Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ξῆλθε
δὲ Δείνα ἡ θυγάτηρ Λείας, ἣν
ἔτεκε τῷ Ἰακώβ, καταμαθεῖν τὰς
θυγατέρας τῶν ἐγχωρίων.
|
Δείνα,
ἡ θυγάτηρ τοῦ Ἰακὼβ καὶ
τῆς Λείας, ἐβγῆκεν ἀπὸ
τὴν περιοχήν, ὅπου εἶχεν ἐγκατασταθῆ
ὁ πατήρ της, διὰ νὰ γνωρίσῃ
τὰς γυναῖκας τῆς πόλεως Συχέμ.
|
άποιαν
ἡμέραν ἡ Δείνα, ἡ θυγατέρα τὴν ὁποίαν
ἡ Λεία ἐγέννησεν εἰς τὸν Ἰακώβ,
ἔφυγεν ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ ἔμενεν
ὁ Ἰακὼβ καὶ ἐπῆγε νὰ
ἐπισκεφθῇ, να περιεργασθῇ καὶ νὰ
γνωρίσῃ τὶς θυγατέρες τῶν κατοίκων
τῆς Συχέμ. |
2
Καὶ εἶδεν αὐτὴν Συχὲμ ὁ
υἱὸς Ἐμμὼρ ὁ Εὐαῖος,
ὁ ἄρχων τῆς γῆς καὶ λαβὼν
αὐτήν, ἐκοιμήθη μετ' αὐτῆς
καὶ ἐταπείνωσεν αὐτήν.
|
2
Ὁ Συχέμ, ὁ υἱὸς τοῦ Ἐμμώρ,
ὁ ἀνήκων εἰς τὴν φυλὴν
τῶν Εὐαίων, ἄρχων τῆς χώρας
ἐκείνης, ἥρπασε τὴν Δείναν,
ἐκοιμήθη μετ' αὐτῆς καὶ τὴν
διέφθειρε. |
2
Καὶ τὴν εἶδεν ὁ Συχέμ, ὁ υἱὸς
τοῦ Ἐμμώρ, ὁ ὁποῖος ἀνῆκεν
εἰς τὴν φυλὴν τῶν Εὐαίων
(ἢ τῶν Χορραίων) καὶ ἦταν ὁ
ἄρχων καὶ ὁ ἡγεμὼν τῆς
περιοχῆς αὐτῆς, τὴν ἅρπαξε καὶ
τὴν ἐπῆγεν εἰς τὸ σπίτι του,
ἐκοιμήθη μαζί της καὶ τὴν ἐβίασε.
|
3
Καὶ προσέσχε τῇ ψυχῇ Δείνας
τῆς θυγατρὸς Ἰακὼβ καὶ ἠγάπησε
τὴν παρθένον καὶ ἐλάλησε κατὰ
τὴν διάνοιαν τῆς παρθένου αὐτῇ.
|
3
Καὶ προσεκολλήθη μὲ ὅλην του τὴν
ψυχὴν εἰς τὴν Δείναν, τὴν θυγατέρα
τοῦ Ἰακώβ, ὡμίλησε πρὸς
αὐτὴν κατὰ τὴν καρδίαν της,
ὥστε τὴν κατέκτησε. |
3
Ἡ καρδιᾲ τοῦ Συχὲμ εἶχεν αἰχμαλωτισθῆ
τελείως ἀπὸ τὴν ὀμορφιὰν τῆς
Δεῖνας, τῆς θυγατρὸς τοῦ Ἰακώβ,
καὶ ἔτσι ἐρωτεύθηκε τὴν νεαρὰν
κόρην καὶ ἐπροσπάθησε μὲ λόγια, ποὺ
ἦσαν ἱκανὰ νὰ κερδίσουν τὴν
ἀγάπην της,νὰ τὴν παρασύρῃ καὶ
νὰ τὴν κατακτήσῃ. |
4
Εἶπε Συχὲμ πρὸς Ἐμμὼρ τὸν
πατέρα αὐτοῦ λέγων· λαβέ
μοι τὴν παῖδα ταύτην εἰς γυναῖκα.
|
4
Εἶπε δὲ ὁ Συχὲμ πρὸς τὸν
πατέρα του τὸν Ἐμμώρ· <φρόντισε
μὲ κάθε τρόπον, νὰ πάρω σύζυγόν
μου τὴν κόρην αὐτήν>.
|
4
Καὶ ὁ Συχὲμ ἐμίλησεν εἰς
τὸν πατέρα τοῦ Ἐμμὼρ καὶ τοῦ
εἶπε: <Φρόντισε νὰ πάρω τὴν κόρην
αὐτὴν ὡς γυναῖκα μου>.
|
5
Ἰακὼβ δὲ ἤκουσεν, ὅτι ἐμίανεν
ὁ υἱὸς Ἐμμὼρ Δείναν τὴν
θυγατέρα αὐτοῦ· οἱ δὲ υἱοὶ
αὐτοῦ ἦσαν μετὰ τῶν κτηνῶν
αὐτοῦ ἐν τῷ πεδίῳ, παρεσιώπησε
δὲ Ἰακὼβ ἕως τοῦ ἐλθεῖν
αὐτούς. |
5
Ὁ Ἰακὼβ ἐπληροφορήθη ὅτι
ὁ υἱὸς τοῦ Ἐμμὼρ διέφθειρε
τὴν θυγατέρα του, τὴν Δείναν. Τὰ
παιδιά του εὑρίσκοντο μὲ τὰ
κοπάδια εἰς τὴν πεδιάδα. Δὲν
εἶπε δὲ τίποτε, ἕως ὅτου ἐπέστρεψαν
τὰ παιδιά του. |
5
Ὁ Ἰακὼβ ἐπληροφορήθη, ὅτι ὁ
υἱὸς τοῦ Ἐμμώρ διέφθειρε καὶ
ἀτίμασε τὴν θυγατέρα του Δείναν. Οἱ
δὲ υἱοὶ τοῦ ἦσαν ἔξω εἰς
τὰ χωράφια καὶ ἔβοσκαν τὰ ζῶα
του. Διὰ τοῦτο ὁ Ἰακὼβ ἔσφιξε
τὴν καρδιά του, συνεκράτησε τὴν στενοχώριαν
του καὶ ἐσιώπησε· δεν εἶπεν οὔτε
ἔκαμε τίποτε μέχρις ὅτου ἐπέστρεψαν τὰ
παιδιά του. |
6
Ἐξῆλθε δὲ Ἐμμὼρ ὁ πατὴρ
Συχὲμ πρὸς Ἰακὼβ λαλῆσαι αὐτῷ.
