Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
ἐποίησε Βεσελεὴλ καὶ Ἐλιὰβ
καὶ πᾶς σοφὸς τῇ διανοίᾳ,
ᾧ ἐδόθη σοφία καὶ ἐπιστήμη
ἐν αὐτοῖς συνιέναι ποιεῖν πάντα
τὰ ἔργα κατὰ τὰ ἅγια καθήκοντα,
κατὰ πάντα ὅσα συνέταξε Κύριος.
|
ἰργάσθη
ὁ Βεσελεήλ, καὶ ὁ Ἐλιὰβ
καὶ κάθε Ἰσραηλίτης μὲ ἐφευρετικὴν
διάνοιαν, εἰς τοὺς ὁποίους ὁ
Θεὸς ἔδωσε σοφίαν καὶ ἐπιστήμην,
ὥστε νὰ ἐμπνέωνται καὶ νὰ
ἐκτελοῦν ὅλα τὰ ἔργα ποὺ
ἐταίριαζαν εἰς τὰ ἅγια ἐκεῖνα
ἱδρύματα, νὰ κάμνουν ὅλα ὅσα
διέταξεν ὁ Κύριος. |
αὶ
εἰργάσθησαν ὁ Βεσελεὴλ καὶ ὁ
Ἐλιὰβ καὶ κάθε ἄλλος σοφὸς καὶ
ἐπιδέξιος τεχνίτης, εἰς τὸν ὁποῖον
ἐδόθη ἀπὸ τὸν Θεὸν σοφία καὶ
ἐπιτηδειότης δι’ αὐτὰς τὰς ἐργασίας,
ὥστε νὰ ἀντιλαμβάνεται πῶς πρέπει
νὰ κάνῃ ὅλα τὰ ἔργα, ποὺ
ἦσαν ἀπαραίτητα διὰ τὸν ἅγιον
τόπον τῆς λατρείας, καὶ ἔκαναν τὰ
πάντα συμφώνως πρὸς ὅσα διέταξεν ὁ Κύριος.
|
2
Καὶ ἐκάλεσε Μωυσῆς Βεσελεὴλ
καὶ Ἐλιὰβ καὶ πάντας τοὺς
ἔχοντας τὴν σοφίαν, ἔδωκεν ὁ
Θεὸς ἐπιστήμην ἐν τῇ καρδίᾳ,
καὶ πάντας τοὺς ἐκουσίως βουλομένους
προσπορεύεσθαι πρὸς τὰ ἔργα, ὥστε
συντελεῖν αὐτά,
|
2
Ὁ Μωϋσῆς ἐκάλεσε τὸν Βεσελεήλ,
τὸν Ἐλιὰβ καὶ καθένα ποὺ
εἶχε εἰδικὴν ἱκανότητα, εἰς
τὸν ὁποῖον ὁ Θεὸς ἔδωσε
σοφίαν διὰ τὰ ἔργα ἐκεῖνα,
ἐκάλεσεν ὅλους ὅσοι ἐκουσίως
προσεφέρθησαν νὰ συνεργασθοῦν εἰς
ἀποπεράτωσιν τοῦ ἔργου.
|
2
Ἐκάλεσε λοιπὸν ὁ Μωϋσῆς τὸν
Βεσελεὴλ καὶ τὸν Ἐλιὰβ καὶ
ὅλους, ὅσοι εἶχαν τὴν σοφίαν καὶ
ἐπιτηδειότητα εἰς τὰ τεχνικὰ καὶ
εἶχαν λάβει ἀπὸ τὸν Θεὸν ὡς
χάρισμα εἰς τὴν ψυχήν των εὐφυΐαν,
προσοχὴν καὶ ἐπιμέλειαν. Ἐκάλεσεν
ἐπίσης καὶ ὅλους, ὅσοι ἤθελαν
εὐχαρίστως νὰ βοηθήσουν εἰς τὰς ἐργασίας,
διὰ νὰ ἀποπερατωθοῦν ὅλα αὐτά,
ποὺ παρήγγειλεν ὁ Θεός. |
3
καὶ ἔλαβον παρὰ Μωυσῆ πάντα
τὰ ἀφαιρέματα, ἃ ἤνεγκαν οἱ
υἱοὶ Ἰσραὴλ εἰς πάντα
τὰ ἔργα τοῦ ἁγίου ποιεῖν
αὐτά, καὶ αὐτοὶ προσεδέχοντο
ἔτι τὰ προσφερόμενα παρὰ τῶν
φερόντων τὸ πρωΐ. |
3
Ἔλαβον αὐτοὶ ἀπὸ τὸν Μωϋσῆν
ὅλα τὰ ἀφιερώματα τῶν υἱῶν
Ἰσραήλ, διὰ νὰ κάμουν τὰ
ἔργα τῆς Σκηνῆς τοῦ Μαρτυρίου.
Ἐκάστην δὲ πρωΐαν ἐδέχοντο καὶ
νέα ἀφιερώματα ἀπὸ τοὺς
ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι τὰ
προσέφεραν. |
3
Καὶ ἐπῆραν αὐτοὶ ἀπὸ
τὸν Μωϋσῆν ὅλα τὰ ἀφιερώματα,
ποὺ ἔφεραν οἱ Ἰσραηλῖται, διὰ
νὰ χρησιμεύσουν δι' ὅλα τὰ ἔργα, ποὺ
ἔπρεπε νὰ κάνουν διὰ τὸν τόπον
τῆς λατρείας. Οἱ ἴδιοι ἐδέχοντο ἐπὶ
πλέον κάθε πρωῒ καὶ ἄλλας προσφορὰς
ἀπὸ αὐτούς, ποὺ τὰς προσέφεραν.
