Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
γένετο
δὲ ἡνίκα συνετέλεσαν καταφαγεῖν
τὸν σῖτον, ὃν ἤνεγκαν ἐξ Αἰγύπτου,
καὶ εἶπεν αὐτοῖς ὁ πατὴρ
αὐτῶν· πάλιν πορευθέντες πρίασθε
ἡμῖν μικρὰ βρώματα.
|
ταν
τὰ τέκνα τοῦ Ἰακὼβ ἐξήντλησαν
τὸν σῖτον, τὸν ὁποῖον ἔφεραν
ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον, τοὺς εἶπεν
ὁ πατήρ των· <πηγαίνετε πάλιν
εἰς τὴν Αἴγυπτον καὶ ἀγοράσετε
δι' ὅλους μας ὀλίγας τροφάς>.
|
ταν
ἡ οἰκογένεια τοῦ Ἰακὼβ ἔφαγεν
ὅλο τὸ σιτάρι, ποὺ ἔφεραν ἀπὸ
τὴν Αἴγυπτον τὰ παιδιά του, ὁ
Ἰακὼβ τοὺς εἶπε· <σηκωθῆτε
καὶ πηγαίνετε πάλιν πίσω εἰς τὴν Αἴγυπτον
καὶ ἀγοράστε διὰ λογαριασμόν μας ὀλίγα
τρόφιμα>. |
2
Εἶπε δὲ αὐτῷ Ἰούδας λέγων·
διαμαρτυρίᾳ μεμαρτύρηται ἡμῖν
ὁ ἄνθρωπος ὁ κύριος τῆς
γῆς λέγων· οὐκ ὄψεσθε τὸ
πρόσωπόν μου, ἐὰν μὴ ὁ
ἀδελφὸς ὑμῶν ὁ νεώτερος
μεθ' ὑμῶν ᾖ·
|
2
Ὁ Ἰούδας, ἕνας ἐκ τῶν
ἀδελφῶν, τοῦ εἶπεν· <ὁ
ἄνθρωπος ἐκεῖνος, ὁ κύριος τῆς
χώρας Αἰγύπτου, ρητῶς καὶ ἐπιμόνως
ἐτόνισε λέγων· δὲν θὰ παρουσιασθῆτε
ἐνώπιόν μου, ἐὰν δὲν εἶναι
μαζῆ σας καὶ ὁ νεώτερος ἀδελφός
σας. |
2
Ὁ Ἰούδας ὅμως τοῦ εἶπε: <Ὁ
ἄνθρωπος ἐκεῖνος, ὁ ἄρχων τῆς
Αἰγύπτου, μᾶς εἶπε καθαρά, σταθερὰ
καὶ αὐστηρά· <μὴ τολμήσετε
νὰ παρουσιασθῆτε ἐμπρός μου, ἐὰν
δὲν ἔλθῃ μαζί σας καὶ ὁ
μικρότερος ἀδελφός σας>.
|
3
εἰ μὲν οὖν ἀποστέλλῃς
τὸν ἀδελφὸν ἡμῶν μεθ' ἡμῶν,
καταβησόμεθα, καὶ ἀγοράσομέν
σοι βρώματα. |
3
Ἐὰν λοιπὸν θελήσῃς καὶ
ἀποστείλῃς μαζῆ μας τὸν ἀδελφόν
μας τὸν Βενιαμίν, θὰ μεταβῶμεν εἰς
τὴν Αἴγυπτον καὶ θὰ σοῦ ἀγοράσωμεν
τροφάς. |
3
Ἐὰν λοιπὸν ἀποστείλῃς μαζί
μας καὶ τὸν ἀδελφόν μας τὸν
Βενιαμίν, θὰ μεταβῶμεν εἰς τὴν Αἴγυπτον
καὶ θὰ σοῦ ἀγοράσωμεν τρόφιμα.
|
4
Εἰ δὲ μὴ ἀποστέλλῃς τὸν
ἀδελφὸν ἡμῶν μεθ' ἡμῶν,
οὐ πορευσόμεθα. Ὁ γὰρ ἄνθρωπος
εἶπεν ἡμῖν, λέγων· οὐκ
ὄψεσθέ μου τὸ πρόσωπον, ἐὰν
μὴ ὁ ἀδελφὸς ὑμῶν ὁ
νεώτερος μεθ' ὑμῶν ᾖ.
|
4
Ἐὰν ὅμως δὲν τὸν ἀποστείλῃς
μαζῆ μας, δὲν θὰ μεταβῶμεν, διότι
θὰ εἶναι μάταιος ὁ κόπος μας.
Ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος εἶπε καὶ
ζαναεῖπεν ὅτι δὲν θὰ ἰδῆτε
τὸ πρόσωπόν μου, ἐὰν δὲν
εἶναι μαζῆ σας ὁ ἀδελφός σας
ὁ νεώτερος>. |
4
Ἐὰν ὅμως δὲν ἀποστὲλλῃς
μαζί μας καὶ τὸν ἀδελφόν μας,
δὲν θὰ μεταβῶμεν. Διότι ὁ ἄνθρωπος
ἐκεῖνος μᾶς εἶπε καθαρά· <μὴ
τολμήσετε νὰ παρουσιασθῆτε ἐμπρός μου, ἐὰν
δὲν ἔλθῃ μαζί σας καὶ ὁ
μικρότερος ἀδελφός σας>.
|
5
Εἶπε δὲ Ἰσραήλ· τί
ἐκακοποιήσατέ με, ἀναγγείλαντες
τῷ ἀνθρώπῳ ὅτι ἐστὶν
ὑμῖν ἀδελφός;
|
5
Ὁ Ἰακὼβ ἀπήντησεν· <ἀντιλαμβάνεσθε,
πόσον μεγάλο κακὸν μοῦ ἐκάματε
μὲ τὸ νὰ ἀναγγείλετε εἰς
τὸν ἄνθρωπον ἐκεῖνον ὅτι ὑπάρχει
καὶ ἄλλος ἀδελφός σας;>
|
5
Ὁ Ἰσραὴλ εὑρέθη εἰς ἀδιέξοδον,
δι’ αὐτὸ καὶ τοὺς εἶπε μὲ
παραπόνον καὶ πόνον: <Διατὶ μοῦ ἐκάματε
τόσον κακόν; Διατὶ εἴπατε εἰς τὸν
ἄρχοντα τῆς Αἰγύπτου, ὅτι ἔχετε
καὶ ἄλλον ἀδελφὸν μικρότερον;>
|
6
Οἱ δὲ εἶπαν· ἐρωτῶν
ἐπηρώτησεν ἡμᾶς ὁ
ἄνθρωπος καὶ τὴν γενεὰν ἡμῶν
λέγων· εἰ ἔτι ὁ πατὴρ
ὑμῶν ζῇ καὶ εἰ
ἔστιν ὑμῖν ἀδελφός; Καὶ
ἀπηγγείλαμεν αὐτῷ κατὰ τὴν
ἐπερώτησιν ταύτην. Μὴ ᾔδειμεν
ὅτι ἐρεῖ ἡμῖν· ἀγάγετε
τὸν ἀδελφὸν ὑμῶν;
|
6
Ἐκεῖνοι εἶπαν· <ἐπιμόνως
ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς μᾶς ἡρώτησε,
νὰ μάθῃ διὰ τὴν οἰκογένειάν
μας λέγων, ἐὰν ἀκόμη ὁ
πατέρας σας ζῇ, καὶ ἐὰν ἐκτὸς
ἀπὸ σᾶς ὑπάρχῃ καὶ
ἄλλος ἀδελφός. Καὶ τοῦ ἀπαντήσαμεν
σύμφωνα μὲ τὰς ἐρωτήσεις του.
