Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
αὕτη ἡ εὐλογία ἣν ηὐλόγησε
Μωυσῆς ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ τοὺς
υἱοὺς Ἰσραὴλ πρὸ τῆς τελευτῆς
αὐτοῦ· |
ὐτὴ
δὲ εἶναι ἡ εὐλογία, μὲ
τὴν ὁποίαν ὁ Μωϋσῆς, ὁ
ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, εὐλόγησε
τοὺς Ἰσραηλίτας πρὸ τῆς τελευτῆς
του, |
αὶ
αὐτὴ εἶναι ἡ εὐλογία,
μὲ τὴν ὁποίαν ἐολόγησεν ὁ ἄνθρωπος
τοῦ Θεοῦ, ὁ Μωϋσῆς, τοὺς Ἰσραηλῖτας
πρὶν ἀπὸ τὸν θάνατόν του.
|
2
καὶ εἶπε· Κύριος ἐκ Σινὰ
ἥκει καὶ ἐπέφανεν ἐκ Σηεὶρ
ἡμῖν καὶ κατέσπευσεν ἐξ ὄρους
Φαρὰν σὺν μυριάσι Κάδης, ἐκ
δεξιῶν αὐτοῦ ἄγγελοι μετ' αὐτοῦ.
|
2
καὶ εἶπε· <ὁ Κύριος ἦλθεν
ἀπὸ τὸ ὄρος Σινά, ἔλαμψεν
ἡ παρουσία του πρὸς σᾶς εἰς
τὸ ὄρος Σηείρ, ἔφθασε ταχέως
εἰς τὸ ὀροπέδιον Φαράν, ἐφάνηκε
μὲ τὰς μυριάδας τῶν ἀγγέλων
του ὡς συνοδούς του εἰς Κάδης·
μαζῆ του καὶ ἐκ δεξιῶν του ὑπῆρχον
τὰ τάγματα τῶν ἀγγέλων.
|
2
Εἶπε δὲ τὰ ἑξῆς:
<Ὁ
Κύριος ἦλθεν ἀπὸ τὸ Σινᾶ καὶ
ἔκανε τὴν ἐμφάνισίν Του ἀπὸ
τὸ Σηεὶρ καὶ ἔτρεξε γρήγορα ἀπὸ
τὸ βουνὸ Φαρὰν μὲ μυριάδας ἀγγέλων
εἰς τὴν περιοχὴν Κάδης. Τὸν
συνόδευαν ἀπὸ τὰ δεξιά Του οἱ
ἄγγελοί Του, ὑπηρέται τῆς παντοδυναμίας
Του. |
3
Καὶ ἐφείσατο τοῦ λαοῦ αὐτοῦ,
καὶ πάντες οἱ ἡγιασμένοι ὑπὸ
τὰς χεῖράς σου· καὶ οὗτοι
ὑπὸ σέ εἰσι, καὶ ἐδέξατο
ἀπὸ τῶν λόγων αὐτοῦ
|
3
Ἐλυπήθη ὁ Κύριος τὸν λαόν
του καὶ τὸν ἔσωσε. Ὅλοι αὐτοὶ
οἱ Ἰσραηλῖται, οἱ ἀφιερωμένοι
εἰς σέ, εὑρίσκονται ὑπὸ
τὴν προστασίαν σου· ἐπῆραν ἀπὸ
τὸ στόμα αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ
|
3
Ἐνεφανίσθη δέ, διότι ἐλυπήθη τὸν λαὸν
Του. Ὅλοι οἱ ξεχωρισμένοι καὶ ἀφιερωμένοι
εἰς Σέ, Κύριε, εὑρισκονται κάτω ἀπὸ
τὰ προστατευτικὰ χέρια Σου. Καὶ οἱ
Ἰσραηλῖται λοιπόν, αὐτὸς ὁ ἰδικός
Σου λαός, εἶναι κάτω ἀπὸ τὴν σκέπην
Σου. Καὶ ἐπῆρεν ὁ λαὸς αὐτὸς
ἀπὸ τὰ λόγια, ποὺ εἶπεν ὁ
ἴδιος ὁ Θεός, |
4
νόμον, ὃν ἐνετείλατο ἡμῖν
Μωυσῆς, κληρονομίαν συναγωγαῖς Ἰακώβ.
|
4
νόμον, τὸν ὁποῖον διέταξεν ὁ
Μωϋσῆς εἰς ἡμᾶς ὡς πολύτιμον
πνευματικὴν κληρονομίαν διὰ τὰς φυλὰς
τοῦ Ἰακώβ. |
4
νόμον, τὸν ὁποῖον μᾶς διέταξεν ὁ
Μωϋσῆς, διὰ νὰ εἶναι πνευματικὴ
κληρονομία τῶν φυλῶν τοῦ Ἰακώβ.
|
5
καὶ ἔσται ἐν τῷ ἠγαπημένῳ
ἄρχων, συναχθέντων ἀρχόντων λαῶν
ἅμα φυλαῖς Ἰσραήλ.
|
5
Αὐτὸς ὁ Θεὸς θὰ εἶναι
ἄρχων τοῦ ἠγαπημένου του ἰσραηλιτικοῦ
λαοῦ τώρα, ἀλλὰ καὶ ὅταν
αἱ φυλαὶ τοῦ Ἰσραὴλ καὶ
οἱ ἄρχοντές των συναχθοῦν εἰς
τὴν γῆν τῆς Ἐπαγγελίας.