|
4
Καὶ παρεγίνοντο πάντες οἱ σοφοὶ
οἱ ποιοῦντες τὰ ἔργα τοῦ ἁγίου,
ἕκαστος κατὰ τὸ αὐτοῦ ἔργον,
ὃ εἰργάζοντο αὐτοί,
|
4
Ὅλοι οἱ ἱκανοὶ ἐργάται,
ὁ καθένας εἰς τὴν εἰδικότητα
αὐτοῦ, προσῆλθον διὰ τὸ ἔργα
τῆς Σκηνῆς τοῦ Μαρτυρίου,
|
4
Ἦλθαν δὲ ὅλοι οἱ σοφοὶ καὶ
ἐπιδέξιοι τεχνῖται, ποὺ ἔκαμναν τὰς
διαφόρους ἐργασίας τοῦ τόπου τῆς λατρείας,
καθένας μὲ τὴν εἰδικότητα καὶ
τὴν ἐργασίαν του, |
5
καὶ εἶπαν πρὸς Μωυσῆν· ὅτι
πλῆθος φέρει ὁ λαὸς κατὰ τὰ
ἔργα, ὅσα συνέταξε Κύριος ποιῆσαι.
|
5
καὶ εἶπαν πρὸς τὸν Μωϋσῆν, ὅτι
ὁ λαὸς προσφέρει διὰ τὰ ἔργα,
τὰ ὁποῖα διέταξεν ὁ Κύριος
πολλὰ ἀφιερώματα, περισσότερα ἀπὸ
ὅσα χρειάζονται. |
5
καὶ εἶπαν εἰς τὸν Μωϋσῆν ὅτι
ὁ λαὸς προσφέρει πολὺ περισσότερα ἀπὸ
ὅσα χρειάζονται διὰ τὰ ἔργα, ποὺ
διέταξε νὰ γίνουν ὁ Κύριος.
|
6
Καὶ προσέταξε Μωυσῆς καὶ ἐκήρυξεν
ἐν τῇ παρεμβολῇ λέγων· ἀνὴρ
καὶ γυνὴ μηκέτι ἐργαζέσθωσαν
εἰς τὰς ἀπαρχὰς τοῦ ἁγίου·
καὶ ἐκωλύθη ὁ λαὸς ἔτι
προσφέρειν. |
6
Τότε ὁ Μωϋσῆς μὲ κήρυκα διεκήρυξεν
εἰς τὴν κατασκήνωσιν λέγων· <οἱ
ἄνδρες καὶ αἱ γυναῖκες, νὰ σταματήσουν
πλέον τὴν προσφορὰν ἀφιερωμάτων
πρὸς συγκρότησιν τῆς Σκηνῆς τοῦ
Μαρτυρίου>. Ἔτσι δὲ ἠμποδίσθη
ὁ λαὸς καὶ ἔπαυσε νὰ προσφέρῃ
ἄλλα ἀφιερώματα. |
6
Τότε ὁ Μωϋσῆς παρήγγειλε καὶ διελάλησε μὲ
κήρυκα εἰς ὅλον τὸ στρατόπεδον τὰ
ἑξῆς: <Κανεὶς ἄνδρας καὶ
καμμία γυναῖκα ἂς μὴ ἀπασχολῆται
πλέον μὲ τὰς προσφορὰς διὰ τὸν
τόπον τῆς λατρείας>. Καὶ ἔτσι ἐμποδίσθησαν
οἱ Ἑβραῖοι νὰ προσφέρουν καὶ
ἄλλα ἀφιερώματα. |
7
Καὶ τὰ ἔργα ἦν αὐτοῖς
ἱκανὰ εἰς τὴν κατασκευὴν ποιῆσαι,
καὶ προσκατέλιπον. |
7
Διὰ τὰ ἔργα, ποὺ ἔμελλαν νὰ
γίνουν, ἦσαν ἀρκετὰ τὰ προσφερθέντα
ἀφιερώματα, καὶ μάλιστα ἐπερίσσευσαν.
|
7
Αὐτὰ δὲ ποὺ εἶχαν συγκεντρωθῇ,
τοὺς ἦσαν ἀρκετὰ διὰ τὴν
κατασκευήν, ποὺ ἐπρόκειτο νὰ κάμουν. Ἔμειναν
μάλιστα καὶ περισσεύματα. |
8
Καὶ ἐποίησε πᾶς σοφὸς ἐν
τοῖς ἐργαζομένοις (Κεφ. ΛΘ' 1) τὰς
στολὰς τῶν ἁγίων, αἵ εἰσιν
Ἀαρὼν τῷ ἱερεῖ, καθὰ συνέταξε
Κύριος τῷ Μωυσῇ.
|
8
Ὁ πλέον σοφὸς καὶ ἱκανὸς
καλλιτέχνης ἀπὸ τοὺς ἐργάτας
ἀνέλαβε καὶ κατεσκεύασε τὰς
ἱερατικὰς στολὰς τοῦ ἀρχιερέως
Ἀαρών, ὅπως εἶχε διατάξει ὁ
Κύριος τὸν Μωϋσῆν. |
8
Καὶ οἱ πλέον σοφοὶ καὶ ἐπιτήδειοι
μεταξὺ τῶν ἐργαζομένων ἔκαναν τὰ
ἄμφια τὰ εἰδικὰ διὰ τὰς
ἱερουργίας, ποὺ προωρίζοντο διὰ τὸν
Ἀαρὼν τὸν ἀρχιερέα, ὄπως ἀκριβῶς
ὥρισεν ὁ Κύριος εἰς τὸν Μωϋσῆν.
