Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
δὼν
δὲ Ἰακὼβ ὅτι ἐστὶ πρᾶσις
ἐν Αἰγύπτῳ, εἶπε τοῖς
υἱοῖς αὐτοῦ· ἱνατὶ
ραθυμεῖτε; |
πεῖνα
εἶχεν ἁπλωθῆ καὶ εἰς τὴν
γῆν Χαναάν, ὅπου κατοικοῦσεν ὁ
Ἰακώβ. Πληροφορηθεὶς δὲ ὁ Ἰακὼβ
ὅτι εἰς τὴν Αἴγυπτον πωλεῖται
σῖτος εἶπεν εἰς τὰ παιδιά του·
<διατὶ ἀμελεῖτε; |
πεῖνα ἐπεκράτησεν εἰς ὅλες τὶς
χῶρες, ποὺ ἐσυνώρευαν μὲ τὴν
Αἴγυπτον, καὶ ἔφθασε καὶ εἰς
τὴν Χαναάν, ὅπου ἑκατοικοῦσε ὁ
Ἰακώβ μὲ τὰ παιδιά του. Ὅταν
ὁ Ἰακὼβ ἐπληροφορήθη, ὅτι πωλοῦν
σιτάρι εἰς τὴν Αἴγυπτον, εἶπεν εἰς
τοὺς υἱούς του: <Διατὶ κάθεσθε
καὶ κοιτάζετε ἀπελπισμένοι ὁ ἕνας
τὸν ἄλλον μὲ σταυρωμένα τὰ χέρια;
|
2
Ἰδοὺ ἀκήκοα ὅτι ἐστὶ
σῖτος ἐν Αἰγύπτῳ· κατάβητε
ἐκεῖ καὶ πρίασθε ὑμῖν
μικρὰ βρώματα ἵνα ζήσωμεν καὶ
μὴ ἀποθάνωμεν.
|
2
Ἰδού, ἐχω, πληροφορηθῆ, ὅτι
ὑπάρχει σιτάρι εἰς τῇ Αἴγυπτον.
Πηγαίνετε ἐκεῖ καὶ ἀγοράσατε
δι' ἡμᾶς ὀλίγα τρόφιμα, διὰ
νὰ ζήσωμεν καὶ μὴ ἀποθάνωμεν
ἀπὸ τὴν πεῖναν>.
|
2
Νά· ἐπληροφορήθηκα, ὅτι ὑπάρχει σιτάρι εἰς
τὴν Αἴγυπτον σηκωθῆτε καὶ πηγαίνετε
ἐκεῖ καὶ ἀγοράσετε διὰ λογαριασμόν
μας ὀλίγα τρόφιμα, ὥστε νὰ ζήσωμεν καὶ
νὰ μὴ ἀποθάνωμεν ἀπὸ τὴν
πεῖναν>. |
3
Κατέβησαν δὲ οἱ ἀδελφοὶ Ἰωσὴφ
οἱ δέκα πρίασθαι σῖτον ἐξ Αἰγύπτου·
|
3
Οἱ δέκα ἀδελφοὶ τοῦ Ἰωσὴφ
ἀνεχώρησαν, διὰ νὰ ἀγοράσουν
σῖτον ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον.
|
3
Ἔτσι οἱ δέκα ἀδελφοὶ τοῦ Ἰωσὴφ
ἐπῆγαν εἰς τὴν Αἴγυπτον, διὰ
νὰ ἀγοράσουν ἀπὸ ἐκεῖ
σιτάρι. |
4
τὸν δὲ Βενιαμὶν τὸν ἀδελφὸν
Ἰωσὴφ οὐκ ἀπέστειλε μετὰ
τὸν ἀδελφῶν αὐτοῦ, εἶπε
γάρ· μή ποτε συμβῇ αὐτῷ
μαλακία. |
4
Ὁ Ἰακὼβ δὲν ἔστειλε μαζῆ
μὲ τοὺς ἀδελφούς του τὸν Βενιαμίν,
τὸν ἀδελφὸν τοῦ Ἰωσὴφ
ἐκ τῆς Ραχήλ, διότι ἐφοβήθη
σκεφθεὶς μήπως τυχὸν συμβῇ καὶ
εἰς αὐτὸν κανένα δυστύχημα.
|
4
Ἐπῆγαν μόνον οἱ δέκα, διότι τὸν μικρότερον
υἱόν του, τὸν Βενιαμίν, ὁ ὁποῖος
ἦταν ἀδελφὸς τοῦ Ἰωσὴφ
ἀπὸ τὴν ἰδίαν μητέρα, τὴν Ραχήλ,
δὲν τὸν ἀπέστειλε μαζί των· ὁ
Ἰακὼβ ἐφοβήθη τὸ νεαρὸν τῆς
ἡλικίας του καὶ ἐσκέφθη καὶ εἶπε·
<μήπως τυχὸν τοῦ συμβῇ κανένα κακόν>.
|
5
Ἦλθον δὲ οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ
ἀγοράζειν μετὰ τῶν ἐρχομένων·
ἦν γὰρ ὁ λιμὸς ἐν γῇ
Χαναάν. |
5
Οἱ υἱοὶ τοῦ Ἰακὼβ ἦλθον
εἰς τὴν Αἴγυπτον μαζῆ μὲ ἄλλους,
οἱ ὁποῖοι μετέβαιναν ἐπίσης
ἐκεῖ, διὰ νὰ ἀγοράσουν
τρόφιμα, ἐπειδὴ ἡ πεῖνα ἐπικρατοῦσε
καὶ εἰς τὴν χώραν Χαναάν.
|
5
Τὰ δέκα παιδιὰ τοῦ Ἰακώβ, οἱ
Ἰσραηλῖται, ἔφθασαν μὲ ἄλλους
ταξιδιῶτες εἰς τὴν Αἴγυπτον, διὰ
νὰ ἀγοράσουν σιτάρι· διότι ἡ
πεῖνα εἶχεν ἀπλωθῆ καὶ εἰς
τὴν χώραν τῆς Χαναάν. |
6
Ἰωσὴφ δὲ ἦν ὁ ἄρχων τῆς
γῆς, οὗτος ἐπώλει παντὶ τῷ
λαῷ, τῆς γῆς· ἐλθόντες
δὲ οἱ ἀδελφοὶ Ἰωσὴφ προσεκύνησαν
αὐτῷ ἐπὶ πρόσωπον ἐπὶ
τὴν γῆν. |
6
Ὁ Ἰωσὴφ ἦτο ἀντιβασιλεὺς
τῆς Αἰγύπτου· αὐτὸς διὰ
τῶν ὀργάνων του ἐπωλοῦσε σῖτον
εἰς ὅλον τὸν λαὸν τῆς Αἰγύπτου.
Οἱ δὲ ἀδελφοί του ἐλθόντες
εἰς τὴν Αἴγυπτον τὸν προσεκύνησαν
μέχρις ἐδάφους. |
6
Ὁ Ἰωσὴφ δὲ ἦταν ὁ ἀντιβασιλιᾶς
καὶ ἄρχων ὅλης τῆς Αἰγύπτου.