|
6
Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ Ἐμμώρ,
ὁ πατὴρ τοῦ Συχέμ, μετέβη πρὸς
τὸν Ἰακώβ, διὰ νὰ συνομιλήσῃ
μαζῆ του σχετικὰ μὲ τὴν ὑπόθεσιν
αὐτήν. |
6
Ἐπῆγε δὲ ὁ Ἐμμώρ, ὁ
πατέρας τοῦ Συχέμ, ἔξω ἀπὸ τὴν
πόλιν, εἰς τὸ μέρος ὅπου κατοικοῦσε
ὁ Ἰακὼβ καὶ τὸν συνήντησε διὰ
νὰ τοῦ ὁμιλήσῃ περὶ τοῦ
ζητήματος αὐτοῦ. |
7
Οἱ δὲ υἱοὶ Ἰακὼβ ἦλθον
ἐκ τοῦ πεδίου· ὡς δὲ ἤκουσαν,
κατενύγησαν οἱ ἄνδρες, καὶ λυπηρὸν
ἦν αὐτοῖς σφόδρα, ὅτι ἄσχημον
ἐποίησεν ἐν Ἰσραὴλ κοιμηθεὶς
μετὰ τῆς θυγατρὸς Ἰακώβ, καὶ
οὐχ οὕτως ἔσται.
|
7
Τότε δὲ τὰ παιδιὰ τοῦ Ἰακὼβ
ἐπέστρεψαν ἀπὸ τὴν πεδιάδα.
Ὅταν δὲ ἤκουσαν τὸ γεγονός,
ἐπληγώθησαν καὶ ἠγανάκτησαν,
διότι τοὺς ἐφάνη πάρα πολὺ
ὀδυνηρὸν τὸ κακόν, τὸ ὁποῖον
ὁ Συχὲμ ἔκαμεν ἐναντίον τῆς
οἰκογενείας Ἰσραὴλ κοιμηθεὶς
μὲ τὴν θυγατέρα τοῦ Ἰακώβ.
Κατ' οὐδένα λόγον δὲν ἔπρεπε
νὰ ἔχῃ γίνει τοῦτο.
|
7
Οἱ υἱοὶ τοῦ Ἰακὼβ ἐπέστρεψαν
ἐν τῷ μεταξὺ ἀπὸ τὰ χωράφια.
Ὅταν ἄκουσαν τὸ γεγονός, ἐπληγώθησαν
καὶ ἐταράχθησαν ὠργίσθησαν καὶ ἐλυπήθησαν
πάρα πολύ, διότι ὁ Συχὲμ μὲ τὸ νὰ
κοιμηθῆ μὲ τὴν θυγατέρα τοῦ Ἰακὼβ
καὶ νὰ τὴν βιάσῃ διέπραξεν ἀτιμίαν,
μὲ τὴν ὁποίαν ἐπρόσβαλε τοὺς
Ἰσραηλῖτες, πρᾶγμα ποὺ δὲν ἔπρεπε
ποτὲ νὰ γίνῃ. Τὴν μεγάλην αὐτὴν
προσβολὴν δὲν ἠμποροῦσαν νὰ
τὴν ἀνεχθοῦν. |
8
Καὶ ἐλάλησεν Ἐμμὼρ αὐτοῖς
λέγων· Συχὲμ ὁ υἱός μου
προείλετο τῇ ψυχῇ τὴν θυγατέρα
ὑμῶν· δότε οὗν αὐτὴν
αὐτῷ γυναῖκα |
8
Ὁ Ἐμμὼρ ὡμίλησε τότε πρὸς
τὸν πατέρα καὶ τοὺς ἀδελφοὺς
τῆς Δείνας καὶ εἶπεν· <ἡ
καρδιὰ τοῦ παιδιοῦ μου, τοῦ Συχέμ,
ἔχει ἰσχυρότατα προσκολληθῆ εἰς
τὴν θυγατέρα σας. Δῶστε λοιπόν, σᾶς
παρακαλῶ, αὐτὴν ὡς σύζυγόν
του. |
8
Ὁ Ἐμμώρ, ὁ πατέρας τοῦ Συχέμ,
τοὺς ἐμίλησε καὶ τοὺς εἶπεν:
<Ὁ υἱός μου Συχὲμ ἔχει ἐρωτευθῇ
δυνατὰ τὴν Θυγατέρα σας· διὰ τοῦτο
παρακαλῶ, δῶστε την, ὥστε νὰ νυμφευθῇ
καὶ να γίνῃ σύζυγός του. |
9
καὶ ἐπιγαμβρεύσασθε ἡμῖν·
τὰς θυγατέρας ὑμῶν δότε ἡμῖν
καὶ τὰς θυγατέρας ἡμῶν λάβετε
τοῖς υἱοῖς ὑμῶν.