Μήπως τάχα ἐγνωρίζαμεν ἡμεῖς,
ὅτι θὰ μᾶς πῇ· Φέρετε ἐδῶ
καὶ τὸν ἄλλον ἀδελφόν σας;>
|
6
Τότε ὅλα τὰ παιδιὰ ἀπάντησαν
εἰς τὸν πατέρα των: <Δὲν ἀπεκαλύψαμεν
μόνοι μας τὴν οἰκογενειακήν μας κατάστασιν.
Ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ἐπέμενε νὰ
ἐξετάζῃ καὶ νὰ μᾶς ἐρωτᾷ
μὲ λεπτομέρειαν διὰ τοὺς ἑαυτούς
μας καὶ τοὺς συγγενεῖς μας. Μᾶς ἐρώτησε·
<ζῇ ἀκόμη ὁ πατέρας σας; Μήπως
ἔχετε καὶ ἄλλον ἀδελφόν;>
Καὶ ἐμεῖς τοῦ ἀπαντήσαμεν εἰς
τὶς ἐρωτήσεις αὐτὲς καὶ τοῦ
εἶπαμεν τὴν ἀλήθειαν. Μήπως ἐγνωρίζαμε
ἢ ἐφαντασθήκαμε, ὅτι θὰ μᾶς
πῇ <φέρετε ἐδῶ τὸν ἀδελφόν
σας τὸν μικρότερον;> |
7
Εἶπε δὲ Ἰούδας πρὸς Ἰσραὴλ
τὸν πατέρα αὐτοῦ· ἀπόστειλον
τὸ παιδάριον μετ' ἐμοῦ, καὶ
ἀναστάντες πορευσόμεθα, ἵνα
ζῶμεν καὶ μὴ ἀποθάνωμεν
καὶ ἡμεῖς καὶ σὺ
καὶ ἡ ἀποσκευὴ ἡμῶν.
|
7
Ὁ Ἰούδας εἶπε πρὸς τὸν
Ἰακὼβ τὸν πατέρα του· <στεῖλε
μαζῆ μου τὸ παιδίον τὸν Βενιαμίν,
διὰ νὰ ξεκινήσωμεν καὶ μεταβῶμεν
εἰς τὴν Αἴγυπτον. Ἔτσι μόνον
θὰ ἀγοράσωμεν τρόφιμα, διὰ νὰ
ζήσωμεν καὶ νὰ μὴ ἀποθάνωμεν
ἀπὸ τὴν πεῖναν καὶ ἡμεῖς
καὶ σὺ καὶ τὰ παιδιά μας.
|
7
Ὁ Ἰούδας εἶπε πάλιν πρὸς τὸν
πατέρα του, τὸν Ἰσραήλ: <Στεῖλε τὸ
παιδί, τὸν Βενιαμίν, μαζί μου καὶ ἀφοῦ
ξεκινήσωμεν ἀμέσως, θὰ μεταβῶμεν εἰς
τὴν Αἴγυπτον, διὰ νὰ ζήσωμεν καὶ
νὰ μὴ ἀποθάνωμεν ἀπὸ τὴν
πεῖναν καὶ ἐμεῖς καὶ σὺ
καὶ τὰ παιδιά μας καὶ ὅσοι ζοῦν
εἰς τὶς σκηνάς μας. |
8
Ἐγὼ δὲ ἐκδέχομαι αὐτόν,
ἐκ χειρός μου ζήτησον αὐτόν·
ἐὰν μὴ ἀγάγω αὐτὸν
πρὸς σὲ καὶ στήσω αὐτὸν
ἐναντίον σου, ἡμαρτηκὼς ἔσομαι
εἰς σὲ πάσας τὰς ἡμέρας.
|
8
Ἐγὼ ἀναλαμβάνω τὸν Βενιαμίν.
Ἀπὸ τὰ χέρια μου νὰ τὸν
ζητήσῃς. Ἐὰν τυχὸν καὶ
δὲν τὸν ἐπαναφέρω καὶ δὲν
τὸν παρουσιάσω ἐνώπιόν σου,
θὰ εἶμαι βαρύτατα ἔνοχος ἀπέναντί
σου εἰς ὅλην μου τὴν ζωήν.
|
8
Ἐγὼ δὲ τὸν ἀναλαμβάνω ὑπὸ
τὴν προστασίαν μου· σοῦ τὸν ἐγγυῶμαι·
νὰ τὸν ζητήσῃς ἀπὸ τὰ
χέριά μου· ἐὰν δὲν τὸν φέρω πίσω ἀσφαλῆ
καὶ δὲν τὸν παρουσιάσω ἐμπρός σου,
τότε θὰ εἶμαι ἔνοχος ἐνώπιον σου μεγάλης
ἁμαρτίας εἰς ὅλην μου τὴν ζωήν.
|
9
Εἰ μὴ γὰρ ἐβραδύναμεν, ἤδη
ἂν ὑπεστρέψαμεν δίς.
|
9
Ἐὰν ἕως τώρα δὲν ἐχάναμεν
τὸν καιρόν μας μὲ τὰς συζητήσεις
αὐτάς, θὰ εἴχομεν ἤδη μεταβῆ
εἰς τὴν Αἴγυπτον καὶ θὰ εἴχομεν
ἐπιστρέψει δύο φοράς>.
|
9
Διότι ἐὰν μὲ ὅλες αὐτὲς
τὶς συζητήσεις δὲν καθυστερούσαμε τὸ ταξίδι
εἰς τὴν Αἴγυπτον, ἕως τώρα θὰ
εἴχαμε μεταβῆ καὶ ἐπιστρέψει δύο φορές>.
