Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
κουσε
δὲ Ἰακὼβ τὰ ρήματα τῶν
υἱῶν Λάβαν λεγόντων· εἴληφεν
Ἰακὼβ πάντα τὰ τοῦ πατρὸς
ἡμῶν καὶ ἐκ τῶν τοῦ πατρὸς
ἡμῶν πεποίηκε πᾶσαν τὴν δόξαν
ταύτην. |
φθασαν
εἰς τὰ αὐτιὰ τοῦ Ἰακὼβ
πληροφορίαι, ὅτι τὰ παιδιὰ τοῦ
Λάβαν ἔλεγαν· <ὁ Ἰακὼβ
ἐπῆρε ὅλα τὰ ὑπάρχοντα
τοῦ πατρός μας καὶ ἀπὸ αὐτὰ
ἔκαμε ὅλην αὐτοῦ τὴν μεγάλην
περιουσίαν>. |
πληροφορήθη
δὲ ὁ Ἰακὼβ τὰ πικρὰ λόγια,
ποὺ ἔλεγαν τὰ παιδιὰ τοῦ Λάβαν,
τὰ ὁποῖα, ὅπως καὶ ὁ πατέρας
των, τὸν ἐφθονοῦσαν καὶ δεν τὸν
ἔβλεπαν μὲ καλὸ μάτι. <Ὁ Ἰακώβ>,
ἔλεγαν, <ἐπῆρε ὅλα τὰ ὑπάρχοντα
(τὴν περιουσίαν) τοῦ πατέρα μας καὶ ἀπὸ
αὐτὰ ἔκαμε ὅλα αὐτὰ τὰ
πολλὰ πλούτη του>. |
2
Καὶ εἶδεν Ἰακὼβ τὸ πρόσωπον
τοῦ Λάβαν, καὶ ἰδοὺ οὐκ
ἦν πρὸς αὐτὸν ὡσεὶ ἐχθὲς
καὶ τρίτην ἡμέραν.
|
2
Εἶδε δὲ καὶ ὁ Ἰακὼβ σκυθρωπὸν
τὸ πρόσωπον τοῦ Λάβαν καὶ ἀντελήφθη
ὅτι ἡ διάθεσίς του ἀπέναντι
αὐτοῦ δὲν ἦτο ὅπως προηγουμένως
φιλική, ἀλλ' εἶχε γίνει δυσμενὴς
καὶ ἐχθρικὴ ἐξ αἰτίας
τοῦ φθόνου του. |
2
Ὁ Ἰακὼβ παρετήρησεν ἀκόμη, ὅτι
καὶ ὁ πενθερός του τὸν ἔβλεπε
μὲ κακὸ μάτι. Καὶ νά· ἡ ὄψις
τοῦ προσώπου τοῦ Λάβαν ἦταν σκυθρωπὴ
καὶ ὄχι φιλικὴ ὅπως ἄλλοτε·
ὅπως ἦταν χθὲς καὶ τὴν προχθεσινὴν
ἡμέραν, διότι ὁ Λάβαν ἐφθονοῦσε τὸν
Ἰακώβ. |
3
Εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Ἰακώβ·
ἀποστρέφου εἰς τὴν γῆν τοῦ
πατρός σου καὶ εἰς τὴν γενεάν
σου, καὶ ἔσομαι μετὰ σοῦ.
|
3
Τότε εἶπεν ὁ Κύριος πρὸς τὸν
Ἰακώβ· <νὰ ἐπιστρέψῃς
εἰς τὴν γῆν τοῦ πατρός σου,
εἰς τὴν γενεάν σου, καὶ ἐγὼ
θὰ εἶμαι μαζῆ σου ὑπερασπιστὴς
καὶ βοηθός>. |
3
Ὁ Κύριος, ὅταν εἶδε τὸν δοῦλον
του νὰ φθονῆται καὶ νὰ κακολογῆται
ἀπὸ αὐτούς, τὸν ἐπρόσταξε: <Γύρισε
πίσω εἰς τὴν πατρίδα σου, εἰς τὸ σπίτι
τοῦ πατέρα σου, κοντὰ εἰς τὰ μέλη
τῆς οἰκογενειάς σου>. Καὶ διὰ νὰ
προχωρήσῃ μὲ θάρρος εἰς τὴν ἐπιστροφήν
του, τοῦ ἐπρόσθεσεν ὁ Κύριος: <Ἐγὼ
ὁ παντοδύναμος καὶ πανάγαθος Θεὸς θὰ
εἶμαι μαζί σου καὶ εἰς τὸ μέλλον>.
|
4
Ἀποστείλας δὲ Ἰακὼβ ἐκάλεσε
Λείαν καὶ Ραχὴλ εἰς τὸ πεδίον,
οὖ ἦν τὰ ποίμνια.
|
4
Ἔστειλεν ὁ Ἰακὼβ ἄνθρωπον καὶ
ἐκάλεσε τὴν Λείαν καὶ τὴν
Ραχὴλ νὰ ἔλθουν εἰς τὴν πεδιάδα,
ὅπου αὐτὸς ἔβοσκε τὰ πρόβατα.
|
4
Μετὰ τὴν προσταγὴν αὐτὴν τοῦ
Θεοῦ ὁ Ἰακὼβ ἄρχισε νὰ
ἑτοιμάζεται διὰ τὴν ἐπιστροφήν. Ἔστειλε
μήνυμα πρὸς τὶς γυναῖκες του Λείαν καὶ
Ραχὴλ καὶ τὶς ἐκάλεσεν ἔξω εἰς
τὴν πεδιάδα, εἰς τὴν στάνην.
|
5
Καὶ εἶπεν αὐταῖς· ὁρῶ
ἐγὼ τὸ πρόσωπον τοῦ πατρὸς
ὑμῶν, ὅτι οὐκ ἔστι πρὸς
ἐμοῦ ὡς ἐχθὲς καὶ τρίτην
ἡμέραν· ὁ δὲ Θεὸς τοῦ
πατρός μου ἦν μετ' ἐμοῦ.
|
5
Εἶπε δὲ εἰς τὰς γυναῖκας του·
<ἐγὼ βλέπω τὸ πρόσωπον τοῦ
πατρός σας σκυθρωπόν· ἡ διάθεσίς
του ἀπέναντί μου δὲν εἶναι πλέον
φιλική, ὅπως προηγουμένως. Ὁ Θεὸς
ὅμως τοῦ πατρός μου ἦτο καὶ
εἶναι μαζῆ μου. |
5
Καὶ ὅταν ἦλθαν, τοὺς εἶπε: <Παρετήρησα
ὅτι ὁ πατέρας σας δὲν μὲ βλέπει μὲ
καλὸ μάτι. Τὸ πρόσωπόν του εἶναι σκυθρωπόν·
δὲν μοῦ φέρεται φιλικά, ὅπως μοῦ ἐφέρετο
ἄλλοτε, ὅπως χθὲς καὶ τὴν προχθεσινὴν
ἡμέραν. Παρ' ὅλα αὐτὰ ὁ Θεὸς
τοῦ πατέρα μου Ἰσαὰκ ἦταν πάντοτε
μαζί μου. |
6
Καὶ αὐταὶ δὲ οἴδατε, ὅτι
ἐν πάσῃ, ἰσχύϊ μου δεδούλευκα
τῷ πατρὶ ὑμῶν.
|
6
Καὶ σεῖς αἱ ἴδιαι γνωρίζετε
καλὰ ὅτι, μὲ ὅλην μου τὴν δύναμιν,
μὲ εὐσυνειδησίαν καὶ τιμιότητα,
ἐδούλευσα εἰς τὸν πατέρα σας.
|
6
Γνωρίζετε δὲ καὶ σεῖς οἱ δύο, ὅτι
δὲν τοῦ πταίω οὔτε τὸν ἀδίκησα
εἰς τίποτε. Σεῖς γνωρίζετε, ὅτι ἐδούλευσα
εἰς τὸν πατέρα σας μὲ ὅλες τὶς
δυνάμεις μου, μὲ ὅλην τὴν προθυμίαν καὶ
ἀφοσίωσίν μου. |
7
Ὁ δὲ πατὴρ ὑμῶν παρεκρούσατό
με ἤλλαξε τὸν μισθόν μου τῶν
δέκα ἀμνῶν, καὶ οὐκ ἔδωκεν
αὐτῷ ὁ Θεὸς κακοποιῆσαί
με. |
7
Ὁ πατήρ σας ὅμως μὲ ἠπάτησε
καὶ τὸν εὐτελῆ μισθὸν τῶν
δέκα προβάτων τὸν ἤλλαξε· ἀλλὰ
ὁ Θεὸς δὲν τοῦ ἐπέτρεψε
νὰ μοῦ κάμῃ κάτι κακόν.
|
7
Ἐν τούτοις ὁ πατέρας σας κατεδέχθη νὰ μὲ
γελάσῃ καὶ νὰ κατακρατήσῃ τὸν
μισθόν μου. Ἔφθασεν εἰς τὸ σημεῖον
νὰ μὲ ἀπατήσῃ εἰς τὸν
λογαριασμὸν τοῦ μικροῦ μισθοῦ μου
τῶν δέκα ἀρνιῶν. Ἀλλὰ ὁ
Θεὸς δὲν ἐπέτρεψε καὶ δὲν τὸν
ἀφῆκε νὰ μοῦ κάμῃ κακόν.
|
8
Ἐὰν οὕτως εἶπῃ, τὰ ποικίλα
ἔσται μισθός, καὶ τέξεται πάντα
τὰ πρόβατα ποικίλα· ἐὰν
δὲ εἴπη, τὰ λευκὰ ἔσται σου
μισθός, καὶ τέξεται ἡ τὰ πρόβατα
λευκά· |
8
Ὁ Θεὸς ἦτο μαζῆ μου· ἐὰν
δὲ ὁ Λάβαν ἔλεγε τὰ ποικιλόχρωμα
πρόβατα θὰ εἶναι ὁ μισθός σου,
ὅλα τὰ πρόβατα θὰ ἐγεννοῦσαν
ποικιλόχρωμα. Ἐὰν δὲ ἔλεγεν
ὅτι τὰ λευκὰ πρόβατα θὰ εἶναι
ὁ μισθός σου, ὅλα τὰ πρόβατα
θὰ ἐγεννοῦσαν λευκὰ ἀρνιά.