Αὐτὸς ἐπωλοῦσε σιτάρι εἰς ὅλους,
ὅσοι ἤρχοντο ἀπὸ ὅλες τὶς
χῶρες τῆς γῆς. Οἱ ἀδελφοὶ
τοῦ Ἰωσήφ, ἀφοῦ ἔφθασαν εἰς
τὴν Αἴγυπτον καὶ παρουσιάσθησαν ἐμπρός
του, ἔπεσαν μὲ τὸ πρόσωπον εἰς τὴν
γῆν καὶ ἐπροσκύνησαν τὸν Ἰωσήφ,
ὡς ἄρχοντα τῆς χώρας.
|
7
Ἰδὼν δὲ Ἰωσὴφ τοὺς ἀδελφοὺς
αὐτοῦ ἐπέγνω καὶ ἠλλοτριοῦτο
ἀπ' αὐτῶν καὶ ἐλάλησεν
αὐτοῖς σκληρὰ καὶ εἶπεν αὐτοῖς·
πόθεν ἥκατε; Οἱ δὲ εἶπον·
ἐκ γῆς Χαναὰν ἀγοράσαι βρώματα.
|
7
Ὅταν εἶδεν ὁ Ἰωσὴφ τοὺς
ἀδελφούς του, τοὺς ἀνεγνώρισεν,
ἀλλὰ ἐφέρετο πρὸς αὐτοὺς
ὦσαν ξένος. Τοὺς ὡμίλησε μάλιστα
κατὰ τρόπον τραχὺν καὶ τοὺς
εἶπεν· <ἀπὸ ποῦ ἤλθατε;>
Ἐκεῖνοι εἶπον· <ἀπὸ
τὴν γῆν Χαναάν, διὰ νὰ ἀγοράσωμεν
τροφάς>. |
7
Ὁ Ἰωσὴφ μόλις εἶδε τοὺς ἀδελφούς
του, τοὺς ἀνεγνώρισεν ἀμέσως· ἐπειδὴ
ὅμως ἤθελε νὰ μείνῃ ἄγνωστος,
τοὺς ἐφέρετο ὡσὰν νὰ ἦταν
ξένος· τοὺς ἐμίλησε δὲ μὲ
προσποιητὴν αὐστηρότητα καὶ σκληρότητα καὶ
τοὺς ἐρώτησε: <Ἀπὸ ποῦ
ἤλθατε;> Αὐτοὶ δὲ τοῦ ἀπάντησαν·
<ἀπὸ τὴν χώραν τῆς Χαναάν, διὰ
νὰ ἀγοράσωμεν τρόφιμα>. |
8
Ἐπέγνω δὲ ᾿Ιωσὴφ τοὺς
ἀδελφοὺς αὐτοῦ, αὐτοὶ
δὲ οὐκ ἐπέγνωσα αὐτόν.
|
8
Ὁ Ἰωσὴφ ἀνεγνώρισε τοὺς
ἀδελφούς του, ἐκεῖνοι ὅμως δὲν
τὸν ἀνεγνώρισαν. |
8
Ὁ Ἰωσὴφ ἀνεγνώρισε τοὺς ἀδελφούς
του, ἐνῷ αὐτοὶ δεν τὸν ἀνεγνώρισαν.
|
9
Καὶ ἐμνήσθη Ἰωσὴφ τῶν
ἐνυπνίων αὐτοῦ, ὧν εἶδεν
αὐτός, καὶ εἶπεν αὐτοῖς·
κατάσκοποί ἐστε, κατανοῆσαι τὰ
ἴχνη τῆς χώρας ἥκατε.
|
9
Ὅταν δὲ εἶδε τοὺς ἀδελφούς
του νὰ τὸν προσκυνοῦν ἐνεθυμήθη
τὰ ὄνειρα, τὰ ὁποῖα εἶχεν
ἴδει. Ἔπειτα τοὺς εἶπεν· <εἶσθε
κατάσκοποι· ἤλθατε ἐδῶ, διὰ
νὰ κατασκοπεύσετε τὰ ἐπίκαιρα
σημεῖα τῆς χώρας μου>.
|
9
Καὶ ὁ Ἰωσήφ, ὅταν τοὺς εἶδε
νὰ τὸν προσκυνοῦν, ἐνεθυμήθη τὰ
ὄνειρα, τὰ ὁποῖα εἶδε διὰ
τοὺς ἀδελφούς του, ὅταν ἦταν
εἰς τὴν Χαναάν, καὶ τοὺς εἶπε
μὲ προσποιητὴν αὐστηρότητα: <Δὲν
ἤλθατε ἐδῶ μὲ ἁγνὴν διάθεσιν·
εἶσθε κατάσκοποι καὶ ἤλθατε διὰ να
κατασκοπεύσετε τὰ διάφορα μέρη καὶ τοὺς
δρόμους τῆς χώρας αὐτῆς καὶ νὰ
ἑξακριβώσετε εἰς ποία σημεῖα εἶναι
ἀδύνατη>. |
10
Οἱ δὲ εἶπαν· οὐχί, κύριε,
οἱ παῖδές σου ἤλθομεν πρίασθαι
βρώματα. |
10
Ἐκεῖνοι τοῦ ἀπήντησαν·
<ὄχι, κύριε, δὲν εἴμεθα κατάσκοποι.
Οἱ δοῦλοί σου ἤλθομεν ἐδῶ
νὰ ἀγοράσωμεν τροφάς.
|
10
<Ὄχι, κύριε>, τοῦ ἀπάντησαν
αὐτοὶ ταπεινὰ καὶ γεμᾶτοι φόβον·
<οἱ δοῦλοι σου ἤλθαμε διὰ νὰ
ἀγοράσωμεν τρόφιμα. |
11
Πάντες ἐσμὲν υἱοὶ ἑνὸς
ἀνθρώπου· εἰρηνικοί ἐσμεν,
οὐκ εἰσὶν οἱ παῖδές σου
κατάσκοποι. |
11
Ὅλοι εἴμεθα παιδιὰ ἑνὸς πατρός·
εἴμεθα εἰρηνικοὶ καὶ τίμιοι
ἄνθρωποι· οἱ δοῦλοὶ σου δὲν
εἶναι κατάσκοποι>. |
11
Καὶ οἱ δέκα εἴμεθα ἀδελφοί, παιδιὰ
ἐνὸς πατέρα· εἴμεθα ἄνθρωποι φιλήσυχοι
καὶ εἰλικρινεῖς· δεν εἴμεθα, οἱ
δοῦλοι σου, κατάσκοποι, ποὺ ἤλθαμε μὲ
δόλον καὶ κακὸν σκοπόν>.
