Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
ἐλάλησε Κύριος πάντας τοὺς λόγους
τούτους λέγων·
|
αὶ
ἐλάλησε τότε ὁ Κύριος ὅλους
τοὺς λόγους τούτους λέγων·
|
αὶ
ὡμίλησεν ὁ Θεὸς καὶ εἶπεν ὅλα
αὐτὰ τὰ λόγια: |
2
ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ Θεός
σου, ὅστις ἐξήγαγόν σε ἐκ γῆς
Αἰγύπτου, ἐξ οἴκου δουλείας.
|
2
Ἐγὼ εἶμαι Κύριος ὁ Θεός
σου, ὁ ὁποῖος σε ἔβγαλα ἀπὸ
τὴν Αἴγυπτον, ἀπὸ
τὴν χώραν ἐκείνην τῆς
δουλείας.
|
2
<Ἐγὼ εἶμαι, λαέ μου, ὁ Κύριος,
ὁ Θεός σου, ὁ Ὁποῖος σὲ ἔβγαλα
ἐλεύθερον ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον καὶ
σὲ ἐλύτρωσα ἀπὸ τὸν τόπον
τῆς σκληρᾶς δουλείας. |
3
Οὐκ ἔσονταί σοι θεοὶ ἕτεροι
πλὴν ἐμοῦ. |
3
Δὲν θὰ ὑπάρχουν διὰ σὲ
ἄλλοι θεοὶ πλὴν ἐμοῦ.
|
3
Ἐκτὸς ἀπὸ ἐμὲ δὲν
πρέπει νὰ ἔχῃς ἄλλους θεούς, διὰ
νὰ τοὺς λατρεύῃς ὅπως οἱ ἄλλοι
λαοί. |
4
Οὐ ποιήσεις σεαυτῷ εἴδωλον, οὐδὲ
παντὸς ὁμοίωμα, ὅσα ἐν τῷ
οὐρανῷ ἄνω καὶ ὅσα ἐν
τῇ γῇ κάτω καὶ ὅσα ἐν
τοῖς ὕδασιν ὑποκάτω τῆς γῆς·
|
4
Δὲν θὰ κατασκευάσῃς ποτὲ διὰ
τὸν ἑαυτόν σου εἴδωλον
οὔτε εἰκόνα ἀπὸ ὅσα ὑπάρχουν
εἰς τὸν οὐρανὸν
ἄνω, ὅσα
εἰς τὴν γῆν κάτω καὶ
ὅσα εἰς τὰ ὕδατα κάτω ἀπὸ
τὴν γῆν. |
4
Δὲν πρέπει νὰ κατασκευάσῃς κάποιο εἴδωλον,
ποὺ νὰ τὸ ἔχῃς καὶ νὰ
τὸ λατρεύῃς σὰν θέον, οὔτε κάτι ποὺ
νὰ εἰκονίζῃ αὐτὰ ποὺ
ὑπάρχουν ἐπάνω εἰς τὸν οὐρανόν,
ἄστρα δηλαδὴ καὶ πουλιά, ἢ αὐτὰ
ποὺ ὑπάρχουν κάτω εἰς τὴν γῆν,
ἀνθρώπους δηλαδὴ καὶ ζῶα, ἢ
ὅσα ὑπάρχουν κάτω ἀπὸ τὴν γῆν
μέσα εἰς τὴν θάλασσαν, δηλαδὴ ψάρια καὶ
κροκοδείλους, ὅπως κάμνουν διάφοροι λαοὶ
|
5
οὐ προσκυνήσεις αὐτοῖς, οὐδὲ
μὴ λατρεύσεις αὐτοῖς· ἐγὼ
γάρ εἰμι Κύριος ὁ Θεός σου,
Θεὸς ζηλωτής, ἀποδιδοὺς ἁμαρτίας
πατέρων ἐπὶ τέκνα, ἕως τρίτης
καὶ τετάρτης γενεᾶς τοῖς μισοῦσί
με |
5
Δὲν θὰ προσκυνήσῃς αὐτά,
οὔτε θὰ τὰ λατρεύσῃς· διότι
Ἐγὼ εἶμαι Κύριος ὁ Θεός
σου, Θεὸς ζηλότυπος, ὁ ὁποῖος
ἐπιβάλλει τιμωρίας εἰς τὰ τέκνα
διὰ τὰς ἁμαρτίας τῶν γονέων
των μέχρι τρίτης καὶ τετάρτης γενεᾶς,
εἰς ὅσους μὲ μισοῦν.
|
5
Σύ, ὁ λαός μου, δὲν πρέπει νὰ προσκυνήσῃς
αὐτὰ τὰ εἴδωλα, οὔτε νὰ
λατρεύσῃς αὐτοὺς τοὺς ψευδεῖς
θεούς.
