Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ἶπον
ἐγὼ ἐν καρδίᾳ μου· δεῦρο
δὴ πειράσω σε ἐν εὐφροσύνη,
καὶ ἰδὲ ἐν ἀγαθῷ·
καὶ ἰδοὺ καί γε τοῦτο ματαιότης.
|
ἶπα
ἐγὼ τότε ἀπὸ μέσα μου
εἰς τὸν ἑαυτόν μου· <ἀφοῦ
εἰς τὴν σοφίαν καὶ τὴν ἐπιστήμην
δὲν ὑπάρχει ἰκανοποίησις, ἔλα
λοιπόν, θὰ σὲ κάμω νὰ δοκιμάσῃς
τὴν ἡδονὴν καὶ τὴν εὐχαρίστησιν.
Νὰ ἀπολαύσῃς κάθε ὑλικὸν
ἀγαθόν>. Αὐτὸ καὶ ἔγινε.
Ἰδοὺ ὅμως ὅτι ἡ ὑλικὴ
αὐτὴ ἀπόλαυσις ἦτο καθαρὰ
ματαιότης. |
κόμη
ἐγὼ ἔκαμα τὴν ἑξῆς σκέψιν·
ἔλα, εἶπα εἰς τὸν ἑαυτόν μου,
νὰ δοκιμάσῃς τὰς ἡδονὰς καὶ
νὰ γνωρίσῃς καὶ νὰ ἀπολαύσῃς
κάθε ὑλικὸν ἀγαθόν· ἀλλ’
ἰδοὺ ὅτι καὶ αὐτὸ εἶναι
ματαιότης. |
2
Τῷ γέλωτι εἶπα περιφοράν, καὶ
τῇ εὐφροσύνῃ· τί τοῦτο
ποιεῖς; |
2
Διὰ τὰ πολλὰ καὶ ἀτελείωτα
γέλια εἶπα ὅτι εἶναι παράφορα
καὶ ἀνοησία. Εἰς δὲ τὴν
ἁμαρτωλὴν διασκέδασιν εἶπα· <διατὶ
τὸ κάνεις αὐτό;>
|
2
Εἰς τὸ πολὺ καὶ ἀτελείωτο
γέλιο εἶπα· αὐτὸ εἶναι ἀνοησία·
καὶ εἰς τὴν ἔνοχον καὶ ἁμαρτωλὴν
διασκέδασιν εἶπα· διατὶ τὸ κάνεις
αὐτό; |
3
Καὶ κατεσκεψάμην εἰ ἡ καρδία
μου ἑλκύσει ὡς οἶνον τὴν σάρκα
μου - καὶ καρδία μου ὡδήγησεν ἐν
σοφίᾳ - καὶ τοῦ κρατῆσαι ἐπ'
εὐφροσύνην, ἕως οὗ ἴδω ποῖον
τὸ ἀγαθὸν τοῖς υἱοῖς τῶν
ἀνθρώπων, ὃ ποιήσουσιν ὑπὸ
τὸν ἥλιον, ἀριθμὸν ἡμερῶν
ζωῆς αὐτῶν. |
3
Ἔπειτα ἐσκέφθην πολύ. Καὶ λογικῶς
σκεπτόμενος ἐπεδίωξα κατὰ τὴν
ἀπόλαυσιν τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν
νὰ συγκρατήσω τὸν ἑαυτόν μου
εἰς τὰ ὅρια τῆς λογικῆς καὶ
νὰ μὴ παρασυρθῶ ἀπὸ τὰς
ἡδονάς, ὅπως ἑλκύεται ὁ
ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ κρασί, διὰ
νὰ ἴδω ποῖον εἶναι τὸ ἀγαθόν,
τὸ ὁποῖον οἱ ἄνθρωποι πρέπει
νὰ πράξουν καθ' ὅλας τὰς ἡμέρας
τῆς ἐπιγείου ζωῆς των.
|
3
Κατόπιν ἐσκέφθην καλῶς καὶ ἐπεδίωξα
κατὰ τὴν ἀπόλαυσιν τῶν ὑλικῶν
ἀγαθῶν νὰ συγκρατήσω τὸν ἑαυτόν
μου μὲ τὸ λογικὸν καὶ να μὴ
παρασυρθῶ ἀπὸ τὰς ἡδονάς, ὅπως
ὁ ἄνθρωπος ἑλκύεται ἀπὸ τὸ
κρασί, καὶ νὰ ἰδῶ ποῖον εἶναι
τὸ ἀγαθόν, τὸ ὁποῖον οἱ
ἄνθρωποι πρέπει νὰ πράξουν ὅλας τὰς
ἡμέρας τῆς ζωῆς των. |
4
Ἐμεγάλυνα ποίημά μου, ᾠκοδόμησά
μοι οἴκους. Ἐφύτευσά μοι ἀμπελῶνας,
|
4
Ἐπεδίωξα λοιπὸν τὰ μεγάλα ἔργα.
