Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
γαθὸν
ὄνομα ὑπὲρ ἔλαιον ἀγαθὸν
καὶ ἡμέρα τοῦ θανάτου ὑπὲρ
ἡμέραν γεννήσεως. |
ὸ
καλὸν ὄνομα εἶναι προτιμότερον καὶ
ἀπὸ τὸ καλύτερον μύρον. Καὶ
ἀπὸ τὴν ἡμέραν τῆς γεννήσεως
εἶναι προτιμοτέρα ἡ ἡμέρα τοῦ
θανάτου, διότι εἶναι ἐκδημία
πρὸς τὴν αἰωνιότητα.
|
ὸ
καλὸν ὄνομα εἶναι καλύτερον ἀπὸ
τὸ ἀκριβὸ μύρον καὶ ἡ ἡμέρα
τοῦ θανάτου εἶναι προτιμοτέρα ἀπὸ
τὴν ἡμέραν τῆς γεννήσεως, διότι ὁ
θάνατος λυτρώνει ἀπὸ τὰ δεινὰ τοῦ
βίου καὶ τὸ πνεῦμα ἐπιστρέφει εἰς
τὸν Θεόν. |
2
Ἀγαθὸν πορευθῆναι εἰς οἶκον
πένθους ἢ ὅτι πορευθῆναι εἰς
οἶκον πότου, καθότι τοῦτο τέλος
παντὸς ἀνθρώπου, καὶ ὁ ζῶν
δώσει ἀγαθὸν εἰς καρδίαν αὐτοῦ.
|
2
Προτιμότερον καὶ ὠφελιμώτερον εἶναι
νὰ ἐπισκεφθῇ κανεὶς σπίτι, ὅπου
ὑπάρχει πένθος, παρὰ νὰ μεταβῇ
εἰς οἶκον, ὅπου παρατίθεται συμπόσιον.
Διότι ὁ θάνατος εἶναι ἡ κατάληξις
τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Καὶ ὁ
ἄνθρωπος, ποὺ εὑρίσκεται ἐν
τῇ ζωῇ, ἃς δεχθῇ αὐτὰς
τὰς σκέψεις καὶ θὰ δώσῃ
ἔτσι κάτι ἀγαθὸν εἰς τὴν
καρδίαν του. |
2
Εἶναι ὠφελιμώτερον τὸ νὰ ἐπισκεφθῇ
κανεὶς ἕνα σπίτι ποὺ ἔχει πένθος,
παρὰ νὰ μεταβῇ εἰς σπίτι ὅπου
γίνεται συμπόσιον, διότι αὐτό, ὁ θάνατος
δηλαδή, εἶναι τὸ τέλος κάθε ἀνθρώπου, καὶ
ὁ ἄνθρωπος ποὺ ζῇ, ἂς τὸ
φέρῃ εἰς τὸν νοῦν του καὶ ἂς
σκέπτεται τὸ ὠφέλιμον. |
3
Ἀγαθὸν θυμὸς ὑπὲρ γέλωτα,
ὅτι ἐν κακίᾳ προσώπου ἀγαθυνθήσεται
καρδία. |
3
Ἡ σοβαρότης εἶναι προτιμοτέρα ἀπὸ
τὸν γέλωτα. Διότι μὲ τὴν σοβαρὰν
ὄψιν τοῦ προσώπου καὶ τοῦ ἤθους
θὰ χαρῇ ἡ καρδία.
