Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
ἐπέστρεψα ἐγὼ καὶ εἶδον
σὺν πάσας τὰς συκοφαντίας τὰς
γενομένας ὑπὸ τὸν ἥλιον·
καὶ ἰδοὺ δάκρυον τῶν συκοφαντουμένων,
καὶ οὐκ ἔστιν αὐτοῖς παρακαλῶν,
καὶ ἀπὸ χειρὸς συκοφαντούντων
αὐτοῖς ἰσχύς, καὶ οὐκ
ἔστιν αὐτοῖς παρακαλῶν. |
εριῆλθον
μὲ τὸν νοῦν τὴν οἰκουμένην
καὶ εἶδα ὅλας τὰς καταδυναστεύσεις,
αἱ ὁποῖαι ἔγιναν καὶ γίνονται
κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιον. Εἶδα
τὰ δάκρυα τῶν καταδυναστευομένων καὶ
δὲν ὑπῆρχε κανεὶς νὰ τοὺς
βοηθήσῃ καὶ νὰ τοὺς παρηγορήσῃ.
Ὁ ἐκβιασμὸς καὶ ἡ καταδυνάστευσις
αὐτῶν προέρχεται ἐκ μέρους ἰσχυρῶν,
ἀλλὰ ἀδίκων, ἀνθρώπων.
Καὶ δὲν εὑρίσκεται κανείς, ὁ
ὁποῖος νὰ τοὺς ἐνισχύσῃ
καὶ παρηγορήσῃ.
|
αὶ
ἐγύρισα μὲ τὸν νοῦν μου καὶ
εἶδα ὅλας τὰς καταδυναστεύσεις τῆς
βίας, ὅσαι γίνονται κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιον.
Καὶ νὰ τὰ δάκρυα τῶν ἀδικουμένων
καὶ δὲν ὑπάρχει δι’ αὐτοὺς ὁ
παρηγορητής. Ὁ ἐκβιασμός των προέρχεται
ἀπὸ τὸ χέρι τῶν ἰσχυρῶν
ἀδίκων καὶ δὲν εὑρίσκεται κανείς,
ποὺ νὰ τοὺς στηρίξῃ καὶ νὰ
τοὺς ἐνισχύσῃ. |
2
Καὶ ἐπῄνεσα ἐγὼ σὺν πάντας
τοὺς τεθνηκότας τοὺς ἤδη ἀποβανόντας
ὑπὲρ τοὺς ζῶντας, ὅτι αὐτοὶ
ζῶσιν ἕως τοῦ νῦν·
|
2
Καὶ ἐμακάρισα ἐγὼ τότε
ὅλους τοὺς νεκρούς, αὐτοὺς οἱ
ὁποῖοι ἔχουν ἤδη ἀποθάνει,
περισσότερον ἀπὸ τοὺς ζωντανούς,
διότι αὐτοὶ ζοῦν ἀκόμη
μέχρι τώρα.
|
2
Καὶ ἐμακάρισα τότε ἐγὼ ὅλους
τοὺς νεκρούς. Τοὺς ἐμακάρισα περισσότερον
ἀπὸ τοὺς ζωντανούς, γιατὶ αὐτοὶ
ζοῦν ἀκόμα ἕως τώρα, ἐνῷ
ἐκεῖνοι ἔχουν ἀποθάνει.
|
3
καὶ ἀγαθὸς ὑπὲρ τοὺς δύο
τούτους ὅστις οὔπω ἐγένετο,
ὃς οὐκ εἶδε σὺν τὸ ποίημα
τὸ πονηρὸν τὸ πεποιημένον ὑπὸ
τὸν ἥλιον. |
3
Καὶ ἐκ τῶν δύο τούτων εὐτυχέστερος
εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ δὲν ἐγεννήθη
ἀκόμη καὶ δὲν ἔλαβε πεῖραν
τῶν ἀδικιῶν, αἱ ὁποῖαι
γίνονται ἀνὰ τὴν ὑφήλιον.
|
3
Καὶ πιὸ εὐτυχισμένος ἀπὸ τοὺς
δύο αὐτοὺς εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ
δὲν ἐγεννήθη κἄν, καὶ ἐκεῖνος,
ὁ ὁποῖος δὲν ἔλαβε πεῖραν
τῶν ἀδικιῶν, ποὺ ἔχουν γίνει
κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιον.
