Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ἶπε
δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν καὶ Ἀαρὼν
ἐν γῇ Αἰγύπτου λέγων.
|
ἶπεν
ὁ Κύριος πρὸς τὸν Μωϋσῆν καὶ
τὸν Ἀαρών, ὅταν ἀκόμη
ἦσαν εἰς τὴν Αἴγυπτον·
|
μίλησε
δὲ ὁ Κύριος πρὸς τὸν Μωϋσῆν
καὶ Ἀαρών, ἐνῷ ἀκόμη εὑρίσκοντο
εἰς τὴν Αἴγυπτον, καὶ εἶπεν:
|
2
Ὁ μὴν οὗτος ὑμῖν ἀρχὴ
μηνῶν, πρῶτός ἐστιν ὑμῖν
ἐν τοῖς μησὶ τοῦ ἐνιαυτοῦ.
|
2
<ὁ μὴν αὐτὸς θὰ εἶναι
διὰ σᾶς ἡ ἀρχὴ τῶν ἄλλων
μηνῶν, ὁ πρῶτος μεταξὺ τῶν μηνῶν
τοῦ ἔτους. |
2
<Ὁ μῆνας αὐτὸς θὰ εἶναι
διὰ σᾶς ἡ ἀρχὴ τῶν ἄλλων
μηνῶν, ὁ πρῶτος ἀπὸ τοὺς
μῆνας τοῦ ἔτους. |
3
Λάλησον πρὸς πᾶσαν συναγωγὴν υἱῶν
Ἰσραὴλ λέγων· τῇ δεκάτῃ
τοῦ μηνὸς τούτου λαβέτωσαν ἕκαστος
πρόβατον κατ' οἴκους πατριῶν, ἕκαστος
πρόβατον κατ' οἰκίαν.
|
3
Λάλησε πρὸς ὅλον τὸ πλῆθος τῶν
Ἰσραηλιτῶν καὶ εἰπὲ εἰς
αὐτούς· Τὴν δεκάτην αὐτοῦ
τοῦ μηνὸς θὰ πάρῃ κάθε
οἰκογενειάρχης ἀνὰ ἓν πρόβατον
διὰ τὴν οἰκογένειάν του, διὰ
τὴν οἰκίαν του. |
3
Νὰ ὁμιλήσετε πρὸς ὅλους τοὺς
Ἰσραηλίτας καὶ νὰ τοὺς εἰπῆτε
τὰ ἑξῆς: Τὴν δεκάτην ἡμέραν
αὐτοῦ τοῦ μηνὸς νὰ προμηθευθοῦν
ὅλοι οἱ οἰκογενειάρχαι ἀπὸ
ἕνα πρόβατον διὰ τὴν οἰκογένειάν
των, ἕνα πρόβατον ὁ καθένας διὰ τὸ
σπίτι του. |
4
Ἐὰν δὲ ὀλιγοστοὶ ὦσιν
ἐν τῇ οἰκίᾳ, ὥστε μὴ
εἶναι ἱκανοὺς εἰς πρόβατον,
συλλήψεται μεθ' ἑαυτοῦ τὸν γείτονα
τὸν πλησίον αὐτοῦ κατὰ ἀριθμὸν
ψυχῶν· ἕκαστος τὸ ἀρκοῦν
αὐτῷ συναριθμήσεται εἰς πρόβατον.
|
4
Ἐὰν δὲ τὰ μέλῃ τῆς
οἰκογενείας του εἶναι ὀλίγα,
ὥστε νὰ μὴ ἠμποροῦν νὰ
φάγουν τὸ πρόβατον, ὁ οἰκογενειάρχης
θὰ προσκαλέσῃ ἀπὸ τὴν
οἰκογένειαν τοῦ γείτονός του
ἀνάλογον ἀριθμὸν ἀνθρώπων,
εἰς ἕκαστον ἀπὸ τῶν ὁποίων
θὰ ὑπολογισθῇ ἡ ἀνάλογος
μερὶς ἀπὸ τὸ πρόβατον.
|
4
Ἐὰν ὅμως μία οἰκογένεια εἶναι
ὀλιγομελὴς καὶ δὲν ἠμποροῦν
νὰ φάγουν ἕνα ὁλόκληρον πρόβατον, ἂς
συνεταιρισθοῦν μὲ τὴν πλησιεστέραν των γειτονικὴν
οἰκογένειαν ἀναλόγως τοῦ ἀριθμοῦ
τῶν προσώπων. Θὰ ὑπολογίσετε τὸ πρόβατον
συμφώνως πρὸς τὴν ποσότητα, ποὺ ἠμπορεῖ
νὰ φάγῃ καθένας. |
5
Πρόβατον τέλειον, ἄρσεν, ἐνιαύσιον
ἔσται ὑμῖν· ἀπὸ τῶν
ἀρνῶν καὶ τῶν ἐρίφων λήψεσθε.
|
5
Τὸ πρόβατον θὰ εἶναι ἀρτιμελές,
χωρὶς σωματικὴν τινα βλάβην, ἀρσενικὸν
ἑνὸς ἔτους. Ἠμπορεῖτε νὰ
πάρετε ἢ ἀμνὸν ἢ ἐρίφιον.
|
5
Τὸ πρόβατόν σας πρέπει νὰ εἶναι ἀρτιμελές,
νὰ μὴ ἔχῃ καμμίαν σωματικὴν
βλάβην, νὰ εἶναι ἐπίσης ἀρσενικὸν
καὶ ἡλικίας ἑνὸς ἔτους. Ἠμπορεῖτε
νὰ πάρετε ἢ ἀρνὶ ἢ κατσίκι.
|
6
Καὶ ἔσται ὑμῖν διατετηρημένον
ἕως τῆς τεσσαρεσκαιδεκάτης τοῦ μηνὸς
τούτου, καὶ σφάξουσιν αὐτὸ πᾶν
τὸ πλῆθος συναγωγῆς υἱῶν Ἰσραὴλ
πρὸς ἑσπέραν. |
6
Τοῦτο θὰ διατηρηθῇ ἐν ζωῇ μέχρι
τῆς δεκάτης τετάρτης τοῦ μηνός,
ὁπότε ὅλοι οἱ Ἰσραηλῖται
θὰ σφάξουν αὐτὸ κατὰ τὴν
ἑσπέραν τῆς ἡμέρας αὐτῆς.
|
6
Πρέπει δὲ νὰ διατηρηθῇ ζωντανὸν μέχρι
τὴν δεκάτην τετάρτην ἡμέραν αὐτοῦ
τοῦ μηνὸς καὶ τότε θὰ τὸ σφάξουν
ὅλοι μαζὶ οἱ Ἰσραηλῖται τὸ
βράδυ. |
7
Καὶ λήψονται ἀπὸ τοῦ αἵματος
καὶ θήσουσιν ἐπὶ τῶν δύο
σταθμῶν καὶ ἐπὶ τὴν φλιὰν
ἐν τοῖς οἴκοις, ἐν οἷς ἐὰν
φάγωσιν αὐτὰ ἐν αὐτοῖς,
|
7
Οἱ οἰκογενειάρχαι θὰ πάρουν
ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ σφαγίου
αὐτοῦ καὶ θὰ θέσουν εἰς
τοὺς δύο παραστάτας καὶ εἰς
τὸ ἀνώφλιον τῶν θυρῶν τῶν
οἰκιῶν των, ἐντὸς τῶν ὁποίων
αὐτοὶ θὰ φάγουν τὸν ἀμνὸν
ἢ τὸ ἐρίφιον. |
7
θὰ πάρουν κατόπιν ἀπὸ τὸ αἷμα
του καὶ θὰ ἀλείψουν τὰς δύο
παραστάδας καὶ τὸ ἀνώφλι τῆς πόρτας,
εἰς τὰ σπίτια ὅπου θὰ φάγουν τὰ
πρόβατα. |
8
καὶ φάγονται τὰ κρέα τῇ νυκτὶ
ταύτῃ· ὀπτὰ πῦρ καὶ
ἄζυμα ἐπὶ πικρίδων ἔδονται.
|
8
Θὰ φάγουν δὲ τὸ κρέας κατὰ
τὴν νύκτα αὐτήν, ψημένον εἰς
τὴν φωτιά. Θὰ τὸ φάγουν μὲ
ἄζυμον ἄρτον καὶ πικρὰ χόρτα.
|
8
Θὰ φάγουν δὲ τὰ κρέατα κατὰ τὴν
νύκτα ἐκείνην. Θὰ τὰ φάγουν ψημένα εἰς
τὴν φωτιὰν μὲ ἄζυμον ψωμὶ καὶ
πικρὰ χόρτα. |
9
Οὐκ ἔδεσθε ἀπ' αὐτῶν ὠμὸν
οὐδὲ ἠψημένον ἐν ὕδατι.
