Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ίς
δώσει κεφαλῇ μου ὕδωρ καὶ ὀφθαλμοῖς
μου πηγὴν δακρύων, καὶ κλαύσομαι τὸν
λαόν μου τοῦτον ἡμέρας καὶ νυκτός,
τοὺς τετραυματισμένους θυγατρὸς λαοῦ
μου; |
οιὸς
θὰ δώσῃ εἰς τὴν κεφαλήν
μου ὕδωρ καὶ πηγὴν δακρύων εἰς
τὰ μάτια μου, διὰ νὰ κλαύσω
τὸν λαόν μου αὐτὸν ἡμέραν
καὶ νύκτα καὶ τοὺς νεκροὺς τῆς
θυγατρός μου, δηλαδὴ τοῦ λαοῦ μου,
ποῦ ἐσφάγησαν κατὰ τὸν πόλεμον;
|
οῖος
θὰ δώσῃ εἰς τὴν κεφαλήν μου
νερό· ποῖος θὰ καταστήσῃ τὰ
μάτια μου πηγὴν δακρύων, ὥστε νὰ κλαύσω
τὸν λαόν μου αὐτὸν ἡμέραν καὶ
νύκτα, τοὺς νεκροὺς ἀπὸ τὴν
σφαγὴν τῶν ἐχθρῶν <ἤ: Ἀπὸ
τὴν ἁμαρτίαν> τῆς θυγατρός μου, δηλαδὴ
τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ μου;
|
2
Τίς δῴη μοι ἐν τῇ ἐρήμῳ
σταθμὸν ἔσχατον καὶ καταλείψω τὸν
λαόν μου καὶ ἀπελεύσομαι ἀπ
αὐτῶν; Ὅτι πάντες μοιχῶνται,
σύνοδος ἀθετούντων. |
2
Ποιὸς θὰ μοῦ δώσῃ τὸ πλέον
ἀπόμακρον σημεῖον τῆς ἐρήμου,
διὰ νὰ ἐγκατασταθῶ ἐκεῖ
καὶ ἐγκαταλείψω τὸν λαόν μου
καὶ φύγω μακρὰν ἀπὸ αὐτούς;
Διότι ὅλοι αὐτοὶ ἔχουν ἐκτραπῇ
εἰς μοιχείαν, ἔγιναν συμμορία, ποὺ
καταπατεῖ τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ.
|
2
Ποῖος θὰ μοῦ δώσῃ εἰς τὴν
ἀχανῆ ἔρημον τὸ πλέον ἀπομακρυσμένον
καταφύγιον δι' ὁδοιπόρους, ὥστε νὰ ἀποσυρθῶ
εἰς αὐτὸ καὶ ἐγκαταλείψω πλέον
τὸν πεισματικὰ ἀμετανόητον
καὶ ἀδιόρθωτον λαόν μου καὶ φύγω μακριὰ
ἀπὸ αὐτούς; Διότι ὅλοι των διαπράττουν
τὸ βδελυκτὸν ἁμάρτημα τῆς μοιχείας,
δηλαδὴ <ἤ, κατ' ἄλλην ἑρμηνείαν:
Τῆς πνευματικῆς μοιχείας, δηλαδὴ εἰδωλολατρίας>·
εἶναι σύλλογος ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι
ἐργάζονται κάθε εἶδος παρανομίας.
|
3
Καὶ ἐνέτειναν τὴν γλῶσσον αὐτῶν
ὡς τόξον, ψεῦδος καὶ οὐ πίστις
ἐνίσχυσεν ἐπὶ τῆς γῆς,
ὅτι ἐκ κακῶν εἰς κακὰ ἐξήλθοσαν
καὶ ἐμὲ οὐκ ἔγνωσαν, φησὶ
Κύριος. |
3
Ἐτέντωσαν τὴν γλῶσσα των, ὅπως
οἱ πολεμισταὶ τεντώνουν τόξα των.
Εἰς τὴν χώραν τῶν ἐπεκράτησε
τὸ ψεῦδος, ὄχι δὲ ἡ ἀλήθεια
καὶ ἀξιοπιστία διότι ἐξετρέποντο
ἀπὸ τὸ ἕνα κακὸν εἰ τὸ
ἄλλο. Ἔφυγαν ἀπὸ τὸν δρόμον
μου δὲν ἐγνώρισαν ἐμὲ τὸν
Κύριόν των, λέγε ὁ Κύριος.