|
9
Ἀπὸ ἐδῶ δὲ καὶ εἰς
τὸ ἑξῆς ἂς γίνωνται ἀμοιβαῖοι
γάμοι μεταξὺ τῶν λαῶν μας. Δῶστε
μας τὰς θυγατέρας σας ὡς συζύγους
καὶ πάρετε τὰς θυγατέρας μας ὡς
συζύγους τῶν υἱῶν σας. |
9
Ἂς συμφωνήσωμεν δὲ νὰ γίνωνται μεταξύ
μας ἀμοιβαῖοι γάμοι. Δῶστε τὶς θυγατέρες
σας εἰς γάμον μὲ τοὺς ἄνδρες τῆς
φυλῆς μας· καὶ τὶς θυγατέρες μας λάβετε
ὡς συζύγους διὰ τοὺς υἱοὺς
τῆς φυλῆς σας. |
10
Καὶ ἐν ἡμῖν κατοικεῖτε, καὶ
ἡ γῆ ἰδοὺ πλατεῖα ἐναντίον
ὑμῶν· κατοικεῖται καὶ ἐμπορεύεσθε
ἐπ' αὐτῆς καὶ ἐγκτᾶσθε
ἐν αὐτῇ. |
10
Νὰ κατοικῆτε δὲ ἐλευθέρως μαζῆ
μας. Ἡ ἰδική μας χώρα εἶναι
μεγάλη καὶ εὐρύχωρος ἐνώπιόν
σας. Κατοικεῖτε εἰς αὐτὴν καὶ
κινεῖσθε μὲ ἐλευθερίαν ὅπου
θέλετε, καὶ ἀποκτήσατε ἰδιοκτησίας
εἰς αὐτήν>. |
10
Ἔτσι σεῖς θὰ ἠμπορέσετε νὰ
μένετε καὶ νὰ κατοικῆτε εἰς τὴν
χώραν μας. Νά, ἡ γῆ μας εἶναι πλατειά,
εἶναι ἀνοικτὴ ἐμπρός σας καὶ
σᾶς προσφέρεται· ὅλοι ἠμποροῦμεν
νὰ χωρέσωμεν ἄνετα εἰς αὐτήν. Κατοικῆστε
μεταξύ μας, κάνετε τὸ ἐμπόριον σας, κυκλοφορεῖτε
ἐλεύθερα, καλλιεργεῖτε τὴν γῆν,
ἐγκατασταθῆτε μονίμως εἰς αὐτὴν
καὶ ἀποκτῆστε ἐδῶ περιουσίαν>.
|
11
Εἶπε δὲ Συχὲμ πρὸς τὸν πατέρα
αὐτῆς καὶ πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς
αὐτῆς· εὕροιμι χάριν ἐναντίον
ὑμῶν καὶ ὃ ἐὰν εἴπητε,
δώσομεν. |
11
Ὁ ἴδιος δὲ ὁ Συχὲμ παρεκάλεσε
τὸν πατέρα τῆς Δείνας καὶ τοὺς
ἀδελφούς της λέγων· <ἂς εὕρω
χάριν ἐνώπιόν σας καὶ ἂς
γίνῃ δεκτὴ ἡ αἴτησίς μας,
καὶ ὅ,τι μᾶς ζητήσετε θὰ σᾶς
τὸ δώσωμεν. |
11
Κατόπιν ὁ Συχέμ, ποὺ ἔβλεπε τὴν φροντίδα
τοῦ πατέρα του δι' αὐτὸν καὶ τὴν
προθυμίαν του ὅλα νὰ τὰ πράξῃ προκειμένου
νὰ τοῦ δοθῇ ὡς σύζυγος ἡ Δείνα,
εἶπεν εἰς τὸν Ἰακὼβ καὶ
τοὺς ἀδελφοὺς τῆς κόρης: <Εἴθε
νὰ εὕρω αὐτὴν τὴν χάριν ἐνώπιόν
σας καὶ νὰ γίνῃ δεκτὴ ἡ αἴτησίς
μας καὶ ὅ,τι ζητήσετε θὰ σᾶς τὸ
δώσωμεν. |
12
Πληθύνατε τὴν φερνὴν σφόδρα, καὶ
δώσω καθότι ἂν εἴπητέ μοι, καὶ
δώσατέ μοι τὴν παῖδα ταύτην
εἰς γυναῖκα. |
12
Αὐξήσατε πολὺ τὴν προῖκα καὶ
θὰ σᾶς δώσω ὅ,τι μου εἴπετε,
ἀρκεῖ νὰ μοῦ δώσετε τὴν
κόρην αὐτὴν ὡς σύζυγον>.
|
12
Πέστε μου τί δῶρα ἐπιθυμεῖτε·
αὐξῆστε τὸ ἀντίτιμον τῆς
προῖκας διὰ τὴν νύμφην ὅσον θέλετε·
θὰ σᾶς δώσω ὅ,τι μοῦ ζητήσετε·
μόνον δεχθῆτε νὰ μοῦ δώσετε τὴν κόρην
αὐτὴν ὡς σύζυγον>.
|
13
Ἀπεκρίθησαν δὲ οἱ υἱοὶ
Ἰακὼβ τῷ Συχὲμ καὶ Ἐμμὼρ
τῷ πατρὶ αὐτοῦ μετὰ δόλου
καὶ ἐλάλησαν αὐτοῖς, ὅτι
ἐμίαναν Δείνα τὴν ἀδελφὴν
αὐτῶν, |
13
Τὰ παιδιὰ τοῦ Ἰακὼβ ἀπεκρίθησαν
μὲ δολιότητα εἰς τὸν Συχὲμ καὶ
τὸν Ἐμμώρ, διότι ἤθελαν νὰ
τοὺς ἐκδικηθοῦν, ἐπειδὴ διέφθειραν
τὴν ἀδελφήν των τὴν Δείναν,
|
13
Οἱ υἱοὶ τοῦ Ἰακὼβ ἐμίλησαν
εἰς τὸν Συχὲμ καὶ εἰς τὸν
πατέρα τοῦ Ἐμμὼρ μὲ πονηρίαν καὶ
δόλον, χωρὶς νὰ τοῦ φανερώσουν τὶς
πραγματικὲς τῶν σκέψεις καὶ ἀποφάσεις.
