Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
μετὰ ταῦτα εἰσῆλθε Μωυσῆς καὶ
Ἀαρὼν πρὸς Φαραὼ καὶ εἶπαν
αὐτῷ· τάδε λέγει Κύριος
ὁ Θεὸς Ἰσραήλ· ἐξαπόστειλον
τὸν λαόν μου, ἵνα μοι ἑορτάσωσιν
ἐν τῇ ἐρήμῳ.
|
ετὰ
ταῦτα εἰσῆλθεν ὁ Μωϋσῆς μὲ
τὸν Ἀαρὼν εἰς τὰ ἀνάκτορα
τοῦ Φαραὼ καὶ τοῦ εἶπαν·
<τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεὸς
τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ· Ἄφησε
τὸν λαόν μου ἐλεύθερον, διὰ
νὰ μεταβῇ εἰς τὴν ἔρημον καὶ
τελέσῃ ἑορτὴν πρὸς τιμήν
μου>. |
φοῦ
ἀνεγνωρίσθη ἀπὸ τὸν λαὸν ὡς
ἀπὸ Θεοῦ ἡγέτης του ὁ
Μωϋσῆς μαζὶ μὲ τὸν Ἀαρὼν
εἰσῆλθαν εἰς τὰ ἀνάκτορα καὶ
παρουσιάσθησαν εἰς τὸν Φαραὼ καὶ τὸν
εἶπαν ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ: <Αὐτὰ
λέγει ὁ Κύριος, ὁ Θεὸς τῶν Ἰσραηλιτῶν:
Ἄφησε τὸν λαόν μου νὰ βγῇ εἰς
τὴν ἔρημον, διὰ νὰ ἑορτάσῃ
καὶ να προσφέρῃ θυσίας εἰς ἐμέ>.
|
2
Καὶ εἶπε Φαραώ· τίς ἐστιν
οὐ εἰσακούσομαι τῆς φωνῆς αὐτοῦ,
ὥστε ἐξαποστεῖλαι τοὺς υἱοὺς
Ἰσραήλ; Οὐκ οἶδα τὸν Κύριον
καὶ τὸν Ἰσραὴλ οὐκ ἐξαποστέλλω.
|
2
Ὁ Φαραὼ ἀπήντησε μὲ ἀγερωχίαν·
<ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ Κύριος
καὶ Θεός, εἰς τὴν ἐντολὴν
τοῦ ὁποίου ἐγὼ θὰ ὑπακούσω,
ὥστε νὰ ἀφήσω ἐλευθέρους
τοὺς Ἰσραηλίτας; Δὲν γνωρίζω
ἐγὼ αὐτὸν τὸν Κύριον καὶ
δὲν θὰ ἀφήσω ἐλευθέρους
τοὺς Ἰσραηλίτας νὰ ἀναχωρήσουν>.
|
2
Ὁ Φαραὼ ὅμως, ποὺ ἔκρινε τὴν
δύναμιν τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν ἀθλιότητα
τοῦ λαοῦ, ποὺ τὸν ἐλάτρευεν,
εἶπε: <Ποῖος εἶναι αὐτὸς
ὁ Θεὸς καὶ διατὶ θὰ πρέπῃ
νὰ ὑπακούσω εἰς αὐτὸν καὶ
νὰ ἐπιτρέψω εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας
νὰ φύγουν; Δὲν γνωρίζω αὐτὸν τὸν
Κύριον καὶ δὲν ἐπιτρέπω εἰς τοὺς
Ἰσραηλίτας νὰ βγοῦν εἰς τὴν
ἔρημον>. |
3
Καὶ λέγουσιν αὐτῷ· ὁ Θεὸς
τῶν Ἑβραίων προσκέκληται ἡμᾶς·
πορευσόμεθα οὖν ὁδὸν τριῶν ἡμερῶν
εἰς τὴν ἔρημον, ὅπως θύσωμεν
Κυρίῳ τῷ Θεῷ ἡμῶν, μή
ποτε συναντήσῃ ἡμῖν θάνατος
ἢ φόνος. |
3
Εἶπον πρὸς αὐτὸν ὁ Μωϋσῆς
καὶ ὁ Ἀαρών· <ὁ Θεὸς
τῶν Ἑβραίων μᾶς ἔχει καλέσει.