Ἔκτισα οἰκοδομὰς μεγαλοπρεπεῖς. Ἐφύτευσα
διὰ τὸν ἑαυτόν μου ἀμπελῶνας.
|
4
Ἔκαμα ἔργα μεγαλοπρεπῆ. Ἔκτισα οἰκοδομάς,
ὅπως τὸν Ναὸν καὶ τὰ ἀνάκτορά
μου· ἐφύτευσα πρὸς χάριν μου ἀμπέλια.
|
5
ἐποίησά μοι κήπους καὶ παραδείσους
καὶ ἐφύτευσα ἐν αὐτοῖς
ξύλον πᾶν καρποῦ·
|
5
Περιέκλεισα κήπους καὶ δενδροκήπους
καὶ ἐφύτευσα εἰς αὐτοὺς
δένδρα καρποφόρα παντὸς εἴδους.
|
5
Ἐφύτευσα ἀκόμη διὰ τὸν ἑαυτόν
μου κήπους καὶ παραδείσους μὲ πρασινάδες
καὶ ἄνθη εὐωδιαστὰ καὶ ἐφύτευσα
εἰς αὐτοὺς κάθε εἶδος καρποφόρου δένδρου.
6
Ἔκτισα δεξαμενὰς νεροῦ, διὰ νὰ
ποτίζεται ἀπὸ αὐτὰς τεχνητὸν
δάσος, εἰς τὸ ὁποῖον βλαστάνουν παντὸς
εἴδους δένδρα. |
6
ἐποίησά μοι κολυμβήθρας ὑδάτων
τοῦ ποτίσαι ἀπ' αὐτῶν δρυμὸν
βλαστῶντα ξύλα· |
6
Διέταξα καὶ ἐκτίσθησαν δεξαμεναὶ
ὑδάτων, διὰ νὰ ποτίζωνται ἀπὸ
αὐτὰς ὅλα τὰ χλοερὰ δένδρα
τοῦ δάσους.
|
6
Ἔκτισα δεξαμενὰς νεροῦ, διὰ νὰ
ποτίζεται ἀπὸ αὐτὰς τεχνητὸν
δάσος, εἰς τὸ ὁποῖον βλαστάνουν παντὸς
εἴδους δένδρα. |
7
ἐκτησάμην δούλους καὶ παιδίσκας,
καὶ οἰκογενεῖς ἐγένοντό
μοι, καί γε κτῆσις βουκολίου καὶ ποιμνίου
πολλὴ ἐγένετό μοι ὑπὲρ
πάντας τοὺς γενομένους ἔμπροσθέν
μου ἐν Ἱερουσαλήμ·
|
7
Ἠγόρασα ὡς κτῆμα μου δούλους
καὶ δούλας. Καὶ τὰ παιδιά, ποὺ
αὐτοὶ ἐγέννησαν εἰς τὰ
ἀνάκτορά μου, ἔγιναν ἰδικά
μου. Ἀπέκτησα μεγάλα κοπόδια βοϊδιῶν
καὶ προβάτων, περισσότερα ἀπὸ
ὅσα εἶχαν ἀποκτήσει ὅλοι ἐκεῖνοι,
ποὺ ὑπῆρξαν πρὸ ἐμοῦ εἰς
τὴν Ἱερουσαλήμ.
|
7
Ἠγόρασα καὶ ἔκαμα κτῆμα μου δούλους
καὶ δούλας, καὶ τὰ παιδιά, ποὺ ἐγέννησαν
αὐτοὶ εἰς τὰ ἀνάκτορά μου, ἦσαν
ἰδικά μου· ἀπέκτησα δὲ ἀκόμη
ἀγέλας ἀπὸ βόδια καὶ κοπάδια
ἀπὸ πρόβατα, γίδια καὶ καμῆλες πιὸ
πολλὰ ἀπὸ ὅλους, ὅσοι ἔζησαν
προηγουμένως ἀπὸ ἐμὲ εἰς τὴν
Ἱερουσαλήμ. |
8
συνήγαγόν μοι καί γε ἀργύριον
καὶ χρυσίον καὶ περιουσιασμοὺς βασιλέων
καὶ τῶν χωρῶν· ἐποίησά
μοι ᾄδοντας καὶ ᾀδούσας καὶ
ἐντρυφήματα υἱῶν ἀνθρώπων.