|
12
Εἶπε δὲ αὐτοῖς· οὐχί,
ἀλλὰ τὰ ἴχνη τῆς γῆς ἤλθετε
ἰδεῖν. |
12
Εἶπε δὲ ἐκεῖνος πρὸς αὐτούς·
<ὄχι! δὲν σᾶς πιστεύω· ἤλθατε
νὰ ἀνιχνεύσετε τὰ ἀσθενῆ
καὶ ἐπίκαιρα σημεῖα τῆς χώρας
μου>. |
12
Ἐπειδὴ ὅμως ἐκεῖνοι δὲν
ἔλεγαν τὰ ὅσα ἤθελε να μάθῃ
ὁ Ἰωσήφ, δι ’ αὐτὸ ἐπέμενε καὶ
τοὺς εἶπε πάλιν μὲ τόνον σκληρὸν καὶ
τραχύν: <Ὄχι! αὐτὰ ποὺ λέγετε εἶναι
δικαιολογίες· ἤλθατε νὰ κατασκοπεύσετε τὰ
διάφορα μέρη καὶ τοὺς δρόμους τῆς χώρας
αὐτῆς καὶ νὰ ἑξακριβώσετε
εἰς ποία σημεῖα εἶναι ἀδύνατη>.
|
13
Οἱ δὲ εἶπαν· δώδεκά ἐσμεν
οἱ παῖδές σου ἀδελφοὶ ἐν
γῇ Χαναάν, καὶ ἰδοὺ ὁ
νεώτερος μετὰ τοῦ πατρὸς ἡμῶν
σήμερον, ὁ δὲ ἕτερος οὐχ ὑπάρχει.
|
13
Ἐκεῖνοι πάλιν
ἀπήντησαν· <ἡμεῖς,
οἱ δοῦλοι σου,
εἴμεθα δώδεκα ἀδελφοὶ
καὶ κατοικοῦμεν εἰς τὴν χώραν
Χαναάν. Καὶ ἰδού, ὁ νεώτερος
ἀπὸ ἡμᾶς εὑρίσκεται σήμερον
μαζῆ μὲ τὸν πατέρα μας εἰς τὴν
Χαναάν, ὁ δὲ ἄλλος δὲν ὑπάρχει
πλέον>. |
13
Τότε οἱ ἀδελφοί του, τρομαγμένοι ἀκόμη
περισσότερον καὶ πιεζόμενοι ἀπὸ τὰ
πράγματα, ἀλλὰ καὶ διὰ νὰ τὸν
κάμουν νὰ τοὺς λυπηθῇ, τοῦ εἶπαν:
<Ἐμεῖς, οἱ δοῦλοι σου, εἴμεθα
δώδεκα ἀδελφοὶ εἰς τὴν χώραν τῆς
Χαναὰν καὶ νά· ὁ νεώτερος ἀδελφός
μας εὑρίσκεται τώρα κοντὰ εἰς τὸν
πατέρα μας, ὁ δὲ ἄλλος δὲν ὑπάρχει>.
|
14
Εἶπε δὲ αὐτοῖς Ἰωσήφ·
τοῦτό ἐστιν ὃ εἴρηκα ὑμῖν
λέγων, ὅτι κατάσκοποί ἐστε·
|
14
Εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς, ἐπιμένων
ὁ Ἰωσήφ· <αὐτὸ ποὺ
σᾶς εἶπα αὐτὸ εἶναι· εἶσθε
κατάσκοποι.
|
14
Ἐπειδὴ ὅμὼς δὲν τοῦ ἔλεγαν
ὅλην τὴν ἀλήθειαν καὶ ἐπειδὴ
ὑπωψιάσθηκε ὅτι πιθανὸν να ἔκαμαν
εἰς τὸν Βενιαμὶν ὅ,τι ἔκαμαν
καὶ εἰς τὸν ἴδιον, τοὺς εἶπε:
<Τίποτε ἀπὸ αὐτά· τὰ
πράγματα ἔχουν ὅπως σᾶς εἶπα·
ἤλθατε μὲ κακὸν σκοπόν, εἶσθε κατάσκοποι.
|
15
ἐν τούτῳ φανεῖσθε· νὴ τὴν
ὑγίειαν Φαραώ, οὐ μὴ ἐξέλθητε
ἐντεῦθεν, ἐὰν μὴ ὁ
ἀδελφὸς ὑμῶν ὁ νεώτερος
ἔλθῃ ὧδε. |
15
Ἂν λέγετε τὴν ἀλήθειαν θὰ
μοῦ τὸ ἀποδείξετε
μὲ
τοῦτο· εἴπατε ὅτι ἔχετε
ἕνα νεώτερον ἀδελφόν. Μὰ τὴν
ὑγείαν τοῦ Φαραώ,
δὲν θὰ φύγετε ἀπὸ ἐδῶ,
ἐὰν αὐτὸς ὁ νεώτερος ἀδελφάς
σας δὲν ἔλθῃ ἐδῶ.
|
15
Θὰ σᾶς δοκιμάσω λοιπὸν μὲ αὐτὸν
τὸν τρόπον· μὰ τὴν ζωὴν τοῦ
Φαραώ, δὲν θὰ φύγετε ἀπὸ ἐδῶ,
ἐὰν δὲν ἔλθῃ ἐδῶ
καὶ ὁ ἀδελφός σας ὁ μικρότερος,
διὰ νὰ πεισθῶ καὶ ἐγώ, ὅτι
μοῦ εἴπατε τὴν ἀλήθειαν.
|
16
Ἀποστείλατε ἐξ ὑμῶν ἕνα
καὶ λάβετε τὸν ἀδελφὸν ὑμῶν,
ὑμεῖς δὲ ἀπάχθητε ἕως
τοῦ φανερὰ γενέσθαι τὰ ρήματα
ὑμῶν, εἰ ἀληθεύετε ἢ οὔ,
εἰ δὲ μή, νὴ τὴν ὑγίειαν
Φαραὼ, ἦ μὴν κατάσκοποί ἐστε.
|
16
Στεῖλτε λοιπὸν ἕνα ἀπὸ σᾶς
καὶ φέρετε ἐδῶ τὸν ἀδελφόν
σας. Σεῖς δὲ οἱ ἄλλοι πηγαίνετε
εἰς τὴν φυλακήν, ἕως ὅτου ἀποδειχθοῦν,
ἂν εἶναι ἢ δὲν εἶναι ἀληθινὰ
τὰ λόγια σας. Ἐὰν δὲ δὲν
φέρετε τὸν νεώτερον ἀδελφόν
σας, μὰ τὴν ὑγείαν του Φαραώ,
εἶσθε πράγματι κατάσκοποι>.
|
16
Ἀποστείλατε λοιπὸν ἕνα ἀπὸ σᾶς
εἰς τὴν Χαναὰν διὰ νὰ φέρῃ
τὸν ἀδελφόν σας, σεῖς δὲ ἐν
τῷ μεταξὺ πηγαίνετε εἰς τὴν φυλακήν,
μέχρις ὅτου φθάσῃ ἐκεῖνος καὶ
ἀποδειχθοῦν τὰ λόγια σας ἀληθινὰ
ἢ ψευδῆ. Ἐὰν ὅμως συμβῇ
νὰ μὴ εἶναι ἀληθινὰ τὰ
ὅσα μοῦ εἴπατε, τότε, μὰ τὴν
ζωὴν τοΰ Φαραώ, εἶσθε κατάσκοποι καὶ
ἤλθατε ἐδῶ μὲ δόλιον σκοπόν>.