|
9
Καὶ ἐποίησε τὴν ἐπωμίδα
ἐκ χρυσίου καὶ ὑακίνθου καὶ
πορφύρας καὶ κοκκίνου νενησμένου καὶ
βύσσου κεκλωσμένης. |
9
Κατεσκεύασε, δηλαδή, τὴν ἐπωμίδα
ἀπὸ χρυσᾶ νήματα, ἀπὸ
ὕφασμα χρώματος κυανοῦ, βαθέως ἐρυθροῦ
καὶ κοκκίνου. Ἐχρησιμοποίησεν ἐπίσης
καὶ ὕφασμα ἀπὸ στριμμένον λινόν.
|
9
Κατεσκεύασε λοιπὸν ὁ ἀρχιτεχνίτης τὴν
Ἐπωμίδα μὲ χρυσάφι καὶ γνεσμένα νήματα πορφύρας
μὲ χρῶμα γαλάζιο, ξανθοκόκκινο καὶ βαθὺ
κόκκινο καὶ μὲ γνεσμένα λευκὰ νήματα βύσσου.
|
10
Καὶ ἐτμήθη τὰ πέταλα τοῦ
χρυσίου τρίχες, ὥστε συνυφᾶναι σὺν
τῇ ὑακίνθῳ καὶ τῇ πορφύρᾳ
καὶ σὺν τῷ κοκκίνῳ τῷ
διανενησμένῳ καὶ τῇ βύσσῳ
τῇ κεκλωσμένῃ, ἔργον ὑφαντὸν
ἐποίησαν αὐτό·
|
10
῎Εκοψε διὰ τὴν ἐπωμίδα καὶ
ἐλέπτυνε φύλλα χρυσοῦ εἰς τρίχας,
ὥστε νὰ συνυφανθοῦν αὐταὶ μὲ
τὸ λινόν ὕφασμα, χρώματος κυανοῦ,
βαθέως ἐρυθροῦ καὶ κοκκίνου,
κλωσμένου καὶ στριμμένου· ἔργον
ὑφαντὸν ἦτο αὐτὸ ποὺ ἔκαμαν.
|
10
Τάδε φύλλα τοῦ χρυσοῦ ἐκόπησαν καὶ
ἔγιναν τρίχες, διὰ νὰ ὑφανθοῦν
μαζὶ μὲ τὰ γνεσμένα νήματα τῆς πορφύρας,
ποὺ εἶχαν χρῶμα γαλάζιο, ξανθοκόκκινο καὶ
βαθὺ κόκκινο καὶ μὲ τὰ γνεσμένα λευκὰ
νήματα βύσσου. Ἐφτιαξαν δὲ τὸ ἄμφιον
ὑφαντόν. |
11
ἐπωμίδας συνεχούσας ἐξ ἀμφοτέρων
τῶν μερῶν, ἔργον ὑφαντὸν εἰς
ἄλληλα συμπεπλεγμένον καθ' ἑαυτὸ
|
11
Κατεσκεύασαν τὰς ἐπωμίδας, δύο
ὑφάσματα, ὥστε νὰ πίπτουν ἔμπροσθεν
καὶ ὄπισθεν τῶν ὤμων, συνδεδεμένα
μεταξύ των μὲ ταινίας.
|
11
Ἔκαναν δύο τεμάχια ὑφάσματος ποὺ ἐκρατοῦντο
μαζὶ ἀπὸ τὰ δύο μέρη τοῦ ὤμου,
ἐμπρὸς καὶ ὀπίσω, ὑφασμένα μεταξύ
των καὶ συνδεδεμένα εἰς τὰς πλευράς
των μὲ ταινίας εἰς ἕνα (σὰν γιλέκο).
|
12
ἐξ αὐτοῦ ἐποίησαν κατὰ
τὴν αὐτοῦ ποίησιν ἐκ χρυσίου
καὶ ὑακίνθου καὶ πορφύρας καὶ
κοκκίνου διανενησμένου καὶ βύσσου
κεκλωσμένης, καθὰ συνέταξε Κύριος
τῷ Μωυσῆ. |
12
Τὰ τεμάχια αὐτὰ εἶχον κατασκευασθῆ
ἐκ τῆς αὐτῆς ὕλης, δηλαδὴ
μὲ χρυσᾶ νήματα, μὲ νήματα λινοῦ
κυανᾶ, πορφυρᾶ, κόκκινα μὲ κλωστὰς
στριμμένας, ὅπως εἶχε διατάξει ὁ
Κύριος. |
12
Ἐχρησιμοποίησαν δὲ κατὰ τὴν
κατασκευὴν τῶν δύο τεμαχίων τὰ ἴδια
ὑλικά. Τὰ ἔφτιαξαν μὲ χρυσάφι καὶ
γνεσμένα νήματα πορφύρας μὲ χρῶμα γαλάζιο, ξανθοκόκκινο
καὶ βαθὺ κόκκινο καὶ γνεσμένα λευκὰ
νήματα βύσσου, ὅπως ἀκριβῶς διέταξεν ὁ
Κύριος τὸν Μωϋσῆν. |
13
Καὶ ἐποίησαν ἀμφοτέρους τοὺς
λίθους τῆς σμαράγδου συμπεπορπημένους
καὶ περισεσιαλωμένους χρυσίῳ, γεγλυμμένους
καὶ ἐκκεκολαμμένους ἐγκόλαμμα
σφραγῖδος ἐκ τῶν ὀνομάτων τῶν
υἱῶν Ἰσραήλ·
|
13
Ἔκαμαν καὶ τοὺς δύο λίθους τοῦ
σμαράγδου νὰ κουμβώνουν μὲ πόρπην
ἐπιχρυσωμένους, λείους, ἐπὶ
τῶν ὁποίων εἶχον σκαλίσει κατὰ
τρόπον ἀνάγλυφον, ὅπως εἰς σφραγῖδα,
τὰ ὀνόματα τῶν υἱῶν Ἰακώβ.