|
5
Καὶ θὰ εἶναι μὲ τὸν νόμον Του
αὐτὸν ὁ Κύριος ἄρχων τοῦ ἀγαπημένου
Του λαοῦ. Θὰ εἶναι ἄρχων καὶ
ὅταν συγκεντρωθοῦν ὅλοι οἱ ἄρχοντες
τοῦ λαοῦ μαζί μὲ τὰς φυλὰς τοῦ
Ἰσραήλ, διὰ νὰ ἀποφασίσουν ἀπὸ
κοινοῦ διὰ τὸ μέλλον των. Πάλιν ὁ
Κύριος θὰ κυβερνᾷ καὶ θὰ ἔχῃ
τὸν πρῶτον λόγον>. |
6
ζήτω Ρουβὴν καὶ μὴ ἀποθανέτω
καὶ ἔστω πολὺς ἐν ἀριθμῷ.
|
6
Ἂς ζῆ ἡ φυλὴ τοῦ Ρουβὴμ
καὶ ἃς μὴ ἀποθάνῃ καὶ
πολυάριθμοι ἂς εἶναι οἱ ἀπόγονοί
της. |
6
<Εὔχομαι νὰ ζῇ ἡ φυλὴ τοῦ
Ρουβὴν καὶ νὰ μὴ ἑξαφανισθῇ,
ἀλλὰ νὰ ἔχῃ πλήθη ἀπογόνων>.
|
7
Καὶ αὕτη Ἰούδα. Εἰσάκουσον,
Κύριε, φωνῆς Ἰούδα, καὶ εἰς
τὸν λαὸν αὐτοῦ εἰσέλθοισαν·
αἱ χεῖρες αὐτοῦ διακρίνουσιν
αὐτῷ, καὶ βοηθὸς ἐκ τῶν
ἐχθρῶν αὐτοῦ ἔσῃ.
|
7
Ἰδοὺ καὶ ἡ εὐλογία τοῦ
Ἰούδα· Ἄκουσον, Κύριε, τὴν
δέησιν τοῦ Ἰούδα. Ἂς ἐνταχθῇ
καὶ ἡ φυλὴ αὐτὴ εἰς τὸν
λαὸν τοῦ Θεοῦ, τὰ χέρια τῶν
ἀνδρῶν αὐτῆς θὰ διοικοῦν
τὸν λαὸν καὶ σὺ ὁ Θεὸς
θὰ εἶσαι βοηθὸς τοῦ λαοῦ αὐτοῦ
ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν του>.
|
7
Καὶ διὰ τὴν φυλὴν Ἰούδα εἶπε
τὰ ἑξῆς: <Ἄκουσε, Κύριε, μὲ
εὐμένειαν τὴν φωνὴν τοῦ Ἰούδα.
Καὶ ἂς πάρουν οἱ ἀπόγονοί του τὴν
θέσιν ποὺ τοὺς πρέπει μέσα εἰς τὸν
λαὸν τοῦ Θεοῦ. Τὰ χέρια των, δηλαδὴ
ἡ δύναμίς των θὰ κρίνῃ καὶ
θὰ κυβερνᾷ τὸν λαὸν καὶ σὺ
θὰ τοὺς βοηθῇς καὶ θὰ τοὺς
προστατεύῃς ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς
των>. |
8
Καὶ τῷ Λευὶ εἶπε· τότε
Λευὶ δήλους αὐτοῦ καὶ ἀλήθειαν
αὐτοῦ, τῷ ἀνδρὶ τῷ ὁσίῳ,
ὃν ἐπείρασαν αὐτὸν ἐν
πείρᾳ, ἐλοιδόρησαν αὐτὸν
ἐπὶ ὕδατος ἀντιλογίας·
|
8
Διὰ δὲ τὴν φυλὴν τοῦ Λευῒ
εἶπεν ὁ Μωϋσῆς· <δώσατε εἰς
τὸν ἀπὸ τὴν φυλὴν τοῦ
Λευῒ καταγόμενον ὅσιον ἄνδρα, εἰς
τὸν Ἀαρὼν τὸν ὁποῖον οἱ
Ἰσραηλῖται ἔθλιψαν εἰς τὸν τόπον
τοῦ <Πειρασμοῦ>, τὸν ἐνέπαιξαν
εἰς τὸ <Ὕδωρ τῆς ἀντιλογίας>,
δώσατε ὡς ἀρχιερατικὰ διάσημά
του τὴν <Δήλωσιν> καὶ τὴν <Ἀλήθειαν>.
|
8
Καὶ διὰ τὴν φυλὴν τοῦ Λευῒ
εἶπε: <Νὰ δώσετε εἰς τὸν ἀπόγονον
τοῦ Λευΐ, τὸν ἀρχιερέα, ποὺ εἶναι
ἄνθρωπος ὅσιος καὶ ἀφωσιωμένος
εἰς τὸν Κύριον, τὰ ἐξαρτήματα τῆς
ἀρχιερατικῆς στολῆς, ποὺ ὀνομάζονται
<Δήλωσις> καὶ <Ἀλήθεια>. Θὰ
τὰ κρατῇ αὐτός, διὰ νὰ διακρίνῃ
ποῖον εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ
διὰ κάθε σοβαρὰν περίπτωσιν τῆς ζωῆς
τοῦ λαοῦ. Νὰ τὰ δώσετε εἰς τὸν
ἄνθρωπον τὸν ἀφιερωμένον εἰς
τὸν Κύριον, ποὺ τὸν ἔβαλαν εἰς
δοκιμασίαν οἱ Ἑβραῖοι εἰς τὴν
τοποθεσίαν τοῦ <Πειρασμοῦ> καὶ τὸν
ἐχλεύασαν εἰς τὴν τοποθεσίαν τοῦ
<Ὕδατος τῆς ἀντιλογίας>.
