχοινὶ πρὸς
διανομὴν καὶ ἀγοραπωλησίαν.
|
10
Αὐτάρκησεν αὐτὸν ἐν γῇ
ἐρήμῳ, ἐν δίψει καύματος
ἐν γῇ ἀνύδρῳ· ἐκύκλωσεν
αὐτὸν καὶ ἐπαίδευσεν αὐτὸν
καὶ διεφύλαξεν αὐτὸν ὡς κόρην
ὀφθαλμοῦ, |
10
Ὁ Θεὸς ἔκαμε τὸν λαὸν αὐτὸν
αὐτάρκη εἰς περιοχὴν ἔρημον
καὶ ἄγονον, καὶ ἐν
καιρῷ δίψης καὶ καύματος ἡλίου
εἰς τὴν γῆν, εἰς τόπον ξηρὸν
καὶ ἄνυδρον τοὺς ἔδωσεν ὕδωρ.
Ὡδήγησεν αὐτοὺς κύκλῳ
διὰ τῆς ἐρήμου, τοὺς ἐπαιδαγώγησε
μὲ θλίψεις, τοὺς διεφύλαξεν ὠσὰν
κόρην ὀφθαλμοῦ.
|
10
Ἐνδιεφέρθη δὲ διὰ τὸν λαόν
Του ὁ Θεός, ὥστε νὰ μὴ νοιώσῃ
καμμιὰ ἔλλειψι μέσα εἰς τὴν ἔρημον,
ἐκεῖ ὅπου ἔκαιεν ὁ ἥλιος
καὶ ἐπροκαλοῦσε δίψαν μεγάλην, τότε ποὺ
εὑρίσκοντο εἰς τόπον ἄνυδρον καὶ ξηρόν.
Καὶ ὡδήγησε γύρω - γύρω εἰς τὴν
ἔρημον τὸν Ἰσραὴλ καὶ τὸν
ἐπαιδαγώγησε πρὸς τελειοποίησίν του καὶ
τὸν ἐπροστάτευσε σὰν <κόρην ὀφθαλμοῦ>.
|
11
ὡς ἀετὸς σκεπάσαι νοσσιὰν αὐτοῦ
καὶ ἐπὶ τοῖς νεοσσοῖς αὐτοῦ
ἐπεπόθησε, διεὶς τὰς πτέρυγας
αὐτοῦ ἐδέξατο αὐτοὺς καὶ
ἀνέλαβεν αὐτοὺς ἐπὶ τῶν
μεταφρένων αὐτοῦ.
|
11
Ὁ Θεὸς εἶναι σὰν τὸν ἀετὸν
ὁ ὁποῖος σκεπάζει καὶ προστατεύει
τὴν φωλεάν του, ἀγαπᾶ μὲ πάθος
τοὺς νεοσσούς του καὶ ἁπλώσας
τὰς πτέρυγάς του ἔλαβε καὶ
ἐτοποθέτησεν αὐτοὺς ἐπάνω
εἰς τὴν ράχιν του.
|
11
Τοὺς ἐσκέπασεν, ὅπως σκεπάζει ὁ
ἀετὸς τὴν φωλιά του καὶ τὰ
πουλάκια του. Ἄπλωσε τὰ φτερά του καὶ
τοὺς ἐπῆρε καὶ τοὺς ἔβαλε
εἰς τὰ νῶτα Του. |
12
Κύριος μόνος, ἦγεν αὐτοὺς καὶ
οὐκ ἦν μετ' αὐτῶν θεὸς ἀλλότριος.
|
12
Ὁ Κύριος, αὐτὸς μόνος ὡδηγοῦσε
τοὺς προπάτοράς μας καὶ δὲν
ὑπῆρχε ξένος Θεὸς μαζῆ μὲ
αὐτούς.
|
12
Μόνος ὁ Κύριος τοὺς ὠδηγοῦσε. Δὲν
ὑπῆρχε μαζί των ξένος, ψευδώνυμος θεός.
|
13
Ἀνεβίβασεν αὐτοὺς ἐπὶ
τὴν ἰσχύν τῆς γῆς, ἐψώμισεν
αὐτοὺς γανήματα ἀγρῶν·
ἐθήλασαν μέλι ἐκ πέτρας καὶ
ἔλαιον ἐκ στερεᾶς πέτρας,
|
13
Ἀνεβίβασεν αὐτοὺς εἰς ἰσχυρὰ
μέρη τῆς γῆς, εἰς τὰ ὄρη
τῆς γῆς τῆς Ἐπαγγελίας, ἔδωκεν
εἰς αὐτοὺς ἄρτους τὰ γενήματα
τῶν ἀγρῶν. Ἐθήλασαν μέλι
ἀπὸ βράχους καὶ ἔλαιον ἀπὸ
ἐλαιόδενδρα φυτευμένα εἰς πετρώδη
βουνά.
|
13
Τοὺς ἀνέβασε εἰς τὰ ὑψηλὰ
καὶ ἰσχυρὰ μέρη τῆς γῆς με τοὺς
λόφους καὶ τὰ φυσικά των ὀχυρά.
Τοὺς ἔθρεψε μὲ ἄφθονα προϊόντα ἀγρῶν.
Ἐθήλασαν μέλι μέσα ἀπὸ βράχους καὶ
λάδι ἀπὸ ἐλαιόδενδρα, φυτευμένα εἰς
ἄγονα καὶ πετρώδη ἐδάφη.
|
14
βούτυρον βοῶν καὶ γάλα προβάτων
μετὰ στέατος ἀρνῶν καὶ κριῶν,
υἱῶν ταύρων καὶ τράγων, μετὰ
στέατος νεφρῶν πυροῦ, καὶ αἷμα
σταφυλῆς ἔπιον οἶνον.
|
14
Ἔφαγαν βούτυρον βοῶν,
ἔπιαν γάλα προβάτων, ἐχόρτασαν
μὲ παχεῖς κριοὺς καὶ ἀμνούς,
μὲ μοσχάρια καὶ τράγους· ἔφαγον
μεστωμένον σίτον, ὅμοιον μὲ λιπαροὺς
νεφροὺς καὶ σὰν κατακόκκινον αἷμα
ἔπιαν κρασὶ ἀπὸ
σταφύλια. |
14
Ἔφαγαν βούτυρο βοδιῶν καὶ γάλα προβάτων
μαζὶ μὲ λίπος ἀπὸ ἀρνιὰ
καὶ κριάρια καὶ μοσχάρια καὶ γίδια καὶ
τὸ πιὸ θρεπτικὸ καὶ παχὺ σιτάρι,
ποὺ ἔμοιαζε σὰν τοὺς λιπαροὺς
νεφρούς. Καὶ ἤπιαν κρασί ἀπὸ σταφύλι
κόκκινο σὰν τὸ αἷμα. |
15
Καὶ ἔφαγεν Ἰακὼβ καὶ ἐνεπλήσθη,
καὶ ἀπελάκτισεν ὁ ἠγαπημένος,
ἐλιπάνθη, ἐπαχύνθη, ἐπλατύνθη·
καὶ ἐγκατέλιπε τὸν Θεὸν τὸν
ποιήσαντα αὐτὸν καὶ ἀπέστη
ἀπὸ Θεοῦ σωτῆρος αὐτοῦ.
|
15
Ἔφαγεν ὁ ἰσραηλιτικὸς λαὸς καὶ
ἐχόρτασε μὲ τὸ παραπάνω.