|
13
Κατεσκεύασαν καὶ τὰ δύο πετράδια ἀπὸ
σμαράγδι ἔτσι, ὥστε νὰ κουμβώνουν μὲ
πόρπην καὶ νὰ δένωνται ὁλόγυρα μὲ
χρυσάφι. Ἦσαν δὲ τὰ πετράδια σκαλιστὰ
καὶ χαραγμένα, ὅπως χαράσσονται αἱ σφραγῖδες,
μὲ τὰ ὀνόματα τῶν υἱῶν
τοῦ Ἰακώβ. |
14
καὶ ἐπέθηκεν αὐτοὺς ἐπὶ
τοὺς ὤμους τῆς ἐπωμίδος, λίθους
μνημοσύνου τῶν υἱῶν Ἰσραήλ,
καθὰ συνέταξε Κύριος τῷ Μωυσῆ.
|
14
Ἐτοποθέτησεν αὐτοὺς εἰς τοὺς
ὠμοὺς τῆς ἐπωμίδος, διὰ
νὰ ἐνθυμῆται ὁ Θεὸς τὰς
φυλὰς τοῦ Ἰσραήλ, ὅπως ὁ
ἴδιος εἶχε διατάξει εἰς τὸν
Μωϋσῆν. |
14
Ἔβαλε δὲ ὁ τεχνίτης αὐτὰ τὰ
πετράδια εἰς τὰ σημεῖα τῆς Ἐπωμίδος,
ποὺ εἶναι ἀκριβῶς ἐπάνω
εἰς τοὺς ὤμους· καὶ ἦσαν ἐκεῖ,
διὰ νὰ μνημονεύῃ τοὺς Ἰσραηλίτας
ὁ Ἀαρὼν καὶ νὰ τοὺς ἐνθυμῆται
ὁ Θεός, ὅπως ἀκριβῶς διέταξεν ὁ
Κύριος τὸν Μωϋσῆν. |
15
Καὶ ἐποίησαν λογεῖον, ἔργον
ὑφαντὸν ποικιλίᾳ κατὰ τὸ
ἔργον τῆς ἐπωμίδος ἐκ χρυσίου
καὶ ὑακίνθου καὶ πορφύρας καὶ
κοκκίνου διανενησμένου καὶ βύσσου
κεκλωσμένης· |
15
Κατεσκεύασαν ἔπειτα τὸ Λογεῖον, ὑφαντὸν
κεντητόν, ἐπεξειργασμένον, ὅπως ἦτο
καὶ ἡ ἐπωμίς, μὲ χρυσᾶ
νήματα συνυφασμένα μὲ λινὰ στριμμένα
νήματα χρώματος κυανοῦ καὶ βαθέως
ἐρυθροῦ καὶ κοκκίνου.
|
15
Ἔφτιαξαν καὶ τὸ ἄμφιον ποὺ ἐλέγετο
Λογεῖον τῶν Κρίσεων, ὑφαντὸν καὶ
αὐτὸ μὲ διακοσμήσεις, ὅπως ἀκριβῶς
ἔγινε καὶ ἡ Ἐπωμὶς ἀπὸ
χρυσάφι καὶ γνεσμένα νήματα πορφύρας μὲ χρῶμα
γαλάζιο, ξανθοκόκκινο καὶ βαθὺ κόκκινο καὶ
γνεσμένα λευκὰ νήματα βύσσου. |
16
τετράγωνον διπλοῦν ἐποίησαν τὸ
λογεῖον, σπιθαμῆς τὸ μῆκος καὶ
σπιθαμῆς τὸ εὖρος, διπλοῦν.
|
16
Διπλωνόμενον εἰς δύο τὸ Λογεῖον
εἶχε σχῆμα τετράγωνον μιᾶς σπιθαμῆς
τὸ μῆκος καὶ μιᾶς σπιθαμὴς τὸ
πλάτος. |
16
Ἔκαναν δὲ τὸ Λογεῖον ἔτσι, ὥστε,
ὅταν ἐδιπλώνετο εἰς δύο, νὰ
σχηματίζῃ τετράγωνον. Ὅπως ἦτο δὲ
διπλωμένον εἶχε μίαν πιθαμὴν μῆκος (22 ἑκατοστόμετρα)
καὶ μίαν πιθαμὴν πλάτος. |
17
Καὶ συνυφάνθη ἐν αὐτῷ ὕφασμα
κατάλιθον τετράστιχον· στίχος λίθων,
σάρδιον καὶ τοπάζιον καὶ σμάραγδος,
ὁ στίχος ὁ εἷς·
|
17
Μὲ αὐτὸ συνυφάνθη καὶ ὕφασμα,
γεμᾶτο ἀπὸ πολυτίμους λίθους
εἰς τέσσαρας σειρᾶς. Ἡ πρώτη
σειρὰ τῶν πολυτίμων λίθων ἦσαν:
Σάρδιον, τοπάζιον καὶ σμάραγδος.
|
17
Ὑφάνθη δὲ μαζί του καὶ ἕνα
ἄλλο ὕφασμα γεμᾶτο μὲ πετράδια εἰς
τέσσαρας στίχους. Ὁ πρῶτος στίχος εἶχε σάρδιον,
τοπάζιον καὶ σμάραγδον. |
18
καὶ ὁ στίχος ὁ δεύτερος, ἄνθραξ
καὶ σάπφειρος καὶ ἴασπις·
|
18
Ἡ δευτέρα σειρὰ ἦτο: Ἄνθραξ
πολύτιμος, σάπφειρος καὶ ἴασπις.
|
18
Ὁ δεύτερος στίχος εἶχε ἄνθρακα, σάπφειρον
καὶ ἴασπιν. |
19
καὶ ὁ στίχος ὁ τρίτος λιγύριον
καὶ ἀχάτης καὶ ἀμέθυστος·
|
19
Ἡ τρίτη σειρὰ ἦσαν λιγύριον,
ἀχάτης καὶ ἀμέθυστος.