|
10
Εἶπε δὲ αὐτοῖς Ἰσραὴλ
ὁ πατὴρ αὐτῶν· εἰ οὕτως
ἐστί, τοῦτο ποιήσατε· λάβετε
ἀπὸ τῶν καρπῶν τῆς γῆς
ἐν τοῖς ἀγγείοις ὑμῶν
καὶ καταγάγετε τῷ ἀνθρώπῳ
δῶρα τῆς ρητίνης καὶ τοῦ
μέλιτος, θυμίαμά τε καὶ στακτὴν
καὶ τερέβινθον καὶ κάρυα.
|
10
Ὁ Ἰσραήλ, ὁ πατήρ των, τοὺς
εἶπε τότε· <ἀφοῦ ἔτσι
ἔχουν τὰ πράγματα, κάμετε ὅπως
εἴπατε. Πάρτε ὅμως ἀπὸ τὰ
προϊόντα τῆς χώρας μας καὶ φέρετε
πρὸς τὸν ἄνθρωπον ἐκεῖνον ὡς
δῶρα εὐώδη ρητίνην καὶ μέλι,
θυμίαμα καὶ στακτήν, (ἄρωμα ἀπὸ
σμύρναν), τερέβινθον (τερεμεντίναν ἀπὸ
σχῖνον), καὶ καρύδια.
|
10
Τότε ὁ πατέρας των, ὁ Ἰσραήλ, τοὺς
ἀπάντησε: <Ἀφοῦ εἶναι ἔτσι
τὸ πρᾶγμα καὶ πρέπει νὰ γίνῃ
ὁπωσδήποτε, κάμετε τοῦτο·
πάρετε εἰς τὸν ἄρχοντα ἐκεῖνον
καὶ δῶρα, ποὺ δὲν ἔχουν εἰς
τὴν Αἴγυπτον. Διαλέξετε ἀπὸ τὰ
προϊόντα τῆς γῆς Χαναάν, βάλετέ τα εἰς
τὶς ἀποσκευές σας καὶ προσφέρετε εἰς
τὸν ἄνθρωπον ἐκεῖνον ὡς δῶρα
ρητίνην ἀπὸ βάλσαμον καὶ μέλι καὶ
ἀρωματικὸν θυμίαμα καὶ λάδι ἀρωματικὸν
ἀπὸ λάβδανον καὶ τερμεντίνην ἀπὸ
σχῖνον καὶ καρύδια. |
11
Καὶ τὸ ἀργύριον δισσὸν
λάβετε ἐν ταῖς χερσὶν ὑμῶν·
καὶ τὸ ἀργύριον τὸ
ἀποστραφὲν ἐν τοῖς μαρσίπποις
ὑμῶν ἀποστρέψατε μεθ' ὑμῶν·
μή ποτε ἀγνόημα ἐστί.
|
11
Πάρετε ἐπίσης μαζῆ σας διπλᾶ
τὰ χρήματα τῆς τιμῆς τοῦ σίτου,
ὥστε νὰ ἐπιστρέψετε εἰς τὸν
ἄρχοντα τῆς Αἰγύπτου τὰ χρηματοδέματα,
ποὺ εὑρήκατε εἰς τοὺς σάκκους
σας, μήπως τυχὸν καὶ εἶχε γίνει
κανένα λάθος. |
11
Πάρτε μαζί σας χρήματα διπλάσια ἀπὸ ἐκεῖνα
ποὺ ἐπήρατε τὴν πρώτην φοράν. Ἀκόμη
νὰ πάρετε καὶ νὰ τοῦ ἐπιστρέψετε
καὶ τὰ χρήματα, ποὺ εὑρήκατε εἰς
τοὺς σάκκους σας διότι πιθανὸν τὰ χρήματα
αὐτὰ νὰ σᾶς τὰ ἐγύρισαν
πίσω κατὰ λάθος. |
12
Καὶ τὸν ἀδελφὸν ὑμῶν λάβετε
καὶ ἀναστάντες κατάβητε πρὸς
τὸν ἄνθρωπον. |
12
Πάρτε καὶ τὸν ἀδελφόν σας καὶ
ξεκινήσατε διὰ νὰ μεταβῆτε εἰς
τὸν ἄρχοντα ἐκεῖνον τῆς Αἰγύπτου.
|
12
Πάρτε δὲ καὶ τὸν ἀδελφόν σας
καὶ σηκωθῆτε νὰ πάτε πάλιν πρὸς τὸν
ἄνθρωπον ἐκεῖνον, τὸν ἄρχοντα
τῆς Αἰγύπτου. |
13
Ὁ δὲ Θεός μου δώῃ ὑμῖν
χάριν ἐναντίον τοῦ ἀνθρώπου,
καὶ ἀποστείλαι τὸν ἀδελφὸν
ὑμῶν τὸν ἕνα καὶ τὸν Βενιαμίν·
ἐγὼ μὲν γὰρ καθάπερ ἠτέκνωμαι,
ἠτέκνωμαι. |
13
Ὁ Θεὸς νὰ δώσῃ νὰ βρῆτε
εὐμενῆ ὑποδοχὴν ἐνώπιον
ἐκείνου τοῦ ἀνθρώπου καὶ
νὰ ἀπαστείλῃ πρὸς ἐμὲ
τὸν ἄλλον ἀδελφόν σας τὸν Συμεών,
ποὺ ἔμεινεν εἰς τὴν Αἴγυπτον,
ὅπως ἐπίσης καὶ τὸν Βενιαμίν.
Ἀλλωστε εἴτε οὕτως εἴτε ἄλλως
θεωρῶ πλέον χαμένα καὶ τὰ δύο
παιδιά μου, ποὺ ἀπέκτησα ἀπὸ
τὴν Ραχήλ>. |
13
Εἴθε δὲ ὁ παντοδύναμος Θεός μου, ποὺ
ἔδειξεν εἰς ἐμὲ μέχρι σήμερον ἰδιαιτέραν
εὔνοιαν καὶ προστασίαν, νὰ σᾶς δώσῃ
τὴν χάριν Του, ὥστε νὰ σᾶς δεχθῇ
ἐκεῖνος μὲ εὐμένειαν καὶ καλωσύνην
καὶ νὰ στείλῃ πίσω τὸν ἄλλον
ἀδελφόν σας, τὸν Συμεών, ἀλλὰ
καὶ τὸν Βενιαμίν. Διότι ἑγὼ εἴτε
ἔτσι εἴτε ἀλλοιῶς ἔχω ἀποστερηθῇ
καὶ τὰ δύο παιδιά, ποὺ ἀπέκτησα
ἀπὸ τὴν ἀγαπημένην μου Ραχήλ.