|
4
Καὶ εἶδον ἐγὼ σὺν πάντα
τὸν μόχθον καὶ σὺν πᾶσαν ἀνδρείαν
τοῦ ποιήματος, ὅτι αὐτὸ ζῆλος
ἀνδρὸς ἀπὸ τοῦ ἑταίρου
αὐτοῦ· καί γε τοῦτο ματαιότης
καὶ προαίρεσις πνεύματος.
|
4
Εἶδα ἐπίσης ἐγὼ ὅλον τὸν
μόχθον καὶ ὅλην τὴν δραστηριότητα
τῶν ἀνθρώπων διὰ τὰ ἔργα
των. Καὶ διεπίστωσα, ὅτι ἡ δραστηριότης
αὐτὴ προκαλεῖ ζηλοφθονίαν καὶ
ἀνταγωνισμὸν τοῦ ἑνὸς ἀνθρώπου
ἐναντίον τοῦ ἄλλου. Καὶ αὐτὸ
ἀκριβῶς εἶναι ματαιότης· πνοὴ
ἀνέμου ποὺ φεύγει.
|
4
Εἶδα ἐγὼ ἀκόμη ὅλον τὸν
μόχθον καὶ τὴν ἱκανότητα δι’ ἐκτέλεσιν
ἔργων· αὐτὸ ὅμως γίνεται αἰτία
ζηλοτυπίας καὶ ἀνταγωνισμοῦ μεταξὺ
τοῦ ἑνὸς ἀνθρώπου καὶ τοῦ
ἅλλου. Καὶ τοῦτο εἶναι ματαιότης καὶ
ματαιοπονία. |
5
Ὁ ἄφρων περιέβαλε τὰς χεῖρας
αὐτοῦ καὶ ἔφαγε τὰς σάρκας
αὐτοῦ. |
5
Ὁ ἄμυαλος καὶ τεμπέλης ἐσταύρωσε
τὰ χέρια του καὶ ἀπὸ τὴν
πεῖναν ἔλυωσαν αἱ σάρκες του.
|
5
Ὁ ἄμυαλος καὶ τεμπέλης ἐσταύρωσε
τὰ χέρια του στὸ στῆθος καὶ δὲν
δουλεύει, θὰ φάγῃ ὅμως τὰς σάρκας
του ἀπὸ τὴν πεῖναν.
|
6
Ἀγαθὸν πλήρωμα δρακὸς ἀναπαύσεως
ὑπὲρ πληρώματα δύο δρακῶν μόχθου
καὶ προαιρέσεως πνεύματος.
|
6
Προτιμότερον ἐγὼ θεωρῶ μία χούφταν
γεμάτην μὲ ἀγαθά, ἀλλὰ
μὲ κάποιαν ἄνεσιν ἀποκτηθέντα,
παρὰ δύο χοῦφτες ἀγαθῶν, ποὺ
ἀπεκτήθησαν μὲ μόχθον καὶ ἀπληστίαν
ψυχῆς.
|
6
Εἶναι προτιμοτέρα μία χούφτα γεμάτη, ποὺ συνοδεύεται
μὲ κανονικὴν ἀνάπαυσιν καὶ εἰρήνην,
παρὰ δύο χοῦφτες, ποὺ συνοδεύονται μὲ
μόχθον καὶ μὲ ἀπληστίαν ψυχῆς.
|
7
Καὶ ἐπέστρεψα ἐγὼ καὶ
εἶδον ματαιότητα ὑπὸ τὸν ἥλιον.
|
7
Περιῆλθον ἐγὼ τὰς κοινωνίας
καὶ εἶδα ἄλλας ματαιότητας ἀνὰ
τὴν ὑφήλιον.
|
7
Καὶ ἐγύρισα ἀλλοῦ ἐγὼ
καὶ εἶδα ἄλλην ματαιότητα κάτω ἀπὸ
τὸν ἥλιον. |
8
Ἔστιν εἷς, καὶ οὐκ ἔστι δεύτερος,
καί γε υἱὸς καί γε ἀδελφὸς
οὐκ ἔστιν αὐτῷ· καὶ οὐκ
ἔστι πειρασμὸς τῷ παντὶ μόχθῳ
αὐτοῦ, καί γε ὀφθαλμὸς αὐτοῦ
οὐκ ἐμπίπλαται πλούτου. Καὶ
τίνι ἐγὼ μοχθῶ καὶ στερίσκω
τὴν ψυχήν μου ἀπὸ ἀγαθωσύνης;
Καί γε τοῦτο ματαιότης καὶ περισπασμὸς
πονηρός ἐστι.