Οἰνοχόον καὶ οἰνοχόας·
|
8
Συνεκέντρωσα διὰ τὸν ἑαυτόν
μου ἄργυρον καὶ χρυσόν, θησαυροὺς
καὶ περιουσίας βασιλέων καὶ ὁλοκλήρων
περιοχῶν. Εἶχα πρὸς διασκέδασίν
μου τραγουδιστὰς καὶ τραγουδιστρίας. Ἔκαμα
ἰδικάς μου καὶ ἐγνώρισα ὅλας
τὰς διασκεδάσεις καὶ ἀπολαύσεις
τῶν ἀνθρώπων. Εἶχα οἰνοχόους
καὶ οἰνοχόας, διὰ νὰ μὲ
κερνοῦν κρασί.
|
8
Ἐμαζεψα διὰ τὸν ἑαυτόν μου ἀσῆμι
καὶ χρυσάφι καὶ θησαυροὺς βασιλέων καὶ
χωρῶν, ποὺ ἦσαν φόρου ὑποτελεῖς
εἰς ἐμὲ ἢ ἀπὸ ἄλλους
μονάρχας. Δι' εὐχαρίστησίν μου εἶχα τραγουδιστὰς
καὶ τραγουδιστρίας καὶ ἀπήλαυσα κάθε
εὐχαρίστησιν ἀνθρωπίνην, εἶχα δὲ
ἀκόμη ἄνδρας καὶ γυναῖκας, ποὺ
μὲ ἐκερνοῦσαν διὰ νὰ πίνω.
|
9
καὶ ἐμεγαλύνθην καὶ προσέθηκα
παρὰ πάντας τοὺς γενομένους ἔμπροσθέν
μου ἐν Ἱερουσαλήμ· καί γε σοφία
μου ἐστάθη μοι. |
9
Ἔφθασα εἰς μεγαλεῖον καὶ δόξαν
καὶ ἐξεπέρασα ὅλους τοὺς ἀνθρώπους,
οἱ ὁποῖοι πρὸ ἐμοῦ εἶχαν
ζήσει εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ. Ἐν
μέσῳ ὅμως ὅλων αὐτῶν τῶν
μεγαλείων καὶ τῶν ἀπολαύσεων
ἡ σοφία μου μοῦ συμπαρεστάθη, ὥστε
νὰ μὴ ἐκτραπῶ ἀνεπανορθώτως.
|
9
Καὶ ἐδοξάσθην καὶ ἐξεπέρασα
εἰς τὴν ἀπόλαυσιν τῶν ὑλικῶν
ἀγαθῶν ὅλους, ὅσοι ἔζησαν προτήτερα
ἀπὸ ἐμὲ εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ.
Ἡ σοφία μου ὅμως καὶ ἡ φρονιμάδα μου
παρεστάθησαν εἰς ὅλα αὐτὰ χωρὶς
νὰ μὲ ἐγκαταλείψουν καὶ νά μὲ
ἀφήσουν νὰ ἐξαχρειωθῶ τελείως.
|
10
Καὶ πᾶν, ὃ ᾔτησαν οἱ ὀφθαλμοί
μου οὐκ ἀφεῖλον ἀπ' αὐτῶν,
οὐκ ἀπεκώλυσα τὴν καρδίαν μου
ἀπὸ πάσης εὐφροσύνης, ὅτι
καρδία μου ἐυφράνθη ἐν παντὶ
μόχθῳ μου, καὶ τοῦτο ἐγένετο
μερίς μου ἀπὸ παντὸς μόχθου.
|
10
Κάθε τι, τὸ ὁποῖον ἐπεθύμησαν
οἱ ὀφθαλμοί μου, δὲν τοὺς τὸ
ἐστέρησα καὶ δὲν ἠμπόδισα
τὴν καρδίαν μου νὰ ἀπολαύσῃ
κάθε τέρψιν καὶ χαράν. Ἡ καρδία
μου ἀπήλαυσεν ὅλα τὰ ἀγαθὰ
τῶν ταλαιπωριῶν καὶ τῶν κόπων
μου. Αὐτὸ ἄλλωστε ὑπῆρξε καὶ
τὸ κέρδος ὅλων τῶν κόπων τῆς
ζωῆς μου.
|
10
Καὶ ὅλα, ὅσα ἐζήλεψαν τὰ
μάτια μου, δὲν τοὺς τὰ ἐστέρησα. Δὲν
ἠμπόδισα τὴν καρδίαν μου νὰ χαρῇ
κάθε εἶδος εὐφροσύνης καὶ τέρψεως. Ἡ
καρδία μου, παρ' ὅλους τοὺς σκληροὺς κόπους
της, εἶχεν ὡς ἀνταμοιβὴν τὴν
εὐφροσύνην. Αὐτὴ ἦτο τὸ ἀντιστάθμισμα
τῶν κόπων τῆς ζωῆς μου.
|
11
Καὶ ἐπέβλεψα ἐγὼ ἐν πᾶσι
ποιήμασί μου, οἷς ἐποίησαν αἱ
χεῖρές μου, καὶ ἐν μόχθῳ,
ᾧ ἐμόχθησα τοῦ ποιεῖν, καὶ
ἰδοὺ τὰ πάντα ματαιότης καὶ
προαίρεσις πνεύματος, καὶ οὐκ ἔστι
περισσεία ὑπὸ τὸν ἥλιον.
