Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ωσὴφ
δὲ κατήχθη εἰς Αἴγυπτον, καὶ
ἐκτήσατο αὐτὸν Πετεφρής
ὁ εὐνοῦχος Φαραώ, ὁ ἀρχιμάγειρας,
ἀνὴρ Αἰγύπτιος, ἐκ χειρῶν
τῶν Ἰσμαηλιτῶν, οἳ κατήγαγον
αὐτὸν ἐκεῖ.
|
Ἰωσὴφ μετεφέρθη ἀπὸ τοὺς
Ἰσμαηλίτας εἰς τὴν Αἴγυπτον.
Ἐκεῖ δὲ ἠγόρασεν αὐτὸν
ἀπὸ τοὺς Ἰσμαηλίτας ὁ
Πετεφρῆς, ἕνας ἀπὸ τοὺς αὐλικούς,
ὁ ἀρχιμάγειρος τοῦ Φαραώ.
|
Ἰωσὴφ δὲ μετεφέρθη εἰς Αἴγυπτον.
Καὶ τὸν ἀγόρασε ἀπὸ τοὺς
Ἰσμαηλῖτες ἐμπόρους, οἱ ὁποῖοι
τὸν μετέφεραν ἐκεῖ κάτω εἰς τὴν
Αἴγυπτον, ὁ Αἰγύπτιος Πετεφρῆς, ὁ
εὐνοῦχος τοῦ Φαραώ, ὁ ὁποῖος
εἶχεν εἰς τὸ παλάτι τὸ ἀξίωμα
τοῦ ἀρχιμαγείρου. |
2
Καὶ ἦν Κύριος μετὰ Ἰωσήφ,
καὶ ἦν ἀνὴρ ἐπιτυγχάνων
καὶ ἐγένετο ἐν τῷ οἴκῳ
παρὰ τῷ κυρίῳ αὐτοῦ τῷ
Αἰγυπτίῳ. |
2
Ὁ δὲ Θεὸς ἦτο πάντοτε μαζῆ
μὲ τὸν Ἰωσήφ. Διὰ τοῦτο
καὶ ἤρχοντο ὅλα εἰς αὐτὸν
κατ' εὐχήν. Ἔμενε δὲ εἰς τὸν
οἶκον τοῦ Πετεφρῆ τοῦ Αἰγυπτίου
αὐτοῦ κυρίου του. |
2
Καὶ ὁ Κύριος ἦταν μαζὶ μὲ τὸν
Ἰωσήφ, ἡ δὲ χάρις τοῦ Θεοῦ παρεμέριζεν
ὅλες τὶς δυσκολίες, δι’ αὐτὸ εἰς
ὅλα τὰ ἔργα του εὐδοκιμοῦσε
καὶ ἐπετύγχανε. Καὶ ὁ Ἰωσὴφ
ἐζοῦσε εἰς τὸ σπίτι τοῦ Πετεφρῆ,
τοῦ Αἰγυπτίου κυρίου του. |
3
Ἤδει δὲ ὁ κύριος αὐτοῦ,
ὅτι ὁ Κύριος ἦν μετ' αὐτοῦ
καὶ ὅσα ἐὰν ποιῇ, Κύριος
εὐοδοῖ ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ.
|
3
Ὁ δὲ κύριος τοῦ Ἰωσὴφ
ἐγνώριζεν ὅτι ὁ Θεὸς ἦτο
μαζῆ μὲ τὸν Ἰωσὴφ καὶ
ὅτι ὅσα αὐτὸς ἔπραττε, τὰ
ἔφερεν ὁ Θεὸς εἰς αἴσιον πέρας.
|
3
Ἐγνώριζε δὲ ὁ κύριός του, ὅτι ὁ
Θεὸς ἦταν μαζὶ μὲ τὸν Ἰωσὴφ
καὶ ὅτι τὸν συνώδευε θεία χάρις καὶ
ὅτι ὅσα κάμνει ὁ Ἰωσήφ, κάθε ἔργον
καὶ κάθε πρᾶξις, εἶχαν πάντοτε ἐπιτυχημένην
ἔκβασιν. |
4
Καὶ εὗρεν Ἰωσὴφ χάριν ἐναντίον
τοῦ κυρίου αὐτοῦ, καὶ εὐηρέστησεν
αὐτῷ, καὶ κατέστησεν αὐτὸν
ἐπὶ τοῦ οἴκου αὐτοῦ καὶ
πάντα ὅσα ἦν αὐτῷ, ἔδωκε
διὰ χειρὸς Ἰωσήφ.
|
4
Ἀπέκτησεν ὁ Ἰωσὴφ τὴν
ἐκτίμησιν τοῦ κυρίου του, ἦτο
εὐάρεστος καὶ ἀφωσιωμένος εἰς
αὐτὸν καὶ ἐκεῖνος τὸν
διώρισεν ἐπιστάτην εἰς ὅλον
τὸ σπίτι του· καὶ ὅλα ὅσα
εἶχε τὰ παρέδωσε μὲ ἐμπιστοσύνην
εἰς τὰ χέρια τοῦ Ἰωσήφ.