|
3
Εἶναι προτιμοτέρα ἠ σοβαρότης ἀπὸ
τὸν ἀπερίσκεπτον γέλωτα καὶ τὴν ἐπιπολαίαν
εὐθυμίαν, διότι, ὅταν τὸ πρόσωπον εἶναι
σοβαρὸν καὶ αὐστηρόν, ἡ καρδία θὰ
χαρῇ. |
4
Καρδία σοφῶν ἐν οἴκῳ πένθους,
καὶ καρδία ἀφρόνων ἐν οἴκῳ
εὐφροσύνης. |
4
Ἡ ψυχὴ καὶ ὁ νοῦς τῶν
συνετῶν ἀνθρώπων σκέπτεται τὸ
σπίτι, ποὺ πενθεῖ, καὶ μορφώνεται
εἰς τὸν ἀγαθόν. Ὁ νοῦς
ὅμως τῶν ἀσυνέτων τρέχει εἰς
τοὺς τόπους τῆς ἀσωτίας καὶ
τῆς διασκεδάσεως. |
4
Ὁ νοῦς τῶν εὐσεβῶν σκέπτεται
τὸ σπίτι ποὺ πενθεῖ καὶ ἀσχολεῖται
μὲ τὸ θέμα τοῦ θανάτου καὶ τῆς
αἰωνιότητος, ὁ νοῦς ὅμως τῶν
ἀφρόνων τρέχει εἰς τοὺς τόπους τῆς
διασκεδάσεως. |
5
Ἀγαθὸν τὸ ἀκοῦσαι ἐπιτίμησιν
σοφοῦ ὑπὲρ ἄνδρα ἀκούοντα
ᾆσμα ἀφρόνων· |
5
Καλύτερος εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ
ἀκούει παρατήρησιν καὶ ἐπίπληξιν
ἐκ μέρους ἑνὸς σοφοῦ καὶ
εὐσεβοῦς ἀνθρώπου, ἀπὸ
ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἀκούει
τραγούδια ἀνοήτων. |
5
Καλύτερος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἀκούει
ἐπίπληξιν ἀπὸ ἕνα σοφὸν
καὶ εὐσεβῆ ἄνθρωπον, ἀπὸ
τὸν ἄνθρωπον ἐκεῖνον ποὺ ἀκούει
τραγούδια ἀνοήτων. |
6
ὡς φωνὴ ἀκανθῶν ὑπὸ τὸν
λέβητα, οὕτως γέλως τῶν ἀφρόνων·
καί γε τοῦτο ματαιότης.
|
6
Ὡσὰν τὸ τρίξιμο, ποὺ κάνουν
τὰ ἀγκάθια, τὰ ὁποῖα καίονται
κάτω ἀπὸ τὸ καζάνι, ἔτσι
εἶναι ἡ διασκέδασις καὶ τὸ γέλιο
τῶν ἀφρόνων. Καὶ αὐτὸ
βεβαίως εἶναι ματαιότης.
|
6
Σὰν τὸ τρίξιμο ποὺ κάνονν τὰ ἀγκάθια,
τὰ ὁποῖα καίονται κάτω ἀπὸ τὸν
λέβητα, ἔτσι ὁμοιάζει καὶ τὸ γλέντι
καὶ τὸ γέλιο τῶν ἀφρόνων. Καὶ
αὐτὸ ὅμως εἶναι ματαιότης.
|
7
Ὅτι ἡ συκοφαντία περιφέρει σοφὸν
καὶ ἀπόλλυσι τὴν καρδίαν εὐτονίας
αὐτοῦ. |
7
Ἡ καταδυνάστευσις καὶ ἡ ἐκμετάλλευσις
κάμνει καὶ αὐτὸν τὸν σοφὸν
νὰ παραφέρεται, καὶ τὴν καρδίαν
του νὰ χάνῃ τὴν γενναιότητά
της. |
7
Ἡ καταπίεσις καὶ ἡ ἐκμετάλλευσις
κάμνει καὶ τὸν σοφὸν νὰ παραφέρεται
καὶ τοῦ ἀφαιρεῖ τὴν καρδίαν
του, δηλαδὴ τὴν ψυχραιμίαν καὶ τὴν
αὐτοκυριαρχίαν του. |
8
Ἀγαθὴ ἐσχάτη λόγων ὑπὲρ
ἀρχὴν αὐτοῦ, ἀγαθὸν μακρόθυμος
ὑπὲρ ὑψηλὸν πνεύματι.
