Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
ταῦτα τὰ δικαιώματα, ἃ παραθήσῃ
ἐνώπιον αὐτῶν.
|
ὐταὶ
εἶναι, αἱ ἐντολαί, τὰς ὁποίας
θὰ παραθέσῃς ἐνώπιον τῶν
Ἰσραηλιτῶν. |
ὖται
εἶναι αἱ διατάξεις, ποὺ θὰ δώσῃς
διὰ νὰ τὰς ἔχουν ἐνώπιόν
των: |
2
Ἐὰν κτήσῃ παῖδα Ἑβραῖον,
ἓξ ἔτη δουλεύσει σοι· τῷ δὲ
ἑβδόμῳ ἔτει ἀπελεύσεται
ἐλεύθερος δωρεάν.
|
2
Ἐὰν ἀποκτήσῃς Ἑβραῖον
ὡς δοῦλον, ἓξ ἔτη θὰ εἶναι
δοῦλος σου. Κατὰ τὸ ἕβδομον ἔτος
θὰ ἀπέλθῃ ἐλεύθερος δωρεάν,
χωρὶς νὰ καταβάλῃ εἰς σὲ
ἐξαγοράν. |
2
<Ἐὰν σὺ ὁ Ἑβραῖος ἀγοράσῃς
καὶ ἔχῃς ὑπὸ τὴν κατοχήν
σου κάποιον Ἑβραῖον σὰν δοῦλον σου,
θὰ σοῦ προσφέρῃ αὐτὸς τὰς
ὑπηρεσίας του ἐπὶ ἕξι χρόνια. Κατὰ
τὸν ἕβδομον ὅμως χρόνον πρέπει νὰ
φύγῃ ἐλεύθερος, χωρὶς νὰ πληρώσῃ
τίποτε ὡς λύτρον. |
3
Ἐὰν αὐτὸς μόνος εἰσέλθῃ,
καὶ μόνος ἐξελεύσεται, ἐὰν
δὲ γυνὴ συνεισέλθῃ μετ' αὐτοῦ,
ἐξελεύσεται καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ.
|
3
Ἐὰν αὐτὸς μόνος, χωρὶς
σύζυγον καὶ τέκνα, ἄγαμος γίνῃ
δοῦλος σου, μόνος πάλιν θὰ ἀπέλθῃ
ἀπὸ σὲ ἐλεύθερος. Ἐὰν
ὅμως, ὅταν θὰ γίνῃ εἰς
σὲ δοῦλος, ἔχῃ μαζῆ του καὶ
τὴν σύζυγόν του, θὰ ἐξέλθῃ
ἐλεύθερος κατὰ τὸ ἕβδομον ἔτος
μαζῆ μὲ τὴν σύζυγόν του.
|
3
Ἐὰν αὐτὸς εἰσέλθῃ εἰς
τὴν ὑπηρεσίαν σου μόνος, δηλαδὴ ἄγαμος,καὶ
παραμείνῃ ἔτσι κατὰ τὰ ἕξι χρόνια,
θὰ φύγῃ ἀπὸ τὴν ὑπηρεσίαν
σου πάλιν μόνος. Ἐὰν ὅμως εἶναι ἔγγαμος
καὶ εἰσέλθῃ εἰς τὴν ὑπηρεσίαν
σου καὶ ἡ γυναῖκα του μαζί του, τότε
θὰ φύγῃ ἐλεύθερα καὶ ἐκείνη.
|
4
Καὶ ἐὰν δὲ ὁ κύριος δῷ
αὐτῷ γυναῖκα, καὶ τέκῃ
αὐτῷ υἱοὺς ἢ θυγατέρας,
ἡ γυνὴ καὶ τὸ παιδία ἔσται
τῷ κυρίῳ αὐτοῦ, αὐτὸς
δὲ μόνος ἐξελεύσεται.
|
4
Ἐὰν ὅμως ὁ κύριος τοῦ
ἀγάμου δούλου τοῦ δώσῃ
σύζυγον καὶ ἀποκτήσῃ ὁ
δοῦλος υἱοὺς καὶ θυγατέρας,
ἡ γυνὴ καὶ τὰ παιδιά θὰ
ἀνήκουν εἰς τὸν κύριον. Ὅταν
δὲ αὐτός, ὁ Ἑβραῖος δοῦλος,
κατὰ τὸ ἕβδομον ἔτος ἐξέλθῃ
ἐλεύθερος, μόνος θὰ ἀναχωρήσῃ
χωρὶς τὴν σύζυγον καὶ τὰ παιδιά.
|
4
Ἀλλ’ ἐὰν ὁ κύριος δώσῃ εἰς
τὸν ἄγαμον δοῦλον του μίαν γυναῖκα
ὡς σύζυγον καὶ τοῦ γεννήσῃ ἐκείνη
υἱοὺς ἢ θυγατέρας, τότε καὶ ἡ
γυναῖκα καὶ τὰ τέκνα ἀνήκουν εἰς
τὸν κύριον καὶ ὄχι εἰς τὸν δοῦλον.