|
11
Καὶ ἔπειτα ἀπὸ ὅλας αὐτὰς
τὰς τέρψεις καὶ τὰς ἀπολαύσεις
ἔρριψα ἐγὼ ἕνα βλέμμα εἰς
ὅλα ὅσα ἔπραξα, εἰς ὅλα ὅσα
κατεσκεύασαν τὰ χέρια μου, εἰς ὅλα
ὅσα μὲ κόπον καὶ ταλαιπωρίαν
ἠγωνίσθην νὰ ἀποκτήσω, καὶ
ἔβγαλα τὸ συμπέρασμα, ὅτι ὅλα
αὐτὰ εἶναι ματαιότης. Κούφια
ὁρμὴ παρερχομένου ἀνέμου καὶ
ὅτι δὲν ὑπάρχει κανένα μόνιμον
κέρδος, καμμία ὠφέλεια κάτω
ἀπὸ τὸν ἥλιον.
|
11
Καὶ εἰς τὸ τέλος ἔρριψα ἕνα
βλέμμα εἰς ὅλα, ὅσα ἔπραξα, καὶ
εἰς ὅσα ἔργα κατεσκεύασαν τὰ χέρια
μου, καθὼς ἐπίσης καὶ εἰς ὅλους
τοὺς κόπους, ποὺ κατέβαλα δι’ αὐτά, καὶ
τὸ συμπέρασμα ποὺ ἔβγαλα ἀπὸ
αὐτά, εἶναι ὅτι ὅλα εἶναι ματαιότης
καὶ πόθος τῆς ψυχῆς κούφιος καὶ δὲν
ὑπάρχει τίποτε τὸ μόνιμον κάτω ἀπὸ
τὸν ἥλιον. |
12
Καὶ ἐπέβλεψα ἐγὼ τοῦ ἰδεῖν
σοφίαν καὶ περιφορὰν καὶ ἀφροσύνην·
ὅτι τίς ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται
ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα
ἐποίησεν αὐτήν;
|
12
Ἔρριψα ἐγὼ τὸ βλέμμα μου, διὰ
νὰ ἴδω καὶ γνωρίσω τί διαφέρει
ἡ σοφία ἀπὸ τὴν παραφορὰν
καὶ μωρίαν τῶν ἀνθρώπων. Διότι
ποιὸς ἄνθρωπος εἰς ὅλον του τὸν
βίον ἀκολουθεῖ τὴν σοφίαν καὶ
τὴν σύνεσιν εἰς τὰς πράξεις,
τὰς ὁποίας αὐτὴ ἐμπνέει
καὶ ἐνεργεῖ;
|
12
Καὶ ἔρριψα ἐγὼ τὸ βλέμμα μου
διὰ νὰ ἰδῶ τί διαφέρει ἡ
σοφία ἀπὸ τὴν ἀνοησίαν καὶ τὴν
μωρίαν τῶν ἀνθρώπων. Διότι ποῖος θὰ
εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ὁ διάδοχός μου,
ὁ ὁποῖος δὲν θὰ ἀκολουθήσῃ
τὴν φρόνησίν μου καὶ θὰ πράξῃ τὰ
ἀντίθετα ὡς πρὸς τὴν ἰδικήν
μου κυβέρνησιν; |
13
Καὶ εἶδον ἐγὼ ὅτι ἐστὶ
περισσεία τῇ σοφίᾳ ὑπὲρ
τὴν ἀφροσύνην, ὡς περισσεία
τοῦ φωτὸς ὑπὲρ τὸ σκότος.
|
13
Ἀπὸ τὴν παρατήρησιν καὶ ἐξέτασιν
αὐτὴν εἶδον ἐγώ, ὅτι ὑπάρχει
μεγάλη ὑπεροχὴ τῆς σοφίας ἀπέναντι
τῆς ἀφροσύνης, ὅση ὑπεροχὴ
ὑπάρχει εἰς τὸ φῶς ἀπέναντι
τοῦ σκότους. |
13
Καὶ συνεπέρανα ἐγὼ ὅτι ἡ ἀνθρωπίνη
σοφία ὑπερέχει ἀπὸ τὴν ἀφροσύνην
καὶ τὴν μωρίαν τόσον, ὅσον ὑπερτερεῖ
τὸ φῶς ἀπὸ τὸ σκότος.
|
14
Τοῦ σοφοῦ οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ
ἐν κεφαλῇ αὐτοῦ, καὶ ὁ
ἄφρων ἐν σκότει πορεύεται· καὶ
ἔγνων καί γε ἐγὼ ὅτι συνάντημα
ἓν συναντήσεται τοῖς πᾶσιν αὐτοῖς.
|
14
Οἱ ὀφθαλμοὶ τοῦ σοφοῦ ἀνθρώπου
εὑρίσκονται ἀνοικτοὶ πάντοτε
εἰς τὴν κεφαλήν του, ὥστε νὰ
βλέπῃ ποῦ πορεύεται καὶ τί
πράττει. Ἐνῷ εἰς τὸν ἀσύνετον
δὲν ὑπάρχουν ὀφθαλμοὶ καὶ
βαδίζει μέσα εἰς τὸ σκότος.