|
17
Καὶ ἔθετο αὐτοὺς ἐν φυλακῇ
ἡμέρας τρεῖς. |
17
Διέταξε δὲ καὶ ἔβαλαν
αὐτοὺς τρεῖς ἡμέρας εἰς
τὴν φυλακήν. |
17
Ὁ Ἰωσήφ, ἀφοῦ εἶπεν αὐτά,
ἔδωσε διαταγὴν νὰ τοὺς φυλακίσουν
διὰ τρεῖς ἡμέρες.
|
18
Εἶπε δὲ αὐτοῖς τῇ ἡμέρᾳ
τῇ τρίτῃ· τοῦτο ποιήσατε
καὶ ζήσεσθε, τὸν Θεὸν γὰρ ἐγὼ
φοβοῦμαι. |
18
Κατὰ δὲ τὴν τρίτην ἡμέραν
τοὺς εἶπε· <κάμετε αὐτό,
ποὺ σᾶς εἶπα, διὰ νὰ μὴ
χάσετε τὴν ζωήν σας ὡς κατάσκοποι,
διότι ἐγὼ φοβοῦμαι τὸν Θεόν.
|
18
Τὴν τρίτην ἡμέραν διέταξε νὰ τοὺς
ὁδηγήσουν πάλιν ἐμπρός του καὶ τοὺς
εἶπεν εἰς μαλακώτερον τόνον! <Τοῦτο
νὰ κάμετε καὶ δὲν θὰ πάθετε τίποτε,
ἡ ζωή σας δὲν θὰ διατρέξη κανένα κίνδυνον·
διότι ἐγὼ δὲν εἶμαι ἀσυνείδητος
ἄρχοντας, ἀλλὰ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος
σέβεται βαθύτατα καὶ εὐλαβεῖται τὸν
Θεόν. |
19
Εἰ εἰρηνικοί ἐστε, ἀδελφὸς
ὑμῶν κατασχεθήτω εἷς ἐν τῇ
φυλακῇ, αὐτοὶ δὲ βαδίσατε καὶ
ἀπαγάγετε τὸν ἀγορασμὸν
τῆς σιτοδοσίας ὑμῶν,
|
19
Ἐὰν εἶσθε πράγματι εἰρηνικοὶ
ἄνθρωποι, ἕνας ἀδελφός σας ἂς
μείνῃ εἰς τὴν φυλακήν, σεῖς
δὲ πηγαίνετε πρὸς τὴν χώραν
σας καὶ φέρετε ἐκεῖ τὸν σῖτον,
τὸν ὁποῖον ἠγοράσατε.
|
19
Ἐὰν εἶσθε πράγματι τίμιοι, εἰλικρινεῖς
καὶ φιλήσυχοι ἄνθρωποι, ἂς μείνῃ ἕνας
ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς σας κρατούμενος
ες τὴν φυλακήν, ποὺ σᾶς ἐφυλάκισα·
σεῖς δέ οἱ ἄλλοι ἐπιστρέψετε καὶ
μεταφέρετε τὸ σιτάρι, ποὺ ἀγοράσατε, εἰς
τὴν Χαναὰν διὰ τὶς ἀνάγκες
τῆς οἰκογενείας σας. |
20
καὶ τὸν ἀδελφὸν ὑμῶν τὸν
νεώτερον ἀγάγετε πρός με, καὶ
πιστευθήσονται τὰ ρήματα ὑμῶν·
εἶ δὲ μή, ἀποθανεῖσθε. Ἐποίησαν
δὲ οὕτως. |
20
Καὶ τὸν ἀδελφόν σας τὸν νεώτερον
φέρετέ τον πρὸς ἐμέ. Ὅταν
δὲ τὸν ἴδω, τότε θὰ πιστεύσω
εἰς τὰ λόγια σας. Ἐὰν ὅμως
καὶ δὲν τὸν φέρετε, θὰ θανατωθῆτε>.
Οἱ ἀδελφοὶ τοῦ Ἰωσὴφ ἔκαμαν,
ὅπως ἐκεῖνος τοὺς εἶπε.
|
20
Μόλις φθάσετε ὅμως ἐκεῖ, νὰ γυρίσετε
πάλιν πίσω καὶ νὰ φέρετε μαζί σας τὸν
μικρότερον ἀδελφόν σας, τὸν ὁποῖον
νὰ παρουσιάσετε ἐμπρός μου. Ἔτσι θὰ
ἀποδείξετε ὅτι λέγετε ἀλήθειαν καὶ
θὰ γίνουν πιστευτὰ τὰ ὅσα μοῦ
εἴπατε· διαφορετικὰ δὲν θὰ ἀποθάνῃ
μόνον αὐτός, ποὺ θὰ ἀφήσετε ἐδῶ·
θὰ φονευθῆτε καὶ σεῖς ὅλοι>.
Οἱ δέκα ἀδελφοὶ τοῦ Ἰωσήφ, πιεζόμενοι
ἀπὸ τὰ πράγματα, συνεμορφώθησαν μὲ
ὅσα τοὺς εἶπε. |
21
Καὶ εἶπεν ἕκαστος πρὸς τὸν ἀδελφὸν
αὐτοῦ· ναί, ἐν ἁμαρτίαις
γάρ ἐσμεν περὶ τοῦ ἀδελφοῦ
ἡμῶν, ὅτι ὑπερείδομεν τὴν
θλῖψιν τῆς ψυχῆς αὐτοῦ, ὅτε
κατεδέετο ἡμῶν, καὶ οὐκ εἱσηκούσαμεν
αὐτοῦ· καὶ ἕνεκεν τούτου
ἐπῆλθεν ἐφ' ἡμᾶς ἡ θλῖψις
αὕτη. |
21
Ἐκεῖ δὲ ἐμπρὸς εἰς τὸν
Ἰωσὴφ εἶπαν ὁ ἐνας πρὸς
τὸν ἄλλον· <ναί, τιμωρούμεθα
τώρα διότι διεπράξαμεν μεγάλην ἁμαρτίαν
ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ μας. Δὲν
ἐλάβομεν ὑπ' ὄψει τὴν θλῖψιν
τῆς ψυχῆς του, ὅταν μᾶς παρακαλοῦσε
τότε, νὰ τὸν λυπηθῶμεν. Δὲν
ἐδώσαμεν καμμίαν προσοχὴν εἰς
τὰ λόγια του. ῞Ενεκα τῆς ἁμαρτίας
μας αὐτῆς ἔπεσεν ἐπάνω μας αὐτὴ
ἡ θλῖψις>. |
21
Τότε ἐξύπνησεν ἡ συνείδησις τῶν δέκα
ἀδελφῶν καὶ ἐπειδὴ ἄρχισε
νὰ τοὺς ἐλέγχῃ, ἐνῷ εὑρίσκοντο
ἐμπρὸς εἰς τὸν Ἰωσήφ, εἶπεν
ὁ ἕνας εἰς τὸν ἄλλον: <Ναί·
δικαίως τιμωρούμεθα, διότι εἴμεθα ἔνοχοι ἀπέναντι
τοῦ ἀδελφοῦ μας, τοῦ Ἰωσήφ,
ἐπειδὴ δὲν ἐλάβαμε ὑπ’
ὄψιν τὴν θλῖψιν, ποὺ ἐδοκίμαζεν
ἡ ἀθῴα ψυχή του, ὅταν μᾶς
ἐπαρακαλοῦσε τότε καὶ ἔμεις δὲν
τὸν ἀκούαμε καὶ τοῦ ἐφερθήκαμε
μὲ σκληρότητα· διὰ τὴν ἀπανθρωπίαν
μᾶς ἐκείνην μᾶς εὑρῆκε τώρα
ὁ πειρασμὸς καὶ ἡ θλῖψις αὐτή>.
