Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
εὐλόγησεν ὁ Θεὸς τὸν Νῶε
καὶ τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ καὶ
εἶπεν αὐτοῖς· αὐξάνεσθε
καὶ πληθύνεσθε καὶ πληρώσατε τὴν
γῆν καὶ κατακυριεύσατε αὐτῆς.
|
ὐλόγησε
τότε ὁ Θεὸς τὸν Νῶε καὶ
τὰ παιδιὰ αὐτοῦ καὶ εἶπε
πρὸς αὐτούς· <αὐξάνεσθε
καὶ πληθύνεσθε καὶ ἀπλωθῆτε
εἰς ὅλην τὴν γῆν καὶ γενῆτε
κύριοι αὐτῆς. |
αὶ
ὁ Θεὸς ἀμείβων τὴν εὐγνωμοσύνην
τοῦ δίκαιου μὲ γενναιοδωρίαν, εὐλόγησε τὸν
Νῶε καὶ τοὺς υἱούς του καὶ
τοὺς εἶπε: (Σεῖς τὰ τέσσερα ζεύγη
καρποφορεῖτε, ἀναπαράγεσθε καὶ πολλαπλασιάζεσθε·
με τοὺς ἀπογόνους, ποὺ θὰ προέλθουν
ἀπὸ σᾶς, γεμίσατε καὶ καλύψατε
τὴν γῆν καὶ γίνετε οἱ κυρίαρχοι, ποὺ
θὰ τὴν ὑποτάξετε. |
2
Καὶ ὁ τρόμος καὶ ὁ φόβος
ὑμῶν ἔσται ἐπὶ πᾶσι
τοῖς θηρίοις τῆς γῆς, ἐπὶ
πάντα τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ
καὶ ἐπὶ πάντα τὰ κινούμενα
ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐπὶ
πάντας τοὺς ἰχθύας τῆς θαλάσσης·
ὑπὸ χεῖρας ὑμῖν δέδωκα.
|
2
Ἂς εἶσθε τρόμος καὶ φόβος εἰς
ὅλα τὰ θηρία τῆς γῆς, εἰς
ὅλα τὰ πτηνὰ τοῦ οὐρανοῦ,
εἰς κάθε τι ποὺ ζῇ καὶ κινεῖται
ἐπὶ τῆς ξηρᾶς, καὶ εἰς
ὅλους τοὺς ἰχθύας τῆς θαλάσσης.
Ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν σας ἔδωκα
ὅλα αὐτά. |
2
Σεῖς να εἶσθε τρόμος καὶ φόβος εἰς
ὅλα τὰ ἄγρια θηρία τῆς γῆς,
εἰς ὅλα τὰ πτηνὰ τοῦ οὐρανοῦ
καὶ εἰς ὅλα, ὅσα κινοῦνται ἐπάνω
εἰς τὴν ξηρὰν καὶ εἰς ὅλους
τοὺς ἰχθύες τῆς θαλάσσης· ὅλα αὐτὰ
τὰ ἔχω δώσει ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν
καὶ κυριαρχίαν σας· ἔχετε τὸ δικαίωμα
τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου ἐπάνω
των. |
3
Καὶ πᾶν ἐρπετόν, ὃ ἐστι
ζῶν, ὑμῖν ἔσται εἰς βρῶσιν·
ὡς λάχανα χόρτου δέδωκα ὑμῖν
τὰ πάντα. |
3
Κάθε τι ποὺ ζῇ καὶ κινεῖται
ἐπὶ τῆς γῆς, θὰ εἶναι
πρὸς διατροφήν σας. Σᾶς δίδω ὅλα
αὐτὰ εἰς τροφήν, ὅπως σᾶς
ἔδωσα τὰ λάχανα καὶ τὰ χόρτα.
