Σχόλιον Τοῦ Ἐκκλησιαστή
ΝΑ ΑΠΟ τὰ διδακτικὰ βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τοῦ ὁποίου ἀποσπάσματα εὑρέθησαν καὶ μεταξὺ τῶν χειρογράφων Κουμράμ, τῆς Νεκρᾶς Θαλάσσης, εἶναι καὶ τὸ ὑπὸ τὸ ὄνομα Ἐκκλησιαστής. 
Μὲ τὸν ὅρον αὐτὸν ἀπέδωσαν οἱ Ο' τὴν ἑβραϊκὴν λέξιν Κοχελέθ, ἡ ὁποία ὑπάρχει ὡς τίτλος τοῦ βιβλίου, ἀναφέρεται εἰς πολλὰ χωρία αὐτοῦ, καὶ προτίθεται εἰς τὴν ἀρχὴν τοῦ πρώτου στίχου ἐν τῇ φράσει <Ντίμπρ Κοχελέθ>, ἡ ὁποία σημαίνει <λόγοι τοῦ Ἐκκλησιαστοῦ>. 
Ἡ λέξις Ἐκκλησιαστὴς σημαίνει τὸν συγκαλοῦντα εἰς ἐκκλησίαν, δηλαδὴ εἰς συγκέντρωσιν, εἰς συνάθροισιν καὶ μάλιστα ἠθικοθρησκευτικήν, τοὺς ἀνθρώπους, πρὸς τοὺς ὁποίους αὐτὸς ὡς ὁμιλητής, ὡς ἱεροκῆρυξ θὰ ὁμιλήσῃ.
Τὸ βιβλίον αὐτὸ διηνθισμένον μὲ πολλὰς παρομοιώσεις, παραβολὰς καὶ ἀλληγορίας, μὲ ὡραίας εἰκόνας καὶ κτυπητὰς περιγραφὰς ἔχει καὶ ὄχι μικρὰν λογοτεχνικὴν ἀξίαν. 
Εἶναι δὲ γραμμένον εἰς μικτὸν ὕφος, ἀλλοῦ μὲν εἰς πεζὸν λόγον, ἀλλοῦ δὲ εἰς ποιητικόν. 
Ἡ ποίησις αὐτοῦ ἀκολουθεῖ τὸν κλασσικὸν τύπον τῆς ψαλμικῆς ποιήσεως μὲ τὴν διμέρειαν καὶ πολυμέρειαν τῶν στίχων, μὲ τὴν συνωνυμίαν, τὴν συμπλήρωσιν καὶ τὴν ἀντίθεσιν τῶν μερῶν. 
Τὸ βιβλίον παρὰ τὸν ἀποσπασματικόν, εἲς τινα σημεῖα, χαρακτῆρα του, παρὰ τὴν κατὰ τρόπον γνωμικόν, ἐν πολλοῖς, φρασεολογίαν του, ἔχει ἑνότητα ἐννοιῶν καὶ ταυτότητα ὕφους, μὲ εἰσαγωγικὸν πρόλογον, μὲ ἀνακεφαλαιωτικὸν καὶ συμπερασματικὸν ἐπίλογον, ὥστε πολὺ ὀρθῶς νὰ ὁμολογῆται ὡς ἔργον ἑνὸς συγγραφέως.
Ἡ διήκουσα ἔννοια τοῦ βιβλίου εἶναι ὅτι τὰ ἀγαθὰ τοῦ κόσμου τούτου, ὁ πλοῦτος, ἡ τέρψις, ἡ δύναμις, ἡ ὑγεία καὶ ἡ σοφία δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ χαρακτηρισθοῦν ὡς ἀγαθὰ ὑπὸ τὴν πλήρη σημασίαν τῆς λέξεως, διότι εἶναι πρόσκαιρα καὶ παροδικά· εἶναι κατ' ἐξοχὴν μάταια, <ματαιότης ματαιοτήτων. 
Οὔτε ὅτι παρέχονται ἀπὸ τὸν Θεὸν ὡς ἀποκλειστικὴ διὰ τοὺς δικαίους μόνον ἀμοιβή, δεδομένου ὅτι ὑπάρχουν ἀσεβεῖς, οἱ ὁποῖοι ἔχουν πλούτη, δύναμιν, ὑγείαν καὶ δόξαν, ὅπως καὶ ἐξ ἀντιθέτου ὑπάρχουν ἐνάρετοι, οἱ ὁποῖοι στεροῦνται αὐτῶν τῶν ἀγαθῶν.