Ἀλλ' ἢ ὀπτὰ πυρί, κεφαλὴν
σὺν τοῖς ποσὶ καὶ τοῖς ἐνδοσθίοις.
|
9
Δὲν θὰ φάγετε τὸ κρέας ὠμὸν
ἢ, βραστὸν ἀλλὰ ψημένον εἰς
τὴν φωτιάν. Καὶ θὰ φάγετε ὅλον
τὸν ἀμνὸν καὶ τὸ κεφάλι
καὶ τὰ πόδια καὶ τὰ ἐντόσθια.
|
9
Δὲν θὰ φάγετε κάτι ἀπὸ αὐτὰ
ὠμὸν ἢ βρασμένον εἰς τὸ νερό,
ἀλλὰ τὸ κάθε τὶ ψημένον εἰς
τὴν φωτιὰν καὶ τὸ κεφάλι μαζὶ
μὲ τὰ πόδια καὶ τὰ ἐντόσθια.
|
10
Οὐκ ἀπολείψετε ἀπ' αὐτοῦ
ἕως πρωῒ καὶ ὀστοῦν οὐ
συντρίψετε ἀπ' αὐτοῦ· τὰ
δὲ καταλειπόμενα ἀπ' αὐτοῦ ἕως
πρωῒ ἐν πυρὶ κατακαύσετε.
|
10
Ἕως τὸ πρωῒ τίποτε δὲν θὰ
ἀφήσετε ἀπὸ αὐτὸ καὶ
ὀστοῦν δὲν θὰ συντρίψετε ἀπὸ
αὐτό. Ἐὰν ὅμως καὶ μείνῃ
κάτι μέχρι τὸ πρωΐ, θὰ τὸ
καύσετε εἰς τὴν φωτιάν.
|
10
Δὲν θὰ ἀφήσετε τίποτε ἀπὸ τὸ
πρόβατον μέχρι τὸ πρωῒ καὶ δὲν θὰ
σπάσετε οὔτε ἕνα κόκκαλόν του. Ὀτιδήποτε
δὲ θὰ ἀπομείνῃ μέχρι τὸ πρωῒ
θὰ τὸ καύσετε εἰς τὴν φωτιάν.
|
11
Οὕτω δὲ φάγεσθε αὐτό· αἱ
ὀσφύες ὑμῶν περιεζωσμέναι, καὶ
τὰ ὑποδήματα ἐν τοῖς πόσιν
ὑμῶν, καὶ αἱ βακτηρίαι ἐν
ταῖς χερσὶν ὑμῶν· καὶ ἔδεσθε
αὐτὸ μετὰ σπουδῆς. Πάσχα ἐστὶ
Κυρίῳ. |
11
Κατ' αὐτὸν τὸν τρόπον θὰ τὸ
φάγετε· ἡ μέση σας θὰ εἶναι
ζωσμένη, τὰ ὑποδήματά σας φορεμένα
εἰς τὰ πόδια σας καὶ αἱ ράβδοι
εἰς τὰ χέρια σας. Θὰ φᾶτε αὐτὸ
βιαστικά. Αὐτὸ εἶναι Πάσχα (=Διάβασις)
Κυρίου. |
11
Θὰ φάγετε δὲ τὸ πρόβατον ὡς ἐξῇς:
Ἡ μέση σας θὰ εἶναι ζωσμένη, θὰ φοράτε
εἰς τὰ πόδια σας τὰ ὑποδήματά
σας καὶ θὰ κρατᾶτε εἰς τὰ χέρια
σας τὰ ραβδιά, ἕτοιμοι πρὸς ἀναχώρησιν.
Καὶ θὰ τὸ φάγετε γρήγορα - γρήγορα, εἰς
τὸ πόδι. Εἶναι Πάσχα πρὸς τιμὴν
τοῦ Κυρίου. |
12
Καὶ διελεύσομαι ἐν γῇ Αἰγύπτῳ
ἐν τῇ νυκτὶ ταύτῃ καὶ
πατάξω πᾶν πρωτότοκον ἐν γῆ
Αἰγύπτῳ ἀπὸ ἀνθρώπου
ἕως κτήνους καὶ ἐν πᾶσι τοῖς
θεοῖς τῶν Αἰγυπτίων ποιήσω τὴν
ἐκδίκησιν· ἐγὼ Κύριος.
|
12
Διότι κατὰ τὴν νύκτα αὐτὴν
θὰ περάσω τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου
καὶ θὰ θανατώσω κάθε πρωτότοκον
τῆς Αἰγύπτου ἀπὸ ἀνθρώπου
ἕως ζώου καὶ θὰ ἐκδικηθῶ
ὅλους τοὺς ψευδεῖς θεοὺς τῶν
Αἰγυπτίων. Ἐγὼ εἶμαι ὁ
Κύριος καὶ Θεός. |
12
Κατὰ τὴν νύκτα αὐτὴν θὰ περάσω
ἐγὼ μέσα ἀπὸ τὴν χώραν τῆς
Αἰγύπτου καὶ θὰ θανατώσω κάθε πρωτότοκον,
ποὺ ὑπάρχει εἰς τὴν Αἴγυπτον,
ἀπὸ ἀνθρώπου ἕως κτήνους. Θὰ
ταπεινώσω καὶ θὰ ἐκδικηθῶ μὲ
τὸν τρόπον αὐτὸν ὅλους τοὺς
ψευδεῖς θεοὺς τῶν Αἰγυπτίων. Ἐγὼ
καὶ μόνον εἶμαι ὁ Κύριος!
|
13
Καὶ ἔσται τὸ αἷμα ὑμῖν
ἐν σημείῳ ἐπὶ τῶν οἰκιῶν,
ἐν αἷς ὑμεῖς ἐστε ἐκεῖ,
καὶ ὄψομαι τὸ αἷμα καὶ σκεπάσω
ὑμᾶς, καὶ οὐκ ἔσται ἐν
ὑμῖν πληγὴ τοῦ ἐκτριβῆναι,
ὅταν παίω ἐν γῇ Αἰγύπτῳ.
|
13
Τὸ αἷμα τοῦτο τοῦ ἀμνοῦ
εἰς τὰς οἰκίας σας, εἰς τὰς
ὁποίας μένετε, θὰ εἶναι σημεῖον
δι' ἐμέ. Θὰ ἴδω τὸ αἷμα
τοῦτο, θὰ σᾶς προφυλάξω ἀπὸ
τὴν τιμωρίαν καὶ δὲν θὰ σᾶς
κτυπήσῃ ἡ θανατικὴ πληγὴ, ὅταν
ἐγὼ θὰ κτυπῶ τὴν χώραν
τῆς Αἰγύπτου. |
13
Τὸ δὲ αἷμα τοῦ προβάτου θὰ εἶναι
σὰν σημάδι εἰς τὰ σπίτια, ὅπου θὰ
εὑρίσκεσθε. Θὰ ἴδω τὸ αἷμα καὶ
θὰ σᾶς προστατεύσω. Δὲν θὰ σᾶς
ἐγγίσῃ τὸ θανατηφόρον κτύπημα, ὅταν
θὰ τιμωρῶ τὴν Αἴγυπτον.
|
14
Καὶ ἔσται ἡ ἡμέρα ὑμῖν
αὕτη μνημόσυνον· καὶ ἑορτάσετε
αὐτὴν ἑορτὴν Κυρίῳ εἰς
πάσας τὰς γενεὰς ὑμῶν·
νόμιμον αἰώνιον ἑορτάσετε αὐτήν.
|
14
Τὴν ἡμέραν αὐτὴν τοῦ Πάσχα
πρέπει νὰ τὴν ἐνθυμῆσθε πάντοτε.