|
8
Προτιμοτέρα εἶναι ἡ καλὴ ἔκβασις
τῶν λόγων, παρὰ ἡ ἀρχή
των. Προτιμότερος εἶναι ὁ ὑπομονητικὸς
καὶ μακρόθυμος ἄνθρωπος, ἀπὸ
τὸν ἐγωϊστὴν καὶ ὑψηλόφρονα.
|
8
Προτιμοτέρα εἶναι ἡ ἔκβασις τῶν λόγων,
παρὰ ἡ ἀρχὴ αὐτῶν. Προτιμότερος
ὁ ὑπομονητικὸς καὶ μακρόθυμος ἄνθρωπος
ἀπὸ τὸν ὑψηλόφρονα καὶ ἐγωϊστήν.
|
9
Μὴ σπεύσῃς ἐν πνεύματί
σου τοῦ θυμοῦσθαι, ὅτι θυμὸς ἐν
κόλπῳ ἀφρόνων ἀναπαύσεται.
|
9
Μὴ σπεύδῃς νὰ ταραχθῇς καὶ
ὀργισθῇς, διότι ὁ θυμὸς ἐγκαθίσταται
μονίμως εἰς τὴν καρδίαν τῶν
ἀνοήτων ἀνθρώπων, τῶν ὁποίων
καὶ ἀποτελεῖ χαρακτηριστικὸν γνώρισμα.
|
9
Νὰ μὴ σπεύδῃς νὰ ὀργίζεσαι,
διότι ὁ θυμὸς ἐγκαθίσταται μονίμως εἰς
τὸν κόλπον τῶν ἀνοήτων.
|
10
Μὴ εἴπῃς· τί ἐγένετο
ὅτι αἱ ἡμέραι αἱ πρότεροι
ἦσαν ἀγαθαὶ ὑπὲρ ταύτας;
Ὅτι οὐκ ἐν σοφίᾳ ἐπηρώτησας
περὶ τούτου. |
10
Μὴ εἴπῃς μὲ νοσταλγίαν, τί
συνέβη ὥστε αἱ περασμέναι ἡμέραι
ἦσαν καλύτεροι ἀπὸ αὐτὰς
τὰς σημερινάς; Ἡ ἐρώτησίς
σου αὐτὴ δὲν εἶναι σοφὴ καὶ
συνετή.
|
10
Νὰ μὴ εἴπῃς μὲ διάθεσιν μεμψίμοιρον
καὶ ἐριστικήν: <Καὶ τί ἔγινε
μὲ τὸ ὅτι αἱ παλαιότεραι ἡμέραι
ἦσαν καλύτεραι ἀπὸ αὐτάς;> Διότι
ἡ ἐρώτησίς σου αὐτὴ δὲν δεικνύει
σοφίαν καὶ σύνεσιν. |
11
Ἀγαθὴ σοφία μετὰ κληρονομία
καὶ περισσεία τοῖς θεωροῦσι τὸν
ἥλιον· |
11
Ἡ σοφία εἶναι καλὴ καὶ ὠφέλιμος,
ὅταν ἔχῃ μαζῆ της ὡς κληρονομίαν
καὶ ὑλικὰ ἀγαθά. Αὐτὸ
εἶναι πλεονέκτημα, δι' ὅσους βλέπουν
τὸν ἥλιον, δι' ὅσους ζοῦν.
|
11
Ἡ σοφία εἶναι ὠφέλιμος, ὅταν συνοδεύεται
καὶ μὲ περιουσίαν, καὶ εἶναι πλεονέκτημα
δι' ἐκείνους ποὺ βλέπουν τὸν ἥλιον,
δηλαδὴ τοὺς ζωντανούς. |
12
ὅτι ἐν σκιᾷ αὐτῆς ἡ σοφία
ὡς σκιὰ ἀργυρίου, καὶ περισσεία
γνώσεως τῆς σοφίας ζωοποιήσει τὸν
παρ' αὐτῆς. |
12
Διότι ἡ σοφία ἐν τῇ σκιᾷ
της εἶναι ὅπως ἡ σκέπη καὶ ἡ
σκιὰ τοῦ ἀργυρίου. Ὁ πλοῦτος
τῆς γνώσεως καὶ τῆς σοφίας θὰ
διατηρήσῃ εἰς τὴν ζωὴν τὸν
κάτοχόν του.
