Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν λέγων·
|
μίλησεν
ἀκόμη ὁ Κύριος πρὸς τὸν
Μωϋσῆν καὶ εἶπεν·
|
αὶ
ὡμίλησεν ὁ Κύριος πρὸς τὸν Μωϋσῆν
καὶ τοῦ εἶπε: |
2
Ἰδοὺ ἀνακέκλημαι ἐξ ὀνόματος
τὸν Βεσελεὴλ τὸν τοῦ Οὐρείου
τὸν Ὤρ, ἐκ τῆς φυλῆς Ἰούδα,
|
2
<ἰδοὺ ὀνομαστικῶς ἔχω προσκαλέσει
τὸν Βεσελεήλ, υἱὸν τοῦ Οὐρείου,
υἱοῦ τοῦ Ὢρ ἀπὸ τὴν
φυλὴν Ἰούδα. |
2
<Νά, ἔχω ἐκλέξει καὶ ἐκάλεσα ὀνομαστικῶς
τὸν Βεσελεήλ, τὸν υἱὸν τοῦ Οὐρείου
καὶ ἔγγονὸν τοῦ Ὢρ ἀπὸ
τὴν φυλὴν τοῦ Ἰούδα.
|
3
καὶ ἐνέπλησα αὐτὸν πνεῦμα
θεῖον σοφίας καὶ συνέσεως καὶ
ἐπιστήμης ἐν παντὶ ἔργῳ
διανοεῖσθαι |
3
Αὐτὸν ἐνέπλησα μὲ θεῖον
Πνεῦμα σοφίας καὶ συνέσεως καὶ
ἐπιστήμης, ὥστε νὰ σκέπτεται
ὀρθῶς διὰ κάθε ἱερὸν ἔργον
ποὺ θὰ ἀναλάβῃ.
|
3
Τὸν ἐγέμισα δὲ μὲ θεῖον πνεῦμα
σοφίας καὶ διανοητικῆς ἱκανότητος καὶ
γνώσεως, διὰ νὰ ἠμπορῇ νὰ σκέπτεται
εἰς κάθε ἔργον, ποὺ πρόκειται νὰ κάμῃ.
|
4
καὶ ἀρχιτεκτονῆσαι, ἐργάζεσθαι
τὸ χρυσίον καὶ τὸ ἀργύριον
καὶ τὸν χαλκὸν καὶ τὴν ὑάκινθον
καὶ τὴν πορφύραν καὶ τὸ κόκκινον
τὸ νηστὸν |
4
Τοῦ ἔχω δώσει θεῖον Πνεῦμα,
ὥστε νὰ εἶναι ἱκανὸς ἀρχιτέκτων
καὶ νὰ κατεργάζεται τὸν χρυσόν,
τὸν ἄργυρον, τὸν χαλκόν, τὰ
διάφορα εἴδη χρωμάτων, τὸ κυανοῦν,
τὸ βαθέως ἐρυθρόν, τὸ κόκκινον
καὶ τὸ γνεσμένον ὕφασμα·
|
4
Τὸν ἔκαμα ἱκανὸν νὰ συλλαμβάνῃ
τὸ σχέδιον καὶ νὰ τὸ κατασκευάζῃ
μὲ ἐπιδεξιότητα· νὰ ἠμπορῇ ἐπίσης
νὰ κατεργάζεται τὸ χρυσάφι καὶ τὸ
ἀσῆμι καὶ τὸν χαλκὸν καὶ
τὰ νήματα, τὰ ὁποῖα βάφονται μὲ
χρώματα ἀπὸ κογχύλια, τὸ γαλάζιο δηλαδή,
τὸ ξανθοκόκκινο καὶ τὸ βαθὺ κόκκινο.