|
9
ὁ λέγων τῷ πατρὶ καὶ τῇ
μητρί· οὐχ ἑώρακά σε, καὶ
τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ οὐκ
ἐπέγνω καὶ τοὺς υἱοὺς
αὐτοῦ ἀπέγνω· ἐφύλαξε
τὰ λόγια σου καὶ τὴν διαθήκην
σου διετήρησε. |
9
Ἡ φυλὴ τοῦ Λευῒ γεμάτη ἱερὸν
ζῆλον εἶπε κατὰ τὴν κατασκευὴν
τοῦ χρυσοῦ μόσχου, πρὸς τοὺς
στενωτάτους συγγενεῖς, τὰ τέκνα πρὸς
τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα·
Δὲν σὲ ἔχω ἴδει ἄλλην φοράν·
πρὸς τοὺς ἀδελφούς· Δὲν
σᾶς ἀναγνωρίζω ὡς ἀδελφούς·
καὶ πρὸς τοὺς υἱούς· σᾶς
ἀπαρνοῦμαι. Ἡ φυλὴ τοῦ Λευῒ
μὲ τὴν σαμπεριφοράν της αὐτὴν
ἐφύλαξε τὰ λόγια σου, ἐτήρησε
τὴν διαθήκην σου. |
9
Οἱ ἀπόγονοι τοῦ Λευῒ εἶναι ἐκεῖνοι,
ποὺ εἶπαν πρὸς τὸν πατέρα καὶ
τὴν μητέρα των, ὅταν αὐτοὶ ἔδειξαν
ἀσέβειαν πρὸς τὸν Θεόν: <Δὲν
ἔχομεν πλέον σχέσεις μαζί σας, σὰν νὰ
μὴ σᾶς εἴδαμεν ποτέ>. Πρὸς δὲ
τοὺς ἀσεβεῖς ἀδελφούς των ἐφέρθησαν
σὰν νὰ τοὺς ἦσαν ἄγνωστοι καὶ
δὲν ἐπῆραν τὸ μέρος οὔτε τῶν
ἀσεβῶν υἱῶν των. Ἐφύλαξαν, Κύριε,
μὲ αὐταπάρνησιν τὰ λόγια Σου καὶ
ἐβάστασαν τὴν διαθήκην Σου.
|
10
Δηλώσουσι τὰ δικαιώματά σου τῷ
Ἰακὼβ καὶ τὸν νόμον σου τῷ
Ἰσραήλ· ἐπιθήσουσι θυμίαμα
ἐν ὀργῇ σου διὰ παντὸς ἐπὶ
τὸ θυσιαστήριόν σου.
|
10
Οἱ Λευΐται θὰ διδάξουν καὶ θὰ
κάμουν γνωστὰ εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας
τὰς ἐντολὰς καὶ τοὺς νόμους
σου αὐτοὶ θὰ θέτουν θυμίαμα
πάντοτε εἰς τὸ θυσιαστήριόν
σου, διὰ νὰ σὲ ἐξευμενίζουν,
ὅταν δικαίως ὀργίζεσαι κατὰ
τῶν Ἰσραηλιτῶν. |
10
Αὐτοὶ θὰ γνωστοποιοῦν καὶ θὰ
διδάσκουν τὰ προστάγματά Σου εἰς τοὺς ἀπογόνους
τοῦ Ἰακὼβ καὶ τὸν νόμον Σου
εἰς τὸν λαὸν τοῦ Ἰσραήλ. Αὐτοὶ
θὰ βάζουν αἰωνίως θυμίαμα εἰς τὸ θυσιαστήριόν
Σου, διὰ να ἐξιλεώνουν τὸν λαὸν
καὶ να τὸν προστατεύουν ἀπὸ τὴν
δικαίαν ὀργήν Σου. |
11
Εὐλόγησον, Κύριε, τὴν ἰσχὺν
αὐτοῦ καὶ τὰ ἔργα τῶν
χειρῶν αὐτοῦ δέξαι· κάταξον
ὀσφὺν ἐχθρῶν ἐπανεστηκότων
αὐτῷ, καὶ οἱ μισοῦντες αὐτὸν
μὴ ἀναστήτωσαν.
|
11
Εὐλόγησε λοιπόν, Κύριε, καὶ
ἐνίσχυσε τὴν δύναμιν τῆς φυλῆς
αὐτῆς καὶ πρόσδεξαι τὰς θυσίας
τῶν χειρῶν των. Σύντριψε τὴν σπονδυλικὴν
στήλην τῶν ἐχθρῶν της, οἱ ὁποῖοι
ἤθελον ἐπαναστατήσει ἐναντίον
αὐτῆς. Ὅσοι δὲ μισοῦν αὐτὴν
τὴν φυλὴν ἂς μὴ σηκωθοῦν ποτὲ
ἀπὸ τὸ χῶμα>.
|
11
Εὐλόγησε, Κύριε, τὴν ἐξουσίαν καὶ
δύναμιν αὐτῆς τῆς φυλῆς καὶ
δέξου μὲ εὐμένειαν ὀτιδήποτε
προσφέρουν τὰ χέρια των. Τσάκισε τὴν μέσην τῶν
ἐχθρῶν των, ποὺ ἐπαναστατοῦν
ἐναντίον των, ὥστε νὰ παραλύσουν.
