Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
ἐγένετο λόγος Κυρίου πρὸ Ἱερεμίαν
περὶ τῆς ἀβροχίας. |
όγος
Κυρίου ἀπηυθύνθη πρὸς τὸν Ἱερεμίαν
περὶ ἀνομβρίας.
|
αὶ
ὁ Κύριος ὡμίλησε πρὸς τὸν προφήτην
Ἱερεμίαν περὶ τῆς ἀνομβρίας:
|
2
Ἐπένθησεν ἡ Ἰουδαία, καὶ
αἱ πύλαι αὐτῆς ἐκενώθησαν
καὶ ἐσκοτώθησαν ἐπὶ τῆς
γῆς, καὶ ἡ κραυγὴ
τῆς Ἱερουσαλὴμ ἀνέβη.
|
2
Ἡ περιοχὴ τῆς Ἰουδαίας πενθεῖ,
αἱ πύλαι τῶν πόλεων ἔμειναν
ἀδειαναί, διότι δὲν ὑπάρχουν
εἰσερχόμενοι καὶ ἐξερχόμενοι
ἔπεσαν κατεστραμμένοι καὶ ἄχρηστοι
εἰς τὴν γῆν. Καὶ ἡ κραυγὴ
τῶν κατοίκων τῆς Ἱερουσαλὴμ
ἀνέβη ὡς εἰς τὸν οὐρανόν.
|
2
<Ἡ ὕπαιθρος τῆς Ἰουδαίας πενθεῖ,
οἱ πύλες τῶν πόλεων της ἄδειασαν, ἀφοῦ
δὲν ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ νὰ
εἰσέρχωνται καὶ ἐξέρχωνται ἀπὸ
αὐτές· ἔπεσαν κατὰ γῆς ἄχρηστες,
κατεστραμμένες. Ἡ δὲ κραυγὴ τοῦ ὀδυρμοῦ
τῶν κατοίκων τῆς Ἱερουσαλήμ <ἕνεκα
τῆς ἀνομβρίας> ἀνέβη καὶ ἔφθασε
μέχρι τοῦ οὐρανοῦ. |
3
Καὶ οἱ μεγιστᾶνες αὐτῆς ἀπέστειλαν
τοὺς νεωτέρους αὐτῶν ἐφ' ὕδωρ·
ἤλθοσαν ἐπὶ τὰ φρέατα καὶ
οὐχ εὕροσαν ὕδωρ καὶ ἀπέστρεψαν
τὰ ἀγγεῖα αὐτῶν κενά.
|
3
Οἱ ἄρχοντες τῆς πόλεως αὐτῆς
ἀπέστειλαν τοὺς νεωτέρους ἀπὸ
τοὺς ὑπηρέτας των εἰς ἀναζήτησιν
τοῦ ὕδατος. Ἦλθαν εἰς τὰ φρέατα,
δὲν εὐρῆκαν ὕδωρ καὶ ἐπέστρεψαν
μὲ κενὰ τὰ δοχεῖα αὐτῶν.
|
3
Οἱ ἄρχοντες, οἱ εὐγενεῖς τῆς
Ἱερουσαλὴμ ἔστειλαν τοὺς νεωτέρους
<ἢ κατωτέρους> νπηρέτας των πρὸς ἀναζήτησιν
νεροῦ. Οἱ ὑπηρέται ἦλθαν εἰς
τὰ πηγάδια, ἀλλὰ δὲν εὑρῆκαν
νερὸ καὶ ἐπέστρεψαν μὲ τὰ δοχεῖα
των ἄδεια. |
4
Καὶ τὰ ἔργα τῆς γῆς ἐξέλιπεν,
ὅτι οὐκ ἦν ὑετός· ᾐσχύνθησαν
οἱ γεωργοί, ἐπεκάλυψαν τὰς κεφαλὰς
αὐτῶν. |
4
Τὰ γεωργικὰ ἔργα ἐσταμάτησαν,
διότι δὲν εἶχε πέσει βροχή.
