Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ναβλέψας
δὲ Ἰακὼβ τοῖς ὀφθαλμοῖς
αὐτοῦ εἶδε καὶ ἰδοὺ Ἡσαῦ
ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ ἐρχόμενος
καὶ τετρακόσιοι ἄνδρες μετ' αὐτοῦ.
Καὶ διεῖλεν Ἰακὼβ τὰ παιδία
ἐπὶ Λείαν καὶ ἐπὶ Ραχὴλ
καὶ τὰς δύο παιδίσκας.
|
πειτα
ἀπὸ τὸ γεγονὸς αὐτὸ καὶ
ἀφοῦ πλέον εἶχεν ἀνατείλει
ὁ ἥλιος, ἐσήκωσε τὰ μάτια
του ὁ Ἰακὼβ καὶ εἶδε· καὶ
ἰδοὺ ὁ Ἡσαῦ ὁ ἀδελφός
του ἤρχετο καὶ μαζῆ μὲ αὐτὸν
τετρακόσιοι ἄνδρες, Ὁ Ἰακὼβ
ἐμοίρασε τὰ παιδιά του εἰς τρεῖς
ὁμάδας, τὴν μίαν μὲ τὴν
Λείαν, τὴν ἄλλην μὲ τὴν Ραχὴλ
καὶ τὴν τρίτην μὲ τὰς δύο
δούλας. |
Ἰακὼβ ἐσήκωσεν ἀπὸ μακριὰ
τὰ μάτια του καὶ εἶδε· καὶ νά, ὁ
ἀδελφός του Ἡσαῦ ἤρχετο μαζὶ
μὲ τετρακοσίους ἄνδρες. Ὅταν τὸν εἶδεν
ὁ Ἰακὼβ καὶ ἐπειδὴ δὲν
ἐγνώριζεν ἀκόμη τὶς διαθέσεις τοῦ
Ἡσαῦ ἐμοίρασε τὰ παιδιά
του εἰς τρεῖς ὁμάδες· τὴν μίαν
μὲ τὴν Λείαν, τὴν ἄλλην μὲ τὴν
Ραχὴλ καὶ τὴν τρίτην μὲ τὶς
δοῦλες του. |
2
Καὶ ἔθετο τὰς δύο παιδίσκας
καὶ τοὺς υἱοὺς αὐτῶν ἐν
πρώτοις καὶ Λείαν καὶ τὰ παιδία
αὐτῆς ὀπίσω καὶ Ραχὴλ
καὶ Ἰωσὴφ ἐσχάτους.
|
2
Ἔβαλε τὰς δύο δούλας μαζῆ μὲ
τὰ παιδιά, ποὺ εἶχεν ἀποκτήσει
ἀπὸ αὐτάς, εἰς τὴν πρώτην
σειράν, τὴν Λείαν καὶ τὰ παιδιά
της πίσω ἀπὸ αὐτήν, τὴν
δὲ Ραχήλ μὲ τὸν Ἰωσὴφ
ἔθεσε τελευταῖα. |
2
Καὶ ἔβαλεν ἐμπρός, πρώτους - πρώτους, τὶς
δύο δοῦλες μὲ τὰ παιδιά των, πίσω
ἀπὸ αὐτὲς τὴν Λείαν καὶ
τὰ παιδιά της καὶ τελευταίους ἔβαλε
τὴν Ραχὴλ μὲ τὸ παιδί της τὸν
Ἰωσήφ. |
3
Αὐτὸς δὲ προῆλθεν ἔμπροσθεν
αὐτῶν καὶ προσεκύνησεν ἐπὶ
τὴν γῆν ἑπτάκις ἕως τοῦ
ἐγγίσαι τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ.