|
12
Διότι τὸ χρῆμα ἀσφαλίζεται καὶ ἀξιοποιεῖται
κάτω ἀπὸ τὴν σκέπην τῆς σοφίας, ὁ
πλεονασμὸς ὅμως τῆς γνώσεως τῆς σοφίας
θὰ δώσῃ ζωὴν εἰς τὸν κάτοχόν
της. |
13
Ἰδὲ τὰ ποιήματα τοῦ Θεοῦ·
ὅτι τίς δυνήσεται τοῦ κοσμῆσαι
ὃν ἂν ὁ Θεὸς διαστρέψῃ
αὐτόν; |
13
Κύτταξε μὲ προσοχὴν τὰ ἔργα
τοῦ Θεοῦ, διότι ποιὸς θὰ ἠμπορῇ
νὰ διορθώσῃ καὶ καλλύνῃ
αὐτό, ποὺ φαίνεται εἰς ἡμᾶς
ὅτι ὁ Θεὸς τὸ ἔκαμεν ἄσχημον
καὶ κυρτόν;
|
13
Μελέτησε μὲ προσοχὴν τὰ ἔργα τοῦ
Θεοῦ· διότι ποῖος θὰ δυνηθῇ νὰ
διορθώσῃ ἐκεῖνο, ποὺ φαίνεται εἰς
ἡμᾶς ὅτι ὁ Θεὸς τὸ ἔκαμεν
ἄσχημον; |
14
Ἐν ἡμέρᾳ ἀγαθωσύνης ζῆθι
ἐν ἀγαθῷ καὶ ἐν ἡμέρᾳ
κακίας ἰδέ· καὶ γε σὺν
τούτῳ συμφώνως τοῦτο ἐποίησεν
ὁ Θεὸς περὶ λαλιᾶς, ἵνα μὴ
εὕρῃ ἄνθρωπος ὀπίσω αὐτοῦ
οὐδέν. |
14
Κατὰ τὰς ἡμέρας τῆς ἀφθονίας
ζῆσε ἀπολαμβάνων τὰ ἀγαθά.
Κατὰ τὰς ἡμέρας τῆς δυστυχίας
ἴδε καὶ σκέψου, ὅτι ὁ Θεός
ἔχει κάμει τοῦτο ἐν συναρτήσει
καὶ συμφωνίᾳ πρὸς τὸ ἄλλο.
Ὥστε ὁ ἄνθρωπος νὰ μὴ γνωρίζῃ
τίποτε δι' ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα
θὰ ἐπακολουθήσουν εἰς τὸ μέλλον.
|
14
Κατὰ τὰς εὐτυχεῖς ἡμέρας σου
να ἀπολαμβάνῃς τὰ ἀγαθά σου
καὶ κατὰ τὴν δυστυχίαν σου νὰ φιλοσοφῇς,
διότι, ὅπως λέγουν, καὶ ἐκείνας καὶ
αὐτὴν ὁ Θεὸς τὰς ἔδωκε
καὶ συνεκέρασε τὴν εὐτυχίαν καὶ τὴν
δυστυχίαν κατὰ τοιοῦτον τρόπον, ὥστε ὁ
ἄνθρωπος νὰ μὴ ἠμπορῇ νὰ
προβλέψη τι διὰ τὸ μέλλον του.
|
15
Σὺν τὰ πάντα εἶδον ἐν ἡμέραις
ματαιότητός μου, ἔστι δίκαιος ἀπολλύμενος
ἐν δικαίῳ αὐτοῦ, καὶ ἐστιν
ἀσεβὴς μένων ἐν κακίᾳ
αὐτοῦ. |
15
Ὅλα αὐτὰ τὰ εἶδα καὶ τὰ
διεπίστωσα κατὰ τὰς ἡμέρας τῆς
ματαίας καὶ προσωρινῆς ζωῆς μου. Ὑπάρχει
δίκαιος, ὁ ὁποῖος καταστρέφεται,
καίτοι ἐξακολουθεῖ νὰ εὑρίσκεται
ἐν τῷ δικαίῳ. Καὶ ὑπάρχει
ἀσεβής, ὁ ὁποῖος εὐδοκιμεῖ,
μολονότι παραμένει εἰς τὴν ζωὴν
τῆς ἀσωτίας καὶ τῆς ἁμαρτίας.