Θὰ τὴν καθιερώσετε ὡς ἑορτὴν
πρὸς τιμὴν καὶ δόξαν τοῦ Κυρίου
εἰς ὅλας τὰς διὰ μέσου τῶν
αἰώνων γενεάς σας. Θὰ τὴν ὁρίσετε
καὶ θὰ τὴν ἑορτάζετε ὡς
αἰώνιον ἀπαράβατον νόμον.
|
14
Θὰ εἶναι δὲ διὰ σᾶς ἡ
ἡμέρα αὐτὴ εἰς ἀνάμνησιν τῶν
ὅσων ἔχω κάμει πρὸς χάριν σας. Πρέπει
νὰ τὴν ἑορτάζετε εἰς τὸ ἑξῆς
σὰν ἑορτὴν ἀφιερωμένην εἰς
ἐμὲ τὸν Κύριον εἰς ὅλας τὰς
γενεάς σας. Θὰ τηρῆτε αὐτὴν
τὴν ἑορτὴν ὡς νόμον αἰώνιον
καὶ ἀπαράβατον. |
15
Ἑπτὰ ἡμέρας ἄζυμα ἔδεσθε,
ἀπὸ δὲ τῆς ἡμέρας τῆς
πρώτης ἀφανιεῖτε ζύμην ἐκ τῶν
οἰκιῶν ὑμῶν· πᾶς ἂς
ἂν φάγῃ ζύμην, ἐξολοθρευθήσεται
ἡ ψυχὴ ἐκείνη ἐξ Ἰσραὴλ
ἀπὸ τῆς ἡμέρας τῆς πρώτης
ἕως τῆς ἡμέρας τῆς ἑβδόμης.
|
15
Ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρας θὰ
τρώγετε ἄζυμα, ψωμὶ χωρὶς προζύμι.
Ἀπὸ τὴν πρώτην ἡμέραν
θὰ ἐξαφανίζετε ἀπὸ τὸ
σπίτι σας κάθε ἔνζυμον ἄρτον. Ὅποιος
θὰ φάγῃ ἔνζυμον ἄρτον (ψωμὶ
ζυμωμένο μὲ προζύμι) ἀπὸ τὴν
πρώτην μέχρι τὴν ἑβδόμην ἡμέραν
τοῦ Πάσχα θὰ ἐξολοθρευθῇ ὁ
ἄνθρωπος ἐκεῖνος ἐκ μέσου τῶν
Ἰσραηλιτῶν. |
15
Ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρας θὰ τρώγετε
ψωμὶ χωρὶς προζύμι. Ἀπὸ δὲ τὴν
πρώτην ἡμέραν θὰ ἑξαφανίσετε τὸ
προζύμι ἀπὸ τὰ σπίτια σας. Ὁποιοσδήποτε
θὰ φάγῃ ψωμὶ μὲ προζύμι καθ’ ὅλον
τὸ διάστημα ἀπὸ τῆς πρώτης ἕως
τῆς ἑβδόμης ἡμέρας θὰ ἀποκοπῇ
καὶ θὰ ἐξολοθρευθῇ ἐκ μέσου
τοῦ Ἰσραήλ. |
16
Καὶ ἡ ἡμέρα ἡ πρώτη κληθήσεται
ἁγία, καὶ ἡ ἡμέρα ἡ
ἑβδόμη κλητὴ ἁγία ἐστοι
ὑμῖν· πᾶν ἔργον λατρευτὸν
οὐ ποιήσετε ἐν αὐταῖς, πλὴν
ὅσα ποιηθήσεται πάσῃ ψυχῇ, τοῦτο
μόνον ποιηθήσεται ὑμῖν.
|
16
Ἡ πρώτη ἡμέρα θὰ θεωρηθῇ
καὶ θὰ κληθῇ ἁγία καὶ
ἐπίσημος, ὅπως ἐπίσης ἁγία
καὶ ἐπίσημος θὰ εἶναι καὶ
ἡ ἑβδόμη ἡμέρα. Κατὰ τὰς
ἡμέρας τῆς ἑορτῆς τοῦ
Πάσχα δὲν θὰ ἐπιδοθῆτε εἰς
ἔργα, ποὺ ἀπαιτοῦν ὁλόκληρον
τὴν φροντίδα σας, πλὴν μόνον εἰς
ἐκεῖνα ποὺ εἶναι ἀπαραίτητα
διὰ τὴν συντήρησίν σας. Αὐτὰ
μόνον τὰ ἔργα θὰ κάμνετε.
|
16
Ἡ πρώτη ἀπὸ αὐτὰς τὰς
ἡμέρας θὰ ὁρισθῇ ὡς ἡμέρα
ἁγία ἀφιερωμένη εἰς τὴν
λατρείαν τοῦ Κυρίου. Καὶ τὴν ἑβδόμην
ἐπίσης ἡμέραν θὰ τὴν ἔχετε ἁγίαν,
ἀφιερωμένην εἰς τὸν Κύριον. Ἐκτὸς
ἀπὸ τὰ ἀπολύτως ἀπαραίτητα ἔργα
διὰ τὴν συντήρησιν κάθε ἀνθρώπου, δὲν
θὰ κάνετε κατὰ τὰς ἡμέρας αὐτὰς
κανένα ἔργον, ποὺ ἐπιθυμεῖτε καὶ
εἰς τὸ ὁποῖον ἀφοσιώνεσθε.
|
17
Καὶ φυλάξετε τὴν ἐντολὴν ταύτην·
ἐν γὰρ τῇ ἡμέρα ταύτῃ
ἐξάξω τὴν δύναμιν ὑμῶν
ἐκ γῆς Αἰγύπτου, καὶ ποιήσετε
τὴν ἡμέραν ταύτην εἰς γενεὰς
ὑμῶν νόμιμον αἰώνιον.
|
17
Θὰ φυλάξετε αὐτὴν τὴν ἐντολὴν
διὰ τὴν ἑορτήν του Πάσχα, διότι
κατὰ τὴν ἡμέραν αὐτὴν
θὰ ἀπελευθερώσω τὴν δύναμίν
σας καὶ θὰ σᾶς βγάλω ἀπὸ
τὴν Αἴγυπτον, καὶ θὰ καθιερώσετε
τὴν ἡμέραν αὐτὴν εἰς ὅλας
τὰς γενεάς σας ὡς παντοτεινὴν ἑορτήν.
|
17
Θὰ τηρήσετε ὁπωσδήποτε τὴν ἐντολὴν
αὐτὴν διὰ τὴν ἑορτήν. Διότι
κατὰ τὴν ἡμέραν αὐτὴν θὰ
βγάλω ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον ὅλους
σας μὲ ὅλην τὴν δύναμίν σας. Καὶ
θὰ ὁρίσετε τὴν ἡμέραν αὐτὴν
τῆς ἑορτῆς ὡς αἰώνιον θεσμὸν
εἰς τὰς γενεᾶς σας. |
18
Ἐναρχόμενοι τῇ τεσσαρεσκαιδεκάτῃ
ἡμέρᾳ τοῦ μηνὸς τοῦ πρώτου
ἀφ' ἑσπέρας ἔδεσθε ἄζυμα ἕως
ἡμέρας μιᾶς καὶ εἰκάδος
τοῦ μηνός, ἕως ἑσπέρας.
|
18
Θὰ ἀρχίσετε νὰ τρώγετε ἄζυμα
ἀπὸ τὴν ἑσπέραν ποὺ ἀρχίζει
ἡ δεκάτη τετάρτη τοῦ πρώτου
μηνὸς μέχρι τῆς ἑσπέρας τῆς
εἰκοστῆς πρώτης τοῦ αὐτοῦ
μηνός. |
18
Θὰ ἀρχίζετε νὰ τρώγετε ψωμιὰ
χωρὶς προζύμι ἀπὸ τὸ βράδυ μὲ
τὴν ἀρχὴν τῆς δεκάτης τετάρτης ἡμέρας
τοῦ πρώτου μηνὸς καὶ μέχρι τὸ βράδυ
τῆς εἰκοστῆς πρώτης ἡμέρας τοῦ
ἰδίου μηνός. |
19
Ἑπτὰ ἡμέρας ζύμη οὐχ εὑρεθήσεται
ἐν ταῖς οἰκίαις ὑμῶν·
πᾶς ὃς ἂν φάγῃ ζυμωτόν,
ἐξολοθρευθήσεται ἡ ψυχὴ ἐκείνη
ἐκ συναγωγῆς Ἰσραήλ, ἐν τε τοῖς
γειώραις καὶ αὐτόχθοσι τῆς γῆς.