Καὶ ὅμως ὁ ἠγαπημένος
αὐτὸς λαὸς ἐκλώτσησε
τὸν Θεόν. Ἐλιπάνθη, ἐπαχύνθη,
ηὐξήθη εἰς λαὸν
πολὺν καὶ ὅμως ἐγκατέλιπε τὸν
Θεὸν τὸν δημιουργόν του καὶ ἀπεμακρύνθη
ἀπὸ τὸν Θεὸν τὸν σωτήρα
του.
|
15
Καὶ ἔφαγεν ὁ Ἰσραὴλ καὶ
ἐχόρτασε καὶ ἐκλώτσησεν ὁ
ἀγαπημένος λαὸς τοῦ Θεοῦ. Ἐλιπάνθη
ἀπὸ τὴν καλοφαγίαν, ἐπαχύνθη
καὶ ἐπλατύνθη. Προώδευσε καὶ ἐπολλαπλασιάσθη
καὶ ὑπερηφανεύθη καὶ ἐγκατέλειψε τὸν
Θεόν, ποὺ τὸν ἔπλασε. Καὶ ἔφυγε
μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ
σωτῆρα του. |
16
Παρώξυνάν με ἐπ' ἀλλοτρίοις,
ἐν βδελύγμασιν αὐτῶν παρεπίκρανάν
με· |
16
Μὲ παρώργισαν ἐναντίον των, διότι
ἐλάτρευσαν ξένους θεούς, μὲ
κατεπίκραναν μὲ τὰ
ἀηδιαστικὰ εἴδωλα, ποὺ προσεκύνησαν.
|
16
Μὲ ἐξώργισαν μὲ τὸ ὅτι
ἐλάτρευσαν ξένους, ψευδεῖς θεούς. Μὲ ἐπότισαν
φαρμάκι, μὲ τὰ σιχαμερὰ εἴδωλα ποὺ
ἐπροσκύνησαν. |
17
ἔθυσον δαιμονίοις καὶ οὐ Θεῶ,
θεοῖς, οἷς οὐκ ᾔδεισαν·
καινοὶ καὶ πρόσφατοι ἥκασιν, οὓς
οὐκ ᾔδεισαν οἱ πατέρες αὐτῶν.
|
17
Προσέφεραν θυσίας εἰς τὰ δαιμόνια
καὶ ὄχι εἰς ἐμὲ τὸν ἀληθινὸν
Θεόν, εἰς εἰδωλολατρικοὺς θεούς,
τοὺς ὁποίους δὲν ἐγνώριζον·
ἦσαν αὐτοὶ θεοὶ καινούργιοι,
ποὺ τώρα τελευταία ἔχουν ἔλθει,
καὶ τοὺς ὁποίους δὲν ἐγνώριζαν
οἱ πρόγονοί των.
|
17
Προσέφεραν θυσίας εἰς τὰ δαιμόνια καὶ ὄχι
εἰς τὸν ἀληθινὸν Θεόν, εἰς θεοὺς
ποὺ δὲν τοὺς ἤξευραν ἕως τότε.
Εἰσῆλθαν εἰς τὴν ζωήν των καινούργιοι
καὶ χθεσινοὶ θέοι, ποὺ δὲν τοὺς
ἤξευραν οἱ πρόγονοί των.
|
18
Θεὸν τὸν γεννήσαντά σε ἐγκατέλιπες
καὶ ἐπελάθου Θεοῦ τοῦ τρέφοντός
σε. |
18
Ἀφῆκες, ἰσραηλιτικέ λαέ, τὸν
Θεὸν ποὺ σὲ ἐγέννησε, καὶ
ἐλησμόνησες τὸν Θεὸν ποὺ σὲ
ἔθρεψε καὶ σε τρέφει.
|
18
Ἐγκατέλειψες τὸν Θεόν, ποὺ σὲ
ἐγέννησε, καὶ ἐξέχασες τὸν Θεόν,
ποὺ σὲ τρέφει ἀκόμη καὶ τώρα.
|
19
Καὶ εἶδε Κύριος καὶ ἐζήλωσε
καὶ παρωξύνθη δι' ὀργὴν υἱῶν
αὐτοῦ καὶ θυγατέρων
|
19
Καὶ ὁ Θεὸς εἶδε τὴν ἀγάπην
καὶ τὴν λατρείαν σου πρὸς
τὰ εἴδωλα, ἐζηλοτύπησε καὶ
ὠργίσθη μὲ θυμὸν
μεγάλον ἐναντίον
τέτοιων υἱῶν καὶ θυγατέρων,
|
19
Καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς τὴν συμπεριφορὰν
τοῦ Ἰσραὴλ καὶ ἔγινε ζηλότυπος.
Ἐθύμωσε πολὺ ἐξ αἰτίας τῆς ἐξοργιστικῆς
ἀχαριστίας τῶν υἱῶν καὶ τῶν
θυγατέρων Του. |
20
καὶ εἶπεν· ἀποστρέψω τὸ
πρόσωπόν μου ἀπ' αὐτῶν καὶ
δείξω τί ἔσται αὐτοῖς ἐπ'
ἐσχάτων ἡμερῶν· ὅτι γενεὰ
ἐξεστραμμένη ἐστίν, υἱοί,
οἷς οὐκ ἔστι πίστις ἐν αὐτοῖς.
|
20
καὶ εἶπε· θὰ ἀποστρέψω
τὸ πρόσωπόν
μου ἀπὸ αὐτούς, θὰ
φανερώσω εἰς αὐτοὺς τί
θὰ τοὺς συμβῇ ἀργότερα ἐξ
αἰτίας τῆς ἀποστασίας των, διότι
εἶναι γενεὰ διεστραμμένη, υἱοὶ
ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἔχει
λείψει ἡ πίστις
των πρὸς ἐμέ.
|
20
Καὶ εἶπεν ὁ Θεός: <Θὰ παύσω να
τοὺς βλέπω μὲ εὐμένειαν. Θὰ στρέψω
ἀλλοῦ τὸ πρόσωπόν μου καὶ θὰ
δείξω τί πρόκειται νὰ τοὺς συμβῇ εἰς
τὰ τέλη τῶν καιρῶν. Διότι εἶναι γενεὰ
διεστραμμένη, παιδιὰ ποὺ δὲν ἔχουν
πίστιν εἰς ἑμέ. Δὲν μὲ ἐμπιστεύονται.
|
21
Αὐτοὶ παρεζήλωσάν με ἐπ' οὐ
Θεῶ, παρώξυνάν με ἐν τοῖς εἰδώλοις
αὐτῶν· κἀγὼ παραζηλώσω
αὐτοὺς ἐπ' οὐκ ἔθνει, ἐπὶ
ἔθνει ἀσυνέτῳ παροργιῶ αὐτούς.
|
21
Αὐτοὶ ἔγιναν αἰτία νὰ
ζηλοτυπήσω, διότι ἐλάτρευσαν ἀνύπαρκτον
Θεόν, μὲ ἐξηρέθισαν νὰ ὀργισθῶ,
διότι ἐλάτρευσαν τὰ εἴδωλα.
