Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ὴ
σπεῦδε ἐπὶ στόματί σου, καὶ
καρδία σου μὴ ταχυνάτω τοῦ ἐξενέγκαι
λόγον πρὸ προσώπου τοῦ Θεοῦ·
ὅτι ὁ Θεὸς ἐν τῷ οὐρανῷ
ἄνω, καὶ σὺ ἐπὶ τῆς γῆς.
Διὰ τοῦτο ἔστωσαν οἱ λόγοι σου
ὀλίγοι. |
ς
μὴ σπεύδῃ τὸ στόμα σου νὰ
ὁμιλήσῃ, καὶ ἡ καρδία
σου ἂς μὴ βιάζεται νὰ βγάζῃ
λόγια, ὅταν εὐρίσκεσαι ἐνώπιον
τοῦ Κυρίου. Διότι ὁ Θεός, ἐνώπιον
τοῦ ὁποίου παρίστασαι, εἶναι
ἐπάνω εἰς τὸν οὐρανὸν
ἄπειρος καὶ μέγας. Καὶ σὺ εἶσαι
κάτω εἰς τὴν γῆν μικρός. Δι'
αὐτὸ τὰ λόγια σου ἐνώπιον
τοῦ Θεοῦ ἂς εἶναι ὀλίγα
καὶ συνετά.
|
ς
μὴ σπεύδῃ τὸ στόμα σου, τί θὰ
εἴπῃ, καὶ ἡ καρδία σου ἂς μὴ
βιάζεται νὰ ὁμιλήσῃ τὴν ὥραν,
κατὰ τὴν ὁποίαν εὐρίσκεσαι ἐνώπιον
τοῦ Θεοῦ καὶ προσεύχεσαι. Νὰ εἶσαι
προσεκτικὸς καὶ συνεσταλμένος, διότι ὁ Θεὸς
εἶναι ἐπάνω εἰς τὸν οὐρανὸν
μέγας καὶ σὺ κάτω εἰς τὴν γῆν
μικρός. Δι' αὐτὸ τὰ λόγια σου νὰ εἶναι
μετρημένα. |
2
Ὅτι παραγίνεται ἐνύπνιον ἐν
πλήθει πειρασμοῦ καὶ φωνὴ ἄφρονος
ἐν πλήθει λόγων. |
2
Διότι ὅπως τὰ ὄνειρα τὰ παράλογα
καὶ ἀνόητα κατὰ κανόνα ὀφείλονται
εἰς τὰς πολλὰς βιοτικὰς μερίμνας,
ἔτσι καὶ ἡ προσευχὴ τοῦ ἄφρονος
εἶναι ἀνόητος πολυλογία.
|
2
Διότι ὅπως ὁ ἀνήσυχος καὶ γεμᾶτος
ὄνειρα ὕπνος ὀφείλεται εἰς τὰς
πολλὰς βιοτικὰς φροντίδας, παρομοίως καὶ
ἡ προσευχὴ τοῦ ἄφρονος εἶναι
φλύαρος πολυλογία, ἡ ὁποία ὀφείλεται εἰς
τὰς πολλὰς καὶ ματαίας ἀσχολίας του.
|
3
Καθὼς ἂν εὔξῃ εὐχὴν τῷ
Θεῷ, μὴ χρονίσῃς τοῦ ἀποδοῦναι
αὐτήν, ὅτι οὐκ ἔστι θέλημα
ἐν ἄφροσι· σὺ οὖν ὅσα ἐὰν
εὔξῃ, ἀπόδος. |
3
Ὅταν κατὰ τὴν προσευχήν σου κάμῃς
κάποιο τάξιμον εἰς τὸν Θεόν,
μὴ βραδύνῃς νὰ τὸ ἐκπληρώσῃς.
Διότι ὁ Θεὸς δὲν εὐαρεστεῖται
εἰς τοὺς ἀμυάλους, οἱ ὁποῖοι
τάζουν καὶ δὲν ἐκπληρώνουν τὸ
τάξιμό των. Σὺ ὅμως ὅσα θὰ
τάξῃς πρέπει καὶ νὰ τὰ
δόσῃς εἰς τὸν Θεόν.