|
8
Εὑρίσκεται ἕνας καὶ μόνος ἄνθρωπος,
δὲν ἔχει δεύτερον ἀπὸ τὴν
αὐτὴν στέγην, δὲν ὑπάρχει
εἰς αὐτὸν οὔτε παιδὶ οὔτε
ἀδελφός· καὶ ἐν τούτοις
οἱ μόχθοι του εἶναι ἀπεριόριστοι.
Τὸ μάτι του δὲν χορταίνει ἀπὸ
πλοῦτον καὶ ὑλικὰ ἀγαθά.
Ποτὲ δὲν ἐσκέφθη καὶ δὲν
εἶπε· <διὰ ποῖον, λοιπόν,
ἐγὼ κοπιάζω καὶ στερῶ τὴν
ζωήν μου ἀπὸ τὰ ὑλικὰ
ἀγαθά;> Ἡ ἄσβεστος αὐτὴ
ἐπιθυμία τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν
εἶναι ματαία καὶ καταθλιπτικὴ προσπάθεια.
|
8
Εἶναι ἕνας μόνος του. Δὲν ὑπάρχει
ἄλλος κοντά του. Οὔτε παιδὶ οὔτε
ἀδελφὸς ὑπάρχει εἰς αὐτόν. Δὲν
ὑπάρχει τελειωμὸς εἰς τὸν πολὺν
μόχθον του καὶ τὸ μάτι του δὲν χορταίνει
ἀπὸ τὸν πλοῦτον. Καὶ αὐτὸς
εἶναι ὁ φιλάργυρος. Καὶ μονολογεῖ
καὶ λέγει: Διὰ ποῖον ἐγὼ κοπιάζω
τόσον πολὺ καὶ στερῶ τὸν ἑαυτόν
μου ἀπὸ τὰ ἀγαθά; Καὶ αὖτο
εἶναι ματαιότης καὶ ἐνασχόλησις βασανιστική.
|
9
Ἀγαθοὶ οἱ δύο ὑπὲρ τὸν
ἕνα, οἷς ἐστιν αὐτοῖς μισθὸς
ἀγαθὸς ἐν μόχθῳ αὐτῶν·
|
9
Εὐτυχέστεροι καὶ ἐξυπηρετικώτεροι,
διὰ τὸν ἑαυτόν των εἶναι οἱ
δύο ἀπὸ τὸν ἕνα. Διότι
εἰς αὐτούς, λόγῳ τῆς συνεργασίας
των, ὑπάρχει ὁ μισθὸς καὶ ἡ
ἀνταμοιβὴ τῶν κόπων των.
|
9
Εὐτυχέστεροι εἶναι οἱ δύο ἀπὸ
τὸν ἕνα. Διότι εἰς αὐτοὺς λόγῳ
τῆς συνεργασίας ὑπάρχει καλὴ ἀμοιβὴ
τῶν κόπων των. |
10
ὅτι ἐὰν πέσωσιν, ὁ εἶς
ἐγερεῖ τὸν μέτοχον αὐτοῦ,
καὶ οὐαὶ αὐτῷ τῷ ἑνί,
ὅταν πέσῃ καὶ μὴ ᾖ δεύτερος
ἐγεῖραι αὐτόν.
|
10
Ἐὰν δὲ πέσουν, ὁ ἔνας
θὰ τρέξῃ νὰ σηκώσῃ τὸν
σύντροφόν του. Ἀλλοίμονον ὅμως
εἰς τὸν ἕνα, ὅταν πέσῃ
καὶ δὲν θὰ εἶναι κανεὶς ἄλλος
νὰ τὸν σηκώσῃ.
|
10
Διότι ἐὰν πέσουν ὁ καθένας μὲ
τὴν σειράν του, ὁ ἄλλος θὰ τρέξῃ
νὰ σηκώσῃ τὸν σύντροφόν του. Ἀλλοίμονον
ὅμως εἰς τὸν ἕνα, τὸν μεμονωμένον,
ὅταν πέσῃ καὶ δὲν θὰ εἶναι
ἄλλος κανεὶς νὰ τὸν σηκώσῃ.