Ἀπεκαρδιώθησαν καὶ ἐπτοήθησαν
οἱ γεωργοί. Εἰς ἀπάγνωσιν εὑρισκόμενοι
ἔβαλαν τὰ χέρια των ἐπάνω εἰς
τὰς κεφαλάς των.
|
4
Οἱ γεωργικὲς ἐργασίες καὶ ἡ
καρποφορία τῆς γῆς ἔπαυσαν, διότι δὲν
ὑπῆρχε βροχή. Οἱ γεωργοὶ τρομαγμένοι
καὶ ἀπογοητευμένοι, κυριευμένοι ἀπὸ
σύγχυσιν καὶ ἀμηχανίαν, ἐκάλυψαν τὰ
κεφάλια των μὲ τὰ χέρια των.
|
5
Καὶ ἔλαφοι ἐν ἀγρῷ ἔτεκον
καὶ ἐγκατέλιπον, ὅτι οὐκ ἦν
βοτάνη. |
5
Αἱ ἔλαφοι ἐγεννοῦσαν εἰς τοὺς
ἀγροὺς καὶ ἐγκατέλειψαν τὰ
τέκνα των, διότι δὲν ὑπῆρχε
χλόη.
|
5
Ἀκόμη καὶ τὰ ἐλάφια, ποὺ εἶναι
ὀνομαστὰ διὰ τὴν στοργὴν πρὸς
τὰ τέκνα των, ἐγεννοῦσαν εἰς τὰ
χωράφια καὶ ἐγκατέλειπαν τὰ νεογέννητα,
διότι δὲν ὑπῆρχε χορτάρι νὰ τὰ
ἀναθρέψουν. |
6
Ὄνοι ἄγριοι ἔστησαν ἐπὶ νάπας·
εἵλκυσαν ἄνεμον, ἐξέλιπον οἱ
ὀφθαλμοὶ αὐτῶν, ὅτι οὐκ
ἦν χόρτος ἀπὸ λαοῦ ἀδικίας.
|
6
Οἱ ἄγριοι ὄνοι ἐστέκοντο ὄρθιοι
εἰς τὰς κοιλάδας, ἀνέπνεαν τὸν
ἄνεμον, μήπως αἰσθανθοῦν πουθενὰ
ἴχνος ὑγρασίας ἢ χλόης. Ἔσβησαν
τὰ μάτια των, διότι δὲν ὑπῆρξε
πουθενὰ χλόη. Καὶ ταῦτα ἐξ αἰτίας
τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ Ἰουδαϊκοῦ
λαοῦ.
|
6
Ἄγριοι ὄνοι ἐστέκοντο ὄρθιοι
διὰ νὰ ἀναπνεύσουν ἄνεμον, ὥστε
νὰ παρηγορηθοῦν ἀπὸ τὸν καύσωνα
<ἢ κατ' ἄλλην ἑρμηνείαν: Μήπως αἰσθανθοῦν
ἴχνος ὑγρασίας ἢ χόρτου>. Οἱ ὀφθαλμοί
των ἀδυνάτισαν, ἐσκοτείνιασαν, ἔχασαν
τὸ φῶς των, διότι δὲν ὑπῆρχε
χορτάρι διὰ βοσκήν, ἕνεκα τῆς ἀποστασίας
καὶ τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ Ἰουδαϊκοῦ
λαοῦ>. |
7
Εἰ αἱ ἁμαρτίαι ἡμῶν ἀντέστησαν
ἡμῖν, Κύριε, ποίησον ἡμῖν
ἕνεκέν σου, ὅτι πολλαὶ αἱ ἁμαρτίαι
ἡμῶν ἐναντίον σου, ὅτι σοὶ
ἡμάρτομεν. |
7
Κύριε, μολονότι αἱ ἁμαρτίαι
μας καταμαρτυροῦν ἐναντίον μας, κάμε
πρὸς ἡμᾶς αὐτό, ποὺ πρέπει
εἰς δόξαν τοῦ Ονόματός σου.