|
3
Ὁ ἴδιος δὲ ὁ Ἰακὼβ ἐπροχώρησεν
ἐμπρὸς ἀπὸ αὐτούς. Ἑπτὰ
φορὲς ἐπροσκύνησε μέχρις ἐδάφους,
ἕως ὅτου πλησιάσῃ τὸν ἀδελφόν
του. |
3
Ὁ ἴδιος δὲ ὁ Ἰακὼβ ἐπροχώρησε
καὶ ἐμπῆκε ἐμπρὸς ἀπὸ
ὅλους, ὥστε ὁ πρῶτος, ποὺ θὰ
συναντοῦσε ὁ Ἡσαῦ, νὰ εἶναι
αὐτός· ἔτσι θὰ ἀντιμετώπιζε
τὸν κίνδυνον πρῶτος ὁ Ἰακώβ. Μόλις
ὁ Ἡσαῦ ἐπλησίασεν, ὁ Ἰακὼβ
ἐπροχώρησε πρὸς αὐτὸν ταπεινὰ
καὶ μέχρις ὅτου φθάσῃ κοντά του τὸν
ἐπροσκύνησεν ὡς μεγαλύτερον ἀδελφὸν
μὲ γονάτισμα καὶ σκύψιμο βαθὺ ἕως
τὴν γῆν ἑπτὰ φορές.
|
4
Καὶ προσέδραμεν Ἡσαῦ εἰς συνάντησιν
αὐτῷ καὶ περιλαβὼν αὐτὸν
προσέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον
αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτὸν
καὶ ἔκλαυσαν ἀμφότεροι.
|
4
Ὁ δὲ Ἡσαῦ ἔτρεξεν εἰς
συνάντησιν τοῦ ἀδελφοῦ του, τὸν
ἐνηγκαλίσθη, ἔπεσεν εἰς τὸν
τράχηλον αὐτοῦ καὶ τὸν κατεφίλησε.
Καὶ οἱ δύο μὲ βαθεῖαν συγκίνησιν
ἔκλαυσαν. |
4
Ὅταν ὁ Ἡσαῦ εἶδε τὸν Ἰακὼβ
νὰ πλησιάζῃ μὲ τόσην ταπείνωσιν, συνεκινήθη
καὶ ἔτρεξε καὶ αὐτὸς νὰ
τὸν συναντήσῃ· καὶ ἀφοῦ
τὸν ἀγκάλιασε μὲ τὰ δυό
του χέρια, ἔπεσε τρυφερὰ εἰς τὸν τράχηλόν
του καὶ τοῦ ἔδωκε πολλὰ καὶ
στοργικὰ φιλήματα. Ἦταν δὲ τόση ἡ
συγκίνησίς των, ὥστε ἔκλαυσαν καὶ
οἱ δύο. |
5
Καὶ ἀναβλέψας Ἡσαῦ εἶδε
τὰς γυναῖκας καὶ τὰ παιδία καὶ
εἶπε· τί ταῦτά σοι ἔστιν;
Ὁ δὲ εἶπε· τὰ παιδία, οἷς
ἠλέησεν ὁ Θεὸς τὸν παῖδά
σου. |
5
Ἐσήκωσε τὰ μάτια του τότε ὁ
Ἡσαῦ, εἶδε τὰς γυναῖκας καὶ
τὰ παιδιὰ καὶ τὸν ἠρώτησε·
<τί σοῦ εἶναι αὐτά;> Καὶ
ὁ Ἰακὼβ ἀπήντησεν· <εἶναι
τὰ παιδιά, τὰ ὁποῖα ὁ
Θεὸς ἠλέησε τὸν δοῦλον σου νὰ
ἀποκτήσῃ>. |
5
Μετὰ τὴν πρώτην συγκίνησιν ὁ Ἡσαῦ
ἐσήκωσε τὰ μάτια του καὶ εἶδε
τὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιὰ τοῦ
Ἰακώβ, ποὺ εἶχαν ἐν τῷ μεταξὺ
πλησιάσει, καὶ ἐρώτησε τὸν ἀδελφόν
του: <Τὶ τὰ ἔχεις αὐτὰ τὰ
παιδιά; Ποῖοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ
εἶναι μαζί σου;> Ὁ Ἰακὼβ γεμᾶτος
εὐγνωμοσύνην πρὸς τὸν Θεὸν ἀπάντησεν:
<Αὐτά, κύριέ μου, εἶναι τὰ παιδιά, τὰ
ὁποῖα ὁ Θεὸς κατὰ τὸ μέγα
ἔλεος καὶ τὴν πολλὴν τοῦ ἀγαθότητα
ἐχάρισεν εἰς ἐμὲ τὸν δοῦλον
σου>. |
6
Καὶ προσήγγισαν αἱ παιδίσκαι καὶ
τὰ τέκνα αὐτῶν καὶ προσεκύνησαν,
|
6
Ἐπλησίασαν τὸν Ἡσαῦ αἱ
δοῦλαι καὶ τὰ τέκνα των, καὶ
τὸν προσεκύνησαν. |
6
Μετὰ τὴν σύστασιν καὶ γνωριμίαν αὐτὴν
ἐπλησιάσαν οἱ δύο δοῦλες τοῦ Ἰακώβ,
Ζελφὰ καὶ Βαλλά, μὲ τὰ παιδιά
των καὶ ἐπροσκύνησαν ταπεινὰ τὸν Ἡσαῦ.