|
19
Ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρας δὲν
θὰ εὑρεθῇ ἔνζυμος ἄρτος εἰς
τὰς οἰκίας σας. Ὅποιος δὲ φάγῃ
ἔνζυμον ἄρτον, θὰ ἐξολοθρευθῇ
ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἐκ μέσου
τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, εἴτε
ὡς ξένος παρεπιδημεῖ εἰς τὴν
χώραν σας εἴτε ἀνήκει εἰς τοὺς
ἐντοπίους. |
19
Προσέχετε! Ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρας δὲν
πρέπει νὰ εὑρεθῇ προζύμι εἰς τὰ
σπίτια σας. Ὁποιοσδήποτε θὰ φάγῃ ζυμωτὸν
ψωμί, νὰ ξεύρετε ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος
εἴτε εἶναι ξένος καὶ πάροικος, εἴτε
ἐντόπιος κάτοικος θὰ ἀποκοπῇ καὶ
θὰ ἐξολοθρευθῇ ἐκ μέσου τοῦ
Ἰσραήλ. |
20
Πὰν ζυμωτὸν οὐκ ἔδεσθε, ἐν παντὶ
δὲ κατοικητηρίω ὑμῶν ἔδεσθε
ἄζυμα. |
20
Τίποτε τὸ ἐνζυμον δὲν θὰ φάγετε.
Εἰς ὅλας δὲ τὰς κατοικίας σας
θὰ τρώγετε ἄζυμον ἄρτον>.
|
20
Ὀτιδήποτε ἔχει προζύμι δὲν θὰ
τὸ φάγετε. Μόνον ψωμιὰ χωρὶς προζύμι θὰ
τρώγετε, ὅπου θὰ εὑρεθῆτε καὶ
κατοικήσετε>. |
21
Ἐκάλεσε δὲ Μωυσῆς πᾶσαν γερουσίαν
υἱῶν Ἰσραὴλ καὶ εἶπε πρὸς
αὐτούς· ἀπελθόντες λάβετε
ὑμῖν αὐτοῖς πρόβατον κατὰ
συγγενείας υἱῶν καὶ θύσατε τὸ
πάσχα. |
21
Προσεκάλεσεν ὁ Μωϋσῆς ὅλην τὴν
γερουσίαν τῶν Ἰσραηλιτῶν καὶ
τοὺς εἶπε· <πηγαίνετε καὶ
πάρετε ὁ καθένας διὰ τὴν οἰκογένειάν
του ἀνὰ ἓν πρόβατον καὶ θυσιάσατε
τὸν πασχάλιον αὐτὸν ἀμνόν.
|
21
Κατόπιν τούτου ὁ Μωϋσῆς συνεκάλεσεν ὅλην
τὴν γερουσίαν τῶν Ἰσραηλιτῶν καὶ
τοὺς εἶπε: <Πηγαίνετε καὶ πάρετε
ἀναλόγως πρὸς τὴν οἰκογένειάν
του ὁ καθεὶς ἀπὸ ἕνα πρόβατον
καὶ νὰ τὸ σφάξετε, διὰ νὰ ἑορτάσετε
τὸ Πάσχα. |
22
Λήψεσθε δὲ δέσμην ὑσσώπου, καὶ
βάψαντες ἀπὸ τοῦ αἵματος τοῦ
παρὰ τὴν θύραν καθίξετε τῆς
φλιᾶς καὶ ἐπ' ἀμφοτέρων τῶν
σταθμῶν ἀπὸ τοῦ αἵματος, ὅ
ἐστι παρὰ τὴν θύραν· ὑμεῖς
δὲ οὐκ ἐξελεύσεσθε ἕκαστος τὴν
θύραν τοῦ οἴκου αὐτοῦ ἕως
πρωΐ. |
22
Θὰ λάβετε δέσμην ἀπὸ ὕσσωπον
θὰ βυθίσετε αὐτὴν εἰς τὸ
αἷμα, ποὺ θὰ τὸ ἔχετε ἐντὸς
δοχείου πλησίον τῆς θύρας. θὰ
ἀλείψετε τὸ ἀνώφλιον τῆς
θύρας καὶ τοὺς δύο παραστάτας
αὐτῆς μὲ τὸ αἷμα, ποὺ
θὰ εἶναι πλησίον εἰς τὴν θύραν.
Κανεὶς δὲ ἀπὸ σᾶς δὲν
θὰ βγῇ ἀπὸ τὴν θύραν τοῦ
σπιτιοῦ του μέχρι τῆς πρωΐας.
|
22
Θὰ πάρετε ἐπίσης καὶ μίαν δεσμίδα
ἀπὸ κλαδιὰ ὑσσώπου καὶ
ἀφοῦ τὴν βουτήσετε εἰς τὸ αἷμα,
ποὺ θὰ τὸ ἔχετε κοντὰ εἰς
τὴν θύραν μέσα εἰς δοχεῖον, νὰ ἀλείψετε
μὲ τὸ αἷμα αὐτὸ τὸ ἀνώφλι
καὶ τὰς δύο παραστάδας τῆς θύρας. Προσέξετε
ὅμως νὰ μὴ βγῇ κανείς σας ἀπὸ
τὴν θύραν τοῦ σπιτιοῦ του μέχρι τὸ
πρωΐ. |
23
Καὶ παρελεύσεται Κύριος πατάξαι τοὺς
Αἰγυπτίους καὶ ὄψεται τὸ αἷμα
ἐπὶ τῆς φλιᾶς καὶ ἐπ'
ἀμφοτέρων τῶν σταθμῶν, καὶ παρελεύσεται
Κύριος τὴν θύραν καὶ οὐκ ἀφήσει
τὸν ὀλοθρεύοντα εἰσελθεῖν εἰς
τὰς οἰκίας ὑμῶν πατάξαι.
|
23
Διότι θὰ διέλθῃ ὁ Κύριος
καὶ θὰ θανατώσῃ τὰ πρωτότοκα
τῶν Αἰγυπτίων. Θὰ ἴδῃ
δὲ τὸ αἷμα εἰς τὸ ἀνώφλιον
καὶ εἰς τοὺς δύο παραστάτας
τῆς θύρας καὶ θὰ προσπεράσῃ
ὁ Κύριος τὴν θύραν σας. Δὲν
θὰ ἀφήσῃ τὸν ἐξολοθρευτὴν
ἄγγελον νὰ εἰσέλθῃ εἰς
τὰς οἰκίας σας καὶ νὰ πλήξῃ
διὰ θανάτου. |
23
Πρόκειται νὰ περάσῃ ὁ Κύριος ἀπὸ
τὰ σπίτια, διὰ νὰ τιμωρήσῃ τοὺς
Αἰγυπτίους. Καὶ θὰ ἰδῇ τὸ
αἷμα, ποὺ θὰ εἶναι εἰς τὸ
ἀνώφλι καὶ τὰ δύο πρεβάζια τῆς θύρας
καὶ θὰ προσπεράσῃ τὴν θύραν ἐκείνην
ὁ Κύριος καὶ δὲν θὰ ἐπιτρέψῃ
εἰς τὸν ἄγγελον, ποὺ θὰ ἔχῃ
ἀναλάβει τὴν ἐκτέλεσιν τῆς θανατικῆς
τιμωρίας, νὰ ἐμβῇ εἰς τὰ σπίτια
σας καὶ νὰ θανατώσῃ τὰ πρωτότοκά
σας. |
24
Καὶ φυλάξασθε τὸ ρῆμα τοῦτο
νόμιμον σεαυτῷ, καὶ τοῖς υἱοῖς
σου ἕως αἰῶνος.
|
24
Θὰ φυλάξετε αὐτὴν τὴν ἐντολὴν
ὡς νόμον ἀπαράβατον διὰ τὸν
ἑαυτόν σας καὶ τοὺς ἀπογόνους
σας εἰς τοὺς αἰῶνας.
|
24
Προσέξατε! Πρέπει νὰ τηρήσετε τὴν ἐντολὴν
αὐτὴν ὡς νόμον αἰώνιον διὰ σᾶς
καὶ τοὺς ἀπογόνους σας.
