Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ἶπε
δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν λέγων·
|
ἶπεν
ἀκόμη ὁ Κύριος πρὸς τὸν
Μωϋσῆν· |
λάλησε
δὲ ὁ Κύριος εἰς τὸν Μωϋσῆν καὶ
τοῦ εἶπε: |
2
ἁγίασόν μοι πᾶν πρωτότοκον πρωτογενὲς
διανοῖγον πᾶσαν μήτραν ἐν τοῖς
υἱοῖς Ἰσραὴλ ἀπὸ ἀνθρώπου
ἕως κτήνους· ἐμοὶ ἐστιν.
|
2
<νὰ ἀφιερώσῃς εἰς ἐμὲ
κάθε πρωτότοκον, κάθε πρωτογέννητον
μεταξὺ τῶν Ἰσραηλιτῶν ἀπὸ
ἀνθρώπου ἕως κτήνους, τὸ ὁποῖον
ἀνοίγει μήτραν, διότι τοῦτο
ἀνήκει εἰς ἐμέ>.
|
2
<Νὰ μοῦ ξεχωρίσῃς καὶ νὰ
μοῦ ἀφιερώσῃς κάθε πρωτότοκον, κάθε
ἀρσενικὸν ποὺ γεννᾶται πρῶτον
καὶ ἀνοίγει κάθε μήτραν μεταξὺ τῶν
Ἰσραηλιτῶν, ἀπὸ ἀνθρώπου μέχρι
ζώου. Τὰ πρωτότοκα ἀνήκουν εἰς ἐμέ,
ποὺ σᾶς ἐλύτρωσα>.
|
3
Εἶπε δὲ Μωυσῆς πρὸς τὸν λαόν·
μνημονεύετε τὴν ἡμέραν ταύτην,
ἐν ᾗ ἐξήλθετε ἐκ γῆς Αἰγύπτου,
ἐξ οἴκου δουλείας· ἐν γὰρ
χειρὶ κραταιᾷ ἐξήγαγεν ὑμᾶς
Κύριος ἐντεῦθεν· καὶ οὐ
βρωθήσεται ζύμη. |
3
Εἶπεν ὁ Μωϋσῆς πρὸς τὸν λαόν·
<νὰ ἐνθυμῆσθε τὴν ἡμέραν
αὐτήν, κατὰ τὴν ὁποῖον
ἐξήλθατε ἀπὸ τὴν χώραν
τῆς Αἰγύπτου, ἀπὸ τὸν
οἶκον αὐτὸν τῆς φοβερᾶς δουλείας.
Διότι κατὰ τὴν ἡμέραν αὐτὴν
διὰ τῆς παντοδυνάμου δεξιᾶς του σᾶς
ἔβγαλεν ὁ Θεὸς ἀπὸ ἐδῶ.
Κατὰ τὴν ἡμέραν αὐτὴν
δὲν θὰ φάγεται ἄρτον, ποὺ ἔχει
προζύμι. |
3
Εἶπε δὲ ὁ Μωϋσῆς πρὸς τὸν
Ἰσραηλιτικὸν λαόν: <Πρέπει νὰ ἐνθυμῆσθε
πάντοτε τὴν ἱστορικὴν αὐτὴν
ἡμέραν, κατὰ τὴν ὁποίαν ἐβγήκατε
ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον, ἀπὸ
τὸν τόπον τῆς φρικτῆς σκλαβιᾶς. Διότι
αὐτὴν τὴν ἡμέραν σᾶς ἔβγαλεν
ἀπὸ ἐδῶ καὶ σᾶς ἐλύτρωσεν
ὁ Κύριος μὲ τὸ παντοδύναμον χέρι Του. Δὲν
πρέπει νὰ φαγωθῇ τὴν ἡμέραν αὐτὴν
ψωμὶ μὲ προζύμι. |
4
Ἐν γὰρ τῇ σήμερον ὑμεῖς
ἐκπορεύεσθε ἐν μηνὶ τῶν νέων.