|
3
Καὶ κάθε εἴδους ζῶον, ποὺ ζῇ
καὶ κινεῖται, ἂς εἶναι πρὸς
τροφὴν καὶ συντήρησίν σας. Σᾶς ἔχω
δώσει ὅλα τὰ ζῶα νὰ τὰ τρώγετε,
ὅπως σᾶς ἔδωκα καὶ τὰ λάχανα
τοῦ χόρτου. |
4
Πλὴν κρέας ἐν αἵματι ψυχῆς οὐ
φάγεσθε· |
4
Πλὴν ὅμως κρέας μαζῆ μὲ τὸ
αἷμα, ἐπὶ τοῦ ὁποίου βασίζεται
ἡ ζωὴ τοῦ ζώου, δὲν θὰ
φάγετε. |
4
Ὅμως σάρκα μαζί με τὸ αἷμα, τὸ ὁποῖον
εἶναι ἡ ἔδρα τῆς ζωῆς τοῦ
ζώου, δὲν θὰ φάγετε>· διότι κύριος τῆς
ζωῆς (τοῦ αἵματος) τοῦ ζώου
εἶναι ὁ Θεός. |
5
καὶ γὰρ τὸ ὑμέτερον αἷμα
τῶν ψυχῶν ὑμῶν ἐκ χειρὸς
πάντων τῶν θηρίων ἐκζητήσω αὐτὸ
καὶ ἐκ χειρὸς ἀνθρώπου ἀδελφοῦ
ἐκζητήσω τὴν ψυχὴν τοῦ ἀνθρώπου.
|
5
Διὰ δὲ τὸ αἷμα τῶν συνανθρώπων
σας, τὸ ὁποῖον τυχὸν μὲ τὰ
χέρια σας ἐγκληματοῦντες θὰ χύσετε,
θὰ τιμωρήσω διὰ τῶν ἀγρίων
ζώων, τὰ ὁποῖα θὰ ἐξαπολύσω
ἐναντίον σας. Ἀλλὰ καὶ δι' ἄλλου
ἀνθρώπου θὰ τιμωρήσω ἐκεῖνον,
ὁ ὁποῖος ἀφαιρεῖ ἀνθρωπίνην
ζωήν. |
5
<Τὸ αἷμα σας εἶναι ἡ ἔδρα
τῆς ζωῆς σας>. Καὶ ἐπειδὴ
εἶναι σκληρόν, ἄγριον καὶ ἐγκληματικὸν
νὰ κατασπαράσσεται με τὰ δόντια μία ζωντανὴ
ὕπαρξις καὶ νὰ καταπίνωνται ὠμὲς
οἱ σάρκες, <διὰ τοῦτο θὰ ζητήσω
τὸ αἷμα τὸ ἰδικόν σας ἀπὸ
ὅλα τὰ ἄγρια θηρία. Θὰ τιμωρήσω μὲ
θάνατον κάθε θηρίον, ποὺ θὰ κατασπαράξῃ
ἄνθρωπον· κάθε τέτοιο θηρίον θὰ θανατωθῇ
καὶ αὐτό (εἴτε ἀπὸ ἄνθρωπον
εἴτε ἀπὸ ἄλλο θηρίον εἴτε με
θάνατον πρόωρον καὶ βίαιον). Ἀκόμη θὰ ζητήσω
καὶ τὸ αἷμα τοῦ συνανθρώπου σας, ὁ
ὁποῖος φονεύεται ἀπὸ ἄλλον ἄνθρωπον·
θὰ τιμωρήσω μὲ θάνατον ἐκεῖνον, ποὺ
τὸν ἐσκότωσε>. Διὰ τὸ ζήτημα
τοῦτο ὁρίζω νόμον, σύμφωνα μὲ τὸν
ὁποῖον: |
6
Ὁ ἐκχέων αἷμα ἀνθρώπου,
ἀντὶ τοῦ αἵματος αὐτοῦ
ἐκχυθήσεται, ὅτι ἐν εἰκόνι
Θεοῦ ἐποίησα τὸν ἄνθρωπον.
|
6
Ἐκεῖνος δηλαδὴ ὁ ὁποῖος
χύνει αἷμα ἀνθρώπου, εἰς τιμωρίαν
του διὰ τὸ ἐκχυθὲν ὑπ' αὐτοῦ
αἷμα, θὰ φονευθῇ καὶ θὰ χυθῇ
ἔτσι καὶ τὸ ἰδικόν του αἷμα,
διότι ἐγὼ ὁ Θεὸς ἐδημιούργησα
κατ' εἰκόνα ἰδικήν μου τὸν ἄνθροπον
καὶ κανεὶς δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα
νὰ τοῦ ἀφαιρέσῃ τὴν ζωήν.
|
6
<Ἐκεῖνος ποὺ χύνει αἷμα ἀνθρώπου,
θὰ τιμωρηθῇ μὲ τὸ χύσιμον τοῦ
ἰδικοῦ του αἵματος ἀπὸ ἄλλον
ἄνθρωπον (<ὁ φονιᾶς θὰ πάῃ
σκοτωτός>), διότι ἐδημιούργησα τὸν ἄνθρωπον
κατ’ εἰκόνα Θεοῦ (μὲ ψυχὴν λογικὴν
καὶ μὲ ἐλευθέραν βούλησιν, μὲ ἱκανότητα
γνωστικὴν καὶ δημιουργικὴν καὶ ἐξουσίαν
ἐπὶ ὅλου τοῦ ὑλικοῦ κόσμου)·
ὥστε κανεὶς δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα
νὰ καταατρέψῃ τὴν εἰκόνα αὐτήν.