|
5
καὶ τὰ λιθουργικὰ καὶ εἰς τὰ
ἔργα τὰ τεκτονικὰ τῶν ξύλων,
ἐργάζεσθαι κατὰ πάντα τὰ
ἔργα. |
5
νὰ εἶναι ἱκανὸς εἰς τὴν
λιθουρνικήν, τὴν ξυλουργικὴν καὶ νὰ
ἐκτελῇ μὲ ἐπιτυχίαν ὅλα
τὰ ἔργα. |
5
Νὰ εἶναι ἐπιτήδειος καὶ εἰς
τὴν λιθουργικὴν καὶ εἰς τὴν
ξυλουργικὴν καὶ νὰ κάμνῃ κάθε εἴδους
ἐργασίαν ὅπως πρέπει. |
6
Καὶ ἐγὼ ἔδωκα αὐτὸν καὶ
τὸν Ἐλιάβ τὸν τοῦ Ἀχισαμὰχ
ἐκ φυλῆς Δὰν καὶ παντὶ συνετῷ
καρδίᾳ δέδωκα σύνεσιν, καὶ ποιήσουσι
πάντα ὅσα συνέταξά σοι,
|
6
Ἐγὼ ἔδωκα εἰς αὐτὸν ὡς
βοηθόν του τὸν Ἐλιάβ, υἱὸν
τοῦ Ἀχισαμὰχ ἀπὸ τὴν φυλὴν
τοῦ Δάν, καὶ εἰς πολλοὺς ἄλλους
βοηθούς του συνετοὺς κατὰ τὴν διάνοιαν
ἔδωσα φωτισμὸν καὶ ἱκανότητα,
διὰ νὰ κάμουν ὅσα σὲ ἔχω
διατάξει. |
6
Τοῦ ἔδωσα δὲ ἐγὼ ὡς βοηθόν
του καὶ τὸν Ἐλιάβ, τὸν υἱὸν
τοῦ Ἀχισαμὰχ ἀπὸ τὴν φυλὴν
τοῦ Δὰν καὶ εἰς κάθε ἄλλον σοφὸν
καὶ ἱκανὸν βοηθόν των ἔδωσα
ἐγὼ εὐφυΐαν καὶ ἐπιτηδειότητα
καὶ ἔτσι θὰ κάνουν ὅλα, ὅσα
σὲ διέταξα. |
7
τὴν σκηνὴν τοῦ μαρτυρίου καὶ
τὴν κιβωτὸν τῆς διαθήκης καὶ
τὸ ἱλαστήριον τὸ ἐπ' αὐτῆς
καὶ τὴν διασκευὴν τῆς σκηνῆς
|
7
Αὐτοὶ θὰ κατασκευάσουν τὴν Σκηνὴν
τοῦ Μαρτυρίου, τὴν Κιβωτὸν τῆς
Διαθήκης καὶ τὸ ἱλαστήριον τὸ
ἐπάνω αὐτῆς καὶ ὅσα ἄλλα
χρειάζονται εἰς ἀπαρτισμὸν καὶ
ἐξυπηρέτησιν τῆς Σκηνῆς, στύλους,
καλύμματα, καταπετάσματα·
|
7
Θὰ κατασκευάσουν οἱ ἐπιτήδειοι αὐτοὶ
τεχνῖται τὴν Σκηνὴν τοῦ Μαρτυρίου
καὶ τὴν Κιβωτὸν τῆς Διαθήκης καὶ
τὸ Ἱλαστήριον ποὺ τοποθετείται ἐπάνω
εἰς αὐτὴν καὶ κάθε τι, ποὺ χρειάζεται
διὰ τὴν ἐπένδυσιν καὶ τακτοποίησιν
τῆς Σκηνῆς. |
8
καὶ τὰ θυσιαστήρια καὶ τὴν τράπεζαν
καὶ πάντα τὰ σκεύη αὐτῆς
καὶ τὴν λυχνίαν τὴν καθαρὰν
καὶ πάντα τὰ σκεύη αὐτῆς
|
8
τὰ δύο θυσιαστήρια (τῶν ὁλοκαυτωμάτων
καὶ τοῦ θυμιάματος), τὴν τράπεζαν
καὶ ὅλα τὰ σκεύη αὐτῆς,
τὴν καθαρὰν ἐκ χρυσοῦ ἐπτάφωτον