|
4
Διότι σήμερον κατὰ τὸν μῆνα
τοῦτον τῶν νέων σιτηρῶν ἐξέρχεσθε
σεῖς ἐλεύθεροι ἀπὸ τὴν
Αἴγυπτον. |
4
Διότι κατὰ τὴν σημερινὴν ἡμέραν τοῦ
μηνὸς τῶν νέων σιτηρῶν φεύγετε πλέον ἐλεύθεροι
ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον.
|
5
Καὶ ἔσται ἡνίκα ἐὰν εἰσαγάγῃ
σε Κύριος ὁ Θεός σου εἰς τὴν
γῆν τῶν Χαναναίων καὶ Χετταίων
καὶ Ἀμορραίων καὶ Εὐαίων
καὶ Ἰεβουσαίων καὶ Γεργεσαίων
καὶ Φερεζαίων, ἣν ὤμοσε τοῖς
πατράσι σου δοῦναί σοι γῆν ρέουσαν
γάλα καὶ μέλι, καὶ ποιήσεις
τὴν λατρείαν ταύτην ἐν τῷ μηνὶ
τούτῳ. |
5
Ὅταν δὲ Κύριος ὁ Θεὸς σὲ
εἰσαγάγῃ εἰς τὴν χώραν
τῶν Χαναναίων, τῶν Χετταίων, τῶν
Ἀμορραίων, τῶν Εὐαίων, τῶν
Ἰεβουσαίων, τῶν Γεργεσαίων καὶ
τῶν Φερεζαίων, εἰς τὴν χώραν
τὴν ὁποίαν δι' ὅρκου ὑπεσχέθη
εἰς τοὺς πατέρας σου νὰ δώσῃ
εἰς σέ, καὶ εἰς τὴν ὁποίαν
ρέει γάλα καὶ μέλι, πρέπει νὰ
προσφέρῃς τὴν λατρείαν αὐτὴν
κατὰ τὸν μῆνα τοῦτον.
|
5
Ὅταν λοιπόν, λαὲ τοῦ Θεοῦ, θὰ
σὲ βάλῃ Κύριος ὁ Θεός σου μέσα εἰς
τὴν χώραν, ποὺ κατέχουν οἱ Χαναναῖοι
καὶ οἱ Χετταῖοι καὶ οἱ Ἀμορραῖοι
καὶ οἱ Εὐαῖοι καὶ οἱ Ἰεβουσαῖοι
καὶ οἱ Γεργεσαῖοι καὶ οἱ Φερεζαῖοι,
τὴν χώραν ποὺ ὑπεσχέθη ὁ Θεὸς
μὲ ὅρκον εἰς τοὺς πατέρας σου ὅτι
θὰ σοῦ τὴν χαρίσῃ, χώραν ὅπου
τρέχει γάλα καὶ μέλι, πρέπει τότε νὰ κάμνῃς
τὴν λατρευτικὴν αὐτὴν ἑορτὴν
κατὰ τὸν μῆνα αὐτόν.
|
6
Ἓξ ἡμέρας ἔδεσθε ἄζυμα, τῇ
δὲ ἡμέρα τῇ ἑβδόμῃ
ἑορτὴ Κυρίου·
|
6
Ἐπὶ ἓξ ἡμέρας θὰ τρώγετε
ἄρτον χωρὶς προζύμι. Ἡ ἑβδόμη
ἡμέρα - ὅπως καὶ ἡ πρώτη
- θὰ εἶναι ἐπίσημος ἑορτὴ
τοῦ Κυρίου. |
6
Ἐπὶ ἓξ ἡμέρας θὰ τρώγετε ψωμιὰ
χωρὶς προζύμι, κατὰ τὴν ἑβδόμην δὲ
ἡμέραν θὰ κάμνετε ἐπίσημον ἑορτὴν
πρὸς τιμὴν τοῦ Κυρίου.