Κάθε φόνος ποὺ γίνεται ἐναντίον ἀνθρώπου,
προσβάλλει καὶ τὸν μέγαν Θεόν, τοῦ ὁποίου
ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα.
|
7
Ὑμεῖς δὲ αὐξάνεσθε καὶ
πληθύνεσθε καὶ πληρώσατε τὴν γῆν,
καὶ κατακυριεύσατε αὐτῆς.
|
7
Σεῖς δὲ αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε
καὶ γεμίσατε ὅλην τὴν γῆν καὶ
γενῆτε κύριοι αὐτῆς>.
|
7
Σεῖς δὲ οἱ ὀλίγοι, οἱ ὀκτὼ
ἄνθρωποι, καρποφορεῖτε, ἀναπαράγεσθε καὶ
πολλαπλασιάζεσθέ· μὲ τοὺς ἀπογόνους,
ποὺ θὰ προέλθουν ἀπὸ σᾶς, γεμίσατε
καὶ καλύψατε τὴν γῆν καὶ γίνετε οἱ
κυρίαρχοι, ποὺ θὰ τὴν ὑποτάξετε>.
|
8
Καὶ εἶπεν ὁ Θεὸς τῷ Νῶε
καὶ τοῖς υἱοῖς αὐτοῦ μετ'
αὐτοῦ λέγων. |
8
Εἶπε δὲ ἀκόμη ὁ Θεὸς εἰς
τὸν Νῶε καὶ εἰς τὰ παιδιὰ
αὐτοῦ λέγων· |
8
Καὶ εἶπεν ὁ Θεὸς πρὸς τὸν
Νῶε καὶ τοὺς υἱούς του, ποὺ
ἦσαν μαζί του: |
9
Καὶ ἰδοὺ ἐγὼ ἀνίστημι
τὴν διαθήκην μου ὑμῖν καὶ τῷ
σπέρματι ὑμῶν μεθ' ὑμᾶς
|
9
<ἰδοὺ ἐγὼ σήμερον συνάπτω
καὶ κλείω μίαν συμφωνίαν μαζῆ
σας καὶ μὲ τοὺς ἀπογόνους σας,
οἱ ὁποῖοι θὰ σᾶς διαδεχθοῦν.
|
9
<Νά· ἐγὼ σήμερα συνάπτω συμφωνίαν,
κάμνω συνθήκην μαζί σας καὶ μὲ τοὺς
ἀπογόνους σας, οἱ ὁποῖοι θὰ
σᾶς διαδεχθοῦν, |
10
καὶ πάσῃ ψυχῇ ζῶσα μεθ' ὑμῶν,
ἀπὸ ὀρνέων καὶ ἀπὸ
κτηνῶν, καὶ πᾶσι τοῖς θηρίοις
τῆς γῆς, ὅσα ἐστὶ μεθ' ὑμῶν
ἀπὸ πάντων τῶν ἐξελθόντων
ἐκ τῆς κιβωτοῦ. |
10
Ἡ συμφωνία καὶ ἡ ὑπόσχεσίς
μου αὐτὴ ἐπεκτείνεται καὶ εἰς
κάθε ζῶσαν ψυχήν, ποὺ ὑπάρχει
μαζῆ σας καὶ γύρω σας, εἰς τὰ
πτηνὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ εἰς
ὅλα τὰ κτήνη καὶ τὰ θηρία
τῆς γῆς, ὅσα μαζῆ μὲ σᾶς
ἐξῆλθον ἀπὸ τὴν κιβωτόν.
|
10
καὶ μὲ κάθε ζωντανὴν ὕπαρξιν, ποὺ
ὑπάρχει μαζί σας: Μὲ τὰ πτηνὰ
καὶ τὰ ἥμερα ζῶα καὶ μὲ
ὅλα τὰ ἄγρια θηρία τῆς γῆς,
μὲ ὅλα ὅσα ἐβγῆκαν μαζί
σας ἀπὸ τὴν κιβωτόν. |
11
Καὶ στήσω τὴν διαθήκην μου πρὸς
ὑμᾶς, καὶ οὐκ ἀποθανεῖται
πᾶσα σὰρξ ἔτι ἀπὸ τοῦ
ὕδατος τοῦ κατακλυσμοῦ, καὶ οὐκ
ἔτι ἔσται κατακλυσμὸς ὕδατος τοῦ
καταφθεῖραι πᾶσαν τὴν γῆν.
