Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
δὰμ
δὲ ἔγνω Εὔαν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ,
καὶ συλλαβοῦσα ἔτεκε τὸν Κάϊν
καὶ εἶπεν· ἐκτησάμην ἄνθρωπον
διὰ τοῦ Θεοῦ.
|
Ἀδὰμ ἐγνώρισεν ὡς σύζυγον
τὴν γυναῖκα αὐτοῦ τὴν Εὔαν,
ἡ ὁποία ἔμεινεν ἔγκυος καὶ
ἐγέννησε τὸν Κάϊν. Γεμάτη δὲ
χαρὰν ἀνεφώνησε· <μὲ τὴν
δύναμιν τοῦ Θεοῦ ἐγέννησα ἄνθρωπον>!
|
αὶ
ὁ Ἀδὰμ συνευρέθη μὲ τὴν σύζυγόν
του τὴν Εὔαν, ἡ ὁποία ἀφοῦ
ἔμεινεν ἔγκυος ἐγέννησε τὸν Κάϊν,
ὄνομα ποὺ σημαίνει ἀπόκτημα·
καὶ ἡ Εὔα γεμάτη χαρὰν καὶ
εὐγνωμοσύνην πρὸς τὸν Θεὸν εἶπε
μὲ φρόνημα ταπεινόν· <ἀπέκτησα ἄνθρωπον,
υἱὸν ὅμοιον μὲ ἑμὲ καὶ
τὸν πατέρα του, μὲ τὴν δύναμιν καὶ
εὐλογίαν του Θεοῦ>. |
2
Καὶ προσέθηκε τεκεῖν τὸν ἀδελφὸν
αὐτοῦ, τὸν Ἄβελ. Καὶ ἐγένετο
Ἄβελ ποιμὴν προβάτων, Κάϊν δὲ
ἧν ἐργαζόμενος τὴν γῆν.
|
2
Ἔπειτα δὲ ἀπὸ τὸν Κάϊν
ἐγέννησεν ἡ Εὔα τὸν ἀδελφόν
του Ἄβελ. Ὁ Ἄβελ ἦτο ποιμὴν
προβάτων, ὁ δὲ Κάϊν ἦτο γεωργός,
καλλιεργῶν τὴν γῆν. |
2
Ἡ Εὔα, ἐπειδὴ ἐφάνη εὐγνώμων
διὰ τὸ παιδί, ποὺ ἐγεννήθη καὶ
ἀνεγνώρισε τὴν πρώτην εὐεργεσίαν, ἔλαβεν
ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ δευτέραν εὐεργεσιαν·
ἐγέννησε τὸν ἀδελφὸν τοῦ Κάϊν,
τὸν Ἄβελ, ποὺ σημαίνει ματαιότης. Καὶ
τὰ δύο παιδιά, ἂν καὶ τὰ εἶχαν
ὅλα πλούσια, δὲν ἔμειναν χωρὶς ἐργασίαν·
ὁ μὲν Ἄβελ ἔγινε κτηνοτρόφος, βοσκὸς
αἰγοπροβάτων, ὁ δὲ Κάϊν γεωργός, καλλιεργητὴς
τῆς γῆς. |
3
Καὶ ἐγένετο μεθ' ἡμέρας ἤνεγκε
Κάϊν ἀπὸ τῶν καρπῶν τῆς
γῆς θυσίαν τῷ Κυρίῳ.
|
3
Μετά τινα χρόνον ὁ Κάϊν προσέφερε
θυσίαν εἰς τὸν Θεὸν ἀπὸ
τοὺς καρποὺς τῶν ἀγρῶν του.
|
3
Καὶ ὕστερα ἀπὸ ὀλίγες
ἡμέρες ὁ Κάϊν ἐπῆρε ἀπὸ
τὴν σειράν, ὅπως - ὅπως, καρποὺς ἀπὸ
τὰ γεννήματα τῆς γῆς καὶ τὰ
ἐπρόσφερε τυπικά, πρόχειρα, μὲ τρόπον ὄχι
ἀνάλογον πρὸς τὴν μεγαλειότητα τοῦ
Θεοῦ, ὡς θυσίαν εἰς τὸν Θεόν.
|
4
Καὶ Ἄβελ ἤνεγκε καὶ αὐτὸς
ἀπὸ τῶν πρωτοτόκων τῶν προβάτων
αὐτοῦ καὶ ἀπὸ τῶν στεάτων
αὐτῶν. Καὶ ἐπεῖδεν ὁ Θεὸς
ἐπὶ Ἄβελ καὶ ἐπὶ τοῖς
δώροις αὐτοῦ,
|
4
Ὁ δὲ Ἄβελ προσέφερε καὶ αὐτὸς
θυσίαν ἀπὸ τὰ πρωτότοκα τῶν
προβάτων του καὶ μάλιστα ἀπὸ
τὰ πλέον εὐτραφῆ καὶ παχέα.
Ὁ δὲ Θεὸς εἶδε μὲ εὐμένειαν
τὸν Ἄβελ καὶ τὰ δῶρα του.
|
4
Ὁ Ἀβελ ὅμως ἐδιάλεξε ἀπὸ
τὰ πρωτότοκα τῶν προβάτων του καὶ
μάλιστα ἀπὸ τὰ πιὸ παχειὰ καὶ
τὰ πιὸ πολύτιμα, δηλαδὴ τὰ ἄριστα
τῶν ἀρίστων εἰς ποιότητα, καὶ ἐπρόσφερε
καὶ αὐτὸς θυσίαν εἰς τὸν Θεόν.