Τοῦτο τὸ ἔκαμαν, ἐπειδὴ εἶχαν
σκοπὸν νὰ τοὺς ἐκδικηθοῦν, διότι
διέφθειραν καὶ ἐπρόσβαλαν τὴν ἀδελφήν
των Δείναν. |
14
καὶ εἶπαν αὐτοῖς Συμεὼν καὶ
Λευὶ οἱ ἀδελφοὶ Δείνας·
οὐ δυνησόμεθα ποιῆσαι τὸ ρῆμα
τοῦτο, δοῦναι τὴν ἀδελφὴν ἡμῶν
ἀνθρώπῳ, ὃς ἔχει ἀκροβυστίαν·
ἔστι γὰρ ὄνειδος ἡμῖν.
|
14
καὶ εἶπαν πρὸς αὐτοὺς οἱ
ἀδελφοὶ τῆς Δείνας, ὁ Συμεὼν
καὶ ὁ Λευΐ· <δὲν θὰ
ἠμπορέσωμεν νὰ ἐκπληρώσωμεν
τὸ αἴτημά σας, νὰ δώσωμεν τὴν
ἀδελφήν μας εἰς ἄνθρωπον ἀπερίτμητον,
διότι τοῦτο ἀποτελεῖ μεγάλην
ἐντροπὴν δι' ἡμᾶς.
|
14
Ὁ Συμεὼν καὶ ὁ Λευΐ, οἱ ἀδελφοὶ
τῆς Δεῖνας (ἀπὸ τὴν ἰδίαν
μητέρα, τὴν Λείαν) ὑπεκρίθησαν, ὅτι οἰ
προτάσεις τοὺς ἐφάνησαν καλές, ἀλλὰ
παρουσιάζετο ὡς ἐμπόδιον λόγος θρησκευτικός. Ἀπάντησαν
λοιπὸν εἰς τὸν Ἐμμὼρ καὶ
εἰς τὸν Συχέμ: <Δὲν θὰ ἠμπορέσωμεν
νὰ ἐκπληρώσωμεν τὸ αἴτημά σας,
νὰ δώσωμεν δηλαδὴ τὴν ἀδελφήν
μας ὡς σύζυγον εἰς ἄνθρωπον, ποὺ δεν
ἔχει ὑποστῇ περιτομήν. Κάτι τέτοιο θεωρεῖται
ἀπὸ ἡμᾶς ἐντροπὴ καὶ
ἀσέβεια μεγάλη. |
15
Μόνον ἐν τούτῳ ὁμοιωθησόμεθα
ὑμῖν καὶ κατοικήσομεν ἐν ὑμῖν,
ἐὰν γένησθε ὡς ἡμεῖς καὶ
ὑμεῖς ἐν τῷ περιτμηθῆναι ὑμῶν
πᾶν ἀρσενικόν·
|
15
Μόνον διὰ τῆς πράξεως αὐτῆς
θὰ γίνωμεν ὅμοιοί σας καὶ θὰ
κατοικήσωμεν μαζῆ σας, ἐὰν δηλαδὴ
σεῖς γίνετε ὅπως ἡμεῖς, ἐὰν
περιτμηθῇ κάθε ἀρσενικὸν τέκνον
σας. |
15
Μόνον τότε θὰ συμφωνήσωμεν μαζί σας καὶ
θὰ κατοικήσωμεν μεταξύ σας, ἐὰν καὶ
σεῖς γίνετε ὅπως εἴμεθα ἐμεῖς·
ἐὰν δηλαδὴ ὑποβάλετε εἰς περιτομὴν
ὅλα τὰ ἀρσενικὰ πρόσωπα.
|
16
καὶ δώσομεν τὰς θυγατέρας ἡμῶν
ὑμῖν καὶ ἀπὸ τῶν θυγατέρων
ὑμῶν ληψόμεθα ἡμῖν γυναῖκας
καὶ οἰκήσομεν παρ' ὑμῖν καὶ
ἐσόμεθα ὡς γένος ἕν.
|
16
Τότε θὰ δώσωμεν τὰς θυγατέρας
μας εἰς σᾶς ὡς συζύγους, καὶ
ἡμεῖς θὰ πάρωμεν ἀπὸ τὰς
θυγατέρας σας ὡς συζύγους, θὰ κατοικήσωμεν
κοντά σας καὶ θὰ γίνωμεν ὡς
ἐὰν εἴμεθα μία φυλή.
|
16
Τότε θὰ δώσωμεν τὶς θυγατέρες μας εἰς σᾶς
ὡς συζύγους καὶ ἐμεῖς θὰ
λάβωμεν ὡς γυναῖκες τὶς θυγατέρες σας καὶ
θὰ κατοικήσωμεν κοντά σας καὶ θὰ γίνωμεν
ὡς ἕνας λαός, ὡς μία φυλή. |
17
Ἐὰν δὲ μὴ εἰσακούσητε
ἡμῶν τοῦ περιτεμέσθαι, λαβόντες
τὴν θυγατέρα ἡμῶν ἀπελευσόμεθα.