|
11
Κάμνω διαθήκην καὶ σᾶς ὑπόσχομαι
ὅτι δὲν θὰ καταστραφῇ ποτὲ πλέον
τὸ ζωϊκὸν βασίλειον ἀπὸ ὕδατα
τοῦ κατακλυσμοῦ καὶ δὲν θὰ γίνῃ
ποτὲ κατακλυσμός, διὰ νὰ καταστρέψῃ
ὅλην τὴν γῆν>. |
11
Καὶ σᾶς ὑπόσχομαι, ὅτι τὴν
συμφωνίαν μου αὐτὴν μαζί σας θὰ τὴν
καταστήσω ἀπαρασάλευτον καὶ δὲν θὰ
ἀποθάνῃ πλέον τὸ ζωϊκὸν βασίλειον
ἀπὸ τὸ νερὸν τοῦ κατακλυσμοῦ
καὶ δὲν θὰ γίνῃ ποτὲ πλέον κατακλυσμὸς
νεροῦ, διὰ νὰ καταστρέψῃ ὅλην
τὴν γῆν>. |
12
Καὶ εἶπε Κύριος ὁ Θεὸς πρὸς
Νῶε· τοῦτο τὸ σημεῖον τῆς
διαθήκης, ὃ ἐγὼ δίδωμι ἀνὰ
μέσον ἐμοῦ καὶ ὑμῶν καὶ
ἀνὰ μέσον πάσης ψυχῆς ζώσης,
ἥ ἐστι μεθ' ὑμῶν εἰς γενεὰς
αἰωνίους· |
12
Εἶπε δὲ ἀκόμη Κύριος ὁ
Θεὸς πρὸς τὸν Νῶε· <σημεῖον
δὲ αὐτῆς τῆς ὑποσχέσεως,
τὴν ὁποίαν ἐγὼ δίδω, ὥστε
νὰ μένῃ μεταξὺ ἐμοῦ καὶ
μεταξύ σας καὶ μεταξὺ πάσης ζώσης
ὑπάρξεως ἡ ὁποία ὑπάρχει
σήμερον μαζῆ σας καὶ θὰ ὑπάρχῃ
εἰς γενεὰς γενεῶν, εἶναι τοῦτο:
|
12
Ἀκόμη ὁ Θεὸς εἶπε πρὸς τὸν
Νῶε: <Τὸ σημεῖον, ἡ ἀπόδειξις
τῆς συμφωνίας, ποὺ συνάπτεται μεταξύ μας
καὶ μεταξὺ ἐμοῦ καὶ κάθε ζωντανῆς
ὑπάρξεως, ἡ ὁποία ὑπάρχει τώρα μαζί
σας καὶ θὰ ὑπάρχῃ εἰς ὅλες
τὶς γενεές, ποὺ θὰ ἀκολουθήσουν
μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων, εἶναι τοῦτο:
|
13
τὸ τόξον μου τίθημι ἐν τῇ νεφέλῃ,
καὶ ἔσται εἰς σημεῖον διαθήκης
ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ τῆς
γῆς. |
13
Θέτω τὸ οὐράνιον τόξον εἰς
τὰ νέφη, καὶ αὐτὸ θὰ εἶναι
εἰς σημεῖον καὶ εἰς ὑπόμνησιν
τῆς διαθήκης μου μεταξὺ Ἐμοῦ
καὶ ὅλων τῶν ζώντων ἐπὶ
τῆς γῆς, ἀνθρώπων καὶ ζώων.