Ἀφήνει δὲ ὁ Ἐκκλησιαστὴς νὰ ὑπονοηθῇ ὅτι ἡ πλήρης ἀπόδοσις δικαιοσύνης ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ θὰ γίνῃ εἰς τὴν πέραν τοῦ τάφου, εἰς τὴν μέλλουσαν αἰωνίαν ζωήν. 
Προχωρεῖ δηλαδὴ πέραν ἀπὸ τὴν ἀντίληψιν τῶν Ἑβραίων, οἱ ὁποῖοι ἐφρόνουν ὅτι ὁ Θεὸς εἰς τὴν παροῦσαν κυρίως ζωὴν ἀποδίδει τὴν δικαιοσύνην, μὲ τὴν προσφορὰν ἢ στέρησιν τῶν ἐν τῇ γῇ ἀγαθῶν. 
Ἀφοῦ δὲ ἐπανειλημμένως <εἰκοσιπέντε φοράς> τονίσῃ ὁ Ἐκκλησιαστής, ὅτι <καὶ τοῦτο ματαιότης>, καταλήγει εἰς τὴν βαθυστόχαστον συμβουλὴν καὶ διακήρυξιν περὶ τῆς μελλούσης κρίσεως. <Τέλος λόγου, τὸ πᾶν ἄκουε, τὸν Θεὸν φοβοῦ καὶ τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ φύλασσε, ὅτι τοῦτο πᾶς ἄνθρωπος. 
Ὅτι σύμπαν τὸ ποίημα ὁ Θεὸς ἄξει ἐν κρίσει, ἐν παντὶ παρεωραμένῳ, ἐὰν ἀγαθὸν καὶ ἐὰν πονηρόν>.
Συνιστᾷ ὅμως εἰς τὸν ἄνθρωπον νὰ ἀπολαμβάνῃ ἐν μέτρῳ καὶ μετὰ συνέσεως τὰ ἀγαθὰ καὶ τὰς ἀγαθὰς τέρψεις τῆς ζωῆς - δῶρα τοῦ Θεοῦ - χωρὶς νὰ ὑποδουλώνεται εἰς αὐτά, νὰ προσέχῃ εἰς τὰς ἐπιθυμίας τῆς καρδίας του καὶ νὰ μὴ σπεύδῃ <ἐπὶ στόματι αὐτοῦ>· νὰ προτιμᾷ τὴν σοφίαν ὑπὲρ τὸν πλοῦτον, τὸν ἔλεγχον τοῦ σοφοῦ ἀπὸ τὰ βακχικὰ ᾄσματα τῶν μεθυόντων· νὰ συγκρατῇ τὸν θυμόν του, νὰ μὴ γίνεται σκληρὸς πρὸς τὸν πλησίον καὶ ἀσεβὴς πρὸς τὸν Θεόν, νὰ τηρῇ τὰς ὑποσχέσεις του, τὰ ταξίματά του, νὰ ἐργάζεται ἐντίμως, νὰ ὁμονοῇ καὶ συνεργάζεται μὲ τοὺς ἄλλους, διότι <ἀγαθοὶ οἱ δύο ὑπὲρ τὸν ἕνα>, καὶ νὰ μὴ λησμονῇ ὅτι τὸν ἀναμένει ἡ δικαία παρὰ τοῦ Θεοῦ μέλλουσα κρίσις.
Τὸ θεόπνευστον αὐτὸ ἔργον, σύμφωνα πρὸς τὴν μαρτυρίαν τοῦ πρώτου στίχου, ἐγράφη ἀπὸ τὸν υἱὸν τοῦ Δαυΐδ, δηλαδὴ τὸν Σολομῶντα. 
Ἡ ἀπὸ ἀρχαίων χρόνων ἰουδαϊκὴ παράδοσις, ὅπως καὶ ἡ χριστιανική, ἀναγνωρίζουν, παρὰ τὰς μεμονωμένας ἀντιρρήσεις, τὸν Σολομῶντα ὡς συγγραφέα. 
Τὸ αὐτὸ μαρτυρεῖ καὶ τὸ ὕφος τοῦ βιβλίου, ὅμοιον πρὸς τὸ ὕφος τῶν Παροιμιῶν. 
Φαίνεται δὲ ὅτι ὁ Σολομὼν τὸ ἔγραψε πρὸς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του, ὅταν καὶ ἐκ πείρας πλέον εἶχε σαφῶς διαπιστώσει ὅτι τὰ ἀγαθὰ τοῦ κόσμου, ὁ πλοῦτος καὶ ἡ δόξα εἶναι <ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης>.