Καὶ ὁ Θεὸς ἔδειξεν εὔνοιαν καὶ
ἔκαμε δεκτὴν τὴν θυσίαν τοῦ Ἄβελ
καὶ τὰ δῶρα τῆς εὐγνωμοσύνης
τοῦ ἐπῄνεσε
τὴν φιλόθεον διάθεσίν του καὶ ἰκανοποιήθη
διὰ τὴν ἐκλεκτὴν προσφοράν,
|
5
ἐπὶ δὲ Κάϊν καὶ ἐπὶ
ταῖς θυσίαις αὐτοῦ οὐ προσέσχε.
Καὶ ἐλυπήθη Κάϊν λίαν, καὶ
συνέπεσε τῷ προσώπῳ αὐτοῦ.
|
5
Εἰς τὸν Κάϊν ὅμως καὶ τὴν
θυσίαν του δὲν ἔδωσε καμμίαν προσοχήν.
Ἕνεκα τούτου ὁ Κάϊν ἐδυσφόρησε
πάρα πολὺ καὶ ἐσκυθρώπασε τὸ
πρόσωπον αὐτοῦ. |
5
ἐνῷ εἰς τὸν Κάϊν καὶ τὶς
θυσίες του δὲν ἔδωκε σημασίαν καὶ ἀπέρριψεν
ἐκεῖνα ποὺ τοῦ ἐπρόσφερε μὲ
προχειρότητα, μὲ τυπικότητα καὶ μὲ τρόπον
ὄχι ἀντάξιον τῆς μεγαλειότητός του. Καὶ
ἐλυπήθη πάρα πολὺ ὁ Κάϊν, ἐδυσφόρησε,
ἐσκυθρώπασε καὶ <ἔρριξε τὰ
μούτρα του>, διότι ὁ Κύριος δὲν ἐδέχθη
τὴν θυσίαν του, ἐνῷ ἐδέχθη εὐχαρίστως
τὸ δῶρον τοῦ ἀδελφοῦ του.
|
6
Καὶ εἶπε Κύριος ὁ Θεὸς τῷ
Κάϊν· ἵνα τί περίλυπος ἐγένου,
καὶ ἵνα τί συνέπεσε τὸ πρόσωπόν
σου; |
6
Ἠρώτησε Κύριος ὁ Θεὸς τὸν
Κάιν· <διατὶ ἔγινες περίλυπος
καὶ κατέβασες ὀργισμένος τὰ
μοῦτρα σου; |
6
Καὶ ὅταν ὁ παντοδύναμος καὶ ἀπειροτέλειος
Θεὸς εἶδε τὸν Κάϊν νὰ λυπῆται
ὑπερβολικὰ καὶ ἕτοιμον νὰ καταποντισθῇ
εἰς τὸ πέλαγος τῶν θλίψεων, δὲν τὸν
παρέβλεψε, ἀλλὰ τοῦ εἶπε· <διατὶ
ἐκυριεύθης ἀπὸ λύπην, ἐδυσφόρησες,
<ἔρριξες τὰ μούτρα σου> καὶ ἐσκοτείνιασε
τὸ πρόσωπόν σου;> |
7
Οὐκ ἐὰν ὀρθῶς προσενέγκῃς,
ὀρθῶς δὲ μὴ διέλῃς, ἥμαρτες;
῾Ησύχασον· πρὸς σὲ ἡ ἀποστροφὴ
αὐτοῦ, καὶ σὺ ἄρξεις αὐτοῦ.
|
7
Δὲν γνωρίζεις ὅτι ἐὰν προσφέρῃς
δῶρα ὡς θυσίαν εἰς τὸν ἀληθινὸν
Θεόν, δὲν ἐκλέξῃς ὅμως
τὰ καλὰ δῶρα εἰς ἔνδειξιν εὐλαβείας,
ἁμαρτάνεις ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ;
Ἀλλὰ ἡσύχασε· τὸ κακὸν
εἶναι εἰς τὴν ἐξουσίαν σου καὶ
δύνασαι ἂν θέλῃς νὰ τὸ
νικήσῃς>. |
7
Δὲv ἔχεις δίκαιον νὰ ἁμαρτάνῃς
εἰς ἑμέ, ἐπειδὴ δὲν ἔκαμα
δεκτὴν τὴν θυσίαν σου. Διότι σὲ ἐρωτῶ·
<δἐν ἁμαρτάνεις ὅταν προσφέρῃς
μὲν σωστὰ τὴν θυσίαν σου, δὲν ξεχωρίζῃς
ὅμως προηγουμένως σωστὰ μὲ εἰλικρινῆ
διάθεσιν ἀληθινῆς εὐγνωμοσύνης καὶ
εὐσεβείας ἐκεῖνο ποὺ προσφέρεις
ὡς θυσίαν εἰς τὸν Θεόν;> Καὶ ἐπειδὴ
ὁ παντογνώστης Θεὸς προεῖδε τὸν φόνον,
ποὺ θὰ ἔκαμνε ὁ Κάϊν, διὰ να
καταπραΰνῃ τὸν Κάϊν ἐπρόσθεσεν· <ὅ,τι
ἔγινε ἔγινε· ἁμάρτησες, τώρα
ὅμως ἡσύχασε!> Δὲν ἔχεις λόγον
νὰ εἶσαι ὠργισμένος ἐναντίον τοῦ
ἀδελφοῦ σου, διότι δὲν σοῦ πταίει·
<δὲν σοῦ ἀφαιρῶ τὰ προνόμια
τῶν πρωτοτοκιῶν· αὐτὸς θὰ εἶναι
πάντοτε ἀφωσιωμένος εἰς σέ, θὰ σὲ
σέβεται καὶ θὰ σὲ τιμᾷ ὡς μεγαλύτερόν
του· καὶ σὺ θὰ εἶσαι ὁ
ἄρχοντας καὶ ὁ ἀφέντης ποὺ
θὰ τὸν ἐζουσιάζῃς>.