|
4
Δι’ ὅλα αὐτὰ καὶ ἐπειδὴ
ὅλα τὰ ἔκαμνε μὲ πολλὴν ἀγάπην
καὶ προθυμίαν, ὁ δοῦλος Ἰωσὴφ
ἀπέκτησε σιγὰ - σιγὰ τὴν ἐκτίμησιν,
ἐμπιστοσύνην καὶ εὐαρέσκειαν τοῦ
Αἰγυπτίου κυρίου του. Διὰ τοῦτο ὁ
Πετεφρῆς διώρισε τὸν Ἰωσήφ, παρ’ ὅλον
ὅτι ἦταν νέος, ξένος καὶ δοῦλος, γενικὸν
ἐπιστὰτην καὶ οἰκονόμον εἰς
τὸ σπίτι του καὶ ὅλα τὰ ὑπάρχοντά
του τὰ παρέδωκεν εἰς τὸν Ἰωσὴφ
καὶ τὸν ἀφῆκε νὰ τὰ διαχειρίζεται,
ὅπως ἔκρινεν ὁ ἴδιος.
|
5
Ἐγένετο δὲ μετὰ τὸ καταστῆναι
αὐτὸν ἐπὶ τοῦ οἴκου αὐτοῦ
καὶ ἐπὶ πάντα, ὅσα ἦν
αὐτῷ, καὶ ηὐλόγησε Κύριος
τὸν οἶκον τοῦ Αἰγυπτίου διὰ
Ἰωσήφ, καὶ ἐγενήθη εὐλογία
Κυρίου ἐν πᾶσι τοῖς ὑπάρχουσιν
αὐτῷ ἐν τῷ οἴκῳ καὶ
ἐν τῷ ἀγρῷ αὐτοῦ.
|
5
Συνέβη δέ, ὥστε, ὅταν ὁ Πετεφρῆς
διώρισεν αὐτὸν ἐπιστάτην εἰς
τὸν οἶκον του καὶ εἰς ὅλα ὅσα
εἶχεν, ηὐλόγησεν ὁ κύριος τὸν
οἶκον τοῦ Αἰγυπτίου αὐτοῦ
ἄρχοντος πρὸς χάριν τοῦ Ἰωσήφ.
Καὶ ἡ εὐλογία αὐτὴ ἀπλώθηκε
εἰς ὅλα ὅσα ὑπῆρχον εἰς
τὸν οἶκον του καὶ εἰς τοὺς ἀγρούς
του. |
5
Ἀπὸ τὴν στιγμήν, ποὺ ὁ Πετεφρῆς
διώρισε τὸν Ἰωσὴφ γενικὸν ἐπιστάτην
καὶ οἰκονόμον εἰς τὸ σπίτι του καὶ
ὅλα, ὅσα εἶχε,τὰ παρέδωκεν εἰς
αὐτὸν νὰ τὰ διαχειρίζεται, ὁ
Θεὸς εὐλόγησε τὸ σπίτι τοῦ Αἰγυπτίου
χάριν τοῦ Ἰωσήφ. Ἡ εὐλογία τοῦ
Θεοῦ ἦλθε πλούσια εἰς ὅλην τὴν
περιουσίαν του, εἰς ὅλον τὸ σπίτι του καὶ
εἰς ὅλα τὰ χωράφια του.
|
6
Καὶ ἐπέτρεψε πάντα, ὅσα ἦν
αὐτῷ, εἰς χεῖρας Ἰωσὴφ
καὶ οὐκ ᾔδει τῶν καθ' αὐτὸν
οὐδὲν πλὴν τοῦ ἄρτου, οὗ
ἤσθιεν αὐτός.
Καὶ
ἦν Ἰωσὴφ καλὸς τῷ εἴδει
καὶ ὡραῖος τῇ ὄψει σφόδρα.
|
6
Διὰ τοῦτο ὁ Πετεφρῆς ἐνεπιστεύθη
ὅλα ὅσα εἶχε πλήρως εἰς τὰ
χέρια τοῦ Ἰωσὴφ καὶ δὲν
ἐγνώριζεν οὔτε ἐφρόντιζε νὰ
μάθῃ τίποτε ἄλλο πλὴν τῆς
τροφῆς αὐτοῦ. Εἶχε δὲ ὁ
Ἰωσὴφ καλὴν καὶ ἐλκυστικὴν
ἐμφάνισιν, ὡραιότατον δὲ τὸ
πρόσωπον. |
6α
Ἕνεκα τούτου ὁ Πετεφρῆς ἀνέθεσεν ἐν
λευκῷ ὅλα, ὅσα εἶχεν, εἰς τὰ
χέρια τοῦ δούλου τοῦ Ἰωσήφ, εἰς
τὸν ὁποῖον εἶχε τόσην ἐμπιστοσύνην,
ὥστε ὁ ἴδιος εν ἐγνώριζε τίποτε ἄλλο,
οὔτε ἐνδιεφέρετο δι’ ἄλλο τίποτε σχετικὸν
μὲ τὶς ὑποθέσεις καὶ τὰ συμφέροντά
του, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ φαγητὸν
ποὺ ἔτρωγεν.