|
13
Τοποθετῶ τὸ οὐράνιον τόξον μου, τὸ
εἰρηνικὸν σύμβολον τῆς ἴριδος, εἰς
τὰ νέφη· τοῦτο θὰ εἶναι σημεῖον,
σφραγῖδα καὶ ὑπόμνησις τῆς συμφωνίας,
ἡ ὁποία συνάπτεται μεταξύ μας καὶ
μεταξὺ ἐμοῦ καὶ ὅλων τῶν
δημιουργημάτων, ποὺ ζοῦν ἐπάνω εἰς
τὴν γῆν. |
14
Καὶ ἔσται ἐν τῷ συννεφεῖν με
νεφέλας ἐπὶ τὴν γῆν, ὀφθήσεται
τὸ τόξον ἐν τῇ νεφέλῃ,
|
14
Ὅταν θὰ συναθροίζω τὰ νέφη εἰς
τὸν οὐρανὸν τῆς γῆς, θὰ
φαίνεται τὸ οὐράνιον τόξον ἐπάνω
εἰς αὐτά, |
14
Καὶ θὰ συμβαίνῃ τοῦτο: Ὅταν
θὰ συναθροίζω τὰ νέφη εἰς τὸν οὐρανὸν
ἐπάνω ἀπὸ τὴν γῆν, θὰ
φαίνεται τὸ οὐράνιον τόξον εἰς τὰ
νέφη, |
15
καὶ μνησθήσομαι τῆς διαθήκης μου,
ἥ ἐστιν ἀνὰ μέσον ἐμοῦ
καὶ ὑμῶν, καὶ ἀνὰ μέσον
πάσης ψυχῆς ζώσης ἐν πᾶσι σαρκί,
καὶ οὐκ ἔσται ἔτι τὸ ὕδωρ
εἰς κατακλυσμόν, ὥστε ἐξαλεῖψαι
πᾶσαν σάρκα. |
15
καὶ θὰ ἐνθυμοῦμαι τὴν διαθήκην
μου, τὴν ὁποίαν ἔκαμα πρὸς σᾶς
καὶ πρὸς κάθε ἄλλην ζωντανὴν
ὑπαρξιν, πρὸς κάθε σάρκα καὶ
δὲν θὰ πέσῃ ὕδωρ ἐπὶ
τῆς γῆς εἰς κατακλυσμὸν αὐτῆς,
ὥστε νὰ καταστραφῇ κάθε ζῶσα
ὕπαρξις ἀπὸ ἀνθρώπου ἕως
ζώου. |
15
καὶ τότε θὰ ἐνθυμοῦμαι τὴν συμφωνίαν,
τὴν διαβεβαίωσιν καὶ ὑπόσχεσίν μου,
ἡ ὁποία ὑπάρχει μεταξύ μας καὶ
μεταξὺ ἐμοῦ καὶ κάθε ἄλλης ζωῆς,
ποὺ ὑπάρχει εἰς κάθε σάρκα· καὶ δεν
θὰ πέσ ποτὲ πλέον τὸ νερόν, διὰ νὰ
κατακλύσῃ καὶ σκεπάσῃ τὴν γῆν,
ὥστε νὰ πνίξῃ καὶ νὰ ἐξολοθρευσῃ
κάθε ζωντανὴν ὕπαρξιν (ἀνθρώπου καὶ
ζώου). |
16
Καὶ ἔσται τὸ τόξον μου ἐν τῇ
νεφέλῃ, καὶ ὄψομαι τοῦ μνησθῆναι
διαθήκην αἰώνιον ἀνὰ μέσον
ἐμοῦ καὶ τῆς γῆς καὶ ἀνὰ
μέσον ψυχῆς ζώσης ἐν πάσῃ
σαρκί, ἥ ἐστιν ἐπὶ τῆς
γῆς. |
16
Τοῦτο τὸ οὐράνιόν μου τόξον
θὰ ὑπάρχῃ εἰς τὰ νέφη,
καὶ θὰ τὸ βλέπω, ὥστε νὰ
ἐνθυμοῦμαι, τὴν αἰωνίαν καὶ
ἀπαράβατον συμφωνίαν μεταξὺ ἐμοῦ
καὶ τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς
καὶ πάσης ἄλλης ζωῆς ποὺ θὰ
ὑπάρχῃ εἰς κάθε ζωϊκὸν
ὀργανισμὸν ἐπάνω εἰς τὴν
γῆν>. |
16
Καὶ τοῦτο τὸ οὐράνιον τόξον μου θὰ
ὑπάρχῃ εἰς τὰ νέφη, καὶ θὰ
τὸ βλέπω διὰ νὰ ἐνθυμοῦμαι τὴν
αἰωνίαν συμφωνίαν, ποὺ συνῆψα μεταξὺ
ἐμοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων
καὶ κάθε ἄλλης ζωντανῆς ὑπάρξεως,
ἡ ὁποία ὑπάρχει ἐπάνω εἰς τὴν
γῆν>. |
17
Καὶ εἶπεν ὁ Θεὸς τῷ Νῶε·
τοῦτο τὸ σημεῖον τῆς διαθήκης,
ἧς διεθέμην ἀνὰ μέσον ἐμοῦ
καὶ ἀνὰ μέσον πάσης σαρκός,
ἥ ἐστιν ἐπὶ τῆς γῆς.