|
25
Ἐὰν δὲ εἰσέλθητε εἰς τὴν
γῆν, ἣν ἂν δῷ Κύριος ὑμῖν,
καθότι ἐλάλησε, φυλάξασθε τὴν
λατρείαν ταύτην. |
25
Ὅταν δὲ εἰσέλθετε εἰς τὴν
γῆν, τὴν ὁποίαν ὁ Κύριος,
καθὼς ἔχει ὑποσχεθῆ, θὰ σᾶς
δώσῃ, θὰ φυλάξετε τὴν ἑορτὴν
αὐτήν. |
25
Τότε δὲ ποὺ θὰ ἐμβῆτε εἰς
τὴν χώραν, τὴν ὁποίαν ὁπωσδήποτε θὰ
σᾶς χαρίσῃ ὁ Κύριος, ἐφ’ ὅσον
τὸ εἶπεν Ἐκεῖνος ποὺ εἶναι
ἀπολύτως ἀξιόπιστος, νὰ τηρήσετε ἐπακριβῶς
τὸ τυπικὸν αὐτῆς τῆς ἑορτῆς.
|
26
Καὶ ἔσται ἐὰν λέγωσι πρὸς
ὑμᾶς οἱ υἱοὶ ὑμῶν·
τίς ἡ λατρεία αὕτη;
|
26
Ὅταν δὲ σᾶς ἐρωτοῦν τὰ
παιδιά σας, τί εἶναι καὶ τί
σημαίνει αὐτὴ ἡ ἑορτή;
|
26
Καὶ ὅταν θὰ σᾶς ἐρωτοῦν
τὰ παιδιά σας: Τί νόημα ἔχει αὐτὴ
ἡ ἑορτή; |
27
Καὶ ἐρεῖτε αὐτοῖς· θυσία
τὸ πάσχα τοῦτο Κυρίῳ, ὡς
ἐσκέπασε τοὺς οἴκους τῶν υἱῶν
Ἰσραὴλ ἐν Αἰγύπτῳ, ἡνίκα
ἐπάταξε τοὺς Αἰγυπτίους τοὺς
δὲ οἴκους ἡμῶν ἐρρύσατο.
Καὶ κύψας ὁ λαὸς προσεκύνησε.
|
27
Θὰ ἀπαντήσετε εἰς αὐτά·
τὸ Πάσχα τοῦτο εἶναι θυσία πρὸς
τὸν Κύριον, ὁ ὁποῖος ἐπροστάτευσε
τὰς οἰκογενείας τῶν Ἰσραηλιτῶν
εἰς τὴν Αἴγυπτον, ὅταν ἐθανάτωσε
τὰ πρωτότοκα τῶν Αἰγυπτίων,
τὰς δὲ ἰδικάς μας οἰκογενείας
ἐπροφύλαξεν ἀπὸ τὸν ὄλεθρον>.
Ἤκουσεν αὐτὰ ὁ λαός, ἔσκυψαν
μὲ εὐλάβειαν καὶ μὲ εὐγνωμοσύνην
προσεκύνησαν τὸν Κύριον.
|
27
Θὰ ἀπαντᾶτε εἰς αὐτά: <Τὸ
Πάσχα αὐτὸ εἶναι θυσία πρὸς τιμὴν
τοῦ Κυρίου, ὁ Ὁποῖος ἐσκέπασε
καὶ ἐπροστάτευσε τὰς οἰκογενείας
τῶν Ἰσραηλιτῶν εἰς τὴν Αἴγυπτον,
ὅταν ἐθανάτωσε μὲν τὰ πρωτοτόκα τῶν
Αἰγυπτίων, ἐλύτρωσε δὲ τὰς ἰδικάς
μας οἰκογενείας>. Τότε οἱ Ἰσραηλῖται
ἔσκυψαν καὶ προσεκύνησαν μὲ εὐλάβειαν
καὶ εὐγνωμοσύνην τὸν Κύριον.
|
28
Καὶ ἀπελθόντες ἐποίησαν οἱ
υἱοὶ Ἰσραὴλ καθὰ ἐνετείλατο
Κύριος τῷ Μωυσῆ καὶ Ἀαρών,
οὕτως ἐποίησαν.
|
28
Ἀπεχώρησαν οἱ Ἰσραηλῖται καὶ
ἔκαμαν ὅσα εἶχε διατάξει ὁ Κύριος
εἰς τὸν Μωϋσῆν καὶ τὸν Ἀαρών.
Ἔτσι ἀκριβῶς ἔκαμαν.
|
28
Ἀφοῦ δὲ ἔφυγαν ἀπὸ ἐκεῖ,
ὅπου τοὺς εἶχε συγκεντρώσει ὁ Μωϋσῆς,
ἔκαναν οἱ Ἰσραηλῖται ὅ,τι διέταξεν
ὁ Κύριος εἰς τὸν Μωϋσῆν καὶ
τὸν Ἀαρών. Ἔκαναν ἀκριβῶς
αὐτὸ ποὺ τοὺς εἶπε.
|
29
Ἐγενήθη δὲ μεσούσης τῆς νυκτὸς
καὶ Κύριος ἐπάταξε πᾶν πρωτότοκον
ἐν γῇ Αἰγύπτῳ, ἀπὸ
πρωτοτόκου Φαραὼ τοῦ καθημένου ἐπὶ
τοῦ θρόνου ἕως πρωτοτόκου τῆς
αἰχμαλωτίδος τῆς ἐν τῷ λάκκῳ
καὶ ἕως πρωτοτόκου παντὸς κτήνους.
|
29
Ὅταν δὲ ἦλθε τὸ μεσονύκτιον
τῆς νυκτὸς ἐκείνης, ἐκτύπησεν
ὁ Κύριος διὰ θανάτου κάθε πρωτότοκον
εἰς τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου,
ἀπὸ τὸ πρωτότοκον τοῦ Φαραὼ
ποὺ κάθεται εἰς τὸν θρόνον,
ἕως τὸ πρωτότοκον τῆς αἰχμαλώτου
ποὺ εἶναι φυλακισμένη εἰς τὸν
λάκκον, μέχρι καὶ τοῦ πρωτοτόκου
παντὸς κτήνους. |
29
Ὅταν ἦλθε λοιπὸν τὸ μεσονύκτιον ποὺ
ὥρισεν ὁ Θεός, ἐθανάτωσεν ὁ Κύριος
κάθε πρωτότοκον εἰς τὴν Αἴγυπτον ἀπὸ
τοῦ πρωτοτόκου υἱοῦ τοῦ Φαραώ, ποὺ
κάθεται εἰς τὸν βασιλικὸν θρόνον του, μέχρι
τοῦ πρωτοτόκου τῆς τελευταίας αἰχμαλώτου
γυναικός, ποὺ εἶναι φυλακισμένη βαθειὰ εἰς
σκοτεινὴν φυλακὴν καὶ ἕως τοῦ
πρωτοτόκου κάθε κτήνους. |
30
Καὶ ἀναστὰς Φαραὼ νυκτὸς καὶ
οἱ θεράποντες αὐτοῦ καὶ πάντες
οἱ Αἰγύπτιοι καὶ ἐγενήθη
κραυγὴ μεγάλη ἐν πάσῃ γῇ
Αἰγύπτῳ· οὐ γὰρ ἦν
οἰκία, ἐν ᾖ οὐκ ἦν ἐν
αὐτῇ τεθνηκώς.
|
30
Κατὰ τὴν νύκτα ἐκείνην ἠγέρθη
ὁ Φαραὼ καὶ ὅλοι οἱ αὐλικοὶ
αὐτοῦ καὶ ὅλοι οἱ Αἰγύπτιοι
καὶ ἔγινε μεγάλη γοερὰ κραυγὴ
εἰς ὅλην τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου,
διότι δὲν ὑπῆρχεν οἰκία,
ὅπου δὲν κατέκειτο καὶ ἕνας
νεκρός. |
30
Ἐξύπνησε τότε καὶ ἐσηκώθη μέσα
εἰς τὴν νύκτα ὁ Φαραὼ καὶ μαζί
του ἐξύπνησαν καὶ οἱ αὐλικοί
του καὶ ὅλοι οἱ Αἰγύπτιοι. Ἔγινε
δὲ κραυγὴ μεγάλη, θρῆνος καὶ ὀδυρμὸς
εἰς ὅλην τὴν Αἴγυπτον, διότι δὲν
ὑπῆρχε σπίτι, ποὺ νὰ μὴ εἶχε
μέσα του νεκρόν. |
31
Καὶ ἐκάλεσε Φαραὼ Μωυσῆν καὶ
Ἀαρὼν νυκτὸς καὶ εἶπεν αὐτοῖς·
ἀνάστητε καὶ ἐξέλθετε ἐκ
τοῦ λαοῦ μου καὶ ὑμεῖς καὶ
οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ βαδίζετε
καὶ λατρεύσατε Κυρίῳ τῷ Θεῷ
ὑμῶν, καθὰ λέγετε.
|
31
Ὁ Φαραὼ ἐκάλεσε κατὰ τὴν
νύκτα τὸν Μωϋσῆν καὶ τὸν Ἀαρὼν
καὶ τοὺς εἶπε· <σηκωθῆτε καὶ
φύγετε ἐκ μέσου τοῦ λαοῦ μου
καὶ σεῖς καὶ ὅλοι οἱ Ἰσραηλῖται.
