Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ὰν
δὲ τις κλέψῃ μόσχον ἢ πρόβατον
καὶ σφάξῃ ἢ ἀποδῶται,
πέντε μόσχους ἀποτίσει ἀντὶ
τοῦ μόσχου καὶ τέσσαρα πρόβατα
ἀντὶ τοῦ προβάτου.
|
ὰν
κανεὶς κλέψῃ μοσχάρι ἢ πρόβατον
καὶ τὸ σφάξῃ, διὰ νὰ τὸ
φάγῃ ἢ τὸ πωλήσῃ, θὰ
πληρώσῃ πέντε μόσχους ἀντὶ
τοῦ ἑνὸς καὶ τέσσαρα πρόβατα
ἀντὶ τοῦ ἑνὸς προβάτου.
|
ὰν
δὲ κάποιος κλέψῃ μοσχάρι ἢ πρόβατον καὶ
τὸ σφάξῃ ἢ τὸ πωλήσῃ, θὰ
πληρώσῃ σὰν ἀποζημίωσιν πέντε μοσχάρια
ἀντὶ τοῦ ἑνὸς ποὺ ἔκλεψε,
καὶ τέσσερα πρόβατα ἀντὶ τοῦ ἑνὸς
προβάτου, ποὺ εἶχε κλέψει. |
2
Ἐὰν δὲ ἐν τῷ διορύγματι
εὑρεθῇ ὁ κλέπτῃς καὶ πληγεὶς
ἀποθάνῃ, οὐκ ἔστιν αὐτῷ
φόνος· |
2
Ἐὰν δὲ ὁ κλέπτῃς γίνῃ
ἀντιληπτὸς τὴν ὥραν, ποὺ ἐπιχειρεῖ
τὴν διάρρηξιν, καὶ κτυπηθεὶς ἀποθάνῃ,
δὲν θὰ καταλογισθῇ ἐνοχὴ φόνου
εἰς τὸν φονέα. |
2
Καὶ ἐὰν γίνῃ ἀντιληπτὸς
ὁ κλέπτῃς κατὰ τὴν στιγμὴν τῆς
διαρρήξεως μέσα εἰς τὸ σκοτάδι καὶ κτυπηθῇ
θανάσιμα, τότε αὐτὸς ποὺ τὸν ἐσκότωσε
δὲν θὰ θεωρῆται φονεύς.
|
3
ἐὰν δὲ ἀνατείλῃ ὁ
ἥλιος ἐπ' αὐτῷ, ἔνοχός
ἐστιν, ἀνταποθανεῖται. Ἐὰν δὲ
μὴ ὑπάρχῃ αὐτῷ, πραθήτω
ἀντὶ τοῦ κλέμματος.
|
3
Ἐὰν ὅμως φονεύσῃ κανεὶς
τὸν νυκτερινὸν κλέπτην μετὰ τὴν
ἀνατολὴν τοῦ ἡλίου, ὁ
φονεὺς εἶναι ἔνοχος καὶ θὰ καταδικασθῇ
εἰς θάνατον. Ἐὰν ὁ κλέπτῃς
δὲν ἔχῃ νὰ πληρώσῃ τὴν
ἐπιβληθεῖσαν ποινήν, νὰ πωληθῇ
ὡς δοῦλος, διὰ νὰ πληρώσῃ
τὸ κλοπιμαῖον. |
3
Ἐὰν ὅμως φονεύσῃ τὸν κλέπτην
μετὰ τὴν ἀνατολὴν τοῦ ἡλίου,
τότε εἶναι φονεὺς καὶ ἀντὶ τοῦ
φόνου, ποὺ διέπραξε, πρέπει νὰ θανατωθῇ
καὶ ὁ ἴδιος. Ὁ κλέπτῃς πρέπει
νὰ καταβάλῃ τὴν ἀποζημίωσιν,
ποὺ ὡρίσθη προηγουμένως. Ἐὰν ὅμως
δὲν ἔχῃ αὐτὴν τὴν δυνατότητα,
πρέπει νὰ πωληθῇ ὁ ἴδιος σὰν
δοῦλος εἰς ἀντικατάστασιν αὐτοῦ,
τὸ ὁποῖον ἔκλεψε.
|
4
Ἐὰν δὲ καταληφθῇ καὶ εὑρεθῇ
ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ τὸ κλέμμμα
ἀπό τε ὄνου ἕως προβάτου ζῶντα,
διπλᾶ αὐτὰ ἀποτίσει.
|
4
Ἐὰν ὁ κλέπτῃς συλληφθῇ
καὶ εὑρεθῇ εἰς τὴν κατοχήν
του τὸ κλεμμένον ζῶον, ἀπὸ ὄνου
μέχρι προβάτου, θὰ πληρώσῃ εἰς
τὸ διπλοῦν αὐτὰ ποὺ ἔκλεψε.