|
15
Καὶ τὰ δύο ποὺ ἀκολουθοῦν, τὰ
εἶδα κατὰ τὸν σύντομον βίον μου, τὸν
πλήρη ματαίων προσπαθειῶν· ὑπάρχει δίκαιος,
ὁ ὁποῖος καταστρέφεται, καίτοι ἑξακολουθεῖ
νὰ εἶναι δίκαιος, καὶ ὑπάρχει ἀσεβής,
ὁ ὁποῖος εὐδοκιμεῖ, παρ’ ὅλον
ὅτι συνεχίζει ζωὴν ἀσεβῆ καὶ
ἁμαρτωλόν. |
16
Μὴ γίνου δίκαιος πολύ, μηδὲ
σοφίζου περισσά, μήποτε ἐκπλαγῇς.
|
16
Μὴ γίνεσαι πάρα πολὺ δίκαιος
καὶ μὴ κάμνῃς πολὺ τὸν
σοφόν, διὰ νὰ μὴ εὑρεθῇς
πρὸ δυσαρέστων ἐκπλήξεων.
|
16
Μὴ γίνεσαι ὑπερβολικὰ δίκαιος καὶ
μὴ κάμνῃς πολὺ τὸν σοφόν, διὰ
νὰ μὴ σοῦ φανῇ παράδοξον, ὅταν
ἴδῃς τὸν ἑαυτόν σου νὰ
βλάπτεται. |
17
Μὴ ἀσεβήσῃς πολὺ καὶ μὴ
γίνου σκληρός, ἵνα μὴ ἀποθάνῃς
ἐν οὐ καιρῷ σου. |
17
Νὰ μὴ γίνῃς πολὺς κακὸς
καὶ σκληρός, διὰ νὰ μὴ χαθῇς
προώρως ἀπὸ τὴν ζωήν.
|
17
Νὰ μὴ ξεπεράσῃς πολὺ τὸ ὅριον
τῆς ἀνθρωπίνης ἀδυναμίας καὶ μὴ
γίνεσαι προπετὴς καὶ αὐστηρὸς κριτής,
διὰ νὰ μὴ σὲ ἁρπάσῃ προώρως
ὁ θάνατος. |
18
Ἀγαθὸν τὸ ἀντέχεσθαί σε
ἐν τούτῳ, καί γε ἀπὸ τούτου
μὴ μιάνῃς τὴν χεῖρά σου,
ὅτι φοβουμένοις τὸν Θεὸν ἐξελεύσεται
τὰ πάντα. |
18
Καλὸν εἶναι τοῦτο· νὰ κρατῇς
καὶ νὰ μένῃς εἰς τὸ ἀγαθόν,
καὶ νὰ μὴ μολύνῃς τὸ χέρι
σου εἰς τὰς ἐντεῦθεν καὶ ἐκεῖθεν
ἀκρότητας. Διότι εἰς τοὺς φοβουμένους
τὸν Θεὸν τὰ πάντα θὰ λάβουν
καλὴν ἔκβασιν. |
18
Καλὸν εἶναι νὰ μένῃς εἰς τοῦτο,
δηλαδὴ εἰς τὴν μεσότητα, καὶ νὰ
μὴ μολύνῃς τὸ χέρι σου μὲ τὰς
ἀκρότητας, διότι ὅσοι φοβοῦνται τὸν
Θεόν, θὰ ἀποφεύγουν τὰ δύο ἄκρα.