|
7
καὶ προσήγγισε Λεία καὶ τὰ τέκνα
αὐτῆς καὶ προσεκύνησαν. Καὶ
μετὰ ταῦτα προσήγγισε Ραχὴλ καὶ
Ἰωσὴφ καὶ προσεκύνησαν.
|
7
Ἐπλησίασεν ἡ Λεία καὶ τὰ
τέκνα της καὶ τὸν προσεκύνηοαν. Ἔπειτα
δὲ ἐπλησίασεν ἡ Ραχὴλ καὶ
ὁ Ἰωσὴφ καὶ τὸν προσεκύνησαν.
|
7
Κατόπιν ἐπροχώρησαν καὶ ἐπλησίασαν ἡ
Λεία μὲ τὰ παιδιά της καὶ ἐπροσκύνησαν
καὶ αὐτοὶ ταπεινὰ τὸν Ἡσαυ.
Τελευταῖοι κατέφθασαν καὶ ἐπλησίασαν ἡ
Ραχὴλ καὶ ὁ Ἰωσὴφ καὶ
ἐπροσκύνησαν καὶ αὐτοὶ ταπεινά.
|
8
Καὶ εἶπε· τί ταῦτά σοι
ἐστί, πᾶσαι αἱ παρεμβολαὶ αὗται,
αἷς ἀπήντηκα; Ὁ δὲ εἶπεν·
ἵνα εὕρῃ ὁ παῖς σου χάριν
ἐναντίον σου, κύριε.
|
8
Ἠρώτησεν ἔπειτα ὁ Ἡσαῦ·
<τί εἶναι ὅλα αὐτὰ τὰ
κοπάδια τῶν ζώων, τὰ ὁποῖα
καθὼς ἠρχόμην συνήντησα;> Ὁ
δὲ Ἰακὼβ ἀπήντησε· <σου
τὰ προσέφερα, κύριε, ἐγὼ ὁ
δοῦλος σου, διὰ νὰ εὕρω χάριν
ἐνώπιόν σου καὶ γίνω εὐμενῶς
δεκτός>. |
8
Ὁ Ἡσαυ εὐχαριστημένος καὶ ἰκανοποιημένος
διὰ τὴν ἀναγνώρισιν καὶ τιμήν, ποὺ
τοῦ ἔδειξεν ἡ οἰκογένεια τοῦ
ἀδελφοῦ του, εἶπεν εἰς τὸν Ἰακώβ:
<Τί σοῦ εἶναι ὅλα αὐτά, ποὺ
συνάντησα εἰς τὸν δρόμον, οἱ ὁμάδες
τῶν ἀνθρώπων με τὰ κοπάδια τῶν ζῳων;
Τί ἐσήμαιναν αὐτά;> Ὁ Ἰακὼβ
τοῦ ἀπάντησε: <Τὰ ἐπρόσφερα εἰς
σέ, κύριέ μου, διὰ νὰ σὲ καλοκαρδίσω καὶ
εὐχαριστήσω. Διὰ νὰ εὕρω χάριν ἐνώπιόν
σου καὶ γίνω εὐμενῶς δεκτός>.
|
9
Εἶπε δὲ Ἡσαῦ· ἔστι μοι
πολλά, ἀδελφέ· ἔστω σοι τὰ
σά. |
9
<Ἀδελφέ, εἶπεν ὁ Ἡσαῦ,
ἔχω καὶ ἐγὼ πολλά. Κράτησέ
τα ἰδικά σου. |
9
Ὁ Ἡσαῦ ὅμως τοῦ ἀπάντησεν:
<Ἀδελφέ μου, ἐγὼ ἔχω πολλὰ
ζῶα καὶ στάνες. Αὐτὰ εἶναι ἰδικά
σου καὶ πρέπει νὰ τὰ κρατήσῃς>.
