Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
στι
πονηρία, ἣν εἶδον ὑπὸ τὸν
ἥλιον, καὶ πολλή ἐστιν ἐπὶ
τὸν ἄνθρωπον·
|
πάρχει
ἕνα κακόν, ποὺ εἶδα ἐγὼ
εἰς τὴν γῆν κάτω ἀπὸ τὸν
ἥλιον, καὶ αὐτὸ εἶναι, πολὺ
μεγάλο καὶ καταθλίβει τοὺς ἀνθρώπους·
|
πάρχει
ἕνα κακόν, ποὺ εἶδα κάω ἀπὸ
τὸν ἥλιον, καὶ αὐτὸ εἶναι
πολὺ μεγάλο μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων.
|
2
ἀνὴρ ᾧ δώσει αὐτῷ ὁ
Θεὸς πλοῦτον καὶ ὑπάρχοντα καὶ
δόξαν, καὶ οὐκ ἐστὶν ὑστερῶν
τῇ ψυχῇ αὐτοῦ ἀπὸ πάντων,
ὧν ἐπιθυμήσει, καὶ οὐκ ἐξουσιάσει
αὐτῷ ὁ Θεὸς τοῦ φαγεῖν
ἀπ' αὐτοῦ, ὅτι ἀνὴρ ξένος
φάγεται αὐτόν· τοῦτο ματαιότης
καὶ ἀρρωστία πονηρά ἐστι.
|
2
νὰ ὑπάρξῃ δηλαδὴ ἕνας
ἄνθρωπος, εἰς τὸν ὁποῖον ὁ
Θεὸς νὰ δώσῃ πλοῦτον, ὑλικὰ
ἀγαθὰ καὶ δόξαν, νὰ μὴ
στερῆται ἀπὸ τίποτε, ὅσα ἐπιθυμεῖ
ἡ ψυχή του, καὶ ὅμως νὰ μὴ
ἐπιτρέψῃ ὁ Θεὸς εἰς αὐτὸν
νὰ ἀπολαύσῃ τὰ ἀγαθά
του, νὰ φάγῃ καὶ νὰ χορτάσῃ
ἀπὸ αὐτά· ἀλλὰ νὰ
παραχωρήσῃ ὁ Θεὸς νὰ τοῦ
τὰ φάγῃ ἄλλος ἄνθρωπος, ξένος.
Αὐτὸ εἶναι ματαιότης, ἀρρώστια
κακὴ διὰ τὸν ἄνθρωπον.
|
2
Νὰ εὑρεθῇ δηλαδὴ ἕνας ἄνθρωπος,
εἰς τὸν ὁποῖον νὰ δώσῃ
ὁ Θεὸς πλοῦτον, ὑλικὰ ἀγαθὰ
καὶ δόξαν καὶ νὰ μὴ στερῆται
τίποτε, ἀπὸ ὅσα ἐπιθυμεῖ, καὶ
ὅμως ὁ Θεὸς νὰ μὴ ἐπιτρέψῃ
εἰς αὐτὸν νὰ ἀπολαύσῃ
τὰ ἀγαθά του καὶ νὰ φάγῃ
ἐξ αὐτῶν, ἀλλὰ νὰ ἐπιτρέψῃ
νὰ τοῦ τὰ φάγῃ ἄλλος ἄνθρωπος
ξένος· αὐτὸ εἶναι ματαιότης καὶ ἀσθένεια
ἄσχημη. |
3
Ἐὰν γεννήσῃ ἀνὴρ ἑκατὸν
καὶ ἔτη πολλὰ ζήσεται, καὶ πλῆθος
ὅ,τι ἔσονται αἱ ἡμέραι ἐτῶν
αὐτοῦ, καὶ ψυχὴ αὐτοῦ
οὐ πλησθήσεται ἀπὸ τῆς ἀγαθωσύνης,