|
11
Καί γε ἐὰν κοιμηθῶσι δύο, καὶ
θέρμη αὐτοῖς· καὶ ὁ εἷς
πῶς θερμανθῇ; |
11
Ἐὰν κοιμηθοῦν καὶ οἱ δυὸ
μαζῆ, θὰ ζεσταθοῦν· ὁ ἔνας
μόνος του πῶς θὰ ζεσταθῇ;
|
11
Καὶ ἐὰν δύο κοιμηθοῦν μαζί, θὰ
ζεσταθοῦν. Ὁ ἕνας ὅμως πῶς θὰ
θερμανθῇ; |
12
Καὶ ἐὰν ἐπικραταιωθῇ ὁ
εἷς, οἱ δύο στήσονται κατέναντι
αὐτοῦ, καὶ τὸ σπαρτίον τὸ
ἔντριτον οὐ ταχέως ἀπορραγήσεται.
|
12
Καὶ ἐὰν παρουσιασθῇ ἐχθρὸς
ἱκανὸς νὰ ἐπικρατήσῃ ἐναντίον
τοῦ ἑνὸς ἐξ αὐτῶν, οἱ
δύο μαζῆ θὰ ἀντιπαραταχθοῦν
ἐναντίον του. Τριπλᾶ στριμμένον σχοινίον
δὲν σπάζει εὔκολα.
|
12
Καὶ ἐὰν ἕνας ἐχθρὸς ἐπικρατήσῃ
εἰς τὸν ἕνα ἐξ αὐτῶν,
οἱ δύο μαζὶ θὰ ἀντιπαραταχθοῦν
ἐναντίον του. Τὸ τρίκλωνο σχοινὶ δὲν
σπάζει εὔκολα. |
13
Ἀγαθὸς παῖς πένης καὶ σοφὸς
ὑπὲρ βασιλέα πρεσβύτερον καὶ
ἄφρονα, ὃς οὐκ ἔγνω τοῦ προσέχειν
ἔτι· |
13
Εἶναι ἀνώτερος ἕνας νεαρὸς καὶ
πτωχός, ἀλλὰ συνετός, ἄνθρωπος
ἀπὸ βασιλέα γέροντα ἀλλὰ
ἄμυαλον, ὁ ὁποῖος δὲν ἔμαθε
νὰ δίδῃ προσοχὴν εἰς τὰς
ὀρθὰς ὑποδείξεις.
|
13
Εἶναι ἀνώτερον ἕνα παιδὶ πτωχὸ
καὶ μυαλωμένο, ἀπὸ ἕνα βασιλέα γέροντα
καὶ ἄμυαλον, ὁ ὁποῖος δὲν
ἔμαθεν ἀκόμη νὰ προσέχῃ τὰς
συμβυυλὰς τῶν ἄλλων. |
14
ὅτι ἐξ οἴκου τῶν δεσμίων ἐξελεύσεται
τοῦ βασιλεῦσαι, ὅτι καί γε ἐν
βασιλείᾳ αὐτοῦ ἐγενήθη
πένης. |
14
Ὁ νεαρὸς ἀλλὰ συνετὸς ἄνθρωπος,
ἔστω καὶ ἂν ἐγεννήθη εἰς
τὰ δεσμὰ τῆς δουλείας, δύναται
νὰ ἐξέλθῃ ἀπὸ αὐτὴν
καὶ νὰ γίνῃ βασιλεύς, καίτοι
κατὰ τὰ διάστημα τῆς βασιλείας
τοῦ ἀσυνέτου βασιλέως αὐτὸς
εἶχε γεννηθῇ πτωχός.
|
14
Ὁ πτωχὸς καὶ μυαλωμένος νέος θὰ ἐξέλθῃ
ἀπὸ τὴν φυλακὴν διὰ νὰ
βασιλεύσῃ, καίτοι κατὰ τὸν χρόνον τῆς
βασιλείας τοῦ γέροντος βασιλέως ἐγεννήθη πτωχός.