Καὶ ἂς μὴ σηκώσουν κεφάλι αὐτοὶ
ποὺ μισοῦν τὴν φυλὴν τοῦ Λευΐ.
|
12
Καὶ τῷ Βενιαμὶν εἶπεν· ἠγαπημένος
ὑπὸ Κυρίου κατασκηνώσει πεποιθώς,
καὶ ὁ Θεὸς σκιάζει ἐπ' αὐτῷ
πάσας τὰς ἡμέρας, καὶ ἀνὰ
μέσον τῶν ὤμων αὐτοῦ κατέπαυσε.
|
12
Εἰς δὲ τὴν φυλὴν Βενιαμὶν εἶπε·
<ἀγαπημένη ἀπὸ τὸν Θεὸν
αὐτὴ ἡ φυλὴ θὰ κατοικῇ
μὲ πίστιν καὶ πεποίθησιν, ὁ
δὲ Θεὸς θὰ σκεπάζῃ προστατευτικῶς
αὐτὴν ὅλας τὰς ἡμέρας
καὶ ἀσφαλῆ θὰ τὴν φέρῃ
εἰς τὸν ὦμον του καὶ θὰ τὴν
ἀναπαύσῃ>. |
12
Καὶ διὰ τὴν φυλὴν τοῦ Βενιαμὶν
εἶπε: <Ἡ φυλὴ αὐτὴ εἶναι
ἰδιαιτέρως ἀγαπητὴ εἰς τὸν Κύριον.
Θὰ ζῇ μὲ ἀσφάλειαν, διότι ρίχνει ἐπάνω
της τὴν προστατευτικήν Του σκιὰν ὁ
Θεὸς καθ' ὅλας τὰς ἡμέρας. Ἔχει
ἐπίσης ἀναπαυθῆ εἰς τοὺς ὤμους
τοῦ Κυρίου, ὁ Ὁποῖος εὑρῆκε
τόπον κατάλληλον διὰ τὸν Ναὸν Του εἰς
τοὺς λόφους τῆς χώρας αὐτῆς τῆς
φυλῆς>. |
13
Καὶ τῷ Ἰωσὴφ εἶπεν· ἀπ'
εὐλογίας Κυρίου ἡ γῆ αὐτοῦ,
ἀπὸ ὡρῶν οὐρανοῦ καὶ
δρόσου καὶ ἀπὸ ἀβύσσων
πηγῶν κάτωθεν |
13
Εἰς δὲ τὴν φυλὴν τοῦ Ἰωσὴφ
εἶπε· <εὐλογημένη ἀπὸ
τὸν Κύριον καὶ πλουσία θὰ εἶναι
ἡ χώρα τῆς φυλῆς αὐτῆς·
θὰ ἀπολαμβάνῃ τὰς δωρεὰς
τῶν ἐποχῶν τοῦ οὐρανοῦ,
τὴν εὐεργετικὴν δρόσον καὶ τὰ
πηγαία ὕδατα, ποὺ θὰ ἀναβλύζουν
ἀπὸ τὴν γῆν. |
13
Καὶ διὰ τὴν φυλὴν τοῦ Ἰωσὴφ
εἶπεν: <Ἡ χώρα αὐτῆς τῆς
φυλῆς θὰ εἶναι εὐλογημένη ἀπὸ
τὸν Κύριον. Θὰ ἔχῃ τὰς καλυτέρας
συνθήκας τοῦ οὐρανοῦ εἰς τὰς
διαφόρους ἐποχάς. Καὶ θὰ δροσίζεται μὲ
βροχὰς καὶ μὲ τὰς πηγάς, ποὺ
θὰ ἀναβλύζουν ἀπὸ τὰ ἔγκατα
τῆς γῆς της. |
14
καὶ καθ' ὥραν γενημάτων ἡλίου
τροπῶν καὶ ἀπὸ συνόδων μηνῶν,
|
14
Ἀπὸ τὰ προϊόντα ἐκάστης
ἐποχῆς, ἡ ὁποῖα θὰ κανονίζεται
ἀπὸ τὰς θέσεις τοῦ ἡλίου
καὶ τὴν διαδοχὴν τῶν μηνῶν,
|
14
Θὰ ἔχῃ τὰ καλύτερα προϊόντα κάθε ἐποχῆς,
αἱ ὁποῖαι ρυθμίζονται ἀναλόγως πρὸς
τὰς κινήσεις καὶ θέσεις τοῦ ἡλίου
(καὶ τῆς σελήνης) καὶ τὴν διαδοχὴν
τῶν μηνῶν. |
15
ἀπὸ κορυφῆς ὀρέων ἀρχῆς
καὶ ἀπὸ κορυφῆς βουνῶν ἀενάων
|
15
ἀπὸ τοὺς καρποὺς τῆς κορυφῆς
αἰωνοβίων ὀρέων, ἀπὸ τοὺς
καρποὺς ἀρχαιοτάτων λόφων·
|
15
Θὰ ἔχῃ τὰ ἔκτακτα ἀγαθὰ
τῶν κορυφῶν ἀρχαίων βουνῶν καὶ
τὰς εὐλογίας τῶν κορυφῶν αἰωνοβίων
λόφων. |
16
καὶ καθ' ὥραν γῆς πληρώσεως. Καὶ
τὰ δεκτὰ τῷ ὀφθέντι ἐν
τῇ βάτῳ ἔλθοισον ἐπὶ κεφαλὴν
Ἰωσήφ, καὶ ἐπὶ κορυφῆς
δοξασθεὶς ἐπ' ἀδελφοῖς.