Διότι
ἐγὼ καὶ μόνον εἶμαι ὁ Κύριος,
ὁ Θεός σου, Θεὸς ζηλότυπος. Ἀποστρέφομαι
καὶ δὲν ἀνέχομαι τὴν εἰδωλολατρίαν.
Ἀποδίδω καὶ τιμωρῶ τὰς ἁμαρτίας
τῶν γονέων, ποὺ μὲ μισοῦν, εἰς
τὰ τέκνα των ἕως τρίτης καὶ τετάρτης γενεᾶς,
ἐὰν βεβαίως αὐτὰ μιμοῦνται τοὺς
γονεῖς των. |
6
καὶ ποιῶν ἔλεος εἰς χιλιάδας
τοῖς ἀγαπῶσί με καὶ τοῖς
φυλάσσουσι τὰ προστάγματά μου.
|
6
Ἀλλὰ στέλλω τὸ ἔλεός
μου εἰς τὰς χιλιάδας ἐκείνων,
ποὺ μὲ ἀγαποῦν καὶ φυλάσσουν
τὰς ἐντολάς
μου.
|
6
Ἀντιθέτως ἐκδηλώνω ἀνεξάντλητον ἔλέος
καὶ εὐσπλαγχνίαν εἰς χιλιάδας ἀνθρώπων,
ποὺ εἶναι ἀπόγονοι ἐκείνων, ποὺ
μὲ ἀγαποῦν καὶ ἐφαρμόζουν
τὰς ἐντολάς μου. |
7
Οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ
Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίῳ· οὐ
γὰρ μὴ καθαρίσῃ Κύριος ὁ
Θεός σου τὸν λαμβάνοντα τὸ ὄνομα
αὐτοῦ ἐπὶ ματαίῳ.
|
7
Δὲν θὰ πάρῃς
εἰς τὸ στόμα σου
τὸ ὄνομα τοῦ
Κυρίου ματαίως καὶ
χωρὶς λόγον, διότι ὁ Κύριος
δὲν θὰ θεωρήσῃ ἀθῶον ἐκεῖνον,
ὁ ὁποῖος προφέρει τὸ ὄνομά
του ματαίως καὶ ἀνευλαβῶς.
|
7
Δὲν θὰ παίρνῃς εἰς τὸ στόμα
σου τὸ Ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου διὰ
ματαίας καὶ μηδαμινὰς ὑποθέσεις σου, ἢ
διὰ νὰ καλύπτῃς τὰς ἁμαρτωλὰς
ἐνεργείας σου. Διότι ὁ Κύριος, ὁ Θεός σου,
θὰ θεωρῇ ἀκάθαρτον, μολυσμένον καὶ
ἔνοχον καθένα, ποὺ χρησιμοποιεῖ κακῶς
καὶ χωρὶς σεβασμὸν τὸ Ὄνομά
Του. |
8
Μνήσθητι τὴν ἡμέραν τῶν σαββάτων
ἁγιάζειν αὐτήν.
|
8
Ἐνθυμήσου νὰ ἀφιερώνῃς
τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου εἰς
ἐμὲ καὶ νὰ τηρῇς κατὰ
τὴν ἡμέραν αὐτὴν ἀργίαν.
|
8
Νὰ ἐνθυμῆσαι πάντοτε τὴν ἡμέραν
τοῦ Σαββάτου καὶ νὰ τὴν κρατῇς
ὡς ἱερὰν καὶ ἁγίαν, ξεχωριστήν,
ἀφιερωμένην εἰς τὸν Θεόν.
|
9
Ἕξ ἡμέρας ἐργᾷ καὶ ποιήσεις
πάντα τὰ ἔργα σου·
|
9
Ἓξ ἡμέρας πρέπει
νὰ ἐργάζεσαι
καὶ νὰ κάνῃς
ὅλα τὰ ἔργα σου·
|
9
Ἐπὶ ἕξ ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος
θὰ ἐργάζεσαι καὶ θὰ κάμνῃς
ὅλας τὰς ἐργασίας σου.