|
17
Εἶπεν ἀκόμη ὁ Θεὸς εἰς
τὸν Νῶε· <λοιπὸν αὐτὸ
τὸ οὐράνιον τόξον εἶναι τὸ
αἰώνιον σημεῖον τῆς συμφωνίας,
τὴν ὁποίαν ἔκαμα μεταξὺ ἐμοῦ
καὶ παντὸς ζωϊκοῦ ὀργανισμοῦ
ἐπὶ τῆς γῆς καὶ τῆς ὑποσχέσεώς
μου ὅτι δὲν θὰ ἀποστείλω πλέον
κατακλυσμὸν εἰς τὴν γῆν>.
|
17
Ὁ Θεὸς εἶπεν ἀκόμη πρὸς
τὸν Νῶε· <αὐτὸ τὸ οὐράνιον
τόξον εἶναι τὸ μόνιμον καὶ αἰώνιον
σημεῖον τῆς συμφωνίας, ποὺ συνῆψα
μεταξὺ ἐμοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων
καὶ κάθε ζωντανῆς ὑπάρξεως, ἡ ὁποία
ὑπάρχει ἐπάνω ες τὴν γῆν>.
|
18
Ἦσαν δὲ οἱ υἱοὶ Νῶε, οἱ
ἐξελθόντες ἐκ τῆς κιβωτοῦ, Σήμ,
Χάμ, ᾿Ιάφεθ· Χάμ δὲ ἦν
πατὴρ Χαναάν. |
18
Τὰ παιδιὰ τοῦ Νῶε, τὰ ὁποῖα
ἐξῆλθον ἀπὸ τὴν κιβωτόν,
ἦσαν ὁ Σήμ, ὁ Χάμ καὶ
ὁ Ἰάφεθ. Ὁ Χάμ ἦτο γενάρχης
τῶν Χαναναίων.
|
18
Οἱ δὲ υἱοὶ τοῦ Νῶε, ποὺ
ἐβγῆκαν ἀπὸ τὴν κιβωτόν, ἦσαν
ὁ Σήμ, ὁ Χὰμ καὶ ὁ Ἰἀφεθ.
Ὁ Χὰμ ἦταν γενάρχης καὶ πρόγονος τῶν
Χαναναίων. |
19
Τρεῖς οὖτοί εἰσιν υἱοὶ
Νῶε· ἀπὸ τούτων διεσπάρησαν
ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν.
|
19
Αὐτοὶ οἱ τρεῖς
ἦσαν οἱ υἱοὶ
τοῦ Νῶε. Ἀπὸ αὐτοὺς
δὲ ἐγεννήθησαν καὶ ἐπληθύνθησαν
οἱ ἄνθρωποι καὶ διεσπάρησαν εἰς
ὅλην τὴν γῆν.
|
19
Αὐτοί οἰ τρεῖς ἦσαν οἱ υἱοὶ
τοῦ Νῶε· ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς
τρεῖς ἐγεννήθησαν καὶ διεσκορπίσθησαν οἱ
ἄνθρωποι εἱς ὅλην τὴν γῆν.
|
20
Καὶ ἤρξατο Νῶε ἄνθρωπος γεωργὸς
γῆς καὶ ἐφύτευσεν ἀμπελῶνα.
|
20
Ὁ Νῶε ἔγινε γεωργός, ἤρχισε
νὰ καλλιεργῇ
τὴν γῆν, καὶ ἐφύτευσε
μεταξὺ τῶν ἄλλων, καὶ ἀμπελῶνα.
|
20
Καὶ ὁ Νῶε, ποὺ ἦταν γεωργός,
ἄρχισε τὴν καλλιέργειαν τῆς γῆς καὶ
ἐφύτευσεν ἀμπέλι. |
21
Καὶ ἔπιεν ἐκ τοῦ οἴνου καὶ
ἐμεθύσθη καὶ ἐγυμνώθη ἐν
τῷ οἴκῳ αὐτοῦ.
|
21
Ἔπιε δὲ ἀπὸ τὸν οἶνον
καὶ ἐμέθυσε. Μεθυσμένος δὲ καθὼς
ἦτο, ἐγυμνώθη ἐντὸς τῆς
οἰκίας του, χωρὶς νὰ τὸ
ἀντιληφθῇ.