|
7
ἄζυμα ἔδεσθε ἑπτὰ ἡμέρας,
οὐκ ὀφθήσεταί σοι ζυμωτόν, οὐδὲ
ἔσται σοι ζύμη ἐν πᾶσι τοῖς
ὁρίοις σου. |
7
Ἄρτον χωρὶς προζύμι θὰ τρώγετε
ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρας. Δὲν
θὰ παρουσιασθῇ ἄρτος ἔνζυμος εἰς
τὸ τραπέζι σου, οὔτε θὰ ὑπάρξῃ
ἔνζυμος ἄρτος εἰς τὴν περιοχήν
σου. |
7
Θὰ τρώγετε λοιπὸν ψωμιὰ χωρὶς προζύμι
ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρας. Δὲν πρέπει
νὰ φανῇ εἰς τὸ σπίτι κανενός
σας ψωμὶ μὲ προζύμι, ἀλλ’ οὔτε καὶ
προζύμι δὲν πρέπει νὰ ἔχῃ κανείς
σας, εἰς ὅλην τὴν περιοχὴν ὅπου
θὰ διαμένετε. |
8
Καὶ ἀναγγελεῖς τῷ υἱῷ
σου ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ
λέγων· διὰ τοῦτο ἐποίησε
Κύριος ὁ Θεός μοι, ὡς ἐξεπορευόμην
ἐξ Αἰγύπτου. |
8
Κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην
θὰ πληροφορήσῃς τὸν υἱόν
σου, ὅτι τοῦτο γίνεται εἰς ἀνάμνησιν
ἐκείνου, τὸ ὁποῖον ἔκαμεν
ὑπὲρ ἡμῶν ὁ Θεός, ὅταν
μὲ τὴν ἰδικήν του προστασίαν
ἐξηρχόμεθα ἐλεύθεροι ἀπὸ
τὴν Αἴγυπτον. |
8
Κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην καθένας
σας θὰ κάνῃ γνωστὸν εἰς τὸν
υἱόν του τὸ νόημα τῆς ἑορτῆς
καὶ θὰ εἰπῇ: <Τοῦτο γίνεται
δι’ αὖτο, ποὺ ἔκαμεν ὁ Κύριος, ὁ
Θεός μας, πρὸς χάριν μας, ὅταν ἐφεύγαμεν
ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον>.
|
9
Καὶ ἔσται σοι σημεῖον ἐπὶ τῆς
χειρός σου καὶ μνημόσυνον πρὸ ὀφθαλμῶν
σου, ὅπως ἂν γένηται ὁ νόμος
Κυρίου ἐν τῷ στόματί σου·
ἐν γὰρ χειρὶ κραταιᾷ ἐξήγαγέ
σε Κύριος ὁ Θεὸς ἐξ Αἰγύπτου.
|
9
Θὰ βάλῃς δὲ καὶ κάποιο
σημάδι εἰς τὸ χέρι σου, διὰ
νὰ τὸ βλέπῃς καὶ νὰ ἐνθυμῆσαι
τὸ γεγονὸς αὐτὸ τῆς ἀπελευθερώσεώς
σου. Ἔτσι δὲ ὁ Νόμος τοῦ Κυρίου
θὰ εὑρίσκεται πάντοτε εἰς τὸ
στόμα σου. Διότι μὲ τὴν παντοδύναμον
δεξιάν του σὲ ἔβγαλεν ὁ Κύριος
ἐλεύθερον ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον.
|
9
Θὰ σοῦ γίνῃ τὸ γεγονὸς αὐτὸ
σημάδι εἰς τὸ χέρι σου. Θὰ τὸ ἔχῃς
πάντοτε ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια σου καὶ
θὰ ἐνθυμῆσαι αὐτὸ ποὺ
ἔγινε τὴν ἡμέραν αὐτήν, ὥστε
ὁ νόμος αὐτός, ποὺ ὥρισεν ὁ
Κύριος διὰ τὸ Πάσχα, νὰ εἶναι συνεχῶς
εἰς τὸ στόμα σου. Διότι σὲ ἔβγαλεν
ἐλεύθερον ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον ὁ
Κύριος καὶ Θεός σου μὲ θαύματα ποὺ ἔκανε
τὸ παντοδύναμον χέρι Του. |
10
Καὶ φυλάξασθε τὸν νόμον τοῦτον
κατὰ καιροὺς ὡρῶν, ἀφ' ἡμερῶν
εἰς ἡμέρας. |
10
Θὰ φυλάξετε αὐτὸν τὸν Νόμον
κάθε χρόνον καὶ εἰς τὰς ἡμέρας
τοῦ μηνός, ποὺ ἔχει ὁρίσει
ὁ Κύριος. |
10
Πρέπει δὲ νὰ τηρῆτε τὸν νόμον αὐτὸν
ἐπακριβῶς κατὰ τὸν ὡρισμένον
καιρόν, ἀπὸ χρόνου εἰς χρόνον συνεχῶς.
