Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
μνήσθητι τοῦ κτίσαντός σε ἐν
ἡμέραις νεότητός σου, ἕως ὅτου
μὴ ἔλθωσιν ἡμέραι τῆς κακίας
καὶ φθάσωσιν ἔτη, ἐν οἷς ἐρεῖς·
οὐκ ἔστι μοι ἐν αὐτοῖς θέλημα·
|
ατὰ
τὰ ἔτη τῆς νεότητός σου, καὶ
πάντοτε, νὰ ἐνθυμῆσαι τὸν δημιουργόν
σου, διὰ νὰ μὴ ἔλθουν ἡμέραι
πόνου καὶ ταλαιπωρίας τοῦ γήρατος
καὶ φθάσουν ἔτη, κατὰ τὰ ὁποῖα
θὰ πῇς· <δὲν ἔχω πλέον
τὴν θέλησιν καὶ τὴν δύναμιν
δι'αὐτὰ τὰ πράγματα, διὰ τὸν
σεβασμὸν καὶ τὴν ὑπακοὴν πρὸς
τὸν Θεόν>.
|
ὰ
ἐνθυμῆσαι καὶ νὰ φοβῆσαι, νέε
μου, κατὰ τὰ νεανικὰ σου χρόνια, ἀλλὰ
καὶ πάντοτε, τὸν Πλάστην σου, διὰ νὰ
μὴ ἔλθουν αἱ ἡμέραι τοῦ πόνου,
ἤτοι τοῦ γήρατος, καὶ φθάσουν τὰ ἔτη,
κατὰ τὰ ὁποῖα θὰ πῇς·
δὲν αἰσθάνομαι πλέον καμμίαν ὄρεξιν δι’
αὐτὰ τὰ πράγματα, δηλαδὴ νὰ
φοβοῦμαι τὸν Θεὸν καὶ νὰ ζῶ
μὲ σωφροσύνην κ.τ.τ. |
2
ἕως οὐ μὴ σκοτισθῇ ὁ ἥλιος
καὶ τὸ φῶς καὶ ἡ σελήνη
καὶ οἱ ἀστέρες, καὶ ἐπιστρέψωσι
τὰ νέφη ὀπίσω τοῦ ὑετοῦ·
|
2
Νὰ ἐνθυμῆσαι τὸν πλάστην σου,
πρὶν σκοτισθοῦν διὰ σὲ ὁ ἥλιος,
τὸ φῶς, ἡ σελήνη καὶ οἱ
ἀστέρες, καὶ ἐπανέλθουν ἔπειτα
βαρυφορτωμένα πάλιν τὰ σύννεφα τῆς
βροχῆς καὶ παραταθῇ ὁ χειμῶνας
τῆς ζωῆς σου.
|
2
<Νὰ ἐνθυμῆσαι τὸν Θεόν>
προτοῦ, λόγῳ τοῦ γήρατος, σκοτεινιάσῃ
γιὰ σένα ὁ ἥλιος καὶ τὸ φῶς
τῆς ἡμέρας καὶ τὸ φεγγάρι καὶ
τὰ ἀστέρια καὶ ξαναέλθουν ἀπειλητικὰ
τὰ σύννεφα ἔπειτα ἀπὸ τὴν
βροχὴν καὶ ἐπαναληφθῇ ἡ βροχή,
δηλαδὴ ὁ ἕνας πόνος θὰ διαδέχεται
τὸν ἄλλον. |
3
ἐν ἡμέρᾳ, ᾗ ἐὰν
σαλευθῶσι φύλακες τῆς οἰκίας
καὶ διαστραφῶσιν ἄνδρες τῆς δυνάμεως,
καὶ ἤργησαν αἱ ἀλήθουσαι, ὅτι
ὠλιγώθησαν, καὶ σκοτάσουσιν αἱ
βλέπουσαι ἐν ταῖς ὀπαῖς·
|
3
Κατὰ τὰς ἡμέρας τῶν γηρατείων
σου θὰ τρέμουν οἱ φύλακες τοῦ
σώματός σου, τὰ χέρια σου, θὰ
κυρτωθοῦν οἱ ὦμοι σου καὶ θὰ