6β
Ὁ δὲ Ἰωσὴφ δεν ἦταν μόνον ὡραῖος
εἰς τὴν ψυχὴν ἦταν ὡραῖος
καὶ εἰς τὴν ἐμφάνισιν καὶ εἰς
τὸ παράστημα καὶ πάρα πολὺ ὄμορφος
εἰς τὸ πρόσωπον.
|
7
Ἐγένετο μετὰ τὰ ρήματα ταῦτα
καὶ ἐπέβαλεν ἡ γυνὴ τοῦ
κυρίου αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμοὺς
αὐτῆς ἐπὶ Ἰωσὴφ καὶ
εἶπε· κοιμήθητι μετ' ἐμοῦ.
|
7
Ἔπειτα ἀπὸ τὰ γεγονότα αὐτά,
ἡ γυναίκα τοῦ Πετεφρῆ ἔστρεψε
μὲ ἐπιμονὴν καὶ μὲ πόθον
τὰ βλέμματά της εἰς τὸν Ἰωσὴφ
καὶ τοῦ εἶπε· <κοιμήσου μαζῆ
μου>. |
7
Ἀπὸ τότε ποὺ ὁ Πετεφρῆς τοῦ
εἶχεν ἐμπιστευθῆ τὴν ἐξουσίαν
ὅλου τοῦ σπιτιοῦ καὶ τῆς περιουσίας
του καὶ μετὰ τὶς πολλὲς τιμές, μὲ
τὶς ὁποῖες τὸν ἐτίμησεν, ἡ
γυναῖκα τοῦ κυρίου του ἐκάρφωσε τὸ
βλέμμα της εἰς τὸ ὡραῖον παράστημα
καὶ τὸ ὄμορφον πρόσωπον τοῦ Ἰωσὴφ
μὲ πονηρὸν σκοπόν· ἐδέχθη κατόπιν τὴν
σατανικὴν φωτιὰν τοῦ σαρκικοῦ πάθους
εἰς τὴν ψυχήν της καὶ χωρὶς
καμμίαν ἐντροπὴν ἐπρότεινεν εἰς τὸν
δοῦλον της Ἰωσήφ: <Ἔλα νὰ καιμηθῇς
μαζί μου>. |
8
Ὁ δὲ οὐκ ἤθελεν, εἶπε δὲ
τῇ γυναικὶ τοῦ κυρίου αὐτοῦ·
εἰ ὁ κύριός μου οὐ γινώσκει
δι' ἐμὲ οὐδὲν ἐν τῷ οἴκῳ
αὐτοῦ, καὶ πάντα, ὅσα ἐστὶν
αὐτῷ, ἔδωκεν εἰς τὰς χεῖράς
μου· |
8
Αὐτὸς ὅμως δὲν ἤθελε καὶ
ἠρνεῖτο συνεχῶς λέγων εἰς τὴν
γυναῖκα τοῦ Πετεφρῆ· <ἀφοῦ
ὁ κύριός μου ἔχει τόσην ἐμπιστοσύνην
εἰς ἐμέ, ὥστε τίποτε πλέον
δὲν γνωρίζει καὶ δὲν παρακολουθεῖ
ἀπὸ τὰ ἐν τῷ οἴκῳ
του, μοῦ ἔχει δὲ παραδώσει τὰ
πάντα εἰς τὰ χέρια μου
|
8
Ἀλλὰ ὁ σώφρων Ἰωσὴφ
δὲν ὑπάκουσε εἰς τὴν πρότασή
της οὔτε ἐδέχετο τὰ λόγια τῆς ἀκολάστου
γυναικός. Ταυτοχρόνως ἐπροσπαθοῦσε νὰ ἐλευθερώσῃ
καὶ ἐκείνην ἀπὸ τὴν μανίαν
τοῦ πάθους καὶ τὴν φωτιὰν τῆς
σαρκικῆς ἐπιθυμίας· διὰ τοῦτο
ἔλεγεν εἰς τὴν γυναῖκα τοῦ κυρίου
του: <Ἄφοῦ ὁ κύριός μου ἔχει τόσην
ἐμπιστοσύνην εἰς ἐμέ, μέχρι σημείου
ὥστε τίποτε νὰ μὴ γνωρίζῃ ἀπὸ
τὰ πράγματα καὶ τὶς ὑποθέσεις τοῦ