|
4
Ἐὰν ὄμως, ὅταν συλληφθῇ ὁ
κλέπτῃς, εὑρεθοῦν ζωντανὰ ὑπὸ
τὴν κατοχήν του ὅσα ἔκλεψε, ἀπὸ
ὄνου καὶ ἕως προβάτου, τότε δὲν θὰ
πληρώσῃ εἰς τὸ πενταπλάσιον ἢ
τετραπλάσιον, ἀλλὰ εἰς τὸ διτιλάσιον
τὴν ἀξίας τοῦ κάθε ζώου, ποὺ
ἔκλεψε. |
5
Ἐὰν δὲ καταβοσκήσῃ τις ἀγρὸν
ἢ ἀμπελῶνα καὶ ἀφῇ τὸ
κτῆνος αὐτοῦ καταβοσκῆσαι ἀγρὸν
ἕτερον, ἀποτίσει ἐκ τοῦ ἀγροῦ
αὐτοῦ κατὰ τὸ γέννημα αὐτοῦ·
ἐὰν δὲ πάντα τὸν ἀγρὸν
καταβοσκήσῃ, τὰ βέλτιστα τοῦ
ἀγροῦ αὐτοῦ καὶ τὰ βέλτιστα
τοῦ ἀμπελῶνος αὐτοῦ ἀποτίσει.
|
5
Ἐὰν κανεὶς βόσκῃ τὸ ζῶον
του εἰς τὸν ἀγρὸν ἢ τὴν
ἄμπελόν του καὶ τὸ ἀφήσῃ
νὰ βοσκήσῃ ἄλλον ἀγρόν,
θὰ πληρώσῃ ἀπὸ τὸν ἰδικόν
του ἀγρὸν τὴν ζημία, τὴν ὁποίαν
ἔχει προκαλέσει εἰς τὸν ἄλλον.
Ἐὰν δὲ βοσκήσῃ καὶ καταστρέψῃ
ὅλον τὸν ἀγρόν, θὰ καταβάλῃ
ὡς ἀποζημίωσιν τὰ καλύτερα προϊόντα
τοῦ ἀγροῦ του καὶ τοῦ ἀμπελῶνος
του. |
5
Ἐὰν δὲ κάποιος βόσκῃ τὸ ζῶον
του εἰς τὸ χωράφι ἢ τὸ ἀμπέλί
του καὶ τὸ ἀφήσῃ νὰ βοσκήσῃ
εἰς ξένον χωράφι, θὰ πληρώσῃ ἀποζημίωσιν
ἀπὸ τὸ χωράφι του ἀναλόγως πρὸς
τὸ εἰσόδημά του καὶ τὴν ζημίαν ποὺ
προεκλήθη. Ἐὰν δὲ ἀφήσῃ τὸ
ζῶον του νὰ βοσκήσῃ ὅλο τὸ ξένον
χωράφι, πρέπει νὰ πληρώσῃ ἀποζημίωσιν,
μὲ τὸ νὰ προσφέρῃ εἰς τὸν
ἄλλον τὰ καλύτερα προϊόντα ἀπὸ τὸ
χωράφι ἢ ἀπὸ τὸ ἀμπέλι
του. |
6
Ἐὰν δὲ ἐξελθὸν πῦρ εὕρῃ
ἀκάνθας καὶ προσεμπρήσῃ ἅλωνα
ἢ στάχυς ἢ πεδίον, ἀποτίσει
ὁ τὸ πῦρ ἐκκαύσας.
|
6
Ἐὰν κανεὶς ἀνάψῃ φωτιά,
αὐτὴ δὲ ἐπεκταθῇ εἰς ἀκάνθας
καὶ γίνῃ πυρκαϊὰ καὶ καταστρέψῃ
ἁλῶνι ἢ χωράφι μὲ στάχεις
ἢ πεδιάδα, θὰ πληρώσῃ πρόστιμον
αὐτός ποὺ ἤναψε τὴν φωτιάν.
|
6
Καὶ ἐὰν κάποιος ἀνάψῃ
φωτιὰν καὶ αὐτὴ ἀπλωθῃ
καὶ εὕρῃ ἀγκάθια καὶ μεγαλώσ
καὶ καύσῃ θημωνιὲς εἰς ξένον ἀλῶνι,
ἢ ἀνεπτυγμένα σιτηρὰ ἢ καὶ μόνον
τὸ χωράφι, θὰ ἀποκαταστήσῃ τὴν
ζημίαν αὐτός, ποὺ ἔβαλε τὴν φωτιάν.