|
10
τῇ δὲ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ
σάββατα Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου·
οὐ ποιήσεις ἐν αὐτῇ πᾶν
ἔργον, σὺ καὶ ὁ υἱός σου
καὶ ἡ θυγάτηρ σου, ὁ παῖς σου
καὶ ἡ παιδίσκη σου, ὁ βοῦς σου
καὶ τὸ ὑποζύγιόν σου καὶ
πᾶν κτῆνός σου καὶ ὁ προσήλυτος
ὁ παροικῶν ἐν σοί.
|
10
τὴν δὲ ἡμέραν τὴν ἑβδόμην,
ἡμέραν ἀναπαύσεως, θὰ τὴν
ἀφιερώνῃς εἰς
Κύριον τὸν Θεόν σου.
Κατ' αὐτὴν δὲν θὰ κάμῃς
κανένα ἔργον σὺ
καὶ ὁ
υἱός σου
καὶ ἡ θυγάτηρ σου καὶ ὁ
δοῦλος σου καὶ ἡ
δούλη σου, τὸ βόδι σου, τὸ ὑποζύγιόν
σου καὶ κάθε ζῶον σου· καὶ
αὐτὸς ἀκόμη
ὁ ξένος, ὁ ὁποῖος παραμένει
προσωρινῶς κοντά σου.
|
10
Κατὰ τὴν ἑβδόμην ὅμως ἡμέραν
θὰ διακόπτῃς τὴν ἐργασίαν πρὸς
τιμὴν Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου. Δὲν θὰ
κάμνῃς κατὰ τὴν ἡμέραν αὐτὴν
καμμίαν ἐργασίαν βιοποριστικὴν οὔτε σύ,
οὔτε ὁ υἱός σου, οὔτε ἡ κόρη
σου, οὔτε ὁ δοῦλος σου, οὔτε ἡ
δούλη σου, οὔτε τὸ βόδι σου, οὔτε ὁ
ὄνος σου, οὔτε κάθε κατοικίδιον ζῶον σου,
ἀλλ’ οὔτε καὶ κάθε ξένος, ποὺ διαμένει
προσωρινῶς μαζί σου. |
11
Ἐν γὰρ ἓξ ἡμέραις ἐποίησε
Κύριος τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν
γῆν καὶ τὴν θάλασσαν καὶ πάντα
τὰ ἐν αὐτοῖς καὶ κατέπαυσε
τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ·
διὰ τοῦτο εὐλόγησε Κύριος τὴν
ἡμέραν τὴν ἑβδόμην καὶ
ἡγίασεν αὐτήν.
|
11
Διότι εἰς ἓξ ἡμέρας ἐδημιούργησεν
ὁ Θεὸς τὸν οὐρανόν, τὴν
γῆν, τὴν θάλασσαν καὶ ὅλα ὅσα
ὑπάρχουν εἰς αὐτά.
Καὶ κατέπαυσε κατὰ
τὴν ἑβδόμην ἡμέραν. Διὰ
τοῦτο ὁ Κύριος εὐλόγησε τὴν
ἑβδόμην ἡμέραν καὶ τὴν
ἔκαμε καὶ δι' ἡμᾶς ἁγίαν,
ἀφιερωμένην εἰς αὐτόν.
|
11
Θὰ τηρῇς τὴν ἀργίαν τοῦ Σαββάτου,
διότι ὁ Κύριος εἰς ἕξ ἡμέρας ἐδημιούργησε
τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν
καὶ τὴν θάλασσαν καὶ ὅλα τὰ
δημιουργήματα, ποὺ ὑπάρχουν εἰς αὐτά,
κατὰ δὲ τὴν ἑβδόμην ἡμέραν διέκοψε
τὰ ἔργα Του καὶ ἀνεπαύθη. Διὰ
τοῦτο εὐλόγησεν ὁ Θεὸς τὴν ἑβδόμην
ἡμέραν καὶ τὴν ἐξεχώρισεν, ὥστε
νὰ εἶναι ἁγία καὶ ἱερὰ
πρὸς τιμὴν Του. |
12
Τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν
μητέρα σου, ἵνα εὖ σοι γένηται,
καὶ ἵνα μακροχρόνιος γένῃ ἐπὶ
τῆς γῆς τῆς ἀγαθῆς, ἧς
Κύριος ὁ Θεός σου διδῶσί
σοι. |
12
Τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν
μητέρα σου, διὰ νὰ εὐημερήσῃς
καὶ γίνῃς μακροχρόνιος εἰς τὴν
πλουσίαν καὶ εὔφορον χώραν, τὴν
ὁποίαν θὰ σοῦ δώσῃ ὁ
Κύριος.