|
22
Ἀποκριθεὶς δὲ Ρουβὴν εἶπεν
αὐτοῖς· οὐκ ἐλάλησα ὑμῖν
λέγων, μὴ ἀδικήσητε τὸ
παιδάριον; Καὶ οὐκ ἠκούσατέ
μου; Καὶ ἰδοὺ τὸ αἷμα αὐτοῦ
ἐκζητεῖται. |
22
Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ρουβὴν τοὺς
εἶπε· <δὲν σᾶς εἶπα καὶ
ξαναεῖπα ἐγὼ νὰ μὴ διαπράξετε
αὐτὴν τὴν μεγάλην ἀδικίαν
ἐναντίον τοῦ παιδιοῦ καὶ δὲν
μὲ ἠκούσατε; Ἰδού, ὅτι
τὸ ἀθῶον αἷμα τοῦ ζητεῖ
τώρα ἐκδίκησιν ἐναντίον μας>.
|
22
Ὅταν ἄκουσε τὰ λόγια αὐτὰ ὁ
Ρουβήν, τοὺς ἀπεκρίθη: <Δὲν σᾶς
τὰ εἶπα ἐγὼ τότε καὶ δὲν
σᾶς ἔλεγα ἱκετευτικὰ <μὴ
βλάψετε τὸ παιδί; Σεῖς ὅμως δὲν μὲ
ἀκούσατε. Καὶ νά· τώρα ὁ Θεὸς ζητεῖ
ἀπὸ ἐμᾶς τὸ αἷμα τοῦ
ἀδελφοῦ μας, τὸν ὁποῖον ἀδικήσαμε>.
|
23
Αὐτοὶ δὲ οὐκ ᾔδεισαν ὅτι
ἀκούει Ἰωσήφ· ὁ γὰρ
ἐρμηνευτὴς ἀνὰ μέσον αὐτῶν
ἦν. |
23
Οἱ ἀδελφοὶ τοῦ Ἰωσὴφ δὲν
ἐγνώριζαν ὅτι ἐκεῖνος ἐκαταλάβαινε
τὴν γλῶσσαν των, ἐπειδὴ προηγουμένως
συνεννοοῦντο μὲ αὐτὸν διὰ μέσου
διερμηνέως. |
23
Οἱ δέκα ἀδελφοὶ δὲν ἐγνώριζαν,
ὅτι ὁ Ἰωσὴφ ἐκαταλάβαινε
τὰ ὅσα ἔλεγαν μεταξύ των· δὲν
ἐφαντάσθησαν ὅτι ἐννοοῦσε τὴν
γλῶσσαν των, ἐπειδὴ προηγουμένως τοὺς
ἐμιλοῦσε σκοπίμως μὲ τὴν βοήθειαν
διερμηνέως, ποὺ ἦταν ἀνάμεσα τους.
|
24
Ἀποστραφεὶς δὲ ἀπ' αὐτῶν
ἔκλαυσεν Ἰωσήφ. Καὶ πάλιν προσῆλθε
πρὸς αὐτοὺς καὶ εἶπεν
αὐτοῖς· καὶ ἔλαβε τὸν Συμεὼν
ἀπ' αὐτῶν καὶ ἔδησεν αὐτὸν
ἐναντίον αὐτῶν.
|
24
Ὁ Ἰωσήφ, ὅταν ἤκουσεν αὐτά,
συνεκινήθη, ἀπεμακρύνθη ἀπὸ
αὐτούς, ἔκλαυσε καὶ πάλιν ἐπανῆλθε
καὶ συνωμίλησε μαζῆ των. Ἐπῆρε
ἀπὸ αὐτοὺς τὸν Συμεὼν
καὶ τὸν ἔδεσεν ἐνώπιόν
των. |
24
Εἰς τὸ ἄκουσμα τῶν λόγων αὐτῶν
ὁ Ἰωσὴφ συνεκινήθη μέχρι σημείου, ποὺ
νὰ μὴ ἠμπορῇ νὰ ὑποφέρῃ
ἄλλο· διὰ τοῦτο ἀφοῦ ἀπεμακρύνθη
ἀπὸ αὐτούς, ὥστε νὰ μὴ
ἀποκαλυφθῇ καὶ προδοθῇ, ἔκλαυσε.
Ὅταν ἐξεθύμανε καὶ ἐπαρηγορήθη
καὶ ὅταν πλέον ἐκυριάρχησεν εἰς
τὸν ἑαυτόν του καὶ ἠμποροῦσε
νὰ ὁμιλήσῃ ψύχραιμα, ἐπέστρεψε πάλιν
κοντά τους. Συνέλαβεν ἕνα ἀπὸ αὐτούς,
τὸν Συμεών, καὶ διέταξε νὰ τὸν δέσουν
ἐμμπρός των. |
25
Ἐνετείλατο δὲ Ἰωσὴφ ἐμπλῆσαι
τὰ ἀγγεῖα αὐτῶν σίτου
καὶ ἀποδοῦναι τὸ ἀργύριον
αὐτῶν ἑκάστῳ ἕως τὸν
σάκκον αὐτοῦ καὶ δοῦναι αὐτοῖς
ἐπισιτισμὸν εἰς τὴν ὁδόν.