Θὰ φύγῃ ἐλεύθερος κατὰ τὸ ἕβδομον
ἔτος μόνον ὁ δοῦλος, χωρὶς τὴν
οἰκογένειάν του. |
5
Ἐὰν δὲ ἀποκριθεὶς εἴπῃ
ὁ παῖς, ἠγάπηκα τὸν κύριόν
μου καὶ τὴν γυναῖκα καὶ τὰ παιδία,
οὐκ ἀποτρέχω ἐλεύθερος·
|
5
Ἐὰν ὅμως ὁ δοῦλος αὐτὸς
εἴπῃ· Ἐγὼ ἔχω ἀγαπήσει
τὸν κύριόν μου καὶ τὴν γυναῖκα
μου καὶ τὰ παιδιά μου καὶ δὲν
θέλω νὰ φύγω, διὰ νὰ ζήσω
ἐλεύθερος, |
5
Ἐὰν ὅμως ὁ δοῦλος ἐκφράσῃ
τὴν ἐπιθυμίαν του καὶ εἰπῇ:
<Ἔχω ἀγαπήσει τὸν κύριόν μου καὶ
τὴν γυναῖκα καὶ τὰ τέκνα μου· δεν
θέλω νὰ τοὺς ἀφήσω καὶ νὰ φύγω
μακρυὰ ἀπὸ αὐτοὺς ἐλεύθερος>,
|
6
προσάξει αὐτὸν ὁ κύριος αὐτοῦ
πρὸς τὸ κριτήριον τοῦ Θεοῦ καὶ
τότε προσάξει αὐτὸν ἐπὶ
τὴν θύραν ἐπὶ τὸν σταθμόν,
καὶ τρυπήσει ὁ κύριος αὐτοῦ
τὸ οὖς τῷ ὀπητίῳ, καὶ
δουλεύσει αὐτῷ εἰς τὸν αἰῶνα.
|
6
ὁ κύριός του θὰ τὸν ὁδηγήσῃ
ἐνώπιον τῶν δικαστῶν, τοὺς ὁποίους
ὁ Θεὸς ὥρισε, διὰ νὰ ὁμολογήσῃ
ἐκεῖ ὁ δοῦλος τὴν ἀπόφασίν
του. Ἔπειτα θὰ τὸν φέρῃ εἰς
τὴν θύραν τῆς οἰκίας του, πλησίον
τοῦ παραστάτου, καὶ θὰ τρυπήσῃ
τὸ αὐτὶ τοῦ δούλου ἐκείνου
μὲ σουβλάκι, καὶ ἔτσι ὁ Ἑβραῖος
αὐτὸς θὰ μείνῃ ἰσοβίως,
σύμφωνα μὲ τὴν θέλησίν του,
δοῦλος εἰς τὸν κύριόν του.
|
6
τότε ὁ κύριός του θὰ τὸν φέρῃ ἐμπρὸς
εἰς τὸ δικαστήριον τοῦ Θεοῦ,
ὥστε νὰ διακηρύξῃ ἐπὶ παρουσία
τῶν ἐκπροσώπων τοῦ Κυρίου ἐπισήμως
τὴν ἀπόφασίν του. Κατόπιν ὁ κύριός του θὰ
τὸν πλησιάσῃ εἰς τὴν θύραν τῆς
οἰκίας του καὶ συγκεκριμένως εἰς τὸν
ὀρθοστάτην τῆς θύρας καὶ ἐκεῖ
θὰ τρυπήσῃ τὸ αὐτὶ τοῦ
δούλου του με ἕνα σουβλὶ εἰς τὸ ἑξῆς
αὐτὸς θὰ εἶναι ἰσόβιος δοῦλος
τοῦ κυρίου του. |
7
Ἐὰν δὲ τις ἀποδῶται τὴν
ἑαυτοῦ θυγατέρα οἰκέτιν, οὐκ
ἀπελεύσεται, ὥσπερ ἀποτρέχουσιν
αἱ δοῦλαι. |
7
Ἐὰν Ἑβραῖος πωλήσῃ εἰς
ἄλλον Ἑβραῖον τὴν θυγατέρα του
ὡς δούλην, αὐτὴ δὲν θὰ
ἐξέλθῃ ἐλευθέρα, ὅπως
ἐξέρχονται αἱ δοῦλαι τῶν εἰδωλολατρῶν,
|
7
Ἐὰν δὲ κάποιος πωλήσῃ τὴν κόρην
του εἰς ἕνα Ἑβραῖον σὰν δούλην
(μ σκοπὸν νὰ τὴν πάρη αὐτὸς
καὶ σὰν γυναῖκα του), αὐτὴ δὲν
πρέπει νὰ φύγῃ κατὰ τὸ ἕβδομον
ἔτος, ὅπως φεύγουν αἱ ἄλλαι δοῦλαι.
|
8
Ἐὰν μὴ εὐαρεστήσῃ τῷ
κυρίῳ αὐτῆς ἣν αὐτῷ
καθωμολογήσατο, ἀπολυτρώσει αὐτήν·
ἔθνει δὲ ἀλλοτρίῳ οὐ κύριός
ἐστι πωλεῖν αὐτήν, ὅτι ἠθέτησεν
ἐν αὐτῇ. |
8
ἀλλὰ ἐὰν δὲν εὐχαριστήσῃ
τὸν κύριόν της, εἰς τὸν ὁποῖον
αὐτὴ ἔχει δοθῇ ὡς δούλη,
ἢ ὡς σύζυγος δευτέρας σειρᾶς,
δύναται ὁ κύριός της νὰ τὴν
πωλήσῃ εἰς ὁμοεθνῆ του. Δὲν
ἔχει ὅμως τὸ δικαίωμα, ἐπειδὴ
τὴν κατεφρόνησε καὶ τὴν ἀπέρριψε,
νὰ τὴν πωλήσῃ εἰς εἰδωλολάτρην.
|
8
Ἐὰν ὅμως δεν ἀρέσῃ εἰς
τὸν κύριόν της, εἰς τὸν ὁποῖον
εἶχε δοθῇ διὰ νὰ γίνῃ σὰν
ἄλλη σύζυγός του, τότε ἐκείνη ἠμπορεῖ
νὰ ἑξαγορασθῇ ἀπὸ τὸν
πατέρα της ἢ ἀπὸ ἄλλον Ἰσραηλίτην.