Θὰ πορευθῶμεν λοιπὸν πορείαν τριῶν
ἡμερῶν εἰς τὴν ἔρημον, διὰ
νὰ προσφέρωμεν θυσίαν εἰς Κύριον
τὸν Θεόν μας, εἰδ' ἄλλως θὰ
πέσῃ ἐπάνω μας θάνατος ἢ
θὰ ἐξοντωθῶμεν ἀπὸ ἐχθρούς>.
|
3
Ἐκεῖνοι ὅμως μὲ σταθερότητα τοῦ
λέγουν: <Ὁ Θεὸς τῶν Ἑβραίων μᾶς
ἔχει καλέσει. Πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ κάνωμεν
πορείαν τριῶν ἡμερῶν εἰς τὴν
ἔρημον, διὰ νὰ προσφέρωμεν θυσίας εἰς
Κύριον, τὸν Θεόν μας. Ἐὰν δὲν
συμμορφωθῶμεν, θὰ τιμωρηθῶμεν μὲ θανατικό,
ἢ θὰ φονευθῶμεν ἀπὸ ἐχθρούς>.
|
4
Καὶ εἶπεν αὐτοῖς ὁ βασιλεὺς
Αἰγύπτου· ἱνατί Μωυσῆ καὶ
Ἀαρὼν διαστρέφετε τὸν λαὸν ἀπὸ
τῶν ἔργων; Ἀπέλθατε ἕκαστος
ὑμῶν πρὸς τὰ ἔργα αὐτοῦ.
|
4
Εἶπεν εἰς αὐτοὺς ὁ βασιλεὺς
τῆς Αἰγύπτου· <διατί, Μωϋσῆ
καὶ Ἀαρών, ἀναταράσσετε τὸν
λαὸν καὶ τὸν ἀποστρέφετε ἀπὸ
τὰ ἔργα του; Πηγαίνετε ὁ καθένας
σας εἰς τὰ ἔργα του>.
|
4
Ὁ Φαραὼ ὅμως ἐθεώρησε τοὺς θρησκευτικοὺς
λόγους των ὡς πρόσχημα τῆς ἰδικῆς
των φιλοδοξίας καὶ δι’ αὐτὸ τοὺς εἶπε:
<Διατὶ Μωϋσῆ καὶ Ἀαρὼν γυρίζετε
τὰ μυαλὰ τοῦ λαοῦ, ὥστε νὰ
ἐγκαταλείπουν τὰ ἔργα των; Φύγετε
καὶ πηγαίνετε ἀμέσως ὁ καθένας εἰς
τὰ ἔργα του>. |
5
Καὶ εἶπε Φαραώ· ἰδοὺ νῦν
πολυπληθεῖ ὁ λαός· μὴ οὖν
καταπαύσωμεν αὐτοὺς ἀπὸ τῶν
ἔργων. |
5
Καί, ἀφοῦ ἐκεῖνοι ἔφυγαν,
εἶπεν ὁ Φαραὼ εἰς τοὺς αὐλικούς
του· <ἰδοὺ τώρα, αὐτὸς
ὁ λαὸς ὁλονὲν καὶ πολλαπλασιάζεται.