|
8
Διότι ἐὰν ὁ πατέρας σας ἔλεγεν·
<ὁ μισθός σου θὰ εἶναι τὰ σταχτυά,
παρδαλὰ καὶ πλουμιστὰ πρόβατα >, τότε
ὅλα τὰ πρόβατα θὰ ἐγεννοῦσαν
σταχτυά, παρδαλὰ καὶ πλουμιστά. Ἐὰν
δὲ ἔλεγεν· <ὁ μισθός σου θὰ εἶναι
τὰ ὁλόασπρα>, τότε διὰ τὰ
πρόβατα θὰ ἐγεννοῦσαν ὁλόασπρα.
|
9
καὶ ἀφείλετο ὁ Θεὸς πάντα
τὰ τοῦ πατρὸς ὑμῶν καὶ
ἐδωκέ μοι αὐτά.
|
9
Ὁ δίκαιος Θεὸς ἀφήρεσεν ὅλα
τὰ ζῶα τοῦ πατρός σας καὶ τὰ
ἔδωσεν εἰς ἐμέ·
|
9
Ἐπειδὴ δὲ μὲ προστατεύει ὁ Θεός,
δι' αὐτο ἀφήρεσεν ὅλα τὰ ζῶα
τῶν κοπαδιῶν ἀπὸ τὸν πατέρα
σας καὶ τὰ ἔδωκεν εἰς ἑμέ.
|
10
Καὶ ἐγένετο ἡνίκα ἐνεκίσσων
τὰ πρόβατα ἐν γαστρὶ λαμβάνοντα,
καὶ τοῖς ὀφθαλμοῖς μου ἐν τῷ
ὕπνῳ καὶ ἰδοὺ οἱ τράγοι
καὶ οἱ κριοὶ ἀναβαίνοντες ἐπὶ
τὰ πρόβατα καὶ τὰς αἴγας διάλευκοι
καὶ ποικίλοι καὶ σποδοειδεῖς ραντοί.
|
10
καὶ συνέβη, ὥστε, ὅταν τὰ πρόβατα
συζευγνύμενα ἔμεναν ἔγκυα, εἶδον εἰς
τὸν ὕπνον μου μὲ τὰ ἴδια μου
τὰ μάτια, ὅτι οἱ τράγοι καὶ
οἱ κριοὶ ἀναβαίνοντες ἐπάνω
εἰς τὰ πρόβατα καὶ τὰς αἶγας
ἦσαν ὅλοι λευκοί, παρδαλοί, ἄτακτοι,
διάστικτοι. |
10
Καὶ συνέβη τοῦτο· ὅταν τὰ πρόβατα
ἔσμιγαν καὶ ἐγονιμοποιοῦντο, εἶδα
με τὰ μάτια μου εἰς τὸν ὕπνον μου,
ὅτι αὐτοὶ ποὺ ἔσμιγάν μὲ
τὶς γίδες καὶ τὶς προβατίνες ἦσαν
οἱ πλουμιστοὶ καὶ παρδαλοὶ τράγοι
καὶ τὰ σταχτυὰ κριάρια.
|
11
Καὶ εἶπέ μοι ὁ ἄγγελος τοῦ
Θεοῦ καθ' ὕπνον· Ἰακώβ·
ἐγὼ δὲ εἶπα· τί ἐστι;
|
11
Καὶ μοῦ εἶπεν ὁ ἄγγελος τοῦ
Θεοῦ εἰς τὸν ὕπνον μου· <Ἰακώβ>
! Ἐγὼ δὲ ἀπήντησα· <τί
εἶναι;> |
11
Καὶ ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ παρουσιάσθη
εἰς τὸν ὕπνον μου καὶ μοῦ εἶπεν·
<Ἰακώβ>· ἐγὼ δὲ ἀπάντησα·
<τί εἶναι; Διάταξέ με>.
|
12
Καὶ εἶπεν· ἀνάβλεψον τοῖς
ὀφθαλμοίς σου, καὶ ἰδὲ τους
τράγους καὶ τοὺς κριοὺς ἀναβαίνοντας
ἐπὶ τὰ πρόβατα καὶ τὰς
αἴγας διαλεύκους καὶ ποικίλους καὶ
σποδοειδεῖς ραντούς· ἑώρακα γὰρ
ὅσα σοι Λάβαν ποιεῖ.
|
12
<Σήκωσε τὰ βλέματά σου, μοῦ
ἀπήντησιν ὁ ἄγγελος, καὶ κύτταξε
ὅτι οἱ τράγοι καὶ
οἱ κριοὶ ἀναβαίνοντες εἰς τὰ
πρόβατα καὶ τὰς αἶγας εἶναι
λευκοὶ καὶ ποικιλόχρωμοι καὶ στακτοὶ
καὶ διάστικτοι. Αὐτὸ εἶναι σημειον
ὅτι θὰ πολλαπλασιάσω τὰ ἰδικά
σου πρόβατα, διότι εἶδα τὰς ἀδικίας,
τὰς ὁποίας ἐν συνεχείᾳ
σοῦ ἔχει κάμει ὁ Λάβαν.
|
12
Καὶ ὁ ἄγγελός μου εἶπε: <Σήκωσε
τὰ μάτια σου καὶ κύτταξε, ὅτι οῖ πλουμιστοὶ
καὶ παρδαλοὶ τράγοι καὶ τὰ σταχτυὰ
κριάρια σμίγουν καὶ γονιμοποιοῦν τὶς αἶγες
καὶ τὶς προβατίνες. Αὐτὸ γίνεται μὲ
τὴν θέλησιν τὴν ἰδικήν μου, διὰ νὰ
αὐξηθῇ ἡ περιουσία σου, διότι ἔχω
ἰδεῖ ὅλες τὶς ἀδικίες,
ποὺ κάμνει συνεχῶς εἰς βάρος σου ὁ
Λάβαν, |
13
Ἐγὼ εἰμι ὁ Θεὸς ὁ ὀφθεὶς
σοὶ ἐν τόπω Θεοῦ. Οὗ ἤλειψάς
μοι ἐκεῖ στήλην καὶ ηὔξω μοι
ἐκεῖ εὐχήν· νῦν οὖν
ἀνάστηθι καὶ ἔξελθε ἐκ τῆς
γῆς ταύτης καὶ ἄπελθε εἰς τὴν
γῆν τῆς γενέσεώς σου, καὶ ἔσομαι
μετὰ σοῦ. |
13
Ἐγὼ εἶμαι ὁ Θεός,
ὁ ὁποῖος ἐφανερώθην εἰς
σὲ εἰς τὸν ἱερὸν ἐκεῖνον
τόπον, τὸν ὁποῖον ὠνόμασες
σὺ <Οἶκον Θεοῦ>, εἰς τὴν
Βαιθήλ, ὅπου σὺ μοῦ ἔστησες
στήλην, τὴν ὁποίαν ἔχρισες μὲ
ἔλαιον καὶ μοῦ ἔκαμες ἕνα τάμα.
Σήκω, λοιπόν, τώρα καὶ φύγε
ἀπὸ τὴν γῆν αὐτὴν καὶ
πήγαινε εἰς τὸν τόπον, ὅπου
ἐγεννήθης, καὶ ἐγὼ θὰ
εἶμαι μαζῆ σου>.
|
13
Ἑγὼ εἶμαι ὁ Θεός σου, ὁ ὁποῖος
σοῦ ἐφανερώθηκα πρὶν ἀπὸ
χρόνια εἰς τὸν ἱερὸν ἐκεῖνον
τόπον τῆς Βαιθήλ, <τὸν οἶκον τοῦ
Θεοῦ>· εἶμαι ὁ Θεός, εἰς τὸν
Ὁποῖον ἔστησες καὶ ἀφιέρωσες
στήλην ἀναμνηστικὴν καὶ ἔχυσες εἰς
αὐτὴν λάδι καὶ εἰς τὸν ὁποῖον
ἔδωκες ἐκεῖ ὑπόσχεσιν καὶ ἔκαμες
τάξιμον. Τώρα εἶναι καιρὸς νὰ ἔκτελέσῃς
τὸ τάξιμόν σου ἐκεῖνο. Σήκω ἀμέσως
καὶ φύγε γρήγορα ἀπὸ τὴν χώραν αὐτήν,
τὴν Χαρράν, καὶ πήγαινε εἰς τὸν τόπον
τῆς καταγωγῆς σου, εἰς τὴν πατρίδα
σου τὴν Χαναάν. Καὶ ἐγὼ ὁ παντοδύναμος
καὶ πανάγαθος Θεὸς θὰ εἶμαι πάντοτε
μαζί σου. Θὰ σοῦ κάμνω τὴν ὁδοιπορίαν
ἄνετον καὶ ἡ παντοδύναμος δεξιά μου θὰ
σαὶ προστατεύῃ>. |
14
Καὶ ἀποκριθεῖσαι Ραχὴλ καὶ Λεία
εἶπαν αὐτῷ· μή ἐστιν ἡμῖν
ἔτι μερὶς ἢ κληρονομία ἐν τῷ
οἴκῳ τοῦ πατρὸς ἡμῶν;
|
14
Ἡ Ραχὴλ καὶ ἡ
Λεία ἀπεκρίθησαν
εἰς αὐτόν· <μήπως καὶ
ἔχομεν τάχα ἡμεῖς μερίδιον ἢ
κληρονομίαν εἰς τὰ ὑπάρχοντα
τοῦ πατρός μας;
|
14
Ὅταν ἡ Ραχὴλ καὶ ἡ Λεία ἄκουσαν
τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ
Ἰακώβ, τοῦ εἶπαν: <Μήπως ὑπάρχει
ἀκόμη κανένα μερίδιον κληρονομίας εἰς τὸ
σπίτι τοῦ πατέρα μας; |
15
Οὐχ ὡς αἱ ἀλλότριαι λελογίσμεθα
αὐτῷ; Πέπρακε γὰρ ἡμᾶς
καὶ καταβρώσει κατέφαγε τὸ ἀργύριον
ἡμῶν. |
15
Δὲν μᾶς ἐθεώρησεν ὡς ξένας
πλέον ἀπέναντί του; Διότι μᾶς
ἐπώλησε καὶ κατέφαγεν ἀδίκως
καὶ παρανόμως τὸ ἀργύριόν
μας.