|
17
Ἐὰν ὅμως δὲν δεχθῆτε τὴν
πρότασίν μας καὶ δὲν θελήσετε
νὰ περιτμηθῆτε, ἡμεῖς θὰ πάρωμεν
τὴν κόρην μας τὴν Δείναν καὶ
θὰ φύγωμεν>. |
17
Ἐὰν ὅμως δὲν ἀποδεχθῆτε
τὴν πρότασίν μας καὶ δὲν δεχθῆτε
νὰ περιτμηθῆτε, τότε θὰ ἀποχωρήσωμεν,
ἀφοῦ πάρωμεν μαζί μας τὴν θυγατέρα
μας Δείναν>. |
18
Καὶ ἤρεσαν οἱ λόγοι ἐναντίον
Ἐμμὼρ καὶ ἐναντίον Συχὲμ
τοῦ υἱοῦ Ἐμμώρ.
|
18
Ἤρεσαν οἱ λόγοι αὐτοὶ εἰς
τὸν Ἠμμὼρ καὶ τὸν υἱόν
του Συχέμ. |
18
Τὰ λόγια αὐτὰ καὶ οἱ ὅροι
τῶν παιδιῶν τοῦ Ἰακὼβ ἄρεσαν
εἰς τὸν Ἐμμὼρ καὶ εἰς
τὸν Συχέμ, τὸν υἱὸν τοῦ Ἐμμώρ.
Ἐπειδὴ ἤθελαν νὰ πάρουν τὴν
κόρην, δὲν εὑρῆκαν ἀπαράδεκτον οὔτε
βαρειὰν τὴν πρότασιν. |
19
Καὶ οὐκ ἐχρόνισεν ὁ νεανίσκος
τοῦ ποιῆσαι τὸ ρῆμα τοῦτο·
ἐνέκειτο γὰρ τῇ θυγατρὶ Ἰακώβ·
αὐτὸς δὲ ἦν ἐνδοξότατος
πάντων τῶν ἐν τῷ οἴκῳ
τοῦ πατρὸς αὐτοῦ.
|
19
Δὲν ἐβράδυνε δὲ ὁ νεαρὸς
Συχὲμ νὰ περιτμηθῇ, διότι εἶχε
δώσει πλέον τὴν καρδιά του εἰς
τὴν θυγατέρα τοῦ Ἰακώβ. Αὐτὸς
δὲ ἦτο ἐνδοξότατος μεταξὺ ὅλων
εἰς τὴν οἰκογένειαν τοῦ πατρός
του. |
19
Καὶ ὁ νεαρὸς Συχὲμ δὲν ἐδίστασεν
οὔτε καθυστέρησε νὰ κάμῃ αὐτό, ποὺ
τοῦ ἐζήτησαν τὰ παιδιὰ τοῦ Ἰακώβ,
διότι ἀγαποῦσε μὲ δυνατὸν ἔρωτα
τὴν θυγατέρα τοῦ Ἰακώβ· αὐτὸς
δὲ (ὁ Συχὲμ) ἦταν ὁ πλέον ἰσχυρός,
λαμπρὸς καὶ σπουδαῖος ἀπὸ ὅλην
τὴν οἰκογένειαν τοῦ πατέρα του.
|
20
Ἦλθε δὲ Ἐμμὼρ καὶ Συχὲμ
ὁ υἱὸς αὐτοῦ πρὸς τὴν
πύλην τῆς πόλεως αὐτῶν καὶ
ἐλάλησαν πρὸς τοὺς ἄνδρας τῆς
πόλεως αὐτῶν λέγοντες·
|
20
Ὁ Ἐμμὼρ καὶ ὁ Συχέμ, ὁ
υἱός του, ἦλθον εἰς τὴν πύλην
τῆς πόλεως, εἰς τὸν τόπον τῆς
συγκεντρώσεως τῶν ἀνδρῶν, ἐλάλησαν
πρὸς τοὺς ἄνδρας τῆς πόλεως
καὶ εἶπαν πρὸς αὐτούς·
|
20
Ἐπῆγαν δὲ ὁ Ἐμμὼρ καὶ
ὁ υἱός του ὁ Συχὲμ εἰς
τὴν πύλην τῆς πόλεως των, ποὺ ἦταν
ὁ τόπος συναντήσεως καὶ ἐκδικάσεως
ὅλων τῶν δημοσίων καὶ ἰδιωτικῶν
ὑποθέσεων. Ἐκεῖ συνεζήτησαν μὲ τοὺς
συμπολίτες των, τοὺς ἐμίλησαν καὶ
τοὺς εἶπαν: |
21
οἱ ἄνθρωποι οὗτοι εἰρηνικοὶ
εἰσι. Μεθ' ἡμῶν οἰκείτωσαν ἐπὶ
τῆς γῆς καὶ ἐμπορευέσθωσαν αὐτήν,
ἡ δὲ γῆ ἰδοὺ πλατεῖα ἐναντίον
αὐτῶν, τὰς θυγατέρας αὐτῶν
ληψόμεθα ἡμῖν γυναῖκας καὶ τὰς
θυγατέρας ἡμῶν δώσομεν αὐτοῖς.
|
21
<Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι εἶναι
εἰρηνικοί, ἂς κατοικήσουν μαζῆ
μὲ ἡμᾶς εἰς τὴν χώραν
αὐτήν, ἂς κινοῦνται ἐλευθέρως
εἰς αὐτὴν καὶ ἂς τὴν ἐκμεταλλεύωνται.
