Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
κάλεσε
δὲ Ἰακὼβ τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ
καὶ εἶπεν αὐτοῖς· συνάχθητε,
ἵνα ἀναγγείλω ὑμῖν, τί
ἀπαντήσει ὑμῖν ἐπ' ἐσχάτων
τῶν ἡμερῶν·
|
κάλεσε
κοντά του ὁ Ἰακὼβ τοὺς υἱούς
του καὶ εἶπεν εἰς αὐτούς·
<συγκεντρωθῆτε πλησίον μου, διὰ νὰ
σᾶς ἀναγγείλω τί θὰ συμβοῦν
εἰς σᾶς, εἰς τοὺς ἀπογόνους
σας, εἰς τὴν ἀνθρωπότητα μέχρι
καὶ τῶν τελευταίων ἡμερῶν.
|
ταν
ὁ Ἰακὼβ προαισθάνθηκε τὸν θάνατόν
του, ἐκάλεσε κοντά του τὰ παιδιά του
καὶ τοὺς εἶπε: <Συγκεντρωθῆτε ἐδῶ
γύρω διὰ νὰ σᾶς εἶπω τὶ θὰ
σᾶς συμβῇ εἰς τὸ πολὺ ἀπομεμακρυσμένον
μέλλον, μέχρι τῆς χρονικῆς περιόδου ποὺ
θὰ ἔλθῃ ὁ Μεσσίας.
|
2
ἀθροίσθητε καὶ ἀκούσατέ
μου, υἱοὶ Ἰακώβ, ἀκούσατε
Ἰσραὴλ τοῦ πατρὸς ὑμῶν.
|
2
Μαζευθῆτε καὶ ἀκούσατέ με, παιδιὰ
τοῦ Ἰσραήλ, ἀκούσατε τὸν
πατέρα σας Ἰακώβ. |
2
Μαζευθῆτε ὅλοι καὶ ἀκοῦστε μου,
παιδιὰ τοῦ Ἰακώβ· ἀκοῦστε τὰ
λόγια, ποὺ θὰ σᾶς εἴπῃ ὁ
Ἰσραήλ, ὁ πατέρας σας, φωτιζόμενος ἀπὸ
τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ>,
|
3
Ρουβήν, πρωτότοκός μου, σὺ ἰσχύς
μου καὶ ἀρχὴ τέκνων μου, σκληρὸς
φέρεσθαι καὶ σκληρὸς αὐθάδης.
|
3
Ρουβήν, ὁ πρωτότοκός μου, σὺ
εἶσαι ἠ δύναμίς μου, ἡ ἀπαρχὴ
τῶν τέκνων μου. Ἐφάνης ὅμως
σκληρὸς εἰς τὴν συμπεριφοράν σου,
σκληρὸς καὶ ἀναίσχυντος ἀπέναντί
μου. |
3
Ἀφοῦ ἐμαζεύθησαν, ἀκολούθησε
τὴν φυσικὴν σειρὰν τῆς γεννήσεως καὶ
ἐμίλησε πρῶτα εἰς τὸν Ρουβὴν
καὶ εἶπε: <Ρουβήν, πρωτότοκον παιδί μου, σὺ
εἶσαι ἡ δύναμίς μου καὶ ἡ ἀρχὴ
τῶν παιδιῶν μου· μὲ τὴν συμπεριφοράν
σου ὅμως ἐφάνης κατ’ ἐξοχὴν σκληρὸς
καὶ ἀλαζονικός, θρασὺς καὶ χωρὶς
ἐντροπήν. |
4
Ἐξύβρισας ὡς ὕδωρ, μὴ ἐκζέσῃς·
ἀνέβης γὰρ ἐπὶ τὴν κοίτην
τοῦ πατρός σου· τότε ἐμίανας
τὴν στρωμνήν, οὗ ἀνέβης.
|
4
Ὥρμησες σὰν χείμαρρος ἐναντίον
τῆς γυναικός μου Βαλλᾶς καὶ τὴν
ἐταπείνωσες. Δὲν θὰ προοδεύσῃς
καὶ δὲν θὰ ἀναδειχθῇς, διότι
ἀνέβης εἰς τὴν κλίνην τοῦ
πατρός σου, ἐμόλυνες τὸ κρεββάτι
τοῦ πατέρα, σου, εἰς τὸ ὁποῖον
ἀνέβης. |
4
Ὥρμησες ὡσὰν χείμαρρος νεροῦ ἐναντίον
τῆς παλλακῆς μου Βαλλᾶς καὶ τὴν
ἐταπείνωσες. Δὲν θὰ διακριθῇς
μεταξὺ τῶν ἀδελφῶν σου· δὲν
θὰ προοδεύσῃς, διότι ἔπραξες πρᾶγμα
παράνομον καὶ ἁμάρτησες εἰς τὸ
κρεββάτι τοῦ πατέρα σου· μὲ τὴν πρᾶξιν
σου ἐμόλυνες τὸ πατρικὸν κρεββάτι,
εἰς τὸ ὁποῖον ἀνέβης καὶ
ἐκοιμήθης μὲ τὴν Βαλλάν.
|
5
Συμεὼν καὶ Λευΐ ἀδελφοί·
συνετέλεσαν ἀδικίαν ἐξ αἱρέσεως
αὐτῶν. |
5
Συμεὼν καὶ Λευΐ, δύο ἀδελφοὶ
ὠλοκλήρωσαν ἐσκεμμένως μίαν
φοβερὰν ἄδικον πρᾶξιν.
|
5
Ὁ Συμεὼν καὶ ὁ Λευΐ εἶναι ἀδελφοὶ
καὶ εἰς τὴν γέννησιν καὶ εἰς
τὴν διάθεσιν καὶ εἰς τὸν χαρακτῆρα.