|
7
Ἐὰν δέ τις δῶ τῷ πλησίον
ἀργύριον ἢ σκεύη φυλάξαι, καὶ
κλαπῇ ἐκ τῆς οἰκίας τοῦ
ἀνθρώπου, ἐὰν εὑρεθῇ ὁ
κλέψας, ἀποτίσει τὸ διπλοῦν·
|
7
Ἐὰν κανεὶς δώσῃ εἰς τὸν
πλησίον του χρήματα ἢ σκεύη πρὸς
φύλαξιν, καὶ κλαποῦν ἀπὸ τὴν
οἰκίαν τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ,
ἐὰν ὁ κλέπτῃς συλληφθῇ
θὰ καταβάλῃ ἐκεῖνος εἰς
τὸν ἰδιοκτήτην τὰ διπλάσια
|
7
Ἐὰν δὲ κάποιος δώσῃ εἰς ἕνα
γνωστόν του χρήματα ἢ διάφορα σκεύη, διὰ
νὰ τοῦ τὰ διαφυλάξῃ καὶ κλαποῦν
αὐτὰ ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ
ἀνθρώπου ἐκείνου, τότε ἐὰν μὲν
εὑρεθῇ ὁ κλέπτῃς, θὰ πληρώσῃ
ὁ ἴδιος κλέπτῃς ὡς ἀποζημίσιν
ποσὸν διπλάσιον τῆς ἀξίας ἐκείνου
ποὺ ἔκλεψεν. |
8
ἐὰν δὲ μὴ εὑρεθῇ ὁ
κλέψας, προσελεύσεται ὁ κύριος τῆς
οἰκίας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ
καὶ ὀμεῖται ἦ μὴν μὴ αὐτὸν
πεπονηρεῦσθαι ἐφ' ὅλης τῆς παρακαταθήκης
τοῦ πλησίον. |
8
Ἐὰν ὅμως δὲν εὑρεθῇ ὁ
κλέπτῃς, θὰ
παρουσιασθῇ ὁ κύριος τῆς οἰκίας
ἐνώπιον τοῦ ὑπὸ τοῦ Θεοῦ
ὁρισθέντος δικαστηρίου καὶ θὰ
ὁρκισθῇ ὅτι οὐδέποτε ἐσκέφθη
κάτι πονηρόν, δὲν ἐσκέφθη ποτὲ
νὰ καταχρασθῇ τὴν
κατάθεσιν τοῦ πλησίον.
|
8
Ἐὰν ὅμως δὲν εὑρεθῇ ὁ
κλέπτῃς, πρέπει ὁ οἰκοδεσπότης ἐκεῖνος,
εἰς τὸν ὁποῖον εἶχαν δοθῇ
πρὸς φύλαξιν τὰ χρήματα ἢ τὰ σκεύη,
νὰ παρουσιασθῇ ἐνώπιον τῶν Κριτῶν,
ποὺ ὥρισεν ὁ Θεὸς καὶ ἐκεῖ,ἐνώπιον
τοῦ τόπου τῆς λατρείας, νὰ ὁρκισθῇ
ὅτι δὲν τοῦ ἐπέρασε καμμία πονηρὰ
ἐπιθυμία διὰ κάθε ἀγαθόν, ποὺ τοῦ
ἐνεπιστεύθη ὁ γνωστός του.
|
9
Κατὰ πᾶν ρητὸν ἀδίκημα, περί
τε μόσχου καὶ ὑποζυγίου καὶ
προβάτου καὶ ἱματίου καὶ πάσης
ἀπωλείας τῆς ἐγκαλουμένης, ὅ,τι
οὖν ἂν ᾖ, ἐνώπιον τοῦ
Θεοῦ ἐλεύσεται ἡ κρίσις ἀμφοτέρων,
καὶ ὁ ἁλοὺς διὰ τοῦ Θεοῦ
ἀποτίσει διπλοῦν τῷ πλησίον·
|
9
Αὐτὸ θὰ γίνεται διὰ κάθε
ἀδίκημα, εἴτε τὸ κλαπὲν εἶναι
μόσχος ἢ ὑποζύγιον ἢ
πρόβατον ἢ ἱμάτιον,
διὰ κάθε καταγγελλομένην
ἀπώλειαν, ὁποιαδήποτε καὶ ἂν
εἶναι αὐτή, ἐνώπιον τοῦ
Θεοῦ θὰ γίνῃ ἡ κρίσις
τῶν ἀντιδίκων. Ἐὰν ἀπὸ
τὸ δικαστήριον εὑρεθῇ ἔνοχος
κατακρατήσεως ξένης περιουσίας ἐκεῖνος
εἰς τὸν ὁποῖον εἶχε γίνει
ἡ κατάθεσις, θὰ καταδικασθῇ νὰ
πληρώσῃ εἰς τὸν πλησίον του
διπλασίαν τὴν ἀξίαν τοῦ ἀπολεσθέντος.
|
9
Δι' ὁποιοδήποτε συγκεκριμένον παράπτωμα ποὺ
θὰ καταγγελθῇ ἁρμοδίως, εἴτε πρόκειται
διὰ μοσχάρι, ἢ δι' ὄνον, ἢ διὰ
πρόβατον, ἢ δι' ἔνδυμα, ἢ διὰ κάθε
ἀπώλειαν, ὁποιαδήποτε καὶ ἐὰν
εἶναι ατή, πρέπει τελικῶς νὰ φθάσῃ
ἡ κρίσις τῶν δύο ἀντιδίκων ἐνώπιον
τοῦ κριτηρίου, ποὺ ὥρισεν ὁ Θεός.