|
8
Καὶ εἶπε Κάϊν πρὸς Ἄβελ τὸν
ἀδελφὸν αὐτοῦ· διέλθωμεν
εἰς τὸ πεδίον. Καὶ ἐγένετο
ἐν τῷ εἶναι αὐτοὺς ἐν
τῷ πεδίῳ, ἀνέστη Κάϊν
ἐπὶ Ἄβελ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ
καὶ ἀπέκτεινεν αὐτόν.
|
8
Σκυθρωπὸς καὶ φθονερὸς ὁ Κάϊν
εἶπε εἰς τὸν ἀδελφόν του τὸν
Ἄβελ· <ἂς περάσωμεν εἰς τὴν
πεδιάδα>. Ὅταν δὲ ἔφθασαν εἰς
τὴν πεδιάδα, ὁ Κάϊν ἐπετέθη
αἰφνιδίως καὶ μὲ ὁρμὴν
ἐναντίον τοῦ Ἄβελ, τοῦ ἀδελφοῦ
του, καὶ τὸν ἐφόνευσεν. |
8
Ὁ Κάιν ὅμως ὡσὰν μεθυσμένος πσθέτει
εἰς τὸ πάθημα καὶ τὸ τραῦμα
του καὶ ἄλλην πληγήν· δὲν ἐδέχθη
τὴν ἰατρικὴν βοήθειαν ποὺ τοῦ
ἐδόθη ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ
σπεύδει να πραγματοποιήσει τὸν φόνον, ποὺ ἐσχεδίασε
μὲ τὸν νοῦν του. Ἀπάτησε μὲ
δόλον τὸν ἀδελφόν του καὶ τοῦ εἶπεν·
<ἂς περάσωμεν εἰς τὴν πεδιάδα>.
Ὅταν εὑρέθησαν εἰς τὴν πεδιάδα, ὁ
Κάϊν ἐσηκώθη καὶ ἐπετέθη ἔξαφνα
κατὰ τοῦ ἀνυπόπτου καὶ ἀθώου
ἀδελφοῦ του Ἄβελ καὶ τὸν ἐφόνευσε.
|
9
Καὶ εἶπε Κύριος ὁ Θεὸς πρὸς
Κάϊν ποῦ ἐστιν Ἄβελ ὁ ἀδελφός
σου; Καὶ εἶπεν· οὐ γινώσκω·
μὴ φύλαξ τοῦ ἀδελφοῦ μου εἰμὶ
ἐγώ; |
9
Ὁ Κύριος καὶ Θεὸς ἠρώτησε
τὸν Κάϊν· <ποῦ εἶναι ὁ
ἀδελφός σου ὁ Ἄελ;> Καὶ ἐκεῖνος
ἀπήντησε· <δὲν γνωρίζω·
μήπως ἐγὼ εἶμαι φύλακας τοῦ
ἀδελφοῦ μου;> |
9
Καὶ ὁ παντοδύναμος Θεός, φερόμενος μὲ ἀγαθότητα
καὶ μακροθυμίαν πρὸς τὸν ἀδελφοκτόνον
Κάϊν, διὰ νὰ τὸν βοηθήσῃ νὰ
ὁμολογήσῃ τὸ σφάλμα του τὸν ἐρωτησε:
<Ποῦ εὑρίσκεται ὁ Ἄβελ, ὁ
ἀδελφός σου;> Καὶ ἐκεῖνος
ἀπάντησε μὲ ἀναίδειαν· <δὲν
γνωρίζω, δὲν ἔχω ἰδέαν>· καὶ ζαλισμένος
ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν ἐτόλμησε νὰ
προσθέσῃ μὲ αὐθάδειαν· <μήπως ἐγὼ
εἶμαι φύλακας τοῦ ἀδελφοῦ μου;>
|
10
Καὶ εἶπε Κύριος· τί πεποίηκας;
Φωνὴ αἵματος τοῦ ἀδελφοῦ σου
βοᾷ πρός με ἐκ τῆς γῆς.
|
10
Εἶπε δὲ ὁ Κύριος· <τί
εἶναι αὐτὸ ποῦ ἔκαμες; Ἡ
φωνὴ τοῦ αἵματος τοῦ φονευθέντος
ἀδελφοῦ σου ὑψώνεται ἀπὸ
τὴν γῆν εἰς τὸν οὐρανὸν
πρὸς ἐμὲ καὶ βοᾷ ζητοῦσα
τὴν τιμωρίαν σου. |
10
Καὶ ὁ Κύριος εἶπε πρὸς τὸν Κάϊν·
<διὰ ποίαν αἰτίαν ἔκαμες τὸν φοβερὸν
τοῦτον φόνον; Ἡ φωνὴ τοῦ αἵματος
τοῦ ἀθώου ἀδελφοῦ σου ἀνεβαίνει
ἀπὸ τὴν γῆν, μοῦ φωνάζει καὶ
ζητεῖ ἐκδίκησιν ἀπὸ ἑμέ, ποὺ
εἶμαι ὁ ἐκδικητὴς τῶν ἀδικουμένων>.