Ἀλλ’ ἐὰν τὸ θέλῃ ὁ Θεὸς
νὰ γίνῃ, ἂς γίνῃ.
|
14
Λαβόντες δὲ οἱ ἄνδρες τὰ δῶρα
ταῦτα καὶ τὸ ἀργύριον διπλοῦν
ἔλαβον ἐν ταῖς χερσὶν αὐτῶν
καὶ τὸν Βενιαμὶν καὶ ἀναστάντες
κατέβησαν εἰς Αἴγυπτον καὶ ἔστησαν
ἐναντίον Ἰωσήφ.
|
14
῎Ελαβον οἱ ἀδελφοὶ αὐτὰ
τὰ δῶρα καὶ διπλᾶ τὰ χρήματα
τῆς τιμῆς τοῦ σίτου, τόσον ἐκείνου
τὸν ὁποῖον θὰ ἀγοράσουν
ὅσον καὶ τοῦ προηγουμένου, ἐξεκίνησαν,
ἐπῆγαν εἰς τὴν Αἴγυπτον καὶ
παρουσιάσθησαν ἐνώπιον τοῦ Ἰωσήφ.
|
14
Οἱ ἐννέα υἱοὶ τοῦ Ἰακὼβ
ἐπῆραν μαζί των τὰ δῶρα αὐτὰ
καὶ τὰ διπλάσια χρήματα καὶ τὸν Βενιαμίν·
καὶ ἀφοῦ ἐσηκώθησαν ἀμέσως,
ἀνεχώρησαν καὶ ἔφθασαν εἰς τὴν
Αἴγυπτον καὶ παρουσιάσθησαν εἰς τὸν
Ἰωσήφ. |
15
Εἶδε δὲ Ἰωσὴφ αὐτοὺς καὶ
τὸν Βενιαμὶν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ
τὸν ὁμομήτριον καὶ εἶπε τῷ
ἐπὶ τῆς οἰκίας αὐτοῦ·
εἰσάγαγε τοὺς ἀνθρώπους εἰς
τὴν οἰκίαν καὶ σφάξον
θύματα καὶ ἐτοίμασον·
μετ' ἐμοῦ γὰρ φάγονται
οἱ ἄνθρωποι ἄρτους τὴν
μεσημβρίαν. |
15
Τοὺς εἶδεν ὁ Ἰωσήφ, εἶδε
καὶ τὸν ὁμομήτριον ἀδελφόν
του τὸν Βενιαμὶν καὶ εἶπεν εἰς
τὸν ἀρχηγὸν τοὺ οἴκου του·
<ὁδήγησε τοὺς ἀνθρώπους αὐτοὺς
εἰς τὴν οἰκίαν, σφάξε ἐκλεκτὰ
σφαχτὰ καὶ ἐτοίμασε φαγητά,
διότι σήμερον τὴν μεσημβρίαν θὰ
γευματίσουν μαζῆ μου αὐτοὶ οἱ
ἄνθρωποι>. |
15
Ὅταν ὁ Ἰωσὴφ τοὺς εἶδε
μὲ τὸν Βενιαμίν, τὸν ἀδελφόν του ἀπὸ
τὴν ἰδίαν μητέρα (τὴν Ραχήλ), ἐκάλεσε
τὸν οἰκονόμον (ἢ ἐπιστάτην ἢ
ἀρχιϋπηρέτην) τοῦ σπιτιοῦ του καὶ
τοῦ εἶπεν: <Ὁδήγησε τοὺς ἀνθρώπους
αὐτοὺς εἰς τὸ σπίτι μου καὶ
σφάξε σφαχτὰ καὶ ἐτοίμασέ τα,
διότι οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ θὰ φάγουν
μαζί μου τὸ μεσημέρι>. |
16
Ἐποίησε δὲ ὁ ἄνθρωπος, καθὰ
εἶπεν Ἰωσήφ, καὶ εἰσήγαγε
τοὺς ἀνθρώπους εἰς τὸν
οἶκον Ἰωσήφ·
|
16
Ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ἔκαμε, ὅπως
τοῦ εἶπεν ὁ Ἰωσὴφ καὶ
ὠδήγησε τοὺς ἀδελφοὺς εἰς
τὸ ἀνάκτορον τοῦ Ἰωσήφ.
|
16
Ὁ οἰκονόμος ἔκαμεν ὅπως τὸν
διέταξεν ὁ Ἰωσὴφ καὶ ὠδήγησε
τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους εἰς τὸ
σπίτι τοῦ κυρίου τοῦ Ἰωσήφ.
|
17
ἰδόντες δὲ οἱ ἄνδρες
ὅτι εἰσήχθησαν εἰς τὸν οἶκον
τοῦ Ἰωσήφ, εἶπαν· διὰ τὸ
ἀργύριον τὸ ἀποστραφὲν ἐν
τοῖς μαρσίπποις ἡμῶν τὴν ἀρχὴν
ἡμεῖς εἰσαγόμεθα τοῦ συκοφαντῆσαι
ἡμᾶς καὶ ἐπιθέσθαι ἡμῖν
τοῦ λαβεῖν ἡμᾶς εἰς παῖδας
καὶ τοὺς ὄνους ἡμῶν.