Καὶ ἐκεῖνος ποὺ θὰ ἀποδειχθῇ
ἔνοχος ἀπὸ τὸ κριτήριον τοῦ
Θεοῦ, πρέπει νὰ πληρώσῃ διπλασίαν ἀποζημίωσιν
εἰς τὸν συνάνθρωπόν του, τὸν ὁποῖον
ἐζημίωσεν. |
10
ἐὰν δέ τις δῶ τῷ πλησίον
ὑποζύγιον ἢ μόσχον ἢ πρόβατον
ἢ πᾶν κτῆνος φυλάξαι, καὶ συντριβῇ
τελευτήσῃ ἢ αἰχμάλωτον γένηται,
καὶ μηδεὶς γνῷ,
|
10
Ἐὰν κανεὶς δώσῃ εἰς τὸν
πλησίον του πρὸς φύλαξιν ὑποζύγιον
ἢ μοσχάρι ἢ πρόβατον ἢ οἰονδήποτε
ἄλλο κατοικίδιον ζῶον, καὶ συμβῇ
ὥστε αὐτὸ νὰ πάθῃ κάταγμα
ἢ νὰ ἀποθάνῃ
ἢ νὰ κλαπῇ
καὶ δὲν ὑπάρχῃ κανεὶς
μάρτυς νὰ ἐπιβεβαίωσῃ τοῦτο,
|
10
Ἐὰν δὲ κάποιος δώσῃ εἰς τὸν
συνάνθρωπόν του πρὸς φύλαξιν ὄνον ἢ μοσχάρι
ἢ πρόβατον ἢ ὁποιοδηήποτε ζῶον
καὶ συμβῇ ὥστε τὸ ζῶον αὐτὸ
νὰ πάθῃ ἕνα κάταγμα, ἢ νὰ ψοφήσῃ,
ἢ νὰ ἁρπαγῇ καὶ νὰ μεταφερθῇ
εἰς ἄλλον τόπον καὶ δὲν ὑπάρχῃ
κάποιος αὐτόπτης μάρτυς ποὺ νὰ βεβαιώσῃ
τὶ ἀκριβῶς συνέβη, |
11
ὅρκος ἔσται τοῦ Θεοῦ ἀνὰ
μέσον ἀμφοτέρων, ἢ μὴν μὴ
αὐτὸν πεπονηρεῦσθαι καθόλου τῆς
παρακαταθήκης τοῦ πλησίον· καὶ
οὕτως προσδέξεται ὁ κύριος αὐτοῦ,
καὶ οὐκ ἀποτίσει.
|
11
θὰ γίνῃ ἐνώπιον τοῦ δικαστηρίου
τοῦ Θεοῦ ὅρκος ἀπὸ
τὸν λαβόντα πρὸς
φύλαξιν τὸ ἀπολεσθὲν ζῶον, ὅτι
ποτὲ δὲν εἶχε σκεφθῆ
κάτι τὸ πονηρὸν
εἰς βάρος τῆς ἐμπιστευθείσης
εἰς αὐτὸν καταθέσεως. Ἡ ἔνορκος
αὐτὴ διαβεβαίωσις
πρέπει νὰ γίνῃ δεκτὴ καὶ
θὰ ἀπαλλαγῇ πάσης ἀποζημιώσεως
ὁ ὁρκισθείς.
|
11
τότε πρέπει νὰ δοθῇ ὅρκος ἐν ὀνόματι
τοῦ Θεοῦ ἀπὸ αὐτόν, ποὺ
ἐδέχθη πρὸς φύλαξιν τὸ ζῶον τοῦ
ἄλλου, ὅτι δὲν ἐσκέφθη τίποτε πονηρὸν
εἰς βάρος τῆς περιουσίας, ποὺ τοῦ
ἐνεπιστεύθη ὁ συνάνθρωπός του. Καὶ
ἔτσι θὰ συμφωνήσῃ ὁ ἰδιοκτήτης
καὶ δεν θὰ πληρώσῃ ὁ ἄλλος καμμίαν
ἀποζημίωσιν. |
12
Ἐὰν δὲ κλαπῇ παρ' αὐτοῦ,
ἀποτίσει τῷ κυρίῳ.
|
12
Ἐὰν ὅμως ἀποδειχθῇ ὅτι
ὁ φύλαξ τοῦ ζώου τὸ ἔκλεψε,
θὰ πληρῶσῃ εἰς τὸν κύριον
τοῦ ζώου ἀποζημίωσιν.
|
12
Ἐὰν ὅμως ἀποδειχθῇ κλέπτης αὐτός,
ποὺ ἀνέλαβε τὴν φύλαξιν, πρέπει νὰ
πληρώσῃ ἀποζημίωσιν εἰς τὸν ἰδιοκτήτην.
|
13
Ἐὰν δὲ θηριάλωτον γένηται, ἄξει
αὐτὸν ἐπὶ τὴν θήραν καὶ
οὐκ ἀποτίσει. |
13
Ἐὰν τὸ παραδοθὲν πρὸς φάλαξιν
ζῶον κατασπαραχθῇ ὑπὸ θηρίου,
θὰ ὁδηγήσῃ ὁ
φύλαξ τὸν κύριον
τοῦ ζώου ἐκεῖ, ὅπου αὐτὸ
εἶχε φαγωθῆ ἀπὸ τὸ θηρίον,
καὶ δὲν θὰ πληρώσῃ
ἀποζημίωσιν.