Ἐν τούτοις ἐγὼ κατενόησα, ὅτι,
παρὰ τὴν διαφορὰν αὐτήν, ὁ
σοφὸς καὶ ὁ μωρὸς θὰ ἔχουν
μίαν κοινὴν συνάντησιν· θὰ συναντηθοῦν
καὶ οἱ δύο εἰς τὸν θάνατον.
|
14
Τὰ μάτια τοῦ σοφοῦ εἶναι εἰς
τὴν θέσιν των, εἰς τὴν κεφαλήν του.
Ἔχει φωτισμένον τὸν νοῦν του. Βλέπει καὶ
βαδίζει. Ἐνῷ ὁ ἄμυαλος καὶ ἀμαθὴς
βαδίζει εἰς τὸ σκότος. Ἐγὼ ὅμως
ξεύρω, ὄτι ἕνα συναπάντημα θὰ συναντήσῃ
ὅλους αὐτοὺς τοὺς σοφοὺς καὶ
ἀμαθεῖς, ὁ θάνατος. |
15
Καὶ εἶπα ἐγὼ ἐν καρδίᾳ
μου· ὡς συνάντημα τοῦ ἄφρονος
καί γε ἐμοὶ συναντήσεταί μοι,
καὶ ἱνατί ἐσοφισάμην ἐγώ;
Τότε περισσὸν ἐλάλησα ἐν καρδίᾳ
μου, διότι ὁ ἄφρων ἐκ περισσεύματος
λαλεῖ, ὅτι καί γε τοῦτο ματαιότης.
|
15
Ἐσκέφθην, λοιπόν, ἐγὼ ἐσωτερικῶς
καὶ εἶπα εἰς τὸν ἑαυτόν
μου. <Ἀφοῦ, ὅπως θὰ ἀποθάνῃ
ὁ μωρός, θὰ ἀποθάνω καὶ
ἐγώ, διατὶ τότε ἐκοπίασα
νὰ ἀποκτήσω σοφίαν;> Ἐσκέφθην
τότε πιὸ πολὺ ἀπὸ μέσα
μου καὶ εἶπα· <ὁ ἄφρων ὁμιλεῖ
ἀνοησίας ἀπὸ τὸ περίσσευμα
τῆς καρδίας του καὶ ἡ ἰδική
μου σοφία εἶναι ἆραγε ματαιότης.
|
15
Καὶ ἐσκέφθην καὶ εἶπα μέσα μου ἀφοῦ
τὸ συνάντημα τοῦ ἀνοήτου, ὁ θάνατος,
θὰ συναντήσῃ καὶ ἐμέ, τότε διὰ
ποῖον λόγον ἐγὼ ἔγινα σοφός; Τότε
ἐσκέφθην μέσα μου πιὸ πολὺ καὶ εἶπα·
καὶ ὁ ἄφρων, ποὺ ὁμιλεῖ
ἀπὸ τὸ περίσσευμα τῆς καρδίας του,
καὶ ἡ ἰδική μου σοφία εἶναι ματαιότης.
|
16
Ὅτι οὐκ ἐστιν ἡ μνήμη τοῦ
σοφοῦ μετὰ τοῦ ἄφρονος εἰς τὸν
αἰῶνα, καθότι ἤδη αἱ ἡμέραι
ἐρχόμεναι τὰ πάντα ἐπελήφθη·
καὶ πῶς ἀποθανεῖται ὁ σοφὸς
μετὰ τοῦ ἄφρονος; |
16
Διότι τόσον ἡ ἀνάμνησις τοῦ
σοφοῦ ὅσον καὶ ἡ ἀνάμνησις
τοῦ μωροῦ δὲν θὰ μείνῃ
αἰωνία. Καθοτι αἱ ἡμέραι καὶ
οἱ χρόνοι, ποὺ θὰ ἀκολουθήσουν,
θὰ κάμουν νὰ λησμονηθοῦν τὰ
πάντα. Καὶ πῶς, λοιπόν, ὁ σοφὸς
πεθαίνει καὶ λησμονεῖται, ὅπως καὶ
ὁ ἀνόητος;>
|
16
Διότι δὲν θὰ μείνῃ ἡ ἀνάμνησις
τοῦ σοφοῦ καὶ τοῦ ἀνοήτου αἰώνιος,
καθ’ ὅσον αἱ ἡμέραι, ποὺ θὰ
ἀκολουθήσουν, θὰ κάμουν νὰ λησμονηθοῦν
τὰ πάντα. Καὶ πῶς ὁ κατὰ κόσμος
σοφὸς πεθαίνει ὅπως καὶ ὁ ἄφρων;
|
17
Καὶ ἐμίσησα σὺν τὴν ζωήν,
ὅτι πονηρὸν ἐπ' ἐμὲ τὸ
ποίημα τὸ πεποιημένον
ὑπὸ τὸν ἥλιον, ὅτι τὰ
πάντα ματαιότης καὶ προαίρεσις πνεύματος.