Καὶ ἐγενήθη αὐτοῖς οὕτως.
|
25
Διέταξε δὲ νὰ γεμίσουν τοὺς
σάκκους των σιτάρι, νὰ θέσουν κρυφίως
εἰς τὸν σάκκον καθενὸς ἀπὸ
αὐτοὺς τὰ χρήματά των καὶ
νὰ τοὺς δώσουν τροφὰς διὰ τὸ
ταξίδι των. ῎Ετσι καὶ ἔγινεν εἰς
αὐτούς. |
25
Κατόπιν ὁ Ἰωσὴφ ἔδωκεν ἐντολὴν
νὰ γεμίσουν τοὺς σάκκους τῶν ἀδελφῶν
του μὲ σιτάρι καὶ νὰ γυρίσουν πίσω τὰ
χρήματα του καθενὸς καὶ νὰ τὰ βάλουν
εἰς τὸν σάκκον του, νὰ τοὺς δώσουν
δὲ καὶ τρόφιμα διὰ τὸ ταξίδι τῆς
ἐπιστροφῆς, ὥστε νὰ μὴ στερηθοῦν
τίποτε εἰς τὸν δρόμον. Ὅπως διέταξεν, ἔτσι
καὶ ἔγινε. |
26
Καὶ ἐπιθέντες τὸν σῖτον ἐπὶ
τοὺς ὄνους αὐτῶν ἀπῆλθον
ἐκεῖθεν. |
26
Οἱ ἀδελφοὶ ἐφόρτωσαν τὸν
σῖτον εἰς τοὺς ὄνους των καὶ
ἀνεχώρησαν ἀπὸ ἐκεῖ.
|
26
Ἐκεῖνοι, ἀφοῦ ἐφόρτωσαν
εἰς τοὺς ὄνους των τοὺς σάκκους μὲ
τὸ σιτάρι ποὺ ἀγόρασαν, ἀνεχώρησαν
ἀπὸ ἐκεῖ. |
27
Λύσας δὲ εἷς τὸν μάρσιππον αὐτοῦ
δοῦναι χορτάσματα τοῖς ὄνοις αὐτοῦ,
οὖ κατέλυσαν, καὶ εἶπε τὸν δεσμὸν
τοῦ ἀργυρίου αὐτοῦ, καὶ
ἦν ἐπάνω τοῦ στόματος τοῦ
μαρσίππου· |
27
Εἰς τὸν τόπον δέ, ὅπου ἐπὶ
ὀλίγον ἐστάθμευσαν, ἔνας ἀπὸ
αὐτοὺς ἔλυσε τὸν σάκκον του,
διὰ νὰ δώσῃ τροφὴν εἰς
τοὺς ὄνους του. Καὶ εἶδεν ὅτι
τὸ χρηματόδεμά του ἦτο εἰς τὸ
στόμιον τοῦ σάκκου. |
27
Εἰς τὸ χάνι δέ, ποὺ ἐσταμάτησαν
διὰ νὰ καταλύσουν τὴν νύκτα, ἕνας
ἀπὸ αὐτούς, ὅταν ἄνοιξε τὸν
σάκκον του διὰ νὰ δώσῃ τροφὴν εἰς
τὰ ζῶα του, παρετήρησεν ὅτι τὸ δέμα
μὲ τὰ χρήματα, ποὺ ἐπλήρωσεν ὅταν
ἀγόραζε τὸ σιτάρι, ἦταν εἰς
τὸ ἐπάνω μέρος (εἰς τὸ στόμιον) τοῦ
σάκκου του. |
28
καὶ εἶπε τοῖς ἀδελφοῖς αὐτοῦ·
ἀπεδόθη μοι τὸ ἀργύριον, καὶ
τοῦτο ἐν τῷ μαρσίππῳ μου, καὶ
ἐξέστη ἡ καρδία αὐτῶν,
καὶ ἐταράχθησαν πρὸς ἀλλήλους
λέγοντες· τί τοῦτο ἐποίησεν
ὁ Θεὸς ἡμῖν;
|
28
Εἶπε τότε εἰς τοὺς ἀδελφούς
του· <τὰ χρήματά μου, αὐτὰ
ποὺ ἐπλήρωσα διὰ τὴν ἀγοράν
τοῦ σίτου, μοῦ ἐπεστράφησαν.
Ἰδοὺ εὑρίσκονται εἰς τὸν
σάκκον μου>. Ὅλοι τότε κατελήφθησαν
ἀπὸ ἔκπληξιν, ἐταράχθησαν καὶ
ἔλεγαν μεταξύ των· <τί εἶναι
αὐτὸ ποῦ μᾶς ἔκαμεν ὁ
Θεός;> |
28
Γεμᾶτος ἀπορίαν εἶπε πρὸς τοὺς
ἀδελφούς του: «Μοῦ ἐπεστράφησαν τὰ
χρήματα, ποὺ ἐπλήρωσα διὰ τὸ σιτάρι.
Νά· τὰ χρήματα αὐτὰ εἶναι εἰς
τὸν σάκκον μου>. Διὰ τὸ γεγονὸς
τοῦτο ἐδοκίμασαν μεγάλην ἔκπληξιν καὶ
ἐταράχθησαν καὶ ἔλεγαν ὁ ἕνας
εἰς τὸν ἄλλον: <Τὶ εἶναι
αὐτό, ποὺ μᾶς ἔκαμεν ὁ
Θεός; Διατὶ ἐπιτρέπει νὰ μᾶς συμβαίνουν
αὐτὰ καὶ διατὶ μᾶς τιμωρεῖ;>
|
29
Ἦλθον δὲ πρὸς Ἰακὼβ τὸν
πατέρα αὐτῶν εἰς γῆν Χαναὰν
καὶ ἀπήγγειλαν αὐτῷ πάντα
τὰ συμβάντα αὐτοῖς, λέγοντες·
|
29
Ἐξηκολούθησαν τὴν πορείαν των, ἔφθασαν
εἰς τὴν γῆν Χαναὰν πρὸς τὸν
πατέρα των καὶ ἐγνωστοποίησαν εἰς
αὐτὸν ὅλα ὅσα τοὺς συνέβησαν,
λέγοντες· |
29
Ὅταν οἰ ἐννέα ἀδελφοὶ τοῦ
Ἰωσὴφ ἔφθασαν εἰς τὸν πατέρα
των εἰς τὴν γῆν Χαναάν, τοῦ διηγήθησαν
ὅλα, ὅσα τοὺς συνέβησαν εἰς τὴν
Αἴγυπτον, καὶ τοῦ εἶπαν:
|
30
λελάληκεν ὁ ἄνθρωπος ὁ κύριος
γῆς πρὸς ἡμᾶς σκληρὰ καὶ
ἔθετο ἡμᾶς ἐν φυλακῇ ὡς
κατασκοπεύοντας τὴν γῆν.
|
30
<ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος, ὁ ἄρχων
τῆς Αἰγύπτου, ὡμίλησε καὶ
ἐφέρθη πρὸς ἡμᾶς μὲ πολλὴν
σκληρότητα. Μᾶς ἔβαλεν εἰς τὴν
φυλακήν, διότι τάχα εἴμεθα κατάσκοποι
τῆς χώρας του. |
30
<Ὁ ἄνθρωπος, ὁ ἀντιβασιλιᾶς
καὶ ἄρχων τῆς χώρας ἐκείνης, μᾶς
ἐμίλησε μὲ σκληρότητα καὶ αὐστηρότητα
καὶ μᾶς ἐφυλάκισε μὲ τὴν
κατηγορίαν, ὅτι ἐπήγαμεν ἐκεῖ διὰ
νὰ κατασκοπεύσωμεν τὴν χώραν του.
|
31
Εἰπαμεν δὲ αὐτῷ. Εἰρηνικοί
ἐσμεν, οὐκ ἐσμὲν κατάσκοποι·
|
31
Ἡμεῖς τοῦ εἴπομεν· Εἴμεθα
τίμιοι καὶ φιλήσυχοι ἄνθρωποι καὶ
ὄχι κατάσκοποι. |
31
Ἐμεῖς ὅμως τοῦ εἴπαμε: <
Ὄχι, κύριε εἴμεθα
ἄνθρωποι τίμιοι, φιλήσυχοι καὶ εἰλικρινεῖς.