|
3
Ὅταν κατὰ τὴν ὥραν τῆς προσευχῆς
σου κάμῃς κάποιο τάξιμο εἰς τὸν Θεόν, νὰ
μὴ ἀργοπορήσῃς νὰ τὸ ἐκπληρώσῃς,
διότι ὁ Θεὸς δὲν εὐαρεστεῖται
εἰς τοὺς ἀνοήτους, καθόσον τάζουν καὶ
δὲν δίδουν. Σὺ ὅμως, ὅσα θὰ
τάξῃς, πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ τὰ δώσῃς·
|
4
Ἀγαθὸν τὸ μὴ εὔξασθαί
σε ἢ τὸ εὔξασθαί σε καὶ μὴ
ἀποδοῦναι. |
4
Προτιμότερον εἶναι νὰ μὴ τάξῃς
τίποτε, παρὰ νὰ τάξῃς καὶ
νὰ μὴ τὸ ἐκπληρώσῃς.
|
4
Εἶναι προτιμότερον καὶ ἀσφαλέστερον
διὰ σὲ νὰ μὴ τάξῃς, παρὰ
νὰ τάξῃς καὶ νὰ μὴ δώσῃς
τὸ τάξιμό σου. |
5
Μὴ δῷς τὸ στόμα σου τοῦ ἐξαμαρτῆσαι
τὴν σάρκα σου καὶ μὴ εἴπῃς
πρὸ προσώπου τοῦ Θεοῦ, ὅτι ἄγνοιά
ἐστιν, ἵνα μὴ ὀργισθῇ ὁ
Θεὸς ἐπὶ φωνῇ σου καὶ διαφθείρῃ
τὰ ποιήματα χειρῶν σου.
|
5
Μὴ ἀφήσῃς τὸ στόμα σου
κατὰ τὴν ὥραν τῆς προσευχῆς
νὰ διαπράξῃ ἀπέναντί σου
τὸ σφάλμα καὶ νὰ προβῇ εἰς
μεγάλο τάξιμο, διὰ τὸ ὁποῖον
δικαιολογούμενος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ
θὰ εἴπῃς ὅτι ἐξ ἀγνοίας
ἔταξες ἀνεκπλήρωτον τάξιμον, διὰ
νὰ μὴ ὀργισθῇ ὁ Θεός ἐξ
αἰτίας τῆς ἀκρίτου προσευχῆς
σου καὶ καταστρέψῃ τὰ ἔργα τῶν
χειρῶν σου. |
5
Νὰ μὴ ἐπιτρέψῃς εἰς τὸ
στόμα σου νὰ ἁμαρτήσῃ εἰς τὸν
ἑαυτόν σου μὲ τὴν ἄκριτον πολυλογίαν
κατὰ τὴν προσευχήν σου καὶ νὰ μὴ
δικαιολογηθῇς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ
τοῦ ἱερέως του, ὅτι τὸ τάξιμον ἔγινεν
ἐξ ἀπροσεξίας καὶ κακοῦ ὑπολογισμοῦ,
διὰ νὰ μὴ ὀργισθῇ ο Θεὸς
μὲ τὴν προσευχήν σου καὶ καταστρέψῃ
τὰ ἔργα τῶν χειρῶν σου.
|
6
Ὅτι ἐν πλήθει ἐνυπνίων καὶ
ματαιοτήτων καὶ λόγων πολλῶν, ὅτι
σὺ τὸν Θεὸν φοβοῦ.
|
6
Ὅπως τὰ πλήθη τῶν ὀνείρων
εἶναι ματαιότης, ἔτσι καὶ τὰ
πολλὰ λόγια κατὰ τὴν ὥραν τῆς
προσευχῆς. Σὺ ὅμως πρέπει νὰ
εὐλαβῆσαι τὸν Θεὸν καὶ νὰ
προσεύχεσαι μὲ σύνεσιν καὶ φόβον.
|
6
Ὅπως δὲ τὰ πολλὰ ὄνειρα εἶναι
ματαιότης, ἔτσι εἶναι καὶ τὰ πολλὰ
λόγια καὶ ἡ φλυαρία κατὰ τὴν ὥραν
τῆς προσευχῆς. Σὺ ὅμως πρέπει νὰ
φοβῆσαι τὸν Θεόν. |
7
Ἐὰν συκοφαντίαν πένητος καὶ
ἁρπαγὴν κρίματος καὶ δικαιοσύνης
ἴδῃς ἐν χώρᾳ, μὴ θαυμάσῃς
ἐπὶ τῷ πράγματι· ὅτι ὑψηλὸς
ἐπάνω ὑψηλοῦ φυλάξαι, καὶ
ὑψηλοὶ ἐπ' αὐτοῖς.