|
3
Καὶ ἐτέντωσαν τὴν γλῶσσαν των,
διὰ νὰ συκοφαντήσουν τὸν πλησίον, ὅπως
ὁ τοξότης τεντώνει τὸ τόξον, προκειμένου νὰ
κτυπήσῃ τὸν στόχον· τὸ ψέμα, ὁ δόλος,
ἡ ὑποκρισία ἐπεκράτησαν εἰς τὴν
χώραν καὶ ὄχι ἡ ἀλήθεια, ἡ
εἰλικρίνεια καὶ ἡ ἀξιοπιστία. Διότι
μένουν ἀμετάβλητοι εἰς τὴν πονηρίαν,
ἀφοῦ τὰ κακὰ διαδέχονται ἄλλα
κακά· καὶ Ἐμέ, τὸν ἀληθινὸν
Θεὸν καὶ Δεσπότην, δὲν ἐγνώρισαν,
λέγει ὁ Κύριος. |
4
Ἕκαστος ἀπὸ τοῦ πλησίον αὐτοῦ
φυλάξασθε καὶ ἐπ' ἀδελφοῖς αὐτῶν
μὴ πεποίθατε, ὅτι πᾶς ἀδελφὸς
πτέρνῃ πτερνιεῖ, καὶ πᾶς φίλος
δολίως πηρεύσεται. |
4
Εἰς τὴν ἁμαρτωλὴν αὐτὴ
κοινωνίαν ὁ καθένας ἂς προφυλάσσετο
ἀπὸ τὸν πλησίον του· καὶ
εἰς αὐτοὺς ἀκόμα τοὺς
ἀδελφούς σας μὴ ἔχετε ἐμπιστοσύνην,
διότι κάθε ἀδελφὸς προσπαθεῖ
νὰ ὑποσκελίσῃ τὸν ἀδελφόν
του, καὶ κάθε φίλος φέρεται μὲ
δολιότητα ἀπέναντι τοῦ φίλου
του. |
4
Ἡ κακία καὶ ἡ ποικίλη ἁμαρτία ἔχουν
τόσον πολὺ διαβρώσει τὴν κοινωνίαν, ὥστε
ὁ καθένας ἀπὸ σᾶς ἂς προφυλάσσῃ
τὸν ἑαυτόν του ἀπὸ τὸν πλησίον·
καὶ μὴ ἔχετε ἐμπιστοσύνην οὔτε
εἰς αὐτοὺς τοὺς ἀδελφούς
σας· διότι κάθε ἀδελφὸς ὑπονομεύει καὶ
παραγνωρίζει τὸν ἀδελφόν του καὶ κάθε
φίλος δολιεύεται καὶ ἀπατᾷ τὸν φίλον
του. |
5
Ἕκαστος κατὰ τοῦ φίλου αὐτοῦ
καταπαίξεται, ἀλήθειαν οὐ μὴ
λαλήσωσι· μεμάθηκεν ἡ γλῶσσα
αὐτῶν λαλεῖν ψευδῆ, ἠδίκησαν
καὶ οὐ διέλιπον τοῦ ἐπιστρέψαι.
|
5
Κάθε φίλος ἐμπαίζει τὸν φίλον
του, δὲν λέγουν ἀλήθειαν μεταξύ
των, ἡ γλῶσσα των ἔχει μάθει καὶ
συνηθίσει νὰ λέγῃ ψευδολογίας.
Διέπραξαν ἀδικίας, δὲν ἐσταμάτησαν,
ὥστε νὰ ἐπιστρέψουν εἰς ἐμὲ
ἐν μετανοίᾳ.
|
5
Κάθε φίλος ἐμπαίζει, μὲ δόλον ὑποσκελίζει
τὸν φίλον του, ἀλήθειαν δὲν λέγουν μεταξύ
των. Ἡ γλῶσσα των ἔχει συνηθίσει νὰ
λέγῃ ψέματα. Διέπραξαν ἀδικίες καὶ
δὲν ἔπαυσαν νὰ ἀδικοῦν, ὥστε
νὰ μετανοήσουν καὶ ἐπιστρέψουν εἰς
τὸν Κύριον. |
6
Τόκος ἐπὶ τόκω καὶ δόλος
ἐπὶ δόλῳ· οὐκ ἤθελον
εἰδέναι με, φησὶ Κύριος. |
6
Ζητοῦν καὶ εἰσπράττουν τόκους
ἐπάνω εἰς τόκους, διαπράττουν
δόλους ἐπάνω εἰς δόλους. Δὲν
θέλουν νὰ μὲ ἀναγνωρίσουν ὡς
Θεόν των, λέγει ὁ Κύριος.
|
6
Εἰσπράττουν τόκους ἐπάνω εἰς τοὺς
τόκους καὶ διαπράττουν δόλον, ἀπάτην καὶ
πανουργίαν ἐπάνω εἰς τὸν δόλον, τὴν
ἀπάτην καὶ τὴν πανουργίαν. Ἀρνοῦνται
μὲ τὴν θέλησίν των νὰ μὲ ἀναγνωρίζουν
ὡς Θεόν των, λέγει ὁ Κύριος.