|
11
Καὶ ἔσται ὡς ἂν εἰσαγάγῃ
σε Κύριος ὁ Θεός σου εἰς τὴν
γῆν τῶν Χαναναίων, ὃν τρόπον
ὤμοσε τοῖς πατράσι σου, καὶ δώσει
σοι αὐτήν, |
11
Ὅταν δὲ Κύριος ὁ Θεὸς σὲ
ἐγκαταστήσῃ εἰς τὴν γῆν
τῶν Χαναναίων καὶ δώσῃ εἰς
σὲ αὐτὴν τὴν χώραν σύμφωνα
μὲ τὴν ἔνορκον ὑπόσχεσίν
του πρὸς τοὺς πατέρας σου,
|
11
Καὶ ὅταν θὰ σὲ ὁδηγήσῃ
Κύριος ὁ Θεός σου μέσα εἰς τὴν χώραν, ποὺ
κατοικοῦν οἱ Χαναναῖοι, ὅπως ἀκριβῶς
τὸ ὑπεσχέθη μὲ ὅρκον εἰς
τοὺς πατέρας σου καὶ θὰ σοῦ τὴν
χαρίσῃ ὡς κτῆμα σου, |
12
καὶ ἀφελεῖς πᾶν διονοῖγον μήτραν,
τὰ ἀρσενικά, τῷ Κυρίῳ·
πᾶν διανοῖγον μήτραν ἐκ βουκολίων
ἢ ἐν τοῖς κτήνεσί σου, ὅσα
ἐὰν γένηταί σοι, τὰ ἀρσενικὰ
ἁγιάσεις τῷ Κυρίῳ.
|
12
θὰ βάλῃς κατὰ μέρος καὶ
θὰ ἀφιερώσῃς πρὸς τὸν
Κύριον κάθε ἀρσενικὸν πρωτογέννητον.
Κάθε, λοιπόν, πρωτογέννητον ἀρσενικὸν
ἀπὸ τὰ βόδια σου καὶ ἀπὸ
τὰ ζῶα σου, ὅσα θὰ γεννηθοῦν
μεταξύ σας, θὰ τὰ ἀφιερώσῃς
εἰς τὸν Κύριον. |
12
πρέπει νὰ ξεχωρίσῃς πρὸς τιμὴν τοῦ
Κυρίου κάθε πρωτογέννητον ἀρσενικόν. Κάθε ἀρσενικὸν
ποὺ ἀνοίγει πρῶτον τὴν μήτραν τῆς
μητέρας του ἀπὸ τὰ βόδια σου καὶ ἀπὸ
τὰ ἄλλα κτήνη σου, ποὺ θὰ ἀποκτήσης,
θὰ τὸ ἀφιερώνῃς εἰς τὸν
Κύριον. |
13
Πᾶν διανοῖγον μήτραν ὄνου ἀλλάξεις
προβάτω· ἐὰν δὲ μὴ ἀλλάξῃς,
λυτρώσῃ αὐτό. Πᾶν πρωτότοκον
ἀνθρώπου τῶν υἱῶν σου λυτρώσῃ.
|
13
Ὅμως κάθε πρωτογέννητον ὄνου θὰ
τὸ ἀντικαταστήσῃς μὲ πρόβατον.
Ἐὰν δὲν τὸ ἀντικαταστήσῃς
μὲ πρόβατον, θὰ προσφέρῃς ἀντ'
αὐτοῦ τὸ ἀνάλογον χρῆμα.