|
7
Ἐὰν εἰς κάποιαν χώραν ἴδῃς
καταδυνάστευσιν πτωχοῦ, κατάχρησιν καὶ
καταπάτησιν δικαιοσύνης, μὴ ἐκπλαγῇς
διὰ τὸ γεγονὸς αὐτό. Διότι
ἐπάνω ἀπὸ τὸν ἰσχυρόν,
ποὺ ἀδικεῖ τὸν πένητα, ὑπάρχει
ἄλλος ἰσχυρότερος καὶ ἄλλοι
ἀκόμη ἰσχυρότεροι ἐπάνω
ἀπὸ αὐτούς, οἱ ὁποῖοι
ἀδικοῦν καὶ καταπιέζουν τοὺς
κατωτέρους των.
|
7
Ἐὰν ἴδῃς τὸν πτωχὸν καὶ
ἀδύνατον νὰ καταπιέζεται ἀπὸ τὸν
ἰσχυρὸν καὶ ὅτι ὑπάρχει ἔλλειψις
καὶ παραβίασις δικαιοσύνης εἰς μίαν χώραν, νὰ
μὴ ἀπορήσῃς διὰ τὸ κακὸν
αὐτὸ ποὺ συμβαίνει· διότι ὁ ἀνώτερος
καραδοκεῖ νὰ ἐκμεταλλευθῇ τὸν
κατώτερόν του καὶ ἐπάνω ἀπὸ αὐτοὺς
ὑπάρχουν ἄλλοι ὑψηλότεροι καὶ ὁ
καθένας τους ἐκμεταλλεύεται τοὺς κατωτέρους
του καὶ ἐκεῖνοι τὸν λαόν.
|
8
Καὶ περισσεία γῆς ἐπὶ παντί
ἐστι, βασιλεὺς τοῦ ἀγροῦ εἰργασμένου.
|
8
Εἶναι ὅμως πλεονέκτημα καὶ συμφέρον
διὰ μίαν εὔφορον καὶ καλλιεργημένην
χώραν νὰ ἔχῃ βασιλέα σοφὸν
καὶ δίκαιον.
|
8
Εἶναι ὅμως πλεονέκτημα διὰ μίαν χώραν εὔφορον
καὶ πλουσίαν νὰ ἔχῃ βασιλέα δίκαιον,
ὁ ὁποῖος νὰ ἐμποδίζῃ τὴν
ἐκμετάλλευσιν καὶ τὴν καταπίεσιν τοῦ
λαοῦ. |
9
Ἀγαπῶν ἀργύριον οὐ πλησθήσεται
ἀργυρίου· καὶ τίς ἠγάπησεν
ἐν πλήθει αὐτῶν γένημα; Καί
γε τοῦτο ματαιότης. |
9
Ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾷ μὲ πάθος
τὰ χρήματα, δὲν θὰ χορτάσῃ
ποτὲ ἀπὸ χρήματα. Καὶ ποῖον
κέρδος ἀπεκόμισε κανεὶς ἀπὸ
τὰ πολλὰ πλούτη καὶ τοὺς τόκους
αὐτῶν; Καὶ αὐτὸ τὸ χρῆμα
εἶναι ματαιότης.
|
9
Ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾷ τὸ χρῆμα,
ὁ φιλάργυρος, δὲν θὰ χορτάσῃ ποτὲ
ἀπὸ χρήματα· ποῖος δὲ ἀπὸ
τὰ πολλὰ πλούτη ἀπεκόμισεν ὄφελος;
Καὶ αὐτό (τὸ χρῆμα) εἶναι
ματαιότης. |
10
Ἐν πλήθει ἀγαθωσύνης ἐπληθύνθησαν
ἔσθοντες αὐτήν· καὶ τί
ἀνδρεία τῷ παρ' αὐτῆς ὅτι
ἀλλ' ἢ τοῦ ὁρᾶν ὀφθαλμοῖς
αὐτοῦ; |
10
Ὅπου ὑπάρχουν πολλὰ ὑλικὰ
ἀγαθά, ἐκεῖ θὰ ὑπάρχουν
καὶ πολλοί, οἱ ὁποῖοι θὰ
τὰ κατατρώγουν. Καὶ κατὰ τί
θὰ ὠφελῆται ὁ κύριος τῶν
ἀγαθῶν αὐτῶν; Θὰ βλέπῃ
μόνον μὲ τὰ μάτια του τοὺς ἄλλους,
νὰ ἀπολαμβάνουν τὰ ἰδικά
του ἀγαθά.