Θὰ τοὺς κάμω
καὶ ἐγὼ νὰ ζηλοτυπήσουν παραδίδων
αὐτοὺς δούλους εἰς εἰδωλολατρικὰ
ἔθνη, θὰ τοὺς κάμω νὰ δυσφορήσουν
καὶ ἀγανακτήσουν, ὅταν τοὺς
παραδώσω εἰς βάρβαρον εἰδωλολατρικὸν
ἔθνος.
|
21
Μὲ ἔκαναν αὐτοὶ νὰ ζηλεύσω σὰν
ἀνταγωνιστὴς ἀνυπάρκτου θεοῦ. Μὲ
ἐξώργισαν μὲ τὰ εἴδωλά
των. Μὲ τὴν σειράν μου λοιπὸν καὶ
Ἐγὼ θὰ τοὺς κάνω νὰ ζηλεύσουν
καὶ νὰ γίνουν ἀνταγωνισταὶ ἔθνους,
ποὺ ἦτο ἀνύπαρκτον ἐδῶ ἕως
χθές. Θὰ τοὺς κάνω νὰ ὀργισθοῦν,
ὅταν τοὺς παιδεύσω μὲ ἕνα λαὸν
ἀσύνετον, εἰδωλολάτρην. |
22
Ὅτι πῦρ ἐκκέκαυται ἐκ τοῦ
θυμοῦ μου, καυθήσεται ἕως ᾅδου κάτω,
καταφάγεται γῆν καὶ τὸ γενήματα
αὐτῆς, φλέξει θεμέλια ὀρέων.
|
22
Διότι ἄναψε πλέον ἡ φωτιὰ τοῦ
θυμοῦ μου· τὸ πῦρ τῆς ὀργῆς
μου θὰ φθάσῃ κάτω ἕως εἰς
τὸν ἅδην, θὰ καταφάγῃ τὴν
γῆν καὶ τὰ προϊόντα της, θὰ
καταφλέξῃ καὶ θὰ ζώσῃ
μὲ φλόγες τὰ θεμέλια τῶν ὀρέων.
|
22
Θὰ τοὺς φερθῶ ἔτσι, διότι ἔχει
ἀνάψει μέσα μου φωτιὰ ἀπὸ τὸν
θυμόν μου, ποὺ θὰ καίῃ μέχρι κάτω εἰς
τὸν Ἅδην. Φωτιὰ ποὺ θὰ καταφάγῃ
τὴν γῆν καὶ τὰ γεννήματά
της καὶ θὰ καύσῃ τὰ θεμέλια τῶν
βουνῶν. |
23
Συνάξω εἰς αὐτοὺς κακὰ καὶ
τὰ βέλη μου συντελέσω εἰς αὐτούς.
|
23
Πολυαρίθμους θὰ ἐπισωρεύσω
ἐναντίον των θλίψεις καὶ συμφοράς·
θὰ ἐξαντλήσω τὰ βέλη μου κτυπῶν
αὐτούς.
|
23
Θὰ φέρω ἐπάνω τῶν σωροὺς συμφορῶν
καὶ θὰ ἑξαντλήσω ὅλα τὰ
βέλη μου ρίχνοντάς τα ἐναντίον των.
|
24
Τηκόμενοι λιμῷ καὶ βρώσει ὀρνέων
καὶ ὀπισθότονος ἀνίατος·
ὀδόντας θηρίων ἐπαποστελῶ εἰς
αὐτοὺς μετὰ θυμοῦ συρόντων ἐπὶ
γῆν. |
24
Θὰ λυώνουν ἀπὸ τὴν πείναν,
θὰ γίνουν τροφὴ εἰς τὰ
ὄρνεα, θὰ συσπᾶται
ὀδυνηρῶς καὶ ἀθεραπεύτως
ἡ ράχις των. Θηρία ποὺ θὰ τρίζουν
τὰ δόντια των θὰ στείλω ἐναντίον
των· δηλητηριώδη ἑρπετὰ
ἐξερεθισμένα θὰ σύρωνται εἰς
τὴν γῆν των, διὰ νὰ τοὺς πλήξουν.
|
24
Θὰ λειώνουν ἀπὸ τὴν πεῖναν καὶ
ἀπὸ τὸ ὅτι θὰ διατρέφωνται μὲ
ἀκάθαρτα ὄρνεα. Θὰ τοὺς κτυπᾷ
καὶ ἡ ἀθεράπευτη ἀρρώστια
ὀπισθοτονία, ποὺ προκαλεῖ σπασμοὺς
εἰς τὴν ράχην. Θὰ στείλω ἐπάνω τῶν
ἄγρια ἀρπακτικὰ θηρία, θυμωμένα σὰν
τὰ ἐξωργισμένα δηλητηριώδη ἑρπετά,
ποὺ σύρονται εἰς τὴν γῆν.
|
25
Ἔξωθεν ἀτεκνώσει αὐτοὺς μάχαιρα
καὶ ἐκ τῶν ταμιείων φόβος·
νεανίσκος σὺν παρθένῳ, θηλάζων
μετὰ καθεστηκότος πρεσβύτου.
|
25
Ἔξω ἀπὸ τὰς οἰκίας των
ἡ ἐχθρικὴ μάχαιρα θὰ ἀφήσῃ
τους γονεῖς χωρὶς τέκνα, μέσα εἰς
τὰ σπίτια θὰ κυριαρχῇ ὁ φόβος.
Τρομοκρατημένοι θὰ εἶναι ὁ νεανίσκος
καὶ ἡ παρθένος, τὸ βρέφος ποὺ
θηλάζει καὶ ὁ γέρων τῆς προχωρημένης
ἡλικίας. |
25
Τὸ ἐρχθρικὸ μαχαίρι θὰ τοὺς
κτυπήσῃ ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι των,
εἰς τὸ πεδίον τῆς μάχης καὶ εἰς
τοὺς δρόμους, καὶ θὰ τοὺς ἀφήσῃ
χωρὶς παιδιά. Μέσα δὲ εἰς τὰ σπίτια
θὰ ἐπικρατῆ φόβος. Καὶ θὰ τρέμουν
ὁ ἔφηβος μὲ τὴν νεαρὰν κόρην
καὶ τὸ βρέφος ποὺ θηλάζει μαζὶ μὲ
τὸν ἠλικιωμένον γέροντα.
|
26
Εἶπα· διασπερῶ αὐτούς, παύσω
δὲ ἐξ ἀνθρώπων τὸ μνημόσυνον
αὐτῶν, |
26
Εἶχα πεῖ καὶ ἀποφασίσει νὰ
διασκορπίσω αὐτοὺς ἀνάμεσα εἰς
τὰ ἔθνη καὶ νὰ ἐξαλείψω
τὴν ἀνάμνησίν των μεταξὺ τῶν
ἀνθρώπων. |
26
Τὸ ἐπῆρα ἀπόφασιν καὶ τὸ
εἶπα: Θὰ τοὺς διασκορπίσω εἰς τὰ
ἔθνη καὶ θὰ σβήσω ἀκόμη καὶ
τὴν ἐνθύμησίν των μεταξὺ τῶν
ἀνθρώπων. |
27
εἰ μὴ δι' ὀργὴν ἐχθρῶν,
ἵνα μὴ μακροχρονίσωσιν, ἵνα μὴ
συνεπιθῶνται οἱ ὑπεναντίοι, μὴ
εἴπωσιν· ἡ χεὶρ ἡμῶν ἡ
ὑψηλὴ καὶ οὐχὶ Κύριος
ἐποίησι ταῦτα πάντα.