σπιτιοῦ του καὶ ὅλα, ὅσα ἔχει,
τὰ παρέδωσε εἰς τὴν ἀπόλυτον διαχείρισίν
μου· |
9
καὶ οὐχ ὑπερέχει ἐν τῇ
οἰκίᾳ ταύτῃ οὐδὲν
ἐμοῦ, οὐδὲ ὑπιξῄρηται
ἀπ' ἐμοῦ οὐδὲν πλὴν σοῦ,
διὰ τὸ σὲ γυναῖκα αὐτοῦ
εἶναι, καὶ πῶς ποιήσω τὸ ρῆμα
τὸ πονηρὸν τοῦτο, καὶ ἁμαρτήσομαι
ἐναντίον τοῦ Θεοῦ;
|
9
καὶ κανεὶς δὲν εἶναι ἀνώτερός
μου εἰς αὐτὴν τὴν οἰκίαν
οὔτε ἔχει ἐξαιρεθῆ ἀπὸ
τὴν δικαιοδοσίαν μου κανείς, πλὴν
σοῦ ἡ ὁποία εἶσαι σύζυγός
του, πῶς ἐγὼ θὰ πράξω τὴν
πονηρὰν αὐτὴν πρᾶξιν καὶ θὰ
ἁμαρτήσω ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ;>
|
9
καὶ ἀφοῦ ὁ κύριός μου ἔχει δώσει
τόσην ἐλευθερίαν εὶς ἐμέ, ποὺ εἶμαι
ξένος, ὑπηρέτης καὶ αἰχμάλωτός του, καὶ
δεν εἶναι εἰς τίποτε ἀνώτερός μου μέσα εἰς
αὐτὸ τὸ σπίτι (ἢ κατ’ ἄλλην
γραφήν: Καὶ δὲν ὑπάρχει κανένας ἄλλος
ἀνώτερός μου εἰς αὐτὸ τὸ σπίτι)
οὔτε κρατεῖ τίποτε περισσότερον ἀπὸ
ἑμέ, ἐκτὸς ἀπὸ σέ, διότι σὺ
εἶσαι γυναῖκα του, πῶς ἐγὼ θὰ
κάμω αὐτὴν τὴν τόσον πονηρὰν πρᾶξιν
καὶ θὰ ἀτιμάσω ἕνα τέτοιον κύριον;
Καὶ τὸ σπουδαιότερον, πῶς ἐγὼ
θὰ ἁμαρτήσω ἐμπρὸς εἰς τὰ
μάτια τοῦ παναγίου Θεοῦ; Διότι καὶ ἂν
ἀκόμη διαφύγωμεν τὴν προσοχὴν ὅλων,
εἶναι ἀδύνατον νὰ ἀποφύγωμεν τὸ
ἄγρυπνον βλέμμα τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος
ὅλα τὰ βλέπει>. |
10
Ἡνίκα δὲ ἐλάλει τῷ Ἰωσὴφ
ἡμέραν ἐξ ἡμέρας, καὶ
οὐχ ὑπήκουεν αὐτῇ καθεύδειν
μετ' αὐτῆς τοῦ συγγενέσθαι αὐτῇ.
|
10
Μολονότι δὲ ἐκείνη κάθε ἡμέραν
ὡμίλει δελεαστικῶς πρὸς τὸν
Ἰωσὴφ καὶ προσεπάθει νὰ τὸν
παρασύρῃ, ἐκεῖνος δὲν ὑπεχώρει,
ὥστε νὰ κοιμηθῇ μαζῆ της καὶ
νὰ ἔλθῃ εἰς συνάφειαν μὲ
αὐτήν. |
10
Παρ’ ὅλον ὅτι ἐκείνη ἐπροκαλοῦσε
τὸν Ἰωσὴφ καθημερινῶς καὶ παρ’
ὅλον ὅτι ὁ πειρασμὸς τὸν ἐπολιορκοῦσε
συνεχῶς, αὐτὸς ἀπέκρουε πάντοτε μὲ
σταθερότητα τὶς δελεαστικὲς προτάσεις της νὰ
κοιμηθῇ μαζί της καὶ νὰ ἔλθῃ
εἰς σαρκικὴν ἕνωσιν μὲ αὐτήν.