|
21
Καὶ ἤπιεν ἀπὸ τὸ κρασὶ
τοῦ ἀμπελιοῦ καὶ ἐμέθυσεν·
ἐπανω εἰς τὸ μεθύσι τοῦ ἔβγαλε
ὅλα τὰ ροῦχα του καὶ ἐγυμνώθη
μέσα εἰς τὸ σπίτι του. |
22
Καὶ εἶδε Χὰμ ὁ πατὴρ Χαναὰν
τὴν γύμνωσιν τοῦ πατρὸς αὐτοῦ
καὶ ἐξελθὼν ἀνήγγειλε τοῖς
δυσὶν ἀδελφοῖς αὐτοῦ ἔξω.
|
22
Ὁ Χάμ, ὁ πρόγονος τῶν Χαναναίων,
εἶδε τὴν γύμνωσιν τοῦ πατρός
του καὶ ἐξελθὼν ἐγνωστοποίησεν
ἐμπαικτικῶς τὸ γεγονὸς εἰς
τοὺς δύο ἀδελφούς
του, οἱ ὁποῖοι
εὑρίσκοντο ἔξω.
|
22
Καὶ ὁ Χάμ, ὁ γενάρχης τῶν Χαναναίων,
εἶδε τὴν γύμνωσιν τοῦ πατέρα του καὶ
δὲν ἐντράπη· ἀφοῦ δὲ ἐβγῆκεν
ἀπὸ τὸ σπίτι, ἔτρεξε καὶ ἐγνωστοποίησε
τὸ γεγονὸς μὲ τρόπον χλευαστικὸν εἰς
τοὺς ἄλλους δύο ἀδελφούς του, τὸν
Σὴμ καὶ τὸν Ἰάφεθ, ποὺ
εὑρίσκοντο ἔξω. |
23
Καὶ λαβόντες Σὴμ καὶ Ἰάφεθ
τὸ ἱμάτιον ἐπέθεντο ἐπὶ
τὰ δύο νῶτα αὐτῶν καὶ
ἐπορεύθησαν ὀπισθοφανῶς καὶ
συνεκάλυψαν τὴν γύμνωσιν τοῦ πατρὸς
αὐτῶν, καὶ τὸ πρόσωπον αὐτῶν
ὀπισθοφανῶς, καὶ τὴν γύμνωσιν
τοῦ πατρὸς αὐτῶν οὐκ εἶδον.
|
23
Ἀμέσως δὲ ὁ Σὴμ καὶ ὁ
Ἰάφεθ ἔλαβον τὸ ἱμάτιον
τοῦ πατρός των, ἔθεσαν αὐτὸ
εἰς τοὺς ὤμους των καὶ ὀπισθοβατοῦντες
μέχρι τοῦ πατρός των ἐσκέπασαν
τὴν γύμνωσιν αὐτοῦ ἔχοντες τὸ
πρόσωπόν των πρὸς τὴν ἀντίθετον
διεύθυνσιν, καὶ ἔτσι δὲν εἶδον
καθόλου τὴν γύμνωσιν τοῦ
πατρός των.
|
23
Ἀλλὰ ὁ Σὴμ καὶ ὁ Ἰάφεθ,
ἀφοῦ ἐπῆραν τὸν χιτῶνα
τοῦ πατέρα των, τὸν ἄπλωσαν ἐπάνω
εἰς τοὺς ὤμους των καὶ βαδίζοντες
πρὸς τὰ πίσω, ἐπλησίασαν τὸν
πατέρα των καὶ ἐσκέπασαν τὴν γύμνωσίν
του· καὶ τὸ πρόσωπόν των τὸ εἶχαν
στραμμένον πρὸς τὴν ἀντίθετον κατεύθυνσιν
καὶ ἔτσι αὐτοί οἰ δύο δὲν εἶδαν
καθόλου τὴν γύμνωσιν τοῦ πατέρα των.
|
24
Ἐξένηψε δὲ Νῶε ἀπὸ τοῦ
οἴνου καὶ ἔγνω ὅσα ἐποίησεν
αὐτῷ ὁ υἱὸς αὐτοῦ
ὁ νεώτερος, |
24
Ἀνένηψε καὶ συνῆλθε ὁ Νῶε
ἀπὸ τὴν ἐπίδρασιν τοῦ
οἴνου, ἔμαθε ὅσα ἔκαμεν ὁ νεώτερος
υἱὸς του ὁ Χάμ
|
24
Ἀνέκτησε δὲ ὁ Νῶε τὴν πνευματικήν
του διαύγειαν καὶ συνῆλθεν ἀπὸ τὴν
ἐπίδρασιν τοῦ κρασιοῦ καὶ ἔμαθεν
ὅσα τοῦ ἔκαμε τὸ νεώτερον παιδί
του, ὁ Χάμ. |
25
καὶ εἶπεν· ἐπικατάρατος Χαναάν·
παῖς οἰκέτης ἔσται τοῖς ἀδελφοῖς
αὐτοῦ. |
25
καὶ εἶπε· <κατηραμένος θὰ
εἶναι ὁ Χάμ καὶ οἱ ἀπόγονοί
του. Ὑπηρέτης καὶ δοῦλος θὰ
εἶναι εἰς τοὺς ἀδελφούς του>.