|
16
εἰς ἑκάστην ἐποχὴν ἡ χώρα
τῆς φυλῆς αὐτῆς θὰ εἶναι
γεμάτη ἀπὸ ἀγαθά. Καὶ
κάθε τι ἄλλο εὐάρεστον εἰς τὸν
Θεόν, ὁ ὁποῖος εἶχε παρουσιασθῆ
εἰς τὴν βάτον, ἂς ἔλθῃ
ὡς εὐλογία εἰς τὴν κεφαλὴν
τοῦ Ἰωσήφ, εἰς τὴν φυλὴν
ἐκείνου ὁ ὁποῖος εἶχε
δοξασθῆ μεταξὺ τῶν ἀδελφῶν του.
|
16
Κάθε ἐποχὴν θὰ εἶναι ἡ χώρα
της γεμάτη ἀπὸ ἀγαθά. Καὶ εὔχομαι
νὰ ἔλθουν ἐπάνω εἰς τὸ
κεφάλι τοῦ Ἰωσήφ, εἰς ὅλην δηλαδὴ
τὴν φυλὴν τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἐδοξάσθη
καὶ ἐτέθη ἐπὶ κεφαλῆς τῶν
ἀδελφῶν του, ὀτιδήποτε εἶναι
καλὸν καὶ εὐάρεστον εἰς τὸν
Κύριον, ποὺ ἐνεφανίσθη εἰς τὴν φλεγομένην
βάτον τοῦ Σινᾶ. |
17
Πρωτότοκος ταύρου τὸ κάλλος αὐτοῦ,
κέρατα μονοκέρωτος τὰ κέρατα αὐτοῦ·
ἐν αὐτοῖς ἔθνη κερατιεῖ ἅμα
ἕως ἀπ' ἄκρου γῆς. Αὗται μυριάδες
Ἐφραΐμ, καὶ αὗται χιλιάδες Μανασσῆ.
|
17
Θὰ εἶναι ρωμαλέα καὶ ὡραῖα
ὠσὰν τὸν πρωτότοκον μόσχον ταύρου,
ἡ δύναμίς της, ὠσὰν τὴν
δύναμιν τοῦ μονοκέρωτος. Μὲ τὴν
ἰσχὺν της θὰ καταβάλῃ συγχρόνως
λαοὺς μέχρι τῶν ἄκρων τῆς γῆς.
Τέτοιοι θὰ εἶναι οἱ ἀναρίθμητοι
ἀπόγονοι τῆς φυλῆς τοῦ Ἐφραὶμ
καὶ τέτοιοι θὰ εἶναι αἱ χιλιάδες
ἀπόγονοι τοῦ Μανασσῆ, τῶν δύο
αὐτῶν τέκνων τοῦ Ἰωσήφ>.
|
17
Ἡ φυλὴ αὐτὴ θὰ εἶναι ὡραία
σὰν τὸ πρωτότοκο μοσχάρι. Τὰ κέρατά
της, δηλαδὴ ἡ δύναμίς της θὰ εἶναι
τόσον μεγάλη, ὅσον μεγάλη εἶναι καὶ ἡ
δύναμις τοῦ ζώου ποὺ ἔχει μόνον ἕνα
κέρατο. Μὲ αὐτὴν τὴν δύναμιν θὰ
κερατίζῃ καὶ θὰ κτυπᾷ πολλοὺς
συγχρόνως λαοὺς ἕως τὴν ἄκρην τῆς
γῆς. Αὐτὸ θὰ ἰσχύῃ καὶ
διὰ τὰς μυριάδας τῶν ἀπογόνων τοῦ
Ἐφραὶμ καὶ διὰ τὰς χιλιάδας
τῶν ἀπογόνων τοῦ Μανασσῆ, ποὺ
μαζὶ ἀποτελοῦν τὴν φυλὴν τοῦ
Ἰωσήφ>. |
18
Καὶ τῷ Ζαβουλὼν εἶπεν· εὐφράνθητι,
Ζαβουλών, ἐν ἐξοδίᾳ σου καὶ
Ἰσσάχαρ ἐν τοῖς σκηνώμασιν αὐτοῦ.
|
18
Διὰ δὲ τὴν φυλήν τοῦ Ζαβουλὼν
εἶπεν· <ἂς εὐφρανθῇ ὁ
Ζαβουλὼν μὲ τὰ ταξίδια καὶ τὰς
συναλλαγάς του πρὸς ἄλλους λαοὺς καὶ
ὁ Ἰσσάχαρ εἰς τὰς ἀγροτικάς
του περιοχάς. |
18
Καὶ διὰ τὴν φυλὴν τοῦ Ζαβουλὼν
εἶπε: <Νὰ χαίρεσαι καὶ νὰ εὐφραίνεσαι,
Ζαβουλών, μὲ τὰ ἐμπορικά σου ταξίδια
εἰς τὴν Θάλασσαν. Ὁ δὲ Ἰσσάχαρ
νὰ εὐφραίνεται μὲ τὰς ἀσχολίας
καὶ τὰς ἐπιχειρήσεις του μέσα εἰς
τὸν τόπον, ὅπου κατοικεῖ,
|
19
Ἔθνη ἐξολοθρεύσουσι, καὶ ἐπικαλέσεσθε
ἐκεῖ καὶ θύσετε ἐκεῖ θυσίαν
δικαιοσύνης, ὅτι πλοῦτος θαλάσσης
θηλάσει σε καὶ ἐμπόρια παράλιον
κατοικούντων. |
19
Πολλοὺς ἐχθρικοὺς λαοὺς θὰ καταστρέψουν
αἱ δύο αὐταὶ φυλαί. Εἰς
τὰ μέρη ἐκεῖνα θὰ προσφέρετε
θυσίαν δικαιοσύνης πρὸς τὸν Θεὸν
καὶ θὰ ἐπικαλῆσθε τὸ ὄνομά
του. Θὰ ἀπολαύσετε τὸν πλοῦτον
τῆς θαλάσσης καὶ τὸ ἐμπόριον
αὐτῶν, ποὺ κατοικοῦν εἰς τὰς
παραλίας>. |
19
Θὰ εἶναι οἱ ἄνθρωποι αὐτῶν
τῶν φυλῶν ἀνδρεῖοι πολεμισταὶ
καὶ θὰ ἐξοντώσουν ἔθνη ἐχθρικά.