|
11
Καὶ νῦν ἐπικατάρατος σὺ ἀπὸ
τῆς γῆς, ἣ ἔχανε τὸ στόμα
αὐτῆς δέξασθαι τὸ αἷμα τοῦ
ἀδελφοῦ σου ἐκ τῆς χειρός σου·
|
11
Καὶ τώρα θὰ εἶσαι σὺ κατηραμένος
καὶ σὰν ξένος ἀπὸ τὴν
γῆν αὐτήν, ἡ ὁποία ἤνοιξε
τὸ στόμα της καὶ κατέπιε τὸ
αἷμα τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὸν ὁποῖον
σὺ μὲ τὸ ἐγκληματικόν σου χέρι
ἐφόνευσες. |
11
Διὰ τοῦτο σὲ τιμωρῶ μὲ ποινήν,
ποὺ θὰ μείνῃ ἀλησμόνητος καὶ
θὰ εἶναι παράδειγμα εἰς ὅλους τοὺς
μεταγενεστέρους. <Τώρα, ἐπειδὴ ἐπετέθης
ἀπὸ φθόνον κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ
σου καὶ τὸν ἐσκότωσες, θὰ εἶσαι
καταραμένος καὶ ὡσὰν ξένος ἀπὸ
τὴν γῆν, ποὺ ἄνοιξε τὸ στόμα
της διὰ νὰ δεχθῇ τὸ αἷμα τοῦ
ἀδελφοῦ σου, τὸν ὁποῖον ἐσκότωσες
μὲ τὸ χέρι σου>·
θὰ εἶσαι καταράμενος ἀπὸ τὴν
γῆν, ἡ ὁποία ἐδέχθη νὰ ποτισθῇ
ἀπὸ αἷμα ἀθώου, ποὺ ἐχύθη
ἐξ αἰτίας τόσον μεγάλης ἔχθρας καὶ
μὲ τὸ χέρι ἑνὸς τόσον ἀσεβοῦς,
ὅπως εἶσαι σύ. |
12
ὅτε ἐργᾷ τὴν γῆν, καὶ
οὐ προσθήσει τὴν ἰσχὺν αὐτῆς
δοῦναί σοι· στένων καὶ τρέμων
ἔσῃ ἐπὶ τῆς γῆς.
|
12
Ὅταν ἐργάζεσαι καὶ καλλιεργῇς
τὴν γῆν αὐτήν, δὲν θὰ
παρέχῃ τὴν δύναμίν της νὰ
ἀποδώσῃ εἰς σὲ τοὺς καρπούς
της. Σὺ δὲ θὰ εὐρίσκεσαι συνεχῶς
εἰς κατάστασιν στεναγμῶν καὶ τρόμων,
καὶ σὰν καταδιωκόμενος θὰ περιπλανᾶσαι
ἐπάνω εἰς τὴν γῆν αὐτήν>.
|
12
<Ὅταν θὰ καλλιεργῇς τὴν γῆν,
ποὺ ἐμολύνθη μὲ τὸ αἷμα
τοῦ ἀθώου ἀδελφοῦ σου, αὐτὴ
δὲν θὰ σοῦ δίδῃ τοὺς καρπούς
της· ὅλος ὁ κόπος, ποὺ θὰ καταβάλλῃς,
θὰ σοῦ εἶναι ἀνώφελος· αὐτὴ
δὲν θὰ δίδῃ γεννήματα>. Δὲν θὰ
σταματήσουν ὅμως εἰς τὸ σημεῖον τοῦτο
οἱ τιμωρίες σου· ἐπειδὴ δὲν ἐχρησιμοποίησες
διὰ καλὸν σκοπόν τὶς δυνάμεις τοῦ
σώματος καὶ τῶν μελῶν σου, <θὰ
στενάζῃς καὶ θὰ τρέμῃς ὅσον
θὰ ζῇς ἐπάνω εἰς τὴν γῆν,
εἰς ὅποιο μέρος καὶ ἂν εὐρίσκεσαι·
θὰ περιπλανᾶσαι ἐδῶ καὶ ἐκεῖ
ὡσὰν ξένος, φυγὰς καὶ ἀλήτης>.