|
12
Νὰ τιμᾷς καὶ νὰ σέβεσαι μὲ λόγια
καὶ ἔργα ἕως τοῦ θανάτου των τὸν
πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου, διὰ νὰ
εὐτυχῇς καὶ νὰ ζῇς πολλὰ
χρόνια μέσα εἰς τὰ ἄφθονα ἀγαθὰ
τῆς γῆς τῆς ἐπαγγελίας, ποὺ
σοῦ χαρίζει ὁ Κύριος, ὁ Θεός σου.
|
13
Οὐ μοιχεύσεις. |
13
Δὲν θὰ μοιχεύσῃς.
|
13
Δὲν θὰ μοιχέυσῃς. Δὲν θὰ ἔχῃς
σχέσεις ἁμαρτωλὰς καὶ ἐνόχους.
|
14
Οὐ κλέψεις. |
14
Δὲν θὰ κλέψῃς.
|
14
Δὲν θὰ κλέψῃς. Δὲν θὰ πάρῃς
μὲ κανένα τρόπον τὰ ἀγαθά, ποὺ ἀνήκουν
εἰς ἄλλον. |
15
Οὐ φονεύσεις. |
15
Δὲν θὰ φονεύσῃς.
|
15
Δὲν θὰ σκοτώσῃς. Δὲν θὰ ἀφαιρέσῃς
κατ’ οὐδένα τρόπον τὴν ζωὴν τοῦ
συνανθρώπου σου. |
16
Οὐ ψευδομαρτυρήσεις κατὰ τοῦ πλησίον
σου μαρτυρίαν ψευδῆ.
|
16
Δὲν θὰ καταθέσῃς ποτε μαρτυρίαν
ψευδῆ ἐναντίον τοῦ πλησίον
σου. |
16
Δὲν θὰ μαρτυρῇς ψευδῶς εἰς βάρος
τοῦ συνανθρώπου σου. |
17
Οὐχ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα
τοῦ πλησίον σου, οὐκ ἐπιθυμήσεις
τὴν οἰκίαν τοῦ πλησίον σου οὔτε
τὸν ἀγρὸν αὐτοῦ οὔτε τὸν
παῖδα αὐτοῦ οὔτε τὴν παιδίσκην
αὐτοῦ οὔτε τοῦ βοὸς αὐτοῦ
οὔτε τοῦ ὑποζυγίου αὐτοῦ
οὔτε παντὸς κτήνους αὐτοῦ οὔτε
ὅσα τῷ πλησίον σου ἐστί.
|
17
Δὲν θὰ ἐπιθυμήσῃς τὴν
γυναῖκα τοῦ πλησίον σου. Δὲν θὰ
ἐπιθυμήσῃς τὴν
οἰκίαν τοῦ πλησίον
σου, οὔτε τὸν ἀγρόν του, οὔτε
τὸν δοῦλον του, οὔτε τὴν δούλην
του, οὔτε τὸ βόδι του, οὔτε τὸ
ὑποζύγιόν του, οὔτε κανένα ἄλλο
ἀπὸ τὰ κτήνη του καὶ γενικῶς
τίποτε ἀπὸ ὅσα ἀνήκουν
εἰς τὸν πλησίον σου>.
|
17
Δὲν θὰ ποθήσῃς νὰ ἔχῃς
ἰδικήν σου τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον
σου. Δὲν θὰ ποθήσῃς ἐπίσης τὸ
σπίτι τοῦ συνανθρώπου σου, οὔτε τὸ χωράφι
του, οὔτε τὸν δοῦλον του, οὔτε τὴν
δούλην του, οὔτε τὸ βόδι του, οὔτε τὸν
ὄνον του, οὔτε ὁποιοδήποτε κατοικίδιον
ζῶον του. Γενικῶς δὲν θὰ ἐπιθυμήσῃς
νὰ ἔχῃς ὅσα ἀνήκουν εἰς
τὸν πλησίον σου, διότι σύντομα ἡ ἐπιθυμία
αὐτὴ θὰ σὲ ὁδηγήσῃ
καὶ εἰς πράξεις ἁμαρτωλάς>.