|
17
Ἀηδίασα ἐγὼ τὴν ἐπίγειον
ζωήν, διότι κατ' ἐμὲ εἶναι ταλαιπωρία
καὶ ματαιότης κάθε ἔργον, ποὺ
γίνεται κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιον
εἰς τὴν γῆν, διότι ὅλα εἶναι
μάταια καὶ κούφια, σὰν πνοὴ
διερχομένου ἀνέμου.
|
17
Καὶ ἀηδίασα ἐγὼ τὴν ἐπίγειον
ζωήν, διότι ὅλα, ὅσα γίνονται εἰς τὴν
γῆν κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιον, δὲν
μοῦ ἤρεσαν καὶ διότι ὅλα εἶναι
μάταια καὶ κούφιος πόθος τῆς ψυχῆς μόνον.
|
18
Καὶ ἐμίσησα ἐγὼ σὺν πάντα
μόχθον μου, ὃν ἐγὼ κοπιῶ ὑπὸ
τὸν ἥλιον, ὅτι ἀφίω αὐτὸν
τῷ ἀνθρώπῳ τῷ γινομένω,
μετ' ἐμέ· |
18
Καὶ ἀπεστράφην ἐγὼ ὅλας
τὰς ταλαιπωρίας καὶ τοὺς κόπους
μου, εἰς τοὺς ὁποίους ὑπεβλήθην
ζῶν εἰς τὴν γῆν κάτω ἀπὸ
τὸν ἥλιον, διότι αὐτοὺς τοὺς
κόπους μου τοὺς ἀφήνω εἰς τὸν
ἄγνωστόν μου ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος
θὰ μὲ διαδεχθῇ.
|
18
Καὶ ἐγὼ ἐσιχάθηκα ὅλους
τοὺς σκληροὺς κόπους μου, ποὺ ἐκοπίασα
εἰς τὴν γῆν κάτω ἀπὸ τὸν
ἥλιον, διότι αὐτοὺς τοὺς κόπους μου
τοὺς ἀφήνω κληρονομίαν εἰς τὸν
ἄνθρωπον, ποὺ θὰ μὲ διαδεχθῇ.
|
19
καί τις οἶδεν εἰ σοφὸς ἔσται
ἢ ἄφρων; Καὶ ἐξουσιάζεται ἐν
παντὶ μόχθῳ μου ᾧ ἐμόχθησα
καὶ ᾧ ἐσοφισάμην ὑπὸ τὸν
ἥλιον; Καί γε τοῦτο ματαιότης.
|
19
Καὶ ποιὸς γνωρίζει, ἐὰν αὐτὸς
θὰ εἶναι σοφὸς ἢ ἀσύνετος;
Καὶ ἐὰν αὐτὸς θὰ ἐξουσιάζῃ
καὶ θὰ διαχειρίζεται καλῶς τὰ
ἀγαθὰ τῶν κόπων μου, διὰ τὰ
ὁποῖα ἐγὼ σκληρὰ εἰργάσθην
καὶ διὰ τῆς σοφίας μου τὰ ἀπέκτησα
ζῶν κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιον;
Καὶ αὐτὸ βεβαίως εἶναι ματαιότης.
|
19
Καὶ ποῖος γνωρίζει ἂν ὁ διάδοχός μου
θὰ εἶναι σοφὸς ἢ ἠλίθιος; Αὐτὸς
θὰ ἔχῃ κυριαρχικὰ δικαιώματα εἰς
ὅλους τοὺς κόπους μου, διὰ τοὺς ὁποίους
ἐγὼ εἰργάσθην σκληρὰ καὶ διὰ
τῆς σοφίας μου ἀπέκτησα κάτω ἀπὸ τὸν
ἥλιον. Ἐν τούτοις καὶ αὐτὸ εἶναι
ματαιότης. |
20
Καὶ ἐπέστρεψα ἐγὼ τοῦ
ἀποτάξασθαι τὴν καρδίαν μου ἐν
παντὶ μόχθῳ μου, ᾧ ἐμόχθησα
ὑπὸ τὸν ἥλιον,
|
20
Ἐγύρισα τότε καὶ ἀπεφάσισα
νὰ κάμω τὴν καρδίαν μου, νὰ
ἀπαρνηθῇ ὅλους τοὺς κόπους μου,
εἰς τοὺς ὁποίους ὑπεβλήθην
ζῶν εἰς τὴν γῆν.