|
10
Εἶπε δὲ Ἰακώβ· εἰ εὖρον
χάριν ἐναντίον σου, δέξαι τὰ
δῶρα διὰ τῶν ἐμῶν χειρῶν·
ἕνεκεν τούτου εἶδον τὸ πρόσωπόν
σου, ὡς ἂν τις ἴδοι πρόσωπον Θεοῦ,
καὶ εὐδοκήσεις με.
|
10
Εἶπεν ὁ Ἰακώβ· <ἐπειδὴ
εὑρῆκα καλωσύνην καὶ εὐμένειαν
ἐνώπιόν σου, δέξου σὲ παρακαλῶ
τὰ δῶρα, ποὺ μὲ τὰ ἴδια
μου τὰ χέρια σοῦ προσφέρω. Διὰ
τὴν εὐμενῆ αὐτὴν ὑποδοχήν,
ποὺ μοῦ ἔκαμες, εἶδα τὸ πρόσωπόν
σου, ὅπως βλέπει κανεὶς τὸ πρόσωπον
τοῦ Θεοῦ. |
10
Ὁ Ἰακώβ, ὡς περισσότερον φιλότιμος, τοῦ
εἶπεν· <Ὄχι, δὲν θὰ τὰ
κρατήσω. Ἐάν μὲ ἀγαπᾷς, ἐὰν
εὑρῆκα χάριν ἐνώπιόν σου, δέξου τὰ
δῶρα, ποὺ σοῦ προσφέρω μὲ τὰ
ἴδια μου τὰ χέρια καὶ μὲ ὅλην
τὴν καρδιάν μου> Χάρις εἰς τὴν
εὐμενῆ ὑποδοχήν, ποὺ μοῦ ἔκαμες,
καὶ τὴν ἀγάπην, ποὺ μοῦ ἔδειξες,
εἶδα τὸ πρόσωπόν σου, ὅπως θὰ ἔβλεπε
κανεὶς τὸ πρόσωπον τοῦ Θεοῦ. Διὰ
τοῦτο θὰ μοῦ κάμῃς τὴν χάριν
νὰ δεχθῇς τὰ δῶρα αὐτά.
|
11
Λάβε τὰς εὐλογίας μου, ἂς ἤνεγκά
σοι, ὅτι ἠλέησέ με ὁ Θεὸς
καὶ ἔστι μοι πάντα. Καὶ ἐβιάσατο
αὐτὸν καὶ ἔλαβε·
|
11
Πάρε λοιπὸν τὰ δῶρα αὐτὰ
τῆς ἀγάπης καὶ τοῦ σεβασμοῦ
μου, τὰ ὁποῖα σοῦ προσφέρω,
διότι ὁ Θεός μὲ ἠλέησε
καὶ ἔχω πλούσια τὰ πάντα>.
Ἐπέμεινε πολὺ ὁ Ἰακώβ,
ὥστε ὁ Ἡσαῦ ὑπεχώρησε
καὶ τὰ ἔλαβε. |
11
Παρακαλῶ νὰ ἀποδεχθῇς τὰ δῶρα
τῆς ἀγάπης μου, ποὺ σοῦ ἔφερα,
διότι ὁ Θεὸς ἄκουσε τὶς προσευχές
μου, μὲ ἐλέησε, μὲ εὐλόγησε·
καὶ ἔτσι ἔχω ἀρκετά, τὰ ἔχω
ὅλα, ὅσα χρειάζομαι>. Ἐπειδὴ δὲ
ὁ Ἡσαῦ ἠρνεῖτο ἀκόμη
νὰ δεχθῇ τὰ δῶρα, ὁ Ἰακὼβ
ἐπέμεινε πολὺ καὶ τὸν ἐβίαζε·
καὶ ὁ Ἡσαῦ τὰ ἔλαβε τελικῶς.