Δὲν ἔχει ἐξουσίαν ὁ κύριός
της νὰ τὴν πωλήσῃ εἰς ἀνθρώπους
ἀλλοεθνεῖς καὶ εἰδωλολάτρας, ἐπειδὴ
τὴν περιεφρόνησε. |
9
Ἐὰν δὲ τῷ υἱῷ καθομολογήσηται
αὐτήν, κατὰ τὸ δικαίωμα τῶν
θυγατέρων ποιήσει αὐτῇ.
|
9
Ἐὰν ὁ κύριος τῆς δούλης
ὑπανδρεύσῃ αὐτὴν μὲ τὸν
υἱόν του, θὰ θεωρῇ αὐτὴν
ὡς θυγατέρα του καὶ ἔτσι θὰ
φέρεται πρὸς αὐτήν.
|
9
Ἐὰν δὲ τὴν ἔχῃ προωρισμένην
ὡς σύζυγον διὰ τὸν υἱόν του,
πρέπει νὰ τῆς φέρεται συμφώνως πρὸς τὰ
δικαιώματα, ποὺ ἔχουν αἱ κανονικαὶ
θυγατέρες. |
10
Ἐὰν δὲ ἄλλην λάβῃ ἑαυτῷ,
τὰ δέοντα καὶ τὸν ἱματισμὸν
καὶ τὴν ὁμιλίαν αὐτῆς
οὐκ ἀποστερήσει.
|
10
Ἐὰν ὁ κύριος οὗτος λάβῃ
ἄλλην ὡς σύζυγον, δὲν θὰ στερήσῃ
αὐτὴν ἀπὸ τὰ μέσα τῆς
συντηρήσεως της, ἀπὸ τὸν ἱματισμὸν
καὶ τὰ συζυγικά του πρὸς αὐτὴν
καθήκοντα. |
10
Ἐὰν ὅμως λάβῃ ἄλλην ὡς
σύζυγόν του, δὲν πρέπει νὰ στερήσῃ ἀπὸ
τὴν πρώτην τὰ ἀπαραίτητα, δηλαδὴ τὴν
τροφήν, τὴν ἐνδυμασίαν καὶ τὴν
συζυγικὴν σχέσιν. |
11
Ἐὰν δὲ τὰ τρία ταῦτα μὴ
ποιήσῃ αὐτῇ, ἐξελεύσεται
δωρεὰν ἄνευ ἀργυρίου.
|
11
Ἐὰν δὲν ἐκπληρώσῃ ὁ
κύριος τὰς τρεῖς αὐτὰς πρὸς
ἐκείνην ὑποχρεώσεις του, δύναται
αὐτὴ νὰ ἀναχωρήσῃ δωρεάν,
χωρὶς νὰ καταβάλῃ χρηματικόν
τι ποσόν. |
11
Καὶ ἐὰν ὁ κύριός της δὲν
ἐκπληρώσῃ τὰς τρεῖς αὐτὰς
ὑποχρεώσεις του πρὸς αὐτήν, τότε ἐκείνη
ἠμπορεῖ νὰ φύγῃ ἐλευθέρα
ἀπὸ αὐτόν, χωρὶς νὰ πληρώσῃ
τίποτα ὡς λύτρον. |
12
Ἐὰν δὲ πατάξῃ τίς
τινα, καὶ ἀποθάνῃ, θανάτῳ
θανατούσθω· |
12
Ἐὰν κανεὶς κτυπήσῃ κάποιον
καὶ ἀποθάνῃ, ὁ φονεὺς
θὰ τιμωρηθῇ μὲ θάνατον.
|
12
Ἐὰν δὲ κάποιος κτυπήσῃ ἕνα συνάνθρωπόν
του καὶ πεθάνῃ ἐκεῖνος ἐξ αἰτίας
τοῦ κτυπήματος, τότε ὁ φονεὺς πρέπει νὰ
τιμωρηθῇ μὲ τὴν ποινὴν τοῦ θανάτου.
|
13
ὁ δὲ οὐχ ἑκών, ἀλλ' ὁ
Θεὸς παρέδωκεν εἰς τὰς χεῖρας
αὐτοῦ, δώσω σοι τόπον, οὗ φεύξεται
ἐκεῖ ὁ φονεύσας.
|
13
Ἐκεῖνος ὅμως, ποὺ θὰ φονεύσῃ
χωρὶς νὰ τὸ θέλῃ, ἀλλὰ
διότι ὁ Θεὸς παρεχώρησε νὰ γίνῃ
κάτι τέτοιο, διὰ τὸν ἀκούσιον
αὐτὸν φονέα θὰ παραχωρήσω εἰς
σὲ ὡρισμένον τόπον, ὅπου θὰ
καταφύγῃ πρὸς ἀσφάλειάν
του. |
13
Ἐὰν ὅμως ἔγινε φονεὺς ὄχι
ἐκ προμελέτης καὶ μὲ τὴν θέλησίν του,
ἀλλ’ ἐπειδὴ ἐπέτρεψεν ὁ Θεὸς
νὰ πέσῃ τὸ θῦμα εἰς τὰ
χέρια του, τότε θὰ σοῦ ὁρίσω ἐγὼ
ὁ Κύριος ἕνα τόπον, ὅπου θὰ ἠμπορῇ
νὰ καταφύγῃ ὁ ἀκούσιος αὐτὸς
φονεύς, διὰ νὰ εὕρῃ ἄσυλον καὶ
νὰ ἀποφύγῃ τὴν
ἐκδίκησιν τῶν συγγενῶν τοῦ θύματος.