|
13
Ἐὰν δὲ τὸ ζῶον ποὺ κάποιος
ἀνέλαβε νὰ τὸ φυλάξῃ φαγωθῇ
ἀπὸ ἄγρια θηρία, πρέπει ἐκεῖνος
ποὺ ἀνέλαβε τὴν φύλαξιν νὰ ὁδηγήσῃ
τὸν ἰδιοκτήτην τοῦ ζώου εἰς τὸν
τόπον, ὅπου κατεσπαράχθη, διὰ νὰ βεβαιωθῇ
ὁ ἴδιος μὲ τὰ μάτια του καὶ
ἔτσι δὲν θὰ τοῦ πληρώσῃ καμμίαν
ἀποζημίωσιν. |
14
Ἐὰν δὲ αἰτήσῃ τις παρὰ
τοῦ πλησίον, καὶ συντριβῇ ἢ
ἀποθάνῃ ἢ αἰχμάλωτον γένηται,
ὁ δὲ κύριος μὴ ᾖ μετ' αὐτοῦ,
ἀποτίσει· |
14
Ἐὰν ζητήσῃ κανεὶς καὶ
πάρῃ ἀπὸ
τὸν πλησίον σκεῦος ἢ ζῶον καὶ
συμβῇ ὥστε τὸ σκεῦος νὰ συντριβῇ
ἢ τὸ ζῷον νὰ ἀποθάνῃ
ἢ κλαπῇ, ἂν ὁ δανεισθεὶς
δὲν εὑρίσκετο εἰς τὴν
περιοχὴν ἐκείνην, θὰ πληρώσῃ
ἀποζημίωσιν.
|
14
Ἐὰν δὲ κάποιος ζητήσῃ δανεικὸν
ἀπὸ τὸν συνάνθρωπόν του ἕνα ζῶον
καὶ αὐτὸ πάθη κάποιο κάταγμα, ἢ ψοφήση,
ἢ ἁρπαγῇ καὶ μεταφερθῇ εἰς
ἄλλον τόπον, καθ' ἣν στιγμὴν δὲν ἦτο
παρὼν αὐτός, ποὺ τὸ εἶχε λάββει
ὑπὸ τὴν κυριότητά του, πρέπει νὰ πληρώσῃ
ἀποζημίωσιν, διότι ἔδειξεν ἀδιαφορίαν διὰ
τὴν ξένην ἰδιοκτησίαν. |
15
ἐὰν δὲ ὁ κύριος ᾖ μετ'
αὐτοῦ, οὐκ ἀποτίσει· ἐὰν
δὲ μισθωτὸς ᾖ, ἔσται αὐτῷ
ἀντὶ τοῦ μισθοῦ αὐτοῦ.
|
15
Ἐὰν ὅμως ὁ δανεισθεὶς ἦτο
πλησίον τῶν δανεισθέντων καὶ αὐτὰ
χαθοῦν, δὲν θὰ πληρώσῃ ἀποζημίωσιν.
Ἐὰν ὁ λαβὼν ἦτο ἡμερομίσθιος
ἐργάτης, θὰ κρατηθῇ ὁ μισθὸς
αὐτοῦ ὡς ἀποζημίωσις διὰ
τὸ ἀπολεσθὲν ἀντικείμενον.
|
15
Ἐὰν ὅμως ἦτο παρών αὐτός, ποὺ
τὸ εἶχεν ὑπὸ τὴν κυριότητά του
καὶ ἐν τούτοις συνέβη τὸ ἀτύχημα εἰς
τὸ ζῶον ποὺ ἐδανείσθη, δὲν πρέπει
νὰ πληρώσῃ ἀποζημίωσιν. Καὶ ἐὰν
αὐτὸς ποὺ ἐδανείσθη εἶναι μισθωτὸς
ἐργάτης, πρέπει νὰ ὑπολογισθῇ ἡ
ζημία εἰς τὸν μισθόν του, |
16
Ἐὰν δὲ ἀπατήσῃ τις παρθένον
ἀμνήστευτον καὶ κοιμηθῇ μετ' αὐτῆς,
φερνῇ φερνιεῖ αὐτὴν αὐτῷ
γυναῖκα. |
16
Ἐὰν κανεὶς ἀπατήσῃ παρθένον,
ἡ ὁποία δὲν ἔχει μνηστευθῆ
καὶ κοιμηθῇ μὲ αὐτήν, θὰ
καταβάλῃ τὴν προῖκα της εἰς
τὸν πατέρα της καὶ θὰ τὴν νυμφευθῇ.