|
12
Καὶ εἶπεν· ἀπάραντες πορευσώμεθα
ἐπ' εὐθεῖαν. |
12
Ὁ Ἡσαῦ εἶπε· <λοιπόν,
ἂς σηκωθῶμεν τώρα καὶ ἂς βαδίσωμεν
μαζῆ ἐπὶ τῆς εὐθείας αὐτῆς
ὁδοῦ>. |
12
Μετὰ τὴν συμφιλίωσίν των ὁ Ἡσαῦ
εἶπεν εἰς τὸν Ἰακώβ: <Ἂς
σηκώσωμεν τὶς σκηνέςμας καὶ ἂς ἐτοιμασθῶμεν
νὰ προχωρήσωμεν μαζὶ εἰς τὸν εὐθὺν
αὐτὸν δρόμον>. |
13
Εἶπε δὲ αὐτῷ· ὁ κύριός
μου γινώσκει, ὅτι τὰ παιδία ἁπαλώτερα
καὶ τὰ πρόβατα καὶ οἱ βόες
λοχεύονται ἐπ' ἐμέ· ἐὰν
οὖν καταδιώξω αὐτὰ ἡμέραν
μίαν, ἀποθανοῦνται πάντα τὰ
κτήνη. |
13
Ὁ δὲ Ἰακὼβ ἀπήντησεν·
<Ὁ Ἡσαῦ, ὁ κύριός μου,
βλέπει ὅτι τὰ παιδιά μου εἶναι
μικρὰ καὶ τρυφερά, τὰ πρόβατα
καὶ τὰ βόδια μου μόλις ἔχουν
γεννήσει· ἐὰν λοιπὸν τὰ
ἐξαναγκάσω νὰ βαδίσουν, ἔστω
καὶ μίαν ἡμέραν, θὰ ἀποθάνουν
ὅλα τὰ ζῶα μου ἀπὸ τὴν
κόπωσιν. |
13
Ὁ Ἰακὼβ ὅμὼς εἶπεν εἰς
τὸν ἀδελφόν του: <Κύριοί μου, γνωρίζεις ὅτι
τὰ παιδιά (μου) εἶναι μικρά, τρυφερά, ἀδύνατα·
πρέπει ἀκόμη νὰ φροντίσω διὰ τὰ
πρόβατα καὶ τὰ βόδια (μου), ποὺ αὐτὴν
τὴν ἐποχὴν ἔχουν μικρὰ ἐὰν
λοιπὸν τὰ ἀναγκάσω νὰ προχωρήσουν
γρήγορα ἔστω καὶ μίαν ἡμέραν, θὰ ψοφήσουν
ὅλα τὰ ζῶα ἀπὸ τὸν κόπον.
|
14
Προελθέτω ὁ κύριός μου ἔμπροσθεν
τοῦ παιδὸς αὐτοῦ, ἐγὼ
δὲ ἐνισχύσω ἐν τῇ ὁδῷ
κατὰ σχολὴν τῆς πορεύσεως τῆς
ἐναντίον μου καὶ κατὰ πόδα τῶν
παιδαρίων, ἕως τοῦ ἐλθεῖν με
πρὸς τὸν κύριόν μου εἰς Σηείρ.
|
14
Ἂς προχωρήσῃ ὁ κύριός
μου ἐμπρὸς ἀπὸ τὸν δοῦλον
του καὶ ἐγὼ θὰ καταβάλω προσπάθειαν
νὰ τὸν ἀκολουθήσω εἰς τὸν
δρόμον, ἀνάλογα μὲ τὴν πορείαν
τῶν ζώων, ποὺ θὰ προπορεύωνται
ἀπὸ ἐμὲ καὶ ἀνάλογα
τῆς ἀντοχῆς, ποὺ θὰ ἔχουν
τὰ παιδιά μου εἰς τὸ βάδισμα,
ἕως ὅτου καταφθάσω καὶ συναντήσω
τὸν κύριόν μου εἰς τὸ ὄρος
Σηείρ. |
14
Διὰ τοῦτο παρακαλῶ, κύριέ μου, προχώρησε
σὺ ἐμπρὸς ἀπὸ ἐμὲ
μὲ τοὺς ἄνδρες σου, ὅπως εἶσθε
συνηθισμένοι εἰς πορείαν γρήγορον. Ἐγὼ δὲ
θὰ ἀκολουθῶ σιγὰ - σιγὰ μαζὶ
μὲ τὰ μικρὰ παιδιὰ καὶ τὰ
ζῶα ἀναλόγως τῆς εὐκολίας καὶ
τῶν ἀναγκῶν, ποὺ θὰ παρουαιάζωνται,
μέχρις ὅτου σὲ συναντῆσω, κύριέ μου εἰς
τὴν χώραν Σηείρ>. |
15
Εἶπε δὲ Ἡσαῦ· καταλείψω
μετὰ σοῦ ἀπὸ τοῦ λαοῦ
τοῦ μετ' ἐμοῦ. Ὁ δὲ εἶπεν·
ἱνατί τοῦτο; Ἱκανόν, ὅτι
εὗρον χάριν ἐναντίον σου, κύριε.