ἀδυνατίσουν τὰ πόδια σου, τὰ
ὁποῖα σὰν ἰσχυροὶ ἄνδρες
σὲ συγκρατοῦσαν. Τὰ δόντια σου, τὰ
ὁποῖα ἄλλοτε ἄλεθαν τὰς τροφὰς
θὰ βραδύνουν εἰς τὸ ἄλεσμά
των. Ἔμειναν ἄλλωστε λιγοστά, τὰ περισσότερα
ἔπεσαν. Αἱ κόραι τῶν ὀφθαλμῶν
σου, αἱ ὁποῖαι ἀπὸ τὶς
κόγχες των, σὰν ἀπὸ παράθυρα,
βλέπουν, θὰ καλυφθοῦν ἀπὸ τὸ
σκοτάδι. |
3
Εἰς τὴν ἐποχὴν τῶν προχωρημένων
γηρατείων θὰ τρέμουν οἱ φύλακες τοῦ
σώματος, τὸ κεφάλι καὶ τὰ χέρια, καὶ
οἱ δυνατοὶ ἄνδρες, τὰ πόδια, ποὺ
βαστάζουν τὸ σῶμα, δὲν θὰ ἀντέχουν
καὶ δὲν θὰ στεριώνουν, καὶ ἐκεῖναι
ποὺ ἀλέθουν, τὰ δόντια δηλαδή, θὰ
ἀργήσουν, διότι ἔμειναν ὀλίγα ἢ
ἔπεσαν τελείως ὅλα, καὶ θὰ σκοτισθοῦν
τὰ μάτια, ποὺ κυττάζουν μέσα ἀπὸ τὰ
βλέφαρα καὶ τὶς κόγχες, ποὺ ὁμοιάζουν
σὰν παράθυρα. |
4
καὶ κλείσουσι θύρας ἐν ἀγορᾷ,
ἐν ἀσθενείᾳ φωνῆς τῆς
ἀληθούσης, ἀναστήσεται
εἰς φωνὴν τοῦ στρουθίου βίου,
καὶ ταπεινωθήσονται πᾶσαι θυγατέρες
τοῦ ᾄσματος·
|
4
Τότε τὰ θυρόφυλλα τοῦ στόματός
σου, τὰ χείλη καὶ αἱ σιαγόνες
σου, θὰ κλεισθοῦν καὶ θὰ παύσουν
νὰ ἀγορεύουν. Ἡ φωνὴ τοῦ
στόματός σου θὰ ἀδυνατήσῃ,
θὰ γίνῃ λεπτὴ σὰν τὸ λάλημα
τοῦ στρουθίου. Τὰ αὐτιὰ καὶ
ἡ γλῶσσα σου, ὄργανα ἄλλοτε τοῦ
τραγουδιοῦ σου, θὰ ἀδυνατήσουν.
|
4
Καὶ τότε θὰ κλείσουν αἱ σιαγόνες καὶ
τὰ χείλη, ὥστε νὰ μὴ ἀνοίγουν
καὶ νὰ μὴ ὁμιλοῦν, καὶ
ἡ φωνὴ τοῦ στόματος θὰ ἀδυνατίσῃ
καὶ θὰ γίνῃ λεπτὴ ὡσὰν
τὸ λάλημα τοῦ πουλιοῦ, καὶ τὰ
αὐτιὰ καὶ ἡ γλῶσσα, ποὺ
ὑπηρετοῦν εἰς τὸ τραγούδι, θὰ
ἀδυνατίσουν. |
5
καὶ ἀπὸ ὕψους ὄψονται, καὶ
θάμβοι ἐν τῇ ὁδῷ· καὶ
ἀνθήσῃ τὸ ἀμύγδαλον, καὶ
παχυνθῇ ἡ ἀκρίς, καὶ διασκεδασθῇ
ἡ κάππαρις, ὅτι ἐπορεύθη ὁ
ἄνθρωπος εἰς οἶκον αἰῶνος αὐτοῦ,
καὶ ἐκύκλωσαν ἐν ἀγορᾷ
οἱ κοπτόμενοι· |
5
Θὰ βλέπουν τὰ γεροντικὰ μάτια
μὲ φόβον τὸν ἀνήφορον καὶ
θὰ θαμπώνουν εἰς τὸν δρόμον.