|
19
Ὁ τρίτος στίχος εἶχε λιγύριον, ἀχάτην
καὶ ἀμέθυστον. |
20
καὶ ὁ στίχος ὁ τέταρτος χρυσόλιθος
καὶ βηρύλλιον καὶ ὀνύχιον·
περικεκυκλωμένα χρυσίῳ καὶ συνδεδεμένα
χρυσίῳ. |
20
Ἡ τετάρτη σειρὰ ἦτο: Χρυσόλιθος,
βηρύλλιον καὶ ὀνύχιον. Αὐτὰ
ἦσαν περιχρυσωμένα καὶ συνδεδεμένα
μεταξύ των μὲ χρυσᾶ νήματα.
|
20
Ὁ δὲ τέταρτος στίχος εἶχε
χρυσόλιθον, βηρύλλιον καὶ ὀνύχιον.
Τὰ πετράδια αὐτὰ εἶχαν ὁλόγυρα
των χρυσάφι καὶ ἦσαν συνδεδεμένα ἐπίσης
μὲ χρυσάφι. |
21
Καὶ οἱ λίθοι ἦσαν ἐκ τῶν
ὀνομάτων τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ
δώδεκα ἐκ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν,
ἐγγεγλυμμένα εἰς σφραγῖδας, ἕκαστος
ἐκ τοῦ ἑαυτοῦ ὀνόματος,
εἰς τὰς δώδεκα φυλάς.
|
21
Οἱ πολύτιμοι αὐτοὶ λίθοι ἦσαν
δώδεκα κατὰ τὸν ἀριθμὸν τῶν
δώδεκα φυλῶν τοῦ Ἰσραήλ, χαραγμένοι
ὡσὰν σφραγῖδες, ἕκαστος ἀπὸ
τοὺς ὁποίους εἶχε σκαλισμένον
ἕνα ὄνομα ἐκ τῶν δώδεκα φυλῶν
τοῦ Ἰσραήλ. |
21
Αὐτὰ δὲ τὰ πολύτιμα πετράδια, ποὺ
ἀντιστοιχοῦσαν εἰς τὰ ὀνόματα
τῶν υἱῶν τοῦ Ἰακώβ, ἦσαν
δώδεκα, ὅσα καὶ τὰ ὀνόματα αὐτῶν,
χαραγμένα σὰν σφραγῖδες, τὸ καθένα μὲ
τὸ ἰδικόν του ὄνομα. |
22
Καὶ ἐποίησαν ἐπὶ τὸ λογεῖον
κροσσοὺς συμπεπλεγμένους, ἔργον ἐμπλοκίου
ἐκ χρυσίου καθαροῦ·
|
22
Κατεσκεύασαν διὰ τὸ Λογεῖον κρόσσια
πλεγμένα μεταξύ των ἐν εἴδει πλεκτοῦ
σχοινίου ἀπὸ νήματα ἐκ καθαροῦ
χρυσοῦ. |
22
Ἔφτιαξαν δὲ καὶ ἔβαλαν εἰς τὸ
Λογεῖον τῶν Κρίσεων κρόσσια πλεγμένα σὰν
κορδόνια, ποὺ ἦτο ἔργον πλεκτόν, κατεσκευασμένον
μὲ χρυσὰ νήματα. |
23
καὶ ἐποίησαν δύο ἀσπιδίσκας
χρυσᾶς καὶ δύο δακτυλίους χρυσοῦς
|
23
Κατεσκεύασαν δύο χρυσᾶς πόρπας, μὲ
μορφὴν μιικρὰς ἀσπίδος καὶ δύο
χρυσοῦς δακτυλίους. |
23
Ἔκαναν καὶ δύο πόρπας ἀπὸ χρυσάφι,
ποὺ ὡμοίαζαν μὲ μικρὰς ἀσπίδας
καὶ δύο χρυσοῦς κρίκους.
|
24
καὶ ἐπέθηκαν τοὺς δύο δακτυλίους
τοὺς χρυσοῦς ἐπ' ἀμφοτέρας τὰς
ἀρχὰς τοῦ λογείου·
|
24
῎Εθεσαν τοὺς δύο χρυσοῦς δακτυλίους
εἰς τὰς δύο ἄνω γωνίας τοῦ
Λογείου, |
24
Καὶ ἔβαλαν τοὺς δύο χρυσοῦς κρίκους
εἰς τὰς δύο ἄνω γωνίας τοῦ Λογείου
τῶν Κρίσεων. |
25
καὶ ἐπέθηκαν τὰ ἐμπλόκια
ἐκ χρυσίου ἐπὶ τοὺς δακτυλίους
ἐπ' ἀμφοτέρων τῶν μερῶν τοῦ
λογείου καὶ εἰς τὰς δύο συμβολὰς
τὰ δύο ἐμπλόκια
|
25
ἐπέρασαν τὰ χρυσᾶ σχοινία εἰς
τοὺς δακτυλίους τῶν δύο γωνιῶν
τοῦ Λογείου καὶ τὰ δύο ἄλλα
ἄκρα τῶν σχοινίων συνέδεσαν μὲ
δύο κρίκους, |
25
Ἔβαλαν κατόπιν τὰ χρυσᾶ κορδόνια εἰς
τοὺς κρίκους, ποὺ ἦσαν εἰς τὰς
δύο ἄνω γωνίας τοῦ Λογείου τῶν Κρίσεων.