Διότι πράγματι πολλαὶ εἶναι αἱ
ἁμαρτίαι μας ἐνώπιόν σου. Εἰς
σὲ ἡμαρτήσαμεν.
|
7
<Ὁ Ἱερεμίας ἤ, κατ' ἄλλους, ὁ
λαὸς δέεται εἰς τὸν Θεὸν καὶ
λέγει:> Παρ' ὅλον ὅτι οἱ ἁμαρτίες
μας μαρτυροῦν ἐναντίον μας, Κύριε, κάμε εἰς
ἡμᾶς αὐτὸ τὸ ὁποῖον
θὰ δοξάσῃ τὸ ἅγιον Ὄνομά σου·
κάμε αὐτὸ ποὺ νομίζεις ὅτι θὰ
ἀποβῇ πρὸς δόξαν τῆς χρηστότητος καὶ
τῆς φιλανθρωπίας σου. Διότι πράγματι· οἱ
ἁμαρτίες μας εἶναι πολλὲς ἐνώπιόν
σου· διότι εἰς Σέ, τὸν Δεσπότην καὶ
Κύριον, ἁμαρτήσαμε. |
8
Ὑπομονὴ Ἰσραήλ, Κύριε, καὶ
σώζεις ἐν καιρῷ κακῶν· ἱνατὶ
ἐγενήθης ὡσεὶ πάροικος ἐπὶ
τῆς γῆς καὶ ὡς αὐτόχθων
ἐκκλίνων εἰς κατάλυμα;
|
8
Σὺ ὅμως, Κύριε, εἶσαι ἡ ἐλπὶς
καὶ ἡ προσμονὴ τοῦ ἰσραηλιτικοῦ
λαοῦ καὶ μᾶς σώζεις εἰς ἐποχὰς
συμφορῶν καὶ θλίψεων. Διατὶ φαίνεται
ὡσὰν νὰ ἔγινες τώρα ἀπέναντί
μας ξένος ἄνθρωπος εἰς τὴν χώραν
αὐτήν, ἢ ὡσὰν ἐντόπιος
ὁ ὁποῖος προχωρεῖ εἰς ἀναζήτησιν
καταλύματος, διὰ νὰ ἠσυχάσῃ
ἐπ' ὀλίγον καὶ κατόπιν ν' ἀναχωρήσῃ;
|
8
Σύ, Κύριε, εἶσαι Ἐκεῖνος, τοῦ Ὁποίου
ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς περιμένει μὲ
ὑπομονὴν καὶ ἐλπίδα τὴν βοήθειαν
καὶ τὸ ἔλεος, καὶ ὁ Ὁποῖος
μᾶς σώζεις εἰς καιροὺς θλίψεων καὶ
δοκιμασιῶν. Διατὶ λοιπὸν παρουσιάζεσαι τώρα
ὡσὰν ξένος καὶ ἀδιάφορος πρὸς
τὶς συμφορές μας εἰς τὴν χώραν αὐτὴν
ἢ ὡσὰν ἐντόπιος μέν, ἀλλὰ
ταξιδιώτης, ὁ ὁποῖος καταλύει προσωρινὰ
εἰς κάποιο πανδοχεῖον καὶ κατόπιν συνεχίζει
τὸν δρόμον του; |
9
Μὴ ἔσῃ ὥσπερ ἄνθρωπος ὑπνῶν
ἢ ὡς ἀνὴρ οὐ δυνάμενος
σῴζειν; Καὶ σὺ ἐν ἡμῖν
εἶ, Κύριε, καὶ τὸ ὄνομά
σου ἐπικέκληται ἐφ' ἡμᾶς·
μὴ ἐπιλάθῃ ἡμῶν.
|
9
Μήπως, τάχα, ὁμοιάζεις πρὸς
ἄνθρωπον, ποὺ κοιμᾶται, ἢ πρὸς
ἄνδρα ὁ ὁποῖος δὲν εἶναι
εἰς θέσιν νὰ δώσῃ βοήθειαν;
Σὺ ὅμως, Κύριε, τὸ γνωρίζομεν,
εὐρίσκεσαι ἐν μέσῳ ἡμῶν
πάντοτε. Ἡμεῖς δὲ ἐπικαλούμεθα
τὸ Ὄνομά σου εἰς βοήθειάν
μας. Μὴ μᾶς λησμονήσῃς, Κύριε.
|
9
Μήπως ὁμοιάζεις πρὸς τὸν ἄνθρωπον
ποὺ κοιμᾶται καὶ ἄρα εἶναι ἀνενέργητος;
Ἢ πρὸς τὸν ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος
εἶναι μὲν ξύπνιος, ἀδυνατεῖ ὅμως
νὰ προσφέρῃ σωτηρίαν; Ἀσφαλῶς ὄχι!