|
19
Ἡ σοφία βοηθήσει τῷ σοφῷ ὑπὲρ
δέκα ἐξουσιάζοντας τοὺς ὄντας
ἐν τῇ πόλει· |
19
Ἡ ἀληθινὴ σοφία, ἡ σοφία
τοῦ Θεοῦ, θὰ βοηθήσῃ τὸν
ἄνθρωπον περισσότερον ἀπὸ δέκα
ἄρχοντας, ποὺ ὑπάρχουν εἰς τὴν
πόλιν.
|
19
Ἡ ἀληθινὴ σοφία, ἡ γνῶσις δηλαδὴ
τοῦ θείου νόμου, θὰ φανῇ χρήσιμος εἰς
τὸν εὐσεβῆ περισσότερον ἀπὸ
πολλοὺς ἄρχοντας, ποὺ ὑπάρχουν εἰς
μίαν πόλιν. |
20
ὅτι ἄνθρωπος οὐκ ἔστι δίκαιος
ἐν τῇ γῇ, ὃς ποιήσει ἀγαθὸν
καὶ οὐχ ἁμαρτήσεται.
|
20
Δὲν ὑπάρχει δὲ δίκαιος ἄνθρωπος
εἰς τὴν γῆν, ὁ ὁποῖος
θὰ πράξῃ ἀποκλειστικὰ καὶ
μόνον τὸ ἀγαθὸν καὶ δὲν
θὰ παρασυρθῇ εἰς ἁμαρτίαν.
|
20
Δὲν ὑπάρχει δίκαιος ἄνθρωπος εἰς τὴν
γῆν, ὁ ὁποῖος θὰ πράξῃ
τὸ ἀγαθὸν καὶ δὲν θὰ ἁμαρτήσῃ.
|
21
Καί γε εἰς πάντας λόγους, οὓς
λαλήσουσιν ἀσεβεῖς, μὴ θῇς καρδίαν
σου, ὅπως μὴ ἀκούσῃς τοῦ
δούλου σου καταρωμένου σε·
|
21
Μὴ δώσῃς προσοχὴν εἰς ὅλα
τὰ λόγια, τὰ ὁποῖα ἀσεβεῖς
ἄνθρωποι θὰ εἴπουν ἐναντίον
σου, διὰ νὰ μὴ ἀκούσῃς
λόγῳ τῆς εὐθιξίας σου, καὶ
αὐτὸν ἀκόμη τὸν δοῦλον
σου, νὰ σὲ καταρᾶται.
|
21
Μὴ δώσῃς προσοχὴν εἰς ὅλα τὰ
λόγια, ποὺ θὰ εἴπουν οἱ ἄνθρωποι
ἐναντίον σου, διότι δὲν ἀποκλείεται
νὰ ἀκούσῃς καὶ τὸν ὑπηρέτην
σου νὰ σὲ κακολογῇ. |
22
ὅτι πλειστάκις πονηρεύσεταί σε καὶ
καθόδους πολλὰς κακώσει καρδίαν σου,
ὅτι ὡς καί γε σὺ κατηράσω ἑτέρους.
|
22
Διότι πολλὲς φορὲς θὰ σὲ ἐλέγξῃ
ἡ καρδία σου διὰ πονηρὰς σκέψεις
καὶ πράξεις, ἐπειδὴ καὶ σὺ
κατέκρινες τοὺς ἄλλους.
|
22
Διότι πολλὲς φορὲς ἡ συνείδησίς σου θὰ
σὲ κατηγορήσῃ διὰ πολλὰς ἰδικάς
σου πονηρίας καὶ ἀπρεπεῖς συμπεριφοράς,
καθ’ ὅσον καὶ σὺ κατέκρινες καὶ κατηράσθης
ἄλλους. |
23
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ
σοφίᾳ· εἶπα· σοφισθήσομαι,
|
23
Ὅλα αὐτὰ τὰ ἐξήτασα καὶ
τὰ ἤλεγξα λεπτομερῶς μὲ τὴν
σοφίαν μου καὶ εἶπα ἀπὸ μέσα
μου· <ἔτσι θὰ γίνω περισσότερον
σοφός>.