Θὰ ἀνθήσῃ ἡ ἀμυγδαλιά,
θὰ ἀσπρίσῃ δηλαδὴ τὸ κεφάλι
τοῦ γέροντος. Τὰ εὐκίνητα ἄλλοτε,
ὡσὰν ἀκρίδες, πόδια του, θὰ
γίνουν δυσκίνητα. Ἡ ὄρεξις διὰ
τὰ φαγητὰ καὶ τὰς ἀπολαύσεις
τῆς ζωῆς θὰ μειωθῇ εἰς τὸ
ἐλάχιστον. Καὶ ὁ ἄνθρωπος θὰ
ὁδηγηθῇ πλέον εἰς τὴν τελευταίαν
ἐπίγειον κατοικίαν του, τὸν τάφον.
Θὰ τὸν περιστοιχίζουν πενθοῦντες οἱ
οἰκεῖοι του καὶ οἱ πληρωμένοι
μοιρολογηταί.
|
5
Καὶ οἱ γέροντες θὰ φοβοῦνται τὸν
ἀνήφορον καὶ εἰς τὸν δρόμον θὰ
θαμπώνουν καὶ θὰ βλέπουν φόβητρα. Καὶ θὰ
ἀνθήσῃ τότε ἡ ἀμυγδαλιά, θὰ
ἀσπρίσουν δηλαδὴ τὰ μαλλιά, καὶ
ὁ γέρων θὰ γίνῃ δυσκίνητος σὰν τὴν
παχειὰ ἀκρίδα, καὶ ἡ κάππαρις θὰ
σκορπισθῇ, θὰ σβήσουν δηλαδὴ αἱ ἐπιθυμίαι,
καὶ ἡ ψυχὴ θὰ χωρισθῇ ἀπὸ
τὸ σῶμα καὶ ὁ ἄνθρωπος θὰ
ὁδηγηθῇ πλέον εἰς τὴν αἰωνίαν
κατοικίαν του, τὸν τάφον, θὰ τὸν περιστοιχίζουν
δὲ οἱ πενθοῦντες οἰκεῖοι του
καὶ οἱ ἐξ ἐπαγγέλματος μοιρολογισταί.
|
6
ἕως ὅτου μὴ ἀνατραπῇ τὸ
σχοινίον τοῦ ἀργυρίου, καὶ συντριβῇ
τὸ ἀνθέμιον τοῦ χρυσίου, καὶ
συντριβῇ ὑδρία ἐπὶ τῇ
πηγῇ, καὶ συντροχάσῃ ὁ τροχὸς
ἐπὶ τὸν λάκκον,
|
6
Λοιπόν, νὰ ἐνθυμῆσαι τόν Πλάστην
σου, πρὶν τὸ πολύτιμον ἀσημένιο
νῆμα τῆς ζωῆς σου κοπῇ, πρὶν
συντριβῇ τὸ χρυσὸ ἀνθοδοχεῖον
τοῦ βίου σου, πρὶν σπάσῃ ἡ
ὑδρία εἰς τὴν πηγὴν καὶ
τὸ μαγγάνι ξεδιπλωθῇ καὶ κινηθῇ
ὁλοταχῶς μέσα εἰς τὸ πηγάδι.
|
6
Ἐνθυμήσου τὸν Θεόν, προτοῦ νὰ
κοπῇ ἡ ἀσημένια ἁλυσίδα, τὸ
νῆμα τῆς ζωῆς σου, καὶ σπάσῃ
ἡ θήκη τοῦ χρυσοῦ, ἡ ζωή σου,
καὶ τσακισθῇ τὸ κανάτι εἰς τὴν
πηγὴν καὶ τὸ μαγγάνι κατρακυλήση εἰς
τὸ πηγάδι καὶ ὁ βίος καταλήξη εἰς
τὸν τάφον καὶ τὸν Ἅδην.
|
7
καὶ ἐπιστρέψῃ ὁ χοῦς ἐπὶ
τὴν γῆν, ὡς ἦν, καὶ τὸ
πνεῦμα ἐπιστρέψῃ πρὸς τὸν
Θεόν, ὃς ἔδωκεν αὐτό.
|
7
Καὶ τότε θὰ ἐπιστρέψῃ
πλέον τὸ χῶμα, τὸ σῶμα δηλαδή,
εἰς τὴν γῆν, ὅπου καὶ ὅπως
ἦτο πρὶν πλασθῇ. Ἡ ψυχὴ ὅμως
θὰ ἐπανέλθῃ εἰς τὸν Θεόν,
ὁ ὁποῖος τὴν ἔπλασε καὶ
τὴν ἔδωκε.