|
14
Ἐὰν δὲ τίς ἐπιθῆται τῷ
πλησίον ἀποκτεῖναι αὐτὸν δόλῳ
καὶ καταφύγῃ, ἀπὸ τοῦ
θυσιαστηρίου μου λήψῃ αὐτὸν
θανατῶσαι. |
14
Ἐὰν κανεὶς ἐκ προμελέτης ἀποφασίσῃ
φόνον καὶ διὰ δόλου φονεύσῃ
τὸν πλησίον του, καταφύγῃ δὲ
εἰς τὸ θυσιαστήριόν μου διὰ
νὰ σωθῇ, θὰ τὸν πάρῃς
ἀπὸ τὸ θυσιαστήριον αὐτό,
διὰ νὰ δικασθῇ καὶ θανατωθῇ.
|
14
Ἐὰν ὅμως κάποιος σχεδιάση ἐκ τῶν
προτέρων καὶ δολοφονήσῃ τὸν συνάνθρωπόν
του καὶ καταφύγῃ εἰς τὸ θυσιαστήριόν
μου, διὰ νὰ εὕρῃ ἄσυλον, πρέπει
νὰ τὸν πάρῃς ἀπὸ ἐκεῖ
καὶ νὰ τὸν θανατώσῃς.
|
15
Ὃς τύπτει πατέρα αὐτοῦ ἢ
μητέρα αὐτοῦ, θανάτῳ θανατούσθω. |
15
Ἐκεῖνος ποὺ κτυπᾷ τὸν πατέρα
του ἢ τὴν μητέρα του, νὰ τιμωρῆται
μὲ θάνατον. |
15
Καθένας ποὺ κτυπᾷ τὸν πατέρα του ἢ
τὴν μητέρα του, πρέπει νὰ τιμωρῆται μὲ
τὴν ποινὴν τοῦ θανάτου,
|
16
Ὁ κακολογῶν πατέρα αὐτοῦ ἢ
μητέρα αὐτοῦ τελευτήσει θανάτῳ.
|
16
Ἐκεῖνος ἐπίσης ποὺ ὑβρίζει
τὸν πατέρα του ἢ τὴν μητέρα
του, νὰ τιμωρῆται μὲ θάνατον. |
16
Ἐκεῖνος ἐπίσης ποὺ ὑβρίζει,
βλασφημεῖ καὶ καταρῶνται τὸν πατέρα
του ἢ τὴν μητέρα του, νὰ τιμωρῆται
μὲ θάνατον. |
17
Ὃς ἐὰν κλέψῃ τίς τινα
τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ καὶ καταδυναστεύσας
αὐτὸν ἀποδῶται, καὶ εὑρεθῇ
ἐν αὐτῷ, θανάτῳ τελευτάτω.
|
17
Ἐκεῖνός ποὺ θὰ ἁρπάξῃ
κρυφίως ἕνα Ἰσραηλίτην καὶ τὸν
βασανίσῃ καὶ τὸν πωλήσῃ
κατόπιν ὡς δοῦλον
θὰ τιμωρῆται μὲ θάνατον,
ἐὰν ἀποδειχθῇ ἡ ἐνοχή
του.
|
17
Ἐὰν κάποιος ἁρπάσῃ δολίως ἕνα
ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλίτας καί, ἀφοῦ
τὸν βασανίσῃ, τὸν πωλήσῃ ἢ τὸν
κρατήσῃ ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν
του καὶ εὑρεθῇ εἰς τὰ χέρια
του καὶ γίνῃ φανερὰ ἡ πρᾶξις
του, πρέπει νὰ θανατωθῇ αὐτὸς ποὺ
τὸν ἔκλεψε. |
18
Ἐὰν δὲ λοιδορῶνται δύο ἄνδρες
καὶ πατάξῃ τις τὸν πλησίον λίθῳ
ἢ πυγμῇ, καὶ μὴ ἀποθάνῃ,
κατακλιθῇ δὲ ἐπὶ τὴν κοίτην,
|
18
Ἐὰν δύο ἄνδρες φιλονεικοῦν καὶ
ὁ ἕνας κτυπήσῃ τὸν ἄλλον
μὲ λιθάρι ἢ μὲ τὴν γροθιάν
του, καὶ ὁ κτυπηθεὶς δὲν ἀποθάνῃ,
ἀλλὰ μείνῃ
εἰς τὴν κλίνην του,
|
18
Ἐὰν δὲ δύο ἄνδρες ὑβρίζωνται
μεταξύ των καὶ τελικῶς κτυπήσῃ ὁ
ἕνας τὸν ἄλλον μὲ μίαν πέτραν ἢ
μὲ τὴν γροθιάν του καὶ ἐκεῖνος
δὲν πεθάνη, ἄλλα τραυματισθῇ σοβαρῶς
καὶ ἀναγκασθῇ νὰ μείνῃ
εἰς τὸ κρεββάτι, |
19
ἐὰν ἐξαναστὰς ὁ ἄνθρωπος
περιπατήσῃ ἔξω ἐπὶ ράβδου,
ἀθῷος ἔσται ὁ πατάξας·
πλὴν τῆς ἀργίας αὐτοῦ
ἀποτίσει καὶ τὰ ἰατρεῖα.
|
19
κατόπιν δὲ ἐγερθῇ καὶ περιπατήσῃ
στηριζόμενος εἰς τὴν
ράβδον του, ὁ κτυπήσας
αὐτὸν θὰ εἶναι
ἀθῶος· μόνον θὰ πληρώσῃ
εἰς αὐτὸν τὰ
νοσήλεια καὶ τὰς ἡμέρας τῆς
ἀργίας του.
|
19
τότε, ἐὰν ὁ τραυματίας σηκωθῇ καὶ
περιπατήσῃ ἀπὸ τὸ σπίτι του στηριζόμενος
εἰς ἕνα ραβδί, θὰ εἶναι ἀθῷος
αὐτὸς ποὺ τὸν ἐκτύπησε.