Δεν εἴμεθα κατάσκοποι· |
32
δώδεκα ἀδελφοί ἐσμεν, υἱοὶ
τοῦ πατρὸς ἡμῶν· ὁ
εἷς οὐχ ὑπάρχει, ὁ δὲ
μικρὸς μετὰ τοῦ πατρὸς
ἡμῶν ἐν ἐν γῇ Χαναάν.
|
32
Εἴμεθα δώδεκα ἀδελφοί, τέκνα
τοῦ ἰδίου πατρός· ὁ ἔνας
δὲν ὑπάρχει πλέον· ὁ δὲ
μικρότερός μας εὑρίσκεται σήμερον
μαζῆ μὲ τὸν πατέρα μας εἰς τὴν
Χαναάν. |
32
εἴμεθα δώδεκα ἀδελφοί, παιδιὰ ἐνὸς
πατέρα· ὁ ἕνας ἀδελφός μας δὲν
ὑπάρχει, ὁ δὲ μικρότερος εὑρίσκεται
τώρα μαζὶ μὲ τὸν πατέρα μας εἰς τὴν
χώραν τῆς Χαναάν>. |
33
Εἶπε δὲ ἡμῖν ὁ ἄνθρωπος
ὁ κύριος τῆς γῆς· ἐν
τούτῳ γνώσομαι ὅτι εἰρηνικοί
ἐστε· ἀδελφὸν ἕνα ἄφετε
ὧδε μετ' ἐμοῦ, τὸν δὲ
ἀγορασμὸν τῆς σιτοδοσίας
τοῦ οἴκου ὑμῶν λαβόντες ἀπέλθατε.
|
33
Ὁ ἄρχων αὐτὸς τῆς Αἰγύπτου
μᾶς εἶπε τότε· Ἐγὼ θὰ
μάθω καὶ θὰ πεισθῶ ὅτι εἶσθε
πράγματι εἰρηνικοὶ ἄνθρωποι, ἐὰν
κάμετε ὅπως σᾶς πῶ. Ἀφήσατε
ἐδῶ εἰς ἐμὲ ἕνα ἀδελφόν.
Τὸν δὲ σῖτον, ποὺ ἀγοράσατε
διὰ τὰς οἰκογενείας σας, παρέτέ
τον καὶ φύγετε διὰ τὴν Χαναάν.
|
33
Μᾶς εἶπε δὲ ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος,
ὁ ἄρχων τῆς χώρας· <ἐὰν
πράγματι εἶσθε τίμιοι, φιλήσυχοι καὶ εἰρηνικοί,
θὰ φανῆτε ἀπὸ τοῦτο· ἀφῆστε
ἐδῶ κοντά μου ἕνα ἀδελφόν σας,
οἱ ἄλλοι δέ, ἀφοῦ πάρετε τὸ
σιτάρι ποὺ θὰ ἀγοράσετε, νὰ ἐπιστρέψετε
εἰς τις οἰκογένειές σας ποὺ
πεινοῦν. |
34
Καὶ ἀγάγετε πρός με τὸν ἀδελφὸν
ὑμῶν τὸν νεώτερον, καὶ
γνώσομαι ὅτι οὐ κατάσκοποι ἐστε,
ἀλλ' ὅτι εἰρηνικοί ἐστε,
καὶ ἀδελφὸν ὑμῶν ἀποδώσω
ὑμῖν τῇ γῇ ἐμπορεύσεσθε.
|
34
Ἔπειτα δέ, φέρετε πρὸς ἐμὲ
τὸν ἀδελφόν σας τὸν νεώτερον.
Ἔτσι θὰ πεισθῶ ὅτι δὲν εἶσθε
κατάσκοποι, ἀλλ' ὅτι εἶσθε πράγματι
τίμιοι καὶ φιλήσυχοι, θὰ σᾶς
ἀποδώσω τὸν ἀδελφόν σας ποὺ
ἐκράτησα ὡς ὅμηρον καὶ θὰ
σᾶς ἐπιτρέψω νὰ εἰσέρχεσθε
καὶ νὰ ἐξέρχεσθε ἐλεύθερα
εἰς τὴν χώραν>. |
34
Μόλις φθάσετε ἐκεῖ, να πάρετε καὶ
να φέρετε ἐδῶ τὸν μικρότερον ἀδελφόν
σας· καὶ τότε θὰ καταλάβω ὅτι δεν εἶσθε
κατάσκοποι, ἀλλὰ ὅτι λέγετε τὴν ἀλήθειαν
καὶ εἶσθε ἄνθρωποι τίμιοι, φιλήσυχοι καὶ
εἰρηνικοί· τότε θὰ σᾶς δώσω πίσω τὸν
ἀδελφόν σας, σεῖς δὲ θὰ ἠμπορέσετε
νὰ κινηθῆτε ἐλεύθερα καὶ νὰ
ἀγοράσετε ὅ,τι θέλετε ἀπὸ τὴν
χώραν μου>. |
35
Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ κατακενοῦν
αὐτοὺς τοὺς σάκκους αὐτῶν,
καὶ ἦν ἑκάστου ὁ δεσμὸς
τοῦ ἀργυρίου ἐν τῷ σάκκῳ
αὐτῶν· καὶ εἶδον τοὺς δεσμοὺς
τοῦ ἀργυρίου αὐτῶν αὐτοὶ
καὶ ὁ πατὴρ αὐτῶν, καὶ
ἐφοβήθησαν. |
35
Ὅταν δὲ οἱ ἐννέα ἀδελφοὶ
ἄδειασαν εἰς τὸ σπίτι τοὺς σάκκους
μὲ τὸν σῖτον εὐρέθη εἰς
τὸν σάκκον τοῦ καθενὸς τὸ χρηματόδεμά
του, τὸ ἀντίτιμον τοῦ σίτου.