|
15
Μήπως δεν μᾶς ἔχει φερθῆ καὶ δεν μᾶς
ἔχει μεταχειρισθῆ ὡσὰν νὰ εἴμεθα
ὄχι παιδιά του, ἀλλὰ ξένες καὶ
δοῦλες; Διότι κυριολεκτικῶς μᾶς ἐπώλησεν
εἰς σέ (μᾶς ἔδωκεν εἰς σὲ
συζύγους) ὕστερα ἀπὸ τὴν ἐργασίαν,
ποὺ τοῦ ἐδούλευσες ἐπὶ
δεκατέσσερα χρόνια, καὶ τώρα ἔχει κατασπαταλήσει
ἄδικα καὶ παράνομα ὅλα τὰ χρήματα,
ποὺ εἰσέπραξε ἀπὸ τὸν κόπον
σου αὐτόν. |
16
Πάντα τὸν πλοῦτον καὶ τὴν δόξαν,
ἣν ἀφείλετο ὁ Θεὸς τοῦ
πατρὸς ἡμῶν, ἡμῖν ἔσται
καὶ τοῖς τέκνοις ἡμῶν. Νῦν
οὖν ὅσα σοι εἴρηκεν ὁ Θεός,
ποίει. |
16
Ὅλος ὁ πλοῦτος καὶ ἡ
δόξα, ποὺ ἀφήρεσεν
ὁ Θεὸς ἀπὸ τὸν πατέρα
μας, ἀνήκει πλέον κατὰ λόγον
δικαιοσύνης εἰς ἡμᾶς καὶ εἰς
τὰ παιδιά μας. Πράξε λοιπὸν τώρα,
ὅπως σοῦ εἶπεν ὁ Θεός>.
|
16
Ὅλη ἡ περιουσία καὶ τὰ πλούτη,
τὰ ὁποῖα ὁ Θεὸς ἀφήρεσεν
ἀπὸ τὸν πατέρα μας καὶ ἔδωκεν
εἰς σέ, ἀνήκουν εἰς ἡμᾶς καὶ
τὰ παιδιά μας. Τώρα λοιπὸν χωρὶς καθυστέρησιν
καὶ ἀναβολὴν κάμε αὐτό, ποὺ
σὲ διέταξε καὶ σὲ φωτίζει ὁ Θεός>.
|
17
Ἀναστὰς δὲ Ἰακὼβ ἔλαβε
τὰς γυναῖκας αὐτοῦ καὶ τὰ
παιδία αὐτοῦ ἐπὶ τὰς καμήλους.
|
17
Ἠγέρθη ὁ Ἰακώβ, ἐπῆρε
τὰς γυναῖκας του, ἐφόρτωσε τὰ
παιδιά του εἰς τὰς καμήλους,
|
17
Ἀφοῦ ἄκουσεν αὐτὰ ὁ Ἰακώβ,
ὁ ὁποῖος ὅ,τι ἔκαμνε τὸ
ἔκαμνε μὲ τὸ θέλημα καὶ τὴν
ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ, ἐτοίμασεν
ἀμέσως ὅλα διὰ τὴν ἀναχώρησίν
του. Ἐπῆρε τὶς δύο γυναῖκες
του καὶ τὰ ἕνδεκα παιδιά του καὶ
τὰ ἀνέβασεν εἰς τὶς καμῆλες.
|
18
Καὶ ἀπήγαγε πάντα τὰ ὑπάρχοντα
αὐτῷ, καὶ πᾶσαν τὴν ἀποσκευὴν
αὐτοῦ, ἣν περιεποιήσατο ἐν τῇ
Μεσοποταμίᾳ , καὶ πάντα τὰ αὐτοῦ
ἀπελθεῖν πρὸς Ἰσαὰκ τὸν
πατέρα αὐτοῦ εἰς γῆν Χαναάν.
|
18
ἐπῆρεν ὅλα τὰ ὑπάρχοντά
του καὶ τὰ παιδιά του,
ποὺ ἀπέκτησεν
εἰς Μεσοποταμίαν, καὶ ὅλα τὰ
πράγματά του, διὰ νὰ ἐπιστρέψῃ
πρὸς τὸν Ἰσαάκ, τὸν πατέρα
του, εἰς τὴν γῆν Χαναάν.
|
18
Ἐσήκωσε δὲ καὶ συνεκέντρωσεν ὅλην
τὴν περιουσίαν του, ὅλα τὰ ἀγαθά του,
ὅλα τὰ ζῶα καὶ τὶς ἀποσκευές,
ποὺ εἶχεν ἀποκτήσει μὲ τοὺς
κόπους του εἰς τὴν Μεσοποταμίαν, καὶ γενικῶς
ὅλα, ὅσα ἦσαν ἰδικά του, καὶ
ἦταν ἕτοιμος νὰ ἀναχωρήσῃ διὰ
τὴν Χαναὰν πρὸς τὸν πατέρα τοῦ
Ἰσαάκ. |
19
Λάβαν δὲ ᾤχετο κεῖραι τὰ πρόβατα
αὐτοῦ· ἔκλεψε δὲ Ραχὴλ
τὰ εἴδωλα τοῦ πατρὸς αὐτῆς.
|
19
Τότε ἀκριβῶς ὁ Λάβαν εἶχε
μεταβῇ, διὰ νὰ κουρεύσῃ τὰ
πρόβατά του. Ἡ δὲ Ραχὴλ ἔκλεψε
τὰ εἰδωλολατρικὰ
ἀγαλμάτια τοῦ πατρός της.
|
19
Ὁ Λάβαν εἶχε πάει διὰ νὰ κουρεύσῃ
τὰ πρόβατά του. Ἐνῷ δὲ ὁ Λάβαν
ἀπουσίαζεν εἰς τὸ κούρεμα τῶν προβάτων,
ἡ Ραχὴλ ἐμπῆκε εἰς τὸ
σπίτι τοῦ πατέρα της καὶ ἔκλεψε τὰ
(θεραφίν=) μικρὰ ἀγάλματα τῶν οἰκογενειακῶν
θεῶν τοῦ πατέρα της. |
20
Ἔκρυψε δὲ Ἰακὼβ Λάβαν τὸν
Σύρον τοῦ μὴ ἀναγγεῖλαι αὐτῷ,
ὅτι ἀποδιδράσκει.
|
20
Ὁ Ἰακὼβ ἀπέκρυψε τὴν ἀναχώρησίν
του καὶ ἀπέφυγε
νὰ ἀναγγείλῃ
εἰς τὸν Λάβαν τὸν Σύρον,
ὅτι φεύγει ἀπὸ ἐκεῖ διὰ
τὴν πατρίδα του.
|
20
Ὁ δὲ Ἰακὼβ ἀπέφυγε νὰ
ἀναγγείλῃ εἰς τὸν πενθερόν του
τὸν Λάβαν τὸν Σύρον τὴν ἀναχώρησίν
του· τοῦ ἀπέκρυψεν ὅτι φεύγει καὶ
πηγαίνει εἰς τὴν Χαναάν. |
21
Καὶ ἀπέδρα αὐτὸς καὶ τὰ
αὐτοῦ πάντα καὶ διέβη τὸν
ποταμὸν καὶ ὥρμησεν εἰς τὸ ὄρος
Γαλαάδ. |
21
Ἔφυγε κρυφίως αὐτὸς καὶ ὅλα
τὰ μετ' αὐτοῦ, διέβη τὸν Εὐφράτην
ποταμὸν καὶ κατηυθύνθη ταχέως εἰς
τὸ ὄρος Γαλαάδ.
|
21
Ἔτσι μόλις παρουσιάσθη ἡ εὐκαιρία νὰ
ἀναχωρήσῃ κρυφὰ λόγῳ τῆς ἀπουσίας
τοῦ Λάβαν, ἀφοῦ ἐπῆρε ὅλα
τὰ ὑπάρχοντά του ἔφυγε καὶ διεπέρασε
τὸν ποταμὸν Εὐφράτην καὶ κατηυθύνθη
γρήγορα πρὸς τὴν ὀρεινὴν περιοχὴν
Γαλαάδ, ποὺ εὑρίσκεται εἰς τὰ ἀνατολικά
τοῦ Ἰορδάνη ποταμοῦ. |
22
Ἀνηγγέλη δὲ Λάβαν τῷ Σύρῳ
τῇ ἡμέρα τῇ τρίτῃ, ὅτι
ἀπέδρα Ἰακώβ,
|
22
Ἀλλὰ τὴν τρίτην ἡμέραν
ἀπὸ τῆς ἀναχωρήσεώς του
ἀνήγγειλαν εἰς τὸν Λάβαν, ὅτι
ὁ Ἰακὼβ ἔφυγε.
|
22
Τὴν τρίτην δὲ ἡμέραν ἀπὸ τῆς
ἀναχωρήσεως τοῦ Ἰακὼβ ἀνήγγειλαν
εἰς τὸν Λάβαν τὸν Σύρον, ὅτι ὁ
Ἰακὼβ ἔφυγε. |
23
Καὶ παραλαβὼν τοὺς ἀδελφοὺς
αὐτοῦ μεθ' ἑαυτοῦ, ἐδίωξεν
ὀπίσω αὐτοῦ ὁδὸν ἡμερῶν
ἑπτὰ καὶ κατέλαβεν αὐτὸν
ἐν τῷ ὄρει Γαλαάδ.
|
23
Ὠργισμένος ὁ Λάβαν ἐπῆρε
μαζῆ του τοὺς συγγενεῖς του, κατεδίωξε
τὸν Ἰακὼβ ἐπὶ ἑπτὰ
ἡμέρας καὶ τὸν ἐπρόφθασεν
εἰς τὸ ὄρος Γαλαάδ.
|
23
Τότε ὁ Λάβαν παρέλαβε μαζί του τοὺς συγγενεῖς
του καὶ κατεδίωξε τὸν Ἰακὼβ ἐπὶ
ἑπτὰ ἡμέρες, τὴν δὲ ἑβδόμην
τὸν ἐπρόφθασεν εἰς τὴν ὀρεινὴν
περιοχὴν Γαλαάδ. |
24
Ἦλθε δὲ ὁ Θεὸς πρὸς Λάβαν
τὸν Σύρον καθ' ὕπνον τὴν νύκτα
καὶ εἶπεν αὐτῷ· φύλαξε
σεαυτόν, μήποτε λαλήσῃς μετὰ
Ἰακὼβ πονηρά. |
24
Ὁ Θεὸς ὅμως παρουσιάσθη εἰς
τὸν ὕπνον κατὰ τὴν νύκτα πρὸς
τὸν Λάβαν καὶ τοῦ εἶπε·
<φυλάξου, μήπως τυχὸν καὶ εἴπῃς
ἀπειλητικὰ καὶ ἐχθρικὰ λόγια
πρὸς τὸν Ἰακώβ>.
|
24
Ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος πάντοτε ἐφρόντιζε
διὰ τὸν Ἰακώβ, ὅταν εἶδεν ὅτι
ὁ Λάβαν κατεδίωκε τὸν γαμβρόν του μὲ
σκοπὸν νὰ τὸν τιμωρήσῃ διὰ τὴν
φυγήν του, παρουσιάσθη εἰς τὸν Λάβαν τὸν
Σύρον τὴν νύκτα, τὴν ὥραν ποὺ ἐκοιμᾶτο
καὶ τοῦ εἶπε· <πρόσεξε καλὰ
νὰ μὴ ἀπειλήσῃς, νὰ μὴ
ξεσυνερισθῇς, οὔτε νὰ ἐκστομίσῃς
ἔστω καὶ ἕνα πικρὸν λόγον εἰς
τὸν Ἰακώβ>. |
25
Καὶ κατέλαβε Λάβαν τὸν Ἰακώβ·
Ἰακὼβ δὲ ἔπηξε τὴν σκηνὴν
αὐτοῦ ἐν τῷ ὄρει· Λάβαν
δὲ ἔστησι τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ
ἐν τῷ ὄρει Γαλαάδ.
|
25
Κατέφθασεν ὁ Λάβαν τὸν Ἰακώβ.