καί γε ταφὴ οὐκ ἐγένετο αὐτῷ,
εἶπα· ἀγαθὸν ὑπὲρ αὐτὸν
τὸ ἔκτρωμα, |
3
Ἐὰν ἔνας πλούσιος ἄνθρωπος ἀποκτήσῃ
ἔστω καὶ ἑκατὸν παιδιὰ καὶ
ζήσῃ πολλὰ ἔτη καὶ αἱ
ἡμέραι τῆς ζωῆς του εἶναι πάρα
πολλαί, ἀλλὰ δὲν θὰ ἡ
μπορέσῃ νὰ χορτάσῃ καὶ
ἀπολαύσῃ ἡ ψυχή του τὰ
ἀγαθά του, εἰς δὲ τὸ τέλος
οὔτε κηδείαν καὶ ταφὴν δὲν θὰ
τοῦ κάμουν, τότε ἐγὼ εἶπα
προτιμότερον ἀπὸ αὐτὸν εἶναι
τὸ ἔκτρωμα,
|
3
Ἐὰν ὑποθέσωμεν ὅτι ἕνας ἄνθρωπος
πλούσιος καὶ πλεονέκτης γεννήσῃ ἑκατὸ
παιδιὰ καὶ ζήσῃ πολλὰ χρόνια καὶ
αἱ ἡμέραι τῶν ἐτῶν τῆς
ζωῆς του εἶναι πολλαί, δὲν χορτάσῃ
ὅμως ἀπὸ τὰ ἀγαθά του καὶ
δὲν ἀξιωθῇ κηδείας καὶ ταφῆς,
τότε συμπεραίνω ὅτι τὸ ἔκτρωμα εἶναι
πιὸ εὐτυχισμένον ἀπὸ τὸν
ἄνθρωπον αὐτόν. |
4
ὅτι ἐν ματαιότητι ἦλθε καὶ ἐν
σκότει πορεύεται, καὶ ἐν σκότει
ὄνομα αὐτοῦ καλυφθήσεται.
|
4
τὸ ὁποῖον ἐγεννήθη παράκαιρα,
μετέβη ἀμέσως εἰς τὸ σκότος
τοῦ θανάτου καὶ ἡ ὕπαρξίς
του θὰ καλυφθῇ ἀπὸ τὸ σκότος
τοῦ ᾅδου.
|
4
Διότι τὸ ἔκτρωμα ἦλθεν ὡς μηδαμινὸν
καὶ χωρὶς κανένα σκοπὸν καὶ βαδίζει
εἰς τὸ σκότος τοῦ θανάτου καὶ ἡ
ὕπαρξίς του θὰ σκεπασθῇ μὲ τὸ
σκότος. |
5
Καί γε ἥλιον οὐκ εἶδε καὶ οὐκ
ἔγνω, ἀνάπαυσις τούτῳ ὑπὲρ
τοῦτον. |
5
Αὐτὸ τὸ ἔκτρωμα δὲν εἶδε
τὸν ἥλιον, δὲν ἐγνώρισε τὸν
ἑαυτόν του καὶ τὸν κόσμον, καὶ
ὅμως ἀνεπαύθη καλύτερον ἀπὸ
τὸν ἄνθρωπον ἐκεῖνον.
|
5
Τοσούτον μᾶλλον, καθ’ ὅσον δὲν ἀντίκρυσε
τὸ φῶς τοῦ ἡλίου, οὔτε ἔλαβε
συνείδησιν τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ τοῦ
γύρω τοῦ κόσμου, ἀνεπαύθη δὲ εἰς τὸν
τάφον, παρὰ ὁ πλεονέκτης πλούσιος.