Ἐπίσης διὰ καθ' πρωτότοκον ἀνθρώπου
θὰ καταβάλῃς εἰς τὸν ναὸν
τὸ καθοριζόμενον χρῆμα.
|
13
Κάθε πρωτότοκον τῆς ὄνου ὅμως, ποὺ
εἶναι ζῶον ἀκάθαρτον καὶ ἀκατάλληλον
διὰ θυσίαν, θὰ τὸ ἀντικαθιστὰς
μὲ πρόβατον. Ἐὰν ὅμως δὲν ἠμπορῇς
νὰ τὸ ἀντικαταστήσῃς, θὰ καταβάλῃς
ἀνάλογα χρηματικὰ λύτρα, Θὰ τὸ ἀντικαταστήσῃς
δηλαδὴ μὲ χρῆμα. Χρηματικὰ λύτρα θὰ
καταβάλλῃς ἐπίσης εἰς τὸν Ναὸν
καὶ διὰ κάθε πρωτότοκον ἀνθρώπου, διότι
δὲν δέχεται ἀνθρωποθυσίας ὁ Κύριος.
|
14
Ἐὰν δὲ ἐρωτήσῃ σε ἑ
υἱός σου μετὰ ταῦτα λέγων·
τί τοῦτο; Καὶ ἐρεῖς αὐτῷ,
ὅτι ἐν χειρὶ κραταιᾷ ἐξήγαγε
Κύριος ἡμᾶς ἐκ γῆς Αἰγύπτου,
ἐξ οἴκου δουλείας·
|
14
Ἐὰν μετὰ ταῦτα σὲ ἐρωτήσῃ
ὁ υἱός σου· Τί εἶναι αὐτὸ
ποῦ κάνεις; Θὰ τοῦ ἀπαντήσῃς·
αὐτὸ τὸ κάμνω, διὰ νὰ
ἐνθυμούμεθα πάντοτε ὅτι ὁ Κύριος
μὲ τὸ παντοδύναμον χέρι του μᾶς
ἔβγαλεν ἐλευθέρους ἀπὸ τὴν
Αἴγυπτον, ἀπὸ τὴν χώραν τῆς
δουλείας. |
14
Ἐὰν δὲ εἰς τὸ μέλλον σὲ
ἐρωτήσῃ ὁ υἱός σου καὶ εἰπῇ:
<Τί νόημα ἔχει αὐτό;>, Θὰ
τοῦ ἀπαντήσῃς: <Γίνεται αὐτὴ
ἡ προσφορά, διότι μᾶς ἔβγαλε καὶ μᾶς
ἐλύτρωσεν ὁ Κύριος ἀπὸ τὴν
Αἴγυπτον, ἀπὸ τὸν τόπον τῆς
φρικτῆς σκλαβιᾶς μὲ τὸ παντοδύναμον
χέρι Του. |
15
ἡνίκα δὲ ἐσκλήρυνε Φαραὼ
ἐξαποστεῖλαι ἡμᾶς, ἀπέκτεινε
πᾶν πρωτότοκον ἐν γῆ Αἰγύπτῳ,
ἀπὸ πρωτοτόκων ἀνθρώπων ἕως
πρωτοτόκων κτηνῶν· καὶ διὰ τοῦτο
ἐγὼ θύω πᾶν διανοῖγον μήτραν,
τὰ ἀρσενικά, τῷ Κυρίῳ,
καὶ πᾶν πρωτότοκον τῶν υἱῶν
μου λυτρώσομαι. |
15
Ὅταν ὁ Φαραὼ ἐσκληρύνετο ἀπέναντί
μας καὶ μὲ κανένα τρόπον δὲν
ἤθελε νὰ μᾶς ἀφήσῃ ἐλευθέρους,
ὁ Θεός, διὰ νὰ τὸν ἐξαναγκάσῃ,
ἐθανάτωσε κάθε πρωτότοκον εἰς
τὴν χώραν τῶν Αἰγυπτίων ἀπὸ
ἀνθρώπου μέχρι κτήνους. Διὰ
τοῦτο καὶ ἐγὼ κάθε ἀρσενικὸν
πρωτότοκον ἀπὸ τὰ ζῶα τὸ
προσφέρω θυσίαν εἰς τὸν Κύριον,
διὰ κάθε δὲ πρωτότοκον τῶν υἱῶν
Ἰσραὴλ καταβάλλομεν εἰς ἐξαγορὰν
χρῆμα εἰς τὸν ναόν, ὥστε τὸ
πρωτότοκον νὰ μένῃ εἰς τὸν
οἶκον τοῦ πατρός του.