λυχνίαν καὶ ὅλα τὰ ἐξαρτήματά
της, |
8
Θὰ φτιάξουν ἐπίσης καὶ τὰ δύο θυσιαστήρια
τὸ ἕνα διὰ τὰς θυσίας τῶν ζώων
καὶ τὸ ἄλλο διὰ τὸ θυμίαμα καὶ
τὴν Τράπεζαν τῆς προθέσεως τῶν ἄρτων
μὲ ὅλα τὰ σκεύη της καὶ τὴν
ἑπτάφωτον Λυχνίαν, ποὺ θὰ εἶναι ἀπὸ
καθαρὸ χρυσάφι, καθὼς καὶ ὅλα τὰ
σκεύη της, |
9
καὶ τὸν λουτῆρα καὶ τὴν βάσιν
αὐτοῦ |
9
τὸν χάλκινον λουτῆρα καὶ τὴν
βάσιν του, |
9
καὶ τὸν Λουτῆρα διὰ τὰς πλύσεις
καὶ τὴν βάσιν του, |
10
καὶ τὰς στολὰς τὰς λειτουργικὰς
Ἀαρὼν καὶ τὰς στολὰς τῶν
υἱῶν αὐτοῦ ἱερατεύειν
μοι |
10
τὰς ἱερατικὰς στολὰς τοῦ Ἀαρὼν
καὶ τῶν υἱῶν του, διὰ νὰ
τὰς φοροῦν ὅταν θὰ λειτουργοῦν
εἰς ἐμέ· |
10
καὶ τὰς ἱερατικὰς στολὰς τοῦ
Ἀαρών, καθὼς καὶ τὰς στολὰς
τῶν υἱῶν του, διὰ νὰ τὰς
φοροῦν κατὰ τὴν ὥραν τῆς λατρείας
καὶ νὰ μὲ διακονοῦν.
|
11
καὶ τὸ ἔλαιον τῆς χρίσεως καὶ
τὸ θυμίαμα τῆς συνθέσεως τοῦ
ἁγίου· κατὰ πάντα, ὅσα
ἐγὼ ἐνετειλάμην σοι, ποιήσουσι.
|
11
τὸ διὰ τὴν χρῖσιν ἔλαιον, τὸ
ἐκ πολλῶν ἀρωματικῶν εἰδῶν
σύνθετον θυμίαμα πρὸς ἁγίαν
χρῆσιν καὶ γενικῶς αὐτοὶ θὰ
κάμουν ὅλα ὅσα ἐγὼ σὲ
διέταξα>. |
11
Θὰ κατασκευάσουν καὶ τὸ λάδι τὸ εἰδικὸν
διὰ τὰς χρίσεις καὶ τὸ θυμίαμα, ποὺ
θὰ ἔχῃ συντεθῇ ἀπὸ διαφόρους
οὐσίας καὶ θὰ προορίζεται μόνον διὰ
τὴν λατρείαν. Θὰ τὰ φτιάξουν ὅλα γενικῶς
συμφώνως πρὸς ὅσα ἐγὼ σὲ διέταξα>.
|
12
Καὶ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν
λέγων· |
12
Ὡμίλησεν ὁ Κύριος πρὸς τὸν
Μωϋσῆν καὶ εἶπε·
|
12
Καὶ ὡμίλησεν ὁ Κύριος πρὸς τὸν
Μωϋσῆν καὶ τοῦ εἶπε: |
13
καὶ σὺ σύνταξον τοῖς υἱοῖς
Ἰσραὴλ λέγων· ὁρᾶτε, καὶ
τὰ σάββατά μου φυλάξεσθε· σημεῖόν
ἐστι παρ' ἐμοὶ καὶ ἐν ἐμοὶ
εἰς τὰς γενεὰς ὑμῶν, ἵνα
γνῶτε ὅτι ἐγὼ Κύριος ὁ
ἁγιάζων ὑμᾶς.
|
13
<σὺ νὰ διατάξῃς τοὺς Ἰσραηλίτας
καὶ νὰ τοὺς εἴπῃς· Προσέχετε!