Ἂς μὴ τοὺς ἀφήσωμεν νὰ
ἀναπαυθοῦν καθόλου ἀπὸ τὰς
ἐργασίας των>. |
5
Εἶπε κατόπιν ὁ Φαραὼ εἰς τοὺς
συμβούλους του: <Βλέπετε: Ὅτι ὁ λαὸς
αὐτὸς εἶναι πολυάριθμος καὶ
ἐπομένως ἐπικίνδυνος. Μὲ κανένα τρόπον
λοιπὸν δὲν πρέπει νὰ τοὺς ἐπιτρέψωμεν
νὰ διακόψουν τὰς ἐργασίας των καὶ
νὰ ἀναπαυθοῦν>. |
6
Συνέταξε δὲ Φαραὼ τοῖς ἐργοδιώκταις
τοῦ λαοῦ καὶ τοῖς γραμματεῦσι
λέγων· |
6
Διέταξε δὲ ὁ Φαραὼ τοὺς Αἰγυπτίους
ἐπιστάτας ἐπὶ τῶν ἔργων,
ποὺ ἔκανεν ὁ λαός, καὶ τοὺς
Ἰσραηλίτας γραμματεῖς λέγων·
|
6
Συνέπεια τούτου ἦτο νὰ ἐπιβαρυνθῇ
ἡ θέσις τῶν Ἰσραηλιτῶν. Ὁ Φαραὼ
ἔδωσε τὴν ἑξῆς διαταγὴν εἰς
τοὺς ἐπιστάτας τῶν καταναγκαστικῶν
ἔργων καὶ εἰς τοὺς ἐλεγκτὰς
τῆς ἐργασίας τῶν Ἑβραίων:
|
7
οὐκέτι προστεθήσεσθε διδόναι ἄχυρον
τῷ λαῷ εἰς τὴν πλινθουργίαν
καθάπερ χθὲς καὶ τρίτην ἡμέραν·
ἀλλ' αὐτοὶ πορευέσθωσαν καὶ
συναγαγέτωσαν ἑαυτοῖς ἄχυρα.
|
7
<δὲν θὰ συνεχίσετε ἀπὸ ἐδῶ
καὶ εἰς τὸ ἑξῆς νὰ δίδετε
ἄχυρον εἰς τὸν λαὸν διὰ τὴν
κατασκευὴν τῶν πλίνθων, ὅπως ἐκάνατε
προηγουμένως. Ἀλλὰ οἱ ἴδιοι
οἱ Ἰσραηλῖται ἂς πηγαίνουν νὰ
μαζεύουν μόνοι των τὰ ἄχυρα, ποὺ
τοὺς χρειάζονται. |
7
<Εἰς τὸ ἑξῆς δὲν θὰ
προμηθεύετε εἰς τοὺς Ἑβραίους τὸ ἄχυρον,
ποὺ χρειάζεται διὰ νὰ εἶναι στερεὰ
τὰ πλιθιά, ποὺ κατασκευάζουν, ὅπως ἐκάμνατε
χθὲς καὶ προχθές, δηλαδὴ μέχρι τώρα. Εἰς
τὸ ἑξῆς νὰ πηγαίνουν μόνοι των νὰ
μαζεύουν τὸ ἄχυρον, ποὺ τοὺς χρειάζεται.
|
8
Καὶ τὴν σύνταξιν τῆς πλινθείος,
ἧς αὐτοὶ ποιοῦσι, καθ' ἐκάστην
ἡμέραν ἐπιβαλεῖς αὐτοῖς,
οὐκ ἀφελεῖς οὐδέν· σχολάζουσι
γάρ· διὰ τοῦτο κεκράγασι λέγοντες·
ἐγερθῶμιν καὶ θύσωμεν τῷ Θεῷ
ἡμῶν. |
8
Καὶ τὸ ποσὸν τῶν πλίνθων, τοὺς
ὁποίους ἕως τώρα ἔκαμνον, θὰ
τοὺς ὑποχρεώσῃς νὰ τοὺς
παρασκευάζουν κάθε ἡμέραν ὅπως
καὶ πρότερον. Δὲν θὰ μειώσῃς
καθόλου τὴν ἐργασίαν των. Μένουν
ἀργοὶ καὶ διὰ τοῦτο κραυγάζουν
λέγοντες· Θὰ ὑπάγωμεν νὰ
θυσιάσωμε εἰς τὸν Θεόν μας.
|
8
Ὡς πρὸς τὴν ποσότητα ὅμως τῶν
πλιθιῶν, ποὺ κατασκευάζουν κάθε ἡμέραν,
θὰ τοὺς ὑποχρεώση ὁ καθένας
σας νὰ εἶναι ἡ ἴδια, ὅπως ἕως
τώρα· οὔτε ἕνα πλιθὶ νὰ μὴ λείπῃ.