|
15
Ὅταν ἐσκληρύνθη καρδιὰ
τοῦ Φαραὼ καὶ δὲν ἤθελεν ἐπ’
οὐδενὶ λόγῳ νὰ μᾶς ἐπιτρέψῃ
νὰ φύγωμεν, ἐπενέβη ὁ Θεὸς καὶ
ἐθανάτωσε κάθε πρωτότοκον εἰς τὴν χώραν
τῆς Αἰγύπτου ἀπὸ
τὰ πρωτότοκα τῶν ἀνθρώπων μέχρι τὰ
πρωτότοκα τῶν κτηνῶν. Δι' αὐτὸν τὸν
λόγον προσφέρω τώρα θυσίαν εὐγνωμοσύνης εἰς τὸν
Κύριον κάθε ἀρσενικὸν πρωτογέννητον. Ἐπειδὴ
ὅμως δὲν δέχεται ἀνθρωποθυσίας ὁ Θεός,
διὰ τοῦτο διὰ κάθε πρωτότοκον ἀπὸ
τὰ παιδιά μου θὰ καταβάλλω εἰς τὸν
Ναὸν χρηματικὰ λύτρα>. |
16
Καὶ ἔσται εἰς σημεῖον ἐπὶ
τῆς χειρός σου καὶ ἀσάλευτον
πρὸ ὀφθαλμῶν σου· ἐν γὰρ
χειρὶ κραταιᾷ ἐξήγαγέ σε Κύριος
ἐξ Αἰγύπτου. |
16
Καὶ εἰς ἀνάμνησιν αὐτοῦ
τοῦ γεγονότος θὰ ἔχῃς κάποιο
σημεῖον εἰς τὸ χέρι σου, τὸ
ὁποῖον βλέπων πάντοτε, θὰ ἐνθυμῆσαι
ὅτι ὁ Κύριός μὲ τὸ παντοδύναμον
χέρι του σὲ ἔβγαλεν ἐλεύθερον
ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον>.
|
16
Τὸ γεγονὸς αὐτὸ θὰ εἶναι
σημάδι εἰς τὸ χέρι σου, διὰ νὰ τὸ
βλέπης πάντοτε. Θὰ τὸ ἔχῃς διαρκῶς
ἐνώπιόν σου. Διότι δὲν πρέπει νὰ λησμονῇς
ποτὲ ὅτι ὁ Κύριος μὲ τὸ παντοδύναμον
χέρι Του σὲ ἔβγαλε καὶ σὲ ἐλύτρωσεν
ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον>.
|
17
Ὡς δὲ ἐξαπέστειλε Φαραὼ τὸν
λαόν, οὐχ ὠδήγησεν αὐτοὺς
ὁ Θεὸς ὁδὸν γῆς Φυλιστιείμ,
ὅτι ἐγγὺς ἦν· εἶπε γὰρ
ὁ Θεός· μήποτε μεταμελήσῃ
τῷ λαῷ ἰδόντι πόλεμον, καὶ
ἀποστρέψῃ εἰς Αἴγυπτον.
|
17
Ὅταν δὲ ὁ Φαραὼ ἀφῆκεν
ἐλεύθερον τὸν ἰσραηλιτικὸν λαόν,
ὁ Θεὸς δὲν τοὺς ὡδήγησε
κατ' εὐθεῖαν εἰς τὴν Χαναὰν
διὰ μέσου τῆς χώρας τῶν Φιλισταίων,
διότι ἡ χώρα αὐτὴ ἧτο
πλησίον τῆς Αἰγύπτου. Ὁ Θεὸς
ἐσκέφθη, μήπως τυχὸν συναντήσῃ
πόλεμον ἐκ μέρους τῶν Φιλισταίων
ὁ ἰσραηλιτικὸς λαὸς καὶ μεταμεληθεὶς
ἐπιστρέψῃ εἰς τὴν Αἴγυπτον.