|
15
Ὁ Ἡσαῦ εἶπεν εἰς τὸν Ἰακώβ·
<θὰ ἀφήσω τότε μαζῆ σου μερικοὺς
ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους μου, διὰ
νὰ σὲ συνοδεύσουν>. Ὁ δὲ
Ἰακὼβ εἶπε· <διατὶ
νὰ κάμῃς τοῦτο; Εἶναι ἀρκετόν,
κύριε, ὅτι ἔγινα εὐμενῶς δεκτὸς
ἀπὸ σέ>. |
15
Ὁ Ἡσαῦ ὅμως δὲν ἀνεπαύετο
νὰ ἐγκαταλείψῃ μόνον τὸν ἀδελφόν
του εἰς τὴν πορείαν, δι' αὐτὸ τοῦ
εἶπε: <Θὰ ἀφήσω μαζί σου ὡς συνοδείαν
μερικοὺς ἀπὸ τοὺς ἄνδρες, ποὺ
μὲ ἀκολουθοῦν>. Ὁ Ἰακὼβ
τοῦ ἀπάντησε: <Διατὶ νὰ τὸ
κάμῃς αὐτό; Δεν ὑπάρχει λόγος νὰ καθυστεροῦν
οἱ ἄνθρωποί σου ἀπὸ τὶς οἰκογένειες
καὶ τὶς ἐργασίες των. Μοῦ εἶναι
πολὺ ἀρκετόν, τὸ ὅτι ἔχομεν
πάλιν ἀγαπηθῇ· τὸ ὅτι εὑρῆκα
χάριν ἐνώπιόν σου καὶ ἔχω τὴν εὔνοιάν
σου>. |
16
Ἀπέστρεψε δὲ Ἡσαῦ ἐν τῇ
ἡμέρα ἐκείνῃ εἰς τὴν
ὁδον αὐτοῦ εἰς Σηείρ.
|
16
Ἐπέστρεψεν ὁ Ἡσαῦ κατὰ
τὴν ἰδίαν ἐκείνην ἡμέραν
εἰς Σηεὶρ διὰ τῆς αὐτῆς
ὁδοῦ, ἀπὸ τὴν ὁποίαν
εἶχεν ἔλθει. |
16
Ἔτσι ὁ Ἡσαῦ ἐχωρίσθη εἰρηνικὰ
ἀπὸ τὸν ἀδελφόν του τὴν ἡμέραν
ἐκείνην καὶ ἐπέστρεψέ μὲ τοὺς
ἄνδρες του εἰς τὴν Σηείρ, ἀπὸ
ὅπου ἦλθεν. |
17
Καὶ ᾿Ιακὼβ ἀπαίρει εἰς
σκηνάς· καὶ ἐποίησεν ἑαυτῷ
ἐκεῖ οἰκίας καὶ τοῖς κτήνεσιν
αὐτοῦ ἐποίησε σκηνάς· διὰ
τοῦτο ἐκάλεσε τὸ ὄνομα τοῦ
τόπου ἐκείνου, Σκηναί.
|
17
Ὁ Ἰακὼβ ἐπορεύθη τότε
εἰς τοποθεσίαν, τὴν ὁποίαν ὠνόμασε
<Σκηναί>. Ἐκεῖ δὲ ἀνοικοδόμησε
οἰκίας διὰ τὸν ἑαυτόν
του, διὰ δὲ τὰ κτήνη του κατεσκεύασε
στάνες. Διὰ τοῦτο ἐκάλεσε τὸ
ὄνομα τοῦ τόπου ἐκείνου <Σκηναί>.