|
7
Διὰ τοῦτο τάδε λέγει Κύριος·
ἰδοὺ ἐγὼ πυρώσω αὐτοὺς
καὶ δοκιμῶ αὐτούς, ὅτι ποιήσω
ἀπὸ προσώπου πονηρίας θυγατρὸς
λαοῦ μου. |
7
Διὰ τὰς παρανομίας των αὐτάς,
αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: Ἰδού,
ἐγὼ θὰ τοὺς θέσω ἐπάνω
εἰς τὴν φωτιάν. Θὰ τοὺς βάλω
εἰς μεγάλην δοκιμασίαν. Τοῦτο δὲ
ἐξ αἰτίας τῆς κακίας τῆς
θυγατρός μου, δηλαδὴ τοῦ λαοῦ μου
τούτου.
|
7
Διὰ τοῦτο αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος:
<Ἰδού, Ἐγὼ θὰ τοὺς δοκιμάσω
μὲ τὴν φωτιὰ τοῦ πολέμου καὶ
θὰ τοὺς περάσω ἀπὸ μεγάλην δοκιμασίαν·
τοῦτο θὰ τὸ κάμω ἕνεκα τῆς ἀποστασίας
καὶ εἰδωλολατρίας τῆς θυγατρός μου, τοῦ
Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ. |
8
Βολὶς τριτρώσκουσα ἡ γλῶσσα αὐτῶν,
δόλια τὰ ρήματα τοῦ στόματος
αὐτῶν· τῷ πλησίον αὐτοῦ
λαλεῖ εἰρηνικὰ καὶ ἐν ἑαυτῷ
ἔχει τὴν ἔχθραν. |
8
Ἡ γλῶσσα των εἶναι βέλος ὀξύ,
ποὺ πληγώνει καρδίας. Δόλια τὰ
λόγια τοῦ στόματός των. Κατὰ
τρόπον ὑποκριτικὸν ὁ καθένας
λαλεῖ εἰρηνικὰ λόγια εἰς τὸν
πλησίον του, καὶ μέσα εἰς τὴν
καρδίαν του ἔχει τὴν ἐχθρότητα
καὶ τὸ μῖσος.
|
8
Ἡ γλῶσσα των εἶναι βέλος, τὸ ὁποῖον
πληγώνει τὴν καρδίαν· τὰ λόγια τοῦ στόματος
των εἶναι δόλια καὶ ἀπατηλά. Φέρονται ὑποκριτικά·
καθένας λαλεῖ εἰς τὸν πλησίον του
λόγια εἰρηνικά, ἐνῷ εἰς τὴν
καρδία του τρέφει ἐχθρότητα καὶ σχεδιάζει κακὰ
ἐναντίον τοῦ πλησίον. |
9
Μὴ ἐπὶ τούτοις οὐκ ἐπισκέψομαι,
λέγει Κύριος, ἢ ἐν λαῷ τοιούτῳ
οὐκ ἐκδικήσει ἡ ψυχή μου;
|
9
Μήπως ἕνεκα τῶν κακιῶν σας αὐτῶν
δὲν θὰ σᾶς ἐπισκεφθῶ μὲ
τὴν ράδδον τῆς τιμωρίας μου, λέγει
ὁ Κύριος, ἢ θὰ ἀφήσω ἀτιμώρητον
ἕνα τέτοιον λαόν;
|
9
Μήπως ἕνεκα ὅλων αὐτῶν τῶν κακιῶν
δὲν θὰ τοὺς ἐπισκεφθῶ, διὰ
νὰ τοὺς τιμωρήσω; Λέγει ὁ Κύριος· ἢ
ἕνα τέτοιον δόλιον, ὑποκριτήν, ἀποστάτην
καὶ εἰδωλολάτρην λαὸν θὰ τὸν
ἀφήσω ἀτιμώρητον;>
|
10
Ἐπὶ τὰ ὄρη λάβετε κοπετὸν
καὶ ἐπὶ τὰς τρίβους τῆς
ἐρήμου θρῆνον, ὅτι ἐξέλιπον
παρὰ τὸ μὴ εἶναι ἀνθρώπους·
οὐκ ἤκουσαν φωνὴν ὑπάρξεως·
ἀπὸ πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ
καὶ ἕως κτηνῶν ἐξέστησαν, ᾤχοντο.
|
10
Ἀναβῆτε εἰς τὰ ὄρη καὶ
ἀρχίσατε κοπετόν, καὶ εἰς τὰς
ἐρημωμένας περιοχὰς τῆς χώρας
σας θρηνήσατε, διότι ἔχουν ἐκλείψει
πλέον οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ αὐτάς.
Δὲν ἀκούεται καμμία φωνή, ποὺ
νὰ μαρτυρῇ ὕπαρξιν ἀνθρώπου.