|
17
Ὅταν ὁ Φαραὼ ἔδωσεν ἐσπευσμένως
τὴν ἄδειάν του, διὰ νὰ ἀναχωρήσῃ
ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαός, ὁ Θεὸς
δὲν τοὺς ὠδήγησε πρὸς τὴν
Χαναὰν διὰ μέσου τῆς χώρας τῶν Φιλισταίων,
μολονότι ὁ δρόμος αὐτὸς ἦτο συντομότερος,
διότι ἦτο κοντὰ εἰς τὴν Αἴγυπτον.
Ἔγινε δὲ αὐτό, διότι εἶπεν ὁ
Θεός: <Μήπως ὁ λαός μου, ὅταν ἰδῇ
ἐξ ἀρχῆς ὅτι πρέπει νὰ πολεμήσῃ
πρὸς τὸν πολεμοχαρῆ λαὸν τῶν
Φιλισταίων, ἀλλάξῃ γνώμην καὶ ἐπιστρέψῃ
πάλιν εἰς τὴν Αἴγυπτον>.
|
18
Καὶ ἐκύκλωσεν ὁ Θεὸς τὸν
λαὸν ὁδὸν τὴν εἰς τὴν
ἔρημον, εἰς τὴν Ἐρυθρὰν θάλασσαν,
πέμπτη δὲ γενεᾷ ἀνέβησαν οἱ
υἱοὶ Ἰσραὴλ ἐκ γῆς Αἰγύπτου.
|
18
Δι' αὐτὸ διέταξεν ὁ Θεὸς νὰ
πορευθοῦν οἱ Ἰσραηλῖται κυκλικῶς
διὰ τῆς ὁδοῦ, ποὺ ὁδηγεῖ
εἰς τὴν ἔρημον καὶ εἰς τὴν
Ἐρυθρὰν Θάλασσαν. Οἱ Ἰσραηλῖται
κατὰ τὴν πέμπτην γενεάν, ἀπὸ
τότε ποὺ εἰσῆλθον εἰς τὴν
Αἴγυπτον, ἐξῆλθον ἀπὸ αὐτήν.
|
18
Ὠδήγησε λοιπὸν τὸν λαὸν Του
ὁ Θεὸς ἔτσι, ὥστε νὰ κάνουν
κύκλον καὶ νὰ πάρουν τὸν δρόμον πρὸς
τὴν ἔρημον καὶ τὴν Ἐρυθρὰν
θάλασσαν. Οἱ Ἰσραηλῖται, ποὺ ἔβγαιναν
τότε ἐλεύθεροι ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον,
ἀποτελοῦσαν τὴν πέμπτην γενεὰν ἐκείνων,
ποὺ εἶχαν ἐγκατασταθῇ εἰς τὴν
χώραν τοῦ Φαραὼ ἐπὶ Ἰωσήφ.
|
19
Καὶ ἔλαβε Μωυσῆς τὰ ὀστᾶ
Ἰωσὴφ μεθ' ἑαυτοῦ· ὅρκῳ
γὰρ ὥρκισε τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ
λέγων· ἐπισκοπῇ ἐπισκέψεται
ὑμᾶς Κύριος καὶ συνανοίσετέ
μου τὰ ὀστᾶ ἐντεῦθεν μεθ' ὑμῶν.
|
19
Ὁ δὲ Μωϋσῆς ἐπῆρε μαζῆ
του καὶ τὰ ὀστᾶ τοῦ Ἰωσήφ,
διότι ὁ Ἰωσὴφ εἶχεν ὁρκίσει
τοὺς Ἰσραηλίτας λέγων· <θὰ
σᾶς ἐπισκεφθῇ ἀσφαλῶς καὶ
βεβαίως ὁ παντοδύναμος Κύριος, διὰ
νὰ σᾶς ἐπαναφέρῃ εἰς τὴν
Χαναάν. Νὰ πάρετε τότε μαζῆ
σας ἀπὸ ἐδῶ τὰ ὀστᾶ
μου>. |
19
Ἐπῆρε δὲ ὁ Μωϋσῆς μαζί
του καὶ τὰ ὀστᾶ τοῦ Ἰωσήφ.