|
11
Ἐγένετο δὲ τοιαύτη τις ἡμέρα,
καὶ εἰσῆλθεν Ἰωσὴφ εἰς
τὴν οἰκίαν ποιεῖν τὰ ἔργα
αὐτοῦ, καὶ οὐδεὶς ἦν ἐν
τῇ οἰκίᾳ ἔσω,
|
11
Κάποιαν ὅμως ἡμέραν, ὅταν ὁ
Ἰωσὴφ εἰσῆλθεν εἰς τὴν
οἰκίαν, διὰ νὰ ἀσχοληθῇ
μὲ τὰ συνήθη ἔργα του, καὶ κανεὶς
ἄλλος δὲν εὑρίσκετο εἰς τὸ
ἐσωτερικὸν τοῦ σπιτιοῦ,
|
11
Ἐκείνη ὅμως δὲν ἐσταμάτησε τὶς
προκλήσεις της. Κάποιαν ἡμέραν ὁ Ἰωσὴφ
ἐμπῆκε εἰς τὸ σπίτι τοῦ κυρίου
του διὰ τὴν συνηθισμένην ὑπηρεσίαν του,
διὰ νὰ ἐκτελέσῃ τὰ καθήκοντά
του· τὴν ἡμέραν
δὲ ἐκείνην δὲν ὑπῆρχε κανένας
ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ ὑπηρετοῦσαν
μέσα εἰς τὸ σπίτι. |
12
καὶ ἐπεσπάσατο αὐτὸν τῶν
ἱματίων λέγουσα· κοιμήθητι μετ'
ἐμοῦ, καὶ καταλιπὼν τὰ ἱμάτια
αὐτοῦ ἐν ταῖς χερσὶν αὐτῆς
ἔφυγε καὶ ἐξῆλθεν ἔξω.
|
12
ἡ γυνὴ τοῦ Πετεφρῆ ἐπωφελήθη
ἀπὸ τὴν εὐκαιρίαν αὐτήν,
ἐτράβηξεν αὐτὸν ἀπὸ τὸ
ἔνδυμα καὶ τοῦ ἔλεγε· <κοιμήσου
μαζῆ μου>. Ὁ Ἰωσὴφ ἀφῆκεν
εἰς τὰ χέρια της τὸ ἱμάτιον
αὐτοῦ, ἔφυγε, καὶ ἐβγῆκεν
ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι.
|
12
Ἡ ἀκόλαστος γυναῖκα τοῦ Πετεφρῆ
ἐξεμεταλλεύθη τὴν περίστασιν καὶ ὥρμησεν
ἐπάνω εἰς τὸν νέον Ἰωσήφ, τὸν
ἐκράτησε σφιγκτὰ ἀπὸ τὰ ροῦχα
καὶ τοῦ εἶπε: <Ξάπλωσε εἰς τὸ
κρεββάτι μαζί μου>. Ἀλλὰ ὁ σώφρων Ἰωσήφ,
ἐνισχυόμενος ἀπὸ τὴν χάριν τοῦ
Θεοῦ, δὲν συγκατετέθη καὶ δὲν ὑπέκυψε.
Ἀφοῦ ἀφῆκε τὰ ροῦχα του
εἰς τὰ χέρια της, ἔφυγε τρέχοντας καὶ
ἐβγῆκε γρήγορα ἔξω ἀπὸ τὸ
σπίτι σχεδὸν γυμνός. |
13
Καὶ ἐγένετο ὡς εἶδεν, ὅτι
καταλιπὼν τὰ ἱμάτια αὐτοῦ
ἐν ταῖς χερσὶν αὐτῆς ἔφυγε
καὶ ἐξῆλθεν ἔξω,
|
13
Ἐκείνη, ὅταν εἶδεν ὅτι ὁ
Ἰωσὴφ ἀφήσας εἰς τὰ χέρια
της τὸ ἱμάτιόν του, ἔφυγε καὶ
ἐξῆλθεν ἀπὸ τὸ σπίτι,
κατελήφθη ἀπὸ ἀγρίαν μανίαν
ἐκδικήσεως, |
13
Ὅταν ἡ Αἰγυπτία εἶδεν, ὅτι
ὁ νέος ἐγκατέλειψε τὰ ροῦχα του εἰς
τὰ χέρια της καὶ ἔφυγε τρέχοντας καὶ
ἐβγῆκε γρήγορα ἔξω ἀπὸ τὸ
σπίτι καὶ ἐπειδὴ (ἡ Αἰγυπτία)
δὲν ὑπέφερε πλέον τὴν ἐντροπὴν
καὶ τὴν προσβολὴν ποὺ ἔπαθε,
ἀπεφάσισε νὰ τὸν ἐκδικηθῇ.
|
14
καὶ ἐκάλεσε τοὺς ὄντας ἐν
τῇ οἰκίᾳ καὶ εἶπεν αὐτοῖς
λέγουσα· ἴδετε, εἰσήγαγεν ἡμῖν
παῖδα Ἑβραῖον ἐμπαίζειν ἡμῖν·
εἰσῆλθε πρός με λέγων· κοιμήθητι
μετ' ἐμοῦ, καὶ ἐβόησα φωνῇ
μεγάλῃ. |
14
ἐφώναξε τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ
εὐρίσκοντο εἰς τὴν οἰκίαν,
καὶ τοὺς εἶπεν· <ἰδέτε,
τὸ σύζυγός μου ἔβαλε μέσα εἰς
τὸ σπίτι μας αὐτὸν τὸν Ἑβραῖον
δοῦλον, διὰ νὰ μᾶς ἐξευτελίσῃ.