Πηγαίνετε καὶ λατρεύσατε Κύριον τὸν
Θεόν σας, ὅπως εἴπατε.
|
31
Καὶ ἐκάλεσεν ἀμέσως κατὰ τὴν
ἰδίαν νύκτα ὁ Φαραὼ τὸν Μωϋσῆν
καὶ τὸν Ἀαρὼν καὶ τοὺς
εἶπε: <Σηκωθῆτε καὶ φύγετε μέσα ἀπὸ
τὴν χώραν μου καὶ τὸν λαόν μου καὶ
σεῖς καὶ ὅλοι οἱ Ἰσραηλῖται.
Πηγαίνετε καὶ λατρεύσατε Κύριον τὸν Θεόν
σας, ὅπως τὸ εἴπατε. |
32
Καὶ τὰ πρόβατα καὶ τοὺς βόας
ὑμῶν ἀναλαβόντες πορεύεσθε,
εὐλογήσατε δὲ κἀμέ.
|
32
Πάρετε μαζῆ σας τὰ πρόβατα καὶ
τὰ βόδια σας καὶ πηγαίνετε· προσευχηθῆτε
δὲ καὶ ὑπὲρ ἐμοῦ>.
|
32
Πάρετε μαζί σας καὶ τὰ πρόβατα καὶ
τὰ βόδια σας καὶ φύγετε. Εὐχηθῆτε
ὅμως καὶ εὐλογήσατε καὶ ἐμὲ
οὕτως, ὥστε νὰ μὴ πάθω χειρότερα.
|
33
Καὶ κατεβιάζοντο οἱ Αἰγύπτιοι
τὸν λαὸν σπουδῇ ἐκβαλεῖν αὐτοὺς
ἐκ τῆς γῆς· εἶπαν γάρ,
ὅτι πάντες ἡμεῖς ἀποθνήσκομεν.
|
33
Καὶ οἱ Αἰγύπτιοι ἐπιμόνως
ἐβίαζον τοὺς Ἰσραηλίτας νὰ
φύγουν ὅσον τὸ δυνατὸν συντομώτερον
ἀπὸ τὴν χώραν των, διότι ἔλεγον·
<ἂν δὲν φύγουν αὐτοὶ ἀπὸ
τὴν Αἴγυπτον, ἡμεῖς ὅλοι θὰ
ἀποθάνωμεν>. |
33
Οἱ δὲ Αἰγύπτιοι ἐπίεζαν τοὺς
Ἰσραηλίτας, διὰ νὰ βιασθοῦν καὶ
νὰ ἀναχωρήσουν ἀπὸ τὴν χώραν
τὸ ταχύτερον. Διότι ἔλεγαν, <δὲν θὰ
μείνῃ ζωντανὸς κανείς μας, ὅλοι μας
θὰ ἀποθάνωμεν>. |
34
Ἀνέλαβε δὲ ὁ λαὸς τὸ
σταῖς αὐτῶν πρὸ τοῦ ζυμωθῆναι
τὰ φυράματα αὐτῶν ἐνδεδεμένα
ἐν τοῖς ἱματίοις αὐτῶν
ἐπὶ τῶν ὤμων.
|
34
Ὁ ἰσραηλιτικὸς λαὸς χωρὶς ἀργοπορίαν
ἔσπευσε νὰ ἀναχωρήσῃ. Καὶ
ἐν τῇ βίᾳ των ἐτύλιξαν
εἰς τὰ ἱμάτιά των τὸ ζυμάρι
πρὶν ἀκόμη αὐτὸ ζυμωθῇ
μὲ τὴν ζύμην, τὸ ἐφορτώθησαν
εἰς τοὺς ὤμους των καὶ ἐξεκίνησαν.
|
34
Τότε οἱ Ἰσραηλῖται ἐπῆραν τὸ
ζυμάρι ποὺ ἐτοίμαζαν διὰ ψωμί, πρὶν
ἀκόμη προλάβουν νὰ ζυμωθοῦν καὶ
νὰ ἐτοιμασθοῦν τὰ ψωμιά, καὶ
ὅπως ἦσαν ἀζύμωτα τὰ ἐτύλιξαν
βιαστικὰ μὲ τὰ ἐνδύματά των
καὶ τὰ ἔβαλαν εἰς τοὺς ὤμους
των. |
35
Οἱ δὲ υἱοὶ Ἰσραὴλ ἐποίησαν
καθὰ συνέταξεν αὐτοῖς Μωυσῆς,
καὶ ᾔτησαν παρὰ τῶν Αἰγυπτίων
σκεύη ἀργυρᾶ καὶ χρυσᾶ καὶ
ἱματισμόν· |
35
Οἱ Ἰσραηλῖται ἔκαμαν προηγουμένως
ὅπως τοὺς εἶχε συμβουλεύσει ὁ
Μωϋσῆς· ἐζήτησαν δηλαδὴ ἀπὸ
τοὺς Αἰγυπτίους ἀργυρᾶ καὶ
χρυσᾶ σκεύη, ὅπως ἐπίσης καὶ
ἱματισμόν. |
35
Οἱ Ἰσραηλῖται ἔκαναν ἐπίσης
καὶ αὐτό, ποὺ τοὺς εἶχεν
εἰπεῖ ὁ Μωυσῆς: Ἐζήτησαν δηλαδὴ
ἀπὸ τοὺς Αἰγυπτίους σκεύη ἀσημένια
καὶ χρυσᾶ, καθὼς καὶ ἐνδύματα.
|
36
καὶ ἔδωκε Κύριος τὴν χάριν τῷ
λαῷ αὐτοῦ ἐναντίον τῶν
Αἰγυπτίων, καὶ ἔχρησαν αὐτοῖς·
καὶ ἐσκύλευσαν τοὺς Αἰγυπτίους.
|
36
Ὁ δὲ Κύριος ἔδωκε κάποιαν ἰδιαιτέραν
χάριν εἰς τὸν λαόν του ἐνώπιον
τῶν Αἰγυπτίων, καὶ οἱ Αἰγύπτιοι
προθύμως ἔδωκαν εἰς αὐτοὺς ὅ,τι
τοὺς εἶχαν ζητήσει. Ἔτσι δὲ
οἱ Ἰσραηλῖται ἐπῆραν μαζῆ
των, ὡσὰν λάφυρα, πολλὰ ἀντικείμενα
ἀξίας ἀπὸ τοὺς Αἰγυπτίους.
|
36
Ὁ δὲ Κύριος ἔδωσε χάριν εἰς τὸν
λαόν του ἐνώπιον τῶν Αἰγυπτίων καὶ
τοὺς ἐφέρθησαν μὲ καλὴν διάθεσιν.