Ὁ Ἰακὼβ εἶχε στήσει τὴν
σκηνήν του εἰς τὸ ὄρος Γαλαάδ,
καὶ ὁ Λάβαν κατεσκήνωσε τοὺς
συγγενεῖς του εἰς τὸ ἴδιον ὄρος.
|
25
Ἐπρόφθασε λοιπὸν ὁ Λάβαν τὸν
Ἰακώβ. Ὁ Ίακώβ δὲ ἔστησε
τὴν σκηνήν του εἰς τὸ ὅρος Γαλαάδ,
ἐνῷ ὁ Λάβαν ἐστρατοπέδευσε μὲ
τοὺς συγγενεῖς του εἰς τοὺς πρόποδας
τῆς ὀρεινῆς περιοχῆς Γαλαάδ.
|
26
Εἶπε δὲ Λάβαν τῷ Ἰακώβ·
τί ἐποίησας; Ἱνατί κρυφῇ
ἀπέδρας καὶ ἐκλοποφόρησάς
με καὶ ἀπήγαγες τὰς θυγατέρας
μου ὡς αἰχμαλώτιδας μαχαίρα;
|
26
Εἶπε δὲ ὁ Λάβαν εἰς τὸν
Ἰακώβ· <τί εἶναι αὐτὸ
ποὺ ἔκαμες; Διατί ἐδραπέτευσες
κρυφίως καὶ μὲ ἔκλεψες καὶ ἀπήγαγες
μαζῆ σου τὰς θυγατέρας μου, ὡς ἐὰν
συνέλαβες αὐτάς αἰχμαλώτους
εἰς πόλεμον; |
26
Καὶ ὁ Λάβαν, τοῦ ὁποίου τὸν
θυμὸν εἶχε καταπραΰνει ὁ Θεός, ἐμίλησεν
εἰς τὸν Ἰακὼβ ὡσὰν νὰ
ἀπελογεῖτο καὶ μὲ ἐπιείκειαν
τοῦ εἶπεν ὡς πατέρας πρὸς παιδί: <Τί
εἶναι αὐτὸ ποὺ ἔκαμες; Διατὶ
ἔφυγες τόσον κρυφὰ καὶ μὲ ἔκλεψες
καὶ μὲ ἐγέλασες καὶ ἐπῆρες
μαζί σου τὶς δύο θυγατέρες μου, ὦσαν νὰ
ἦσαν αἰχμάλωτοι, ποὺ συνέλαβες μὲ
τὸ μαχαίρι σου εἰς πόλεμον;
|
27
Καὶ εἰ ἀνήγγειλάς μοι, ἐξαπέστειλα
ἂν σε μετ' εὐφροσύνης καὶ μετὰ
μουσικῶν καὶ τυμπάνων καὶ κιθάρας,
|
27
Ἐὰν μοῦ ἔλεγες ὅτι εἶχες
ἀποφασίσει νὰ φύγῃς, θὰ
σὲ προέπεμπα μὲ χαράν, μὲ μουσικὰ
ὄργανα, μὲ τύμπανα καὶ μὲ κιθάρας.
|
27
Ἐὰν δὲν ἔφευγες κρυφὰ καὶ
μοῦ τὸ ἔλεγες, θὰ σὲ προέπεμπα
καὶ θὰ σὲ κατευώδωνα μὲ πολλὴν
συνοδείαν καὶ μουσικὲς καὶ τύμπανα καὶ
κιθάρες. |
28
Καὶ οὐκ ἠξιώθην καταφιλῆσαι
τὰ παιδία μου καὶ τὰς θυγατέρας
μου. Νῦν δὲ ἀφρόνως ἔπραξας.
|
28
Ἔτσι ὅμως ποὺ ἔφυγες, δὲν ἀξιώθηκα
νὰ φιλήσω τὰ ἐγγόνια μου καὶ
τὰς θυγατέρας μου. Ἐνήργησες λοιπὸν
κατὰ ἕνα τρόπον ἀπερίσκεπτον
καὶ προσβλητικὸν δι' ἐμέ.
|
28
Ὅμως σὺ ἔφυγες ὡς δραπέτης καὶ
φυγὰς καὶ ἐγὼ δὲν ἀξιώθηκα
νὰ ἀποχαιρετήσω καὶ νὰ ἀσπασθῶ
τὰ ἐγγόνια καὶ τὶς θυγατέρες
μου. Τώρα ὅπως ἐφέρθης, ἐνήργησες
ἄστοχα καὶ ἀπερίσκεπτα. Δὲν ἔπραξες
φρόνιμα καὶ μὲ ἐπρόσβαλες.
|
29
Καὶ νῦν ἰσχύει ἡ χείρ
μου κακοποιῆσαί σε· ὁ δὲ Θεὸς
τοῦ πατρός σου ἐχθὲς εἶπε πρός
με λέγων· φύλαξε σεαυτόν, μή
ποτε λαλήσῃς μετὰ Ἰακὼβ πονηρά.
|
29
Καὶ τώρα ἔχω τὴν δύναμιν νὰ
σὲ τιμωρήσω. Δὲν σοῦ κάμνω ὅμως
κανένα κακόν, διότι ὁ Θεὸς τοῦ
πατρός σου μοῦ ὡμίλησε χθὲς
λέγων· Φυλάξου μήπως τυχὸν εἴπῃς
λόγια ἐχθρικὰ καὶ ἀπειλητικὰ
ἐναντίον τοῦ Ἰακώβ.
|
29
Κύτταξε· τώρα σὲ ἔχω εἰς τὸ χέρι μου.
Ἔχω τὴν δύναμιν νὰ σὲ τιμωρήσω καὶ
νὰ σὲ κακοποιήσω. Δὲν τὸ κάμνω ὅμως,
διότι ὁ Θεὸς τοῦ πατέρα σου παρουσιάσθη
χθὲς βράδυ εἰς τὸν ὕπνον μου
καὶ μὲ προειδοποίησε μὲ αὐτὰ
τὰ λόγια· <πρόσεξε καλὰ νὰ μὴ
ἀπειλήσῃς, νὰ μὴ ξεσυνερισθῇς,
οὔτε νὰ ἐκστομίσῃς ἔστω
καὶ ἕνα πικρὸν λόγον εἰς τὸν
Ἰακώβ>. |
30
Νῦν οὖν πεπόρευσαι· ἐπιθυμίᾳ
γὰρ ἐπεθύμησας ἀπελθεῖν εἰς
τὸν οἶκον τοῦ πατρός σου· ἱνατί
ἔκλεψας τοὺς θεούς μου;
|
30
Ἀλλὰ πολὺ καλά· τώρα ἔχεις
πλέον ἀναχωρήσει, διότι σφοδρῶς
ἐπεθύμησες νὰ ἐπιστρέψῃς
εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός σου.
Διατὶ ὅμως ἔκλεψες τὰ ἀγαλμάτια
τῶν θεῶν μου;> |
30
Τώρα λοιπὸν ἔχεις φύγει. Γνωρίζω ὅτι εἶχες
μεγάλην καὶ δυνατὴν ἐπιθυμίαν νὰ φύγῃς
καὶ νὰ ἐπιστρέψῃς εἰς τὸ
πατρικόν σου σπίτι. Ἀλλὰ πές μου·
διατὶ ἔκλεψες τὰ μικρὰ ἀγάλματα
τῶν οἰκογενειακῶν θεῶν μου;>
|
31
Ἀποκριθεὶς δὲ Ἰακὼβ εἶπε
τῷ Λάβαν· ὅτι ἐφοβήθην·
εἶπα γάρ· μήποτε ἀφέλῃς
τὰς θυγατέρας σου ἀπ' ἐμοῦ καὶ
πάντα τὰ ἐμά.
|
31
Ἀπεκρίθη ὁ Ἰακὼβ καὶ εἶπεν
εἰς τὸν Λάβαν· <ἀνεχώρησα
κρυφίως, διότι ἐφοβήθηκα. Ἐσκέφθηκα
ὅτι, ἐὰν σοῦ ἀνεκοίνωνα
τὴν ἀναχώρησίν μου, ἴσως σὺ
θὰ μοῦ κρατοῦσες τὰς θυγατέρας
σου καὶ ὅλα τὰ ὑπάρχοντά
μου. |
31
Ὁ Ἰακώβ, ἀφοῦ ἄκουσε τὰ
ὅσα τοῦ εἶπεν ὁ Λάβαν, ἀπάντησε
μὲ ταπείνωσιν καὶ ἠρεμίαν: <Ἔφυγα
κρυφά, διότι ἐφοβήθηκα. Δὲν σοῦ τὸ
ἀνεκοίνωσα, διότι ἐσκέφθηκα ὅτι πιθανὸν
νὰ κατακρατοῦσες τὶς θυγατέρες σου καὶ
νὰ μὴ τοὺς ἐπέτρεπες νὰ μὲ
ἀκολουθήσουν· πιθανὸν νὰ κατακρατοῦσες
καὶ ὅλην τὴν περιουσίαν μου, ὅπως
μοῦ τὸ εἶχες κάμει καὶ προηγουμένως.