Ἀπὸ τὰ πτηνὰ τοῦ οὐρανοῦ
ἕως τὰ κτήνη τῶν ἀγρῶν,
τὰ πάντα ἔχουν τρομάξει καὶ
ἐξαφανισθῆ.
|
10
Ἀνεβῆτε εἰς τὰ ὅρη καὶ
ἀναλάβετε κοπετοὺς καὶ θρήνους εἰς
τὶς ἐρημωμένες περιοχὲς τῆς Ἰουδαίας,
διότι ἔχουν ἐκλείψει πλέον ἀπὸ αὐτὲς
οἱ ἄνθρωποι. Δὲν ἀκούεται πλέον καμμία
φωνή, ἡ ὁποία νὰ φανερώνῃ παρουσίαν
ἀνθρώπων. Ὅλα τὰ ζῶα, ἀπὸ
τὰ πετεινὸ τοῦ οὐρανοῦ μέχρι
τὰ κτήνη τῆς γῆς, ὅλα ἐτρομοκρατήθησαν,
ἔφυγαν, ἐξηφανίσθησαν!
|
11
Καὶ δώσω τὴν Ἱερουσαλὴμ εἰς
μετοικίαν καὶ εἰς κατοικητήριον δρακόντων
καὶ τὰς πόλεις Ἰούδα εἰς
ἀφανισμὸν θήσομαι, παρὰ τὸ μὴ
κατοικεῖσθαι. |
11
Θὰ ἐπιτρέψω νὰ ὁδηγηθοῦν
αἰχμάλωτοι εἰς ἐξορίαν οἱ
κάτοικοι τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ
αὐτὴ νὰ μείνῃ ἔρημος,
κατοικία καὶ φωλεὰ δρακόντων. Θὰ
παραδώσω εἰς καταστροφὴν καὶ ἀφανισμὸν
τὰς πόλεις τοῦ Ἰούδα, ὥστε
νὰ μὴ κατοικοῦνται πλέον ἀπὸ
ἀνθρώπους.
|
11
Θὰ παραχωρήσω νὰ ἐρειπωθῇ ἡ
Ἱερουσαλήμ, εἰς τὴν ὁποίαν θὰ
μετοικήσουν πλέον ἀπὸ τὴν ἔρημον δράκοντες
καὶ θὰ τὴν καταστήσουν κατοικητήριόν
των. Ἐπίσης θὰ παραχωρήσω νὰ ἀφανισθοῦν
οἱ πόλεις τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα,
ὥστε νὰ μὴ κατοικοῦνται πλέον ἀπὸ
ἀνθρώπους. |
12
Τίς ἄνθρωπος ὁ συνετός, καὶ
συνέτω τοῦτο; Καὶ ᾧ λόγος στόματος
Κυρίου πρὸς αὐτόν, ἀναγγειλάτω
ὑμῖν· ἕνεκεν τίνος ἀπώλετο
ἡ γῆ, ἀνήφθη ὡς ἔρημος
παρὰ τὸ μὴ διοδεύεσθαι αὐτήν;
|
12
Ποιὸς εἶναι σοφὸς ἄνθρωπος, ὥστε
νὰ ἐννοήσῃ αὐτά; ῞Οποιος
ἄνθρωπος ὑπάρχει, εἰς τὸν ὁποῖον
νὰ εὑρίσκεται ὁ λόγος τοῦ
στόματος τοῦ Κυρίου, ἂς ἀναγγείλῃ
τοῦτο πρὸς ἡμᾶς. Ἕνεκα τίνος
κατεστράφη ἡ χώρα, ἐκάη καὶ
ἔγινεν ἔρημος, ὥστε κανεὶς πλέον
νὰ μὴ διέρχεται διὰ μέσου αὐτῆς;
|
12
Ποῖος εἶναι ὁ συνετὸς καὶ σοφὸς
ἄνθρωπος, ποὺ εἶναι ἱκανὸς νὰ
κατανοήσῃ ὅλα αὐτά; Καὶ ποῖος
εἶναι ἐκεῖνος, εἰς τὸν ὁποῖον
ὡμίλησεν ὁ Κύριος; ἂς ἀναγγείλῃ
καὶ ἂς ἐξηγήσῃ τοῦτο εἰς
σᾶς. Διὰ ποῖον λόγον κατεστράφη ἡ
χώρα, ἐπυρπολήθη, ἐκάη καὶ ἔγινε ὅπως
ἡ ἔρημος, ὥστε νὰ μὴ διέρχεται
πλέον κανεὶς δι' αὐτῆς;
|
13
Καὶ εἶπε Κύριος πρός με· διὰ
τὸ ἐγκαταλιπεῖν αὐτοὺς τὸν
νόμον μου, ὃν ἔδωκα πρὸ προσώπου
αὐτῶν, καὶ οὐκ ἤκουσαν τῆς
φωνῆς μου, |
13
Καὶ εἶπεν ὁ Κύριος πρὸς ἐμέ:
Διότι αὐτοὶ ἀπηρνήθησαν καὶ
ἐγκατέλιπαν τὸν Νόμον μου, τὸν
ὁποῖον ἐγὼ ἔδωκα ἐνώπιόν
των· διότι δὲν ἤκουσαν τὴν φωνὴν
τῶν ἐντολῶν μου,
|
13
Καὶ ὁ Κύριος εἶπε πρὸς ἐμέ:
<Ὅλα αὐτὰ συνέβησαν, διότι αὐτοὶ
ἐγκατέλειψαν τὸν Νόμον μου, τὸν ὁποῖον
τοὺς ἔδωκα διὰ τὴν σωτηρίαν των, καὶ
δὲν ὑπήκουσαν εἰς τὴν φωνήν μου,
|
14
ἀλλ' ἐπορεύθησαν ὀπίσω τῶν
ἀρεστῶν τῆς καρδίας αὐτῶν
τῆς κακῆς καὶ ὀπίσω τῶν
εἰδώλων, ἂ ἐδίδαξαν αὐτοὺς
οἱ πατέρες αὐτῶν·
|
14
ἀλλὰ ἐπορεύθησαν σύμφωνα πρὸς
τὰς ἐπιθυμίας τῆς πονηρᾶς των
καρδίας, ὄπισθεν τῶν εἰδώλων,
τῶν ὁποίων τὴν λατρείαν ἐδίδαξαν
εἰς αὐτοὺς οἱ πατέρες των.