|
16
Ἐὰν δὲ κάποιος ἐξαπατήσῃ μίαν
παρθένον κόρην ἡ ὁποία δὲν ἔχει μνηστευθῇ,καὶ
ἐλθῃ εἰς γενετήσιον σχέσιν μαζί της, πρέπει
νὰ πληρώσῃ ὁ ἴδιος ὅσα χρειάζονται
διὰ τὴν προῖκα τῆς νύφης καὶ
νὰ τὴν νυμφευθῇ. |
17
Ἐὰν δὲ ἀνανεύων ἀνανεύσῃ
καὶ μὴ βούληται ὁ πατὴρ αὐτῆς
δοῦναι αὐτὴν αὐτῷ γυναῖκα,
ἀργύριον ἀποτίσει τῷ πατρὶ
καθ' ὅσον ἐστὶν ἡ φερνὴ τῶν
παρθένων. |
17
Ἐὰν ὅμως ὁ πατὴρ ἐπιμόνως
ἀρνῆται καὶ δὲν συγκατατίθεται
νὰ δώσῃ τὴν θυγατέρα του εἰς
ἐκεῖνον γυναῖκα, ἐκεῖνος θὰ
καταβάλῃ εἰς τὸν πατέρα τὴν
κανονικὴν προῖκα τῶν παρθένων.
|
17
Ἐὰν ὅμως ὁ πατέρας της δὲν δεχθῇ
ἐπ' οὐδενὶ λόγῳ νὰ τοῦ
δώσῃ τὴν κόρην του ὡς σύζυγον, πρέπει αὐτός,
ποὺ τὴν ἐξηπάτησε, να καταβάλῃ εἰς
τὸν πατέρα της χρηματικὸν ποσὸν ἀνάλογον
πρὸς τὴν προῖκα τῶν παρθένων.
|
18
Φαρμακοὺς οὐ περιποιήσετε.
|
18
Μάγους δὲν θὰ ἀφήσετε νὰ
ζοῦν. |
18
Δὲν πρέπει να τιμᾶτε καὶ νὰ ἀφήνετε
νὰ ὑπάρχουν μεταξύ σας μάγοι.
|
19
Πᾶν κοιμώμενον μετὰ κτήνους, θανάτῳ
ἀποκτενεῖτε αὐτούς.
|
19
Κάθε κτηνοβάτην θὰ τὸν τιμωρῆτε
μὲ θάνατον. |
19
Νὰ σκοτώνετε κάθε κτηνοβάτην, ποὺ ἁμαρτάνει
μὲ ζῶα. |
20
Ὁ θυσιάζων θεοῖς θανάτῳ ἐξολοθρευθήσεται,
πλὴν Κυρίῳ μόνῳ.
|
20
Ἐκεῖνος ποὺ προσφέρει θυσίαν
εἰς τὰ εἴδωλα, θὰ καταδικάζεται,
καὶ θὰ ἐξολοθρεύεται διὰ θανάτου.
Μόνον εἰς τὸν Κύριον θὰ προσφέρετε
θυσίας. |
20
Ἐκεῖνος ποὺ προσφέρει θυσίας εἰς ψευδεῖς
θεούς πλὴν μόνον τοῦ Κυρίου, πρέπει να θανατώνεται
καὶ νὰ ἑξαφανίζεται ἀπὸ προσώπου
τῆς γῆς. |
21
Καὶ προσήλυτον οὐ κακώσετε, οὐδὲ
μὴ θλίψητε αὐτόν· ἦτε γὰρ
προσήλυτοι ἐν γῇ Αἰγύπτῳ.
|
21
Δὲν θὰ ἀδικήσετε καὶ δὲν
θὰ στενοχωρήσετε ξένον, διότι καὶ
σεῖς ὑπήρξατε κάποτε ξένοι εἰς
τὴν Αἴγυπτον. |
21
Κάθε ξένον καὶ πάροικον δὲν πρέπει νὰ τὸν
κακομεταχειρίζεσθε, οὔτε νὰ τὸν καταπιέζετε.
Διότι κάποτε ὑπήρξατε καὶ σεῖς ξένοι καὶ
πάροικοι εἰς τὴν Αἴγυπτον,
|
22
Πᾶσαν χήραν καὶ ὀρφανὸν οὐ
κακώσετε· |
22
Καμμίαν χήραν καὶ κανένα ὀρφανὸν
δὲν θὰ ἀδικήσετε.
|
22
Νὰ μὴ κάνετε κακὸν εἰς καμμίαν χήραν
καὶ εἰς κανένα ὀρφανόν.
|
23
ἐὰν δὲ κακίᾳ κακώσητε
αὐτούς, καὶ κεκράξαντες καταβοήσωσι
πρός με, ἀκοῇ εἰσακούσομαι τῆς
φωνῆς αὐτῶν |
23
Ἐὰν ἀδικήσετε αὐτοὺς καὶ
κράξουν πρὸς ἐμὲ ἐναντίον
σας, ἐγὼ θὰ ἀκούσω τὴν
φωνήν των |
23
Διότι ἐὰν φερθῆτε μὲ κακὸν τρόπον
πρὸς αὐτοὺς καὶ κράξουν μέσα εἰς
τὴν θλῖψιν των πρὸς Ἐμέ, τότε Ἐγὼ
ὁ Κύριος θὰ ἀκούσω τὴν φωνήν των ὁπωσδήποτε,
|
24
καὶ ὀργισθήσομαι θυμῷ καὶ ἀποκτενῶ
ὑμὰς μαχαίρᾳ, καὶ ἔσονται
αἱ γυναῖκες ὑμῶν χῆραι καὶ
τὰ παιδιά ὑμῶν ὀρφανά.