Ἡ χώρα μας ἄλλωστε εἶναι εὐρύχωρος
ἐνώπιον αὐτῶν καὶ ἔχει
ἀνάγκην ἀπὸ τὴν ἐργασίαν
των. Τὰς θυγατέρας των θὰ τὰς λάβωμεν
ἡμεῖς ὡς συζύγους καὶ θὰ
δώσωμεν εἰς αὐτοὺς ὡς συζύγους
τὰς θυγατέρας μας. |
21
<Οἱ ξένοι αὐτοὶ ἄνθρωποι (ὁ
Ἰακὼβ καὶ τὰ παιδιά του) εἶναι
φιλικοὶ ἀπέναντί μας· εἶναι
καλοδιάθετοι, εἰρηνικοὶ καὶ συμβιβαστικοί·
ἂς τοὺς ἐπιτρέψωμεν νὰ κατοικήσουν
μαζί μας εἰς τὴν γῆν αὐτήν,
νὰ κινοῦνται καὶ νὰ ἐμπορεύωνται
ἐλεύθερα. Νά· ἡ γῆ μᾶς εἶναι
πλατειὰ καὶ εὐρύχωρη, ὥστε νὰ
χωρῇ ἄνετα καὶ αὐτούς. Ἂς λάβωμεν
τὶς θυγατέρες των ὡς γυναῖκας μας καὶ
ἂς δώσωμεν καὶ ἐμεῖς εἰς αὐτοὺς
τὶς θυγατέρες μας. |
22
Ἐν τούτῳ μόνον ὁμοιωθήσονται
ἡμῖν οἱ ἄνθρωποι τοῦ κατοικεῖν
μεθ' ἡμῶν, ὥστε εἶναι λαὸν ἕνα,
ἐν τῷ περιτεμέσθαι ἡμῶν πᾶν
ἀρσενικόν, καθὰ καὶ αὐτοὶ
περιτέτμηνται. |
22
Κατὰ τοῦτο μόνον θὰ γίνουν οἱ
ἄνθρωποι αὐτοὶ ὅμοιοι μὲ ἡμᾶς,
διὰ νὰ κατοικοῦν μαζῆ μας, ὥστε
νὰ γίνωμεν ἕνας λαός, ἐὰν
περιτμηθῇ κάθε ἀρσενικὸν τέκνον
μας, ὅπως καὶ αὐτοὶ ἔχουν περιτμηθῆ.
|
22
Οἱ ἄνθρωποι ὅμως αὐτοὶ τότε
μόνον θὰ συμφωνήσουν νὰ κατοικήσουν καὶ
νὰ ζήσουν μεταξύ μας, ὥστε νὰ γίνωμεν
ἕνας λαός, μία φυλή, ἐὰν ὑποβάλωμεν
εἰς περιτομὴν κάθε ἀρσενικόν, ὅπως
συνηθίζουν καὶ αὐτοὶ νὰ περιτέμνωνται.
|
23
Καὶ τὰ κτήνη αὐτῶν καὶ
τὰ τετράποδα καὶ τὰ ὑπάρχοντα
αὐτῶν οὐχ ἡμῶν ἔσται;
Μόνον ἐν τούτῳ ὁμοιωθῶμεν
αὐτοῖς, καὶ οἰκήσουσι μεθ' ἡμῶν.
|
23
Ἔτσι δὲ καὶ τὰ ζῶα των, γενικῶς
δὲ τὰ τετράποδά των καὶ ὅλα
τὰ ὑπάρχοντά των, δὲν θὰ
εἶναι ἰδικά μας; Μόνον ὡς πρὸς
τοῦτο, ὡς πρὸς τὴν περιτομήν,
ἂς γίνωμεν ὁμοιοι μὲ αὐτοὺς
καὶ ἐκεῖνοι θὰ κατοικοῦν μαζῆ
μας>. |
23
Μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν δὲν θὰ
εἶναι ἰδικά μας καὶ πρὸς ὄφελός
μας ὅλα τὰ ζῶα των καὶ ὅλα τὰ
τετράποδα καὶ ὅλα τὰ ὑπάρχοντά
των; Μόνον ἂς συμφωνήσωμεν νὰ περιτμηθῶμεν,
ὥστε νὰ τοὺς ὁμοιάσωμεν, καὶ
τότε αὐτοὶ θὰ δεχθοῦν νὰ κατοικήσουν
μαζί μας>. |
24
Καὶ εἱσήκουσαν Ἐμμὼρ καὶ
Συχὲμ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ πάντες
οἱ ἐμπορευόμενοι τὴν πύλην τῆς
πόλεως αὐτῶν καὶ περιετέμοντο
τὴν σάρκα τῆς ἀκροβυστίας αὐτῶν
πᾶς ἄρσην. |
24
Ὅλοι οἱ εὑρισκόμενοι τότε εἰς
τὴν πύλην τῆς πόλεως καὶ οἱ
διερχόμενοι ἐδέχθησαν τὴν πρότασιν
τοῦ Ἐμμὼρ καὶ τοῦ υἱοῦ
του Συχὲμ καὶ ἔτσι κάθε ἀρσενικὸν
τῶν Συχεμιτῶν περιετμήθη.
|
24
Καὶ ὅλοι ὅσοι ἦσαν παρόντες καὶ
ὅλοι ὅσοι ἔμπαιναν καὶ ἔβγαιναν
ἀπὸ τὴν πύλην τῆς πόλεως ἀπεδέχθησαν
τὴν πρότασιν τοῦ Ἐμμὼρ καὶ τοῦ
υἱού του Συχέμ· καὶ ὅλοι οἱ
ἄνδρες ταυτοχρόνως ἐδέχθησαν τὸ
σημάδι τῆς περιτομῆς εἰς σῶμα
των. |
25
Ἐγένετο δὲ ἐν τῇ ἡμέρᾳ
τῇ τρίτῃ, ὅτε ἦσαν ἐν
τῷ πόνῳ, ἔλαβον οἱ δύο
υἱοὶ Ἰακὼβ Συμεὼν καὶ
Λευὶ ἀδελφοὶ Δείνας ἕκαστος
τὴν μάχαιραν αὐτοῦ καὶ εἰσῆλθον
εἰς τὴν πόλιν ἀσφαλῶς καὶ
ἀπέκτειναν πᾶν ἀρσενικόν.