|
14
ἀλλ' ἐβάδισαν σύμφωνα μὲ ἐκεῖνα
ποὺ ἦσαν ἀρεστὰ εἰς τὴν
ἐπίμονον καὶ διεφθαρμένην καρδίαν των, καὶ
ἀκολούθησαν τὴν λατρείαν τῶν εἰδώλων,
τὴν ὁποίαν τοὺς ἐδίδαξαν οἱ
πατέρες των>. |
15
διὰ τοῦτο τάδε λέγει Κύριος
ὁ Θεὸς Ἰσραήλ· ἰδοὺ
ἐγὼ ψωμιῶ αὐτοὺς ἀνάγκας
καὶ ποτιῶ αὐτοὺς ὕδωρ χολῆς
|
15
Διὰ τοῦτο αὐτὰ λέγει Κύριος
ὁ Θεὸς τοῦ ἰσραηλιτικοὺ λαοῦ:
Ἰδοὺ ἐγὼ θὰ δώσω εἰς
αὐτοὺς ἀντὶ ἄρτου θλίψεις
καὶ ἀνάγκας. Θὰ τοὺς ποτίσω
μὲ κατάπικρον ὕδωρ χολῆς.
|
15
Διὰ τοῦτο αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος,
ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ:
<Ἰδού· Ἐγὼ θὰ διαθρέψω
τὸν λαὸν αὐτὸν ὄχι μὲ
ἄφθονον ἄρτον, ἀλλὰ μὲ στενοχώριες,
μεγάλες στερήσεις καὶ πιεστικὲς ἀνάγκες,
καὶ θὰ τοὺς ποτίσω μὲ κατάπικρο
νερὸ χολῆς. |
16
καὶ διασκορπιῶ αὐτοὺς ἐν τοῖς
ἔθνεσιν, εἰς οὓς οὐκ ἐγίνωσκον
αὐτοὶ καὶ οἱ πατέρες αὐτῶν,
καὶ ἐπαποστελῶ ἐπ' αὐτοὺς
τὴν μάχαιραν ἕως τοῦ ἐξαναλῶσαι
αὐτοὺς ἐν αὐτῇ.
|
16
Θὰ τοὺς διασκορπίσω ἀνὰ τὰ
διάφορα ἔθνη, μεταξὺ ἀνθρώπων
τοὺς ὁποίους δὲν ἐγνώριζαν
οὔτε αὐτοὶ οὔτε οἱ πρόγονοί
των. Καὶ ἐπὶ πλέον θὰ στείλω
ἐναντίον των ρομφαίαν, μέχρις ὅτου
τοὺς ἐξολοθρεύσω δι' αὐτῆς.
|
16
Ἐπίσης θὰ τοὺς ἐξορίσω ἀπὸ
τὴν χώραν τῆς Ἰουδαίας καὶ θὰ
τοὺς διασκορπίσω μεταξὺ τῶν εἰδωλολατρικῶν
λαῶν, τοὺς ὁποίους δὲν ἐγνώριζαν
οὔτε αὐτοὶ οὔτε οἰ πατέρες των.
Κατόπιν θὰ στείλω ἐναντίον των ἐχθρικὸν
μαχαίρι μέχρις ὅτου τοὺς ἐξολοθρεύσω μὲ
αὐτὸ ἐντελῶς!>
|
17
Τάδε λέγει Κύριος· καλέσατε τὰς
θρηνούσας καὶ ἐλθέτωσαν, καὶ
πρὸς τὰς σοφὰς ἀποστείλατε καὶ
φθεγξάσθωσαν |
17
Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: Προσκαλέσατε
θρηνῳδοὺς καὶ μοιρολογούσας γυναῖκας,
διὰ νὰ ἔλθουν καὶ θρηνήσουν
τὴν συμφοράν σας. Πρὸς τὰς ἱκανωτάτας
ἀπὸ αὐτὰς ἀποστείλατε
εἰδικοὺς ἀπεσταλμένους, διὰ
νὰ συνθέσουν καὶ θρηνολογήσουν θρηνώδη
ᾄσματα. |
17
Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: <Προσκαλέστε τὶς
μοιρολογίστρες, τὶς γυναῖκες ποὺ τραγουδοῦν
θρηνητικὰ ᾄσματα, καὶ αὐτὰς
ἂς προσέλθουν διὰ νὰ θρηνήσουν τὴν
μεγαλην συμφοράν· στείλετε εἰδικοὺς
ἀπεσταλμένους πρὸς τὶς πλέον ἰκανὲς
θρηνήτριες, διὰ νὰ συνθέσουν καὶ θρηνολογήσουν
τὰ μοιρολόγια των. |
18
καὶ λαβέτωσαν ἐφ ὑμᾶς θρῆνον,
καὶ καταγαγέτωσαν οἱ ὀφθαλμοὶ
ὑμῶν δάκρυα, καὶ τὰ βλέφαρα
ὑμῶν ρείτω ὕδωρ.