Αὐτὸς εἰσῆλθεν εἰς τὸν
κοιτῶνα μου καὶ μοῦ εἶπε· κοιμήσου
μαζῆ μου. Ἐγὼ ὅμως ἔβγαλα μεγάλην
φωνήν. |
14
Ἔτσι ἐκάλεσεν ὅλους, ὅσοι ὑπηρετοῦσαν
εἰς τὸ σπίτι της, ἐπεχείρησε δὲ νὰ
τοὺς ἐξαπατήσῃ μὲ συκοφαντίες κατὰ
τοῦ Ἰωσὴφ καὶ τοὺς εἶπε:
<Κυττάξετε· ὁ σύζυγός μου ἔφερεν εἰς
τὸ σπίτι νὰ μένῃ μαζί μας δοῦλον
Ἑβραῖον, διὰ νὰ μᾶς προσβάλῃ
καὶ νὰ μᾶς ἐξευτελίσῃ.
Αὐτὸς ὁ Ἑβραῖος δοῦλος
ἐμπῆκε μὲ ἀνήθικον σκοπὸν
εἰς τὸ δωμάτιόν μου καὶ μοῦ εἶπε:
<Ξάπλωσε εἰς τὸ κρεββάτι μαζί μοι>. Ἐγὼ
ὅμως δὲν ἐδέχθηκα καὶ ἐφώναξα
ἀμέσως μὲ φωνὴν δυνατήν.
|
15
Ἐν δὲ τῷ ἀκοῦσαι αὐτὸν
ὅτι ὕψωσα τὴν φωνήν μου καὶ
ἐβόησα, καταλιπὼν τὰ ἱμάτια
αὐτοῦ παρ' ἐμοὶ ἔφυγε καὶ
ἐξῆλθεν ἔξω. |
15
Ἐκεῖνος ὅταν ἤκουσεν ὅτι ὕψωσα
τὴν φωνήν μου καὶ ἔκραξα, ἀφῆκεν
εἰς τὰ χέρια μου τὸ ἱμάτιόν
του, ἔφυγε καὶ ἐβγῆκεν ἀπὸ
τὸ σπίτι>. |
15
Αὐτὸς δέ, μόλις εἶδε ὅτι ἔβαλα
τὶς φωνὲς καὶ ἐφώναζα δυνατά,
ἀφοῦ ἀφῆκε τὰ ροῦχα του
δίπλα μου, ἔφυγε γρήγορα καὶ ἐτρεξεν
ἔξω>. |
16
Καὶ καταλιμπάνει τὰ ἱμάτια παρ'
ἑαυτῇ, ἕως ἦλθεν ὁ κύριος
εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ.
|
16
Ἡ γυναῖκα αὐτὴ ἀφῆκε πλησίον
της τὸ ἱμάτιον τοῦ Ἰωσήφ,
μέχρις ὅτου ἦλθεν ὁ σύζυγός
της εἰς τὴν οἰκίαν,
|
16
Καὶ ἡ ἀσυνείδητη ἐκείνη γυναῖκα
ἐκράτησε καὶ ἐφύλαξε τὰ ρουχα
τοῦ ἀθώου καὶ ἀγνοῦ Ἰωσὴφ
κοντά της, μέχρις ὅτου ἦλθεν εἰς τὸ
σπίτι του ὁ σύζυγός της. |
17
Καὶ ἐλάλησεν αὐτῷ κατὰ
τὰ ρήματα ταῦτα λέγουσα· εἰσῆλθε
πρός με ὁ παῖς ὁ Ἑβραῖος,
ὃν εἰσήγαγες πρὸς ἡμᾶς,
ἐμπαῖξαί μοι καὶ εἶπέ
μοι· κοιμηθήσομαι μετὰ σοῦ·
|
17
πρὸς τὸν ὁποῖον αὐτὴ εἶπε
τὰ ἴδια λόγια· <Ὁ Ἑβραῖος
αὐτὸς δοῦλος, τὸν ὁποῖον
σὺ εἰσήγαγες γενικὸν ἐπόπτην
εἰς τὸν οἶκον, εἰσῆλθεν εἰς
τὸν κοιτῶνα μου, διὰ νὰ μὲ ἐξευτελίσῃ
καὶ μοῦ εἶπε· θὰ κοιμηθῶ
μαζῆ σου. Ἀλλὰ ἐγὼ ἐφώναξα
μὲ ὅλην μου τὴν δύναμιν.