|
10
Ὅπου ὑπάρχουν πολλὰ ὑλικὰ ἀγαθά,
θὰ χορταίνουν ἐκεῖνοι ποὺ θὰ
τὰ καρποῦνται καὶ θὰ τὰ τρώγουν·
καὶ κατὰ τί θὰ ὠφελῆται
ὁ κάτοχος τῶν ἀγαθῶν αὐτῶν;
Θὰ βλέπῃ μόνον μὲ τὰ μάτια του τοὺς
ἄλλους νὰ ἀπολαμβάνουν τὰ ἀγαθά
του! |
11
Γλυκὺς ὕπνος τοῦ δούλου εἰ ὀλίγον
καὶ εἰ πολὺ φάγεται· καὶ
τῷ ἐμπλησθέντι τοῦ πλουτῆσαι
οὐκ ἐστιν ἀφίων αὐτὸν
τοῦ ὑπνῶσαι. |
11
Ὁ ὕπνος τοῦ δούλου εἶναι γλυκὺς
καὶ ἀναπαυτικός, ἐὰν εἴτε
ὀλίγον εἴτε πολὺ φάγῃ.
Ἐκεῖνος ὅμως ὁ ὁποῖος
ἔχει γεμίσει ἀπὸ πλῆθος ὑλικῶν
ἀγαθῶν, δὲν δύναται ἐξ αἰτίας
τῶν φροντίδων τοῦ πλούτου, νὰ
εὕρῃ γλυκὺν ὕπνον.
|
11
Ὁ ὕπνος τοῦ δούλου καὶ τοῦ ἐργάτου
εἶναι γλυκύς, ἔστω καὶ ἂν φάγῃ
ὀλίγον ἢ πολύ· ἐκεῖνον ὅμως,
ποὺ ἐγέμισεν ἀπὸ πλούτη, δὲν
τὸν ἀφήνουν νὰ κοιμηθῇ ἡ πολυφαγία
καὶ ἠ ἀγωνιώδης φροντὶς δι' αὐτά,
ὅπως καὶ ἡ συνείδησις, ποὺ ἐξεγείρεται
διὰ τὰς γενομένας ἀδικίας.
|
12
Ἔστιν ἀρρωστία, ἣν εἶδον ὑπὸ
τὸν ἥλιον, πλοῦτον φυλασσόμενον τῷ
παρ' αὐτοῦ εἰς κακίαν αὐτῷ,
|
12
Ὑπάρχει ὅμως καὶ ἕνα ἄλλο
κακόν, τὸ ὁποῖον ἐγὼ εἶδα.
Μία ἄλλη ἀρρώστια κάτω ἀπὸ
τὸν ἥλιον. Καὶ αὐτὸ εἶναι
ὁ πλοῦτος, ποὺ φυλάσσεται καὶ
ὁ ὁποῖος ἐπιφυλάσσει βλάβας
εἰς ἐκεῖνον, ποὺ τὸν ἔχει.
|
12
Ὑπάρχει ἕνα πρᾶγμα κακόν, ποὺ εἶδα
κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιον, καὶ αὐτὸ
εἶναι ὁ πλοῦτος, ποὺ φυλάσσεται διὰ
νὰ βλάψῃ ἐκεῖνον ποὺ τὸν
φυλάσσει. |
13
καὶ ἀπολεῖται ὁ πλοῦτος ἐκεῖνος
ἐν περισπασμῷ πονηρῷ, καὶ ἐγέννησεν
υἱόν, καὶ οὐκ ἔστιν ἐν
χειρὶ αὐτοῦ οὐδέν.
|
13
Καὶ ὁ πλοῦτος ἐκεῖνος θὰ
χαθῇ εἰς μίαν κακὴν ὥραν. Ὁ
δὲ τέως πλούσιος ἐγέννησε παιδὶ
καὶ δὲν θὰ ἀφήσῃ τίποτε
ἀπὸ τὰ πλούτη του εἰς τὰ
χέρια αὐτοῦ.