Καὶ οἱ δύο ἐχρησιμοποίησαν τὰ
ὅπλα των καὶ συνειδητῶς, μὲ σχέδιον
ἒν ψυχρῷ, ὠλοκλήρωσαν μίαν φοβερὰν
ἐγκληματικὴν πρᾶξιν. |
6
Εἰς βουλὴν αὐτῶν μὴ ἔλθοι
ἡ ψυχή μου, καὶ ἐπὶ τῇ
συστάσει αὐτῶν μὴ ἐρείσαι
τὰ ἥπατά μου, ὅτι ἐν τῷ
θυμῷ αὐτῶν ἀπέκτειναν ἀνθρώπους
καὶ ἐν τῇ ἐπιθυμίᾳ
αὐτῶν ἐνευροκόπησαν ταῦρον.
|
6
Ἡ ψυχή μου δὲν συγκατατίθεται εἰς
τὴν ἀπόφασίν των, καὶ ἡ
καρδία μου δὲν ἐπαναπαύεται εἰς
τὴν συνωμοσίαν των, διότι ἐπάνω
εἰς τὸν μεγάλον θυμόν των ἐφόνευσαν
ἀνθρώπους καὶ εἰς τὴν ἐπιθυμίαν
τῆς ἐκδικήσεώς των ἐφόνευσαν
καὶ ταύρους. |
6
Ἡ ψυχή μου δὲν συμφωνεῖ οὔτε ἐγκρίνει
τὴν ἀπόφασίν των καὶ ἡ
καρδία μου δὲν συμμετέχει οὔτε ἐπαναπαύεται
εἰς τὰ διαβούλιά των· δὲν ἐγκρίνω
τὸ κακούργημά των ἐναντίον τῶν
Συχεμιτῶν. Διότι ἐπάνω εἰς τὸν
ἀπερίσκεπτον θυμόν των ἐσκώτωσαν ἀνθρώπους·
καὶ ἐπάνω εἰς τὴν ἐπιθυμίαν
των νὰ ἐκδικηθοῦν τὴν προσβολήν, ποὺ
ἔγινεν εἰς τὴν ἀδελφήν των Δείναν,
ἐσκότωσαν ἀνθρώπους μέχρι καὶ ταύρους
(ἢ κατ’ ἄλλην ἑρμηνεία τὸν υἱὸν
τοῦ Ἐμμώρ, ὁ ὁποῖος ἦταν
δυνατὸς ὡς ταῦρος, ἐπειδὴ εὑρίσκετο
εἰς τὴν ἀκμὴν τῆς νεανικῆς
ἡλικίας του). |
7
Ἐπικατάρατος ὁ θυμὸς αὐτῶν,
ὅτι αὐθάδης, καὶ ἡ μῆνις
αὐτῶν, ὅτι ἐσκληρύνθη·
διαμεριῶ αὐτοὺς ἐν Ἰακὼβ
καὶ διασπερῶ αὐτοὺς ἐν Ἰσραήλ.
|
7
Κατηραμένος ἂς εἶναι ὁ θυμός
των, διότι καὶ ἡ ὀργή των ἦτο
παράνομος, ἦτο σκληρά. Ἕνεκα τούτου
θὰ διασκορπίσω τοὺς ἀπογόνους
των μεταξὺ τῶν ἄλλων υἱῶν τοῦ
Ἰακώβ, θὰ διασπαροῦν ἐν μέσῳ
τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ.
|
7
Ὁ μεγάλος καὶ ἄγριος θυμός των ἂς
εἶναι καταράμενος, διότι ἦταν προπετής, ἀσυγκράτητος,
ἀσυλλόγιστος· καὶ ἡ ὀργή των
ἂς εἶναι καταραμένη, διότι ἦταν ἀπάνθρωπος,
θηριώδης καὶ χωρὶς συμπάθειαν. Διὰ τοῦτο
θὰ διαμοιράσω τοὺς ἀπογόνους των εἰς
ὅλην τὴν χώραν τοῦ Ἰσραὴλ μεταξὺ
τῶν ἄλλων φυλῶν τὸν Ἰακὼβ
καὶ θὰ τοὺς διασκορπίσω μεταξὺ τοῦ
Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ. |
8
Ἰούδα, σὲ αἰνέσαισαν οἱ
ἀδελφοί σου· αἱ χεῖρές
σου ἐπὶ νώτου ἐχθρῶν σου·
προσκυνήσουσί σοι οἱ υἱοὶ τοῦ
πατρός σου. |
8
Ἰούδα, σὲ θὰ ὑμνήσουν
οἱ ἀδελφοί σου, θὰ σὲ ἀναγνωρίσουν
ὡς ἀρχηγόν των, τὰ χέρια σου
θὰ εἶναι ἰσχυρὰ ἐπάνω
εἰς τὴν ράχιν τῶν ἐχθρῶν
σου. Θὰ σὲ προσκυνήσουν ὡς ἀρχηγόν
των οἱ ἀπόγονοι τοῦ πατρός σου.
|
8
Ἰούδα, θὰ σὲ ὑμνήσουν (ἢ
εἴθε νὰ σὲ ὑμνήσουν), θὰ
σὲ τιμήσουν (ἢ εἴθε νὰ σὲ τιμήσουν)
καὶ θὰ σὲ δοξάσουν (ἢ εἴθε νὰ
σὲ δοξάσουν) οἱ ἀδελφοί σου·
τὰ χέρια σου θὰ εἶναι ἰσχυρά,
ὥστε νὰ τρέπῃς εἰς φυγὴν πανικοβλήτους
τοὺς ἐχθρούς σου τὰ
παιδιὰ τοῦ πατέρα σου θὰ πέσουν νὰ
σὲ προσκυνήσουν μὲ τὴν θέλησίν των
καὶ θὰ ὑποταχθοῦν εἰς σέ, διότι
θὰ ἀναγνωρίζουν ὅτι σοῦ ἀξίζει
ἡ τιμὴ καὶ ἡ δόξα.