Ἡ ταραχὴ καὶ ὁ τρόμος θὰ σοῦ
ὑπενθυμίζουν πάντοτε τὸν ἀνόσιον φόνον·
ὅσοι σὲ βλέπουν θὰ παραδειγματίζονται,
ὥστε νὰ μὴ ἀποτολμοῦν φόνον
ἀδελφικόν. Σὲ ἀφήνω δὲ νὰ
ζήσῃς διὰ νὰ διδαχθῇς πόσον ὀλέθριον
ἔγκλημα ἔκαμες. |
13
Καὶ εἶπε Κάϊν πρὸς Κύριον τὸν
Θεόν· μείζων ἡ αἰτία μου
τοῦ ἀφεθῆναί με· |
13
Ἔκραξε τότε ὁ Κάϊν ἀπηλπισμένος
καὶ ἀναστατωμένος πρὸς τὸν Θεόν·
<τὸ ἔγκλημα καὶ ἡ ἐνοχή
μου εἶναι μεγαλυτέρα ἀπὸ τὴν
θείαν συγγνώμην. |
13
Καὶ ὁ Κάϊν ἐξομολογούμενος τὴν ἁμαρτίαν
του, πολὺ ἀργὰ ὅμως, διότι ἐτιμωρήθη
πλέον, εἶπε πρὸς τὸν παντοδύναμον καὶ
ἀπειροτέλειον Θεὸν ἀπελπισμένος: < Τὸ
ἔγκλημα διὰ τὸ ὁποῖον κατηγοροῦμαι
καὶ ἡ τιμωρία, ποὺ μοῦ ἐπιβάλλεις
δι' αὐτό, εἶναι πολὺ βαρειά. Δεν ἠμπορῶ
νὰ ζήσω μὲ τιμωρίαν τόσον μεγάλην καὶ τόσον
ἀσυγχώρητον. |
14
εἰ ἐκβάλλεις με σήμερον ἀπὸ
προσώπου τῆς γῆς καὶ ἀπὸ
τοῦ προσώπου σου κρυβήσομαι, καὶ ἔσομαι
στένων καὶ τρέμων ἐπὶ τῆς
γῆς, καὶ ἔσται πᾶς ὁ εὑρίσκων
με, ἀποκτενεῖ με. |
14
Ἐὰν ὅμως μὲ διώξῃς ἀπὸ
τὴν περιοχὴν αὐτήν, ὅπου σήμερον
εὑρίσκομαι, καὶ ἀποστρέψῃς
τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ ἐμὲ
καὶ θὰ εἶμαι σὰν κρυμμένος ἀπὸ
τὴν θείαν σου παρουσίαν, θὰ περιφέρωμαι
στενάζων καὶ τρέμων εἰς τὴν
γῆν, καὶ τότε ὁ πρῶτος τυχῶν,
ποὺ θὰ μὲ συναντήσῃ, θὰ
μὲ φονεύσῃ>. |
14
Ἐὰν σήμερον μὲ διώχνῃς ἀπὸ
τὸ πρόσωπον τῆς γῆς καὶ ὁρίζῃς
νὰ μὴ ἔχω πουθενὰ καταφύγιον·
ἐὰν ὥρισες νὰ εἶμαι καταράμενος
ἀπὸ τὴν γῆν καὶ ἀπέστρεψες
τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ ἑμέ, θὰ
κρύπτωμαι ἀπὸ τὴν θείαν παρουσίαν σου καὶ
θὰ στενάζω καὶ θὰ τρέμω ἐπάνω
εἰς τὴν γῆν· καὶ ἐφ’ ὅσον
θὰ εἶμαι ἀπροστάτευτος, ὁ πρῶτος
ποὺ θὰ μὲ συναντήσῃ θὰ
μὲ σκοτώσῃ, ἀφοῦ καὶ αὐτὰ
τὰ μέλη τοῦ σώματός μου ἔχουν παραλύσει
καὶ δὲν ἠμπορῶ νὰ ὑπερασπίσω
τὸν ἑαυτόν μου>. |
15
Καὶ εἶπεν αὐτῷ Κύριος ὁ
Θεός· οὐχ οὕτως, πᾶς ὁ
ἀποκτείνας Κάϊν ἑπτὰ ἐκδικούμενα
παραλύσει. Καὶ ἔθετο Κύριος ὁ
Θεὸς σημεῖον τῷ Κάϊν τοῦ μὴ
ἀνελεῖν αὐτὸν πάντα τὸν
εὑρίσκοντα αὐτόν.
|
15
Εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ Θεός·
<δὲν θὰ συμβῇ κάτι τέτοιο·
διότι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος
θὰ φονεύσῃ τὸν Κάιν, θὰ
ἐπισύρῃ ἐναντίον του πολὺ
περισσοτέρας τιμωρίας καὶ θὰ παραλύσῃ
κάτω ἀπὸ τὸ βάρος αὐτῶν>.
῎Εθεσε δὲ ὁ Θεὸς κάποιο σημάδι
εἰς τὸν Κάϊν, ὥστε κανεὶς ἀπὸ
ὅσους θὰ τὸν συναντοῦσαν, νὰ
μὴ τὸν φονεύσῃ.
|
15
Καὶ ὁ Θεὸς εἶπε πρὸς τὸν
Κάϊν· <δὲν εἶναι ἔτσι· αὐτὰ
δὲν θὰ γίνουν ὅπως φαντάζεσαι· δὲν
θὰ συμβῇ ἐκεῖνο ποὺ φοβεῖσαι,
διότι ἑγὼ ὁρίζω τοῦτο: Ἐκεῖνος,
ποὺ θὰ φονεύσῃ τὸν Κάϊν γίνεται ἔνοχος
ἑπταπλασίας τιμωρίας καὶ θὰ δεχθῇ
ἑπταπλασίαν ἐκδίκησιν· θὰ ὑποστῇ
τελείαν καὶ σκληρὰν τιμωρίαν ἀπὸ ἐμὲ
καὶ θὰ παραλύσῃ ἐντελῶς>.
Καὶ ὁ Θεὸς ἔβαλε κάποιο σημάδι ἀνεξίτηλον
εἰς τὸν Κάϊν, ὥστε ὅσοι τὸν
βλέπουν νὰ τὸν ἀναγνωρίζουν ἀμέσως
ὡς ἀδελφοκτόνον. Τὸ σημάδι ἐκεῖνο
θὰ τὸν ἐπροφύλασσε, διότι ὁποιοσδήποτε
τὸν συναντοῦσε θὰ τὸν ἀπέφευγε
καὶ δὲν θὰ τὸν ἐσκότωνε·
θὰ τὸν ἄφηνε νὰ ζῇ τὴν
ἀθλίαν καὶ βασανισμένην ζωήν του, διὰ
νὰ εἶναι τὸ παράδειγμά του διδασκαλία σωφρονισμοῦ.