Τὸ ἔκανε τοῦτο, διότι
Ἰωσὴφ ὀλίγον πρὸ τοῦ
θανάτου του ὥρκισε τοὺς 1σραηλίτας καὶ εἶπε:
<Ὁπωσδήποτε κάποτε ὁ Θεὸς θὰ δείξῃ
τὴν προστασίαν Του εἰς σᾶς καὶ θὰ
σᾶς ἐπαναφέρῃ εἰς τὴν Χαναάν.
Θέλω λοιπὸν νὰ πάρετε μαζί σας ἀπὸ
ἐδῶ καὶ τὰ ὀστά μου>.
|
20
Ἐξάραντες δὲ οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ
ἐκ Σοκχὼθ ἐστρατοπέδευσαν ἐν
Ὀθὼμ παρὰ τὴν ἔρημον.
|
20
Ἐξεκίνησαν οἱ Ἰσραηλῖται ἀπὸ
τὴν Σοκχὼθ καὶ στρατοπέδευσαν εἰς
Ὀθώμ, πλησίον τῆς ἐρήμου.
|
20
Καὶ ἀφοῦ ἐξεκίνησαν οἱ
Ἰσραηλῖται ἀπὸ τὴν Σοκχώθ, ἦλθαν
καὶ ἐστρατοπέδευσαν εἰς τὴν Ὀθώμ,
ποὺ εὑρίσκεται εἰς τὸ ἄκρον
τῆς ἐρήμου. |
21
Ὁ δὲ Θεὸς ἡγεῖτο αὐτῶν,
ἡμέρας μὲν ἐν στύλῳ νεφέλης,
δεῖξαι αὐτοῖς τὴν ὁδόν,
τὴν δὲ νύκτα ἐν στύλῳ
πυρός· |
21
Ὁ δὲ Θεὸς ὠδηγοῦσεν αὐτοὺς
καὶ τοὺς ἐδείκνυε τὴν ὁδὸν
κατὰ μὲν τὴν ἡμέραν μὲ
νεφέλην ὑπὸ μορφὴν στύλου, τὴν
δὲ νύκτα μὲ πύρινον στῦλον,
ὥστε καὶ νὰ τοὺς φωτίζῃ.
|
21
Ἐπὶ κεφαλῆς δὲ τῆς πορείας των
ἦτο ὁ Θεός, κατὰ τὴν ἡμέραν
μὲν μὲ στῦλον δροσερᾶς νεφέλης, διὰ
νὰ σκιάζῃ καὶ νὰ τοὺς δείχνῃ
τὸν δρόμον μέσα εἰς τὴν ἔρημον, κατὰ
δὲ τὴν νύκτα μὲ στῦλον φωτεινόν, διὰ
νὰ φωτίζῃ καὶ νὰ τοὺς ὁδηγῇ,
ὥστε νὰ προχωροῦν ἡμέραν καὶ
νύκτα. |
22
οὐκ ἐξέλιπε δὲ ὁ στῦλος
τῆς νεφέλης ἡμέρας καὶ ὁ
στῦλος τοῦ πυρὸς νυκτὸς ἐναντίον
τοῦ λαοῦ παντός. |
22
Ποτὲ δὲ ὁ στῦλος τῆς νεφέλης
κατὰ τὴν ἡμέραν καὶ ὁ
στῦλος τοῦ πυρὸς κατὰ τὴν νύκτα
δὲν ἔλειψαν ἐνώπιον τοῦ ἰσραηλιτικοῦ
λαοῦ. |
22
Καθ’ ὃλην δὲ τὴν διαδρομὴν δὲν
ἔλειψαν ποτὲ ἐμπρὸς ἀπὸ
ὅλον τὸν λαὸν οὔτε ὁ στῦλος
τῆς νεφέλης τὴν ἡμέραν, οὔτε ὁ
πύρινος στῦλος τὴν νύκτα. |