|
9
Σκύμνος λέοντος Ἰούδα· ἐκ
βλαστοῦ, υἱέ μου, ἀνέβης·
ἀναπεσὼν ἐκοιμήθης ὡς λέων
καὶ ὡς σκύμνος· τίς ἐγερεῖ
αὐτόν; |
9
Ληοντάρι, γέννημα ληονταριοῦ, θὰ εἶσαι,
Ἰούδα· ἀπὸ ἐμὲ σὰν
ἀπὸ βλαστὸν ἐφύτρωσες σύ,
ἄλλο βλαστάρι, υἱέ μου. Ἐξηπλώθης
καὶ ἐκοιμήθης σὰν ληοντάρι,
σὰν νεαρὸ εὔρωστο ληοντάρι. Ποιὸς
τολμᾷ νὰ τὸν πλησιάσῃ καὶ
νὰ τὸν ἐξυπνήσῃ;
|
9
Ἰούδα, εἶσαι μικρὸ λιοντάρι· ἐφύτρωσες,
παιδί μου, ὡσὰν βλαστὸς ἀπὸ
ἐμέ. Ἀφοῦ ἑξάπλωσες, ἐκοιμήθης
ὅπως κοιμᾶται τὸ λιοντάρι, ὁ βασιλιᾶς
τῶν ζώων ἐκοιμήθης, ὅπως κοιμᾶται
τὸ μικρὸ λιοντάρι· ποῖος θὰ τολμήσῃ
νὰ τὸ ἐνοχλήσῃ καὶ νὰ
τὸ ξυπνήσῃ ἀπὸ τὸν ὕπνον;
|
10
Οὐκ ἐκλείψει ἄρχων ἐξ Ἰούδα
καὶ ἡγούμενος ἐκ τῶν μηρῶν
αὐτοῦ, ἕως ἐὰν ἐλθῃ
τὰ ἀποκείμενα αὐτῷ, καὶ
αὐτὸς προσδοκία ἐθνῶν.
|
10
Δὲν θὰ λείψῃ ἄρχων ἀπὸ
τὴν φυλὴν Ἰούδα καὶ ἀρχηγὸς
ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους του, μέχρις
ὅτου ἔλθῃ ἐκεῖνος, εἰς
τὰ χέρια τοῦ ὁποίου ἀπόκεινται
αἱ ἐξουσίαι. Αὐτὸς θὰ
εἶναι ἡ ἐλπὶς καὶ ἡ προσμονὴ
τῶν λαῶν, ὁ Μεσσίας.
|
10
Δὲν θὰ λείψῃ ἄρχων καὶ βασιλικὸν
σκῆπτρον ἀπὸ τὴν φυλὴν τοῦ
Ἰούδα δὲν θὰ λείψῃ ἀρχηγὸς
ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τῆς γενεᾶς
του μέχρις ὅτου ἔλθῃ Ἐκεῖνος
(ὁ Εἰρηνοποιός), εἰς τὸν ὁποῖον
ἀνήκει τὸ βασιλικὸν τοῦτο σκῆπτρον·
καὶ Αὐτὸς θὰ εἶναι τὸ
πρόσωπον, τὸ ὁποῖον θὰ περιμένουν
μὲ ζωηρὰν ἐλπίδα καὶ ἔντονον
προσδοκίαν τὰ ἔθνη καὶ οἱ λαοὶ
τῆς γῆς, δηλαδὴ ὁ Μεσαίας Χριστός.
|
11
Δεσμεύων πρὸς ἄμπελον τὸν πῶλον
αὐτοῦ καὶ τῇ ἕλικι τὸν
πῶλον τῆς ὄνου αὐτοῦ· πλυνεῖ
ἐν οἴνῳ τὴν στολὴν αὐτοῦ
καὶ ἐν αἵματι σταφυλῆς τὴν περιβολὴν
αὐτοῦ· |
11
Τόση τότε θὰ εἶναι ἡ εὐημερία,
ὥστε θὰ δένῃ αὐτὸς τὸν
ὄνον του εἰς τὴν ἄμπελον καὶ
τὸ πουλάρι τῆς ὄνου του εἰς
τὴν ψαλλίδα τῆς ἀμπέλου. Θὰ
πλύνῃ ὄχι μὲ νερὸ ἀλλὰ
μὲ κρασὶ τὴν στολήν του καὶ
μὲ τὸν κόκκινον, σὰν αἷμα, οἶνον
τῆς σταφυλῆς θὰ καθαρίζῃ τὴν
ἐνδυμασίαν του. |
11
Θὰ εἶναι τόση ἡ μεγάλη εὐτυχία καὶ
ἡ μακαρία κατάστασις, ποὺ θὰ ἐπικρατήσῃ
εἰς τὶς ἡμέρες τῆς βασιλείας
του· θὰ εἶναι τόση ἡ εὐφορία τῆς
χώρας, ὥστε θὰ δένῃ τὸν ὄνον
του εἰς τὸ ἀμπέλι καὶ τὸ πουλάρι
του εἰς τὴν ψαλίδα τοῦ κλήματος. (Ἢ
κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν: Αὐτός, ἐπειδὴ
θὰ εἶναι ἡ ἄμπελος ἡ ἀληθινὴ
καὶ ἡ διδασκαλία του θὰ εἶναι ἁπαλὴ
καὶ ἥμερη, θὰ ὑποτάξῃ
τοὺς ἐθνικοὺς καὶ θὰ τοὺς
κάμῃ τόσον πειθαρχικούς, ὅσον πειθαρχικὸς
εἶναι καὶ ὁ ὄνος, ποὺ δένεται
εἰς τὸ ἀμπέλι, καὶ τὸ πουλάρι,
ποὺ δένεται εἰς τὴν ψαλίδα τοῦ κλήματος).