Ἔτσι θὰ μὲ ὑποχρέωνες, θέλοντας καὶ
μή, νὰ μείνω εἰς τὴν Χαρρὰν
|
32
Καὶ εἶπεν Ἰακώβ· παρ' παρ' ῷ
ἂν εὕρῃς τοὺς θεούς σου, οὐ
ζήσεται ἐναντίον τῶν ἀδελφῶν
ἡμῶν· ἐπίγνωθι τί ἐστι
παρ' ἐμοὶ τῶν σῶν καὶ λαβέ.
Καὶ οὐκ ἐπέγνω παρ' αὐτῷ
οὐδέν. Οὐκ ᾔδει δὲ Ἰακώβ,
ὅτι Ραχὴλ ἡ γυνὴ αὐτοῦ
ἔκλεψεν αὐτούς.
|
32
Ὠς πρὸς δὲ τὴν κλοπὴν τῶν
ἀγαλματίων σου, εἶπεν ὁ Ἰακώβ,
σοῦ λέγω τοῦτο ὅτι δὲν θὰ
ζήσῃ ἀλλὰ θὰ φονευθῇ ἐνώπιον
ὅλων ἡμῶν ἐκεῖνος, εἰς
τὸν ὁποῖον θὰ εὕρῃς τοὺς
θεούς σου. Ἐρεύνησε λοιπόν, τί
ἀπὸ τὰ ἰδικά σου πράγματα
ὑπάρχει μεταξὺ ἐκείνων, ποὺ
μοῦ ἀνήκουν, καὶ πάρε τα>.
Ἔλεγε δὲ αὐτὰ ὁ Ἰακώβ,
διότι δὲν ἐγνώριζεν ὅτι ἡ
σύζυγός του ἡ Ραχὴλ εἶχε κλέψει
τὰ εἰδωλολατρικὰ ἀγαλματάκια.
|
32
Καὶ ὁ Ἰακὼβ ἐπρόσθεσεν: <Ὅμως
διὰ τὰ (θεραφὶν=) τὰ μικρὰ ἀγάλματα
τῶν οἰκογενειακῶν θεῶν σου νὰ
ἐρευνήσῃς τὰ πράγματα ὅλων μας. Καὶ
ἐκεῖνος ποὺ θὰ εὕρῃς,
ὅτι τὰ ἔκλεψε, θὰ καταδικασθῇ
εἰς θάνατον θὰ φονευθῇ ἐμπρὸς
εἰς ὅλους τοὺς συγγενεῖς, ποὺ
μᾶς ἀκολουθοῦν. Κύτταξε, ἐρεύνησε
ἐὰν ἐπῆρα κάτι ἀπὸ ἐκεῖνα,
ποὺ δὲν ἔπρεπε νὰ πάρω. Ψάξε
προσεκτικὰ διὰ νὰ εὕρῃς τί
ὑπάρχει ἰδικόν σου εἰς τὰ πράγματά
μου καὶ πάρε το>. Καὶ ὁ Λάβαν, ἀφοῦ
ἔψαξε προσεκτικά, δὲν εὑρῆκε τίποτε
εἰς τὰ πράγματα τοῦ Ἰακώβ. Δὲν
ἐγνώριζε δὲ ὁ Ἰακὼβ ὅτι
ἡ γυναῖκα του ἡ Ραχὴλ ἔκλεψε
τὰ μικρὰ ἀγάλματα τῶν οἰκογενειακῶν
θεῶν τοῦ πενθεροῦ του.
|
33
Εἰσελθὼν δὲ Λάβαν ἠρεύνησε
εἰς τὸν οἶκον Λείας καὶ οὐχ
εὗρεν· καὶ ἐξῆλθεν ἐκ τοῦ
οἴκου Λείας καὶ ἠρεύνησε τὸν
οἶκον Ἰακὼβ καὶ ἐν τῷ
οἴκῳ τῶν δύο παιδισκῶν καὶ
οὐχ εὗρεν. Εἰσῆλθε δὲ καὶ
εἰς τὸν οἶκον Ραχήλ.
|
33
Εἰσῆλθεν ὁ Λάβαν εἰς τὴν
σκηνὴν τῆς Λείας, ἠρεύνησε καὶ
δὲν εὑρῆκε τίποτε. Ἐξῆλθεν
ἀπὸ τὴν σκηνὴν τῆς Λείας,
ἠρεύνησε τὴν σκηνὴν τοῦ Ἰακώβ,
ὅπως ἐπίσης καὶ τὴν σκηνὴν
τῶν δυὸ θεραπαινίδων, καὶ σκηνὴν
τῆς Ραχήλ, ὅπου ἐπίσης δὲν
εὑρῆκε τίποτε, |
33
Ὁ Λάβαν, ἀφοῦ ἐμπῆκεν εἰς
τὴν σκηνὴν τῆς Λείας, ἐρεύνησε
μὲ προσοχήν, ἀλλὰ δὲν εὑρῃκε
τίποτε. Ἐβγῆκεν ἀπὸ τὴν σκηνὴν
τῆς Λείας καὶ ἐρεύνησε κατόπιν τὴν
σκηνὴν τοῦ Ἰακὼβ καὶ τὶς
σκηνὲς τῶν δύο δούλων, τῆς Βαλλὰ καὶ
Ζελφά, ἀλλὰ καὶ πάλιν δὲν εὑρῆκε
τίποτε. Ἐμπῆκε κατόπιν καὶ εἰς τὴν
σκηνὴν τῆς Ραχήλ. |
34
Ραχὴλ δὲ ἔλαβε τὰ εἴδωλα καὶ
ἐνέβαλεν αὐτὰ εἰς τὰ σάγματα
τῆς καμήλου καὶ ἐπεκάθισεν
αὐτοῖς. |
34
διότι ἡ Ραχὴλ ἐπῆρε τὰ
εἰδωλολατρικὰ ἀγαλμάτια, τὰ
ἐτοποθέτησεν εἰς τὸ σάγμα τῆς
καμήλου, ἐκάθισεν ἐπάνω εἰς
αὐτό, |
34
Ἡ Ραχὴλ ὅμως ἐπρόλαβε καὶ ἐπῆρε
τὰ (θεραφίν=) μικρὰ ἀγάλματα καὶ
τὰ ἔκρυψεν εἰς τὰ σάγματα τῆς
καμήλου καὶ ἐκάθισεν ἐπάνω εἰς τὰ
σάγματα. |
35
Καὶ εἶπε τῷ πατρὶ αὐτῆς·
μὴ βαρέως φέρε, κύριε· οὐ
δύναμαι ἀνασστῆναι ἐνώπιόν
σου, ὅτι τὰ κατ' ἐθισμὸν τῶν
γυναικῶν μοι ἐστίν· ἠρεύνησε
δὲ Λάβαν ἐν ὅλῳ τῷ οἴκῳ
καὶ οὐχ εὗρε τὰ εἴδωλα.
|
35
καὶ εἶπεν εἰς τὸν πατέρα της·
<μὴ ὀργισθῇς ἐναντίον μου,
κύριε, ποὺ κάθομαι. Δὲν ἠμπορῶ
νὰ σηκωθῶ ἐνώπιόν σου, διότι
μοῦ συμβαίνουν τὰ συνήθη εἰς
τὰς γυναῖκας φαινόμενα>. Ὁ Λάβαν
ἔφυγεν ἀπὸ αὐτήν, ἠρεύνησεν
ὅλην τὴν σκηνὴν καὶ δὲν εὑρῆκε
τὰ εἴδωλα. |
35
Καὶ ἡ Ραχὴλ εἶπεν εἰς τὸν
πατέρα της μόλις ἐπλησίασε: <Κύριέ μου (πατέρα μου),
μὴ θυμώσης μαζί μου, ποὺ κάθομαι καὶ δὲν
σηκώνομαι ἐμπρός σου, ὅπως θὰ ἔπρεπε
ἀπὸ σεβασμόν. Δὲν ἤἠμπορῶ
νὰ σηκωθῶ, διότι ἔχω τὰ καταμήνια
μου καὶ εἶμαι ἑξαντλημένη>. Ἐρεύνησε
δὲ ὁ Λάβαν εἰς ὅλην τὴν σκηνὴν
τῆς Ραχήλ, ἀλλὰ δὲν εὑρῆκε
τὰ μικρὰ ἀγάλματα τῶν οἰκογενειακῶν
θεῶν του. |
36
Ὠργίσθη δὲ Ἰακὼβ καὶ ἐμαχέσατο
τῷ Λάβαν· ἀποκριθεὶς δὲ
Ἰακὼβ τῷ Λάβαν· τί τὸ
ἀδίκημά μου τὸ ἁμάρτημά
μου, ὅτι καταδίωξας τὰς ὀπίσω
μου |
36
Ὠργίσθη τότε ὁ Ἰακὼβ καὶ
ἀπηύθυνε δριμείας φράσεις ἐναντίον
του Λάβαν. Τοῦ εἶπεν· <ποιὸ
εἶναι λοιπὸν τὸ ἀδίκημά
μου καὶ ποιὸ εἶναι τὸ ἁμάρτημά
μου, ἕνεκα τοῦ ὁποίου μὲ εκυνήγησες
ἕως ἐδῶ; |
36
Ὁ Ἰακώβ, ποὺ ὡς ἐκείνην τὴν
στιγμὴν ἦταν ὑπομονητικός, συμμαζευμένος
καὶ σιωπηλός, ὅταν εἶδεν ὅτι οἱ
ἔρευνες τοῦ Λάβαν ἔμειναν ἄκαρπες
καὶ ἐβεβαιώθη διὰ τὴν ἀθωότητά
του, ἐθύμωσεν· ὕψωσε τὴν φωνήν
του, ἤλεγξε τὸν Λάβαν καὶ τοῦ εἶπε:
<Ποῖον εἶναι τὸ ἀδίκημα καὶ
ἔγκλημά μου; Ποῖον νόμον παρέβηκα, ὥστε
νὰ μὲ καταδιώξῃς ὡσὰν νὰ
εἶμαι ἔνοχος; |
37
Καὶ ὅτι ἠρεύνησας πάντα τὰ
σκεύη οἴκου μου; Τί εὗρες ἀπὸ
πάντων τῶν σκευῶν τοῦ οἴκου
σου; Θὲς ὧδε ἐνώπιον τῶν ἀδελφῶν
σου καὶ τῶν ἀδελφῶν μου, καὶ
ἐλεγξάτωσαν ἀνὰ μέσον τῶν
δυὸ ἡμῶν. |
37
Ἠρεύνησες ὅλα τὰ πράγματα τῶν
σκηνῶν μου, τί ἀπὸ τὰ ἰδικά
σου σκεύη εὑρῆκες εἰς τὰ πράγματά
μου; Εἰπὲ ἐδῶ ἐνώπιον
τῶν ἰδικῶν σου καὶ τῶν ἰδικῶν
μου ἀνθρώπων τὰ παράπονά σου.