|
17
Καὶ τότε διηγήθη εἰς τὸν ἄνδρα της
τὴν ἰδίαν συκοφαντικὴν ἱστορίαν καὶ
τοῦ εἶπε: <Ἦλθεν εἰς τὸ δωμάτιόν
μου ὁ δοῦλος ἐκεῖνος ὁ Ἑβραῖος,
τὸν ὁποῖον ἔφερες εἰς τὸ
σπίτι μας καὶ τὸν ἔβαλες γενικὸν διαχειριστήν,
διὰ νὰ μὲ προσβάλῃ καὶ νὰ
μὲ ἐξευτελίσῃ καὶ μοῦ
εἶπε: <Θὰ κοιμηθῶ μαζί σου>.
|
18
ὡς δὲ ἤκουσεν ὅτι ὕψωσα
τὴν φωνήν μου καὶ ἐβόησα,
καταλιπὼν τὰ ἱμάτια αὐτοῦ
παρ' ἐμοὶ ἔφυγε ἐξῆλθεν ἔξω.
|
18
Ὁταν δὲ ἐκεῖνος ἤκουσεν ὅτι
ὕψωσα τὴν φωνήν μου καὶ ἐφώναξα,
ἀφῆκε τὸ ἱμάτιόν του κοντά
μου, ἔφυγε καὶ ἐβγῆκε ἔξω ἀπὸ
τὸ σπίτι>. |
18
Μόλις ὅμως ἄκουσε, ὅτι ἔβαλα τὶς
φωνὲς καὶ ἐφώναζα δυνατά, ἀφοῦ
ἀφῆκε τὰ ροῦχα του δίπλα μου,
ἔφυγε γρήγορα καὶ ἔτρεξεν ἔξω>.
|
19
Ἐγένετο δέ, ὡς ἤκουσεν ὁ
κύριος τοῦ τὰ ρήματα τῆς γυναικὸς
αὐτοῦ, ὅσα ἐλάλησε πρὸς
αὐτόν, λέγουσα· οὕτως ἐποίησέ
μοι ὁ παῖς καὶ ἐθυμώθη
ὀργῇ. |
19
Ὁταν ὁ κύριος τοῦ ᾿Ιωσὴφ
ἤκουσε τὰ λόγια αὐτὰ τῆς
γυναικός του, ἡ ὁποία τοῦ εἶπεν
ὅτι αὐτὰ μοῦ ἔκαμεν ὁ
δοῦλος σου, κατελήφθη ἀπὸ μεγάλην
ὀργήν. |
19
Ὅταν ὁ κύριος τοῦ Ἰωσὴφ ἄκουσε
τὰ λόγια τῆς συζύγου του καὶ ὅσα τοῦ
διηγήθη λέγουσα <αὐτὰ μοῦ ἔκαμε
καὶ ἔτσι μοῦ συμπεριεφέρθη ὁ δοῦλος
σου>, ἄναψε ἀπὸ θυμόν, ἐξωργίσθη.
|
20
Καὶ Λαβὼν ὁ κύριος ᾿Ιωσὴφ
ἐνέβαλεν αὐτὸν εἰς τὸ
ὀχύρωμα, εἰς τὸν τόπον, ἐν
τῷ οἱ δεσμῶται τοῦ βασιλέως
κατέχονται ἐκεῖ ἐν τῷ ὠχυρώματι.
|
20
Καὶ λαβὼν τὸν ᾿Ιωσὴφ τὸν
ἔρριψεν εἰς τὴν ὀχυρὰν φυλακήν,
εἰς τὸν τόπον, ὅπου οἱ φυλακισμένοι
τοῦ βασιλέως κρατοῦνται κλεισμένοι.
|
20
Καὶ ἀφοῦ συνέλαβε τὸν ἀθῶον
Ἰωσήφ, τὸν ἔρριψεν εἰς τὴν ὠχυρωμένην
φυλακήν, εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον ὅπου
κρατοῦνται κλεισμένοι οἱ βαρυποινίτες τοῦ
βασιλέως. Καὶ ὁ δίκαιος Ἰωσὴφ
ὑπέμεινε τὴν ἄδικον φυλάκισιν μὲ σιωπήν,
πραότητα καὶ ὑπομονήν. |
21
Καὶ ἦν Κύριος μετὰ Ἰωσὴφ
καὶ κατέχεεν αὐτοῦ ἔλεος καὶ
ἔδωκεν αὐτῷ χάριν ἐναντίον
τοῦ ἀρχιδεσμοφύλακος,
|
21
Ὁ Κύριος ὅμως καὶ Θεὸς ἦτο
μαζῆ μὲ τὸν Ἰωσήφ, ἔστειλεν
εἰς αὐτὸν τὸ ἔλεός του,
ὥστε νὰ βρῇ ὁ Ἰωσὴφ εὐμενῆ
ὑποδοχὴν ἀπὸ τὸν ἀρχιδεσμοφύλακα.