Εἶναι ὀκνηροί, καὶ δεν ἔχουν τί
νὰ κάμουν καὶ διὰ τοῦτο φωνάζουν καὶ
λέγουν: Θὰ σηκωθῶμεν καὶ θὰ ὑπάγωμεν
εἰς τὴν ἔρημον, διὰ νὰ προσφέρωμεν
θυσίας εἰς τὸν Θεόν μας.
|
9
Βαρυνέσθω τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων
τούτων, καὶ μεριμνάτωσαν ταῦτα καὶ
μὴ μεριμνάτωσαν ἐν λόγοις κενοῖς.
|
9
Ἐπιβαρύνατε τοὺς ἀνθρώπους τούτους
μὲ περισσότερα καὶ
δυσκολώτερα ἔργα καὶ δῶστε τους νὰ
ἐννοήσουν ὅτι πρέπει νὰ φροντίζουν
δι' αὐτὰ καὶ νὰ μὴ κατατρίβωνται
εἰς κούφια λόγια>. |
9
Ἂς γίνῃ λοιπὸν βαρυτέρα ἡ ἐργασία
τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν καὶ ἂς
ἀσχολοῦνται συνεχῶς μὲ αὐτὴν
καὶ ἂς μὴ εἶναι ἕτοιμοι νὰ
ἀκούουν λόγια μάταια καὶ ἀπατηλά>.
|
10
Κατέσπευδον δὲ αὐτοὺς οἱ ἐργοδιῶκται
καὶ οἱ γραμματεῖς καὶ ἔλεγον
πρὸς τὸν λαὸν λέγοντες· τάδε
λέγει Φαραώ· οὐκέτι δίδωμι
ὑμῖν ἄχυρα·
|
10
Τοιαύτας ἐντολάς λαβόντες οἱ
Αἰγύπτιοι ἐπιστάται καὶ οἱ
Ἰσραηλῖται γραμματεῖς, κατεπίεζαν
τοὺς Ἰσραηλίτας νὰ σπεύδουν
εἰς τὰ ἔργα των καὶ ἔλεγον πρὸς
αὐτούς· <αὐτὰ διέταζεν
ὁ Φαραώ· Δὲν σᾶς δίδομεν
πλέον ἄχυρα διὰ τοὺς πλίνθους.
|
10
Κατόπιν αὐτῆς τῆς διαταγῆς τοῦ
Φαραὼ οἱ ἐπιστάται καὶ οἱ
ἐλεγκταὶ τῆς ἐργασίας ἐπίεζαν
τὸν λαὸν νὰ ἐργάζεται σύντομα καὶ
ἔλεγαν: <Αὐτὸ εἶπε καὶ διέταξεν
ὁ Φαραώ: <Δὲν σᾶς δίδω πλέον ἄχυρα>.
|
11
αὐτοὶ ὑμεῖς πορευόμενοι συλλέγετε
ἑαυτοῖς ἄχυρα, ὅθεν ἐὰν
εὕρητε, οὐ γὰρ ἀφαιρεῖται ἀπὸ
τῆς συντάξεως ὑμῶν οὐδέν.