|
27
Καὶ θὰ ἐπραγματοποίουν αὐτήν
μου τὴν ἀπόφασιν, ἐὰν δὲν
εἶχα ὀργισθῆ ἐναντίον τῶν
ἐχθρῶν των. Δὲν θέλω νὰ γίνουν
οἱ ἐχθροί των μακροχρονιώτεροι καὶ
ἰσχυρότεροι ἀπὸ αὐτούς,
διὰ νὰ μὴ καυχῶνται καὶ λέγουν·
Ἡ ἰδική μας μεγάλη δύναμις ἐπέφερε
κατὰ τῶν Ἰσραηλιτῶν αὐτὰς
τὰς καταστροφὰς καὶ ὄχι ὁ Κύριος.
|
27
Καὶ θὰ ἐγίνετο ἀσφαλῶς
αὐτό, ἐὰν δὲν μὲ ἐξώργιζαν
οἱ ἐχθροί των μὲ τὴν ἀλαζονείαν
των. Δὲν τὸ ἔκανα, διὰ νὰ μὴ
γίνουν οἱ ἐχθροί των μακροχρόνιοι καὶ
νὰ μὴ παρουσιάζωνται δυνατώτεροι καὶ λέγουν
μὲ καύχησιν: <Τὸ χέρι μας τὸ δυνατὸ
καὶ ὄχι ὁ Κύριος ἐπροκάλεσε αὐτὰς
τὰς συμφορὰς εἰς τὸν Ἰσραήλ>.
|
28
Ὅτι ἔθνος ἀπολωλεκὸς βουλήν
ἐστι, καὶ οὐκ ἔστιν ἐν αὐτοῖς
ἐπιστήμη. |
28
Ὁ ἰσραηλιτικὸς λαὸς ἔχει χάσει
τὰ λογικά του, ἔχασε τὴν ὀρθοφροσύνην
του, δὲν γνωρίζει τί πράττει.
|
28
Διότι αὐτοὶ εἶναι ἔθνος, ποὺ
ἔχασε τὴν σύνεσιν, καὶ δὲν ὑπάρχει
εἰς αὐτοὺς φρόνησις καὶ γνῶσις
τῆς ἀληθείας. |
29
Οὐκ ἐφρόνησαν συνιέναι ταῦτα·
καταδεξάσθωσαν εἰς τὸν ἐπιόντα
χρόνον. |
29
Δὲν θέλησαν νὰ συνετισθοῦν καὶ
νὰ κατανοήσουν αὐτά. Ἂς ὑποστοῦν
λοιπὸν κατὰ τὸν ἐπακολουθοῦντα
καιρὸν τὰς συνεπείας τῆς ἀφροσύνης
καὶ πονηρίας των. |
29
Δὲν ἐκάθησαν νὰ σκεφθοῦν μὲ
ἠρεμίαν καὶ νὰ καταλάβουν αὐτὰ
ποὺ ἔγιναν. Ἂς θελήσουν λοιπὸν καὶ
ἂς δεχθοῦν εἰς τὸ μέλλον νὰ
λάβουν γνῶσιν τῆς ἀνοησίας των, μὲ
τὰ ὅσα θὰ πάθουν. |
30
Πῶς διώξεται εἷς χιλίους καὶ
δύο μετακινήσουσι μυριάδας, εἰ μὴ
ὁ Θεὸς ἀπέδοτο αὐτοὺς
καὶ Κύριος παρέδωκεν αὐτούς;
|
30
Εἶναι ἄφρονες, διότι δὲν ἐννοοῦν,
πῶς εἶναι δυνατὸν ἕνας ἐχθρὸς
νὰ καταδιώξῃ χιλίους ἄνδρας
τοῦ Ἰσραήλ, καὶ δύο ἐχθροὶ
νὰ τρέψουν εἰς φυγὴν δεκάδας
χιλιάδων Ἰσραηλίτας, ἐὰν δὲν
ἐγκατέλιπεν αὐτοὺς ὁ Κύριος
καὶ δὲν τοὺς παρέδιδεν εἰς τοὺς
ἐχθρούς των; |
30
Πῶς εἶναι δυνατὸν να καταδιώξῃ ἕνας
ἄνθρωπος χιλίους Ἰσραηλίτας καὶ δύο ἄνθρωποι
νὰ μετακινήσουν μυριάδας ἀπὸ αὐτούς,
ἐὰν δὲν ἦτο ὁ Θεὸς ἐκεῖνος
ποὺ τοὺς ἐγκατέλειψεν εἰς αὐτοὺς
καὶ ἐὰν δὲν τοὺς παρέδιδεν ὁ
Κύριος εἰς τὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν
των; |
31
Ὅτι οὐκ εἰσίν ὡς ὁ Θεὸς
ἡμῶν οἱ θεοὶ αὐτῶν·
οἱ δὲ ἐχθροὶ ἡμῶν
ἀνόητοι. |
31
Διατὶ ὁ Θεός μας δὲν εἶναι ἀνίσχυρος,
σὰν τοὺς θεοὺς τῶν εἰδωλολατρῶν·
οἱ ἐχθροί μας εἶναι ἀνόητοι
καὶ δὲν ἠμποροῦν νὰ ἴδουν
καὶ νὰ ἐννοήσουν αὐτά.
|
31
Διότι οἱ θεοὶ τῶν ἐχθρῶν μας
εἶναι ἀνίσχυροι. Δὲν εἶναι σὰν
τὸν Θεόν μας. Οἱ ἐχθροί μας
ὅμως εἶναι ἀνόητοι. Δὲν εἶναι
εἰς θέσιν νὰ σκεφθοῦν ὀρθὰ καὶ
νὰ τὰ καταλάβουν αὐτά.
|
32
Ἐκ γὰρ ἀμπέλου Σοδόμων ἡ
ἄμπελος αὐτῶν, καὶ ἡ κληματὶς
αὐτῶν ἐκ Γομόρρας· ἡ σταφυλὴ
αὐτῶν σταφυλὴ χολῆς, βότρυς
πικρίας αὐτοῖς·
|
32
Ἄμπελος ἰδική μου ἦτο ὁ ἰσραηλιτικὸς
λαός· τώρα ὅμως εἶναι ἀμπέλι
ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὰ διεφθαρμένα
Σόδομα, τὰ κλήματά των ἀπὸ
τὴν διεφθαρμένην Γομόρραν. Ὁ καρπὸς
τῆς ἀποστασίας των, τὰ σταφύλια
τῆς ἀμπέλου αὐτῆς, εἶναι
χολὴ καὶ πικρία. |
32
Ἀλλὰ καὶ ὁ λαός μου, ὁ Ἰσραήλ,
ἔγινεν ἀμπέλι, ὅπως τὸ ἀμπέλι
των διεφθαρμένων Σοδόμων καὶ τὸ μικρὸ κλῆμα
τῶν ὁμοιάζει μὲ τὰ κλήματα τῆς
διεστραμμένης Γομόρρας. Τὸ σταφύλι των, τὰ ἔργα
τῶν δηλαδή, εἶναι σταφύλι πικρὸ σὰν
τὴν χολή. Εἶναι σταφύλι γεμᾶτο φαρμάκι.