|
18
Καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἑώρα τὴν
φωνὴν καὶ τὰς λαμπάδας καὶ τὴν
φωνὴν τῆς σάλπιγγος καὶ τὸ ὄρος
τὸ καπνίζον· φοβηθέντες δὲ πᾶς
ὁ λαὸς ἔστησαν μακρόθεν.
|
18
Ὅλος ὁ λαὸς ἤκουε τὴν φωνὴν
τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν ἦχον τῶν
σαλπίγγων, ἔβλεπε τὰς φλόγας καὶ
τὸ καπνίζον ὄρος Σινά, ἐφοβήθησαν
δὲ ὅλοι καὶ ἐστάθησαν μακρὰν
ἀπὸ τὸ ὄρος Σινά.
|
18
Καὶ ὅλος ὁ λαὸς ἤκουε τὴν
φωνήν, καὶ ἔβλεπε τὰς φλόγας καὶ τοὺς
καπνούς, ποὺ ἀνέβαιναν πρὸς τὸν οὐρανὸν
ἀπὸ τὸ βουνό, ἤκουε δὲ καὶ
τὸν ἦχον τῆς σάλπιγγος. Ἐκυριεύθησαν
δὲ ὅλοι ἀπὸ φόβον καὶ ἐστάθησαν
εἰς μακρινὴν ἀπόστασιν ἀπὸ τὸ
βουνό. |
19
Καὶ εἶπαν πρὸς Μωυσῆν· λάλησον
σὺ ἡμῖν, καὶ μὴ λαλείτω
πρὸς ἡμᾶς ὁ Θεός, μὴ ἀποθάνωμεν.
|
19
Καταπτοημένοι τότε οἱ Ἰσραηλῖται
εἶπαν πρὸς τὸν Μωϋσῆν· <μίλησε
σὺ πρὸς ἡμᾶς καὶ ἂς μὴ
λαλῇ ὁ Θεὸς πρὸς ἡμᾶς,
διὰ νὰ μὴ ἀποθάνωμεν>.
|
19
Καὶ εἶπαν πρὸς τὸν Μωϋσην: <Γίνε
μεσίτης μας! Νὰ ὁμιλῇς σὺ πρὸς
ἡμᾶς! Ἂςμὴ ὁμιλῇ ἀπ’
εὐθείας εἰς ἡμᾶς ὁ Θεός! Φοβούμεθα
μήπως πεθάνωμεν ἀπὸ τὸν τρόμον μας>.
|
20
Καὶ λέγει αὐτοῖς Μωυσῆς·
θαρσεῖτε, ἕνεκεν γὰρ τοῦ πειράσαι
ὑμᾶς παρεγενήθη ὁ Θεὸς πρὸς
ὑμᾶς, ὅπως ἂν γένηται ὁ
φόβος αὐτοῦ ἐν ὑμῖν, ἵνα
μὴ ἁμαρτάνητε.
|
20
Ἀπήντησε πρὸς αὐτοὺς ὁ
Μωϋσῆς· <ἔχετε θάρρος! Ἦλθεν
ὁ Θεὸς κοντά σας, διὰ νὰ σᾶς
θέσῃ ὑπὸ δοκιμασίαν, διὰ
νὰ αἰσθανθῆτε μέσα σας τὸν φόβον
του καὶ νὰ μὴ ἁμαρτάνετε πλέον>.
|
20
Καὶ ὁ Μωϋσῆς, τοὺς λέγει: <Ἔχετε
θάρρος! Μὴ τὰ χάνετε! Διότι ἔγιναν ὅλα
αὐτὰ καὶ σᾶς ἐπλησίασεν ὁ
Θεός, διὰ νὰ σᾶς βάλῃ εἰς δοκιμασίαν
καὶ διὰ νὰ ἔχετε πάντοτε μέσα σας
τὸν φόβον αὐτὸν οὕτως, ὥστε
νὰ μὴ παραβαίνετε τὸν Νόμον Του καὶ
ἁμαρτάνετε>. |
21
Εἱστήκει δὲ ὁ λαὸς μακρόθεν,
Μωυσῆς δὲ εἰσῆλθεν εἰς τὸν
γνόφον, οὖ ἦν ὁ Θεός.