|
17
Μετὰ τὸν ἐγκάρδιον χωρισμὸν ὁ
Ἰακὼβ ἐπροχώρησε καὶ ἔφθασεν
εἰς τὴν περιοχὴν Σκηναί. Ἐπειδὴ
δὲ εὑρῆκε τὸ μέρος κατάλληλον διὰ
τὰ ζῶα του, ἔκτισε διὰ τὸν ἑαυτόν
του σπίτια, διὰ δὲ τὰ ζῶα του κατεσκεύασε
στάνες. Διὰ τοῦτο ὠνόμασε τὴν τοποθεσίαν
ἐκείνην <Σκηναί> (Σοκχώθ).
|
18
Καὶ ἦλθεν Ἰακὼβ εἰς Σαλὴμ
πόλιν Σικίμων, ἣ ἐστιν ἐν γῇ
Χαναάν, ὅτε ἐπανῆλθεν ἐκ τῆς
Μεσοποταμίας Συρίας, καὶ παρενέβαλε
κατὰ πρόσωπον τῆς πόλεως.
|
18
Μετέβη κατόπιν ὁ Ἰακὼβ ἀπὸ
ἐκεῖ εἰς τὴν Σαλήμ, πλησίον
τῆς πόλεως τῶν Σικίμων (Συχεμιτῶν),
ἡ ὁποία εὑρίσκεται εἰς
τὴν χώραν Χαναάν. Αὐτὰ δὲ
ἔγιναν, ὅταν ἐπέστρεψεν ἀπὸ
τὴν Μεσοποταμίαν τῆς Συρίας καὶ
ἐγκοττεστάθη πλησίον αὐτῆς τῆς
πόλεως. |
18
Ὁ Ἰακὼβ μετὰ τὴν Σοκχὼθ
ἔφθασεν εἰς τὴν Σαλήμ, ἡ ὁποία
ἦταν μία ἀπὸ τὶς πόλεις τῶν
Σικίμων (τῶν Συχεμιτῶν), ποὺ εὑρίσκεται
εἰς τὴν γῆν Χαναάν, τὴν ὁποίαν
τοῦ ὑπεσχέθη ὁ Θεός. Αὐτὰ
ἔγιναν, ὅταν ὁ Ἰακὼβ ἐπέστρεψεν
ἀπὸ τὴν Μεσοποταμίαν τῆς Συρίας. Ὁ
Πατριάρχης ἔστησε τὶς σκηνές του καὶ
ἐγκατεστάθη κοντὰ εἰς τὴν πόλιν
(ἢ ἀνατολικῶς τῆς πόλεως) Σαλήμ.
|
19
Καὶ ἐκτήσατο τὴν μερίδα τοῦ
ἀγροῦ, οὗ ἔστησεν ἐκεῖ
τὴν σκηνὴν αὐτοῦ, παρὰ Ἐμμὼρ
πατρὸς Συχὲμ ἑκατὸν ἀμνών.
|
19
Ἠγόρασε δὲ τὸ τμῆμα τοῦ
ἀγροῦ, ὅπου ἐγκατεστάθη, ἀπὸ
τὸν Ἐμμὼρ τὸν πατέρα τοῦ
Συχέμ, ἀντὶ ἑκατὸν ἀμνῶν.
|
19
Καὶ ἀγόρασε τὸ μέρος τῆς γῆς,
εἰς τὸ ὁποῖον ἐγκατεστάθη,
ἀπὸ τὸν Ἐμμώρ, τὸν πατέρα
τοῦ Συχέμ, ποὺ ὥριζε τὸν τόπον ἐκεῖνον,
ἀντὶ τοῦ ποσοῦ τῶν ἑκατὸν
<ἀμνῶν> (ἀργυρίων, κεσιτῶν).
|
20
Καὶ ἔστησεν ἐκεῖ θυσιαστήριον
καὶ ἐπεκαλέσατο τὸν Θεὸν Ἰσραήλ.
|
20
Ἐκεῖ δὲ ἔκτισε καὶ ἀφιέρωσε
θυσιαστήριον καὶ προσηυχήθη εἰς τὸν
Θεὸν τοῦ Ἰσραήλ. |
20
Ἀντὶ ὅμως νὰ κτίσῃ ἀμέσως
κατάλυμα διὰ νὰ στεγάσῃ τὴν οἰκογένειάν
του, ἔκτισε πρῶτα ἐκεῖ θυσιαστήριον
καὶ προσηυχήθη καὶ εὐχαρίστησε τὸν
Θεόν. |