Πρέπει ὅμως νὰ τοῦ καταβάλῃ εἰς
μετρητὰ ὅσα ἔχασε κατὰ τὰς ἡμέρας
ποὺ δὲν εἰργάζετο καὶ ὅσα χρειάζονται
διὰ τὴν θεραπείαν του. |
20
Ἐὰν δέ τις πατάξῃ τὸν
παῖδα αὐτοῦ ἢ τὴν παιδίσκην
αὐτοῦ ἐν ράβδῳ καὶ ἀποθάνῃ
ὑπὸ τὰς χεῖρας αὐτοῦ,
δίκῃ ἐκδικηθήσεται.
|
20
Ἐὰν κανεὶς
κτυπήσῃ μὲ ράβδον τὸν
δοῦλον του ἢ τὴν δούλην
του καὶ ἀποθάνῃ κατὰ τὴν
ὥραν ποὺ δέρεται, θὰ τιμωρηθῇ
ὁ κύριος οὗτος, διότι εἶναι
ἔνοχος.
|
20
Ἐὰν δὲ κάποιος κτυπήσῃ μὲ ραβδὶ
τὸν δοῦλον του ἢ τὴν δούλην του καὶ
πεθάνουν ἀπὸ τὰ κτυπήματα μέασα εἰς
τὰ χέρια του, τότε ὁ κύριος αὐτὸς
πρέπει νὰ τιμωρῇ· |
21
Ἐὰν δὲ διαβιώσῃ ἡμέραν
μίαν ἢ δύο, οὐκ ἐκδικηθήσεται·
τὸ γὰρ ἀργύριον αὐτοῦ
ἐστιν. |
21
Ἐὰν ὅμως ὁ δοῦλος οὗτος
ζήσῃ μίαν ἢ δύο ἡμέρας,
δὲν θὰ τιμωρηθῇ
ὁ κύριος οὗτος, διότι
ὁ δοῦλος θεωρεῖται ὅτι εἶναι
χρῆμα του, ἰδιοκτησία του.
|
21
Ἐὰν ὅμως ὁ δοῦλος ἢ ἡ
δούλη, ποὺ θὰ κτυπηθοῦν, ἐπιζήσουν
μίαν ἢ δύο ἡμέρας, τότε δὲν χρειάζεται νὰ
τιμωρηθῇ ὁ κύριός των. Διότι εἶναι
ἰδιοκτησία του καὶ εἶναι ἀρκετὴ
ἡ τιμωρία του μὲ τὴν ἀπώλειαν τοῦ
δούλου του, ποὺ τὸν εἶχεν ἀγοράσει
μὲ τὰ χρήματά του. |
22
Ἐὰν δὲ μάχωνται δύο ἄνδρες
καὶ πατάξωσι γυναῖκα ἐν γαστρὶ
ἔχουσαν καὶ ἐξέλθῃ τὸ
παιδίον αὐτῆς μὴ ἐξεικονισμένον,
ἐπιζήμιον ζημιωθήσεται· καθότι
ἂν ἐπιβάλῃ ὁ ἀνὴρ
τῆς γυναικός, δώσει μετὰ ἀξιώματος·
|
22
Ἐὰν συμπλακοῦν δύο
ἄνδρες καὶ κτυπήσουν
γυναῖκα ἔγκυον, ἐξέλθῃ
δὲ τὸ παιδίον ἀσχημάτιστον,
ὁ ἔνοχος θὰ πληρώσῃ ἀποζημίωσιν,
τὴν ὁποίαν θὰ ζητήσῃ
ὁ σύζυγος τῆς
γυναικὸς καὶ τὴν
ὁποίαν θὰ ἐπιβάλῃ τὸ
δικαστήριον.