|
6
Καὶ εἰ ἔζησε χιλίων ἐτῶν
καθόδους καὶ ἀγαθωσύνην οὐκ
εἶδε, μὴ οὐκ εἰς τόπον ἕνα
πορεύεται τὰ πάντα; |
6
Καὶ ἂν ἀκόμη ὁ πολύτεκνος
πλούσιος ἔζησε χίλια ἔτη, δὲν
ἀπήλαυσεν ὅμως τὰ ἀγαθά
του, τί τὸ ὄφελος; Μήπως εἰς
τὸν ἴδιον τόπον τοῦ θανάτου
δὲν πηγαίνουν ὅλοι, καὶ ὁ χιλιόχρονος
πλούσιος καὶ τὸ ἔκτρωμα;
|
6
Καὶ ἂν ἀκόμη ὁ πλούσιος μὲ
τὰ πολλὰ παιδιὰ ἔζησε περιόδους χιλίων
ἐτῶν καὶ δὲν ἀπήλαυσε τὰ
ἀγαθά του, τί τὸ ὄφελος; Μήπως ὅλοι
δὲν πηγαίνουν εἰς τὸν ἴδιον τόπον,
καὶ ὁ χιλιόχρονος φιλάργυρος καὶ τὸ
ἔκτρωμα; |
7
Πᾶς μόχθος ἀνθρώπου εἰς στόμα
αὐτοῦ, καί γε ἡ ψυχὴ οὐ
πληρωθήσεται. |
7
Κάθε ἄπληστος ἄνθρωπος κοπιάζει καὶ
μοχθεῖ δι' ἕνα σκοπόν· νὰ φάγῃ
καὶ νὰ πίῃ. Καὶ ὅμως ἡ
ψυχή του ποτὲ δὲν χορταίνει.
|
7
Κάθε κοπιώδης προσπάθεια τοῦ φιλαργύρου ἀνθρώπου
ἀποβλέπει εἰς τὸ στόμα του, τί θὰ
φάγῃ καὶ τί θὰ πίῃ καὶ
πῶς θὰ ἀπολαύσῃ τὰ ὑλικὰ
ἀγαθά, ἡ ἐπιθυμία ὅμως τῆς ψυχῆς
μένει ἀνικανοποίητος. |
8
Ὅτι τίς περισσεία τῷ σοφῷ ὑπὲρ
τὸν ἄφρονα; Διότι ὁ πένης οἶδε
πορευθῆναι κατέναντι τῆς ζωῆς.
|
8
Ποία ὅμως εἶναι ἡ ὑπεροχὴ
τοῦ σοφοῦ ἀπέναντι τοῦ ἀσυνέτου;
Ὁ σοφός, καὶ ἂν ἀκόμη
εἶναι πτωχός, γνωρίζει πῶς νὰ
πορεύεται τὸν δρόμον τῆς ζωῆς
του· ἐνῷ ὁ ἀσύνετος τὸ
ἀγνοεῖ. |
8
Καμμίαν λοιπὸν ὠφέλειαν δὲν ἔχει ὁ
σοφὸς ἀπὸ τὸν ἄφρονα; Ὄχι.
Διότι ὁ σοφὸς καὶ εὐσεβής, καὶ
ἂν εἶναι πτωχός, γνωρίζει νὰ ζῇ εὐτυχισμένος.
|
9
Ἀγαθὸν ὅραμα ὀφθαλμῶν ὑπὲρ
πορευόμενον ψυχῇ· καί γε τοῦτο
ματαιότης καὶ προαίρεσις πνεύματος.
|
9
Προτιμότερον εἶναι τὸ ἀγαθόν,
τὸ ὁποῖον ἔχει κανεὶς τώρα
ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν του καὶ
τὸ ἀπολαμβάνει, παρὰ τὸ μελλοντικόν,
τὸ ὁποῖον φαντάζεται καὶ προσμένει
ἡ ψυχή του. Αὐτὸ εἶναι ματαιότης
καὶ κυνήγημα ἀνέμου.
|
9
Εἶναι προτιμοτέρα ἡ ἄμεσος ἀπόλαυσις
ἐνὸς ἀγαθοῦ, ποὺ ἔχει
κανεὶς ἐμπρὸς ἀπὸ τὰ μάτια
του, ἀπὸ τοῦ νὰ περιπλανᾶται
καὶ νὰ ἐπιθυμῇ μὲ τὴν
φαντασίαν του χωρὶς νὰ ἰκανοποιήσῃ
τὴν ἐπιθυμίαν του. Ἀλλὰ καὶ
αὐτὸ εἶναι πρᾶγμα μάταιον καὶ
ἀεροκυνήγημα. |
10
Εἴ τι ἐγένετο, ἤδη κέκληται
ὄνομα αὐτοῦ, καὶ ἐγνώσθη
ὅ ἐστιν ἄνθρωπος, καὶ οὐ δυνήσεται
κριθῆναι μετὰ τοῦ ἰσχυροτέρου
ὑπὲρ αὐτόν·
|
10
Ἐκεῖνο ποὺ ἀποτελεῖ γεγονὸς
καὶ ἔχει λάβει ὕπαρξιν, ἐπῆρεν
ἐπίσης καὶ τὸ ὄνομά του.