Θὰ εἶναι τόση ἡ εὐημερία καὶ
ἡ ἀφθονία, ποὺ θὰ ὑπάρχῃ
εἰς τὶς ἡμέρες τῆς βασιλείας
του, ὥστε ἡ ἐνδυμασία του θὰ
πλένεται ὄχι μὲ νερόν, ἀλλὰ μὲ
κρασί, καὶ ἡ στολή του μὲ τὸ
κόκκινον ὡσὰν αἷμα κρασὶ τοῦ
σταφυλιοῦ. (Ἢ ἐπειδὴ τὰ λόγια
αὐτὰ εἶναι προφητεία ποὺ ἀναφέρεται
εἰς τὸν Μεσσίαν, ὁ ὁποῖος θὰ
προέλθῃ ἀπὸ τὴν φυλὴν τοῦ
Ἰούδα: Τὸ σῶμα ποὺ θὰ φορέσῃ
ὁ Κύριος κατ’ οἰκονομίαν διὰ νὰ γίνῃ
ἄνθρωπος, θὰ σφαγῇ καὶ θὰ πλυθῇ
μὲ τὸ αἷμα τῆς σταυρικῆς λυτρωτικῆς
του θυσίας). |
12
χαροποιοὶ οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ
ἀπὸ οἴνου, καὶ λευκοὶ οἱ
ὀδόντες αὐτοῦ ἢ γάλα.
|
12
Οἱ ὀφθαλμοί του θὰ ἀκτινοβολοῦν
χαράν· θὰ σπινθηροβολοῦν σὰν
ἐκείνου ποὺ πίνει οἶνον. Ἡ
καθαρότης του θὰ εἶναι ἄψογος, καὶ
οἱ ὀδόντες του θὰ εἶναι λευκότεροι
ἀπὸ τὸ γάλα. |
12
Τὰ μάτια του θὰ ἀκτινοβολοῦν χαρὰν
καὶ θὰ σπινθηροβολοῦν ὅπως τὰ
μάτια ἐκείνου, ποὺ πίνει κρασί. Τὰ δόντια
του θὰ εἶναι περισσότερον λευκὰ καὶ
ἀπὸ τὸ γάλα· τόσον χαρουμένη θὰ
εἶναι ἡ βασιλεία, τόσον λαμπρὴ ἡ δικαιοσύνη
καὶ τόσον ἔνδοξον τὸ μεγαλεῖον αὐτοῦ,
ὁ ὁποῖος θὰ εἶναι ὁ Κριτὴς
τῶν ὅλων. |
13
Ζαβουλὼν παράλιος κατοικήσει, καὶ
αὐτὸς παρ' ὅρμον πλοίων, καὶ
παρατενεῖ ἕως Σιδῶνος.
|
13
Ζαβουλών, ἡ φυλή του θὰ κατοικήσῃ
εἰς παράλιον χώραν, πλησίον λιμένων,
ὅπου ὑπάρχουν πλοῖα, θὰ ἐκτείνεται
δὲ μέχρι καὶ τῆς Σιδῶνος.
|
13
Ὁ Ζαβουλὼν θὰ κατοικήσῃ εἰς
τὴν παραλίαν τῆς θαλάσσης, κοντὰ εἰς
λιμάνι καὶ ὅρμους, ὅπου προσορμίζονται καὶ
ἀγκυροβολοῦν πλοῖα, καὶ τὰ ὅρια
τῆς χώρας του θὰ φθάνουν μέχρι τῆς πόλεως
Σιδών. |
14
Ἰσσάχαρ τὸ καλὸν ἐπεθύμησεν
ἀναπαυόμενος ἀνὰ μέσον τῶν
κλήρων· |
14
Ἰσσάχαρ ἐπεθύμησε καὶ ἐθεώρησε
καλὸν νὰ ἀναπαύεται εἰς τὰς
περιοχάς, αἱ ὁποῖαι ἐκληροδοτήθησαν
εἰς τοὺς ἄλλους ἀδελφούς του.
|
14
Ὁ Ἰσσάχαρ ἐπεθύμησε τὸ καλὸν
καὶ τὴν ἄνεσιν καὶ ἀναπαύεται
μεταξὺ τῶν περιοχῶν, ποὺ ἐδόθησαν
ὡς κληρονομία εἰς τοὺς ἀδελφούς του.
|
15
καὶ ἱδὼν τὴν ἀνάπαυσιν
ὅτι καλή, καὶ τὴν γῆν ὅτι
πίων, ὑπέθηκε τὸν ὦμον
αὐτοῦ εἰς τὸ πονεῖν καὶ
ἐγενήθη ἀνὴρ γεωργός.
|
15
Αὐτὸς ἰδών, ὅτι ἡ εἰρηνικὴ
καὶ ἀναπαυτικὴ ζωὴ εἶναι καλὴ
δι' αὐτὸν καὶ ὅτι ἡ χώρα
του εἶναι εὔφορος, ἀνέλαβε νὰ
ἐργασθῇ μὲ τὰ χέρια του καὶ
νὰ κοπιάζῃ ἐργαζόμενος τὴν
γῆν καὶ ἔτσι ἔγινε γεωργός.
|
15
Καὶ ὅταν εἶδεν, ὅτι ἡ ὕσυχη
καὶ εἰρηνικὴ ζωὴ εἶναι καλή,
καὶ ὅτι ἡ γῆ τῆς ἰδικῆς
του περιοχῆς εἶναι εὔφορος, ἔβαλε
τὶς πλάτες καὶ τοὺς ὤμους του εἰς
τὴν ἐργασίαν καὶ ἀπεφάσισε νὰ
μοχθῇ καὶ νὰ κοπιάζῃ διὰ τὴν
καλλιέργειαν τῆς γῆς· καὶ ἔτσι ἔγινε
γεωργός. |
16
Δὰν κρινεῖ τὸν λαὸν αὐτοῦ,
ὡσεὶ καὶ μία φυλὴ ἐν Ἰσραήλ.
|
16
Ὁ Δὰν θὰ κυβερνήσῃ διὰ
τῆς φυλῆς του τὸν ἰσραηλιτικὸν
λαόν, σὰν μιὰ ἀξία φυλὴ
τοῦ Ἰακώβ. |
16
Ὁ Δὰν θὰ γίνῃ κριτὴς καὶ
κυβερνήτης καὶ θὰ κρίνῃ τὸν λαόν
του. Ἂν καὶ εἶναι υἱὸς τῆς
δούλης Βαλλᾶς, ἐν τούτοις θὰ γίνῃ
ἰσάξιος εἰς τὴν διακυβέρνησιν αὐτήν,
ὅπως καὶ κάθε ἄλλη φυλὴ μεταξὺ
τῶν φυλῶν τοῦ Ἰσραήλ.