|
21
Ὁ λαὸς ἐστέκετο ὄρθιος μακρὰν
ἀπὸ τὸ ὄρος, ὁ δὲ Μωϋσῆς
εἰσῆλθεν εἰς τὴν σκιερὰν νεφέλην,
ὅπου ἦτο ὁ Θεός.
|
21
Ἐνῷ δὲ ἔστεκε φοβισμένος ὁ λαὸς
εἰς μακρινὴν ἀπόστασιν, ὁ Μωϋσῆς
ἀνέβη εἰς τὸ βουνὸ καὶ ἐμβῆκεν
εἰς τὸ πυκνὸν συννεφον, ἐκεῖ
ὅπου ἦτο ὁ Θεός. |
22
Εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν·
τάδε ἐρεῖς τῷ οἴκῳ Ἰακὼβ
καὶ ἀναγγελεῖς τοῖς υἱοῖς
Ἰσραήλ· ὑμεῖς ἑωράκατε
ὅτι ἐκ τοῦ οὐρανοῦ λελάληκα
πρὸς ὑμᾶς·
|
22
Εἶπε δὲ ὁ Κύριος πρὸς τὸν
Μωϋσῆν· <αὐτὰ θὰ πῇς
εἰς τὸ ἔθνος τοῦ ἰακώβ,
αὐτὰ θὰ ἀναγγείλης εἰς
τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰσραήλ·
Μὲ τὰ ἴδια σας τὰ μάτια εἴδατε
ὅτι σᾶς ὡμίλησα ἐγὼ ὁ
Θεὸς ἀπὸ τὸν οὐρανόν!
|
22
Εἶπε δὲ ὁ Κύριος πρὸς τὸν Μωϋσῆν:
<Αὐτὰ θὰ εἰπῇς εἰς
τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰακώβ. Αὐτὰ
θὰ ἀνακοινώσῃς εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας:
Εἴδατε μὲ τὰ μάτια σας ὅτι Ἐγὼ
ὁ Κύριος ἐνεφανίσθην καὶ σᾶς ὡμίλησα
ἀπὸ τὰ ὕψη τοῦ οὐρανοῦ.
|
23
Οὐ ποιήσετε ὑμῖν αὐτοῖς
θεοὺς ἀργυροῦς καὶ θεοὺς χρυσοῦς
οὐ ποιήσετε ὑμῖν αὐτοῖς.
|
23
Λοιπόν, δὲν θὰ κατασκευάσετε διὰ
τὸν ἑαυτόν σας θεοὺς ἀσημένιους,
οὔτε θεοὺς χρυσοῦς θὰ κάμετε
διὰ τὸν ἑαυτόν σας.
|
23
Ἐπαναλαμβάνω: Δὲν θὰ κατασκευάσετε διὰ
τοὺς ἑαυτούς σας θεοὺς ἀπὸ
άσῆμι! Δὲν θὰ κατασκευάσετε θεοὺς
ἀπὸ χρυσάφι, εἴδωλα δηλαδὴ διὰ
νὰ τὰ ἔχετε καὶ νὰ τὰ
λατρεύετε σὰν θεούς. |
24
Θυσιαστήριον ἐκ γῆς ποιήσετέ
μοι καὶ θύσετε ἐπ' αὐτοῦ τὰ
ὁλοκαυτώματα ὑμῶν καὶ τὰ
σωτήια ὑμῶν καὶ τὰ πρόβατα
καὶ τοὺς μόσχους ὑμῶν ἐν
παντὶ τόπῳ, οὖ ἐὰν ἐπονομάσω
τὸ ὄνομά μου ἐκεῖ, καὶ
ἥξω πρὸς σὲ καὶ εὐλογήσω
σε. |
24
Θὰ κτίσετε δι' ἐμὲ θυσιαστήριον
ἀπὸ χῶμα καὶ ἐπάνω εἰς
αὐτὸ θὰ θυσιάζετε τὰ ὁλοκαυτώματά
σας, θὰ προσφέρετε τὰς εὐχαριστηρίους
διὰ τὴν σωτηρίαν σας θυσίας, τὰ
πρὸς θυσίαν πρόβατα, τὰ βόδια