Ἂς κρίνουν καὶ ἂς δικάσουν αὐτοὶ
μεταξύ μας. |
37
Ποῖον εἶναι τὸ ἁμάρτημά μου, ὥστε
νὰ ἐρευνήσῃς ὅλα τὰ σκεύη καὶ
τὰ πράγματα τοῦ σπιτιοῦ μου μὲ αὐτὸν
τὸν προσβλητικὸν τρόπον; Τὶ εὑρῆκες
ὕστερα ἀπὸ τόσην ἔρευναν, ποὺ
νὰ εἶναι ἰδικόν σου; Φέρε αὐτὸ
ποὺ εὐρῆκες καὶ σοῦ ἀνηκεῖ,
παρουσίασε τὸ καὶ βάλε τὸ ἔδω ἐμπρὸς
εἰς τοὺς συγγενεῖς σοῦ καὶ τοὺς
συγγενεῖς μου νὰ τὸ ἴδουν καὶ
νὰ κρινοῦν αὐτοὶ μεταξὺ ἐμοῦ
καὶ σοῦ ποῖος εἶναι ὁ ἔνοχος>.
|
38
Ταῦτά μοι εἴκοσιν ἔτη ἐγὼ
εἰμι μετὰ σοῦ· τὰ πρόβατά
σου καὶ αἱ αἶγές σου οὐκ ἠτεκνώθησαν·
κριοῦς τῶν προβάτων σου οὐ κατέφαγον·
|
38
Ἐγὼ εἴκοσιν ὁλόκληρα ἔτη
ἔμεινα καὶ εἰργάσθην μαζῆ σου.
Τὰ πρόβατά σου καὶ τὰ γίδια
σου δὲν ἔμειναν στεῖρα, ἀλλὰ
ἐπολλαπλασιάσθησαν. Τοὺς κριοὺς καὶ
τὰ πρόβατά σου δὲν ἔφαγον.
|
38
Καὶ ἐπειδὴ ὁ Ἰακὼβ ἐξιστορεῖ
μὲ μεγάλην παρρησίαν τὴν ἀφοσιωσίν του πρὸς
τὸν Λάβαν, τοῦ εἶπεν: «Ἔχω μείνει
μαζί σου εἴκοσι ὁλόκληρα χρόνια. Ὕστερα
ἀπὸ τοὺς κόπους τόσων ἔτων ἤμουν
ἄξιος τέτοιας προσβολῆς; Τὰ πρόβατά σου
καὶ τὰ γίδια σου δὲν ἔμειναν ἄτεκνα
καὶ στεῖρα, ἀλλὰ ἐπολλαπλασιάσθησαν.
Εἰς τὰ εἴκοσι αὐτὰ χρόνια δὲν
ἔσφαξα οὔτε ἔφαγα κανένα κριάρι ἀπὸ
τὰ πρόβατά σου. |
39
θηριάλωτον οὐκ ἐνήνοχά σοι,
ἐγὼ ἀπετίννυον παρ' ἐμαυτοῦ
κλέμματα ἡμέρας καὶ κλέμματα
νυκτός· |
39
Δὲν σοῦ ἔφερα ποτὲ πρόβατον
κατασπαραχθὲν ἀπὸ τὰ θηρία,
διότι ἐφύλαττα ἄγρυπνος τὰ κοπάδια
σου. Ἐπλήρωνα ἀπὸ τὰ ἰδικά
μου κάθε τι, ποὺ συνέβαινε νὰ κλαπῇ
εἴτε ἡμέραν εἴτε νύκτα.
|
39
Ὅταν κάποιο ἀπὸ τὰ πρόβατά σου ἐσπαράσσετο
ἀπὸ ἄγριον θηρίον, δὲν τὸ ἔφερνα
ποτὲ νὰ σοῦ τὸ δείξω, διὰ νὰ
βεβαιωθῇς ὅτι ὁ θάνατός του δεν προέρχεται
ἀπὸ λάθος ἰδικόν μου. Ἐπίσης ἀντικαθιστοῦσα
καὶ ὅσα γιδοπρόβατα σοῦ ἔκλεβαν τὴν
ἡμέραν ἢ τὴν νύκτα. Ἔτσι ἡ ζημιὰ
ἐβάρυνε ἐμὲ καὶ ὄχι ἐσένα.
|
40
ἐγενόμην τῆς ἡμέρας συγκαιόμενος
τῷ καύματι καὶ τῷ παγετῷ τῆς
νυκτός, καὶ ἀφίστατο ὁ ὕπνος
μου ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν μου.
|
40
Διὰ νὰ φυλάσσω τὰ πρόβατά
σου, ἐφλογιζόμουν κατὰ τὸ διάστημα
τῆς ἡμέρας ἀπὸ τὸ καῦμα
τοῦ ἡλίου καὶ κατὰ τὴν
νύκτα ἐξεπάγιαζα ἀπὸ τὸ
ψύχος καὶ ἔφευγεν ὁ ὕπνος ἀπὸ
τὰ μάτια μου. |
40
Ἐπέρασα τὴν ζωήν μου διὰ τὴν βοσκὴν
καὶ τὴν φύλαξιν τῶν κοπαδιῶν σου ὑποφέρων
ἀπὸ τὸν δυνατὸν καύσωνα τῆς
ἡμέρας καὶ ἀπὸ τὴν τσουχτερὴν
παγωνιὰν τῆς νύκτας. Καὶ αὐτὸς
ἀκόμη ὁ ὕπνος, ἕνεκα τῆς
πολλῆς φροντίδος ποὺ ἔδειχνα διὰ τὴν
ἀσφάλειαν τῶν ζώων σου, ἔφευγε ἀπὸ
ἑμὲ καὶ δὲν ἠμποροῦσα
νὰ κοιμηθῶ. |
41
Ταῦτά μοι εἴκοσιν ἔτη ἐγὼ
εἰμι ἐν τῇ οἰκίᾳ σου·
ἐδούλευσά σοι δεκατέσσαρα ἔτη
ἀντὶ τῶν δυὸ θυγατέρων σου καὶ
ἓξ ἔτη ἐν τοῖς προβάτοις σου,
καὶ παρελογίσω τὸν μισθόν μου δέκα
ἀμνάσιν. |
41
Ὅλα αὐτὰ τὰ εἴκοσιν ἔτη
μὲ τέτοιαν πίστιν καὶ ἀφοσίωσιν
ἔμεινα καὶ ἐδούλευσα εἰς σέ.
Δέκα τέσσαρα ἔτη σὲ ἐδούλευσα
διὰ τὰς δύο θυγατέρας σου καὶ
ἓξ ἔτη διὰ τὰ πρόβατά
σου. Καὶ παρ' ὅλα αὐτὰ σὺ διὰ
τὸν μισθὸν τῆς ποιμάνσεως τῶν
προβάτων σου μὲ ἠπάτησες καὶ
μοῦ ἔδωσες δέκα, ἐλάχιστα δηλαδή,
πρόβατα. |
41
Ἔτσι ἐπέρασα τὰ εἴκοσι χρόνια, ποὺ
ἔμεινα εἰς στὸ σπίτι σου. Σοῦ ἐδούλευσα
δεκατέσσερα χρόνια διὰ νὰ μοῦ δώσῃς
ὡς συζύγους τὶς δύο θυγατέρες σου καὶ
ἕξι χρόνια διὰ νὰ βόσκω τὰ γιδοπρόβατά
σου. Παρ' ὅλα αὐτὰ κατεδέχθης νὰ μοῦ
κατακρατήσεις τὸν μισθόν· ἔφθασες εἰς
τὸ σημεῖον νὰ μὲ ἀπατήσῃς
εἰς τὸν λογαριασμὸν τοῦ μικροῦ
μισθοῦ μου καὶ μοῦ ἔδωσες μόνον καμμία
δεκαριὰ ἀρνιά. |
42
Εἰ μὴ ὁ Θεὸς τοῦ πατρός
μου Ἁβραὰμ καὶ ὁ φόβος Ἰσαὰκ
ἦν μοι, νῦν ἂν κενόν με ἐξαπέστειλας·
τὴν ταπείνωσίν μου καὶ τὸν κόπον
τῶν χειρῶν μου εἶδεν ὁ Θεὸς
καὶ ἤλεγξέ σε ἐχθές.
|
42
Ἐὰν δὲ δὲν ἦτο μαζῆ μου
ὁ Θεὸς τοῦ πάππου μου Ἁβραάμ,
ὁ Θεὸς τὸν ὁποῖον ἐφοβεῖτο
ὁ πατήρ μου Ἰσαάκ, θὰ μὲ
ἔδιωχνες μὲ ἀδειανὰ τὰ χέρια.