|
18
Ἂς ἀναλάβουν θρήνους διὰ σᾶς.
Τὰ μάτια σας, ὡς ἄλλαι πηγαί,
ἂς ρεύσουν ἄφθονα δάκρυα καὶ
ἀπὸ τὰ βλέφαρά σας ἂς
τρέξῃ νερό.
|
18
Αὐτὲς ἂς ἀναλάβουν χωρὶς καθυστέρησιν
θρηνητικὰ ᾄσματα διὰ σᾶς. Καὶ
ἀπὸ τὰ μάτια σας ἂς τρέξουν ἄφθονα
δάκρυα καὶ ἀπὸ τὰ βλέφαρά σας
ἂς χυθῇ ἄφθονο νερό! |
19
Ὅτι φωνὴ οἴκτου ἠκούσθη ἐν
Σιών· πῶς ἐταλαιπωρήσαμεν, κατῃσχύνθημεν
σφόδρα,ὅτι ἐγκατελίπομεν τὴν
γῆν καὶ ἀπερρίψαμεν τὰ σκηνώματα
ἡμῶν. |
19
Διότι θλιβερὰ φωνὴ ἠκούσθη εἰς
τὴν Σιὼν λέγουσα: Πῶς ἐταλαιπωρήθημεν,
πῶς κατησχύνθημεν τόσον πολύ, πῶς
ἐγκατελείψαμεν τὴν χώραν μας καὶ
ἐφύγαμεν ἀπὸ τὰς κατοικίας
μας! |
19
Διότι φωνὴ θρήνου καὶ ὀδυρμοῦ ἀκούσθηκε
ἀπὸ τὴν Σιών, ἡ ὁποία ἔλεγε:
<Πῶς ἐκακοπαθήσαμεν καὶ ἐτυραννηθήκαμε,
πῶς ἔχομεν κατεντροπιασθῆ τόσον πολύ; Διότι
ἐγκατελείψαμεν τὴν χώραν μας καὶ ἀπερρίψαμεν
τὰ σπίτια μας καὶ ἐγίναμε ἔτσι
οἱ ἴδιοι αἴτιοι τῆς αἰχμαλωσίας
μας!> |
20
Ἀκούσατε δή, γυναῖκες, λόγον
Θεοῦ, καὶ δεξάσθω τὰ ὦτα ὑμῶν
λόγους στόματος αὐτοῦ, καὶ διδάξατε
τὰς θυγατέρας ὑμῶν οἶκτον καὶ
γυνὴ τὸν πλησίον αὐτῆς θρῆνον.
|
20
Ἀκούσατε, λοιπόν, σεῖς αἱ γυναῖκες,
λόγον Θεοῦ καὶ τὰ αὐτιά
σας ἂς δεχθοῦν τὰ λόγια τοῦ
στόματός του. Διδάξατε τὰς θυγατέρας
σας θρῆνον καὶ κάθε γυνὴ τὴν
πλησίον της μοιρολόγια.
|
20
Τώρα λοιπὸν σεῖς, οἱ γυναῖκες, ἀκοῦστε
λόγον Θεοῦ, καὶ τὰ αὐτιά σας
ἂς δεχθοῦν λόγια τοῦ στόματός του·
διδάξτε τὶς θυγατέρες σας θρηνητικὰ ᾄσματα
καὶ κάθε γυναῖκα ἂς διδάξῃ τὸν
πλησίον της θρήνους καὶ μοιρολόγια.
|
21
Ὅτι ἀνέβη θάνατος διὰ τῶν
θυρίδων ὑμῶν, εἰσῆλθεν εἰς
τὴν γῆν ὑμῶν τοῦ ἐκτρῖψαι
νήπια ἔξωθεν καὶ νεανίσκους ἀπὸ
τῶν πλατειῶν. |
21
Διότι ὁ ἐλοθρεύων θάνατος εἰσῆλθε
μέσα εἰς τὰ σπίτια σας ἀπὸ
τὰ παράθυρα. Εἰσῆλθε καὶ ἐξηπλώθη
εἰς τὴν χώραν σας, διὰ νὰ συντρίψῃ
κάτω εἰς τὸ ἔδαφος παιδιά, ποὺ
εὑρίσκοντο ἔξω, καὶ νέους ἄνδρας,
ποὺ εὑρίσκοντο εἰς τὰς πλατείας.