|
17
Καὶ γενηθήτω Δὰν ὄφις ἐφ' ὁδοῦ,
ἐγκαθήμενος ἐπὶ τρίβου, δάκνων
πτέρναν ἵππου, καὶ πεσεῖται ὁ
ἰππεὺς εἰς τὰ ὀπίσω,
|
17
Ἡ φυλὴ τοῦ Δὰν θὰ γίνῃ
κακοποιός, σὰν ὄφις κρυμμένος εἰς
τὸν δρόμον, ὄφις ὁ ὁποῖος
παραμονεύει εἰς τὴν ἀτραπόν,
διὰ νὰ δαγκώσῃ τὴν πτέρναν
τοῦ ἵππου καὶ νὰ ἀνατραπῇ
ὁ ἰππεὺς πρὸς τὰ ὀπίσω,
|
17
Ἡ φυλὴ τοῦ Δὰν θὰ γίνῃ
πειρατικὴ καὶ ἐπιθετική. Θὰ γίνῃ
ὅπως τὸ φίδι, ποὺ εἶναι κρυμμένον
εἰς τὸν δρόμον· φίδι φαρμακερόν, τὸ
ὁποῖον παραμονεύει εἰς τὸ μονοπάτι,
διὰ νὰ κτυπήσῃ μὲ πανουργίαν τὴν
πτέρναν τοῦ ἀλόγου, ὥστε νὰ
ἀνατραπῇ ὁ ἀναβάτης του καὶ
νὰ πέσῃ πρὸς τὰ ὀπίσω.
|
18
τὴν σωτηρίαν περιμένων Κυρίου.
|
18
ὥστε τὰ θύματά του νὰ περιμένουν
τὴν σωτηρίαν ἀπὸ τὸν Κύριον.
|
18
Θὰ περιμένω τὴν σωτηρίαν μου ἀπὸ τὸν
Κύριον, εἰς τὸν ὁποῖον ἔχω στηριγμένην
τὴν ἐλπίδα μου. (Ἢ ἐπειδὴ τὰ
λόγια αὐτὰ εἶναι προφητεία: Ἡ φυλὴ
τοῦ Δὰν δὲν θὰ σωθῇ μὲ
τὴν δολιότητα καὶ πανουργίαν της· θὰ
περιμένῃ τὴν σωτηρίαν της, ὅπως καὶ
ὁλόκληρος ἡ ἀνθρωπότης, ἀπὸ
τὸν Κύριον Ἰησοῦν, τὸν λυτρωτὴν
Μεσσίαν). |
19
Γάδ, πειρατήριον πειρατεύσει αὐτόν,
αὐτὸς δὲ πειρατεύσει αὐτὸν
κατὰ πόδας. |
19
Ὁ Γάδ, ἐνέδρας καὶ πειρατείας
θὰ στήσουν δι' αὐτόν, ἀλλὰ
καὶ αὐτὸς θὰ στήσῃ ἐνέδρας
εἰς τὰ πόδια ἐκείνου, ὁ
ὁποῖος τὸν ἐνεδρεύει.
|
19
Ὁ Γὰδ θὰ δεχθῇ τὴν ἐπίθεσιν
ὁμάδος πειρατῶν καὶ ληστῶν, οἱ
ὁποῖοι τοῦ ἔστησαν ἐνέδραν·
ἀλλὰ καὶ αὐτὸς θὰ τοὺς
στήσῃ ἐνέδραν καὶ θὰ τοὺς καταδιώξῃ
κατὰ πόδας. |
20
Ἀσήρ, πίων αὐτοῦ ὁ ἄρτος,
καὶ αὐτὸς δώσει τρυφὴν ἄρχουσι.
|
20
Τοῦ Ἀσὴρ ἡ τροφὴ θὰ εἶναι
πλουσία καὶ αὐτὸς ἀπὸ
τὴν πολλὴν καρποφορίαν τῶν ἀγρῶν
του θὰ προσφέρῃ ἀπολαυστικὰ
ἐδέσματα καὶ εἰς βασιλεῖς.
|
20
Τὸ ψωμὶ τοῦ Ἀσὴρ καὶ τῆς
φυλῆς του θὰ εἶναι πλούσιον· ἡ
χώρα του θὰ εἶναι τόσον εὔφορος, ὥστε
ἀπὸ τὰ ἀγαθά της θὰ δώσῃ
ἐκλεκτήν, εὔγευστον καὶ πλουσίαν τροφὴν
εἰς τοὺς ἄρχοντας. |
21
Νεφθαλεὶμ στέλεχος ἀνειμένον, ἐπιδιδοὺς
ἐν τῷ γεννήματι κάλλος.
|
21
Νεφθαλείμ, βλαστάρια ὑψωμένα θὰ
προσδίδουν ὡραιότητα εἰς αὐτὸν
καὶ εἰς τὴν καρποφόρον βλάστησιν
τῆς χώρας του. |
21
Ὁ Νεφθαλεὶμ εἶναι μαλακός, τρυφερὸς
καὶ ὑψωμένος βλαστός, ὁ ὁποῖος
γεννᾷ ὡραίους καὶ χαριτωμένους καρπούς,
ποὺ δίδουν ὑπέροχον ὡραιότητα εἰς
τὰ σπαρμένα ἐδάφη τῆς χώρας του. Οἱ
ἀπόγονοί του θὰ ἔχουν ἀδούλωτον φρόνημα,
θὰ εἶναι εὐγενεῖς, ἐλεύθεροι,
ἐλκυστικοὶ εἰς τοὺς τρόπους καὶ
πολὺ κολακευτικοὶ εἰς τὴν συμπεριφοράν
των καὶ θὰ εἶναι δόξα καὶ καύχημα
εἰς τὴν φυλήν των. |
22
Υἱὸς ηὐξημένος Ἰωσήφ,
υἱὸς ηὐξημένος μου ζηλωτός,
υἱός μου νεώτερος· πρός με ἀνάστρεψον.