Φυλάξατε τὴν ἱερότητα καὶ τὴν
ἀργίαν του Σαββάτου. Αὐτὴ ἡ
τήρησις τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου
θὰ εἶναι σημεῖον ἰδικόν μου
πρὸς σᾶς, τεθὲν ἀπὸ ἐμὲ
δι' ὅλας τὰς γενεάς σας, διὰ νὰ
μάθετε καὶ κατανοήσετε ὅτι ἐγὼ
εἶμαι ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος
σᾶς ἁγιάζω. |
13
<Νὰ διατάξῃς σὺ τοὺς Ἰσραηλίτας
καὶ νὰ τοὺς εἰπῇς τὰ ἑξῆς:
Προσέχετε καὶ τηρεῖτε ἐπακριβῶς τὰς
ἡμέρας τῶν Σαββάτων, ποὺ εἶναι ἰδικαί
μου, διότι ἡ ἀργία τοῦ Σαββάτου εἶναι
χαρακτηριστικὸν γνώρισμα, ποὺ βεβαιώνει ὅτι
εἶσθε ἰδικοί μου καὶ ὡρίσθη ἀπὸ
ἑμὲ δι ' ὅλας τὰς γενεᾶς σας,
διὰ νὰ καταλάβετε ὅτι ἐγὼ εἶμαι
ὁ Κύριός σας, ποὺ σᾶς ἁγιάζω
καὶ σᾶς ξεχωρίζω ἀπὸ τὰ ἄλλα
ἔθνη. |
14
Καὶ φυλάξεσθε τὰ σάββατα, ὅτι
ἅγιον τοῦτό ἐστι Κυρίῳ
ὑμῖν· ὁ βεβηλῶν αὐτὸ
θανάτῳ θανατωθήσεται· πᾶς ὃς
ποιήσει ἐν αὐτῷ ἔργον, ἐξολοθρευθήσεται
ἡ ψυχὴ ἐκείνη ἐκ μέσου
τοῦ λαοῦ αὐτοῦ.
|
14
Θὰ τηρήσετε τὴν ἀργίαν καὶ
ἱερότητα τοῦ Σαββάτου, διότι
αὐτὸ πρέπει νὰ εἶναι ἀπὸ
σᾶς ἀφιερωμένον εἰς τὸν Κύριον.
Ἐκεῖνος, ποὺ θὰ τὸ βεβηλώσῃ,
θὰ θανατωθῇ. Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος
θὰ ἐργασθῇ κατὰ τὴν ἡμέραν
αὐτήν, θὰ ἐξολοθρευθῇ ἐκ
μέσου τοῦ λαοῦ του. |
14
Καὶ νὰ τηρῆτε τὴν ἀργίαν τῶν
Σαββάτων, διότι διὰ σᾶς ἡ ἀργία αὐτὴ
εἶναι ἀφιέρωμα πρὸς τιμὴν τοῦ
Κυρίου. Καθένας ποὺ θὰ βεβηλώνῃ καὶ
θὰ καταπατῇ τὴν ἀργίαν τοῦ Σαββάτου
θὰ θανατώνεται. Αὐτὸς ποὺ θὰ
κάνη κάποιαν ἐργασίαν κατὰ τὴν ἡμέραν
αὐτὴν θὰ ἐξολοθρευθῇ, θὰ
χαθῇ παντελῶς ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος
μέσα ἀπὸ τὸν λαόν του.
|
15
Ἓξ ἡμέρας ποιήσεις ἔργα, τῇ
δὲ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ
σάββατα, ἀνάπαυσις ἁγία τῷ
Κυρίῳ· πᾶς ὃς ποιήσει ἔργον
τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ,
θανατωθήσεται. |
15
Ἓξ ἡμέρας θὰ ἐργάζεσαι,
κατὰ δὲ τὴν ἑβδόμην ἡμέραν
θὰ εἶναι Σάββατον, δηλαδὴ ἡμέρα
ἀναπαύσεως, ἡμέρα ἀφιερωμένη
εἰς τὸν Κύριον. Ἐκεῖνος ὁ
ὁποῖος θὰ ἐργασθῇ κατὰ
τὴν ἑβδόμην ἡμέραν, θὰ
τιμωρηθῇ διὰ θανάτου.
|
15
Ἐπὶ ἕξι ἡμέρας θὰ κάμνῃς
τὰ βιοποριστικά σου ἔργα. Κατὰ τὴν
ἑβδόμην ὅμως ἡμέραν θὰ ἔχῃς
<Σάββατα>. Εἶναι ἡμέρα ἀναπαύσεως,
ἀφιερωμένη εἰς τὸν Κύριον. Καθένας
ποὺ θὰ κάμνῃ κάποιαν ἐργασίαν
κατὰ τὴν ἑβδόμην ἡμέραν θὰ θανατώνεται.