|
15
Εἶδον σὺν πάντας τοὺς ζῶντας
τοὺς περιπατοῦντας ὑπὸ τὸν ἥλιον
μετὰ τοῦ νεανίσκου τοῦ δευτέρου,
ὃς στήσεται ἀντ' αὐτοῦ·
|
15
Εἶδα ἐγὼ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους,
οἱ ὁποῖοι ζοῦν εἰς τὴν
περιοχὴν ἐκείνην νὰ συντάσσωνται
καὶ νὰ περικυκλώνουν τὸν δεύτερον,
δηλαδὴ τὸν νεαρὸν συνετὸν ἄνθρωπον,
ὁ ὁποῖος ἔγινε βασιλεὺς ἀντὶ
τοῦ πρώτου.
|
15
Καὶ εἶδα ὅλους τοὺς ζωντανούς, ποὺ
βαδίζουν κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιον, νὰ
συντάσσωνται μὲ τὸν δεύτερον, τὸν νεαρὸν
καὶ συνετὸν βασιλέα, ὁ ὁποῖος
θὰ βασιλεύσῃ ἀντὶ τοῦ πρώτου
βασιλέως. |
16
οὐκ ἔστι περασμὸς τῷ παντὶ λαῷ,
τοῖς πᾶσιν, ὅσοι ἐγένοντο ἔμπροσθεν
αὐτῶν· καί γε οἱ ἔσχατοι
οὐκ εὐφρανθήσονται ἐν αὐτῷ·
ὅτι καί γε τοῦτο ματαιότης καὶ
προαίρεσις πνεύματος. |
16
Ἀναρίθμητα ἦσαν τὰ πλήθη τοῦ
λαοῦ, ποὺ ἐπροπορεύοντο ἔμπροσθεν
ἀπὸ αὐτὸν καὶ τὸν ἐπευφημοῦσαν.
Κατόπιν ὅμως οἱ μεταγενέστεροι δὲν
θὰ εἶναι εὐχαριστημένοι μὲ αὐτόν.
Θὰ ἔχῃ σβήσει ὁ ἐνθουσιασμός
των· καὶ τοῦτο εἶναι ματαιότης
καὶ κυνήγημα κενοῦ ἀέρος.
|
16
Ἦτο ἄπειρον, ἀμέτρητον τὸ πλῆθος
τοῦ λαοῦ, ποὺ ἐπροπορεύετο αὐτοῦ
τοῦ νεανίσκου. Κατόπιν ὅμως δὲν θὰ
εἶναι εὐχαριστημένοι καὶ μὲ αὐτόν,
διότι θὰ ἐξατμισθῇ ὁ ζῆλος των.
Καὶ τοῦτο εἶναι ματαιότης καὶ ἀεροκυνήγημα.
|
17
Φύλαξον τὸν πόδα σου, ἐν ᾧ ἐὰν
πορεύῃ εἰς οἶκον τοῦ Θεοῦ,
καὶ ἐγγὺς τοῦ ἀκούειν·
ὑπὲρ δόμα τῶν ἀφρόνων
θυσία σου, ὅτι οὐκ εἰσὶν εἰδότες
τοῦ ποιῆσαι κακόν. |
17
Πρόσεξε καλά, ὅταν βαδίζῃς πρὸς
τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ πλησίαζε νὰ
ἀκούῃς καὶ νὰ ὑπακούῃς
εἰς τὸν νόμον τοῦ Κυρίου. Ἡ
θυσία σου ἂς εἶναι ἀνωτέρα ἀπὸ
τὰ δῶρα τῶν ἁμαρτωλῶν, οἱ
ὁποῖοι δὲν ἔχουν συναίσθησιν,
ὅταν πράττουν τὸ κακόν. |
17
Πρόσεχε τὸ πόδι σου πῶς βαδίζεις, ὅταν
πηγαίνῃς εἰς τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ·
νὰ εἶσαι πρόθυμος νὰ ἀκούσῃς
τὴν θείαν διδασκαλίαν, ποὺ διδάσκεται ἐκεῖ.
Ἡ θυσία σου, ποὺ θὰ προσφέρῃς ἐκεῖ,
ἂς εἶναι ἀνωτέρα ἀπὸ τὰ
δῶρα τῶν ἁμαρτωλῶν, διότι αὐτοὶ
εἶναι ἀναίσθητοι, ὅταν αμαρτάνουν.
|