|
22
Ὁ Ἰωσὴφ ἔνδοξον τέκνον, ἔνδοξον
καὶ ἀγαπημένον παιδὶ τῶν γηρατείων
μου, ἐπίστρεψε πρὸς ἐμὲ ἀπὸ
τὴν ξενητειά σου. |
22
Ἰωσήφ, παιδὶ ἔνδοξον, παιδί μου ἔνδοξον,
ζηλευτὸν καὶ ἀγαπητόν, παιδὶ τῶν
γηρατειών μου. Γύρισε πίσῶ ἀπὸ τὴν
ξενιτιὰν εἰς τὴν ἀγκάλην μου.
|
23
Εἰς ὃν διαβουλευόμενοι ἐλοιδόρουν
καὶ ἐνεῖχον αὐτῷ κύριοι
τοξευμάτων· |
23
Ἐναντίον αὐτοῦ καὶ τῶν
ἀπογόνων του ἄνθρωποι πονηρὰ σκεπτόμενοι
ἐξεστόμιζαν ὕβρεις, ἄνθρωποι ἔχοντες
ἱκανότητα εἰς πολέμους μὲ τόξα
ἐφθόνουν καὶ ἐμίσουν αὐτόν.
|
23
Ἐναντίον του ἐσυνωμοτοῦσαν καὶ τὸν
ὕβριζαν· τὸν ἐμισοῦσαν, τὸν
ἐπαραμόνευαν καὶ τὸν ἐσημάδευαν
μὲ τὰ τόξα των ἄνθρωποι, ποὺ ἦσαν
πολὺ ἀσκημένοι εἰς τὸ νὰ
χειρίζωνται τὰ τόξα καὶ νὰ τὰ διευθύνουν
μὲ ἐπιτυχίαν εἰς τὸν στόχον.
|
24
καὶ συνετρίβη μετὰ κράτους τὰ
τόξα αὐτῶν, καὶ ἐξελύθη
τὰ νεῦρα βραχιόνων χειρὸς αὐτῶν
διὰ χεῖρα δυνάστου Ἰακώβ, ἐκεῖθεν
ὁ κατισχύσας Ἰσραήλ· παρὰ
Θεοῦ τοῦ πατρός σου.
|
24
Ἀλλὰ τὰ τόξα των συνετρίβησαν
μετὰ μεγάλης δυνάμεως καὶ τὰ
νεῦρα τῶν χειρῶν των παρέλυσαν ἀπὸ
τὸ κραταιὸν χέρι τοῦ παντοδυνάμου
Θεοῦ τοῦ Ἰακώβ. Ἀπὸ ἐκεῖ,
ἀπὸ τὸν Θεὸν τοῦ πατρός
σου, θὰ ἀντλῇς τὴν δύναμίν
σου. |
24
Τὰ τόξα ὅμως τῶν πεπειραμένων αὐτῶν
σημαδευτῶν συνετρίβησαν ἐντελῶς μὲ
μεγάλην δύναμιν καὶ βίαν καὶ τὰ νεῦρα
τῶν δυνατῶν χεριῶν των παρέλυσαν ἀπὸ
τὸ ἰσχυρὸν χέρι τοῦ παντοδυνάμου Θεοῦ
τοῦ Ἰακώβ. Διότι ἀπὸ Ἐκεῖνον
θὰ ἀντλῇ τὴν δύναμίν του ὁ
ἰσχυρὸς Ἰσραήλ, ἀπὸ τὸν
Θεὸν τοῦ πατέρα σου. |
25
Καὶ ἐβοήθησέ σοι ὁ Θεὸς
ὁ ἐμὸς καὶ εὐλόγησέ
σε εὐλογίαν οὐρανοῦ ἄνωθεν καὶ
εὐλογίαν γῆς ἐχούσης πάντα·
εἵνεκεν εὐλογίας μαστῶν καὶ
μήτρας, |
25
Ὁ Θεός μου σὲ ἐβοήθησε καὶ
σὲ ηὐλόγησε εὐλογίαν πλουσία
ἀπὸ τὸν οὐρανὸν ἄνω καὶ
εὐλογίαν ἀπὸ τὴν γῆν κάτω,
ἡ ὁποία θὰ καρποφορῇ πλουσίως
διὰ σέ. Αἱ εὐλογίαι αὐταὶ
διὰ σὲ καὶ διὰ τὰ τέκνα
σου θὰ δειχθοῦν καὶ ἀπὸ τὸ
πλῆθος τῶν ἀπογόνων σου. |
25
Σὲ ἐβοήθησε λοιπὸν ὁ Θεὸς ὁ
ἰδικός μου καὶ σὲ εὐλόγησε μὲ
εὐλογίαν, ποὺ κατεβαίνει ἀπὸ τὸν
οὐρανόν, καὶ μὲ εὐλογίαν τῆς
γῆς, ἡ ὁποία θὰ καρποφορῇ πλουσίως
πρὸς χάριν σου ὅλα τὰ ἀγαθά. Οἱ
εὐλογίες αὐτὲς πρὸς σὲ
καὶ τοὺς υἱούς σου Ἐφραὶμ καὶ
Μανασσῆν συνίστανται εἰς τὴν εὐλογίαν
τῶν μαστῶν καὶ τῆς μήτρας, δηλαδὴ
εἰς τοὺς πολυαρίθμοὺς ἀπογόνους
σου καὶ εἰς τὸ πλῆθος τῶν ζώων,
ποὺ θὰ ἀποκτήσῃς·
|
26
εὐλογίας πατρός σου καὶ μητρός
σου· ὑπερίσχυσεν ὑπὲρ εὐλογίας
ὀρέων μονίμων καὶ ἐπ' εὐλογίαις
θινῶν ἀενάων· ἔσονται ἐπὶ
κεφαλὴν Ἰωσὴφ καὶ ἐπὶ
κορυφῆς ὧν ἡγήσατο ἀδελφῶν.
|
26
Θὰ λάβῃς τὰς εὐλογίας
τοῦ πατρός σου καὶ τῆς μητρός
σου καὶ θὰ εἶναι αὐταὶ ἀνώτεραι
ἀπὸ τὴν μεγαλοπρέπειαν καὶ τὴν
μακροβιότητα τῶν ὀρέων καὶ πολυαριθμότεροι
ἀπὸ τὰς ἀμμώδεις αἰωνίας
ἐκτάσεις. Αἱ εὐλογίαι αὐταὶ
θὰ ἔλθουν εἰς τὴν κεφαλὴν τοῦ
Ἰωσήφ, ἐκείνου ὁ ὁποῖος
ἀνεδείχθη ἄρχων καὶ προστάτης
τῶν ἀδελφῶν του. |
26
τὶς πλούσιες αὐτὲς εὐλογίες
θὰ τὶς λάβῃς χάριν τῶν προγόνων σου.