|
7
Καὶ τότε θὰ γυρίσῃ τὸ χῶμα,
τὸ σῶμα δηλαδή, εἰς τὴν γῆν,
ὅπως ἦτο προτοῦ νὰ πλασθῇ, ἡ
δὲ ψυχὴ θὰ γυρίσῃ πάλιν εἰς
τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος τὴν ἔδωκε.
|
8
Ματαιότης ματαιοτήτων, εἶπεν ὁ ἐκκλησιαστής,
τὰ πάντα ματαιότης. |
8
Καὶ πάλιν ὁ Ἐκκλησιαστὴς λέγει
καὶ ἐπαναλαμβάνει· ματαιότης
ματαιοτήτων τὰ πάντα εἶναι ματαιότης.
|
8
Καὶ πάλιν λέγει ὁ Ἐκκλησιαστής· ματαιότης
ματαιοτήτων, ὅλα εἶναι μάταια.
|
9
Καὶ περισσὸν ὅτι ἐγένετο ἐκκλησιαστὴς
σοφός, ὅτι ἐδίδαξε γνῶσιν σὺν
τὸν λαόν, καὶ οὖς ἐξιχνιάσεται
κόσμιον παραβολῶν. |
9
Σοφὸς μὲ τὸ παραπάνω ἔγινεν
ὁ Ἐκκλησιαστής, τὴν δὲ σοφίαν
του αὐτὴν καὶ γνῶσιν τὴν ἐδίδαξεν
εἰς τὸν λαόν. Κάθε δὲ αὐτὶ
ἀνθρώπου ἠμπορεῖ, ἐὰν
θέλῃ, νὰ ἐξερευνήσῃ καὶ
ἐξιχνιάσῃ τὸν πλοῦτον τῶν
ὡραίων αὐτῶν παραβολῶν.
|
9
Ἐπὶ πλέον ὁ Ἐκκλησιαστὴς ἔγινε
σοφὸς καὶ ἐδίδαξεν ἀληθινὴν
γνῶσιν εἰς τὸν λαόν. Καὶ τὸ
αὐτὶ ποὺ ἀκούει, θὰ εὕρῃ
τὴν ἀξίαν τῶν παροιμιῶν του.
|
10
Πολλὰ ἐζήτησεν ἐκκλησιαστὴς
τοῦ εὑρεῖν λόγους θελήματος
καὶ γεγραμμένον εὐθύτητος, λόγους
ἀληθείας. |
10
Πολλὰς ἐρεύνας καὶ ἀναζητήσεις
ἔκαμεν ὁ ᾿Εκκλησιαστής, διὰ
νὰ εὕρῃ ὡραίους καὶ εὐαρέστους
λόγους, καὶ νὰ καταγράψῃ τοὺς
λόγους αὐτοὺς τῆς σοφίας καὶ
ἀληθείας μὲ ἀκρίβειαν καὶ
εὐθύτητα.
|
10
Ἔπειτα ἀπὸ πολλὰς ἐρεύνας ὁ
Ἐκκλησιαστὴς προσεπάθησε νὰ εὕρῃ
λόγους εὐαρέστους καὶ νὰ καταγράψῃ
ἐπακριβῶς καὶ μὲ εὐθύτητα λόγους
τῆς ἀληθείας. |
11
Λόγοι σοφῶν ὡς τὰ βουκέντρα
καὶ ὡς ἧλοι πεφυτευμένοι, οἳ
παρὰ τῶν συνθεμάτων ἐδόθησαν
ἐκ ποιμένας ἑνὸς
|
11
Οἱ λόγοι τῶν σοφῶν ὁμοιάζουν
ὡσὰν τὴν βουκέντραν, ποὺ κεντοῦν
εἰς κίνησιν καὶ ἐργασίαν. Ὁμοιάζουν
μὲ καρφωμένα καρφιὰ διὰ τὴν
ψυχὴν τοῦ ἀκροατοῦ. Οἱ σοφοὶ
αὐτοὶ λόγοι ἀποτελοῦν συλλογήν·
τοὺς ἔχει δὲ ἐμπνεύσει ὁ
ἕνας καὶ μοναδικὸς ποιμήν, ὁ
Θεός.