|
33
θυμὸς δρακόντων ὁ οἶνος αὐτῶν
καὶ θυμὸς ἀσπίδων ἀνίατος.
|
33
Ὁ οἶνος των τοὺς μεθᾶ καὶ τοὺς
ἐξερεθίζει μέχρι τοῦ θυμοῦ δρακόντων,
τοὺς ἐπιφέρει ἀθεράπευτον θυμὸν
σὰν τῆς ἐξωργισμένης ὀχιᾶς.
|
33
Ἡ μέθη των εἶναι σὰν τὸν θυμὸν
τῶν δρακόντων. Εἶναι σὰν τὸν ἀθεράπευτον
καὶ ἄσβεστον θυμὸν τῶν φαρμακερῶν
φιδιῶν, τῶν ἀσπίδων. |
34
Οὐκ ἰδοὺ ταῦτα συνῆκται παρ'
ἐμοί καὶ ἐσφράγισται ἐν
τοῖς θησαυροίς μου; |
34
Μήπως τάχα αἱ ἀποστασίαι αὐταὶ
καὶ αἱ συνέπειαί των δὲν ἔχουν
συγκεντρωθῆ καὶ καταγραφῆ εἰς βιβλίον
ποὺ ἔχει σφραγισθῆ καὶ ἀποτεθῆ
εἰς τοὺς θησαυρούς μου;
|
34
Δὲν μοῦ εἶναι ἄγνωστα αὐτά,
ποὺ κάμνει ὁ λαός μου. Δὲν ἔχουν μήπως
μαζευθῆ ἐδῶ εἰς ἐμὲ καὶ
δὲν εἶναι σφραγισμένα εἰς τὰ θησαυροφυλάκια
τῆς μνήμης μου; Κρατῶ ὅλα, ὅσα μοῦ
ὀφείλουν μὲ τὰς παραβάσεις των.
|
35
Ἐν ἡμέρᾳ ἐκδικήσεως ἀνταποδώσω,
ἐν καιρῷ, ὅταν σφαλῇ ὁ ποῦς
αὐτῶν, ὅτι ἐγγὺς ἡμέρᾳ
ἀπωλείας αὐτοῖς, καὶ πάρεστιν
ἕτοιμα ὑμῖν. |
35
Ἀναμφιβόλως θὰ τιμωρήσω αὐτοὺς
εἰς ἡμέραν, ποὺ θὰ ἐκδηλωθῇ
ἡ ὀργή μου, ὅταν θὰ σκοντάψουν
τὰ πόδια των. Πλησιάζει ἡ ἡμέρα
τῆς καταστροφῆς των, ὅλα εἶναι ἕτοιμα
διὰ τὴν τιμωρίαν των.
|
35
Θὰ τοὺς τιμωρήσω ὅμως, ὅπως τοὺς
ἀξίζει, κατὰ τὴν ἡμέραν ποὺ
θὰ τοὺς ἐκδικηθῶ, τότε ποὺ θὰ
σκοντάψῃ καὶ θὰ παύσῃ νὰ
τρέχῃ τὸ πόδι των ἀνενόχλητον εἰς
τὴν ἁμαρτίαν. Εἶναι πολὺ κοντὰ
ἡ ἡμέρα τῆς καταστροφῆς των. Καὶ
ἤδη εἶναι ἕτοιμα ὅλα τὰ σχετικὰ
μὲ τὴν ἐξόντωσίν σας>.
|
36
Ὅτι κρινεῖ Κύριος τὸν λαῶν αὐτοῦ
καὶ ἐπὶ τοῖς δούλοις αὐτοῦ
παρακληθήσεται· εἶδε γὰρ παραλελυμένους
αὐτοὺς καὶ ἐκλελοιπότας ἐν
ἐπαγωγῇ καὶ παρειμένους.
|
36
Ὁ δίκαιος Θεὸς θὰ κρίνῃ
καὶ θὰ τιμωρήσῃ τὸν λαόν
του καὶ θὰ πάρῃ ἰκανοποίησιν
ἐν τῇ δικαιοσύνῃ του ἀπὸ
τοὺς ἀποοτατήσαντας δούλους του·
διότι θὰ τοὺς ἴδῃ παραλελυμένους
λιπόψυχους καὶ ἐξηντλημένους ἀπὸ
τὴν ἐξορίαν, ἐγκαταλελειμμένουν
καὶ ἀπροστατεύτους.
|
36
Διότι ὁ Κύριος θὰ κρίνῃ καὶ θὰ
ἀποδώσῃ δικαίαν τιμωρίαν εἰς τὸν λαόν
Του καὶ θὰ ἰκανοποιηθῇ μὲ τὴν
τιμωρίαν τῶν δούλων Του. Θὰ εἶναι ἰκανοποιημένος,
διότι τοὺς εἶδε να ἔχουν παραλύσει, να εἶναι
ἐξαντλημένοι ἀπὸ τὸ πλῆθος
τῶν συμφορῶν τῆς αἰχμαλωσίας καὶ
τελείως ἑξασθενημένοι. |
37
Καὶ εἶπε Κύριος· ποῦ εἰσιν
οἱ θεοὶ αὐτῶν, ἐφ' οἷς
ἐπεποίθεισαν ἐπ' αὐτοῖς;
|
37
Καὶ ὁ Κύριος θὰ εἴπῃ τότε·
ποὺ εἶναι οἱ θεοί των, εἰς τοὺς
ὁποίους εἶχον
πεποίθησιν;
|
37
Καὶ εἶπεν ὁ Κύριος, ὅταν τοὺς
εἶδεν εἰς αὐτὴν τὴν ἀθλίαν
κατάστασιν: <Ποὺ εἶναι οἱ θέοι των, εἰς
τοὺς ὁποίους εἶχαν ἐμπιστευθῆ
τὴν ζωήν των; |
38
Ὧν τὸ στέαρ τῶν θυσιῶν αὐτῶν
ἠσθίετε καὶ ἐπίνετε τὸν
οἶνον τῶν σπονδῶν αὐτῶν; Ἀναστήτωσαν
καὶ βοηθησάτωσαν ὑμῖν καὶ γενηθήτωσαν
ὑμῖν σκεπασταί.
|
38
Ποῦ εἶναι οἱ θεοί, τῶν ὁποίων
τὸ λίπος τῶν θυσιῶν των ἐτρώγατε
καὶ τὸν οἶνον τῶν σπονδῶν
των ἐπίνατε; Ἂς
σηκωθοῦν τώρα, ἂς σᾶς βοηθήσουν,
ἃς γίνουν προστάται σας!