|
22
Ἐὰν δὲ πιασθοῦν εἰς τὰ
χέρια δύο ἄνδρες καὶ κτυπήσουν μίαν γυναῖκα
ἔγκυον, ποὺ ἐπενέβη νὰ τοὺς
χωρίσῃ καὶ ἀποβάλῃ αὐτή,
πρὶν νὰ σχηματισθῇ τελείως τὸ παιδὶ
ποὺ εἶχεν εἰς τὰ σπλάγχνα της, τότε
ὁ ἔνοχος πρέπει νὰ πληρώσῃ τὴν
ἀποζημίωσιν, ποὺ θὰ ζητήσῃ ὁ
σύζυγός της. Θὰ δώσῃ δὲ τὴν
ἀποζημίωσιν ποὺ θὰ ὁρίσουν
οἱ Κριταί. |
23
ἐὰν δὲ ἐξεικονισμένον ᾖ,
δώσει ψυχὴν ἀντὶ ψυχῆς,
|
23
Ἐὰν ὅμως τὸ παιδὶ εἶναι
τελείως διαμορφωμένον, ὁ ἔνοχος θὰ
δώσῃ ζωὴν ἀντὶ ζωῆς·
θὰ καταδικασθῇ εἰς θάνατον, σύμφωνα
μὲ τὸν νόμον τῆς ἀνταποδόσεως,
|
23
Ἐὰν ὅμως τὸ παιδὶ ποὺ
θὰ ἀποβληθῇ νεκρὸν ἦτο ἤδη
ὠλοκληρωμένον, τότε πρέπει νὰ τιμωρηθῇ
ὁ ἔνοχος μὲ τὸ νὰ χάσῃ
καὶ ἐκεῖνος τὴν ζωήν του ἀντὶ
τῆς ζωῆς, ποὺ ἔγινεν αἴτιος
νὰ χαθῇ. |
24
ὀφθαλμὸν ἀντὶ ὀφθαλμοῦ,
ὀδόντα ἀντὶ ὀδόντος, χεῖρα
ἀντὶ χειρός, πόδα ἀντὶ
ποδός, |
24
ὀφθαλμὸν ἀντὶ ὀφθαλμοῦ,
ὀδόντα ἀντὶ ὀδόντος, χεῖρα
ἀντὶ χειρός, πόδα
ἀντὶ ποδός,
|
24
Θὰ τιμωρῆτε αὐτὸν ποὺ γίνεται
αἰτία νὰ χάσῃ ὁ ἄλλος τὸ
μάτι του μὲ τὸ νὰ βγῇ καὶ τὸ
ἰδικόν του μάτι. Τὸ δόντι θὰ ἀνταποδίδεται
μὲ δόντι, τὸ χέρι μὲ χέρι, τὸ πόδι
μὲ πόδι, |
25
κατάκαυμα ἀντὶ κατακαύματος, τραῦμα
ἀντὶ τραύματος, μώλωπα ἀντὶ
μώλωπος. |
25
ἔγκαυμα ἀντὶ ἐγκαύματος, τραῦμα
ἀντὶ τραύματος, μώλωπα ἀντὶ
μώλωπος.
|
25
τὸ ἔγκαυμα μὲ ἔγκαυμα, ἡ πληγὴ
μὲ πληγήν, τὸ κτύπημα μὲ κτύπημα.
|
26
Ἐὰν δέ τις πατάξῃ τὸν
ὀφθαλμὸν τοῦ οἰκέτου αὐτοῦ
ἢ τὸν ὀφθαλμὸν τῆς θεραπαίνης
αὐτοῦ, καὶ ἐκτυφλώσῃ,
ἐλευθέρους ἐξαποστελεῖ αὐτοὺς
ἀντὶ τοῦ ὀφθαλμοῦ αὐτῶν.
|
26
Ἐὰν κανεὶς κτυπήσῃ καὶ
καταστρέψῃ τὸν ὀφθαλμὸν τοῦ
δούλου του ἢ κτυπήσῃ τὸν ὀφθαλμὸν
τῆς δούλης του καὶ τοὺς τυφλώσῃ,
θὰ τοὺς ἀφήσῃ ἐλευθέρους
ἀντὶ τοῦ ὀφθαλμοῦ των.
|
26
Ἐὰν δὲ κάποιος κτυπήσῃ τὸ μάτι
τοῦ δούλου του ἢ τὸ μάτι τῆς δούλης
του καὶ ἐξ αἰτίας τοῦ κτυπήματος τυφλωθοῦν,
πρέπει ἀντὶ τοῦ ὀφθαλμοῦ των
νὰ τοὺς χαρίσῃ τὴν ἐλευθερίαν
των. |
27
Ἐὰν δὲ τὸν ὀδόντα τοῦ
οἰκέτου ἢ τὸν ὀδόντα τῆς
θεραπαίνης αὐτοῦ ἐκκόψῃ,
ἐλευθέρους ἐξαποστελεῖ αὐτοὺς
ἀντὶ τοῦ ὀδόντος αὐτῶν.
|
27
Ἐὰν κανεὶς ξερριζώσῃ τὸ
δόντι τοῦ δούλου
του ἢ τῆς δούλης του, θὰ
τοὺς ἀφήσῃ ἐλευθέρους
ἀντὶ τοῦ καταστραφέντος
δοντιοῦ.
|
27
Ἐὰν δὲ κάποιος κύριος μὲ τὰ
κτυπήματά του σπάσῃ τὸ δόντι τοῦ δούλου
του ἢ τὸ δόντι τῆς δούλης του, πρέπει νὰ
τοὺς χαρίσῃ τὴν ἐλευθερίαν των, ἀντὶ
τοῦ κακοῦ ποὺ τοὺς ἔκανε μὲ
τὸ νὰ σπάσῃ τὸ δόντι των.
|
28
Ἐὰν δὲ κερατίσῃ ταῦρος
ἄνδρα ἢ γυναῖκα καὶ ἀποθάνῃ,
λίθοις λιθοβοληθήσεται ὁ ταῦρος, καὶ
οὐ βρωθήσεται τὰ κρέα αὐτοῦ·
ὁ δὲ κύριος τοῦ ταύρου ἀθῷος
ἔσται. |
28
Ἐὰν ταῦρος κτυπήσῃ καὶ
θανατώσῃ μὲ τὰ κέρατα
αὐτοῦ ἄνδρα ἢ γυναῖκα,
ὁ ταῦρος αὐτὸς πρέπει νὰ
λιθοβοληθῇ καὶ τὸ κρέας του δὲν
θὰ φαγωθῇ.