|
11
Οἱ λόγοι τῶν σοφῶν καὶ θεοπνεύστων
ἀνδρῶν ὁμοιάζουν μὲ βούκεντρα, ποὺ
ὠθοῦν εἰς ξύπνημα καὶ πρόοδον πνευματικήν,
καὶ σὰν καρφιὰ καρφωμένα, διότι εἶναι
λόγια μόνιμα, ποὺ προκαλοῦν ζωηρὰν ἐντύπωσιν
εἰς τὸν ἀκροατήν. Οἱ λόγοι αὐτοὶ
ἀποτελοῦν συλλογὰς καὶ ἐνεπνεύσθησαν
ἀπὸ τὸν ἕνα καὶ τὸν αὐτὸν
Ποιμένα, τὸν Θεόν. |
12
καὶ περισσὸν ἐξ αὐτῶν. Υἱέ
μου, φύλαξαι, τοῦ ποιῆσαι βιβλία πολλά·
οὐκ ἐστὶ περασμός, καὶ μελέτη
πολλὴ κόπωσις σαρκός.
|
12
Εἶναι αὐτοὶ ἀρκετοί. Παιδί
μου, πρόσεξε, διὰ νὰ σὲ ὁδηγήσουν
εἰς τὴν ὀρθὴν ἀντίληψιν
τῆς ζωῆς καὶ τοῦ καθήκοντος.
Παιδί μου, πρόσεξε νὰ μὴ μαζέψῃς
πολλὰ βιβλία. Δὲν τελειώνουν αὐτὰ
ποτέ. Καὶ μὴ λησμονῇς, ὅτι ἡ
πολλὴ μελέτη εἶναι καταπόνησις τοῦ
πνεύματος καὶ τοῦ σώματος.
|
12
Καὶ ἐπὶ πλέον, παιδί μου, πρέπει νὰ
διδαχθῇς ἀπὸ αὐτὰ καὶ
νὰ τὰ ἐφαρμόζῃς. Τὸ νὰ
γράψῃ κανεὶς πολλὰ βιβλία δὲν ἔχει
ὄφελος, καὶ ἡ πολλὴ μελέτη εἶναι
κόπωσις σωματικὴ καὶ ψυχική.
|
13
Τέλος λόγου, τὸ πᾶν ἄκουε·
τὸν Θεὸν φοβοῦ καὶ τὰς ἐντολὰς
αὐτοῦ φύλασσε, ὅτι τοῦτο πᾶς
ὁ ἄνθρωπος. |
13
Ἂς κατακλείσωμεν τὸν λόγον μας μὲ
τὸ σύνθημα· Ὅλα τὰ λόγια
αὐτὰ ἄκουέ τα· νὰ φοβῆσαι
τὸν Θεόν, νὰ τηρῇς τὰς ἐντολάς
του, διότι εἰς αὐτὸ ἔγκειται
ἡ ἀξία καὶ ὁ προορισμὸς
παντὸς ἀνθρώπου.
|
13
Τὸ δὲ τελικὸν συμπέρασμα τῆς ὅλης
διδασκαλίας τοῦ βιβλίου αὐτοῦ ἤκουε
ποῖον εἶναι· νὰ φοβῆσαι τὸν
Θεὸν καὶ νὰ τηρῇς τὰς ἐντολάς
του, διότι ἡ διπλὴ αὐτὴ ἐντολὴ
εἶναι ὅλος ὁ σκοπὸς καὶ ὁ
προορισμὸς τοῦ ἀνθρώπου εἰς τὴν
γῆν. |
14
Ὅτι σύμπαν τὸ ποίημα ὁ Θεὸς
ἄξει ἐν κρίσει, ἐν παντὶ παρεωραμένῳ,
ἐὰν ἀγαθὸν καὶ ἐὰν
πονηρόν. |
14
Καὶ μὴ λησμονῇς ὅτι ὁ Θεὸς
θὰ κρίνῃ ὅλας ἀνεξαιρέτως
τὰς πράξεις τῶν ἀνθρώπων, ὅσον
ἀπόκρυφοι καὶ λησμονημένοι ἂν
εἶναι αὐταί· τόσον τὰς
καλὰς ὅσον καὶ τὰς κακάς.
|
14
Διότι ὅλας τὰς πράξεις ὁ Θεὸς θὰ
τὰς ὁδηγήσῃ εἰς τὴν παγκόσμιον
κρίσιν, καὶ κάθε ἀπόκρυφον καὶ τὰς
ἐν ἀγνοίᾳ ἀκόμη πράξεις, εἴτε
καλαὶ εἶναι αὖται εἴτε κακαί, θὰ
τὰς φανερώσῃ καὶ θὰ ἀποδώσῃ
δικαιοσύνην. |