|
16
Καὶ φυλάξουσιν οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ
τὰ σάββατα ποιεῖν αὐτὰ εἰς
τὰς γενεὰς αὐτῶν· διαθήκη
αἰώνιος. |
16
Οἱ Ἰσραηλῖται πρέπει νὰ φυλάξουν
τὴν ἀργίαν τοῦ Σαββάτου, ὅσα
ἐγὼ ἔχω νομοθετήσει δι' αὐτό,
εἰς ὅλας τὰς γενεάς των. Αὐτὴ
εἶναι αἰωνία καὶ ἀκατάλυτος
διαθήκη μου. |
16
Καὶ πρέπει νὰ προσέξουν οἱ Ἰσραηλῖται,
ὥστε νὰ τηροῦν εἰς τὸ ἑξῆς
τὴν ἀργίαν τῶν Σαββάτων καθ' ὅλας
τὰς γενεᾶς των. Τοῦτο εἶναι διαθήκη
μου καὶ νόμος αἰώνιος. |
17
Ἐν ἐμοὶ καὶ τοῖς υἱοῖς
Ἰσραὴλ σημεῖόν ἐστιν ἐν
ἐμοὶ αἰώνιον· ὅτι ἓξ
ἡμέραις ἐποίησε Κύριος τὸν
οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν καὶ
τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ
ἐπαύσατο καὶ κατέπαυσε.
|
17
Μεταξὺ ἐμοῦ καὶ τῶν Ἰσραηλιτῶν
θὰ εἶναι σημεῖον ἡ ἀργία
καὶ ὁ ἁγιασμὸς τοῦ Σαββάτου,
διότι εἰς ἓξ ἡμέρας ὁ
Κύριος ἐδημιούργησε τὸν οὐρανὸν
καὶ τὴν γῆν, κατὰ δὲ τὴν
ἑβδόμην ἡμέραν ἔπαυσε τὴν
δημιουργίαν καὶ ἀνεπαύθη>.
|
17
Ἀνάμεσα εἰς ἑμὲ καὶ τοὺς
Ἰσραηλίτας ἡ ἀργία τοῦ
Σαββάτου
θὰ εἶναι αἰώνιον σημάδι, ποὺ θὰ
φανερώνῃ τὴν σχέσιν μου μαζί των καὶ
θὰ ὑπενθυμίζω ὅτι ὁ Κύριος εἰς
ἕξι ἡμέρας ἐδημιούργησε τὸν οὐρανὸν
καὶ τὴν γῆν καὶ κατὰ τὴν
ἑβδόμην ἡμέραν διέκοψε τὸ δημιουργικὸν
ἔργον του καὶ ἀνεπαύθη>.
|
18
Καὶ ἔδωκε Μωυσῇ, ἡνίκα κατέπαυσε
λαλῶν αὐτῷ ἐν τῷ ὄρει
τῷ Σινά, τὰς δύο πλάκας τοῦ
μαρτυρίου, πλάκας λιθίνας γεγραμμένας
τῷ δακτύλῳ τοῦ Θεοῦ.
|
18
Ὅταν ἔπαυσε νὰ ὁμιλῇ πρὸς
τὸν Μωϋσῆν ὁ Κύριος ἐπάνω
εἰς τὸ ὄρος Σινά, τοῦ ἔδωκε
τὰς δύο πλάκας τοῦ μαρτυρίου,
πλάκας λιθίνας, αἱ ὁποῖαι εἶχαν
γραφῆ θαυματουργικῶς μὲ τὸ χέρι
τοῦ Θεοῦ. |
18
Καὶ ἀφοῦ ἔπαυσε νὰ ὁμιλῇ
ὁ Θεὸς πρὸς τὸν Μωϋσῆν, τοῦ
ἔδωσε εἰς τὸ ὅρος, τὸ Σινᾶ,
τὰς δύο πλάκας μὲ τὰ μαρτύρια, τὰς
ἐντολὰς δηλαδὴ τοῦ Θεοῦ. Αἱ
πλάκες αὐταὶ ἦσαν ἀπὸ πέτραν
καὶ εἶχαν γραφῆ μὲ τὸ δάκτυλον
τοῦ Θεοῦ. |