Τὴν ἀδικίαν σου ὅμως αὐτὴν
καὶ τὸν κόπον τῶν χειρῶν μου
εἶδεν ὁ Θεός. Δι' αὐτὸ καὶ
σὲ ἤλεγξε χθές>. |
42
Ἐὰν δὲν ἦταν μαζί μου καὶ δὲν
μὲ ἐβοηθοῦσεν ὁ Θεὸς τοῦ
πατέρα μου (τοῦ προγόνου μου) Ἀβραὰμ καὶ
ὁ Θεός, τὸν ὁποῖον φοβεῖται,
σέβεται καὶ λατρεύει ὁ πατέρας μου Ἰσαάκ,
τώρα θὰ μὲ ἔδιωχνες ὁπωσδήποτε ἀπὸ
τὸ σπίτι σου εἰς τὴν Χαναὰν μὲ
ἄδεια χέρια. Ἀλλὰ ὁ παντογνώστης καὶ
δίκαιος Θεὸς εἶδε τὰ βάσανά μου, τὴν
ταλαιπωρίαν καὶ τὸν κόπον τῆς πολλῆς
ἐργασίας, ποὺ σοῦ προσέφερα, καὶ διὰ
τοῦτο χθὲς τὸ βράδυ σὲ ἤλεγξε
διὰ τὶς ἀδικιες, ποὺ ἔκαμες
ἐναντίον μου, καὶ σὲ συνεκράτησε ἀπὸ
τὸ παράλογον πάθος τοῦ θυμοῦ, ποὺ
εἶχες ἐναντίον μου>. |
43
Ἀποκριθεὶς δὲ Λάβαν εἶπε τῷ
Ἰακώβ· αἱ θυγατέρες θυγατέρες
μου, καὶ οἱ υἱοὶ υἱοί
μου, καὶ τὰ κτήνη κτήνη μου, καὶ
πάντα, ὅσα σὺ ὁρᾷς, ἐμά
ἐστι καὶ τῶν θυγατέρων μου· τί
ποιήσω ταύταις σήμερον ἢ τοῖς
τέκνοις αὐτῶν, οἷς ἔτεκον;
|
43
Ἐντροπιασμένος ὁ Λάβαν, καὶ
θέλων νὰ δικαιολογηθῇ εἶπεν εἰς
τὸν ᾿Ιακώβ· <αἱ θυγατέρες
σου εἶναι θυγατέρες μου, τὰ παιδιά
σου παιδιά μου, τὰ κτήνη σου κτήνη
μου καὶ ὅλα ὅσα σὺ βλέπεις εἶναι
ἰδικά μου καὶ τῶν θυγατέρων
μου. Τί λοιπὸν κακὸν ἠμπορῶ
νὰ κάμω ἐγὼ σήμερον εἰς
αὐτάς, καὶ εἰς τὰ ἐγγόνια
μου, τὰ ὁποία αὐταὶ ἐγέννησαν;
|
43
Καὶ ὁ Λάβαν, ὁ ὁποῖος μέχρι
τῆς στιγμῆς ἐκείνης ἦταν ὑβριστικὸς
καὶ ἀπειλητικός, ἡμέρωσε, κατέβασε
τὸν τόνον τῆς φωνῆς του καὶ εἶπεν
εἰς τὸν Ἰακώβ: Οἱ θυγατέρες (σου)
αὐτὲς εἶναι ἰδικές μου θυγατέρες·
καὶ τὰ ἀγόρια (σου) αὐτὰ
εἶναι ἰδικά μου ἀγόρια· καὶ
τὰ ζῶα (σου) αὐτὰ εἶναι ἰδικά
μου καὶ ὅσα βλέπεις εἶναι εἰς τὴν
πραγματικότητα ἰδικά μου καὶ τῶν θυγατέρων
μου. Τί κακὸν ἠμπορῶ νὰ κάμω
εἰς αὐτὲς σήμερα ἢ εἰς τὰ
παιδιά των, ποὺ ἐγέννησαν, ἀφοῦ
αὐτὲς καὶ τὰ παιδιά των εἶναι
ἰδικά μου; |
44
Νῦν οὖν δεῦρο διαθώμεθα διαθήκην
ἐγώ τε καὶ σύ, καὶ ἔσται
εἰς μαρτύριον ἀνὰ μέσον ἐμοῦ
καὶ σοῦ, εἶπε δὲ αὐτῷ·
ἰδοὺ οὐδεὶς μεθ' ἡμῶν
ἐστίν, ἰδέ, ὁ Θεὸς μάρτυς
ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ σοῦ.
|
44
Ἔλα λοιπὸν καὶ ἂς κάμωμεν μὶαν
ἐπίσημον συμφωνίαν ἐγὼ καὶ
σύ, ἡ ὁποία θὰ μένῃ
ὡς τρανὴ μαρτυρία φιλίας μεταξὺ
ἐμοῦ καὶ σοῦ>. Προσέθεσεν
ἀκόμη ὁ Λάβαν· <ἰδοὺ
κανένας μάρτυς δὲν ὑπάρχει μεταξύ
μας, ἀλλὰ ὡς μάρτυς ὑπάρχει
μεταξὺ ἐμοῦ καὶ σοῦ ὁ
Θεός>. |
44
Ἔλα, λοιπόν, τώρα νὰ κάμωμεν μεταξύ μας
συμφωνίαν. Αὐτὴ θὰ εἶναι καὶ
ὡς μία μαρτυρία φιλίας μεταξύ μας, μία ἀπόδειξις
τῆς φιλίας μας>. Καὶ ὁ Λάβαν τοῦ
εἶπεν ἀκόμη: <Νά, κανεὶς δὲν
εἶναι μαζί μας, εἴμεθα μόνοι· ὁ
Θεὸς ὅμως, ποὺ ὅλα τὰ βλέπει
καὶ ὅλα τὰ γνωρίζει, εἶναι μάρτυς
ἀνάμεσά μας καὶ κανεὶς ἄλλος>.
|
45
Λαβὼν δὲ Ἰακὼβ λίθον ἔστησεν
αὐτὸν στήλην. |
45
Ἐπῆρεν λοιπὸν ὁ Ἰακὼβ
ἕνα λίθον τὸν ἔστησεν ὡς ἀναμνηστικὴν
στήλην τῆς συμφωνίας,
|
45
Καὶ διὰ νὰ στερεώσουν μὲ κάποιον χειροπιαστὸν
σημεῖον τὴν συμφωνίαν των, ὁ Ἰακὼβ
ἐπῆρε μίαν πέτραν, τὴν ἔστησεν ὡς
ἀναμνηστικὴν στήλην |
46
Εἶπε δὲ Ἰακὼβ τοῖς ἀδελφοῖς
αὐτοῦ· συλλέγετε λίθους. Καὶ
συνέλεξαν λίθους καὶ ἐποίησαν
βουνόν, καὶ ἔφαγον ἐκεῖ ἐπὶ
τοῦ βουνοῦ. |
46
καὶ εἶπεν εἰς τοὺς ἀνθρώπους
του· <συλλέξατε λίθους>. Ἐκεῖνοι
συνέλεξαν λίθους καὶ ἔκαμαν σωρόν.
Πλησίον δὲ αὐτοῦ τοῦ σωροῦ
ἔφαγον ὁ Ἰακὼβ καὶ ὁ Λάβαν
καὶ οἱ ἄνθρωποί των εἰς πίστωσιν
τῆς φιλίας των. |
46
καὶ εἶπεν εἰς τοὺς συγγενεῖς
του· <μαζέψετε πέτρες>. Καὶ ἐκεῖνοι
ἐμάζευσαν πέτρες καὶ ἔκαμαν μὲ
αὐτὲς ἕνα σωρὸν μεγάλον καὶ
ὑψηλὸν ὡς βουνόν. Καὶ διὰ νὰ
βεβαιώσουν τὴν φιλίαν των, ἐκάθισαν ὅλοι
γύρω εἰς τὸν μεγάλον ἐκεῖνον σωρὸν
καὶ ἔφαγαν. |
47
Καὶ εἶπεν αὐτῷ Λάβαν· ὁ
βουνὸς οὗτος μαρτυρεῖ ἀνὰ μέσον
ἐμοῦ καὶ σοῦ σήμερον.
|
47
Εἶπε δὲ ὁ Λάβαν πρὸς τὸν
Ἰακώβ· <ὁ σωρὸς αὐτὸς
τῶν λίθων εἶναι μάρτυς τῆς συμφωνίας,
ἡ ὁποία συνήφθη σήμερον μεταξὺ
ἐμοῦ καὶ σοῦ>.
|
47
Καὶ ὁ Λάβαν εἶπεν εἰς τὸν Ἰακώβ·
<ὁ μεγάλος καὶ ὑψηλὸς αὐτὸς
σωρός, ποὺ ὁμοιάζει μὲ βουνόν, ἀποτελεῖ
σήμερον μαρτυρίαν τῆς συμφωνίας φιλίας, ποὺ ἐγινε
μεταξὺ ἐμοῦ καὶ σοῦ>.
|
48
Καὶ ἐκάλεσεν αὐτὸν Λάβαν
Βουνὸς τῆς μαρτυρίας. Ἰακὼβ
δὲ ἐκάλεσιν αὐτὸν Βουνὸς
μάρτυς, εἶπε δὲ Λάβαν τῷ Ἰακώβ·
ἰδοὺ ὁ βουνὸς οὗτος καὶ
ἡ στήλη, ἣν ἔστησα ἀνὰ
μέσον ἐμοῦ καὶ σοῦ, μαρτυρεῖ
ὁ βουνὸς οὗτος, καὶ μαρτυρεῖ
ἡ στήλη αὕτη· διὰ τοῦτο
ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτοῦ,
Βουνὸς μαρτυρεῖ. |
48
Ὠνόμασε δὲ ὁ Λάβαν τὸν
σωρὸν αὐτὸν <Βουνὸν τῆς μαρτυρίας>,
ὁ δὲ Ἰακὼβ τὸν ὠνόμασε
<Βουνὸς μάρτυς>. Εἶπε δὲ Λάβαν
εἰς τὸν Ἰακώβ· <ἰδού,
ὁ σωρὸς αὐτὸς καὶ ἡ στήλη,
τὴν ὁποίαν ἔστησα μεταξὺ ἐμοῦ
καὶ σοῦ, εἶναι μάρτυς τῆς συμφωνίας,
τὴν ὁποίαν ἐκλείσαμεν ἐδῶ>.
Διὰ τοῦτο ὠνομάσθη ὁ τόπος
ἐκεῖνος <Βουνὸς μαρτυρεῖ> (Γαλαάδ).
|
48
Καὶ ὁ Λάβαν ὠνόμασε τὸν σωρὸν
ἐκεῖνον (εἰς τὴν ἀραμαϊκην γλῶσσαν
Ἰεγὰρ Σαλαδουχά, ποὺ σημαίνει) <Βουνὸς
τῆς μαρτυρίας >· ὁ δὲ Ἰακὼβ
τὸν ὠνόμασε (εἰς τὴν ἑβραϊκὴν
γλῶσσαν Γαλέδ, ποὺ σημαίνει) <Βουνὸς
μάρτυς>. Ἀκόμη ὁ Λάβαν εἶπεν εἰς
τὸν Ἰακώβ: <Νά, ὁ μεγάλος καὶ ὑψηλὸς
αὐτὸς πέτρινος σωρὸς καὶ ἡ ἀναμνηστικὴ
στήλη, τὴν ὁποίαν ἔστησα μεταξὺ ἐμοῦ
καὶ σοῦ. Ὁ σωρὸς αὐτὸς
δηλοὶ τὴν συμφωνίαν καὶ ἡ ἀναμνηστικὴ
αὐτὴ στήλη εἶναι μάρτυς τῆς συμφωνίας>.