Ἄλλωστε Σὺ εἶσαι, Κύριε, ἄγρυπνος,
πανταχοῦ παρὼν μεταξύ μας, καὶ μὲ
τὸ Ὄνομά σου ὀνομαζόμεθα ὡς περιούσιος
λαός σου· μὴ μᾶς λησμονήσῃς, μὴ
μᾶς ἐγκαταλείψῃς!
|
10
Οὕτως λέγει Κύριος τῷ λαῷ τοῦτο·
ἠγάπησαν κινεῖν πόδας αὐτῶν
καὶ οὐκ ἐφείσαντο, καὶ ὁ
Θεὸς οὐκ εὐδόκησεν ἐν αὐτοῖς·
νῦν μνησθήσεται τῆς ἀδικίας
αὐτῶν.
|
10
Ἀλλ' ὁ Κύριος αὐτὰ λέγει
πρὸς τὸν λαὸν τοῦτον· Οἱ
ἄνθρωποι αὐτοὶ ἠγάπησαν νὰ
τρέχουν ἀπὸ 'δῶ καὶ ἀπὸ
'κεῖ, δὲν ἐδυσκολεύθησαν νὰ
ὑποβληθοῦν εἰς τοὺς κόπους δι'
ἁμαρτωλὰ ἔργα. Διὰ τοῦτο ὁ
Θεὸς δὲν εὐηρεστήθη μὲ αὐτούς.
Τώρα θὰ ἐνθυμηθῇ τὰς ἀδικίας
των, διὰ νὰ ἀποστείλῃ τὴν
παιδαγωγικήν του πρὸς αὐτοὺς τιμωρίαν.
|
10
Εἰς τὴν προσευχὴν αὐτὴν αὐτὰ
ἀπαντᾷ ὁ Κύριος πρὸς τὸν λαὸν
τοῦτον: <Ἀγάπησαν νὰ τρέχουν, νὰ
ὁρμοῦν πότε ἐδῶ καὶ πότε Ἐκεῖ,
καὶ δὲν ἐφείσθησαν νὰ τρέχουν
ἀτάκτως, μὲ διάθεσιν ὑπερβολῆς
καὶ ἀπληστίας πρὸς τὴν κακίαν καὶ
τὴν εἰδωλολατρίαν. Διὰ τοῦτο ὁ
Θεὸς δὲν ἐυηρεστήθη καὶ δὲν
παρέσχε τὴν εὔνοιάν του εἰς αὐτούς.
Τώρα θὰ ἐνθυμηθῇ τὶς ἀδικίες
καὶ τὴν ἐνοχήν των καὶ θὰ
τιμωρήσῃ παιδαγωγικῶς τὴν ἁμαρτολότητα
καὶ ἀποστασίαν των>. |
11
Καὶ εἶπε Κύριος πρός με· μὴ
προσεύχου περὶ τοῦ λαοῦ τούτου
εἰς ἀγαθά· |
11
Εἶπεν ὁ Κύριος πρὸς ἐμέ:
Μὴ προσεύχεσαι διὰ τὸν λαὸν
ζητῶν ἀγαθὰ δι' αὐτόν.