Τοὺς ἔδωσαν ὅσα ἐζήτησαν καὶ
ἔτσι οἱ Ἰσραηλῖται ἐλαφυραγώγησαν
τοὺς Αἰγυπτίους. |
37
Ἀπάραντες δὲ οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ
ἐκ Ραμεσσῆ εἰς Σοκχὼθ εἰς ἑξακοσίας
χιλιάδας πεζῶν, οἱ ἄνδρες, πλὴν
τῆς ἀποσκευῆς,
|
37
Ἐξεκίνησαν λοιπὸν οἱ Ἰσραηλῖται
ἀπὸ τὴν περιοχὴν Ραμεσσῆ καὶ
ἦλθον εἰς Σοκχώθ. Οἱ ἄνδρες,
οἱ ὁποῖοι ἀπετέλουν τὸν
πεζικὸν στρατόν, ἦσαν ἑξακόσιαι
χιλιάδες, πλήν, φυσικά, τῶν παιδιῶν
καὶ τοῦ ἀμάχου πληθυσμοῦ.
|
37
Καὶ ἀφοῦ ἐξεκίνησαν οἱ Ἰσραηλῖται
ἀπὸ τὴν πόλιν Ραμεσσῆ, ἐπῆραν
κατεύθυνση πρὸς τὴν πόλιν Σοκχώθ. Ἦσαν ἑξακόσιαι
χιλιάδες πεζοὶ μάχιμοι ἂνδρες, πλὴν τῶν
ὑπολοίπων μελῶν τῆς οἰκογενείας
καθενός. |
38
καὶ ἐπίμικτος πολὺς συνανέβη
αὐτοῖς καὶ πρόβατα καὶ βόες
καὶ κτήνη πολλὰ σφόδρα.
|
38
Μαζῆ μὲ τοὺς Ἰσραηλίτας ἔφυγε
καὶ ἄλλος ἀνάμικτος λαὸς ἀπὸ
Αἰγυπτίους καὶ ἑτέρους ἀλλοεθνεῖς.
Παρέλαβον δὲ οἱ Ἰσραηλῖται μαζῆ
των καὶ τὰ πρόβατα καὶ τὰ βόδια
καὶ τὰ κτήνη των, κοπάδια πολλά.
|
38
Μαζί των ἠκολούθησαν καὶ ἕνα ἀνάμικτον
πλῆθος ἀνθρώπων ξένων καὶ ἐντοπίων,
ποὺ ὑπέφεραν εἰς τὴν Αἴγυπτον
ὅπως οἱ Ἰσραηλῖται. Εἶχαν μαζί
των ἐπίσης πρόβατα καὶ βόδια καὶ ἄλλα
ζῶα, κοπάδια ἀναρίθμητα. |
39
Καὶ ἔπεψαν τὸ σταῖς, ὃ ἐξήνεγκαν
ἐξ Αἰγύπτου, ἐγκρυφίας ἀζύμους·
οὐ γὰρ ἐζυμώθη· ἐξέβαλον
γὰρ αὐτοὺς οἱ Αἰγύπτιοι,
καὶ οὐκ ἠδυνήθησαν ἐπιμεῖναι
οὐδὲ ἐπισιτισμὸν ἐποίησαν
ἑαυτοῖς εἰς τὴν ὁδόν.
|
39
Ἐζύμωσαν δὲ εἰς Σοκχὼθ τὰ
προζύμια, ποὺ εἶχαν πάρει μαζῆ
των ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον καὶ ἔψησαν
λαγάνες εἰς τὴν φωτιάν. Τὸ φύραμα
δὲν εἶχε ὑποστῇ ζύμωσιν τὴν
ὥραν, ποὺ οἱ Αἰγύπτιοι τοὺς
ἐξηνάγκασαν νὰ φύγουν, αὐτοὶ
δὲ δὲν ἠμποροῦσαν νὰ παραμείνουν
ὥστε νὰ ζυμώσουν αὐτό, οὔτε
δὲ καὶ ἐπρόλαβαν νὰ παραλάβουν
τρόφιμα διὰ τὸν δρόμον των.
|
39
Ἀπὸ τὸ ζυμάρι ποὺ ἔβγαλαν ἀπὸ
τὴν Αἴγυπτον ἔφτιασαν καὶ ἔψησαν
λαγάνες, διότι δεν εἶχε προλάβει νὰ ζυμωθῇ.
Ἐπειδὴ οἱ Αἰγύπτιοι τοὺς ἐπίεσαν
νὰ ἀναχωρήσουν γρήγορα, δεν ἠμπόρεσαν
νὰ περιμένουν μέχρι νὰ ζυμωθῇ, ἀλλ’
οὔτε ἐπρόλαβαν νὰ πάρουν μαζί των
καὶ τρόφιμα, ὥστε νὰ ἔχουν διὰ
τὸν δρόμον. |
40
Ἡ δὲ κατοίκησις τῶν υἱῶν
Ἰσραήλ, ᾓν κατώκησαν ἐν γῇ
Αἰγύπτῳ καὶ ἐν γῆ Χαναάν,
ἔτη τετρακόσια τριάκοντα.
|
40
Ὁ χρόνος τῆς παραμονῆς τῶν Ἰσραηλιτῶν
εἰς τὴν Αἴγυπτον, ἀπὸ τότε
ποὺ ἔφυγαν ἀπὸ τὴν Χαναάν,
ἦσαν τετρακόσια τριάκοντα ἔτη.
|
40
Ἡ διάρκεια κατὰ τὴν ὁποίαν παρέμειναν
ὡς ξένοι καὶ πάροικοι οἱ Ἰαραηλῖται
εἰς τὴν Αἴγυπτον καὶ εἰς τὴν
Χαναὰν ἦτο τετρακόσια τριάντα χρόνια.
|
41
Καὶ ἐγένετο μετὰ τὰ τετρακόσια
τριάκοντα ἔτη, ἐξῆλθε πᾶσα ἡ
δύναμις Κυρίου ἐκ γῆς Αἰγύπτου
νυκτός. |
41
Ἔπειτα δὲ ἀπὸ τὰ τετρακόσια
τριάκοντα αὐτὰ ἔτη ἐξῆλθεν
ὅλος αὐτὸς ὁ στρατὸς τοῦ
Κυρίου ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον ἐν
καιρῷ νυκτός. |
41
Ὅταν λοιπὸν συνεπληρώθησαν τὰ τετρακόσια
τριάντα χρόνια, ὅλος ὁ Ἰσραηλιτικὸς
λαός, ὁ στρατὸς αὐτὸς τοῦ Κυρίου,
ἀνεχώρησε κατὰ τὴν νύκτα ἀπὸ
τὴν Αἴγυπτον. |
42
Προφυλακή ἐστι τῷ Κυρίῳ, ὥστε
ἐξαγαγεῖν αὐτοὺς ἐκ γῆς
Αἰγύπτου· ἐκείνη ἡ νύξ
αὕτη προφυλακὴ Κυρίῳ, ὥστε πᾶσι
τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ εἶναι
εἰς γενεὰς αὐτῶν.
|
42
Ἄγρυπνοι κατὰ διαταγὴν τοῦ Κυρίου
ἔμειναν οἱ Ἰσραηλῖται κατὰ τὴν
νύκτα ἐκείνην, κατὰ τὴν ὁποίαν
ὁ Θεὸς τοὺς ἐξήγαγεν ἀπὸ
τὴν Αἴγυπτον. Νύξ ἀγρυπνίας
θὰ εἶναι ἡ ἡμερομηνία αὐτὴ
εἰς τὸ μέλλον χάριν τοῦ Κυρίου,
ὥστε ὅλοι οἱ Ἰσραηλῖται νὰ
τὴν τιμοῦν ὡς ἑορτὴν εἰς
ὅλας αὐτῶν τὰς γενεάς.
|
42
Ἡ νύκτα ἐκείνη, κατὰ τὴν ὁποίαν
ἔβγαλεν ὁ Κύριος μὲ ἄγρυπνον φροντίδα
τοὺς Ἰσραηλίτας ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον,
θὰ εἶναι εἰς τὸ ἑξῆς νύκτα
ἀγρυπνίας πρὸς τιμὴν τοῦ Κυρίου. Θὰ
ὁρισθῇ, ὥστε ὅλοι οἱ Ἰσραηλῖται
ἀπὸ γενεᾶς εἰς γενεὰν νὰ
τὴν ἐνθυμοῦνται μὲ εὐγνωμοσύνην.