|
21
Διὰ τοῦτο ὁ Κύριος ἦταν μαζὶ
μὲ τὸν ἀθῶον καὶ σώφρονα δοῦλον
του εἰς τὴν φυλακήν, τὸν συνώδευε μὲ
τὴν ἀγάπην καὶ τὴν εὐσπλαγχνίαν
του καὶ τὸν εὐλογοῦσε. Ἔκαμε
δὲ τὸν ἀρχιδεσμοφύλακα νὰ λυπηθῇ
καὶ νὰ συμπαθήσῃ τὸν Ἰωσὴφ
καὶ νὰ δείξῃ πρὸς αὐτὸν
πολλὴν εὔνοιαν. |
22
καὶ ἔδωκεν ὁ ἀρχιδεσμοφύλαξ
τὸ δεσμωτήριον διὰ χειρὸς Ἰωσὴφ
καὶ πάντας τοὺς ἀπηγμένους,
ὅσοι ἐν τῷ δεσμωτηρίῳ, καὶ
πάντα ὅσα ποιοῦσιν ἐκεῖ, αὐτὸς
ἦν ποιῶν. |
22
Ὁ ἀρχιδεσμοφύλαξ, ἐπειδὴ ἐγνώρισε
τὴν ἐντιμότητα τοῦ Ἰωσήφ,
τοῦ ἐνεπιστεύθη τὴν φυλακὴν
καὶ ὅλους τοὺς ἐγκλείστους εἰς
τὸ δεσμωτήριον. Καὶ ἔτσι περιῆλθον
εἰς τὰ χέρια τοῦ Ἰωσὴφ
ὅλα, ὅσα γίνονται εἰς τὸ δεσμωτήριον.
|
22
Τόση δὲ ἦταν ἡ εὔνοια τοῦ ἀρχιδεσμοφύλακος
πρὸς τὸν φυλακισμένον Ἰωσήφ, ὥστε
ἐνεπιστεύθη εἰς τὰ χέρια του ὅλην
τὴν φυλακὴν καὶ ὅλους, ὅσοι
ἐκρατοῦντο εἰς τὴν φυλακήν. Καὶ
δι’ ὅλα, ὅσα ἔπρεπε νὰ γίνουν εἰς
τὴν φυλακήν, εἶχεν ὁ Ἰωσὴφ τὴν
ἐποπτείαν καὶ ἐκεῖνος τὰ ἐκανόνιζε,
τὰ κατηύθυνε καὶ τὰ ἐξουσίαζε.
|
23
Οὐκ ἦν ὁ ἀρχιδεσμοφύλαξ τοῦ
δεσμωτηρίου γινώσκων δι' αὐτὸν οὐδέν·
πάντα γὰρ ἦν διὰ χειρὸς Ἰωσὴφ
διὰ τὸ τὸν Κύριον μετ' αὐτοῦ
εἶναι, καὶ ὅσα αὐτὸς ἐποίει,
ὁ Κύριος εὐώδου ἐν ταῖς
χερσὶν αὐτοῦ. |
23
Ὁ δὲ ἀρχιδεσμοφύλαξ διὰ τὴν
ἐμπιστοσύνην ποὺ εἶχεν εἰς τὸν
Ἰωσήφ, τίποτε πλέον δὲν ἐγνώριζεν
ἀπὸ ὅσα ἐγίνοντο εἰς τὴν
φυλακὴν διότι ὅλα εὑρίσκοντο
εἰς τὴν συνετὴν διαχείρισιν τοῦ
Ἰωσήφ, ἐπειδὴ ὁ Κύριος
ἦτο μαζῆ του. Ὅλα δὲ ὅσα ἔπραττεν
ὁ Ἰωσήφ, τὰ κατευώδωνεν ὁ
Κύριος καὶ εὐλογοῦσε τὰ ἔργα
τῶν χειρῶν του. |
23
Ὁ ἀρχιδεσμοφύλακας εἶχε τόσον μεγάλην ἐμπιστοσύνην
εἰς τὸν Ἰωσήφ, ὥστε ὁ ἴδιος
δὲν ἐγνώριζεν οὔτε ἤθελε νὰ
μάθῃ τίποτε ἀπὸ ὅσα ἐγίνοντο
εἰς τὴν φυλακήν. Καὶ τοῦτο, διότι
ὅλα, ὅσα εὑρίσκοντο εἰς τὴν
ἐξουσίαν καὶ τὴν διαχείρισιν τοῦ φυλακισμένου
Ἰωσήφ, ἐγίνοντο πολὺ καλά, ἐπειδὴ
ὁ Κύριος ἦταν μαζί του. Ἕνεκα τούτου
ὅλα, ὅσα ἔκαμνε καὶ ἐπιχειροῦσε
ὁ Ἰωσήφ, ὁ Κύριος τὰ εὐλογοῦσε
καὶ τὰ ἐφερνε εἰς αἴσιον πέρας
καὶ ἔτσι εἶχαν ὅλα ἐπιτυχημένην
ἔκβασιν. |