σας καὶ τὰ μοσχάρια σας. Εἰς κάθε
τόπον, τὸν ὁποῖον ἐγὼ
θὰ θελήσω νὰ ἀφιερωθῇ εἰς
τὸ ὄνομά μου, ἐκεῖ θὰ
ἔρχωμαι πρὸς σὲ καὶ θὰ σὲ
εὐλογῶ. |
24
Θὰ κατασκευάσετε ἀντιθέτως ἕνα ἀπλοῦν
θυσιαστήριον ἀπὸ χῶμα πρὸς τιμήν μου
καὶ θὰ θυσιάζετε ἐπάνω εἰς αὐτὸ
τὰ ζῶα σας, ποὺ θὰ καίωνται ὁλόκληρα,καὶ
θὰ προσφέρετε τὰς ἄλλας θυσίας σας, τὰς
εἰρηνικὰς δηλαδὴ ποὺ θὰ προσφέρετε
εἰς ἐκδήλωσιν εὐγνωμοσύνης διὰ
τὴν διάσωσίν σας. Θὰ προσφέρετε ἐπίσης
καὶ τὰ πρόβατα καὶ τὰ μοσχάρια σας
εἰς κάθε τόπον, ὅπου θὰ ὁρίσω νὰ
τελοῦνται θυσίαι καὶ νὰ γίνεται ἐπίκλησις
τοῦ Ὀνόματός μου, καὶ θὰ ἐρχωμαι
ἐκεῖ πρὸς σέ, λαέ μου, καὶ θὰ
σὲ εὐλογῶ. |
25
Ἐὰν δὲ θυσιαστήριον ἐκ λίθων
ποιῇς μοι, οὐκ οἰκοδομήσεις αὐτοὺς
τμητούς· τὸ γὰρ ἐγχειρίδιόν
σου ἐπιβέβληκας ἐπ' αὐτούς,
καὶ μεμίανται. |
25
Ἐὰν δὲ κατασκευάσῃς θυσιαστήριον
ἀπὸ λίθους, δὲν θὰ πελεκήσῃς
αὐτοὺς τοὺς λίθους, διότι, ἐὰν
θὰ ἔχῃς βάλει σμίλην εἰς
τοὺς λίθους αὐτούς, θὰ εἶναι
αὐτοὶ μολυσμένοι. |
25
Ἐὰν δὲ κατασκευάζῃς πρὸς τιμήν
μου θυσιαστήριον ἀπὸ λίθους, δὲν πρέπει
νὰ χρησιμοποιῇς λίθους πελεκητούς. Δὲν πρέπει
νὰ χαράζῃς τοὺς λίθους μὲ τὸ
χέρι σου καὶ νὰ σχηματίσῃς ὁποιανδήποτε
παράστασιν ἐπάνω των. Νὰ χρησιμοποιηθοῦν
ὅπως εὑρίσκονται εἰς τὴν φύσιν. Διότι
ἐὰν βάλῃς τὴν σμίλην σου ἐπάνω
των, θὰ παύσουν νὰ εἶναι κατάλληλοι
πρὸς χρῆσιν ἰδικήν μου, θὰ εἶναι
μολυσμένοι. |
26
Οὐκ ἀναβήσῃ ἐν ἀναβαθμίσιν
ἐπὶ τὸ θυσιαστήριόν μου, ὅπως
ἂν μὴ ἀποκαλύψῃς τὴν ἀσχημοσύνην
σου ἐπ' αὐτοῦ. |
26
Δὲν θὰ ἀνέλθῃς εἰς τὸ
θυσιαστήριόν μου μὲ σκαλοπάτια, διὰ
νὰ μὴ φανῇ ἐπάνω εἰς αὐτὸ
ἡ γυμνότης καὶ ἀπρέπεια τῶν
ποδῶν σου. |
26
Τὸ θυσιαστήριον ἂς εἶναι χαμηλόν. Νὰ
μὴ ἀνεβαίνῃς εἰς αὐτὸ
μὲ σκαλοπάτια, διὰ νὰ μὴ φαίνεται
ἡ γυμνότης σου κάτω ἀπὸ τὸ ἔνδυμά
σου, καθὼς θὰ εὐρίσκεσαι ἐπάνω
εἰς αὐτό, πρᾶγμα ποὺ εἶναι
ἀνάρμοστον. |