|
17
Ἰδόντες οἱ ἀδελφοί, ὅτι
ὠδηγήθησαν εἰς τὸν οἶκον τοῦ
Ἰωσὴφ εἶπον· <ὁδηγούμεθα
ἡμεῖς εἰς τὸν οἶκον τοῦτον
ἐξ αἰτίας τῶν χρημάτων, ποὺ
μᾶς ἐπεστράφησαν εἰς τοὺς σάκκους
μας καὶ μὲ τὰ ὁποῖα ἡμεῖς
εἴχομεν πληρώσει τὴν πρώτην φορὰν
τὸν σῖτον· αὐτὸ γίνεται
διὰ νὰ μᾶς συκοφαντήσουν, καὶ
πρὸς τιμωρίαν μας νὰ μᾶς πάρουν
δούλους, νὰ κρατήσουν καὶ τοὺς
ὄνους μας>. |
17
Οἱ δέκα ἀδελφοί, ὅταν εἶδαν ὅτι
ὠδηγήθησαν εἰς τὸ σπίτι τοῦ
Ἰωσήφ, ἀνησύχησαν καὶ εἶπαν ὁ
ἕνας εἰς τὸν ἄλλον: <Μᾶς
ὁδηγοῦν εἰς τὸ σπίτι τοῦ ἄρχοντος
διὰ τὰ χρήματα, τὰ ὁποῖα μᾶς
ἐγύρισαν πίσω μέσα εἰς τοὺς σάκκους
μας κατὰ τὸ πρῶτον ταξίδι μας· μᾶς
τὰ ἔβαλαν, διὰ νὰ μᾶς συκοφαντήσουν
ὡς κλέπτες, νὰ μᾶς συλλάβουν ὡς δούλους,
νὰ μᾶς τιμωρήσουν καὶ νὰ ἀρπάξουν
τὰ ζῶα μας>. |
18
Προσελθόντες δὲ πρὸς τὸν ἄνθρωπον
τὸν ἐπὶ τοῦ οἴκου τοῦ
Ἰωσὴφ ἐλάλησαν αὐτῷ ἐν
τῷ πυλῶνι τοῦ οἴκου
|
18
Ἐπλησίασαν λοιπὸν πρὸς τὸν ἄνθρωπον,
ὁ ὁποῖος ἦτο ἀρχηγὸς τοῦ
οἴκου τοῦ Ἰωσήφ, ὡμίλησαν
πρὸς αὐτὸν εἰς τὴν μεγάλην
θύραν τῆς αὐλῆς τοῦ οἴκου,
|
18
Δι' αὐτὸ ἐπλησίασαν ἀνήσυχοι τὸν
οἰκονόμον τοῦ Ἰωσὴφ καὶ τοῦ
ἐμίλησαν εἰς τὴν εἴσοδον τοῦ
σπιτιοῦ (τὴν αὐλόπορταν) καὶ
τοῦ ἀπεκάλυψαν τὴν αἰτίαν τοῦ
φόβου των. |
19
λέγοντες· δεόμεθα, κύριε, κατέβημεν
τὴν ἀρχὴν πρίασθαι βρώματα·
|
19
καὶ τοῦ εἶπαν· <κύριε, σᾶς
παρακαλοῦμεν ἀκοῦστε αὐτά, ποὺ
θὰ σᾶς ποῦμε. Ἡμεῖς ἤλθομεν
εἰς τὴν Αἴγυπτον τὴν πρώτην
φορὰν νὰ ἀγοράσωμεν τρόφιμα.
|
19
Τοῦ εἶπαν: <Κύριε, σὲ παρακαλοῶμεν,
ἄκουσέ μας· ἤλθαμε ἀπὸ
τὴν Χαναὰν τὴν πρώτην φορὰν μὲ
μοναδικὸν σκοπὸν να ἀγοράσωμεν τρόφιμα·
|
20
ἐγένετο δὲ ἡνίκα
ἤλθομεν εἰς τὸ καταλῦσαι καὶ
ἠνοίξαμεν τοὺς μαρσίππους ἡμῶν,
καὶ τόδε τὸ ἀργύριον ἑκάστου
ἐν τῷ μαρσίππῳ αὐτοῦ.
Τὸ ἀργύριον ἡμῶν
ἐν σταθμῷ ἀπεστρέψαμεν
νῦν ἐν ταῖς χερσὶν ἡμῶν
|
20
Ὅταν δὲ ἐφθάσαμεν κάπου, διὰ
νὰ κάμωμεν κατάλυμα καὶ ἀνοίξαμε
τοὺς σάκκους μας, εὑρέθη εἰς
τὸν σάκκον ἑκάστου τὸ ἀργύριον,
μὲ τὸ ὁποῖον εἶχε πληρώσει
τὸν σῖτον. Τὸ ἀργύριον, λοιπόν,
αὐτὸ σᾶς τὸ ἐπιστρέφομεν
ἰδιοχείρως μετρημένο καὶ ζυγισμένο.
|
20
ὅταν δὲ ἐπεστρέφαμεν καὶ ἐφθάσαμεν
εἰς τὸ κατάλυμα, ποὺ θὰ ἐμέναμε
τὴν πρώτην νύκτα, συνέβη νὰ ἀνοίξωμεν τοὺς
σάκκους τοῦ σιταριοῦ καὶ τότε εὑρήκαμεν
ὁ καθένας τὰ χρήματα, ποὺ ἐπλήρωσε
διὰ τὴν ἀξίαν τοῦ σιταριοῦ,
μέσα εἰς τὸν σάκκον του· τὸ ἀντίτιμον
λοιπὸν αὐτό, ἀφοῦ τὸ ἐμετρήσαμεν
καὶ τὸ ἐζυγίσαμεν, τὸ ἐπήραμεν
μαζί μας καὶ τώρα σᾶς τὸ ἐπιστρέφομεν.
|
21
καὶ ἀργύριον ἕτερον ἠνέγκαμεν
μεθ' ἑαυτῶν ἀγοράσαι βρώματα·
οὐκ οἴδαμεν, τίς ἐνέβαλε
τὸ ἀργύριον εἰς τοὺς μαρσίππους
ἡμῶν. |
21
Ἐφέραμεν δὲ ἄλλα χρήματα μαζῆ
μας, διὰ νὰ ἀγοράσωμεν πάλιν
τροφάς. Δὲν γνωρίζομεν ποῖος εἶχε
βάλει τὸ ἀργύριον εἰς τοὺς
σάκκους μας>. |
21
Ἐφέραμεν δὲ ἄλλα χρήματα μαζί
μας διὰ νὰ ἀγοράσωμεν πάλιν τρόφιμα.
Δὲν γνωρίζομεν ποῖος ἔβαλε τὰ χρήματα
εἰς τοὺς σάκκους τοῦ σιταριοῦ μας>.
|
22
Εἶπε δὲ αὐτοῖς·
ἵλεως ὑμῖν, μὴ φοβεῖσθε·
ὁ Θεὸς ὑμῶν καὶ ὁ Θεὸς
τῶν πατέρων ὑμῶν ἔδωκεν ὑμῖν
θησαυροὺς ἐν τοῖς μαρσίπποις
ὑμῶν, καὶ τὸ ἀργύριον
ὑμῶν εὐδοκιμοῦν ἀπέχω.
Καὶ ἐξήγαγε πρὸς αὐτοὺς
τὸν Συμεὼν |
22
Εἶπεν ἐκεῖνος πρὸς αὐτούς·
<ὁ Θεὸς σᾶς ἠλέησε. Μὴ
φοβεῖσθε. Ὁ Θεός σας καὶ ὁ Θεὸς
τῶν πατέρων σας σᾶς ἔδωσεν αὐτοὺς
τοὺς θησαυροὺς εἰς τοὺς σάκκους
σας. Τὸ δὲ ἀργύριον, τὸ ἀντίτιμον
τοῦ σίτου ποὺ εἴχατε ἀγοράσει
προηγουμένως, ἐγὼ τὸ ἔχω πάρει>.