|
11
Σεῖς οἱ ἴδιοι πηγαίνετε καὶ
μαζεύετε, ὅπου εὕρετε ἄχυρα, διὰ
τὴν ἐργασίαν σας. Δὲν θὰ μειώσωμεν
ὅμως καθόλου τὸ ποσὸν τῆς ἐργασίας
σας>. |
11
Θὰ πηγαίνετε οἱ ἴδιοι, διὰ νὰ
μαζεύετε ἄχυρα ὅπουδήποτε θὰ τὰ εὑρίσκετε
διὰ τὰ ἔργα σας. Ἡ ἐργασία σας
ὅμως καὶ ἡ ἀπόδοσίς σας δὲν
θὰ ἐλαττωθοῦν καθόλου>.
|
12
Καὶ διεσπάρη ὁ λαὸς ἐν ὅλῃ
γῇ Αἰγύπτῳ, συναγαγεῖν καλάμην
εἰς ἄχυρα. |
12
Διεσκορπίσθησαν οἱ Ἰσραηλῖται εἰς
ὅλην τὴν Αἴγυπτον νὰ μαζεύουν
καλαμιὲς δι' ἄχυρα. |
12
Τότε οἱ Ἰσραηλῖται διεσκορπίσθησαν εἰς
ὅλην τὴν Αἴγυπτον, διὰ νὰ μαζεύσουν
καλαμιὲς ἀπὸ θερισμένα χωράφια, διὰ
νὰ ἔχουν ἄχυρα. |
13
Οἱ δὲ ἐργοδιῶκται κατέσπευδον
αὐτοὺς λέγοντες· συντελεῖτε τὰ
ἔργα τὰ καθήκοντα καθ' ἡμέραν,
καθάπερ καὶ ὅτε τὸ ἄχυρον ἐδίδοτο
ὑμῖν. |
13
Οἱ ἐπιστάται δὲ τῶν ἔργων
τοὺς κατεπίεζον λέγοντες· <ἐκτελεῖτε
τὰ ἔργα τῆς κάθε ἡμέρας,
ὅπως καὶ ὅταν σᾶς ἐδίδετο
τὸ ἄχυρον>. |
13
Οἱ δὲ ἐπιστάται τοὺς ἐπίεζαν,
διὰ νὰ ἐργάζωνται γρήγορα καὶ ἔλεγαν:
<Νὰ κάμνετε κανονικὰ τὴν ἐργασίαν
κάθε ἡμέρας, ὅπως ἀκριβῶς καὶ
τότε, ποὺ σᾶς ἐδίδετο τὸ ἄχυρον
ἕτοιμον>. |
14
Καὶ ἐμαστιγώθησαν οἱ γραμματεῖς
τοῦ γένους τῶν υἱῶν Ἰσραήλ,
οἱ κατασταθέντες ἐπ' αὐτοὺς
ὑπὸ τῶν ἐπιστατῶν τοῦ
Φαραώ, λέγοντες· διατὶ οὐ συνετελέσατε
τὰς συντάξεις ὑμῶν τῆς πλινθείας
καθάπερ χθὲς καὶ τρίτην ἡμέραν,
καὶ τὸ τῆς σήμερον;
|
14
Οἱ ἐπιστάται δὲ τοῦ Φαραὼ
ἐμαστίγωσαν τοὺς Ἰσραηλίτας
γραμματεῖς, τοὺς ὁποίους εἶχαν
καταστήσει οἱ ἴδιοι ὡς ἐπόπτας
εἰς τὸν λαὸν, καὶ τοὺς ἔλεγαν·
<διατὶ δὲν ἐπραγματοποιήσατε κατὰ
τὴν σημερινὴν ἡμέραν παραγωγὴν
πλίνθων, ὅσην εἴχατε πραγματοποιήσει
προηγουμένως;> |
14
Ἐνῷ ὅμως ἦτο ἀδύνατον αὐτὸ
ποὺ ἐζητοῦσαν, ἐν τούτοις οἱ
ἐπιστάται τοῦ Φαραὼ ἐμαστίγωσαν
τοὺς Ἑβραίους, ποὺ ἦσαν ὡρισμένοι,