|
24
καὶ θὰ ὀργισθῶ, καὶ θὰ
ἐπιτρέψω νὰ φονευθῆτε ἐν στόματι
μαχαίρας καὶ ἔτσι αἱ γυναῖκες
σας θὰ γίνουν χῆραι καὶ τὰ παιδιά
σας ὀρφανά, ὡσὰν ἐκεῖνα
ποὺ σεῖς ἠδικήσατε.
|
24
καὶ θὰ ἐκδηλώσω τὴν δικαίαν ὀργήν
μου καὶ θὰ ἐπιτρέψω νὰ φονευθῆτε
μὲ μαχαίρι, ὥστε νὰ χηρεύσουν καὶ
αἱ ἰδικαί σας γυναῖκες καὶ νὰ
ὀρφανεύσουν καὶ τὰ ἰδικά σας παιδιά.
|
25
Ἐὰν δὲ ἀργύριον ἐκδανείσῃς
τῷ ἀδελφῷ τῷ πενιχρῷ παρὰ
σοί, οὐκ ἔσῃ αὐτὸν κατεπείγων,
οὐκ ἐπιθήσεις αὐτῷ τόκον.
|
25
Ἐὰν δανείσῃς χρήματα εἰς
τὸν πτωχὸν ἀδελφόν σου, δὲν
θὰ καταπιέσῃς αὐτὸν νὰ
σοῦ ἐπιστρέψῃ τὸ δάνειον,
οὔτε θὰ τοῦ ἐπιβάλῃς τόκον.
|
25
Καὶ ἐὰν δώσῃς χρηματικὸν δάνειον
εἰς τὸν ἀδελφόν σου, τὸν πτωχὸν
συνάνθρωπόν σου, δεν πρέπει νὰ τὸν βιάζῃς
διὰ τὴν ἐπιστροφὴν τοῦ δανείου,
οὔτε νὰ τοῦ βάλῃς τόκον σὰν
τοκογλύφος. |
26
Ἐὰν δὲ ἐνεχύρασμα ἐνεχυράσῃς
τὸ ἱμάτιον τοῦ πλησίον, πρὸ
δυσμῶν ἡλίου ἀποδώσεις αὐτῷ·
|
26
Ἐὰν δὲ πάρῃς ὡς ἐνέχυρον
τὸ ἱμάτιον τοῦ πλησίον, νὰ
τοῦ τὸ ἐπιστρέψῃς πρὶν
δύσῃ ὁ ἥλιος. |
26
Ἐὰν δὲ πάρῃς σὰν ἐνέχυρον
διὰ κάτι ποὺ σοῦ ὀφείλει ὁ συνάνθρωπός
σου τὸ ἐξωτερικὸν ἔνδυμά του, τὸ
ἐπανωφόρι το, πρέπει νὰ τοῦ τὸ ἐπιστρέψῃς
πρὶν ἀπὸ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου.
|
27
ἔστι γὰρ τοῦτο περιβόλαιον αὐτοῦ,
μόνον τοῦτο τὸ ἱμάτιον ἀσχημοσύνης
αὐτοῦ· ἐν τίνι κοιμηθήσεται;
Ἐὰν οὖν καταβοήσῃ πρός
με, εἰσακούσομαι αὐτοῦ· ἐλεήμων
γάρ εἰμι. |
27
Διότι αὐτὸ εἶναι τὸ σκέπασμά
του εἰς τὸν ὕπνον του, τὸ μοναδικόν
του ἔνδυμα, μὲ τὸ ὁποῖον καλύπτει
τὴν γύμνωσίν του. Ἂν ἐσὺ
τὸ κρατήσῃς, μὲ τί ἐκεῖνος
θὰ σκεπασθῇ; Ἐὰν δὲ κράξῃ
αὐτὸς πρὸς ἐμὲ ἐναντίον
σου, ἐγὼ θὰ ἀκούσω τὴν
φωνήν του, διότι εἶμαι εὔσπλαγχνος.
|
27
Διότι αὐτὸ τὸ ἔνδυμα εἶναι τὸ
μόνον μὲ τὸ ὁποῖον σκεπάζεται, διὰ
νὰ ζεσταθῇ, αὐτὸ τὸ ἴδιο
μὲ τὸ ὁποῖον καλύπτει καὶ τὴν
γύμνωσίν του. Ἂν δὲν τὸ ἔχῃ,
πῶς θὰ κοιμηθῇ; Ἐὰν λοιπὸν
δὲν τοῦ τὸ ἐπιστρέψῃς καὶ
κραυγάσῃ πρὸς Ἑμὲ μέσα εἰς τὴν
συμφοράν του, θὰ τὸν ἀκούσω ὁπωσδήποτε
καὶ θὰ ἀναλάβω τὴν προστασίαν του,
διότι εἶμαι ἐλεήμων, συμπαθὴς καὶ
φιλάνθρωπος. |
28
Θεοὺς οὐ κακολογήσεις καὶ ἄρχοντα
τοῦ λαοῦ σου οὐ κακῶς ἐρεῖς.