|
38
Ποὺ εἶναι ἐκεῖνοι, πρὸς τοὺς
ὁποίους ἐπροσφέρατε θυσίας καὶ ἐτρώγατε
τὸ λίπος τῶν θυσιαζομένων ζώων καὶ ἐπίνατε
τὸ κρασὶ ποὺ ἐχρησιμοποιούσατε
εἰς τὰς σπονδάς σας πρὸς αὐτούς;
Ἂς σηκωθοῦν τώρα καὶ ἂς σᾶς
βοηθήσουν καὶ ἂς γίνουν οἱ ὑπερασπισταί
σας. |
39
Ἴδετε ἴδετε ὅτι ἐγὼ εἰμί,
καὶ οὐκ ἔστι Θεὸς πλὴν ἐμοῦ·
ἐγὼ ἀποκτενῶ καὶ ζῆν ποιήσω,
πατάξω κἀγὼ ἰάσομαι, καὶ
οὐκ ἔστιν ὃς ἐξελεῖται ἐκ
τῶν χειρῶν μου. |
39
Ἰδέτε καλά,
ἰδέτε ὅτι ἐγὼ
εἶμαι ὁ ἀληθινὸς Θεὸς καὶ
δὲν ὑπάρχει ἄλλος Θεὸς ἐκτὸς
ἀπὸ ἐμέ. Ἐγὼ θανατώνω
καὶ ἐγὼ ζωοποιῶ· ἐγὼ
θὰ πλήξω καὶ ἐγὼ θὰ θεραπεύσω.
Δὲν ὑπάρχει
κανεὶς ὁ ὁποῖος θὰ ἡμπορέσῃ
νὰ βγάλῃ ἄνθρωπον ἀπὸ
τὰ χέρια μου.
|
39
Προσέξατε λοιπόν, προσέξατε καὶ ἐννοήσατε ὅτι
Ἐγὼ καὶ μόνον Ἐγὼ ὑπάρχω.
Δὲν ὑπάρχει ἄλλος Θεὸς ἐκτὸς
ἀπὸ ἐμέ. Ἐγὼ καὶ μόνον
ἠμπορῶ νὰ θανατώσω καὶ νὰ δώσω
ζωήν.Ἠμπορῶ νὰ κτυπήσω, νὰ πληγώσω
καὶ νὰ θεραπεύσω. Κανεὶς δὲν εἶναι
εἰς θέσιν νὰ βγάλῃ καὶ νὰ πάρῃ
κάποιον ἀπὸ τὰ χέρια μου.
|
40
Ὅτι ἀρῶ εἰς τὸν οὐρανὸν
τὴν χεῖρά μου καὶ ὀμοῦμαι
τῇ δεξιᾷ μου καὶ ἐρῶ· ζῶ
ἐγὼ εἰς τὸν αἰῶνα,
|
40
Σηκώνω εἰς τὸν οὐρανὸν τὸ
χέρι μου, ὁρκίζομαι εἰς τὴν
ὑψωμένην παντοδύναμον δεξιάν μου καὶ
λέγω· Ἐγὼ εἶμαι ὁ αἰώνιος
καὶ ἀναλλοίωτος Θεός.
|
40
Θὰ πραγματοποιηθοῦν δὲ ὅλαι αἱ
ἀπειλαί μου, διότι θὰ ὑψώσω τὸ
χέρι μου εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ
θὰ ὁρκισθῶ μὲ τὴν ἀκατανίκητον
δεξιάν μου καὶ θὰ διακηρύξω: Ζῶ Ἐγὼ
αἰωνίως. |
41
ὅτι παροξυνῶ ὡς ἀστραπὴν τὴν
μάχαιράν μου, καὶ ἀνθέξεται
κρίματος ἡ χείρ μου, καὶ ἀποδώσω
δίκην τοῖς ἐχθροῖς καὶ τοῖς
μισοῦσί με ἀνταποδώσω·
|
41
Ὁρκίζομαι ὅτι θὰ κάμω κοπτερὰν
τὴν μάχαιράν μου ὠσὰν τὴν
ἀστραπήν, ὅτι τὸ χέρι μου θὰ
ἀποστείλῃ τὴν δικαίαν τιμωρίαν
κατὰ πάσης κακίας· θὰ τιμωρήσω
τοὺς ἐχθροὺς καὶ θὰ ἀνταποδώσω
ὅ,τι πρέπει εἰς ἐκείνους, ποὺ
μὲ μισοῦν.
|
41
Ὁρκίζομαι νὰ κάνω τὸ μαχαίρι μου ὀξὺ
σὰν τὴν ἀστραπήν. Καὶ θὰ σταθῇ
σταθερὸ τὸ χέρι μου εἰς τὴν τιμωρίαν.
Θὰ τιμωρήσω δὲ τοὺς ἐχθρούς μου καὶ
θὰ ἐκδικηθῶ, ὅπως τοὺς ἀξίζει,
ἐκείνους ποὺ μὲ μισοῦν.
|
42
μεθύσω τὰ βέλη μου ἀφ' αἵματος,
καὶ ἡ μάχαιρά μου φάγεται κρέα,
ἀφ' αἵματος τραυματιῶν καὶ αἰχμαλωσίας,
ἀπὸ κεφαλῆς ἀρχόντων ἐχθρῶν.
|
42
Τὰ βέλη μου θὰ μεθύσουν ἀπὸ
τὸ αἷμα, ποὺ θὰ χυθῇ, ἡ
μάχαιρά μου θὰ φάγῃ κρέατα
ἁμαρτωλῶν, θὰ ἰκανοποιηθῇ ἡ
δικαιοσύνη μου ἀπὸ
τὸ αἷμα τῶν φονευομένων καὶ
τῶν αἰχμαλώτων, ἀπὸ κεφάλια
ἀρχόντων, ποὺ θὰ πέσουν.
|
42
Θὰ κάνω νὰ μεθύσουν τὰ βέλη μου ἀπὸ
αἷμα καὶ τὸ μαχαίρι μου θὰ φάγῃ
ἀνθρώπινα κρέατα. Θὰ μεθύσουν καὶ θὰ
χορτάσουν μὲ τὸ αἷμα τῶν πληγωμένων
καὶ τῶν αἰχμαλώτων καὶ μὲ τὰ
κεφάλια τῶν ἀρχόντων τῶν διαφόρων ἐχθρῶν,
ποὺ θὰ σφάζωνται>. |
43
Εὐφράνθητε, οὐρανοί, ἅμα αὐτῷ,
καὶ προσκυνησάτωσαν αὐτῷ πάντες
ἄγγελοι Θεοῦ· εὐφράνθῆτε,
ἔθνη μετὰ τοῦ λαοῦ αὐτοῦ,
καὶ ἐνισχυσάτωσαν αὐτῷ πάντες
υἱοὶ Θεοῦ· ὅτι τὸ αἷμα
τῶν υἱῶν αὐτοῦ ἐκδικᾶται,
καὶ ἐκδικήσει καὶ ἀνταποδώσει
δίκην τοῖς ἐχθροῖς καὶ τοῖς
μισοῦσιν ἀνταποδώσει, καὶ ἐκκαθαριεῖ
Κύριος τὴν γῆν τοῦ λαοῦ αὐτοῦ.