Καὶ θὰ ἐπικαλῆσθε ἐκεῖ
εἰς τοὺς τόπους τῶν μαχῶν τὸ
ὄνομα τοῦ Κυρίου καὶ θὰ προσφέρετε
θυσίαν δικαιοσύνης, ποὺ ἀνήκει κατὰ
δίκαιον λόγον εἰς τὸν εὐεργέτην σας Κύριον.
Θὰ θυσιάζετε δὲ πρὸς τὸν Θεόν, διότι
θὰ σᾶς θηλάζῃ καὶ θὰ σᾶς
χορταίνῃ μὲ τὸν πλοῦτον τῆς
θαλάσσης καὶ τοὺς θησαυροὺς ἀπὸ
τὰς ἐμπορικὰς ἐπιχειρήσεις τῶν
λαῶν, ποὺ κατοικοῦν εἰς τὰ παράλια>.
|
20
Καὶ τῷ Γὰδ εἶπεν· εὐλογημένος
ἐμπλατύνων Γάδ· ὡς λέων
ἀνεπαύσατο, συντρίψας βραχίονα καὶ
ἄρχοντα. |
20
Διὰ τὴν φυλὴν τοῦ Γὰδ εἶπε·
<δοξασμένος ἂς εἶναι ὁ Θεός,
ὁ ὁποῖος εὐρύνει τὴν περιοχὴν
τῆς φυλῆς Γάδ. Ἡ φυλὴ αὐτή,
ἀφοῦ ὡς λέων συνέτριψεν ἐχθρικὰς
χεῖρας καὶ ἄρχοντας λαῶν, ἀνεπαύθη.
|
20
Καὶ διὰ τὴν φυλὴν τοῦ Γὰδ
εἶπεν: < Ἂς εἶναι εὐλογημένος ὁ
Κύριος, ποὺ πλαταίνει τὰ σύνορα τῆς χώρας
τοῦ Γάδ. Ἡ φυλὴ αὐτὴ ἔχει
ἀναπαυθῆ σὰν λεοντάρι, ἀφοῦ
συνέτριψε τὴν δύναμιν καὶ τοὺς ἄρχοντας
τῶν ἐχθρῶν της. |
21
Καὶ εἶδεν ἀπαρχὴν αὐτοῦ,
ὅτι ἐκεῖ ἐμερίσθη γῆ ἀρχόντων
συνηγμένων ἅμα ἀρχηγοῖς λαῶν·
δικαιοσύνην Κύριος ἐποίησε καὶ
κρίσιν αὐτοῦ μετὰ Ἰσραήλ.
|
21
Εἶδε καὶ ἐπροτίμησε τὰς πρώτας
εὐφόρους κατακτήσεις τῶν Ἰσραηλιτῶν
ἀνατολικῶς τοῦ Ἰορδάνου, ἔλαβεν
ὡς μερίδιόν της αὐτὴν
τὴν γῆν εἰς συγκέντρωσιν τῶν
ἀρχόντων τοῦ Ἰσραήλ, τοῦ
Μωϋσέως καὶ τοῦ Ἰησοῦ τοῦ
Ναυῆ μαζῆ μὲ τοὺς ἀρχηγοὺς
τῶν φυλῶν. Ὁ Κύριος δικαίαν
κρίσιν καὶ ἀπόφασιν ἔκαμε διὰ
τὴν φυλὴν αὐτήν, ὅπως καὶ
αὐτὴ δικαίως καὶ φιλαδέλφως
ἐφέρθη πρὸς τὰς ἄλλας φυλάς>.
|
21
Ἡ φυλὴ τοῦ Γὰδ εἶδεν ἤδη
καὶ ἐπῆρε τὸ πρῶτον μερίδων
εἰς τὴν κατάκτησιν τῆς χώρας ἀνατολικῶς
τοῦ Ἰορδάνου. Διότι ἐκεῖ τῆς
ἐδόθη τόπος, ὅταν ἐμαζεύθησαν καὶ
συνεσκέφθησαν διὰ τὴν διανομὴν τῆς
γῆς οἱ ἄρχοντες τοῦ Ἰσραήλ,
δηλαδὴ ὁ Μωϋσῆς καὶ ὁ Ἰησοῦς
τοῦ Ναυῆ μαζὶ μὲ τοὺς ἀρχηγοὺς
τῶν φυλῶν τοῦ λαοῦ. Ὁ Κύριος
ἐνήργησε μὲ δικαιοσύνην καὶ ἀπεφάσισεν
ἀλαθήτως, ὅταν ἐφώτισε τοὺς
ἄρχοντας νὰ δώσουν τὴν περιοχὴν αὐτὴν
εἰς αὐτὴν τὴν φυλήν, ἀλλὰ
καὶ τὰς ἄλλας περιοχὰς εἰς τὰς
ὑπολοίπους φυλὰς τοῦ Ἰσραήλ>.