|
21
Διότι ὁ θάνατος εἰσῆλθεν εἰς τὰ
σπίτια σας ἀπὸ τὰ παραθύρα· εἰσώρμησε
καὶ ἀπλώθη εἰς τὴν χώραν σας διὰ
νὰ ἀφανίσῃ καὶ ἐξολοθρεύσῃ
τὰ νήπια, ποὺ εὑρίσκονται ἀμέριμνα
ἔξω ἀπὸ τὰ σπίτια εἰς τοὺς
δρόμους, καὶ τοὺς νέους ἄνδρες, ποὺ
εὑρίσκονται εἰς τὶς δημοσιες πλατεῖες.
|
22
Καὶ ἔσονται οἱ νεκροὶ τῶν ἀνθρώπων
εἰς παράδειγμα ἐπὶ προσώπου
τοῦ πεδίου τῆς γῆς ὑμῶν
καὶ ὡς χόρτος ὀπίσω θερίζοντας,
καὶ οὐκ ἔσται ὁ συνάγων.
|
22
Τὰ νεκρὰ σώματα τῶν ἀνθρώπων
σας, οἰκτρὸν θέαμα, θὰ κατάκεινται
ἄταφα εἰς τὰς ἀνοικτὰς πεδιάδας
τῆς χώρας σας ὡς παράδειγμα, πολυάριθμα
καὶ ἐγκαταλελειμμένα, ὡσὰν χορτάρι
πίσω ἀπὸ τὸν θεριστήν, διὰ
τὸ ὁποῖον δὲν ὑπάρχει
κανεὶς νὰ τὸ περιμαζεύσῃ.
|
22
Καὶ οἱ ἄταφοι νεκροὶ τῶν Ἰουδαίων
θὰ εἶναι ἐκτεθειμένοι εἰς τις ἀνοικτὲς
πεδιάδες τῆς χώρας, ὡς παράδειγμα ἐσχάτης
περιφρονήσεως καὶ ἀποστροφῆς. Οἱ πάμπολλοι
ἄταφοι νεκροὶ θὰ παραμένουν ἐγκαταλελειμμένοι,
ὅπως τὸ κομμένο χορτάρι πίσω ἀπὸ τὸν
θεριστήν, τὸ ὁποῖον δὲν ὑπάρχει
κανεὶς νὰ περιμαζεύσῃ>.
|
-23
Τάδε λέγει Κύριος· μὴ καυχάσθω
ὁ σοφὸς ἐν τῇ σοφίᾳ αὐτοῦ,
καὶ μὴ καυχάσθω ὁ ἰσχυρὸς
ἐν τῇ ἰσχύϊ αὐτοῦ, καὶ
μὴ καυχάσθω ὁ πλούσιος ἐν τῷ
πλοῦτῳ αὐτοῦ,
|
23
Ἐν ὄψει αὐτῶν τῶν συμφορῶν
αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: Ἂς
μὴ καυχᾶται ὁ σοφὸς διὰ τὴν
σοφίαν του, ἂς μὴ καυχᾶται ὁ
ἰσχυρὸς διὰ τὴν δύναμίν
του καὶ ἂς μὴ καυχᾶται ὁ πλούσιος
διὰ τὸν πλοῦτον του.
|
23
Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: <Ἂς μὴ
καυχᾶται ὁ σοφὸς διὰ τὴν σοφίαν
του, καὶ ἂς μὴ καυχᾶται ὁ δυνατὸς
διὰ τὴν δύναμίν του, καὶ ὁ πλούσιος
ἂς μὴ καυχᾶται διὰ τὸν πλοῦτον
του· |
24
ἀλλ' ἢ ἐν τούτῳ καυχάσθω
ὁ καυχώμενος, συνίειν καὶ γινώσκειν
ὅτι ἐγὼ εἶμι Κύριος ὁ
ποιῶν ἔλεος καὶ κρῖμα καὶ δικαιοσύνην
ἐπὶ τῆς γῆς, ὅτι ἐν τούτοις
τὸ θέλημά μου, λέγει Κύριος.
|
24
Ἀλλὰ εἰς τοῦτο ἂς καυχᾶται
κάθε καυχώμενος: Εἰς τὸ ὅτι
κατανοεῖ καὶ γνωρίζει καὶ ἀναγνωρίζει,
ὅτι ἐγὼ εἶμαι ὁ Κύριος,
ποὺ εὐσπλαγχνίζομαι, ποὺ κρίνω
δικαίως, ποὺ ἀποδίδω καὶ ἀποκαθιστῶ
δικαιοσύνην ἐπάνω εἰς τὴν γῆν.