Εἰς δὲ τὰ ἄλλα ἄκρα τῶν
ἰδίων κορδονίων, μὲ τὰ ὁποῖα
θὰ ἐγίνετο ἡ σύνδεσις, ἔβαλαν
ἐπίσης κρίκους συνδετικούς. |
26
καὶ ἐπέθηκαν ἐπὶ τὰς δύο
ἀσπιδίσκας καὶ ἐπέθηκαν ἐπὶ
τοὺς ὤμους τῆς ἐπωμίδος ἐξεναντίας
κατὰ πρόσωπον. |
26
ποὺ ἔθεσαν εἰς τὰς δύο πόρπας,
τὰς ὑπὸ μορφὴν μικρῶν ἀσπίδων,
τὰς εὑρισκομένας εἰς τοὺς ὤμους
τῆς ἐπωμίδος πρὸς τὸ πρόσθιον
μέρος. Ἔτσι δὲ συνέδεσαν τὸ
Λογεῖον καὶ τὴν ἐπωμίδα εἰς
τὸ ἄνω μέρος. |
26
Καὶ ἔβαλαν τὰ κορδόνια αὐτὰ
εἰς τὰς δύο πόρπας, ποὺ ἦσαν σὰν
μικραὶ ἀσπίδες καὶ εὑρίσκοντο εἰς
τοὺς ὤμους τῆς Ἐπωμίδος, εἰς
τὸ ἐμπρόσθιον τμῆμα. (Ἔτσι ἐτοποθετήθη
τὸ Λογεῖον ἐπάνω εἰς τὴν
Ἐπωμίδα καὶ συνεδέθη μαζί της).
|
27
Καὶ ἐποίησαν δύο δακτυλίους
χρυσοῦς καὶ ἐπέθηκαν ἐπὶ
τὰ δύο πτερύγια ἐπ' ἄκρου τοῦ
λογείου καὶ ἐπὶ τὸ ἄκρον
τοῦ ὀπισθίου τῆς ἐπωμίδος
ἔσωθεν. |
27
Κατεσκεύασαν ἀκόμη δύο ἄλλους
χρυσοῦς δακτυλίους, τοὺς ὁποίους
ἔθεσαν εἰς τὰ δύο ἄλλα, τὰ
κάτω, ἄκρα τοῦ Λογείου, εἰς
τὰ ἄκρα τοῦ ὀπισθίου μέρους
τῆς ἐπωμίδος ἔσωθεν.
|
27
Ἔκαναν ἐπίσης καὶ δύο χρυσοῦς κρίκους
καὶ τοὺς ἔβαλαν εἰς τὰ δύο κάτω
ἄκρα τοῦ Λογείου ἐσωτερικῶς,
ἀπὸ τὸ μέρος ποὺ ἐφάπτεται
μὲ τὴν Ἐπωμίδα. |
28
Καὶ ἐποίησαν δύο δακτυλίους
χρυσοῦς καὶ ἐπέθηκαν ἐπ' ἀμφοτέρους
τοὺς ὤμους τῆς ἐπωμίδος κάτωθεν
αὐτοῦ κατὰ πρόσωπον κατὰ τὴν
συμβολὴν ἄνωθεν τῆς συνυφῆς τῆς
ἐπωμίδος. |
28
Κατεακεύασαν ἐπίσης δύο ἄλλους
δακτυλίους χρυσοῦς, τοὺς ὁποίους
ἔθεσαν εἰς τὰ δύο τμήματα τῆς
ἐπωμίδος ἀριστερὰ καὶ δεξιὰ
ἐμπρὸς εἰς τὸ κάτω μέρος
ἐκεῖ, ὅπου γίνεται ἡ σύνδεσις
Λογείου καὶ ἐπωμίδος ἄνωθεν
τῆς ζώνης, μὲ τὴν ὁποίαν
δένεται ἡ ἐπωμίς.
|
28
Κατεσκεύασαν καὶ ἄλλους δύο χρυσοῦς κρίκους
καὶ τοὺς ἔβαλαν εἰς τοὺς δύο
ὤμους τῆς Ἐπωμίδος (δεξιὰ καὶ
ἀριστερά) εἰς τὸ κάτω μέρος, κατὰ
μέτωπον, εἰς τὸ σημεῖον τῆς συνδέσεως
Ἐπωμίδος καὶ Λογείου, ἐπάνω εἰς
τὸ τμῆμα, ὅπου συναρμόζεται καὶ σφίγγεται
ἡ Ἐπωμὶς εἰς τὴν μέσην τοῦ
Ἀρχιερέως. |
29
Καὶ συνέσφιγξε τὸ λογεῖον ἀπὸ
τῶν δακτυλίων τῶν ἐπ' αὐτοῦ
εἰς τοὺς δακτυλίους τῆς ἐπωμίδος,
συνεχομένους ἐκ τῆς ὑακίνθου,
συμπεπλεγμένους εἰς τὸ ὕφασμα τῆς
ἐπωμίδος, ἵνα μὴ χαλᾶται τὸ
λογεῖον ἀπὸ τῆς ἐπωμίδος,
καθὰ συνέταξε Κύριος τῷ Μωυσῆ.
|
29
Συνέσφιξε τὸ Λογεῖον διὰ τῶν
δακτυλίων του μὲ τοὺς δακτυλίους τῆς
ἐπωμίδος, συνδεομένους μεταξύ των
μὲ ταινίαν κυανῆν καὶ προσδεδεμένους
εἰς τὸ ὕφασμα τῆς ἐπωμίδος,
διὰ νὰ μὴ χαλαρώνεται καὶ πίπτει
ἀπὸ τὴν ἐπωμίδα τὸ Λογεῖον,
ὅπως εἶχε διατάξει τὸν Μωϋσῆν
ὁ Κύριος. |
29
Ἔσφιξε δὲ καὶ συνεδέθη τὸ Λογεῖον
τῶν Κρίσεων στερεὰ μὲ τοὺς κρίκους
ποὺ ἦσαν ἐπάνω του ἀπὸ τοὺς
κρίκους ποὺ ἦσαν συνδεδεμένοι μὲ γαλάζια
νήματα πορφύρας καὶ συμπλεγμένοι εἰς τὸ
ὕφασμα τῆς Ἐπωμίδος ἔτσι, ὥστε
νὰ μὴ χαλαρώνῃ καὶ χωρίζεται τὸ
Λογεῖον ἀπὸ τὴν Ἐπωμίδα, ὅπως
ἀκριβῶς διέταξεν ὁ Κύριος τὸν Μωϋσῆν.