Ὁ κύριος ὅμως τοῦ ταύρου
θὰ εἶναι ἀθῶος.
|
28
Ἐὰν δὲ ἕνας ταῦρος κτυπήσῃ
μὲ τὰ κέρατά του ἄνδρα ἢ γυναῖκα
καὶ πεθάνουν, ὁ ταῦρος πρέπει νὰ πετροβοληθῇ
καὶ νὰ μὴ ζήσῃ. Τὸ δὲ
κρέας του δὲν πρέπει νὰ φαγωθῇ. Ὁ
δὲ ἄνθρωπος, εἰς τὸν ὁποῖον
ἀνήκει ὁ ταῦρος, θὰ εἶναι
ἀθῷος. |
29
Ἐὰν δὲ ὁ ταῦρος κερατιστὴς
ἦ πρὸ τῆς χθὲς καὶ πρὸ
τῆς τρίτης, καὶ διαμαρτύρονται τῷ
κυρίῳ αὐτοῦ, καὶ μὴ ἀφανίσῃ
αὐτόν, ἀνέλῃ δὲ ἄνδρα
ἢ γυναῖκα, ὁ ταῦρος λιθοβοληθήσεται
καὶ ὁ κύριος αὐτοῦ προσαποθανεῖται.
|
29
Ἐὰν ὅμως ὁ ταῦρος ἀπὸ
ἀρκετοῦ χρόνου
ἐκτυποῦσε μὲ τὰ κέρατα καὶ
ἔγιναν διαμαρτυρίαι εἰς τὸν κύριόν
του, ἐκεῖνος
δὲ δὲν ἠθέλησε
νὰ φονεύσῃ τὸν ταῦρον,
ὅταν ὁ ταῦρος αὐτὸς φονεύσῃ
ἄνδρα ἢ γυναῖκα, θὰ φονευθῇ
διὰ λιθοβολισμοῦ,
μαζῆ δὲ μὲ
αὐτὸν θὰ θανατωθῇ καὶ ὁ
κύριός του.
|
29
Ἐὰν ὅμως ὁ ταῦρος ἦτο
ἐπιθετικὸς καὶ ἐκτυποῦσε μὲ
τὰ κέρατά του ἀπὸ πολλοῦ καιροῦ
καὶ παρ’ ὅλον ποὺ ἔγιναν διαμαρτυρίαι
εἰς τὸν ἰδιοκτήτην του, ἐκεῖνος
δὲν ἐφρόντισε νὰ τὸν ἑξαφανίσῃ
καὶ ὁ ταῦρος σκοτώσῃ ἄνδρα ἢ
γυναῖκα, τότε πρέπει νὰ πετροβοληθῇ ὁ
ταῦρος καὶ νὰ θανατωθῇ μαζί
του καὶ ὁ ἰδιοκτήτης του.
|
30
Ἐὰν δὲ λύτρα ἐπιβληθῇ
αὐτῷ, δώσει λύτρα τῆς ψυχῆς
αὐτοῦ ὅσα ἐὰν ἐπιβάλωσιν
αὐτῷ. |
30
Ἐὰν ὅμως ἐπιβάλλουν εἰς
τὸν κύριον τοῦ ταύρου αὐτοῦ
χρηματικὴν ἀποζημίωσιν, θὰ πληρώσῃ
αὐτήν, διὰ νὰ γλυτώσῃ
ἔτσι τὴν ζωήν του.
|
30
Ἐὰν δὲ οἱ Κριταὶ ἀποφασίσουν
νὰ καταβάλῃ χρηματικὴν ἀποζημίωσιν
διὰ νὰ γλυτώσῃ τὸν θάνατον, πρέπει
ἀντὶ τῆς ζωῆς του νὰ πληρώσῃ
ὅσα θὰ τοῦ ἐπιβάλουν.
|
31
Ἐὰν δὲ υἱὸν ἢ θυγατέρα
κερατίσῃ, κατὰ τὸ δικαίωμα τοῦτο
ποιήσωσιν αὐτῷ.
|
31
Ἐὰν ὁ ταῦρος κτυπήσῃ καὶ
θανατώσῃ υἱὸν
ἢ θυγατέρα, ὁ ἴδιος νόμος θὰ
ἐφαρμοσθῇ καὶ εἰς τὴν περίστασιν
αὐτήν. |
31
Ἐὰν δὲ ὁ ταῦρος κτυπήσῃ
μὲ τὰ κέρατά του υἱὸν ἢ θυγατέρα,
πρέπει νὰ τηρηθῇ ἢ ἴδια διαδικασία,
ποὺ ἀνεφέρθη προηγουμένως. |
32
Ἐὰν δὲ παῖδα κερατίσῃ
ὁ ταῦρος ἢ παιδίσκην, ἀργυρίου
τριάκοντα δίδραχμα δώσει τῷ κυρίῳ
αὐτῶν, καὶ ὁ ταῦρος λοθοβοληθήσεται.
|
32
Ἐὰν ὁ ταῦρος κτυπήσῃ μὲ
τὰ κέρατα δοῦλον ἢ δούλην, ὁ
μὲν ταῦρος θὰ φονευθῇ διὰ λιθοβολισμοῦ,
ὁ δὲ κύριος τοῦ ταύρου θὰ
πληρώσῃ εἰς τὸν κύριον τοῦ
δούλου τριάκοντα ἀργυρᾶ δίδραχμα.