|
43
Εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν καὶ
Ἀαρών· οὗτος ὁ νόμος τοῦ
πάσχα· πᾶς ἀλλογενὴς οὐκ
ἔδεται ἀπ' αὐτοῦ·
|
43
Ὁ Κύριος εἶπε τότε εἰς τὸν
Μωϋσῆν καὶ τὸν Ἀαρών· <αὐτὸς
εἶναι ὁ νόμος τοῦ Πάσχα·
κανεὶς ἀλλοεθνὴς δὲν θὰ τρώγῃ
ἀπὸ αὐτό. |
43
Εἶπε δὲ ὁ Κύριος εἰς τὸν Μωϋσῆν
καὶ τὸν Ἀαρών: <Αὐτὸς
εἶναι ὁ νόμος διὰ τὸ Πάσχα: Κανεὶς
μὴ Ἰσραηλίτης δὲν θὰ φάγῃ ἀπὸ
αὐτό. |
44
καὶ πάντα οἰκέτην ἢ ἀργυρώνητον
περιτεμεῖς αὐτόν, καὶ τότε φάγεται
ἀπ' αὐτοῦ·
|
44
Κάθε δοῦλον ἢ διὰ χρημάτων ἀγορασθέντα
δοῦλον θὰ τὸν περιτάμῃς καὶ
τότε θὰ ἔχῃ τὸ δικαίωμα
νὰ φάγῃ ἀπὸ τὸν πασχάλιον
ἀμνόν. |
44
Καὶ κάθε δοῦλον, ἢ καθένα ποὺ ἔχει
ἀγορασθῆ μὲ χρήματα πρέπει πρῶτον
νὰ τὸν ὑποβάλῃς εἰς τὴν
περιτομήν, καὶ μόνον τότε θὰ ἔχῃ τὸ
δικαίωμα νὰ φάγῃ ἀπὸ τὸ Πάσχα.
|
45
πάροικος ἢ μισθωτὸς οὐκ ἔδεται
ἀπ' αὐτοῦ. |
45
Ὁ ξένος, ὅπως καὶ ὁ ἡμερομίσθιος
ἐργάτης δὲν θὰ φάγουν ἀπὸ
αὐτό. |
45
Προσωρινὸς καὶ ξένος κάτοικος, καθὼς καὶ
μισθωτὸς δοῦλος δὲν πρέπει νὰ φάγῃ
ἀπὸ αὐτό. |
46
Ἐν οἰκίᾳ μιᾷ βρωθήσεται,
καὶ οὐκ ἐξοίσετε ἐκ τῆς
οἰκίας τῶν κρεῶν ἔξω· καὶ
ὀστοῦν οὐ συντρίψετε ἀπ' αὐτοῦ.
|
46
Μέσα εἰς τὴν ἰδίαν οἰκίαν
θὰ φαγωθῇ καὶ ἐκτὸς τῆς
οἰκίας δὲν θὰ ἐξέλθῃ
κρέας. Δὲν θὰ σπάσετε κανένα
ὀστοῦν ἀπὸ τὸν πασχάλιον
ἀμνόν. |
46
Πρέπει νὰ φαγωθῇ τὸ πρόβατον μέσα εἰς
τὸ σπίτι, ὅπου θὰ προετοιμασθῇ. Δὲν
θὰ βγάλετε τίποτε ἀπὸ τὰ κρέατα ἔξω
ἀπὸ τὸ σπίτι. Δὲν θὰ σπάσετε
ἐπίσης οὔτε ἕνα κόκκαλον ἀπὸ
αὐτὸ τὸ πρόβατον. |
47
Πᾶσα συναγωγὴ υἱῶν Ἰσραὴλ
ποιήσει αὐτό. |
47
Αὐτὸ θὰ κάμουν ὅλοι οἱ
Ἰσραηλῖται. |
47
Θὰ ἑορτάζετε τὸ Πάσχα ὅλοι ἀνεξαιρέτως
οἱ Ἰσραηλῖται. |
48
Ἐὰν δὲ τις προσέλθῃ πρὸς
ὑμᾶς προσήλυτος ποιῆσαι τὸ πάσχα
Κυρίῳ, περιτεμεῖς αὐτοῦ πᾶν
ἀρσενικόν, καὶ τότε προσελεύσεται
ποιῆσαι αὐτὸ καὶ ἔσται ὥσπερ
καὶ ὁ αὐτόχθων τῆς γῆς·
πᾶς ἀπερίτμητος οὐκ ἔδεται ἀπ'
αὐτοῦ. |
48
Ἐὰν δὲ ἀπὸ ἄλλην τινὰ
χώραν ἔλθῃ πρὸς σᾶς ξένος
νὰ κάμῃ τὸ Πάσχα Κυρίου,
θὰ περιτάμῃ κάθε ἀρσενικὸν
αὐτοῦ καὶ κατόπιν θὰ προσέλθῃ
νὰ κάμῃ τὸ Πάσχα τοῦτο
μὲ τὰ ἴδια δικαιώματα, ποὺ ἔχει
καὶ ὁ Ἑβραῖος. Ἀλλὰ κανεὶς
ἀπερίτμητος δὲν θὰ φάγῃ
ἀπὸ τὸν ἀμνὸν τοῦ Πάσχα.
|
48
Ἐὰν δὲ κάποιος μὴ Ἰσραηλίτης,
ποὺ ἐκτιμᾷ ὅμως τὴν θρησκείαν
σας, σᾶς πλησιάσῃ, διὰ νὰ ἑορτάσῃ
μαζί σας τὸ Πάσχα πρὸς τιμὴν τοῦ
Κυρίου, θὰ πρέπῃ νὰ κάνῃς περιτομὴν
εἰς κάθε ἀρσενικόν του καὶ τότε θὰ
γίνῃ δεκτός, διὰ νὰ ἑορτάσῃ
τὸ Πάσχα. Θὰ εἶναι πλέον ἐκεῖνος
ὅπως καὶ ὁ ἐκ γενετῆς Ἑβραῖος.
Κάθε ἀπερίτμητος ὅμως δὲν ἔχει δικαίωμα
νὰ φάγῃ ἀπὸ τὸ πρόβατον τοῦ
Πάσχα. |
49
Νόμος εἷς ἔσται τῷ ἐγχωρίῳ
καὶ τῷ προσελθόντι προσηλύτῳ
ἐν ὑμῖν. |
49
Ὁ ἴδιος νόμος θὰ εἶναι διὰ
τὸν ἐντόπιον Ἑβραῖον καὶ
διὰ τὸν προσελθόντα μεταξύ σας ξένον
πρὸς ἐορτασμὸν τοῦ Πάσχα>.
|
49
Ἕνας καὶ ὁ ἴδιος νόμος θὰ ἰσχύῃ
καὶ διὰ τὸν ἐκ γενετῆς Ἰσραηλίτην
καὶ διὰ τὸν ξένον, ποὺ ἐκτιμᾷ
τὴν θρησκείαν σας καὶ γίνεται μετὰ τὴν
περιτομὴν μέλος τῆς κοινωνίας σας>.
|
50
Καὶ ἐποίησαν οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ
καθὰ ἐνετείλατο Κύριος τῷ Μωυσῇ
καὶ Ἀαρὼν πρὸς αὐτούς,
οὕτως ἐποίησαν.
|
50
Οἱ Ἰσραηλῖται ἔκαμαν, ὅπως ὁ
Θεὸς διὰ τοῦ Μωϋσέως καὶ τοῦ
Ἀαρὼν τοὺς εἶχε διατάξει. Ἔτσι
ἀκριβῶς ἔκαμαν. |
50
Καὶ οἱ Ἰσραηλῖται ἐνήργησαν
συμφώνως πρὸς αὐτά, ποὺ τοὺς διέταξεν
ὁ Κύριος διὰ μέσου τοῦ Μωϋσέως καὶ
τοῦ Ἀαρών. Ἔκαναν ἀκριβῶς
ὅπως τοὺς εἶπε. |
51
Καὶ ἐγένετο ἐν τῇ ἡμέρᾳ
ἐκείνῃ, ἐξήγαγε Κύριος
τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ ἐκ γῆς
Αἰγύπτου σὺν δυνάμει αὐτῶν.
|
51
Κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην
ἀπηλευθέρωσεν ὁ Κύριος τοὺς
Ἰσραηλίτας καὶ τοὺς ἔβγαλεν
ἀπὸ τὴν γῆν τῆς Αἰγύπτου
μὲ ὅλην αὐτῶν τὴν δύναμιν.
|
51
Κατὰ τὴν ἱστορικὴν λοιπὸν ἐκείνην
ἡμέραν ὁ Κύριος ἔβγαλεν ἐλευθέρους
ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον τοὺς Ἰσραηλίτας
μαζὶ μὲ ὅλα, ὅσα διέθεταν.
|