|
30
Καὶ ἐποίησαν τὸν ὑποδύτην
ὑπὸ τὴν ἐπωμίδα, ἔργον
ὑφαντόν, ὅλον ὑακίνθινον·
|
30
Κατεσκεύασαν τὸν ὑποδύτην ὑπὸ
τὴν ἐπωμίδα ἔργον ὑφαντὸν
ἐξ ὁλοκλήρου κυανοῦν.
|
30
Ἔκαναν καὶ τὸν Χιτῶνα, ποὺ τὸν
ἐφοροῦσαν κάτω ἀπὸ τὴν Ἐπωμίδα,
ὑφαντὸν καὶ ὅλον γαλάζιον.
|
31
τὸ δὲ περιστόμιον τοῦ ὑποδύτου
ἐν τῷ μέσῳ διϋφασμένον συμπλεκτόν,
ὤαν ἔχον κύκλῳ τὸ περιστόμιον
ἀδιάλυτον. |
31
Τὸ περιστόμιον τοῦ ὑποδύτου
ἦτο εἰς τὸ μέσον αὐτοῦ
ἰδιαιτέρως ὑφασμένον, πλεκτὸν
καὶ ἔχον κύκλῳ τοῦ περιστομίου
οὔγιαν ἀντοχῆς, ὥστε νὰ μὴ
σχίζεται. |
31
Τὸ δὲ τμῆμα γύρω ἀπὸ τὸν
λαιμὸν τοῦ Χιτῶνος, εἰς τὸ μέσον,
ἦτο ὑφασμένον μὲ τρόπον ἰδιαίτερον.
Ἦτο συμπλεκτόν. Εἶχε δὲ τὸ περιλαίμιον
ὁλόγυρά του οὔγιαν στερεάν, ποὺ δὲν
ἐσχίζετο. |
32
Καὶ ἐποίησαν ἐπὶ τοῦ λώματος
τοῦ ὑποδύτου κάτωθεν ὡς ἐξανθούσης
ρόας ροΐσκους, ἐξ ὑακίνθου καὶ
πορφύρας καὶ κοκκίνου νενησμένου καὶ
βύσσου κεκλωσμένης |
32
Εἰς τὸ κάτω μέρος τοῦ ὑποδύτου
ἐκέντησαν ἀνθισμένης ροϊδιᾶς
ροϊδάκια ἀπὸ νῆμα λινόν γνεσμένον,
χρώματος κυανοῦ, πορφυροῦ καὶ κοκκίνου
ἀπὸ νήματα λινὰ στριμμένα.
|
32
Εἰς δὲ τὸ κάτω ἄκρον τοῦ χιτῶνος
ἔκαναν ὁμοιώματα μικρῶν καρπῶν
ἀνθισμένης ροδιᾶς ἀπὸ γνεσμένα νήματα
πορφύρας μὲ χρῶμα γαλάζιο, ξανθοκόκκινο καὶ
βαθὺ κόκκινο καὶ γνεσμένα λευκὰ νήματα βύσσου.
|
33
καὶ ἐποίησαν κώδωνας χρυσοῦς
καὶ ἐπέθηκαν τοὺς κώδωνας ἐπὶ
τὸ λῶμα τοῦ ὑποδύτου κύκλῳ
ἀνὰ μέσον τῶν ροΐσκων·
|
33
Κατεσκεύασαν μικροὺς κώδωνας χρυσοῦς,
τοὺς ὁποίους ἔθεσαν κύκλῳ
εἰς τὸ κάτω μέρος τοῦ ὑποδύτου
ἀνάμεσα εἰς τὰ ὁμοιώματα
τῶν καρπῶν τῆς ροδιᾶς.
|
33
Κατεσκεύασαν καὶ κουδούνια ἀπὸ χρυσάφι καὶ
τὰ ἔβαλαν εἰς τὸ κάτω μέρος τοῦ
Χιτῶνος ὁλόγυρα, ἀνάμεσα εἰς
τὰ μικρὰ ρόδια. |
34
κώδων χρυσοῦς καὶ ροΐσκος ἐπὶ
τοῦ λώματος τοῦ ὑποδύτου κύκλῳ
εἰς τὸ λειτουργεῖν, καθὰ συνέταξε
Κύριος τῷ Μωυσῆ.
|
34
῎Ετσι δὲ κύκλῳ εἰς τὸ
κάτω μέρος τοῦ ὑποδύτου ὑπῆρχεν
ἀνὰ ἕνας χρυσοῦς κωδωνίσκος
καὶ ἀνὰ ἓν ὁμοίωμα καρποῦ
ροδιᾶς, διὰ νὰ λειτουργῇ ὁ ἀρχιερεύς,
φέρων τὰ ἄμφια αὐτά, ὅπως
εἶχε διατάξει ὁ Κύριος τὸν Μωϋσῆν.
|
34
Ἐκρέμοντο ἔτσι ὁλόγυρα εἰς τὸ
κάτω ἄκρον τοῦ Χιτῶνος, τὸ ἕνα
μετὰ τὸ ἄλλο ἕνα χρυσὸ κουδούνι
καὶ ἕνα μικρὸ ρόδι ἀπὸ νήματα.