Διὰ τοῦτο ὁ τόπος ἐκεῖνος ὠνομάσθη
<Βουνὸς μαρτυρεῖ> (εἰς τὰ ἑβραϊκὰ
Γαλὲδ ἡ Γαλαάδ). |
49
Καὶ ἡ Ὅρασις, ἣν εἶπεν·
ἐπίδοι ὁ Θεὸς ἀνὰ μέσον
ἐμοῦ καὶ σοῦ, ὅτι ἀποστησόμεθα
ἕτερος ἀφ' ἑτέρου.
|
49
<Τὸ βλέμμα τοῦ Θεοῦ εἶναι
ἐπάνω μας>. Καὶ εἶπεν ὁ Λάβαν
εἰς τὸν Ἰακώβ· <εἴθε
νὰ ἵδῃ καὶ νὰ κρίνῃ
ὁ Θεὸς τὴν διαγωγήν, ποὺ θὰ
δείξωμεν ὁ ἕνας ἀπέναντι τοῦ
ἀλλοῦ, διότι μετ' ὀλίγον θὰ
χωρίσωμεν ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν
ἄλλον. |
49
Καὶ ἡ <Ὅρασις> (εἰς τὴν
ἀραμαϊκην Μιζπάχ, δηλαδὴ τόπος ἀπὸ
ὅπου παρατηρεῖ ὁ Θεὸς ἢ τὸ
βλέμμα τοῦ Θεοῦ μᾶς παρακολουθεῖ),
διότι εἶπεν ὁ Λάβαν: <Εἴθε ὁ Θεὸς
νὰ ἐπιβλέψῃ καὶ νὰ κρίνῃ
μεταξὺ ἐμοῦ καὶ σοῦ, διότι ὑστέρα
ἀπὸ ὀλίγον θὰ χωρισθῶμεν ὁ
ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον· σὺ
θὰ ἐπιστρέψῃς εἰς τὴν πατρίδα
σου καὶ ἐγὼ εἰς τὸ σπίτι μου>.
|
50
Εἰ ταπεινώσεις τὰς θυγατέρας μου,
εἰ λήψῃ γυναῖκας πρὸς ταῖς
θυγατράσι μου, ὅρα, οὐδεὶς μεθ' ἡμῶν
ἐστιν ὁρῶν· Θεὸς μάρτυς
μεταξὺ ἐμοῦ καὶ μεταξύ σου.
|
50
Πρόσεξε, μήπως κακομεταχειρισθῇς τὰς
θυγατέρας μου, μήπως τυχὸν καὶ λάβῃς
ἄλλας συζύγους κοντὰ εἰς αὐτάς.
Πρόσεξε! Κανεὶς δὲν ὑπάρχει
μεταξύ μας ὡς μάρτυς, ὁ ὁποῖος
μᾶς βλέπει. Ὁ Θεὸς μόνον εἶναι
μάρτυς μεταξὺ ἐμοῦ καὶ σοῦ
καὶ Ἐκεῖνος θὰ σὲ τιμωρήσῃ,
ἐὰν παραβῇς τὴν συμφωνίαν μας
|
50
Καὶ ὁ Λάβαν συνέχισεν: <Ἐὰν κακομεταχειρισθῇς
τὶς θυγατέρες μου, ἐὰν πάρῃς ὡς
συζύγους ἄλλες γυναῖκες, ἔχε ὑπ'
ὄψιν σου, ὅτι ἔστω καὶ ἂν
ἑγὼ δὲν σὲ ἴδω καὶ δὲν
τὸ μάθω, μᾶς παρακολουθεῖ καὶ μᾶς
βλέπει ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος θὰ κρίνῃ
μεταξὺ ἐμοῦ καὶ σοῦ. Αὐτός,
ποὺ ὅλα τὰ βλέπει καὶ ὅλα τὰ
παρακολουθεῖ, θὰ εἶναι μάρτυς, ἐὰν
παραβῇς τὴν συμφωνίαν μας>.
|
51
Καὶ εἶπε Λάβαν τῷ Ἰακώβ·
ἰδοὺ ὁ βουνὸς οὗτος καὶ
μάρτυς ἡ στήλη αὕτη.
|
51
Εἶπεν ἀκόμη ὁ Λάβαν εἰς
τὸν Ἰακώβ· <ἰδοὺ ὁ
σωρὸς αὐτὸς τῶν λίθων καὶ
ἡ στήλη αὐτὴ εἶναι μάρτυρες
τῆς συμφωνίας μας, |
51
Ὁ Λάβαν εἶπεν ἀκόμη εἰς τὸν
Ἰακώβ: <Νά, ὁ ὑψηλὸς αὐτὸς
σωρὸς καὶ ἡ ἀναμνηστικὴ στήλη·
καὶ τὰ δύο αὐτὰ εἶναι μάρτυρες
τῆς συμφωνίας τῆς φιλίας μας,
|
52
Ἐάν τε γὰρ ἐγὼ μὴ διαβῶ
πρὸς σὲ μηδὲ σὺ διαβῇς πρός
με τὸν βουνὸν τοῦτον καὶ τὴν
στήλην ταύτην ἐπὶ κακίᾳ.
|
52
ὅτι οὔτε ἐγὼ θὰ διαβῶ
πρὸς τὸ μέρος σου ἐναντίον σου
οὔτε καὶ σὺ θὰ περάσῃς
τὸν σωρὸν αὐτὸν καὶ τὴν
στήλην αὐτὴν μὲ ἐχθρικὰς
διαθέσεις ἐναντίον μου.
|
52
ὅτι ἐγὼ δὲν θὰ προχωρήσω πέρα
ἀπὸ τὸν σωρὸν αὐτὸν καὶ
τὴν στήλην αὐτὴν πρὸς τὰ μέρη
τὰ ἰδικά σου, διὰ νὰ σοῦ ἐπιτεθῶ
(μὲ σκοπὸν νὰ σὲ βλάψω)· οὔτε
καὶ σὺ θὰ προχώρησῃς πέρα ἀπὸ
τὸν σωρὸν καὶ τὴν στήλην πρὸς
τὰ μέρη τὰ ἰδικά μου, διὰ νὰ
μοῦ ἐπιτεθῇς (μὲ σκοπὸν νὰ
μὲ βλάψῃς). |
53
Ὁ Θεὸς Ἁβραὰμ καὶ ὁ Θεὸς
Ναχὼρ κρινεῖ ἀνὰ μέσον ἡμῶν.
|
53
Ὁ Θεός του Ἁβραὰμ καὶ ὁ
Θεὸς τοῦ Ναχὼρ θὰ εἶναι κριτὴς
μεταξύ μας>. |
53
Ὁ Θεὸς τοῦ Ἀβραάμ (τοῦ
πάππου σου) καὶ ὁ Θεὸς τοῦ Ναχὼρ
(τοῦ πατέρα μου καὶ θείου σου) Θὰ κρίνῃ
μεταξύ μας καὶ θὰ ἀποδώσῃ δικαιοσύνην>.
|
54
Καὶ ὤμοσεν Ἰακὼβ κατὰ τοῦ
φόβου τοῦ πατρὸς αὐτοῦ Ἰσαάκ,
καὶ ἔθυσε θυσίαν ἐν τῷ ὄρει
καὶ ἐκάλεσε τοὺς ἀδελφοὺς
αὐτοῦ, καὶ ἔφαγον καὶ ἔπιον
καὶ ἐκοιμήθησαν ἐν τῷ ὄρει.
|
54
Καὶ ὡρκίσθη ὁ Ἰακὼβ ἐνώπιον
τοῦ Θεοῦ, τὸν ὁποῖον ἐπίστευε
καὶ ἐσέβετο ὁ πατήρ του Ἰσαάκ,
προσέφερε θυσίαν εἰς τὸ ὄρος
ἐκεῖνο, προσεκάλεσε τοὺς ἰδικούς
του καὶ ἔφαγον καὶ ἔπιον καὶ
ἐκοιμήθησαν εἰς τὸ ὄρος ἐκεῖνο.
|
54
Κατόπιν τούτων ὁ Ἰακὼβ ὡρκίσθη εἰς
τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, τὸν ὁποῖον
ἐφοβεῖτο, ἐσέβετο καὶ ἐλάτρευεν
ὁ πατέρας του Ἰσαάκ, καὶ ἔσφαξε ζῶον
καὶ ἐπρόσφερε θυσίαν εἰς τὸν Θεὸν
εἰς τὸ ὅρος ἐκεῖνο. Καὶ
διὰ νὰ βεβαιώσουν τὴν συμφωνίαν τῆς
φιλίας των, ἐπροσκάλεσε τοὺς συγγενεῖς του
καὶ ἔφαγαν καὶ ἤπιαν καὶ ἐκοιμήθησαν
τὴν νύκτα ἐκείνην εἰς τὸ ὅρος.
|
55
Ἀναστὰς δὲ Λάβαν τὸ πρωΐ
κατεφίλησε τοὺς υἱοὺς καὶ τὰς
θυγατέρας αὐτοῦ καὶ εὐλόγησεν
αὐτούς, καὶ ἀποστραφεὶς Λάβαν
ἀπῆλθεν εἰς
τὸν τόπον αὐτοῦ. |
55
Τὸ πρωΐ ἠγέρθη ὁ Λάβαν,
κατεφίλησε τὰ ἐγγόνια του καὶ
τὰς θυγατέρας του, τοὺς ηὐχήθη
καὶ ἐπιστρέψας ἐπανῆλθεν εἰς
τὸν τόπον του. |
55
Ἐσηκώθη δὲ ὁ Λάβαν τὸ πρωῒ
τῆς ἑπομένης ἡμέρας καὶ εἰρηνικὸς
πλέον καὶ εὐχαριστημένος ἐφίλησε τὰ
ἐγγόνια καὶ τὶς θυγατέρες του καὶ
τοὺς εὐλόγησε καὶ τοὺς ἀπεχαιρέτησε.
Κατόπιν ἀνεχώρησε καὶ ἐπέστρεψεν τὴν
πατρίδα του. |