|
16
Ἐξῆλθε δὲ Κάϊν ἀπὸ προσώπου
τοῦ Θεοῦ καὶ ᾤκησεν ἐν γῇ
Ναὶδ κατέναντι Ἐδέμ. |
16
Ἔφυγε δὲ τότε ὁ Κάϊν ἀπὸ
τὴν περιοχήν, εἰς τὴν ὁποίαν
μέχρι τότε εὑρίσκετο καὶ εἶχε
τὴν εὐλογίαν τοῦ Θεοῦ, καὶ
κατώκησεν εἰς τὴν χώραν Ναίδ,
ἡ ὁποία εὑρίσκετο ἀπέναντι
ἀπὸ τὴν Ἐδέμ.
|
16
Ἀφοῦ ὁ Κάϊν ἐδέχθη τὴν ἀπόφασιν
τοῦ θείου Δικαστοῦ, ἀπεμακρύνθη ὁλοτελῶς
καὶ ὁριστικῶς ἀπὸ τὸν
Θεόν. Ἐξ αἰτίας τῆς ἀδελφοκτονίας
ἐστερήθη τῆς θείας προστασίας, ἐχωρίσθη
ἀπὸ τὴν οἰκογενειακὴν λατρείαν
τοῦ Θεοῦ καὶ ἑκατοίκησεν εἰς
τὴν χώραν Ναὶδ (ἢ Νώδ), ἀπέναντι ἀπὸ
τὴν Ἐδέμ. Τὸ ἑβραϊκὸν ὄνομα
Ναίδ, τὸ ὁποῖον σημαίνει τόπον ποὺ
τρέμει καὶ σείεται, ἐφανέρωνε τὴν
συνεχῆ ταραχὴν καὶ τὸν τρόμον, ποὺ
ἐδοκίμαζε ψυχικῶς καὶ σωματικῶς ὁ
ἀδελφοκτόνος Κάϊν. |
17
Καὶ ἔγνω Κάϊν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ,
καὶ συλλαβοῦσα ἔτεκε τὸν Ἐνώχ.
Καὶ ἦν οἰκοδομῶν πόλιν καὶ
ἐπωνόμασε τὴν πόλιν ἐπὶ
τῷ ὀνόματι τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ,
Ἐνώχ. |
17
Ὁ Κάϊν ἐγνώρισε τότε τὴν
σύζυγόν του, ἡ ὁποία ἔμεινεν
ἔγκυος καὶ ἐγέννησε τὸν Ἐνώχ.
Ἔκτισε δὲ ὁ Κάϊν μίαν πόλιν
καὶ ὠνόμασεν αὐτήν μὲ
τὸ ὄνομα τοῦ υἱοῦ του, Ἐνώχ.
|
17
Ὁ Κάϊν συνευρέθη μὲ τὴν σύζυγόν του καὶ
αὐτή, ἀφοῦ ἔμεινεν ἔγκυος,
ἐγέννησε τὸν Ἐνώχ. Καὶ διὰ
νὰ μὴ πλανᾶται ἐδῶ καὶ
ἐκεῖ ἔκτισε πόλιν, τὴν ὁποίαν
ὠνόμασεν Ἐνώχ, ἀπὸ τὸ
ὄνομα τοῦ παιδιοῦ του.
|
18
Ἐγεννήθη δὲ τῷ Ἐνὼχ Γαϊδάδ,
καὶ Γαϊδὰδ ἐγέννησε τὸν Μαλελεήλ,
καὶ Μαλελεὴλ ἐγέννησε τὸν Μαθουσάλα,
καὶ Μαθουσάλα ἐγέννησε τὸν Λάμεχ.
|
18
Ἀπὸ δὲ τὸν Ἐνώχ ἐγεννήθη
ὁ Γαϊδάδ. Ὁ Γαϊδὰδ ἐγέννησε
τὸν Μαλελεήλ, ὁ δὲ Μαλελεὴλ
ἐγέννησε τὸν Μαθουσάλα, καὶ
ὁ Μαθουσάλα ἐγέννησε τὸν Λάμεχ.
|
18
Ἐγεννήθη δὲ ἀπὸ τὸν Ἐνὼχ
ὁ Γαϊδάδ, καὶ ὁ Γαϊδὰδ ἐγέννησε
τὸν Μαλελεήλ, καὶ ὁ Μαλελεὴλ ἐγέννησε
τὸν Μαθουσάλα, καὶ ὁ Μαθουσάλα ἐγέννησε
τὸν Λάμεχ. |
19
Καὶ ἔλαβεν ἑαυτῷ Λάμεχ δύο
γυναῖκας, ὄνομα τῇ μιᾷ Ἀδά,
καὶ ὄνομα τῇ δευτέρᾳ Σελλά.
|
19
Ἔλαβε δὲ ὁ Λάμεχ δύο συγχρόνως
συζύγους. Ἡ μία ὠνομάζετο Ἀδὰ
καὶ ἡ δευτέρα Σελλά.
|
19
Καὶ ὁ Λάμεχ, ἕβδομος ἀπόγονος τοῦ
Ἀδὰμ ἀπὸ τὸν υἱόν του
Κάϊν, κατήργησε πρῶτος τὴν μονογαμίαν καὶ
ἐνυμφεύθη ταυτοχρόνως δύο γυναίκες· τὸ
ὄνομα τῆς μιᾶς ἦταν Ἀδά,
καὶ τὸ ὄνομα τῆς δευτέρας ἦταν
Σελλά. |
20
Καὶ ἔτεκεν Ἀδὰ τὸν ᾿Ιωβήλ·
οὗτος ἦν πατὴρ οἰκούντων ἐν
σκηναῖς κτηνοτρόφων. |
20
Ἡ Ἀδὰ ἐγέννησε τὸν Ἰωβήλ.