Τὸν Χιτῶνα αὐτὸν τὸν ἐφοροῦσεν
ὁ Ἀρχιερεὺς διὰ νὰ λειτουργῇ,
ὅπως ἀκριβῶς διέταξαν ὁ Κύριος τὸν
Μωϋσῆν. |
35
Καὶ ἐποίησαν χιτῶνας βυσσίνους,
ἔργον ὑφαντόν, Ἀαρὼν καὶ
τοῖς υἱοῖς αὐτοῦ
|
35
Κατεσκεύασαν ἐπίσης διὰ τὸν
Ἀαρὼν καὶ τοὺς υἱούς του
χιτῶνας ἀπὸ λινόν ὕφασμα ὑφαντούς.
|
35
Ἔκαναν ἐπίσης καὶ χιτῶνας ὑφαντοὺς
ἀπὸ λεπτὰ λευκὰ νήματα βύσσου διὰ
τὸν Ἀαρὼν καὶ τοὺς υἱούς
του. |
36
καὶ τὰς κιδάρεις ἐκ βύσσου καὶ
τὴν μίτραν ἐκ βύσσου καὶ τὰ
περισκελῆ ἐκ βύσσου κεκλωσμένης
|
36
Καὶ τὰς κιδάρεις καὶ τὴν μίτραν
ἀπὸ λινὸν ἐκλεκτὸν ὕφασμα,
ὅπως ἐπίσης καὶ τὰς περισκελίδας
των ἀπὸ λεπτὸν καὶ στριμμένον
λινόν ὕφασμα, |
36
Ἀπὸ βύσσον ἔφτιαξαν καὶ τὰ καλύμματα
τῆς κεφαλῆς τῶν ἱερέων, καθὼς
καὶ τὴν μίτραν τοῦ Ἀαρών. Μὲ
γνεσμένα λευκὰ νήματα βύσσου ἐπίσης ἔκαναν
καὶ τὰς περισκελίδας των. |
37
καὶ τὰς ζώνας αὐτῶν ἐκ
βύσσου καὶ ὑακίνθου καὶ πορφύρας
καὶ κοκκίνου νενησμένου, ἔργον ποικιλτοῦ,
ὃν τρόπον συνέταξε Κύριος τῷ
Μωυσῇ. |
37
καὶ τὰς ζώνας αὐτῶν ἀπὸ
νήματα στριμμένα λινὰ χρώματος κυανοῦ,
πορφυροῦ καὶ κοκκίνου, ἔργον εἰδικοῦ
τεχνίτου διακοσμητοῦ, ὅπως εἶχε διατάξει
ὁ Κύριος τὸν Μωϋσῆν.
|
37
Ἔκαναν ἐπίσης καὶ τὰς ζώνας των ἀπὸ
βύσσον καὶ νήματα πορφύρας μὲ χρῶμα γαλάζιο,
ξανθοκόκκινο καὶ βαθὺ κόκκινο. Αἱ ζῶναι
ἦσαν ἔργον ἐπιδεξίου διακοσμητοῦ καὶ
ἔγιναν μὲ τὸν τρόπον, ποὺ διέταξεν
ὁ Κύριος τὸν Μωϋσῆν. |
38
Καὶ ἐποίησαν τὸ πέταλον τὸ
χρυσοῦν, ἀφόρισμα τοῦ ἁγίου,
χρυσίου καθαροῦ· |
38
Κατεσκεύασαν ἀπὸ καθαρὸν χρυσίον
τὸ χρυσοῦν πέταλον, ἀφιερωμένον
εἰς τὸν ἅγιον Θεόν.
|
38
Κατεσκεύασαν ἀπὸ καθαρὸ χρυσάφι καὶ
τὴν χρυσῆν πλάκα διὰ τὴν μίτραν τοῦ
ἀρχιερέως, ποὺ ἦτο τὸ ἰδιαίτερον
σημεῖον τῆς ἁγίας ἀποστολῆς
του εἰς τὸν ἰερὸν τόπον τῆς
λατρείας. |
39
καὶ ἔγραψεν ἐπ' αὐτοῦ γράμματα
ἐκτετυπωμένα σφραγῖδος Ἁγίασμα
Κυρίῳ· |
39
Ἐχάραξε δὲ ἐπ' αὐτοῦ εἰδικὸς
τεχνίτης ἀνάγλυφα γράμματα εἰς
μορφὴν σφραγῖδος τὰς λέξεις <Ἁγίασμα
Κυρίῳ>. |
39
Ἐχάραξε δὲ ὁ τεχνίτης ἐπάνω
εἰς αὐτήν, ὅπως χαράσσονται αἱ σφραγῖδες,
τὰς λέξεις: <Ἁγίασμα Κυρίῳ>, ποὺ
ἐσήμαιναν ὅτι ὁ ἀρχιερεὺς
ἦτο ἀφιερωμένος εἰς τὸν Θεόν.
|
40
καὶ ἐπέθηκαν ἐπὶ τὸ λῶμα
ὑακίνθινον, ὥστε ἐπικεῖσθαι
ἐπὶ τὴν μίτραν ἄνωθεν, ὃν
τρόπον συνέταξε Κύριος τῷ Μωυσῇ.
|
40
Εἰς τὸ κάτω μέρος αὐτοῦ
ἔθυσαν κυανῆν ταινίαν, ὥστε νὰ
προσδένεται στερεὰ εἰς τὸ ἄνω
μέρος τῆς μίτρας, ὅπως διέταξεν
ὁ Κύριος τὸν Μωϋσῆν. |
40
Καὶ ἔβαλαν εἰς τὸ ἄκρον τῆς
πλάκας μίαν ταινίαν ἀπὸ γαλάζιο ὕφασμα,
ὥστε νὰ συνδέεται αὐτὴ καὶ νὰ
ἐπικάθηται ἐπάνω ἀπὸ τὴν μίτραν
μὲ τὸν τρόπον ποὺ ὥρισεν ὁ Κύριος
εἰς τὸν Μωϋσῆν. |