Διότι εἰς αὐτὰ ἔγκειται τὸ
θέλημά μου, εἰς αὐτὰ εὐαρεστοῦμαι,
λέγει ὁ Κύριος.
|
24
ἀλλὰ μόνον διὰ τὸ ἑξῆς
ἂς καυχᾶται αὐτὸς ποὺ καυχᾶται:
Διὰ τὸ ὅτι ὁ Θεὸς τὸν
ἐφώτισε καὶ τὸν ἐσόφισεν,
ὥστε νὰ σκέπτεται, νὰ κατανοῇ, νὰ
γνωρίζῃ καὶ ἀναγνωρίζῃ ὅτι Ἐγὼ
εἶμαι ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος εὐσπλαγχνίζομαι,
ἐκφέρω δίκαιες κρίσεις καὶ ἀποφάσεις καὶ
ἀποκαθιστῶ τὴν δικαιοσύνην ἐπάνω εἰς
τὴν γῆν· διότι μὲ αὐτὰ
ἐκφράζεται ἡ θεία βουλή μου καὶ εἰς
αὐτὰ εὐαρεστοῦμαι>, λέγει ὁ
Κύριος. |
25
Ἰδοὺ ἡμέραι ἔρχονται, λέγει
Κύριος, καὶ ἐπισκέψομαι ἐπὶ
πάντας περιτετμημένους ἀκροβυστίας
αὐτῶν, |
25
Ἰδού, ἔρχονται ἡμέραι λέγει
ὁ Κύριος, καὶ θὰ ἐπισκεφθῶ
μὲ τὴν ράδδον τῆς τιμωρίας μου
ὅλους ἐκείνους, ποὺ ἔχουν τὰς
ἀκροβυστίας των περιτμημένας, δηλαδὴ
τοὺς Ἰουδαίους, |
25
<Ἰδού· ἔρχονται ἡμέρες, λέγει
ὁ Κύριος, καὶ θὰ ἐπισκεφθῶ διὰ
νὰ τιμωρήσω ὅλους, ὅσοι ἔχουν δεχθῇ
περιτομὴν εἰς τὴν ἀκροβυστίαν <τοὺς
Ἰουδαίους>· |
26
ἐπ' Αἰγυπτον καὶ ἐπὶ Ἰδουμαίαν
καὶ ἐπὶ Ἐδώμ καὶ ἐπὶ
υἱοὺς Ἀμμὼν καὶ ἐπὶ
υἱοὺς Μωὰβ καὶ ἐπὶ πάντα
περικειρόμενον τὰ κατὰ πρόσωπον αὐτοῦ,
τοὺς κατοικοῦντας ἐν τῇ ἐρήμῳ·
ὅτι πάντα τὰ ἔθνη ἀπερίτμητα
σαρκί, καὶ πᾶς οἶκος Ἰσραὴλ
ἀπερίτμητοι καρδίας αὐτῶν.
|
26
ὅπως ἐπίσης τοὺς Αἰγυπτίους,
τοὺς Ἰδουμαιους, τοὺς Ἀμμωνίτας,
τοὺς Μωαβίτας καὶ ὅλους ἐκείνους,
οἱ ὁποῖοι καλλωπιζόμενοι περικόπτουν
τὴν κόμην καὶ τὸ γένειόν
των. Καὶ ἀκόμη ὅλους τοὺς κατοίκους
τῆς ἐρήμου. Διότι τὰ μὲν
ἔθνη εἶναι ἀπερίτμητα κατὰ τὴν
σάρκα, οἱ Ἰσραηλῖται ὅμως εἶναι
ἀπερίτμητοι κατὰ τὴν καρδίαν.
|
26
καθὼς ἐπίσης καὶ τοὺς Αἰγυπτίους
καὶ τοὺς Ἰουδαίους <ἤ, κατ' ἄλλην
γραφήν: Ἰδουμαίους> καὶ τοὺς Ἐδωμῖτες
καὶ τοὺς Ἀμμωνῖτες καὶ τοὺς
Μωαβῖτες, καὶ ὅλους ἐκείνους, οἱ
ὁποῖοι κόβουν, περιποιοῦνται καὶ καλλωπίζουν
τὰ γένεια τοῦ προσώπου των καὶ οἱ
ὁποῖοι κατοικοῦν εἰς τὴν ἔρημον,
<θὰ ἐπισκεφθῶ ὅλους αὐτοὺς
διὰ νὰ τοὺς τιμωρήσω>, διότι ὅλα
τὰ εἰδωλολατρικὰ ἔθνη εἶναι
ἀπερίτμητα κατὰ τὴν σάρκα, ἐνῷ
ὅλοι οἱ Ἰσραηλῖται εἶναι ἀπερίτμητοι
κατὰ τὴν καρδίαν δηλαδὴ δὲν ἔχουν
περικόψει τὴν σκληρότητα καὶ ἀναισθησίαν
τῆς καρδίας των καὶ τὴν ἀνυπακοὴν
εἰς τὸν Θεόν. |