Αὐτὸς ἦτο γενάρχης τῶν κτηνοτρόφων,
οἱ ὁποῖοι περιφερόμενοι ἀνὰ
τὰς διαφόρους βοσκησίμους περιοχὰς
δὲν εἶχον μόνιμον οἰκίαν, ἀλλὰ
ἐζοῦσαν εἰς σκηνάς.
|
20
Ἡ Ἀδὰ ἐγέννησε τὸν Ἰωβήλ·
αὐτὸς ἦταν ὁ πρόγονος καὶ ὁ
διδάσκαλος τῶν ποιμένων καὶ γενικῶς τῶν
κτηνοτρόφων, οἱ ὁποῖοι δὲν εἶχαν
μόνιμον κατοικίαν, ἀλλὰ ἐκατοικοῦσαν
εἰς σκηνές. |
21
Καὶ ὄνομα τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ
Ἰουβάλ· οὗτος ἦν ὁ καταδείξας
ψαλτήριον καὶ κιθάραν.
|
21
Ἀδελφὸς τοῦ Ἰωβὴλ ἦτο
ὁ Ἰουβάλ. Αὐτὸς ἦτο συνθέτης
ὕμνων καὶ διδάσκαλος τῆς μουσικῆς.
|
21
Καὶ τὸ ὄνομα τοῦ ἀδελφοῦ
τοῦ Ἰωβὴλ ἦταν Ἰουβάλ·
αὐτὸς εἶναι ἐκεῖνος,
ὁ ὁποῖος ἔδειξε πρῶτος τὴν
χρῆσιν (τοῦ ψαλτηρίου καὶ τῆς κιθάρας
ἤ) τῆς λύρας (τῶν ἐγχόρδων μουσικῶν
ὀργάνων) καὶ τῆς φλογέρας (τῶν
πνευστῶν μουσικῶν ὀργάνων)· ἔτσι ἔγινεν
ὁ πατέρας τῆς μουσικῆς.
|
22
Σελλὰ δὲ καὶ αὐτὴ ἔτεκε
τὸν Θόβελ, καὶ ἦν σφυροκόπος
χαλκεὺς χαλκοῦ καὶ σιδήρου· ἀδελφὴ
δὲ Θόβελ Νοεμά.
|
22
Ἡ Σελλὰ ἐγέννησε καὶ αὐτὴ
τὸν Θόβελ, ὁ ὁποῖος κατειργάζετο
τὸν χαλκὸν καὶ τὸν σίδηρον καὶ
κατεσκεύαζεν ἐργαλεῖα. Ἀδελφὴ
δὲ τοῦ Θόβελ ἦτο ἡ Νοεμά.
|
22
Ἡ Σελλὰ δὲ ἐγέννησε καὶ αὐτὴ
τὸν Θόβελ· αὐτὸς ἦταν χαλκουργὸς
καὶ σιδηρουργός, κατασκευαστὴς χαλκίνων καὶ
σιδηρῶν ἐργαλείων· ἐδίδαξε τὴν
μεταλλουργίαν διὰ σκοποὺς γεωργικοὺς καὶ
πολεμικούς. Ἀδελφὴ δὲ τοῦ Θόβελ ἦταν
ἡ Νοεμά. |
23
Εἶπε δὲ Λάμεχ ταῖς ἑαυτοῦ
γυναιξίν· Ἀδὰ καὶ Σελλά,
ἀκούσατέ μου τῆς φωνῆς, γυναῖκες
Λάμεχ, ἐνωτίσασθέ μου τοὺς λόγους,
ὅτι ἄνδρα ἀπέκτεινα εἰς τραῦμα
ἐμοὶ καὶ νεανίσκον εἰς μώλωπα
ἐμοί· |
23
Ὁ δὲ Λάμεχ καυχώμενος διὰ τὴν
ἀγριότητά του, εἶπεν εἰς τὰς
γυναῖκας του· <Ἀδὰ καὶ Σελλά,
ἀκούσατε τὴν φωνήν μου· γυναῖκες
Λότμεχ ἀνοίξατε τὰ αὐτιά
σας διὰ νὰ ἀκούσετε τοὺς λόγους
μου· ἐφόνευσα ἕνα ἄνδρα, διότι
μὲ ἐπλήγωσε, καὶ ἕνα νεανίαν
διότι μὲ ἐτραυμάτισε.
|
23
Ἐκάλεσε δὲ ὁ Λάμεχ τὶς δύο γυναῖκες
του καὶ τοὺς εἶπεν ἐξομολογούμενος
(ἢ κατ’ ἄλλους ἑρμηνευτὰς καυχώμενος
ἐγωϊστικῶς διὰ τὴν σκληρότητά του):
«Ἀδὰ καὶ Σελλά, ἀκοῦστε
τὴν φωνήν μου· σύζυγοι τοῦ Λάμεχ, ἀφουγκρασθῆτε
τὰ λόγια μου, δῶστε πολλὴν προσοχὴν
εἰς ὅ,τι θὰ σᾶς εἰπῶ καὶ
θὰ σᾶς ἀποκαλύψω· ἐσκότωσα ἕνα
ἄνδρα, διότι μὲ ἐπλήγωσε, καὶ ἕνα
νέον, διότι μὲ ἐμωλώπισε>.
|
24
ὅτι ἑπτάκις ἐκδεδίκηται ἐκ
Κάϊν, ἐκ δὲ Λάμεχ ἑβδομηκοντάκις
ἑπτά. |
24
Ἑπτὰ φορὰς ἐτιμωρήθη ὁ
Κάϊν διὰ τὸν φόνον τοῦ ἀδελφοῦ
του, ἑβδομήκοντα φορὰς ἑπτὰ
θὰ τιμωρὼ ἐγὼ ὁ Λάμεχ
ἐκεῖνον, ποὺ θὰ τολμήσῃ
νὰ μὲ θίξῃ>.