|
23
Ὅλα αὐτὰ τὰ ἐξήτασα λεπτομερῶς
μὲ τὴν σοφίαν μου καὶ εἶπα κατ’ ἐμαυτόν·
θὰ γίνω περισσότερον σοφός. |
24
καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ'
ἐμοῦ μακρὰν ὑπὲρ ὃ ἦν,
καὶ βαθὺ βάθος, τίς εὑρήσει
αὐτό; |
24
Ἡ σοφία ὅμως ἔφυγε περισσότερον
μακρὰν ἀπὸ ἐμέ, ἀπὸ
ὅ,τι ἦτο προηγουμένως. Ἔγινε βάθος
βαθὺ καὶ ποιὸς ἠμπορεῖ νὰ
ἐξερευνήσῃ αὐτὸ τὸ βάθος
της; |
24
Ἡ σοφία ὅμως ἀπεμακρύνθη περισσότερον ἀπὸ
ἐμέ, ἀπὸ ὅ,τι ἦτο προηγουμένως,
καὶ ἔγινε βάθος βαθὺ καὶ ἀνεξιχνίαστον.
Ποῖος ἠμπορεῖ νὰ ἐξερευνήσῃ
τὸ βάθος της; |
25
Ἐκύκλωσα ἐγώ, καὶ ἡ καρδία
μου τοῦ γνῶναι καὶ τοῦ κοτασκέψασθαι
καὶ τοῦ ζητῆσαι σοφίαν καὶ ψῆφον
καὶ τοῦ γνῶναι ἀσεβοῦς ἀφροσύνην
καὶ ὀχληρίαν καὶ περιφοράν.
|
25
Ἐστράφην ἐγὼ κύκλῳ εἰς
τοὺς περὶ ἐμὲ καὶ ἡ καρδία
μου ἐπεδόθη εἰς τὸ νὰ γνωρίσῃ,
νὰ σκεφθῇ εἰς βάθος, νὰ ἀναζητήσῃ
καὶ εὔρῃ τὴν σοφίαν· νὰ
βγάλω συμπεράσματα καὶ νὰ γνωρίσω
τὴν ἀφροσύνην τοῦ ἀσεβοῦς,
τὴν πικρίαν καὶ τὴν παραφοράν
του. |
25
Ἐστράφην γύρω μου πρὸς πᾶσαν κατεύθυνσιν
καὶ ἀφωσιώθην μὲ τὸν νοῦν
μου διὰ νὰ γνωρίσω καὶ νὰ εὕρω
σοφίαν καὶ νὰ ἐξαγάγω πορίσματα καὶ
νὰ ἐξακριβώσω τὴν ἀφροσύνην, τὴν
σκληρότητα καὶ τὴν παραφορὰν τοῦ ἀσεβοῦς.
|
26
Καὶ εὑρίσκω ἐγὼ
αὐτὴν καὶ ἐρῶ πικρότερον
ὑπὲρ θάνατον, σὺν τὴν γυναῖκα,
ἥτις ἐστὶ θήρευμα καὶ σαγῆναι
καρδία αὐτῆς, δεσμὸς εἰς χεῖρας
αὐτῆς· ἀγαθὸς πρὸ πρόσωπου
τοῦ Θεοῦ ἐξαιρεθήσεται ἀπ' αὐτῆς,
καὶ ἁμαρτάνων συλληφθήσεται ἐν
αὐτῇ |
26
Εὑρῆκα αὐτὴν τὴν ἀφροσύνην
καὶ ὡς συμπέρασμα λέγω τοῦτο·
ἡ πονηρὰ γυναῖκα εἶναι πικροτέρα
καὶ ἀπὸ αὐτὸν τὸν θάνατον.