Ἔβγαλε δὲ τότε τὸν Συμεὼν ἀπὸ
τὴν φυλακὴν καὶ τὸν ὠδήγησε
πρὸς αὐτούς. |
22
Ὁ οἰκονόμος τοὺς ἀπάντησε: <Μὴ
ἀνησυχεῖτε, ὁ Θεὸς σᾶς ἐλέησε
μὴ φοβεῖσθε· ὁ Θεός σας καὶ
ὁ Θεὸς τῶν πατέρων σας αὐτὸς
εἶναι ποὺ ἔβαλε τοὺς θησαυροὺς
εἰς τοὺς σάκκους σας. Τὸ ἀντίτιμον
τῶν χρημάτων, ποὺ μοῦ ἐδώκατε διὰ
τὸ σιτάρι ποὺ ἔχετε ἀγοράσει τὴν
πρώτην φοράν, ἐγὼ τὸ ἐπῆρα καὶ
τὸ ἔβαλα εἰς τὸ ταμεῖον>.
Ἀφοῦ τοὺς εἶπεν αὐτά, ἔβγαλε
ἀπὸ τὴν φυλακὴν τὸν ἀδελφόν
των τὸν Συμεὼν καὶ τὸν ὠδήγησε
κοντά των. |
23
καὶ ἤνεγκεν ὕδωρ νίψαι τοὺς
πόδας αὐτῶν καὶ ἔδωκε χορτάσματα
τοῖς ὄνοις αὐτῶν.
|
23
Διέταξε δὲ καὶ εἰς αὐτοὺς
μὲν ἔφεραν ὕδωρ διὰ νὰ νίψουν
τοὺς πόδας των, εἰς δὲ τοὺς
ὄνους των ἔδωκαν τροφάς.
|
23
Κατόπιν, ἀφοῦ τοὺς ὠδήγησε μέσα
εἰς τὸ σπίτι, διέταξε καὶ τοὺς ἔφεραν
νερόν, διὰ νὰ πλύνουν τὰ πόδια των,
ποὺ ἦσαν λερωμένα ἀπὸ τὴν ὁδοιπορίαν·
διέταξεν ἐπίσης καὶ ἔδωκαν τροφὲς
εἰς τὰ ζῶα των. |
24
Ἡτοίμασαν δὲ τὰ δῶρα ἕως
τοῦ ἐλθεῖν τὸν Ἰωσὴφ μεσημβρίας·
ἤκουσαν γὰρ ὅτι ἐκεῖ μέλλει
ἀριστᾶν. |
24
Οἱ ἀδελφοὶ ἐτοίμασαν τὰ
δῶρα, διὰ νὰ τὰ προσφέρουν εἰς
τὸν Ἰωσὴφ καὶ τὸν ἐπερίμεναν,
μέχρις ὅτου θὰ ἤρχετο κατὰ τὴν
μεσημβρίαν εἰς τὸν οἶκόν του,
διότι ἐπληροφορήθησαν ὅτι ἐκεῖ
θὰ ἐγευμάτιζε. |
24
Ὕστερα οἱ ἕνδεκα ἀδελφοὶ ἐτοίμασαν
τὰ δῶρα, ποὺ ἔφεραν μαζί των διὰ
τὸν Ἰωσήφ, καὶ τὸν ἐπερίμεναν
μέχρις ὅτου ἔλθῃ τὸ μεσημέρι·
διότι ἄκουσαν, ὅτι ὁ Ἰωσὴφ ἐπρόκειτο
νὰ γευματίσῃ ἐκεῖ.
|
25
Εἰσῆλθε δὲ Ἰωσὴφ εἰς τὴν
οἰκίαν, καὶ προσήνεγκαν αὐτῷ
τὰ δῶρα, ἃ εἶχον ἐν
τοῖς χερσὶν αὐτῶν, εἰς
τὸν οἶκον καὶ προσεκύνησαν αὐτῷ
ἐπὶ πρόσωπον ἐπὶ τὴν γῆν.
|
25
Ἦλθε πράγματι ὁ Ἰωσὴφ εἰς
τὴν οἰκίαν του καὶ ἐκεῖνοι
τοῦ προσέφεραν τὰ δῶρα, τὰ ὁποῖα
ἐκρατοῦσαν εἰς τὰ χέρια των,
καὶ τὸν ἐπροσκύνησαν κύψαντες
τὸ πρόσωπόν των μέχρις ἐδάφους.
|
25
Ἦλθε δὲ ὁ Ἰωσὴφ εἰς τὸ
σπίτι τὸ μεσημέρι. Τότε οἱ ἕνδεκα
ἀδελφοὶ τοῦ ἐπρόσφεραν ἐκεῖ
εἰς τὸ σπίτι του τὰ δῶρα, ποὺ
ἐκρατοῦσαν εἰς τὰ χέρια των, καὶ
ἔπεσαν μὲ τὸ πρόσωπον κατὰ γῆς
καὶ τὸν ἐπροσκύνησαν ὡς ἄρχοντα
τῆς Αἰγύπτου. |
26
Ἠρώτησε δὲ αὐτούς,
πῶς ἔχετε; Καὶ εἶπεν αὐτοῖς·
εἰ ὑγιαίνει ὁ πατὴρ
ὑμῶν ὁ πρεσβύτης, ὃν εἴπατι;
Ἔτι ζῇ; |
26
Ὁ Ἰωσὴφ τοὺς ἡρώτησε μὲ
καλωσύνην· <πῶς ἔχετε;> Καὶ
κατόπιν προσέθεσεν· <ὑγιαίνει
ὁ γέρων πατέρας σας, διὰ τὸν
ὁποῖον τὴν πρώτην φορὰν μοὺ
ἐκάματε λόγον; Ζῇ ἀκόμη;>
|
26
Καὶ ὁ Ἰωσὴφ τοὺς ἐρώτησε
μὲ εὐγένειαν καὶ φιλοφροσύνην: <Πῶς
εἶσθε; πῶς εἶναι ἡ ὑγεία σας;>
Πάλιν τοὺς ἐρώτησε μὲ πολὺ ἐνδιαφέρον:<Εἶναι
καλὰ ὁ πατέρας σας, ὁ γέροντας, διὰ
τὸν ὁποῖον μοῦ εἴπατε εἰς
τὴν προηγουμένην συνάντησιν; Ζῇ ἀκόμη;>
|
27
Οἱ δὲ εἶπαν· ὑγιαίνει
ὁ παῖς σου ὁ πατὴρ ἡμῶν,
ἔτι ζῇ. Καὶ εἶπεν· εὐλογημένος
ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος τῷ
Θεῷ. Καὶ κύψαντες προσεκύνησαν
αὐτῷ. |
27
Ἐκεῖνοι τοῦ ἀπήντησαν·
<ὁ δοῦλος σου, ὁ πατέρας μας, ὑγιαίνει,
ζῆ ἀκόμη>. Εἶπε δὲ ὁ
Ἰωσήφ· <ἂς εἶναι εὐλογημένος
ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ἐνώπιον
τοῦ Θεοῦ>. Καὶ κύψαντες μέχρις
ἐδάφους τὸν προσεκύνησαν.