Οἱ εὐλογίες δὲ αὐτὲς θὰ
εἶναι ἀνώτερες καὶ δυνατώτερες ἀπὸ
τὴν μεγαλοπρέπειαν καὶ αἰωνιότητα τῶν
ἀσαλεύτων βουνῶν καὶ τῶν αἰωνίων
λόφων. Οἱ εὐλογίες τῆς ἀφθονίας,
τῆς δόξῃς, τῆς μεγαλοπρεπείας καὶ
τῆς δυνάμεως θὰ ἔλθουν εἰς τὴν
φυλὴν τοῦ Ἰωσήφ, ἐξ αἰτίας καὶ
πρὸς χάριν τοῦ Ἰωσήφ· θὰ εἶναι
ὡς στέμμα δόξης, ὡς κράνος προστατευτικὸν
ἐπάνω εἰς τὴν κεφαλὴν ἐκείνου,
ὁ ὁποῖος ἀνεδείχθη πατέρας καὶ
προστάτης τῶν ἀδελφῶν του εἰς τὴν
Αἴγυπτον. |
27
Βενιαμὶν λύκος ἅρπαξ· τὸ πρωϊνὸν
ἔδεται ἔτι καὶ εἰς τὸ ἑσπέρας
δίδωσι τροφήν.
|
27
Ὁ Βενιαμὶν θὰ εἶναι λύκος ἁρπακτικός.
Τὴν πρωΐαν θὰ τρώγῃ ἀκόμη
ἀπὸ τὸ κυνήγι τῆς προηγουμένης
ἡμέρας καὶ τὴν ἑσπέραν
τῆς ἄλλης ἡμέρας θὰ ἔχῃ
τόσα νέα θηράματα, ὥστε νὰ δίδῃ
καὶ εἰς ἄλλους τροφήν>.
|
27
Ὁ Βενιαμὶν θὰ εἶναι ἁρπακτικὸς
λύκος. Τὰ θηράματα, ποὺ θὰ μαζεύῃ
τὴν νύκτα, θὰ εἶναι τόσον πολλά, ὥστε
τὸ πρωῒ θὰ συνεχίζῃ νὰ τὰ
καταβροχθίζει μὲ λαιμαργίαν καὶ τὸ βράδυ
θὰ ἔχῃ ἀκόμη τόσον κυνήγι, ὥστε
νὰ μοιράζῃ καὶ εἰς ἄλλους>.
|
28
Πάντες οὗτοι υἱοὶ Ἰακὼβ
δώδεκα, καὶ ταῦτα ἐλάλησεν αὐτοῖς
ὁ πατὴρ αὐτῶν καὶ εὐλόγησεν
αὐτούς, ἕκαστον κατὰ τὴν εὐλογίαν
αὐτοῦ εὐλόγησεν αὐτούς.
|
28
Ὅλοι αὐτοὶ οἱ υἱοὶ τοῦ
Ἰακὼβ ἦσαν δώδεκα, καὶ αὐτὰ
εἶπεν εἰς αὐτοὺς ὁ πατήρ
των. Εὐλόγησεν αὐτούς. Ἔδωκεν
εἰς τὸν καθένα ἀπὸ αὐτοὺς
ἰδιαιτέραν εὐλογίαν καὶ προφητείαν.
|
28
Ὅλοι αὐτοὶ οἱ υἱοὶ τοῦ
Ἰακὼβ εἶναι δώδεκα· εἶναι οἱ
δώδεκα φυλές, ποὺ θὰ προέλθουν ἀπὸ
αὐτούς. Καὶ αὐτὰ εἶναι τὰ
ὅσα εἶπεν εἰς τὸν καθένα ὁ πατέρας
των. Τοὺς εὐλόγησε καὶ τοὺς εὐχήθηκε.
Εἰς τὸν καθένα ἔδωκε τὴν κατάλληλον
εὐλογίαν, ἀναλόγως τῆς ἀξίας, τῆς
ἀρετῆς καὶ τοῦ χαρακτῆρος καθενός.
Εἶπε δὲ προφητικῶς εἰς τὸν καθένα
ὅσα πρόκειται νὰ συμβοῦν εἰς κάθε
φυλήν. |
29
Καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ἐγὼ
προστίθεμαι πρὸς τὸν ἐμὸν λαόν·
θάψετέ με μετὰ τῶν πατέρων μου
ἐν τῷ σπηλαίῳ, ὅ ἐστιν
ἐν τῷ ἀγρῷ Ἐφρὼν τοῦ
Χετταῖου, |
29
Ἔπειτα δὲ ἀπὸ τὰς εὐλογίας
τοὺς εἶπεν· <ἐγὼ ὕστέρα
ἀπὸ ὀλίγον ἀποθνήσκω καὶ
προστίθεμαι εἰς τὸν λαόν μου, ὁ
ὁποῖος ἔχει ἐκδημήσει ἐνωρίτερον.