|
32
Ἐὰν ὅμως ὁ ταῦρος κτυπήσῃ
μὲ τὰ κέρατά του δοῦλον ἢ δούλην,
πρέπει ὁ ἰδιοκτήτης τοῦ ταύρου νὰ
πληρώσῃ ἀποζημίωσιν εἰς τὸν
κύριον τῶν δούλων τριάντα δίδραχμα ἀπὸ ἀσῆμι
καὶ ὁ ταῦρος νὰ πετροβοληθῃ
καὶ νὰ θανατωθῇ. |
33
Ἐὰν δέ τις ἀνοίξῃ λάκκον
ἢ λατομήσῃ λάκκον καὶ μὴ
καλύψῃ αὐτόν, καὶ ἐμπέσῃ
ἐκεῖ μόσχος ἢ ὄνος,
|
33
Ἐὰν κανεὶς ἀνοίξῃ λάκκον
ἢ λατομήσῃ εἰς πετρώδη περιοχὴν
καὶ δὲν σκεπάσῃ τὸν λάκκον,
πέσῃ δὲ ἐκεῖ καὶ φονευθῇ
μοσχάρι ἢ ὄνος, |
33
Ἐὰν δὲ κάποιος σκάψῃ εἰς τὸ
χῶμα καὶ ἀνοίξῃ λάκκον, ἢ λαξεύσῃ
βράχον καὶ ἀνοίξῃ λάκκον καὶ δὲν
φροντίσῃ νὰ τὸν σκεπάσῃ καὶ
πέσῃ ἐκεῖ μέσα καὶ σκοτωθῇ μοσχάρι
ἢ ὄνος, |
34
ὁ κύριος τοῦ λάκκου ἀποτίσει·
ἀργύριον δώσει τῷ κυρίῳ
αὐτῶν, τὸ δὲ τετελευτηκὸς αὐτῷ
ἔσται. |
34
αὐτὸς ποὺ ἤνοιξε τὸν λάκκον
θὰ πληρώσῃ πρόστιμον εἰς τὸν
κύριον τοῦ ζώου, τὸ δὲ συντριβὲν
ζῶον θὰ ἀνήκῃ εἰς αὐτόν.
|
34
τότε ἐκεῖνος εἰς τὸν ὁποῖον
ἀνήκεο ὁ λάκκος πρέπει νὰ πληρώσῃ
ἀποζημίωσιν εἰς τὸν ἰδιοκτήτην
τῶν ζώων, τὸ δὲ νεκρὸν ζῶον
θὰ ἀνήκῃ εἰς αὐτὸν
ποὺ θὰ πληρώσῃ. |
35
Ἐὰν δὲ κερατίσῃ τινὸς
ταῦρος τὸν ταῦρον τοῦ πλησίον
καὶ τελευτήσῃ, ἀποδώσονται τὸν
ταῦρον τὸν ζῶντα καὶ διελοῦνται
τὸ ἀργύριον αὐτοῦ, καὶ
τὸν ταῦρον τὸν τεθνηκότα διελοῦνται.
|
35
Ἐὰν ἕνας ταῦρος κτυπήσῃ
μὲ τὰ κέρατα καὶ φονεύσῃ
τὸν ταῦρον τοῦ πλησίον, θὰ πωληθῇ
ὁ ζῶν ταῦρος καὶ θὰ μοιρασθοῦν
τὸ χρῆμα οἱ κύριοι τῶν ταύρων,
οἱ ὁποῖοι θὰ μοιρασθοῦν ἐπίσης
καὶ τὰ κρέας τοῦ φονευθέντος
ταύρου. |
35
Ἐὰν δὲ ἕνας ταῦρος κτυπήσῃ
μὲ τὰ κέρατά του τὸν ταῦρον, ποὺ
ἀνήκει εἰς ἄλλον ἰδιοκτήτην
καὶ θανατωθῇ, πρέπει νὰ πωλήσουν τὸν
ταῦρον ποὺ ζῇ καὶ νὰ μοιρασθοῦν
τὸ ποσὸν ποὺ θὰ πάρουν. Νὰ μοιρασθοῦν
ἐπίσης μεταξύ των καὶ τὸν σκοτωμένον
ταῦρον. |
36
Ἐὰν δὲ γνωρίζηται ὁ ταῦρος
ὅτι κερατιστὴς ἐστι πρὸ τῆς
χθὲς καὶ πρὸ τῆς τρίτης ἡμέρας,
καὶ διαμεμαρτυρημένοι ὦσι τῷ κυρίῳ
αὐτοῦ, καὶ μὴ ἀφανίσῃ
αὐτόν, ἀποτίσει ταῦρον ἀντὶ
ταύρου, ὁ δὲ τετελευτηκὼς αὐτῷ
ἔσται. |
36
Ἐὰν ὅμως ἦτο γνωστὸν ὅτι
ὁ κερατίσας ταῦρος ἀπὸ ἀρκετοῦ
χρόνου ἐκτυποῦσε μὲ τὰ κέρατα
καὶ εἶχον διαμαρτυρηθῆ οἱ ἄλλοι
ἄνθρωποι εἰς τὸν κύριόν του,
ἐκεῖνος δὲ δὲν τὸν ἐξηφάνισε,
θὰ δώσῃ τὸν ζῶντα ταῦρον
ἀντὶ τοῦ φονευθέντος καὶ ὁ
φονευθεὶς ταῦρος θὰ ἀνήκῃ
πάλιν εἰς τὸν κύριόν του.
|
36
Ἐὰν ὅμως ἦτο γνωστὸν ὅτι
ὁ ταῦρος ἦτο ἐπιθετικὸς καὶ
ἐκτυποῦσε μὲ τὰ κέρατά του πρὸ
πολλοῦ καὶ ἐνῷ εἶχαν γίνει διαμαρτυρίαι
πρὸς τὸν ἰδιοκτήτην του, ἐν τούτοῖς
δὲν ἐφρόντισεν ἐκεῖνος νὰ τὸν
ἑξαφανίσῃ, τότε θὰ δώσῃ ἕνα
ταῦρον ἀντὶ ἐκείνου ποὺ ἐσκοτώθη,
ὁ δὲ σκοτωμένος θὰ εἶναι ἰδικός
του. |