|
28
Νὰ μὴν κακολογῇς τοὺς δικαστὰς
καὶ γενικῶς τοὺς ἀνωτέρους σου,
οὔτε νὰ κατακρίνῃς τὸν ἄρχοντα
τοῦ λαοῦ σου. |
28
Δὲν πρέπει νὰ ὑβρίσῃς ποτε τοὺς
Κριτάς, ποὺ σὰν ἐκπρόσωποι τοῦ Θεοῦ
ἀπονέμουν τὴν δικαιοσύνην, οὔτε νὰ
κακολογήσῃς ἄρχοντα τοῦ λαοῦ σου (ποὺ
ἔλαβεν ἀπὸ Ἑμὲ τὴν ἐξουσίαν
του διὰ τὴν κοινωνικὴν εὐταξίαν).
|
29
Ἐπαρχὰς ἅλωνος καὶ ληνοῦ σου
οὐ καθυστερήσεις· τὰ πρωτότοκα
τῶν υἱῶν σου δώσεις ἐμοί.
|
29
Τὰς ἀπαρχὰς τοῦ σίτου ἀπὸ
τὸ ἁλῶνι σου καὶ τοῦ οἴνου
ἀπὸ τὸν ληνόν σου δὲν πρέπει
νὰ καθυστερήσῃς νὰ τὰ δώσῃς
εἰς τὸν Κύριον. Τὰ πρωτοτόκα
ἐκ τῶν παιδιῶν σου θὰ τὰ δώσῃς
εἰς ἐμέ. |
29
Δὲν θὰ καθυστερήσῃς νὰ προσφέρῃς
εἰς Ἐμὲ τμῆμα τῆς πρώτης ἐσοδείας
τῶν σιτηρῶν ἀπὸ τὸ ἁλῶνι
σου καὶ τῶν κρασιῶν ἀπὸ τὸ
πατητήρι σου. Θὰ μοῦ προσφέρης ἐπίσης καὶ
αὐτοὺς ποὺ γεννῶνται πρῶτοι
ἀπὸ τοὺς υἱούς σου.
|
30
Οὕτω ποιήσεις τὸν μόσχον σου καὶ
τὸ πρόβατόν σου καὶ τὸ ὑποζύγιόν
σου· ἑπτὰ ἡμέρας ἔσται
ὑπὸ τὴν μητέρα, τῇ δὲ
ὀγδόῃ ἡμέρᾳ ἀποδώσεις
μοι αὐτῷ. |
30
Τὸ ἴδιο ἐπίσης θὰ κάμῃς
καὶ διὰ τὸ μοσχάρι σου καὶ διὰ
τὸ πρόβατόν σου καὶ διὰ τὸ
μεταφορικόν σου μέσον. Ἑπτὰ ἡμέρας
θὰ θηλάζῃ τὴν μητέρα του, κατὰ
δὲ τὴν ὀγδόην ἡμέραν θὰ
τὸ προσφέρῃς εἰς ἐμέ.
|
30
Τὸ ἴδιο πρέπει νὰ κάνῃς καὶ
διὰ τὸ μοσχάρι σου καὶ διὰ τὸ
πρόβατόν σου καὶ διὰ τὴν ὄνον σου.
Ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρας μετὰ τὴν
γέννησίν των νὰ μένουν εἰς τὴν μητέρα των.
Κατὰ τὴν ὀγδόην ὅμως ἡμέραν
πρέπει νὰ τὰ προσφέρης εἰς Ἐμέ.
|
31
Καὶ ἄνδρες ἅγιοι ἔσεσθέ μοι.
Καὶ κρέας θηριάλωτον οὐκ ἔδεσθε,
τῷ κυνὶ ἀπορρίψατε αὐτό.
|
31
Ἐὰν τηρήσετε ὅλα αὐτά,
θὰ εἶσθε ἁγνοὶ καὶ καθαροὶ
ἐνώπιόν μου. Κρέας ζώου κατασπαραχθέντος
ἀπὸ θηρίον δὲν θὰ τὸ φάγετε,
θὰ τὸ ρίψετε εἰς τὸ σκυλί.
|
31
Καὶ νὰ εἶσθε ἄνθρωποι ἅγιοι,
πιστοὶ καὶ ἀφωσιωμένοι εἰς Ἐμὲ
τὸν ἅγιον Θεόν. Δὲν πρέπει δὲ νὰ
τρώγετε κρέας ζώου, ποὺ τὸ κατεσπάραξεν ἄγριον
θηρίον, ἀλλὰ νὰ τὸ πετάτε εἰς
τὸ σκυλί. |