Θέλω νὰ μὲ θάψετε μαζῆ μὲ
τοὺς πατέρας μου ἐντὸς τοῦ σπηλαίου,
τὸ ὁποῖον ὑπάρχει εἰς
τὸν ἀγρὸν τοῦ Ἐφρὼν τοῦ
Χετταίου. |
29
Ὁ Ἰακώβ, ἀφοῦ ἐτελείωσε
τὶς εὐλογίες καὶ τὶς προφητεῖες,
ποὺ τοῦ ἀπεκάλυψε τὸ Ἅγιον Πνεῦμα,
παρήγγειλε πρὸς τὰ παιδιά του: <Ἐγὼ
ἀποθνήσκω καὶ πηγαίνω νὰ προστεθῶ
εἰς τοὺς εὐλαβεῖς προγόνους μου, ποὺ
ἀπέθαναν πρὶν ἀπὸ ἑμέ. Θάψετέ
με μαζὶ μὲ τοὺς πατέρας μου εἰς τὸ
σπήλαιον, τὸ ὁποῖον εὑρίσκεται εἰς
τὸ χωράφι τοῦ Ἐφρὼν τοῦ Χετταίου·
|
30
ἐν τῷ σπηλαίῳ τῷ διπλῷ,
τῷ ἀπέναντι Μαμβρῆ, ἐν γῇ
Χαναάν, ὃ ἐκτήσατο Ἁβραὰμ
τὸ σπήλαιον παρὰ Ἐφρὼν τοῦ
Χετταίου ἐν κτήσει μνημείου·
|
30
Θάψετέ με εἰς τὸ διπλοῦν σπήλαιον,
ποὺ εὑρίσκεται εἰς τὴν Χαναὰν
ἀπέναντι ἀπὸ τὴν Δρῦν
Μαμβρῆ καὶ τὸ ὁποῖον σπήλαιον
ἠγόρασεν ὁ Ἁβραὰμ ἀπὸ
τὸν Ἐφρὼν τὸν Χετταῖον, διὰ
νὰ τὰ χρησιμοποιήσῃ ὡς ἰδιόκτητον
μνημεῖον. |
30
εἰς τὸ σπήλαιον τὸ διπλόν, ποὺ εἶναι
ἀπέναντι ἀπὸ τὴν βελανιδιὰν
τοῦ Μαμβρῆ, εἰς τὴν χώραν τῆς
Χαναάν· εἰς τὸ σπήλαιον, τὸ ὁποῖον
ἀγόρασε ὁ Ἀβραὰμ ἀπὸ
τὸν Ἐφρὼν τὸν Χετταῖον, διὰ
νὰ τὸ κατέχῃ ὡς ἰδικόν του καὶ
τὸ χρησιμοποίησῃ ὡς τόπον ταφῆς.
|
31
ἐκεῖ ἔθαψαν Ἁβραὰμ καὶ
Σάρραν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, ἐκεῖ
ἔθαψαν Ἰσαάκ καὶ Ρεβέκκαν τὴν
γυναῖκα αὐτοῦ, ἐκεῖ ἔθαψα
Λείαν |
31
Ἐκεῖ ἔθαψαν τὸν Ἁβραὰμ
καὶ τὴν σύζυγον αὐτοῦ τὴν
Σάρραν. Ἐκεῖ ἔθαψαν τὸν Ἰσαάκ
καὶ τὴν σύζυγόν του τὴν Ρεβέκκαν,
ἐκεῖ ἔθαψα ἐγὼ τὴν Λείαν,
|
31
Εἰς τὸ ἴδιον σπήλαιον ἔθαψαν τὸν
Ἀβραὰμ καὶ τὴν γυναῖκα του,
τὴν Σάρραν· ἐκεῖ ἔθαψαν τὸν
Ἰσαὰκ καὶ τὴν γυναῖκα του, τὴν
Ρεβέκκαν· ἐκεῖ ἔθαψα καὶ ἐγὼ
τὴν γυναῖκα μου, τὴν Λείαν,
|
32
ἐν κτήσει τοῦ ἀγροῦ καὶ
τοῦ σπηλαίου τοῦ ὄντος ἐν αὐτῷ
παρὰ τῶν υἱῶν Χέτ.
|
32
ἀφοῦ μᾶς ἀνήκει ὁ ἀγρὸς
αὐτὸς καὶ τὸ σπήλαιον ποὺ
ὑπάρχει εἰς αὐτόν, διότι
ἠγοράσθησαν ἀπὸ τοὺς Χετταίους>.
|
32
εἰς τὸ χωράφι καὶ τὸ σπήλαιον, ποὺ
εἶναι εἰς αὐτό, τὰ ὁποῖα
εἶχαν ἀγορασθῇ ἀπὸ τοὺς
υἱοὺς τοῦ Χέτ, τοὺς Χετταίους>.
|
33
Καὶ κατέπαυσεν Ἰακὼβ ἐπιτάσσων
τοῖς υἱοῖς αὐτοῦ καὶ ἐξάρας,
τοὺς πόδας αὐτοῦ
ἐπὶ τὴν κλίνην ἐξέλιπε
καὶ προσετέθη πρὸς τὸν λαὸν
αὐτοῦ. |
33
Ἔπαυσε τότε ὁ Ἰακὼβ νὰ
δίδῃ ἐντολὰς εἰς τὰ παιδιά
του, ἄπλωσε τὰ πόδια του ἐπάνω
εἰς τὸ κρεββάτι του, ἀπέθανεν
εἰρηνικὰ καὶ ἤρεμα καὶ προσετέθη
εἰς τὸν λαόν του, ὁ ὁποῖος
ἐνωρίτερα ἀπὸ αὐτὸν εἶχεν
ἀπέλθει ἀπὸ τὸν κόσμον
τοῦτον. |
33
Ὁ Ἰακώβ, ἀφοῦ εἶπεν αὐτά,
ἐσταμάτησε πλέον νὰ δίδῃ ἐντολὲς
εἰς τὰ παιδιά του. Καὶ ὅταν
ἐτελείωσε τὶς παραγγελίες του, ἐπειδὴ
ἕως τότε ἦταν ἀνασηκωμένος, ἔλαβε
τὴν στάσιν ἐκείνων ποὺ ἀποθνήσκουν.
Ὡσὰν νὰ ἐδέχετο κάτι μὲ μεγάλην
εὐχαρίστησιν καὶ βαθειὰν ἠρεμίαν,
ἑξάπλωσε καὶ ἔνωσε τὰ πόδια
του εἰς τὸ κρεββάτι, ἀφῆκε τὴν
τελευταίαν του ἀναπνοήν, ἐκοιμήθη εἰρηνικὰ
καὶ προσετέθη εἰς τοὺς εὐλαβεῖς
προγόνους του, οἱ ὁποῖοι ἀπέθαναν
πρὶν ἀπὸ αὐτόν. |