|
25
Κατὰ τὴν τρίτην ἡμέραν, ὅταν
εὑρίσκοντο εἰς τὸν παροξυσμὸν
τοῦ πόνου των, οἱ δύο υἱοὶ
τοῦ Ἰακώβ, ὁ Συμεὼν καὶ
ὁ Λευΐ, οἱ ἀδελφοὶ τῆς
Δείνας ἐπῆραν ὁ καθένας τὴν
μάχαιράν του, εἰσώρμησαν εἰς
τὴν πόλιν, χωρὶς νὰ συναντήσουν
δυσκολίαν, καὶ ἐφόνευσαν κάθε
ἀρσενικόν. |
25
Καὶ τὴν τρίτην ἡμέραν ἀπὸ τὴν
περιτομὴν τῶν Συχεμιτῶν, δηλαδὴ τότε
ἀκριβῶς ποὺ ἡ πληγή των ἦταν
περισσότερον ὀδυνηρὴ (λόγῳ τῆς περιτομῆς),
οἱ δύο υἱοὶ τοῦ Ἰακώβ, ὁ
Συμεὼν καὶ ὁ Λευΐ, οἱ ὁμομήτριοι
ἀδελφοὶ τῆς Δεῖνας, ἐπῆραν
ὁ καθένας τὸ μαχαίρι του (τὸ ξίφος
του) καὶ ὥρμησαν εἰς τὴν πόλιν τῆς
Συχὲμ μὲ ἀσφάλειαν καὶ χωρὶς
ἐμπόδιον, ἀφοῦ ὅλοι ἦσαν ξαπλωμένοι
ἀπὸ τὴν περιτομὴν ὡς τραυματίες,
καὶ ἔσφαξαν ὅλους τοὺς ἄρρενας
κατοίκους. |
26
Τόν τε Ἐμμὼρ καὶ Συχὲμ τὸν
υἱὸν αὐτοῦ ἀπέκτειναν
ἐν στόματι μαχαίρας. Καὶ ἔλαβον
τὴν Δείναν ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ
Συχὲμ καὶ ἐξῆλθον.
|
26
Ἐφόνευσαν διὰ τῆς μαχαίρας των
καὶ αὐτὸν ἀκόμη τὸν Ἐμμὼρ
καὶ τὸν υἱόν του τὸν Συχέμ.
Ἐπῆραν τὴν Δείναν ἀπὸ
τὸν οἶκον τοῦ Συχέμ καὶ ἔφυγαν.
|
26
Μεταξὺ τῶν ἄλλων ἔσφαξαν καὶ
τὸν Ἐμμὼρ καὶ τὸν υἱὸν
τοῦ Συχέμ, ποὺ ἐπρόσβαλε τὴν ἀδελφήν
των· καὶ κατόπιν ἐπῆραν τὴν ἀδελφήν
των Δείναν ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ Συχὲμ
καὶ ἔφυγαν. |
27
Οἱ δὲ υἱοὶ Ἰακὼβ εἰσῆλθον
ἐπὶ τοὺς τραυματίας καὶ διήρπασαν
τὴν πόλιν, ἐν ᾗ ἐμίαναν
Δείναν τὴν ἀδελφὴν αὐτῶν,
|
27
Οἱ δὲ ἄλλοι υἱοὶ τοῦ Ἰακὼβ
εἰσῆλθον εἰς τὴν πόλιν, ὅπου
κατέκειντο οἱ σφαγιασθέντες καὶ τὴν
ἐλεηλάτησαν ἐκδικούμενοι, διότι
εἰς τὴν πόλιν αὐτὴν εἶχον
μιάνει τὴν ἀδελφήν των. |
27
Δὲν περιωρίσθησαν ὅμως εἰς αὐτὴν
τὴν τιμωρίαν. Διότι καὶ τὰ ἄλλα παιδιὰ
τοῦ Ἰακὼβ ἐτρεξαν καὶ ἐμπῆκαν
καὶ αὐτὰ εἰς τὴν Συχέμ, ὅπου
ὑπῆρχαν οἱ νεκροὶ καὶ εἰς
ἐκδίκησιν ἐλεηλάτησαν τὴν πόλιν,
διότι εἰς αὐτὴν διέφθειραν καὶ ἀτίμασαν
τὴν ἀδελφήν των Δείναν.
|
28
Καὶ τὰ πρόβατα αὐτῶν καὶ
τοὺς βόας αὐτῶν καὶ τοὺς
ὄνους αὐτῶν, ὅσα τε ἦν ἐν
τῇ πόλει καὶ ὅσα ἦν ἐν
τῷ πεδίῳ, ἔλαβον.