Εἶδον αὐτοὶ καὶ ὁ πατήρ
των τὰ χρηματοδέματα καὶ ἐφοβήθησαν.
|
35
Μετὰ τὴν λυπηρὰν αὐτὴν ἐξιστόρησιν,
τὴν ὥραν ποὺ ἄδειαζαν τοὺς σάκκους
των, εὕρισκεν ὁ καθένας εἰς τὸν
ἰδικόν του σάκκον τὸ δέμα μὲ τὰ χρήματά
του. Ὅταν δὲ εἶδαν αὐτοὶ καὶ
ὁ πατέρας των τὸ γεγονὸς τοῦτο, ἐφοβήθησαν·
ἐνόμισαν ὅτι ἡ ἐπιστροφὴ τῶν
χρημάτων ἔγινε σκοπίμως διὰ νὰ τοὺς
ἐνοχοποιήσουν καὶ ὄχι δι’ ἄλλον
λόγον. |
36
Εἶπε δὲ αὐτοῖς Ἰακὼβ ὁ
πατὴρ αὐτῶν· ἐμὲ ἠτεκνώσατε,
Ἰωσὴφ οὐκ ἔστι, Συμεὼν οὐκ
ἔστι, καὶ τὸν Βενιαμὶν λήψεσθε;
Ἐπ' ἐμὲ ἐγένετο ταῦτα
πάντα. |
36
Εἶπε δὲ πρὸς αὐτοὺς
ὁ Ἰακώβ, ὁ πατέρας των·
<μὲ ἀφήσατε χωρὶς παιδιά·
ὁ ᾿Ιωσὴφ δὲν ὑπάρχει πλέον
εἰς τὴν ζωήν, ὁ Συμεὼν δὲν
εὑρίσκεται μεταξύ μας. Θὰ μοῦ
πάρετε λοιπὸν καὶ τὸν Βενιαμίν;
Ὅλα αὐτὰ τὰ κακὰ ἔπεσαν
ἐπάνω μου>. |
36
Καὶ ὁ γέρων Ἰακώβ, ὁ πατέρας των,
τοὺς εἶπε γεμᾶτος λύπην καὶ ἀπελπισίαν:
<Μὲ ἀφήσατε χωρὶς παιδιά·
ὁ Ἰωσὴφ δὲν ὑπάρχει πλέον εἰς
τὴν ζωήν, ὁ Συμεὼν δεν εἶναι ἐδῶ,
τώρα δὲ θὰ πάρετε καὶ τὸν Βενιαμίν;
Ἐπάνω μου ἦλθαν ὅλα αὐτὰ τὰ
κακά>. |
37
Εἶπε δὲ Ρουβὴν τῷ πατρὶ αὐτῶν
λέγων· τοὺς δύο υἱούς
μου ἀπόκτεινον, ἐὰν μὴ ἀγάγω
αὐτὸν πρός σέ· δὸς αὐτὸν
εἰς τὴν χεῖρά μου, κἀγὼ
ἀνάξω αὐτὸν πρὸς σέ.
|
37
Εἶπε δὲ ὁ Ρουβὴν πρὸς τὸν
πατέρα του· <ἐμπιστεύσου εἰς
ἐμὲ τὸν Βενιαμὶν καὶ ἐγὼ
σοῦ ὑπόσχομαι ὅτι θὰ σοῦ
τὸν ἐπαναφέρω σῶον καὶ ὑγιῆ.
Ἐὰν δὲ δὲν τὸν ἐπαναφέρω,
σκότωσε τὰ δυὸ παιδιά μου>.
|
37
Ὁ πονόψυχος ὅμως Ρουβήν, ὁ πρωτότοκος υἱὸς
τοῦ Ἰακώβ, τοῦ ἀπάντησε: <Σκότωσε
καὶ τοὺς δύο υἱούς μου, ἐὰν
δὲν σοῦ φέρω πίσω τὸν Βενιαμίν·
παράδωσέ τον εἰς τὰ χέρια μου, ἄφησέ
τον εἰς τὴν φροντίδα μου καὶ ἐγὼ
θὰ τὸν φέρω πάλιν πίσω κοντά σου>.
|
38
Ὁ δὲ εἶπεν· οὐ καταβήσεται
ὁ υἱός μου μεθ' ὑμῶν, ὅτι
ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ ἀπέθανε
καὶ αὐτὸς μόνος καταλέλειπται·
καὶ συμβήσεται αὐτὸν μαλακισθῆναι
ἐν τῇ ὁδῷ, ᾗ ἐὰν
πορεύησθε, καὶ κατάξετέ
μου τὸ γῆρας μετὰ λύπης εἰς
ᾅδου. |
38
Ὁ Ἰακὼβ ἀπήντησεν· <ὄχι,
κατ' οὐδένα λόγον δὲν θὰ ἀναχωρήσῃ
μαζῆ σας διὰ τὴν Αἴγυπτον ὁ
υἱός μου αὐτός· διότι ὁ
ὁμομήτριος ἀδελφός του ἀπέθανε
καὶ αὐτὸς μόνος μοῦ ἔχει
ἀπομείνει, υἱὸς τῆς Ραχήλ.
Φοβοῦμαι μήπως τυχὸν καὶ τοῦ
συμβῇ τίποτε κακὸν εἰς τὸν δρόμον,
ποὺ θὰ βαδίζετε, καὶ τότε θὰ
κρημνίσετε καταλυπημένον τὸ γῆρας
μου εἰς τὸν ᾅδην>.
|
38
Ὁ Ἰακὼβ ὅμως ἠρνεῖτο καὶ
τοὺς εἶπεν: <Ὄχι· δὲν θὰ
κατεβῇ ὁ υἱός μου ὁ Βενιαμὶν
μαζί σας εἰς τὴν Αἴγυπτον, διότι ὁ
Ἰωσήφ, ὀ ὁμομήτριος ἀδελφός του, ἀπέθανε
καὶ μόνον αὐτὸς μοῦ ἔχει ἀπομείνει
ἀπὸ τὴν ἀγαπημένην μου Ραχήλ· φοβοῦμαι
νὰ σᾶς τὸν δώσω, διότι, λὸγῳ
τῆς νεαρᾶς ἡλικίας του, ὑπάρχει κίνδυνος
νὰ πάθῃ κανένα κακόν, καθὼς θὰ ταξιδεύετε
πρὸς τὴν Αἴγυπτον· ἐγὼ δὲ
θὰ χάσω τὴν παρηγορίαν, ποὺ δίδει εἰς
τὰ γηρατειά μου ἡ παρουσία του, καὶ ἔτσι
θὰ μὲ στείλετε εἰς τὸν ἅδην
θλιμμένον καὶ καταλυπημένον μίαν ὥραν προτὴτερα>.
|
39
Ὁ δὲ λιμὸς ἐνίσχυσεν ἐπὶ
τῆς γῆς. |
39
Ἡ πεῖνα ὅμως ἐγίνετο ὁλοένα
καὶ περισσότερον μεγάλη καὶ καταθλιπτικὴ
εἰς τὴν χώραν των. |
39
Ἀλλὰ ἡ πεῖνα ἐγίνετο συνεχῶς
καὶ περισσότερον σκληρὴ εἰς τὴν χώραν
καὶ τὸ σιτάρι, ποὺ ἔφεραν ἀπὸ
τὴν Αἴγυπτον τὰ παιδιὰ τοῦ Ἰακώβ,
συνεχῶς ὠλιγόστευεν. |