|
43
Διὰ τὴν ἀπόδοσιν αὐτὴν
τῆς δικαιοσύνης ἂς χαροῦν οἱ
οὐρανοὶ μαζῆ μὲ τὸν Κύριον,
ἃς προσκυνήσουν αὐτὸν ὅλοι οἱ
ἄγγελοί του. Χαρῆτε λαοὶ μαζῆ
μὲ τὸν λαὸν τοῦ Θεοῦ· ἃς
ἐνισχύσουν τὸν λαὸν τοῦ Θεοῦ
ὅλοι ὅσοι εἶναι υἱοὶ τοῦ
Θεοῦ, διότι ὁ Θεὸς ἐκδικεῖται
τὸ αἷμα τῶν υἱῶν του. Θὰ
ἀποδώσῃ τὸ δίκαιον, θὰ
τιμωρήσῃ τοὺς ἐχθρούς του καὶ
εἰς τοὺς μισοῦντας
αὐτὸν θὰ ἀνταποδώσῃ
κατὰ τὰ ἔργα των καὶ ἔτσι θὰ
καθαρίσῃ τὴν χώραν τοῦ λαοῦ
του ἀπὸ τὰ κακὰ στοιχεῖα>.
|
43
Χαρῆτε καὶ πανηγυρίσατε μαζί Του οἱ
οὐρανοὶ καὶ ἂς προσκυνήσουν Αὐτὸν
ὅλοι οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ. Χαρῆτε
καὶ πανηγυρίσατε καὶ τὰ ἄλλα ἔθνη
μαζὶ μὲ τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν
Του καὶ ἂς ἐνδυναμώσουν τὸν
λαὸν αὐτὸν ὅλοι, ὅσοι εἶναι
οἰκεῖοι τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ.
Διότι ὁ Κύριος ἐκδικεῖται τὸ αἷμα
τῶν παιδιῶν Του. Καὶ θὰ ἐκδικηθῇ
καὶ εἰς τὸ μέλλον καὶ θὰ τιμωρήσῃ
δικαίως τοὺς ἐχθρούς των. Θὰ πληρώσῃ
δὲ ὅπως πρέπει αὐτοὺς ποὺ μισοῦν
Ἐκεῖνον καὶ τὸν λαόν Του καὶ
θὰ ξεκαθαρίσῃ ὁ Κύριος τὴν χώραν τοῦ
λαοῦ του>. |
44
Καὶ ἔγραψε Μωυσῆς τὴν ᾠδὴν
ταύτην ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ
καὶ ἐδίδαξεν αὐτὴν τοὺς
υἱοὺς Ἰσραήλ, καὶ εἰσῆλθε
Μωυσῆς καὶ ἐλάλησε πάντας τοὺς
λόγους τοῦ νόμου τούτου εἰς
τὰ ὦτα του λαοῦ, αὐτὸς καὶ
Ἰησοῦς ὁ τοῦ Ναυῆ.
|
44
Αὐτὴν τὴν ὠδὴν τὴν ἔγραψεν
ὁ Μωϋσῆς κατὰ τὴν ἡμέραν
ἐκείνην καὶ
τὴν ἐδίδαξεν εἰς τους Ἰσραηλίτας.
Εἰσῆλθε δὲ εἰς τὸν ἰσραηλιτικὸν
λαὸν καὶ εἶπε εἰς τὰ αὐτιὰ
τοῦ λαοῦ, αὐτὸς
καὶ ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ,
ὅλους τοὺς λόγους τοῦ νόμου
τούτου.
|
44
Ἔγραψε κατόπιν ὁ Μωϋσῆς τὴν ᾠδὴν
αὐτὴν κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην
καὶ τὴν ἐδίδαξεν εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας.
Καὶ εἰσῆλθεν ὁ Μωϋσῆς εἰς
τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ καὶ ἀνεκοίνωσε
καὶ ἐγνωστοποίησεν εἰς αὐτοὺς
ὅλα τὰ λόγια αὐτοῦ τοῦ Νόμου
ὁ ἴδιος καὶ ὁ Ἰησοῦς τοῦ
Ναυῆ. |
45
Καὶ συνετέλεσε Μωυσῆς λαλῶν παντὶ
Ἰσραήλ. |
45
Ἐτελείωσεν ἔτσι ὁ Μωϋσῆς ὁμιλῶν
πρὸς τοὺς Ἰσραηλίτας.
|
45
Καὶ ἐτελείωσεν ὁ Μωϋσῆς ὅλα,
ὅσα εἶχε νὰ κηρύξῃ εἰς ὅλον
τὸν λαὸν τοῦ Ἰσραήλ.
|
46
Καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· προσέχετε
τῇ καρδίᾳ ἐπὶ πάντας τοὺς
λόγους τούτους, οὓς ἐγὼ διαμαρτύρομαι
ὑμῖν σήμερον, ἃ ἐντελεῖσθε
τοῖς υἱοῖς ὑμῶν φυλάσσειν
καὶ ποιεῖν πάντας τοὺς λόγους
τοῦ νόμου τοῦτου·
|
46
Ὅμως προσέθεσε πρὸς αὐτοὺς καὶ
τὰ ἑξῆς· <δώσατε προσοχὴν
ἀπὸ τὴν καρδιά σας εἰς ὅλους
τοὺς λόγους αὐτούς, τοὺς ὁποίους
ἐγὼ σήμερον κατὰ τὸν πλέον
ἐπίσημον καὶ ἔντονον τρόπο σᾶς
ἀνεκοίνωσα, ὅτι θὰ διατάξετε
τὰ παιδιά σας νὰ φυλάσσουν καὶ
νὰ τηροῦν ὅλους τοὺς λόγους
τοῦ Νόμου τούτου.
|
46
Καὶ εἶπεν ἐπίσης εἰς αὐτούς:
<Προσέχετε μὲ τὴν καρδιά σας εἰς
ὅλα αὐτὰ τὰ λόγια, ποὺ σᾶς
ἀνεκοίνωσα σήμερον μὲ τρόπον ἔντονον καὶ
ἐπίσημον. Αὐτὰ εἶναι ἐκεῖνα
ποὺ θὰ παραγγείλετε εἰς τὰ παιδιά
σας νὰ τὰ τηροῦν καὶ νὰ τὰ
ἐφαρμόζουν. Ὅλα τὰ προστάγματα αὐτοῦ
τοῦ Νόμου. |
47
ὅτι οὐχὶ λόγος κενὸς οὗτος
ὑμῖν, ὅτι αὕτη ἡ ζωὴ ὑμῶν,
καὶ ἕνεκεν τοῦ λόγου τούτου
μακροημερεύσετε ἐπὶ τῆς γῆς,
εἰς ἣν ὑμεῖς διαβαίνετε τὸν
Ἰορδάνην ἐκεῖ κληρονομῆσαι αὐτήν.