|
22
Καὶ τῷ Δὰν εἶπε· Δὰν σκύμνος
λέοντος καὶ ἐκπηδήσεται ἐκ τοῦ
Βασάν. |
22
Διὰ τὴν φυλὴν Δὰν εἶπε·
<ἡ φυλὴ Δὰν εἶναι νεαρὸς
λέων, ὁρμᾷ ἀπὸ τὴν χώραν
Βασάν>. |
22
Καὶ διὰ τὴν φυλὴν τοῦ Δὰν
εἶπεν: <Η φυλὴ τοῦ Δὰν εἶναι
δυνατὴ σὰν τὸ νεαρὸ λεοντάρι, ποὺ
ἐκτινάσσεται μὲ ὁρμὴν καὶ
δύναμιν ἀπὸ τὴν χώραν Βασάν>.
|
23
Καὶ τῷ Νεφθαλὶ εἶπε· Νεφθαλὶ
πλησμονὴ δεκτῶν καὶ ἐμπλησθήτω
εὐλογίας παρὰ Κυρίου· θάλασσαν
καὶ λίβα κληρονομήσει.
|
23
Διὰ τὴν φυλὴν τοῦ Νεφθαλὶ εἶπε·
<Νεφθαλί, γεμάτη ἀπὸ θείας
εὐλογίας, ἂς χορτάσῃ ἀπὸ
τὰς δωρεὰς τοῦ Κυρίου. Θὰ πάρῃ
ὡς κληρονομίας της περιοχὰς πρὸς θάλασσαν
καὶ πρὸς Νότον>. |
23
Καὶ διὰ τὴν φυλὴν τοῦ Νεφθαλὶ
εἶπε: <Ἡ φυλὴ τοῦ Νεφθαλὶ
θὰ γεμίσῃ ἀπὸ δῶρα. Εὔχομαι
δὲ νὰ χορτάσουν οἱ κάτοικοί
της ἀπὸ τὰς εὐλογίας τοῦ Κυρίου.
Θὰ κληρονομήσω περιοχήν, τῆς ὁποίας τὰ
δυτικὰ σύνορα θὰ πλησιάζουν πρὸς τὴν
Μεσόγειον θάλασσαν καὶ τὰ νότια θὰ εἶναι
εἰς τὴν θάλασσαν τῆς Γαλιλαίας>.
|
24
Καὶ τῷ Ἀσὴρ εἶπεν· εὐλογημένος
ἀπὸ τέκνων Ἀσήρ καὶ ἔσται
δεκτὸς τοῖς ἀδελφοῖς αὐτοῦ.
Βάψει ἐν ἐλαίῳ τὸν πόδα
αὐτοῦ· |
24
Διὰ τὴν φυλὴν Ἀσὴρ εἶπεν·
<εὐλογημένη ἡ φυλὴ Ἀσήρ
μεταξὺ τῶν ἄλλων φυλῶν. Θὰ εἶναι
ἡ εὐνοουμένη καὶ ἀγαπημένη
μεταξὺ τῶν ἄλλων φυλῶν· ἡ
περιοχή της θὰ εἶναι πλουσία εἰς
ἐλαιόδενδρα. |
24
Καὶ διὰ τὴν φυλὴν τοῦ Ἀσὴρ
εἶπε: <Ἡ φυλὴ τοῦ Ἀσὴρ
εἶναι ἰδιαιτέρως εὐλογημένη μέσα εἰς
τὰ ἄλλα παιδιὰ τοῦ Ἰακώβ. Οἱ
ἄνθρωποί της θὰ εἶναι ἀγαπητοὶ
καὶ εὐπρόσδεκτοι εἰς τοὺς ἀδελφούς
των. Θὰ ἔχουν τόσην ἐλαιοπαραγωγήν,
ὥστε θὰ βυθίζωνται τὰ πόδια των εἰς
τὸ λάδι. |
25
σίδηρος καὶ χαλκὸς τὸ ὑπόδημα
αὐτοῦ ἔσται, ὡς αἱ ἡμέραι
σου ἡ ἰσχύς σου.
|
25
Τὸ ὑπόδημά της θὰ εἶναι
ἀπὸ σίδηρον καὶ χαλκόν·
ἡ δύναμίς της θὰ εἶναι καθ'
ὅλην τὴν διάρκειαν τῆς ζωῆς
της. |
25
Τὰ ὑποδήματά των θὰ εἶναι σιδερένια
καὶ χάλκινα. Θὰ εἶναι δηλαδὴ δυνατοὶ
καὶ ἀσφαλεῖς καὶ πλούσιοι, διότι ἡ
χώρα των θὰ ἔχῃ ἄφθονα μεταλλεύματα.
Ἡ δύναμίς σου, φυλὴ τοῦ Ἀσήρ,
θὰ εἶναι ἀνεξάντλητος, θὰ διαρκῇ
ὅσον καὶ ἡ ζωή σου>.
|
26
Οὔκ ἐστιν ὥσπερ ὁ Θεὸς τοῦ
ἠγαπημένου· ὁ ἐπιβαίνων
ἐπὶ τὸν οὐρανὸν βοηθός
σου καὶ ὁ μεγαλοπρεπὴς τοῦ στερεώματος.
|
26
Δὲν ὑπάρχει ἄλλος Θεός, ὅπως
ὁ Θεὸς τοῦ ἀγαπημένου ἰσραηλιτικοῦ
λαοῦ. Ὁ Θεός, ποὺ ἐπιβαίνει
εἰς τὰ νέφη τοῦ οὐρανοῦ
καὶ εἶναι μεγαλοπρεπὴς εἰς τὸ
στερέωμα τῆς γῆς, θὰ ἔρχεται
εἰς βοήθειάν σου. |
26
<Δὲν ὑπάρχει κανεὶς ὅμοιος πρὸς
τὸν Θεὸν τοῦ ἀγαπημένου Ἰσραήλ.