διὰ νὰ ἐλέγχουν καὶ παραδίδουν
τὴν ἐργασίαν, καὶ τοὺς εἶπαν:
<Διατὶ δεν ὠλοκληρώσατε τὴν παραγωγὴν
τῶν πλιθιῶν καὶ σήμερον, ὅπως ἐγίνετο
χθὲς καὶ προχθές>; |
15
Εἰσελθόντες δὲ οἱ γραμματεῖς
τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ κατεβόησαν
πρὸς Φαραὼ λέγοντες· ἱνατί
σὺ οὕτως ποιεῖς τοῖς σοῖς οἰκέταις;
|
15
Οἱ γραμματεῖς τῶν Ἰσραηλιτῶν
εἰσῆλθον εἰς τὰ ἀνάκτορα
καὶ μὲ γοερὰν φωνὴν παρεπονέθησαν
εἰς τὸν Φαραὼ λέγοντες· <διατὶ
σὺ κατ' αὐτὸν τὸν τρόπον μεταχειρίζεσαι
τοὺς δούλους σου; |
15
Τότε οἱ γραμματεῖς τῶν Ἰσραηλιτῶν,
ποὺ ἤλεγχαν καὶ παρέδιδαν τὴν ἐργασίαν,
κατέφυγαν εἰς τὸν Φαραὼ καὶ μὲ
τὸ παράπονον τοῦ ἀδικουμένου τοῦ
εἶπαν: <Διατὶ σὺ φέρεσαι μὲ αὐτὸν
τὸν τρόπον πρὸς ἡμᾶς τοὺς δούλους
σου; |
16
Ἄχυρον οὐ δίδοται τοῖς οἰκέταις
σου, καὶ τὴν πλίνθον ἡμῖν λέγουσι
ποεῖν, καὶ ἰδοὺ οἱ παῖδές
σου μεμαστίγωνται· ἀδικήσεις οὖν
τὸν λαόν σου. |
16
Ἄχυρον δὲν δίδεται εἰς τοὺς
δούλους σου καὶ οἱ ἐπιστάται
σου μᾶς διατάσσουν νὰ κατασκευάσωμεν
τὸ αὐτὸ ποσὸν τῶν πλίνθων.
Ἐπειδὴ ὅμως αὐτὸ εἶναι
ἀδύνατον, οἱ δοῦλοι σου, ἡμεῖς
ἐμαστιγώθημεν. Θὰ ἀδικήσῃς
λοιπὸν τὸν λαόν σου!>
|
16
Δὲν δίδεται ἄχυρον εἰς ἡμᾶς
τοὺς δούλους σου καὶ ὅμως οἰ ἐπιστάται
ζητοῦν να γίνωνται ὅπως καὶ προηγουμένως
τὰ πλιθιά, πρᾶγμα ποὺ εἶναι ἀδύνατον.
Διὰ τὸν λόγον αὐτὸν οἱ δοῦλοι
σου ἔχουν μαστιγωθῆ. Θὰ ἀδικήσῃς
λοιπὸν τὸν λαόν σου;> |
17
Καὶ εἶπεν αὐτοῖς· σχολάζετε,
σχολασταί ἐστε· διὰ τοῦτο λέγετε·
πορευθῶμεν, θύσωμεν τῷ Θεῷ ἡμῶν.
|
17
Τοὺς εἶπεν ὁ Φαραώ· <δὲν
ἐργάζεσθε, εἶσθε τεμπέληδες. Δι' αὐτὸ
καὶ λέγετε· Θὰ πορευθῶμεν εἰς
τὴν ἔρημον, διὰ νὰ θυσιάσωμεν
εἰς τὸν Θεόν μας. |
17
Ὁ Φαραὼ ὅμως τοὺς ἀπήντησε μὲ
σκληρότητα: <Δὲν δουλεύετε εἶσθε ὀκνηροί!