|
13
Καὶ ὁ πλοῦτος ἐκεῖνος θὰ
χαθῇ εἰς ὥραν κακήν· καὶ
ἂν ὁ πλούσιος ἐγέννησε καὶ παιδί,
εἰς τὰ χέρια τοῦ διαδόχου του αὐτοῦ
δὲν θὰ εὑρεθῇ τίποτε ἀπὸ
τὸν πλοῦτον. |
14
Καθὼς ἐξῆλθεν ἀπὸ γοστρὸς
μητρὸς αὐτοῦ γυμνός, ἐπιστρέψει
τοῦ πορευθῆναι ὡς ἥκει, καὶ
οὐδὲν οὐ λήψεται ἐν μόχθῳ
αὐτοῦ, ἵνα πορευθῇ ἐν χειρὶ
αὐτοῦ. |
13
Καὶ ὁ πλοῦτος ἐκεῖνος θὰ
χαθῇ εἰς μίαν κακὴν ὥραν. Ὁ
δὲ τέως πλούσιος ἐγέννησε παιδὶ
καὶ δὲν θὰ ἀφήσῃ τίποτε
ἀπὸ τὰ πλούτη του εἰς τὰ
χέρια αὐτοῦ.
|
14
Κάθε ἄνθρωπος, ὅπως ἐβγῆκε ἀπὸ
τὴν κοιλίαν τῆς μητέρας του γυμνός, ἔτσι
γυμνὸς θὰ ἐπιστρέψῃ πάλιν εἰς
τὴν γῆν, ὅπως ἦλθε, καὶ τίποτε
δὲν θὰ πάρῃ εἰς τὸ χέρι του
ἀπὸ τοὺς κόπους του, ὅταν πεθαίνῃ.
|
15
Καί γε τοῦτο πονηρὰ ἀρρωστία·
ὥσπερ γὰρ παρεγένετο, οὕτως καὶ
ἀπελεύσεται, καὶ τίς ἡ πιρισσεία
αὐτοῦ, ᾖ μοχθεῖ εἰς ἄνεμον;
|
15
Τοῦτο δέ, ἡ ἰδιοτελὴς συγκέντρωσις
μεγάλου πλούτου, εἶναι φοβερὰ ἀρρώστια,
μεγάλη συμφορά. Διότι ὅπως γυμνὸς
ἦλθεν ὁ ἄνθρωπος εἰς τὸν κόσμον,
ἔτσι καὶ γυμνὸς θὰ ἀπέλθῃ
ἀπὸ αὐτόν. Ποιὰ λοιπὸν
ἡ ὠφέλειά του ἀπὸ τὰ
ἀγαθὰ τῶν κόπων του, τὰ ὁποῖα
διεσκόρπισεν ὁ ἄνεμος;
|
15
Καὶ αὐτὸ βεβαίως εἶναι ὀδυνηρὸν
κακόν, διότι ὅπως ἦλθε, ἔτσι καὶ θὰ
φύγῃ. Ποῖον λοιπὸν τὸ κέρδος του,
ἐφ' ὅσον κοπιάζει εἰς τὸν ἀέρα,
εἰς μάτην; |
16
Καί γε πᾶσαι αἱ ἡμέραι αὐτοῦ
ἐν σκότει καὶ ἐν πένθει καὶ
θυμῷ πολλῷ καὶ ἀρρωστίᾳ
καὶ χόλῳ. |
16
Ὅλαι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς
τοῦ ἀχορτάστου πλουσίου εἶναι
βυθισμέναι εἰς τὸ σκότος, εἰς
τὴν λύπην ἐξ αἰτίας τοῦ
πλούτου του. Διέρχεται αὐτὰς μὲ
ταραχὴν καὶ ὀδύνην καὶ πικρίαν.
|
16
Ὅλαι αἱ ἡμέραι τοῦ πλεονέκτου πλουσίου
εἶναι βυθισμέναι εἰς τὸ σκότος καὶ
τὴν λύπην λόγῳ τῆς ἀγωνίας τοῦ
πλούτου, διέρχονται δὲ μὲ πολὺν θυμὸν
καὶ ὀδύνην καὶ πικρίαν.