|
27
Αὐτοὶ δὲ τοῦ ἀπάντησαν
μὲ πολλὴν συντριβήν: <Μάλιστα
ὁ ταπεινὸς δοῦλος σου, ὁ πατέρας
μας, εἶναι καλὰ εἰς τὴν ὑγείαν
του· ζῇ ἀκόμη>. Καὶ ὁ Ἰωσὴφ
εἶπεν: <Εὐλογημένος ἀπὸ τὸν
Θεὸν εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος.
Ὁ Θεὸς εἴθε νὰ τοῦ δώσῃ
κάθε πνευματικὸν καὶ ὑλικὸν ἀγαθόν>.
Οἱ ἀδελφοί του, διὰ νὰ ἐκφράσουν
τὶς εὐχαριστίες των διὰ τὴν
εὐχήν, ἔσκυψαν πάλιν καὶ τὸν ἐπροσκύνησαν.
|
28
Ἀναβλέψας δὲ τοῖς ὀφθαλμοῖς
αὐτοῦ Ἰωσὴφ εἶδε
Βενιαμὶν τὸν ἀδελφὸν
αὐτοῦ τὸν ὁμομήτριον καὶ
εἶπεν· οὗτος ὁ ἀδελφὸς
ὑμῶν ο νεώτερος, ὃν εἴπατε
πρὸς με ἀγαγεῖν; Καὶ εἶπεν·
ὁ Θεὸς ἐλεήσαι σε τέκνον.
|
28
Ἐσήκωσε τὰ βλέμματά του ὁ
Ἰωσήφ, εἶδε τὸν ὁμομήτριον
ἀδελφόν του, τὸν Βενιαμίν, καὶ
ἠρώτησε τοὺς ἀδελφούς·
<αὐτὸς εἶναι ὁ νεώτερος ἀδελφός
σας, τὸν ὁποῖον εἴπατε ὅτι θὰ
ὁδηγήσετε πρὸς ἐμέ;> Καὶ
στραφεὶς πρὸς τὸν Βενιαμὶν τοῦ
εἶπε· <ὁ Θεὸς νὰ σὲ
ἐλεήσῃ, τέκνον μου>.
|
28
Ὁ Ἰωσήφ, ἀφοῦ ἐσήκωσε
τὰ μάτια του, ἐξήτασε μὲ τρόπον μεταξὺ
τῶν ἕνδεκα, καὶ εἶδε τὸν Βενιαμίν,
τὸν ἀδελφὸν ἀπὸ τὴν ἰδίαν
μητέρα μὲ αὐτόν. Ὅταν τὸν εἶδεν,
εἶπεν εἰς τοὺς ἄλλους: <Αὐτὸς
εἶναι ὁ μικρότερος ἀδελφός σας, τὸν
ὁποῖον εἴπατε ὅτι θὰ μοῦ
ἐφέρνατε;» Καὶ ἀφοῦ ἐστράφη
πρὸς τὸν Βενιαμίν, τοῦ εἶπε: <
Ὁ Θεὸς νὰ σὲ εὐλογήσῃ
καὶ νὰ φανῇ ἵλεως εἰς σέ, παιδί
μου> |
29
Ἐταράχθη δὲ Ἰωσήφ, συνεστρέφετο
γὰρ τὰ ἔγκατα αὐτοῦ ἐπὶ
τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ, καὶ ἐζήτει
κλαῦσαι· εἰσελθὼν δὲ εἰς
τὸ ταμεῖον ἔκλαυσεν ἐκεῖ.
|
29
Συνεκινήθη βαθύτατα ὁ Ἰωσήφ,
ἀνεστράφησαν τὰ σπλάγχνα αὐτοῦ,
ὅταν εἶδε τὸν ἀδελφόν του τὸν
Βενιαμίν, καὶ ἐζήτει νὰ εὔρη
ἰδιαίτερον τινὰ ἀπόκρυφον τόπον,
διὰ νὰ κλαύσῃ. Εἰσῆλθε
πράγματι εἰς τὸ ἐσωτερικὸν δωμάτιόν
του καὶ ἐκεῖ ἀνελύθη εἰς
δάκρυα. |
29
Ἐταράχθη δὲ ὁ Ἰωσὴφ καὶ
<ἀνακατεύθηκαν τὰ σωθικά του>, ἡ
καρδία του ἐπῆγε νὰ σπάσῃ ἀπὸ
τὴν δυνατὴν συγκίνησιν, διότι τὸν ἐνίκησεν
ἡ φυσικὴ ἀδελφικὴ ἀγάπη πρὸς
τὸν μόνον ὁμομήτριον ἀδελφόν του. Διὰ
τοῦτο ἔφυγεν ἀμέσως, ὥστε νὰ
εὕρῃ ἀπόμερον, μοναχικὸν τόπον
νὰ κλαύσῃ. Διὰ νὰ μὴ προδοθῇ
ἐμπῆκε εἰς τὸ ἰδιαίτερον δωμάτιόν
του καὶ ἐκεῖ ἐξέσπασεν εἰς
πολλὰ δάκρυα. |
30
Καὶ νιψάμενος τὸ πρόσωπον ἐξελθὼν
ἐνεκρατεύσατο καὶ εἶπε· παράθετε
ἄρτους. |
30
Μετ' ὀλίγον ἔνιψε τὸ πρόσωπόν
του, συνεκράτησε τὴν συγκίνησίν του,
ἐξῆλθεν ἀπὸ τὸ δωμάτιον
καὶ εἶπεν εἰς τοὺς ἀνθρώπους
του· <παραθέσατε τὸ φαγητόν>.