Δὲν σᾶς ἀρέσει ἡ ἐργασία· δι’
αὐτὸ λέγετε: <Θέλομεν νὰ ὑπάγωμεν
εἰς τὴν ἔρημον, διὰ νὰ προσφέρωμεν
θυσίας εἰς τὸν Θεόν μας>.
|
18
Νῦν οὖν πορευθέντες ἐργάζεσθε·
τὸ γὰρ ἄχυρον οὐ δοθήσεται ὑμῖν,
καὶ τὴν σύνταξιν τῆς πλινθείας
ἀποδώσετε. |
18
Τώρα λοιπὸν πηγαίνετε ἀμέσως
νὰ ἐργασθῆτε, τὸ ἄχυρον δὲν
θὰ σᾶς δοθῇ καὶ τὸ ποσὸν
τῶν πλίνθων θὰ τὸ ἀποδίδετε
εἰς τὸ ἀκέραιον>!
|
18
Δὲν δέχομαι διαμαρτυρίας! Πηγαίνετε λοιπὸν ἀμέσως
νὰ ἐργασθῆτε. Διότι ἐνῷ δὲν
θὰ σᾶς δοθῇ ἄχυρον, ὅμως τὴν
ποσότητα τῶν πλιθιῶν θὰ τὴν ἀποδώσετε
εἰς τὸ ἀκέραιον>. |
19
Ἑώρων δὲ οἱ γραμματεῖς τῶν
υἱῶν Ἰσραὴλ ἑαυτοὺς ἐν
κακοῖς λέγοντες· οὐκ ἀπολείψετε
τῆς πλινθείας τὸ καθῆκον τῇ
ἡμέρᾳ. |
19
Οἱ γραμματεῖς τῶν Ἰσραηλιτῶν
ἔβλεπον ὅτι εὑρίσκονται εἰς
πολὺ δύσκολον θέσιν καὶ ἔλεγον
εἰς τὸν λαόν· <δὲν θὰ
μειώσετε καθόλου τὴν καθημερινὴν ποσότητα
τῶν πλίνθων>. |
19
Μετὰ τὴν ἀποτυχίαν τοῦ διαβήματός
των ἐνώπιον τοῦ Φαραὼ οἱ γραμματεῖς
τῶν Ἰσραηλιτῶν ἔβλεπαν τὸν ἑαυτόν
των νὰ εἶναι εἰς πολὺ δύσκολον θέσιν,
μὲ τὴν διαταγήν, ποὺ τοὺς ἐδόθη
νὰ εἶπουν εἰς τὸν λαόν: <Δὲν
θὰ ἐλαττώσετε οὔτε εἰς τὸ
ἐλάχιστον τὴν καθημερινὴν ποσότητα τῶν
πλιθιῶν>. |
20
Συνήντησαν δὲ Μωυσῇ καὶ Ἀαρὼν
ἐρχομένοις εἰς συνάντησιν αὐτοῖς
ἐκπορευομένων αὐτῶν ἀπὸ
Φαραώ. |
20
Συνήντησαν δὲ τὸν Μωυσῆν καὶ
Ἀαρών, ποὺ ἤρχοντο εἰς συνάντησίν
των, ὅταν αὐτοὶ ἐξήρχοντο ἀπὸ
τὰ ἀνάκτορα τοῦ Φαραώ.
|
20
Ὅταν δὲ ἔφευγαν ἀπὸ τὸν
Φαραώ, συνήντησαν τὸν Μωϋσῆν καὶ τὸν
Ἀαρών, ποὺ ἤρχοντο νὰ τοὺς
συναντήσουν. |
21
Καὶ εἶπαν αὐτοῖς· ἴδοι
ὁ Θεὸς ὑμᾶς καὶ κρῖναι,
ὅτι ἐβδελύξατε τὴν ὀσμὴν
ἡμῶν ἐναντίον Φαραὼ καὶ
ἐναντίον τῶν θεραπόντων αὐτοῦ,
δοῦναι ρομφαίαν εἰς τὰς χεῖρας
αὐτοῦ, ἀποκτεῖναι ἡμᾶς.