Βοηθός σου, Ἰσραήλ, εἶναι Αὐτός, ποὺ
περιπατεῖ εἰς τὸν οὐρανόν, ὁ
μεγαλοπρεπὴς κυρίαρχος τοῦ οὐρανίου στερεώματος.
|
27
Καὶ σκεπάσει σε Θεοῦ ἀρχὴ καὶ
ὑπὸ ἰσχύν βραχιόνων ἀενάων
καὶ ἐκβαλεῖ ἀπὸ προσώπου
σου ἐχθρόν λέγων· ἀπόλοιο.
|
27
Θὰ σὲ προστατεύσῃ ἡ ἐξουσία
τοῦ Θεοῦ, οἱ αἰώνιοι ἀκατανίκητοι
βραχίονές του. Αὐτὸς θὰ ἐκδιώξῃ
ἀπὸ ἐμπρός σου τοὺς ἐχθρούς
σου λέγων· <Κρημνισθῆτε εἰς τὴν
καταστροφήν! |
27
Καὶ θὰ σὲ προστατεύσῃ ἡ δύναμις
τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ σὲ βάλῃ
κάτω ἀπὸ τὴν ἐξουσίαν τῶν
αἰωνίων βραχιόνων τῆς ἀκαταλύτου δυνάμεώς
Του. Καὶ θὰ διώξῃ ἀπὸ ἐμπρός
σου καὶ θὰ ἐξοντώσῃ κάθε ἐχθρόν
σου μόνον μὲ τὸ πρόσταγμά Του: <Ἑξαφανίσου!>
|
28
Καὶ κατασκηνώσει Ἰσραὴλ πεποιθὼς
μόνος ἐπὶ γῆς Ἰακώβ, ἐπὶ
σίτῳ καὶ οἴνῳ, καὶ ὁ
οὐρανὸς αὐτῷ συννεφὴς δρόσῳ.
|
28
Θὰ κατοικήσῃ ὁ Ἰσραηλιτικὸς
λαὸς ἀσφαλὴς καὶ σταθερὸς εἰς
τὴν γῆν τοῦ Ἰακώβ, ἡ ὁποῖα
θὰ εἶναι πλουσία εἰς σίτον καὶ
οἶνον, ὁ δὲ οὐρανός της θὰ
στέλλῃ ἀπὸ τὰ νέφη του
τὴν κατάλληλον βροχήν.
|
28
Καὶ θὰ ἐγκατασταθῇ καὶ θὰ
διαμείνῃ μόνος του ὁ λαὸς τοῦ Ἰσραὴλ
εἰς τὴν χώραν τοῦ Ἰακὼβ καὶ
θὰ αἰσθάνεται ἀσφαλής. Θὰ ἔχῃ
ἄφθονο σιτάρι καὶ κρασί. Ὁ δὲ οὐρανός
με τὰ σύννεφά του θὰ ρίχνῃ τὴν
δροσιὰ καὶ τὴν βροχή του, διὰ
νὰ εἶναι εὔφορος ἡ γῆ.
|
29
Μακάριος σύ, Ἰσραήλ· τίς
ὅμοιός σοι λαὸς σωζόμενος ὑπὸ
Κυρίου; Ὑπερασπιεῖ ὁ βοηθός
σου, καὶ ἡ μάχαιρα
καύχημά σου·
καὶ ψεύσονταί σε οἱ ἐχθροί
σου, καὶ σὺ ἐπὶ τὸν τράχηλον
αὐτῶν ἐπιβήσῃ. |
29
Μακάριος εἶσαι σύ, λαὲ τοῦ Ἰσραήλ.
Ποιὸς ἄλλος λαὸς εἶναι ὅμοιος
μὲ σέ, ὁ ὁποῖος εὑρίσκεις
καὶ ἀσφαλίζεις τὴν σωτηρίαν
σου ὑπὸ τοῦ Κυρίου; Ὁ Θεός,
ὁ βοηθός σου, θὰ σὲ ὑπερασπίζεται
καὶ τότε ἡ μαχαιρά σου θὰ εἶναι
καύχημα νίκης διὰ σέ. Οἱ ἐχθροί
σου θὰ πλανηθοῦν καὶ θὰ ὁμιλήσουν
ψεύδη διὰ σέ, ἀλλὰ σὺ
θὰ πατήσῃς ἐπάνω εἰς τὸν
τράχηλόν των>! |
29
Εἶσαι εὐτυχισμένος σύ, λαὲ τοῦ
Ἰσραήλ! Ποῖος ἄλλος λαὸς ὁμοιάζει
μὲ σέ, ὥστε νὰ σώζεται ἀπὸ
τὸν Κύριον; Θὰ σὲ ὑπερασπίζεται πάντοτε
ὁ Παντοδύναμος βοηθός σου. Καὶ τὸ μαχαίρι
σου, ποὺ θὰ τὸ βοηθῇ Ἐκεῖνος
εἰς τοὺς πολέμους σου, θὰ εἶναι τὸ
καύχημά σου. Οἱ ἐχθροί σου, ποὺ ἐνόμισαν
ὅτι θὰ νικηθῇς, θὰ διαψευσθοῦν,
ἐνῷ σὺ θὰ ἀνεβῇς καὶ
θὰ καθήσῃς εἰς τὸν τράχηλόν
των>. |