Εἶναι παγὶς διὰ τὸν ἄνδρα. Ἡ
καρδία της εἶναι παγὶς καὶ δίκτυον
δι' αὐτὸν καὶ τὰ χέρια της εἶναι
ἁλυσίδες. Ὁ εὐσεβὴς ἐνώπιον
τοῦ Θεοῦ θὰ γλυτώσῃ ἀπὸ
αὐτήν, ἐνῷ ὁ ἁμαρτωλὸς
θὰ συλληφθῇ εἰς τὰ δίκτυά
της. |
26
Καὶ τὴν εὑρίσκω εἰς τὸ ὅτι
ἡ πονηρὰ γυναῖκα εἶναι πικροτέρα καὶ
ἀπὸ αὐτὸν τὸν θάνατον. Αὐτὴ
εἶναι παγὶς διὰ τὸν ἄνδρα καὶ
ἡ καρδία της εἶναι δίκτυα καὶ τὰ χέρια
της εἶναι ἁλυσίδες. Ὁ εὐσεβὴς
ἐνώπιόν τοῦ Θεοῦ θὰ λυτρωθῇ
ἀπὸ αὐτήν, ἐνῷ ὁ ἁμαρτωλὸς
θὰ πιασθῇ εἰς τὰς πλεκτάνας της.
|
27
Ἰδὲ τοῦτο εὖρον, εἶπεν ὁ
ἐκκλησιαστής, μία τῇ μιᾷ τοῦ
εὑρεῖν λογισμόν, |
27
Ἰδοὺ ὅτι εὑρῆκα αὐτό,
λέγει ὁ Ἐκκλησιαστής, ἀντιπαραβάλλων
τὴν μίαν περίπτωσιν πρὸς τὴν
ἄλλην, διὰ νὰ καταλήξω εἰς αὐτὸ
τὸ συμπέρασμα.
|
27
Ἰδοὺ λοιπόν, αὐτὸ εὑρῆκα,
λέγει ὁ Ἐκκλησιαστής, συνδυάζων τὴν μίαν
περίπτωσιν μὲ τὴν ἄλλην διὰ νὰ
καταλήξω εἰς αὐτὸ τὸ συμπέρασμα.
|
28
ὃν ἐπεζήτησεν ἡ ψυχή μου καὶ
οὐχ εὗρον· καὶ ἄνθρωπον ἕνα
ἀπὸ χιλίων εὖρον καὶ γυναῖκα
ἐν πᾶσι τούτοις οὐχ εὖρον.
|
28
Αὐτὸ τὸ ὁποῖον ἀπ' ἀρχῆς
ἠρεύνησε νὰ εὔρῃ ἡ διάνοιά
μου, δὲν τὸ εὑρῆκε. Εὑρῆκα
ἄνδρα καλὸν μεταξὺ χιλίων, γυναῖκα
ὅμως καλὴν μεταξὺ ὅλων δὲν εὑρῆκα.
|
28
Ἀκόμη ἠρεύνησεν ἡ ψυχή μου νὰ εὕρῃ
καλὸν ἄνθρωπον, ἀλλὰ δὲν εὑρῆκα.
Ἄνδρα ἕνα εἰς τοὺς χιλίους ἀνθρώπους
εὑρῆκα, γυναῖκα ὅμως καλὴν μεταξὺ
ὅλων αὐτῶν δὲν εὑρῆκα.
|
29
Πλὴν ἰδὲ τοῦτο εὖρον, ὃ
ἐποίησεν ὁ Θεὸς σὺν τὸν
ἄνθρωπον εὐθῆ, καὶ αὐτοὶ
ἐζήτησαν λογισμοὺς πολλούς.
|
29
Ἰδοὺ ὅμως ὅτι εὑρῆκα καὶ
κάτι ἄλλο· ὅτι δηλαδη ὁ Θεὸς
ἐδημιούργησε τὸν ἄνθρωπον εὐθὺν
ἀγαθόν. Οἱ ἄνθρωποι ὅμως ἐξέκλιναν
εἰς πολλοὺς πονηροὺς λογισμοὺς καὶ
πονηρὰς ἐπιθυμίας καὶ διέφθειραν
τὸν ἑαυτόν των. |
29
Εὑρῆκα ὅμως αὐτό, ὅτι
ὁ Θεὸς ἔπλασε τὸν ἄνθρωπον ἀγαθόν,
οἱ ἄνθρωποι ὅμως μηχανεύονται παντοιοτρόπως
τὸ κακόν. |