|
25
Ὅταν ὁ Νῶε ἔμαθε τὴν ἀσεβῆ
καὶ ὑβριστικὴν συμπεριφορὰν τοῦ
Χάμ, εἶπε· <καταράμενος θὰ εἶναι
ὁ Χαναάν, ὁ υἱὸς τοῦ Χάμ· δοῦλος
θὰ εἶναι εἰς τοὺς ἀδελφούς
του>. |
26
Καὶ εἶπεν· εὐλογητὸς Κύριος
ὁ Θεὸς τοῦ Σήμ, καὶ ἔσται
Χαναὰν παῖς οἰκέτης αὐτοῦ.
|
26
Εἶπε δὲ ἀκόμη ὁ Νῶε·
<εὐλογημένος ὁ Θεὸς τοῦ
Σὴμ καὶ ὁ Χαναὰν θὰ εἶναι
δοῦλος αὐτοῦ κατὰ τὴν δικαίαν
ἀπόφασιν τοῦ Θεοῦ.
|
26
Καὶ ἐπρόσθεσεν: <Ἂς εἶναι εὐλογημένος
ὁ παντοδύναμος Κύριος, ὁ Θεὸς τοῦ
Σήμ, καὶ ὁ Χαναὰν θὰ εἶναι δοῦλος
τοῦ Σήμ. |
27
Πλατύναι ὁ Θεὸς τῷ Ἰάφεθ,
καὶ κατοικησάτω ἐν τοῖς οἴκοις
τοῦ Σὴμ καὶ γενηθήτω Χαναὰν
παῖς αὐτοῦ. |
27
Ἂς αὐξήσῃ καὶ ἂς πλατύνῃ
ὁ Θεὸς τὴν γενεὰν καὶ τὰς
χώρας τοῦ Ἰάφεθ καὶ ἂς
βάλῃ αὐτὸν νὰ κατοικῇ
εἰς τὰς περιοχὰς
τοῦ Σήμ, ὁ δὲ Χαναὰν
ἂς γίνῃ ὑπηρέτης του>.
|
27
Ἂς μεγαλώσῃ, ἂς πληθύνῃ καὶ
ἂς αὐξήσῃ ὁ Θεὸς τοὺς
ἀπογόνους τοῦ Ἰάφεθ καὶ ἂς
κατοικήσουν οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἰάφεθ
εἰς τὶς χῶρες καὶ τὶς περιοχὲς
τοῦ Σὴμ καὶ ἂς γίνῃ ὁ
Χαναὰν καὶ οἱ ἀπόγονοί του δοῦλοι
των>. |
28
Ἔζησε δὲ Νῶε μετὰ τὸν κατακλυσμὸν
ἔτη τριακόσια πεντήκοντα.
|
28
Ἔζησε δὲ ὁ Νῶε μετὰ τὸν
κατακλυσμὸν τριακόσια πεντήκοντα
ἔτη. |
28
Ἔζησε δὲ ὁ Νῶε μετὰ τὸν
κατακλυσμὸν τριακόσια πενήντα ἔτη.
|
29
Καὶ ἐγένοντο πᾶσαι αἱ ἡμέραι
Νῶε ἐννακόσια πεντήκοντα ἔτη,
καὶ ἀπέθανεν. |
29
Ἔφθασαν ἐν συνόλῳ τὰ ἔτη
τῆς ζωῆς τοῦ Νῶε ἐννεακόσια
πεντήκοντα καὶ ἔπειτα ἀπέθανε.
|
29
Συνεπῶς ὅλες οἱ ἡμέρες τῆς ζωῆς
τοῦ Νῶε, τὶς ὁποῖες ἔζησεν
εἰς τὴν γῆν, ἔφθασαν συνολικῶς
τὰ ἐννιακόσια πενήντα ἔτη καὶ
ἔπειτα ἀπέθανεν. |