|
20
Καὶ ἀπεφάσισα νὰ δώσω τὴν καρδίαν
μου εἰς τὴν ἀπογοήτευσιν διὰ κάθε
μου κόπον, ποὺ ἐκοπίασα κάτω ἀπὸ
τὸν ἥλιον. |
21
ὅτι ἐστὶν ἄνθρωπος, ὅτι μόχθος
αὐτοῦ ἐν σοφίᾳ καὶ ἐν
γνώσει καὶ ἐν ἀνδρείᾳ,
καὶ ἄνθρωπος, ὃς οὐκ ἐμόχθησεν
ἐν αὐτῷ, δώσει αὐτῷ μερίδα
αὐτοῦ. Καί γε τοῦτο ματαιότης
καὶ πονηρία μεγάλη·
|
21
Διότι ἐσκέφθην, ὅτι ὑπάρχει
ἄνθρωπος, ὅπως ἐγώ, ὁ ὁποῖος
μὲ κάθε σοφίαν καὶ γνῶσιν καὶ
δραστηριότητα ἐκοπίασε διὰ τὴν
ἀπόκτησιν ἀγαθῶν, καὶ ἄνθρωπος
ὁ ὁποῖος δὲν ἐκοπίασε
δι' αὐτά. Καὶ ὁ πρῶτος θὰ
ἀφήσῃ εἰς τὸν δεύτερον
τὰ ἀγαθά του ὡς κληρονομίαν
του. Αὐτὸ βέβαια εἶναι μάταιον
καὶ πολὺ καταθλιπτικόν.
|
21
Διότι συμβαίνει νὰ ὑπάρχῃ ἄνθρωπος,
τοῦ ὁποίου ὁ μόχθος νὰ ἀπεκτήθη
μὲ τὴν σοφίαν καὶ τὴν γνῶσιν
καὶ τὴν ἱκανότητά του, ἡ περιουσία
του ὅμως νὰ περιέλθῃ ὡς κληρονομία
εἰς ἄνθρωπον, ποὺ δὲν ἐκοπίασε
δι’ αὐτήν. Καὶ τοῦτο εἶναι ματαιότης
καὶ μεγάλο κακόν. |
22
ὅτι γίνεται τῷ ἀνθρώπῳ
ἐν παντὶ μόχθῳ αὐτοῦ καὶ
ἐν προαιρέσει καρδίας αὐτοῦ,
ᾧ αὐτὸς μοχθεῖ ὑπὸ τὸν
ἥλιον. |
22
Διότι τί ἀπομένει εἰς τὸν
ἄνθρωπον ἀπὸ ὅλον τὸν κόπον
του, εἰς τὸν ὁποῖον ὑπεβλήθη
κάτω ὀπὸ τὸν ἥλιον καὶ
ἀπὸ ὅλην τὴν διάθεσιν τῆς
καρδίας του;
|
22
Διότι τί ἀπομένει εἰς τὸν ἄνθρωπον
ἀπὸ ὅλον τὸν μόχθον του, ποὺ
ἐμόχθησε κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιον,
καὶ ἀπὸ ὅλην τὴν διάθεσιν τῆς
καρδίας του; |
23
Ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι αὐτοῦ
ἀλγημάτων καὶ θυμοῦ περισπασμὸς
αὐτοῦ, καί γε ἐν νυκτὶ οὐ
κοιμᾶται καρδία αὐτοῦ· καί
γε τοῦτο ματαιότης ἐστίν.
|
23
Διότι ὅλαι αἱ ἡμέραι τῆς
ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ταλαιπωρία
καὶ κόπος καὶ πόνος καὶ ἀνησυχία,
κατὰ δὲ τὴν νύκτα δὲν ἡσυχάζει
ὁ νοῦς καὶ ἡ καρδία του ἐξ
αἰτίας τῶν μεριμνῶν του. Αὐτὸ
εἶναι ματαιότης.
|
23
Διότι ὅλαι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς
τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀπασχόλησις γεμάτη
ἀπὸ πόνους καὶ ἀνησυχίαν, καὶ
κατὰ τὴν νύκτα δὲν κοιμᾶται, οὔτε
ἡσυχάζει ὁ νοῦς του καὶ ἡ καρδία
του λόγῳ τῆς ἀγωνιώδους μερίμνης.
Καὶ αὐτὸ εἶναι ματαιότης.
|
24
Οὐκ ἔστιν ἀγαθὸν ἀνθρώπῳ,
ὃ φάγεται καὶ ὃ πίεται καὶ
ὃ δείξει τῇ ψυχῇ αὐτοῦ
ἀγαθὸν ἐν μόχθῳ αὐτοῦ.