|
21
Εἶπαν δὲ πρὸς αὐτοὺς οἱ
γραμματεῖς· <ὁ Θεὸς νὰ ἴδῃ
καὶ νὰ σᾶς κρίνῃ, διότι
ἐκάματε ἀποκρουστικὴν τὴν παρουσίαν
μας ἐνώπιον τοῦ Φαραὼ καὶ ἐνώπιον
τῶν αὐλικῶν του. Ἐδώσατε εἰς
τὰ χέρια του μάχαιραν, διὰ νὰ
μᾶς φονεύσῃ>. |
21
Καὶ εἶπαν πρὸς αὐτούς: <Εἴθε
νὰ ἰδῇ ὁ Θεὸς καὶ νὰ
σᾶς κρίνῃ! Ἐξ αἰτίας σας ἐγίναμεν
σιχαμεροὶ εἰς τὸν Φαραὼ καὶ
τοὺς αὐλικούς του. Ἐδώσατε εἰς
τὰ χέρια του τὸ μαχαίρι, διὰ νὰ μᾶς
σφάξῃ!> |
22
Ἐπέστρεψε δὲ Μωυσῆς πρὸς
Κύριον καὶ εἶπε· δέομαι, Κύριε·
τί ἐκάκωσας τὸν λαὸν τοῦτον;
Καὶ ἱνατί ἀπέσταλκάς με;
|
22
Ὁ Μωϋσῆς ἐστράφη πρὸς τὸν
Κύριον καὶ μὲ θερμὴν προσευχὴν
τοῦ εἶπε· <θερμῶς σὲ παρακαλῶ,
Κύριε· διατὶ τάσον πολὺ ταλαιπωρεῖς
τὸν λαὸν αὐτόν; Καὶ διατί
μὲ ἀπέστειλες πρὸς τὸν Φαραώ;
|
22
Τότε ὁ Μωϋσῆς κατέφυγεν ἀμέσως διὰ
τῆς προσευχῆς εἰς τὸν Θεὸν καὶ
εἶπε μὲ ἁπλότητα: <Σὲ παρακαλῶ,
Κύριε, πές μου, διατὶ ἠθέλησες νὰ
κακοπαθήσῃ περισσότερον αὐτὸς ὁ λαός
σου; Καὶ διατὶ μὲ ἔχεις ἀποστείλει;
|
23
Καὶ ἀφ' οὖ πεπόρευμαι πρὸς Φαραὼ
λαλῆσαι ἐπὶ τῷ σῷ ὀνόματι,
ἐκάκωσε τὸν λαὸν τοῦτον, καὶ
οὐκ ἐρρύσω τὸν λαόν σου.
|
23
Ἀπὸ τὴν ἡμέραν, ποὺ ἐπορεύθην
εἰς τὸν Φαραὼ νὰ τοῦ ὁμιλήσω
ἐξ ὀνόματός σου, ἐκεῖνος
ἔθλιψεν ἀκόμη περισσότερον τὸν
λαὸν τοῦτον· καὶ σὺ δὲν
ἔσωσες καὶ δὲν ἀπηλευθέρωσες
τὸν λαὸν ἀπὸ τὴν σκληρὰν
αὐτὴν τυραννίαν>. |
23
Ἀπὸ τὴν στιγμὴν ποὺ ἐπῆγα
εἰς τὸν Φαραώ, διὰ νὰ τοῦ ὁμιλήσω
ὡς ἐκπρόσωπός σου, ἄρχισε νὰ
φέρεται χειρότερα πρὸς τὸν λαὸν αὐτὸν
καὶ σὺ δὲν ἔκανες τίποτε, διὰ
νὰ σώσῃς τὸν λαόν σου!> |