|
47
Διότι δὲν εἶναι λόγος αὐτὸς
κενὸς καὶ μάταιος, ἀλλὰ αὐτὴ
αὕτη ἡ ζωή σας· διότι ἐφ'
ὅσον θὰ ἐφαρμόσετε τὸν νόμον
τοῦτον τοῦ Θεοῦ, θὰ μακροημερεύσετε
ἀσφαλεῖς καὶ εὐτυχεῖς εἰς
τὴν γῆν, διὰ τὴν κληρονομίαν
τῆς ὁποίας τώρα διαβαίνετε τὸν
Ἰορδάνην. |
47
Προσέξατε, διότι ὁ Νόμος αὐτὸς δὲν
εἶναι διὰ σᾶς λόγος κενός, χωρὶς νόημα,
ἀλλ’ εἶναι αὐτὴ ἡ ἰδία
ἡ ζωή σας. Ἐξ αἰτίας δὲ τοῦ
Νόμου αὐτοῦ, ἐὰν βεβαίως τὸν
τηρήσετε, θὰ ζήσετε πολλὰ χρόνια εἰς τὴν
χώραν, τὴν ὁποίαν πηγαίνετε νὰ κληρονομήσετε,
ἀφοῦ διαβῆτε τὸν Ἰορδάνην>.
|
48
Καὶ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν
ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ
λέγων· |
48
Καὶ ὁ Κύριος ὡμίλησε πρὸς
τὸν Μωϋσῆν κατὰ τὴν ἡμέραν
ἐκείνην λέγων· |
48
Καὶ ὡμίλησεν ὁ Κύριος κατὰ τὴν
ἡμέραν ἐκείνην εἰς τὸν Μωϋσῆν
καὶ τοῦ εἶπε: |
49
ἀνάβηθι εἰς τὸ ὄρος τὸ
Ἀβαρὶμ τοῦτο, ὄρος Ναβαῦ, ὃ
ἐστιν ἐν γῇ Μωὰβ κατὰ πρόσωπον
Ἱεριχώ, καὶ ἰδὲ τὴν γῆν
Χαναάν, ἣν ἐγὼ δίδωμι τοῖς
υἱοῖς Ἰσραήλ, εἰς κατάσχεσιν,
|
49
<ἀνέβα εἰς τὴν ὀροσειρὰν
αὐτὴν Ἀβαρίμ, εἰς τὸ ὄρος
Ναβαῦ, ποὺ ὑπάρχει εἰς τὴν
χώραν Μωάβ, ἀπέναντι ἀπὸ
τὴν Ἱεριχώ, καὶ ἰδὲ τὴν
γῆν Χαναάν, τὴν ὁποίαν ἐγὼ
δίδω εἰς τους Ἰσραηλίτας πρὸς
κατάκτησιν, |
49
<Ἀνέβα εἰς αὐτὴν τὴν ὀροσειράν,
ποὺ ὀνομάζεται Ἀβαρίμ, καὶ συγκεκριμένως
εἰς τὸ βουνὸ Ναβαῦ, ποὺ εὑρίσκεται
εἰς τὴν χώραν Μωάβ, ἀπέναντι ἀπὸ
τὴν Ἱεριχώ. Καὶ κοίταξε ἀπὸ
ἐκεῖ τὴν χώραν Χαναάν, τὴν ὁποίαν
δίδω Ἐγὼ εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας,
διὰ νὰ γίνουν κάτοχοί της.
|
50
καὶ τελεύτα ἐν τῷ ὄρει, εἰς
ὃ ἀναβαίνεις ἐκεῖ, καὶ
προστέθητι πρὸς τὸν λαόν σου, ὃν
τρόπον ἀπέθανεν Ἀαρὼν ὁ
ἀδελφός σου ἐν Ὢρ τῷ ὄρει,
καὶ προσετέθη πρὸς τὸν λαὸν
αὐτοῦ, |
50
καὶ ἀπόθανε ἐκεῖ ἐπάνω
εἰς τὸ ὄρος ποὺ θὰ ἀνεβῇς,
καὶ ἔτσι θὰ προστεθῇς εἰς τὸν
λαόν σου, ὅπως καὶ ὁ Ἀαρὼν
ὁ ἀδελφός σου, ὁ ὁποῖος
ἀπέθανεν εἰς τὸ ὄρος Ὤρ,
καὶ προσετέθη εἰς τὸν λαόν του.
|
50
Καὶ νὰ πεθάνῃς ἐκεῖ εἰς
τὸ βουνό, ὅπου τώρα ἀνεβαίνεις, καὶ
νὰ προστεθῇς εἰς τὸν λαόν σου, ποὺ
ἀπέθανε πρὶν ἀπὸ σέ, ὅπως ἀκριβῶς
ἀπέθανε καὶ ὁ Ἀαρών, ὁ ἀδελφός
σου, εἰς τὸ βουνὸ Ὢρ καὶ προσετέθη
εἰς τὸν λαόν του, ποὺ ἀπέθανε
προηγουμένως. |
51
ὅτι ἠπειθάσατε τῷ ρήματί
μου ἐν τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ
ἐπὶ τοῦ ὕδατος ἀντιλογίας
Κάδης ἐν τῇ ἐρήμῳ Σίν,
διότι οὐχ ἡγιάσατέ με ἐν
τοῖς υἱοῖς Ἰσραήλ·
|
51
Ἀποθνήσκετε, σὺ καὶ ὁ Ἀαρών,
χωρὶς νὰ εἰσέλθετε εἰς τὴν
γῆν τῆς Ἐπαγγελίας, διότι παρηκούσατε
τὴν ἐντολήν μου ἐνώπιον τῶν
Ἰσραηλιτῶν εἰς τὴν θέσιν <ὕδωρ
ἀναλογίας>, ποὺ εὑρίσκεται
εἰς Κάδης μέσα εἰς τὴν ἔρημον
Σίν. Ἐδείξατε ἀνυπακοὴν καὶ
δὲν μὲ ἐδοξάσατε ἐνώπιον
τῶν Ἰσραηλιτῶν. |
51
Δὲν θὰ πατήσετε καὶ οἱ δύο τὸ
χῶμα τῆς Χαναάν, διότι ἀπειθήσατε εἰς
τὴν ἐντολήν μου ἐμπρὸς εἰς τοὺς
Ἰσραηλίτας, ἐκεῖ εἰς τὸν τόπον
ποὺ ἐπῆρε τὸ ὄνομα <ὕδωρ
ἀντιλογίας> καὶ εὑρίσκεται εἰς
τὴν περιοχὴν Κάδης, μέσα εἰς τὴν Ἔρημον
Σίν. Τιμωρεῖσθε, διότι δὲν μὲ ἐδοξάσατε
ἐνώπιον τῶν Ἰσραηλιτῶν μὲ τὴν
πίστιν σας εἰς τὴν παντοδυναμίαν μου. |
52
ὅτι ἀπέναντι ὄψῃ τὴν γῆν
καὶ ἐκεῖ οὐκ εἰσελεύσῃ.
|
52
Ἀνέβα λοιπὸν εἰς τὸ ὄρος,
διότι ἀπὸ ἐκεῖ θὰ ἴδῃς
τὴν γῆν τῆς Ἐπαγγελίας, εἰς
τὴν ὁποίαν ὅμως δὲν θὰ
εἰσέλθῃς>. |
52
Τὸ ἀπεφάσισα ὁριστικῶς νὰ ἰδῇς
ἀπὸ ἀπέναντι τὴν Γῆν τῆς
Ἐπαγγελίας καὶ νὰ μὴ εἰσέλθῃς
εἰς αὐτήν>.
|