|
24
Καὶ ὁ Λάμεχ, ἐπειδὴ ἐπιέζετο
ἀπὸ τὴν συνείδησίν του, τιμωρεῖ τὸν
ἑαυτόν του διὰ τοὺς δύο φόνους, προσθέτων:
<Ἐὰν διὰ τὸν προπάτορά μου τὸν
Κάϊν ἐξ αἰτίας ἐνὸς φόνου ἔχει
ληφθῆ ἑπταπλασία ἐκδίκησις, τότε δι’ ἐμὲ
τὸν Λάμεχ εἶναι δίκαιον να ληφθῇ σκληροτέρα
ἐκδίκησις· ἐγὼ πρέπει νὰ
καταστῶ ἔνοχος τιμωρίας ἑβδομήκοντα φορὲς
ἑπτὰ αὐστηροτέρας· δηλαδὴ
νὰ τιμωρηθῶ 490 φορές>. (Ἢ κατ' ἄλλους
ἑρμηνευτάς: Καὶ ὁ Λάμεχ καυχώμενος ἐγωϊστικῶς
διὰ τὴν δύναμίν του καὶ διὰ τὸ
ὅτι δὲν ἔχει ἀνάγκην τῆς προστασίας
τοῦ Θεοῦ, εἶπεν· ἐὰν ὅποιος
ἐφόνευε τὸν Κάϊν θὰ ὑφίστατο ἑπταπλασίαν
ἐκδίκησιν, τότε ἐκεῖνος ποὺ θὰ
τολμήσῃ νὰ σκοτώσῃ ἐμὲ τὸν
Λάμεχ θὰ τιμωρηθῇ μὲ ἐκδίκησιν πολὺ
αὐστηροτέραν καὶ σκληροτέραν· θὰ τιμωρηθῇ
ἑβδομήκοντα φορὲς ἑπτά· δηλαδὴ
490 φορές). |
25
Ἔγνω ὁ Ἀδὰμ Εὔαν τὴν γυναῖκα
αὐτοῦ, καὶ συλλαβοῦσα ἔτεκεν
υἱόν, καὶ ἐπωνόμασε τὸ
ὄνομα αὐτοῦ Σήθ, λέγουσα·
ἐξανέστησε γάρ μοι ὁ Θεὸς σπέρμα
ἕτερον ἀντὶ Ἄβελ, ὃν ἀπέκτεινε
Κάϊν. |
25
Ὁ δὲ Ἀδὰμ ἐγνώρισε πάλιν
τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, ἡ ὁποία
ἔμεινεν ἔγκυος καὶ ἐγέννησεν
υἱόν, τὸν ὁποῖον ὠνόμασε
Σὴθ λέγουσα· <ὁ Θεὸς μοῦ
ἔδωσε ἄλλο παιδὶ ἀντὶ τοῦ
Ἄβελ, τὸν ὁποῖον ἐφόνευσεν
ὁ Κάϊν>. |
25
Ὁ δὲ Ἀδὰμ συνευρέθη μὲ τὴν
γυναῖκα του τὴν Εὔαν, ἡ ὁποία
άφοῦ ἔμεινεν ἔγκυος ἐγέννησεν
υἱὸν καὶ ἔδωκεν εἰς αὐτὸν
τὸ ὄνομα Σήθ, λέγουσα μὲ πόνον ψυχῆς:
<Τὸν ὠνόμασα Σήθ (τὸ ὁποῖον
εἰς τὰ ἑλληνικὰ σημαίνει ἀντικατάστασις),
διότι ὁ Θεὸς μοῦ ἔδωκεν ἄλλο
παιδὶ ἀντὶ τοῦ Ἄβελ, τὸν
ὁποῖον ἐσκότωσεν ὁ Κάϊν>.
Ἔτσι οἱ μεταγενέστεροι ἀπὸ τὸ
ὄνομα Σὴθ θὰ ἐνθυμοῦνται πάντοτε
τὸ ἔγκλημα τοῦ Κάϊν. |
26
Καὶ τῷ Σὴθ ἐγένετο υἱός,
ἐπωνόμασε δὲ τὸ ὄνομα αὐτοῦ
Ἐνώς· οὗτος ἤλπισεν ἐπικαλεῖσθαι
τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ.
|
26
Ὁ δὲ Σὴθ ἀπέκτησεν υἱόν,
τὸν ὁποῖον ὠνόμασεν Ἐνώς.
Αὐτὸς δὲ ὁ Ἐνὼς ἐπίστευεν
καὶ ἤλπιζεν εἰς τὸν Θεόν, ἐλάτρευε
καὶ ἐπεκαλεῖτο πάντοτε τὸ ὄνομα
Κυρίου τοῦ Θεοῦ. |
26
Καὶ ἀπὸ τὸν Σὴθ ἐγεννήθη
υἱὸς καὶ ἔδωκεν εἰς αὐτὸν
τὸ ὄνομα Ἐνώς· αὐτὸς
ἐπίστευσε καὶ ἐστήριξε τὶς ἐλπίδες
του εἰς τὸν Θεὸν καὶ ἐλάτρευσε
τὸ ὄνομά του. Μὲ τὸν Ἐνὼς
ἄρχισεν ἡ δημοσία ἐπίκλησις τοῦ θείου
ὀνόματος καὶ ἡ ὁμαδικὴ λατρεία
τοῦ Θεοῦ. |