|
28
Ἐπῆραν ἀκόμη καὶ τὰ πρόβατα
αὐτῶν καὶ τὰ βόδια των καὶ
τοὺς ὄνους των, ὅλα ὅσα ὑπῆρχον
εἰς τὴν πόλιν καὶ εἰς τὴν
πεδιάδα. |
28
Καὶ ἅρπαξαν τὰ πρόβατὰ τῶν κατοίκων
τῆς πόλεως καὶ τὰ βόδια των καὶ τοὺς
ὄνους των, ὅλα ὅσα ἦσαν μέσα εἰς
τὴν πόλιν καὶ ὅλα ὅσα ἔβοσκαν
ἔξω εἰς τὴν πεδιάδα. |
29
Καὶ πάντα τὰ σώματα αὐτῶν
καὶ πᾶσαν τὴν ἀποκευὴν αὐτῶν
καὶ τὰς γυναῖκας αὐτῶν ᾐχμαλώτευσαν,
καὶ διήρπασαν ὅσα τε ἦν ἐν τῇ
πόλει καὶ ὅσα ἦν ἐν ταῖς
οἰκίαις. |
29
Συνέλαβαν δὲ καὶ ἔσυραν αἰχμαλώτους
ὅλους τοὺς μὴ φονευθέντας, τὰ
παιδιά καὶ τὰς γυναῖκας των, καὶ
διήρπασαν ὅσα ὑπῆρχον εἰς τὴν
πόλιν καὶ ὅσα ὑπῆρχον εἰς
τὰς οἰκίας. |
29
Καὶ ἅρπαξαν ὅλα τὰ πολύτιμα ἀντικείμενα
(ἢ ἐπῆραν αἰχμαλώτους ὅσους
δὲν ἐφονεύθησαν) καὶ ὅλην τὴν
περιουσίαν των καὶ ἐπῆραν ὡς αἰχμαλώτους
τὶς γυναῖκες των (καὶ τὰ παιδιά
των) καὶ ἐλεηλάτησαν ὅλα τὰ
ἀγαθά, ποὺ ὑπῆρχαν εἰς τὴν
πόλιν καὶ μέσα εἰς τὰ σπίτια.
|
30
Εἶπε δὲ Ἰακὼβ πρὸς Συμεὼν
καὶ Λευί· μισητόν με πεποιήκατε,
ὥστε πονηρόν με εἶναι πᾶσι τοῖς
κατοικοῦσι τὴν γῆν, ἐν τε τοῖς
Χαναναίοις καὶ ἐν τοῖς Φερεζαίοις·
ἐγὼ δὲ ὀλιγοστὸς εἰμι
ἐν ἀριθμῷ, καὶ συναχθέντες ἐπ'
ἐμὲ συγκόψουσί με, καὶ ἐκτριβήσομαι
ἐγὼ καὶ ὁ οἶκός μου.
|
30
Καταστενοχωρημένος δὲ ὁ Ἰακὼβ
εἶπε πρὸς τὸν Συμεὼν καὶ τὸν
Λευΐ <μισητὸν μὲ καταστήσατε μὲ
αὐτό, ποὺ ἐκάματε, ὥστε
νὰ θεωροῦμαι κακὸς καὶ δόλιος
ἀπὸ ὅλους τοὺς κατοίκους τῆς
χώρας αὐτῆς, ἀπὸ τοὺς
Χαναναίους καὶ τοὺς Φερεζαίους. Ἡμεῖς
δὲ εἴμεθα ὀλιγάριθμοι, ἐνῶ
αὐτοὶ εἶναι πολυάριθμοι, καὶ
ἐὰν συγκεντρωθοῦν καὶ ἐπιτεθοῦν
ἐναντίον μας, θὰ μᾶς κατακόψουν.
῎Ετσι δὲ θὰ καταστραφῶ ἐγὼ
καὶ ὅλον μου τὸ σπίτι>.
|
30
Ὅταν ὁ Ἰακὼβ εἶδεν αὐτὰ
ποὺ ἔκαμαν τὰ παιδιά του, εἶπε
γεμᾶτος λύπην εἰς τὸν Συμεὼν καὶ
τὸν Λευΐ: <Μὲ τὴν πρᾶξιν σας αὐτὴν
μὲ ἐκάματε μισητὸν καὶ ἀποκρουστικόν·
μὲ αὐτὰ ποὺ ἐκάματε, θὰ
μὲ θεωροῦν ἄγριον, βάρβαρον, ὕποπτον
καὶ ἐχθρικὸν ὅλοι, ὅσοι κατοικοῦν
εἰς τὴν περιοχὴν αὐτήν, δηλαδὴ
οἱ Χαναναῖοι καὶ οἱ Φερεζαῖοι.
Ἐγὼ δὲ δὲν ἔχω πολλοὺς
ἄνδρες μαζί μου. Ἐὰν λοιπὸν αὐτοὶ
συγκεντρωθοῦν καὶ συμμαχήσουν καὶ
ὅλοι μαζὶ ἐπιτεθοῦν ἐναντίον
μου, θὰ μὲ κατασφάξουν καὶ ἔτσι θὰ
ἐξολοθρευθῶ ἐγὼ καὶ ὅλη
ἡ οἰκογένειά μου>. |
31
Οἱ δὲ εἶπαν· ἀλλ' ὡσεὶ
πόρνῃ χρήσονται τῇ ἀδελφῇ
ἡμῶν; |
31
Ἐκεῖνοι ἀπήντησαν· <ἠμπορεῖ
νὰ εἶναι βάσιμοι οἱ φόβοι σου.
Ἀλλὰ τί; Ἔπρεπε νὰ μεταχειρισθοῦν
τὴν ἀδελφήν μας ὡς πόρνην;>
|
31
Οἱ υἱοὶ ὅμως τοῦ Ἰακώβ,
ποὺ ἔμεναν ἀμετανόητοι διὰ τὴν
πρᾶξιν των, ἀπάντησαν εἰς τὸν
πατέρα των: <Ἀλλὰ τί ἤθελες νὰ
κάμωμεν; Νὰ τοὺς ἀφήσωμεν να μεταχειρισθοῦν
τὴν ἀδελφήν μας Δείναν ὡσὰν
νὰ ἦταν πόρνη;> |