Καί γε τοῦτο εἶδον ἐγὼ ὅτι
ἀπὸ χειρὸς τοῦ Θεοῦ ἐστιν·
|
24
Καὶ λοιπὸν δὲν ὑπάρχει διὰ
τὸν ἄνθρωπον ἄλλο ἀγαθόν, εἰμὴ
μόνον ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον
θὰ φάγῃ καὶ θὰ πίῃ
καὶ τὸ ὁποῖον θὰ προσφέρῃ
πρὸς τέρψιν καὶ εὐχαρίστησιν
εἰς τὴν ψυχήν του· ἀγαθόν,
τὸ ὁποῖον ἀπέκτησε μὲ
τὸν κόπον του. Ἐγὼ αὐτὸ
εἶδον καὶ ἐξηκρίβωσα ἐπάνω
εἰς τὰ πράγματα, ὅτι αὐτὸ
τὸ ἀγαθὸν ἔχει δοθῆ ἀπὸ
τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ εἰς τὸν
ἄνθρωπον.
|
24
Ὡς συμπέρασμα ὅλων, ὅσα γράφονται ἀνωτέρω,
εἶναι ὅτι δὲν ὑπάρχει ἄλλο ἀγαθὸν
εἰς τὸν ἄνθρωπον, ἐκτὸς ἐκείνου
ποὺ θὰ φάγῃ καὶ θὰ πίῃ
καὶ τὸ ὁποῖον θὰ προσφέρῃ
εἰς τὴν καρδίαν του πρὸς εὐχαρίστησίν
της, ἀγαθὸν ὅμως τὸ ὁποῖον
ἀπέκτησε μὲ τὸν τίμιον ἱδρῶτα
του καὶ εἶναι ἀνταμοιβὴ τῶν
κόπων του. Μάλιστα· ἐγὼ εἶδα καὶ
ἐξηκρίβωσα ὅτι αὐτὸ τὸ
ἀγαθὸν εἶναι δοσμένο ἀπὸ τὸ
χέρι τοῦ Θεοῦ. |
25
ὅτι τίς φάγεται καὶ τίς πίεται
πάρεξ αὐτοῦ; |
25
Διότι, πράγματι, ποιὸς ἠμπορεῖ
νὰ φάγῃ καὶ νὰ πίῃ
κάτι χωρὶς τὴν θέλησιν τοῦ Θεοῦ;
|
25
Διότι ποῖος ἠμπορεῖ νὰ φάγῃ
καὶ νὰ πίῃ χωρὶς τὴν θέλησιν
τοῦ Θεόν, ἂν δηλαδὴ ὁ Θεὸς δὲν
τοῦ δώσῃ φαγητὸν καὶ ποτόν;
|
26
Ὅτι τῷ ἀνθρώπῳ τῷ ἀγαθῷ
πρὸ προσώπου αὐτοῦ ἔδωκε σοφίαν
καὶ γνῶσιν καὶ εὐφροσύνην·
καὶ τῷ ἁμαρτάνοντι ἔδωκε περισπασμὸν
τοῦ προσθεῖναι καὶ τοῦ συναγαγεῖν,
τοῦ δοῦναι τῷ ἀγαθῷ πρὸ
προσώπου τοῦ Θεοῦ· ὅτι καί
γε τοῦτο ματαιότης καὶ προαίρεσις
πνεύματος. |
26
Διότι ὁ Θεός εἰς τὸν ἄνθρωπον,
ποὺ τὸν βλέπει ἀγαθόν, ἔδωσε
σοφίαν καὶ γνῶσιν καὶ χαράν.
Εἰς δὲ τὸν ἁμαρτωλὸν ἔδωσεν
ἀγωνιώδη ἀπασχόλησιν, διὰ νὰ
θησαυρίζῃ καὶ νὰ συγκεντρώνῃ
ὑλικὰ ἀγαθά, ὥστε νὰ ἀφήσῃ
αὐτὰ εἰς τὸν ἄνθρωπον τὸν
ἀγαθὸν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Ἀλλὰ καὶ αὐτὰ εἶναι ματαιότης.
Κούφια πνοὴ τοῦ ἀνέμου, ποὺ
ἔρχεται καὶ παρέρχεται. |
26
Διότι ὁ Θεὸς εἰς τὸν ἄνθρωπον,
ποὺ εἶναι ἐμπρός του καλός, ἔδωκε
σοφίαν καὶ γνῶσιν καὶ χαράν·
καὶ εἰς τὸν ἁμαρτωλὸν ἔδωκεν
ἀγωνιώδη ἀπασχόλησιν διὰ νὰ αὐξάνῃ
τὰ ἀγαθά του καὶ νὰ ἀποθηκεύῃ,
ὥστε αὐτὰ νὰ περιέλθουν ἔπειτα
εἰς τὸν ἀγαθὸν ἐνώπιον τοῦ
Θεοῦ ἀνθρώπου. Βεβαίως καὶ αὐτὰ
εἶναι ματαιότης καὶ ἀεροκυνήγημα.
|