|
30
Ἀφοῦ ἐξεθύμανεν ἡ συγκίνησίς
του, ἔνιψε καὶ ἐσκούπισε τὸ
πρόσωπόν του, ἐβγῆκε καὶ παρουσιάσθη
εἰς τοὺς ἀδελφούς του. Κυρίαρχος πλέον
εἰς τὰ συναισθήματά του διέταξεν: <Ἐτοιμάστε
καὶ σερβίρετε φαγητόν>. |
31
Καὶ παρέθηκαν αὐτῷ μόνῳ
καὶ αὐτοῖς καθ' ἑαυτοὺς
καὶ τοῖς Αἰγυπτίοις τοῖς
συνδειπνοῦσι μετ' αὐτοῦ καθ'
ἑαυτούς· οὐ γὰρ ἐδύναντο
οἱ Αἰγύπτιοι συνεσθίειν μετὰ
τῶν Ἑβραίων ἄρτους, βδέλυγμα
γὰρ ἐστι τοῖς Αἰγυπτίοις.
|
31
Ἐκεῖνοι παρέθεσαν φαγητὸν διὰ
τὸν Ἰωσὴφ ἰδιαιτέρως, διὰ
τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ ἰδιαιτέρως,
καὶ διὰ τοὺς Αἰγυπτίους, οἱ
ὁποῖοι συνέτρωγαν μὲ αὐτόν,
ἐπίσης ἰδιαιτέρως· διότι
δὲν ἠνείχοντο οἱ Αἰγύπτιοι
νὰ συντρώγουν μὲ τοὺς Ἑβραίους,
ἐπειδὴ ἦτο τοῦτο ἀποτροπιαστικὸν
δι' αὐτούς. |
31
Οἱ ὑπηρέται ἐτοίμασαν καὶ ἐπρόσφεραν
φαγητὸν διὰ τὸν Ἰωσὴφ ἰδιαιτέρως
ὡς ἀντιβασιλέα καὶ ἄρχοντα τῆς
Αἰγύπτου· ἐπίσης ἐτοίμασαν καὶ
ἐσέρβιραν φαγητὸν ἰδιαιτέρως διὰ
τοὺς ἀδελφούς του καὶ χωριστὰ
διὰ τοὺς Αἰγυπτίους, οἱ ὁποῖοι
ἀποτελοῦσαν τὴν ἀκολουθίαν του
καὶ
συνέτρωγαν μαζί του. Διότι δὲν ἐπετρέπετο
νὰ συμφάγουν οἱ Αἰγύπτιοι εἰς τὸ
ἴδιον τραπέζι μὲ τοὺς Ἑβραίους, ἐπειδὴ
ἐθεωροῦσαν τοῦτο μισητὸν καὶ
σιχαμερόν. |
32
Ἐκάθισαν δὲ ἐναντίον
αὐτοῦ, ὁ πρωτότοκος κατὰ τὰ
πρεσβεῖα αὐτοῦ καὶ ὁ νεώτερος
κατὰ τὴν νεότητα αὐτοῦ·
ἐξίσταντο δὲ οἱ ἄνθρωποι ἕκαστος
πρὸς τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ.
|
32
Ἐκάθισαν λοιπὸν ἐνώπιόν
του οἱ ἀδελφοὶ τοῦ Ἰωσὴφ
κατὰ τὴν σειρὰν τῆς ἡλικίας
των, ὥστε ὁ πρωτότοκος νὰ κάθεται
εἰς θέσιν ἀνάλογον τῆς μεγαλυτέρας
του ἡλικίας καὶ ὁ νεώτερος εἰς
θέσιν ἀνάλογον τῆς μικροτέρας
του ἡλικίας. Οἱ ἀδελφοὶ παρετήρουν
ὁ ἕνας τὸν ἄλλον καὶ ἀποροῦσαν
διὰ τὴν τακτοποίησίν των εἰς
τὴν τράπεζαν ἀνάλογα μὲ τὴν
ἡλικίαν των. |
32
Οἱ ἀδελφοὶ τοῦ Ἰωσὴφ ἐκάθισαν
(κατ’ ἐντολήν του) ἀπέναντί του ἔτσι,
ὥστε ὁ πρωτότοκος ἀδελφὸς νὰ
κάθεται εἰς θέσιν ἀνάλογον τῆς μεγάλης ἡλικίας
του καὶ ὁ νεώτερος εἰς θέσιν ἀνάλογον
τῆς νεαρᾶς ἡλικίας του. Ἡ τακτοποίησίς
των κατὰ ἡλικίαν ἐπροκάλεσεν ἀπορίαν
καὶ ἔκπληξιν εἰς τοὺς ἀδελφοὺς
τοῦ Ἰωσὴφ ἀποροῦσαν πῶς
ἐγνώριζε τὴν διαφορὰν τῆς ἡλικίας
των τόσον καλά, ὥστε νὰ διακρίνῃ τὸν
μεγαλύτερον καὶ τὸν μικρότερον.
|
33
Ἦραν δὲ μερίδας παρ' αὐτοῦ πρὸς
αὐτούς· ἐμεγαλύνθη
δὲ ἡ μερὶς Βενιαμὶν παρὰ τὰς
μερίδας πάντων πενταπλασίως πρὸς τὰς
ἐκείνων, ἔπιον δὲ καὶ ἐμεθύσθησαν
μετ' αὐτοῦ. |
33
Οἱ ὑπηρέται ἔφεραν μερίδας φαγητοῦ
ἀπὸ τὴν τράπεζαν τοῦ Ἰωσὴφ
πρὸς τοὺς ἀδελφούς. Ἡ μερὶς
τοῦ Βενιαμὶν ἦτο πέντε φορὲς
μεγαλύτερα ἀπὸ τὰς μερίδας τῶν
ἄλλων ἀδελφῶν. Ἔφαγον ὅλοι μαζῆ
μὲ τὸν Ἰωσήφ, ἔπιον καὶ
ἦλθον εἰς εὐθυμίαν μαζῆ μὲ
αὐτόν. |
33
Οἱ ὑπηρέται ἐπρόσφεραν κανονικὲς μερίδες
φαγητοῦ ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ Ἰωσήφ·
ἔπαιρναν ἀπὸ τὰ χέρια του κάθε μίαν
μερίδα καὶ τὴν ἐσέρβιραν εἰς
τοὺς ἀδελφούς του. Ἡ μερίδα ὅμως τοῦ
φαγητοῦ τοῦ Βενιαμὶν ἦταν πέντε φορὲς
μεγαλύτερη ἀπὸ ἐκείνην τῶν ἄλλων
ἀδελφῶν. Ἔφαγαν δὲ ὅλοι καὶ
ἤπιαν μὲ τὸν Ἰωσὴφ μέχρις ὅτοῦ
ἦλθαν εἰς εὐθυμίαν. |