|
17
Ἰδοὺ εἶδον ἐγὼ ἀγαθόν,
ὃ ἐστι καλόν, τοῦ φαγεῖν καὶ
τοῦ πιεῖν καὶ τοῦ ἰδεῖν
ἀγαθωσύνην ἐν παντὶ μόχθῳ
αὐτοῦ, ᾦ ἐὰν μοχθῇ ὑπὸ
τὸν ἥλιον ἀριθμὸν ἡμερῶν
ζωῆς αὐτοῦ, ὧν ἔδωκεν οὕτω
ὁ Θεός· ὅτι αὐτὸ μερὶς
αὐτοῦ. |
17
Ἰδοὺ ὅμως ποῖον καλὸν ἐγὼ
εὑρῆκα ὡς εὐτυχίαν τοῦ
ἀνθρώπου. Νὰ φάγῃ καὶ
νὰ πίῃ, νὰ ἀπολαύσῃ
τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, τὰ ὁποῖα
μὲ τὸν δίκαιον κόπον του ἀπέκτησεν
ἐντίμως ἐργαζόμενος ὑπὸ
τὸν ἥλιον ὅλας τὰς ἡμέρας
τῆς ζωῆς του, τὰς ὁποίας τοῦ
ἐχάρισεν ὁ Θεός. Αὐτὸ
θὰ εἶναι τὸ μερίδιόν του καὶ
τὸ κέρδος του. |
17
Ἰδοὺ ἐγὼ τί θεωρῶ καλόν,
δηλαδὴ ὠφέλιμον. Εἶναι ἐκεῖνο,
ποὺ θὰ φάγῃ καὶ θὰ πίῃ
ὁ ἄνθρωπος καὶ θὰ χαρῇ τὰ
ἀγαθὰ τῶν κόπων, ποὺ καταβάλλει κάτω
ἀπὸ τὸν ἥλιον εἰς ὅλην
τὴν ζωήν του, ποὺ τοῦ ἐχάρισεν
ὁ Θεός. Αὐτὸ θὰ εἶναι τὸ
μερίδιόν του καὶ τὸ κέρδος του.
|
18
Καί γε πᾶς ἄνθρωπος, ᾧ ἔδωκεν
αὐτῷ ὁ Θεὸς πλοῦτον καὶ
ὑπάρχοντα καὶ ἐξουσίασεν αὐτῷ
φαγεῖν ἀπ' αὐτοῦ καὶ λαβεῖν
τὸ μέρος αὐτοῦ καὶ τοῦ
εὐφρανθῆναι ἐν μόχθῳ αὐτοῦ,
τοῦτο δόμα Θεοῦ ἐστιν. |
18
Εἰς ἄνθρωπον εἰς τὸν ὁποῖον
ὁ Θεὸς ἔδωκε πλοῦτον καὶ ἀγαθὰ
καὶ τοῦ ἔδωκε συγχρόνως τὸ δικαίωμα
νὰ τρώγῃ ἀπὸ αὐτά,
νὰ τὰ κατέχῃ χωρὶς ἀγωνιώδεις
μερίμνας καὶ νὰ χαίρεται τὰ
ἀγαθὰ τῶν κόπων του, αὐτὸ
εἶναι δῶρον τοῦ Θεοῦ.
|
18
Εἰς ὅποιον ἄνθρωπον ἔδωκεν ὁ
Θεὸς πλοῦτον καὶ ἀγαθὰ καὶ
τοῦ ἔδωκε τὴν ἐξουσίαν νὰ τρώγῃ
ἀπ’ αὐτὰ καὶ νὰ τὰ κατέχῃ
χωρὶς ἀγωνίαν καὶ νὰ χαίρεται τοὺς
κόπους του, αὐτο εἶναι δῶρον τοῦ Θεοῦ.
|
19
Ὅτι οὐ πολλὰ μνησθήσεται τὰς
ἡμέρας τῆς ζωῆς αὐτοῦ·
ὅτι ὁ Θεὸς περισπᾷ αὐτὸν
ἐν εὐφροσύνῃ καρδίας αὐτοῦ.
|
19
Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος εἶναι εὐτυχής,
διότι δὲν θὰ βασανίζεται μὲ
πλῆθος προβλημάτων καθ' ὅλας τὰς ἡμέρας
τῆς ζωῆς του. Καὶ τοῦτο, διότι
ὁ Θεὸς τοῦ ἔδωσεν αὐτὴν
τὴν εὐχάριστον ἀπασχόλησιν.
Νὰ εὐφραίνεται ἡ καρδιά του
με τὰ ἀγαθά του. |
19
Διότι δὲν θὰ ἐνθυμῆται διαρκῶς
τὰς ὀλίγας ἡμέρας τῆς ζωῆς του
μὲ τὰ λυπηρὰ τῶν γεγονότα, καθ’ ὅσον
ὁ Θεὸς τοῦ ἔδωκεν ἄλλην ἀπασχόλησιν
νὰ εὐφραίνεται ἡ καρδία του, ἡ δὲ
χαρὰ αὐτὴ εἶναι τὸ διαλυτικὸν
τῆς λύπης του. |