Εἶναι γνωστὴ ἡ ἀσθενὴς φύσις
τοῦ ἀνθρώπου καὶ δὲν θὰ
ἡ μπορέσῃ αὐτὸς νὰ ἀντιμετρηθῇ
μὲ τὸν ἰσχυρότερόν του, δηλαδή
μὲ τὸν Θεόν.
|
10
Ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον ἔγινε
καὶ ὑπάρχει, ἔχει τὸ ὄνομά του.
Εἶναι γνωστὴ ἐκ τῶν προτέρων ἡ
ἀσθενὴς φύσις τοῦ ἀνθρώπου, καὶ
ὁ ἀδύνατος ἄνθρωπος δὲν ἠμπορεῖ
νὰ τὰ βάλῃ μὲ τὸν ἰσχυρότερόν
του, τὸν Θεόν. |
11
ὅτι εἰσὶ λόγοι πολλοὶ πληθύνοντες
ματαιότητα. Τί περισσὸν τῷ ἀνθρώπῳ;
|
11
Ἐπομένως κάθε συζήτησις καὶ
ἀντιλογία τῶν ἀνθρώπων πρὸς
τὸν Θεὸν εἶναι ἀνωφελὴς καὶ
ἐπιβλαβής. Ποία, λοιπόν, ἡ ὠφέλεια
τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε νὰ ὁμιλῇ
ἔτσι πρὸς τὸν Θεόν; Καμμία.
|
11
Ἑπομένως εἶναι πολλοὶ οἱ λόγοι, διὰ
τοὺς ὁποίους ἀποδεικνύεται ἡ ματαιότης.
Ποία λοιπὸν ἡ ὠφέλεια τοῦ ἀνθρώπου
ἀπὸ ὅλον τὸν ἀγῶνα διὰ
τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ τὴν
ἀντιδικίαν του μὲ τὸν Θεόν;
|
12
Ὅτι τίς οἶδεν ἀγαθὸν τῷ
ἀνθρώπῳ ἐν τῇ ζωῇ ἀριθμὸν
ζωῆς ἡμερῶν ματαιότητος αὐτοῦ;
Καὶ ἐποίησεν αὐτὰ ἐν σκιᾷ·
ὅτι τίς ἀπαγγελεῖ τῷ ἀνθρώπῳ,
τί ἔσται ὀπίσω αὐτοῦ ὑπὸ
τὸν ἥλιον; |
12
Διότι ποιὸς γνωρίζει ἀκριβῶς,
τί εἶναι ἀγαθὸν καὶ συμφέρον
εἰς τὸν ἄνθρωπον κατὰ τὰς ἡμέρας
τῆς ματαίας αὐτοῦ ἐπιγείου
ζωῆς; Αἱ ἡμέραι του παρέρχονται
ὡσὰν σκιὰ καὶ ποιὸς θὰ
ἀναγγείλῃ εἰς τὸν ἄνθρωπον,
τί θὰ συμβῇ ἔπειτα ἀπὸ
αὐτὸν ἐδῶ εἰς τὴν γῆν
κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιον;
|
12
Διότι ποῖος γνωρίζει τί εἶναι καλὸν
καὶ ὠφέλιμον εἰς τὸν ἄνθρωπον
κατὰ τὰς ἡμέρας τῆς ματαίας ζωῆς
του; Αὐτὰς τὰς διέρχεται ὡσὰν
τὴν σκιάν. Καὶ ποῖος θὰ ἀναγγείλῃ
εἰς τὸν ἄνθρωπον τί θὰ συμβῇ
ἔπειτα ἀπὸ αὐτὸν ἐπάνω
εἰς τὴν γῆν; |