|
11
Καὶ ὁ Κύριος εἶπε πρὸς ἐμέ,
τὸν προφήτην Ἱερεμίαν:<Ἐφ' ὅσον
τέτοια εἶναι ἡ συμπεριφορά των, παῦσε
νὰ προσεύχεσαι καὶ νὰ ἱκετεύῃς
ὑπὲρ τοῦ λαοῦ τούτου, ζητῶν
ἀπὸ Ἐμὲ ἀγαθὰ δι’ αὐτόν·
|
12
ὅτι ἐὰν νηστεύσωσιν, οὐκ εἰσακούσομαι
τῆς δεήσεως αὐτῶν, καὶ ἐὰν
προσενέγκωσιν ὁλοκαυτώματα καὶ θυσίας,
οὐκ εὐδοκήσω ἐν αὐτοῖς,
ὅτι ἐν μαχαίρᾳ καὶ ἐν
λιμῷ καὶ ἐν θανάτῳ ἐγὼ
συντελέσω αὐτούς. |
12
Διότι, καὶ ἐὰν ἀκόμα νηστεύσουν,
ἐγὼ δὲν θὰ ἀκούσω τὴν
προσευχήν των. Καὶ ἐὰν προσφέρουν
ὁλοκαυτώματα καὶ ἄλλας θυσίας,
ἐγὼ δὲν θὰ εὐαρεστηθῶ
εἰς αὐτάς. Ἀλλὰ μὲ ἐχθρικὴν
μάχαιραν, μὲ πεῖναν καὶ θανατηφόρον
ἀσθένειαν ἐγὼ θὰ τοὺς
ἐξολοθρεύσω.
|
12
διότι καὶ ἂν ἀκόμη νηστεύσουν, δὲν
θὰ εἰσακούσω τὴν δέησίν των· καὶ
ἐὰν μοῦ προσφέρουν θυσίες ὁλοκαυτωμάτων
καὶ ἄλλες θυσίες, δὲν θὰ εὐαρεστηθῶ
εἰς αὐτὲς καὶ δὲν θὰ παράσχω
τὴν εὔνοιάν μου· διότι Ἐγὼ μᾶλλον
θὰ τοὺς ἐξολοθρεύσω μὲ μαχαίρι
ἐχθρικόν, μὲ πεῖναν καὶ μὲ θανατηφόρον
ἀσθένειαν>. |
13
Καὶ εἶπα· Ὦ Κύριε, ἰδοὺ
οἱ προφῆται αὐτῶν προφητεύουσι
καὶ λέγουσιν· οὐκ ὄψεσθε μάχαιραν,
οὐδὲ λιμὸς ἔσται ἐν ὑμῖν,
ὅτι ἀλήθειαν καὶ εἰρήνην
δώσω ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐν
τόπῳ τούτῳ. |
13
Καὶ εἶπα τότε πρὸς τὸν Κύριον·
Ὦ Κύριε, ἰδού, οἱ ψευδοπροφῆται
αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων προφητεύουν
καὶ λέγουν· δὲν θὰ ἴδετε
ἐναντίον σας τὴν ἐχθρικὴν μάχαιραν,
οὔτε λιμὸς θὰ ὑπάρξῃ μεταξύ
σας, διότι, λέγει, τάχα, ὁ Θεός,
ἀλήθειαν καὶ εἰρήνην ἐγὼ
θὰ δώσω εἰς τὴν χώραν σας καὶ
εἰς τὸν τόπον τοῦτον τῆς Ἱερουσαλήμ.
|
13
Ἐγὼ δὲ ἀπάντησα καὶ εἶπα:
<Ὦ Κύριε· ἰδού, οἱ ψευδοπροφῆται
τοῦ λαοῦ αὐτοῦ προφητεύουν καὶ
τοὺς λέγουν: <Δὲν θὰ ἰδῆτε
ἐχθρικὸν μαχαίρι, οὔτε θὰ ὑπάρξῃ
μεταξύ σας πεῖνα· διότι <καθὼς τοὺς
παραπλανοῦν, ὁ Θεὸς λέγει δῆθεν:>
Ἐγὼ ὑπόσχομαι ὅτι θὰ δώσω
ἀληθινὴν εἰρήνην εἰς τὴν χώραν
αὐτὴν καὶ εἰς τὸν τόπον αὐτόν>.
|
14
Καὶ εἶπε Κύριος πρός με· ψευδῆ
οἱ προφῆται προφητεύουσιν ἐπὶ
τῷ ὀνόματί μου, οὐκ ἀπέστειλα
αὐτοὺς καὶ οὐκ ἐνετειλάμην
αὐτοῖς καὶ οὐκ ἐλάλησα
πρὸς αὐτούς· ὅτι ὁράσεις
ψευδεῖς καὶ μαντείας καὶ οἰωνίσματα
καὶ προαιρέσεις καρδίας αὐτῶν
αὐτοὶ προφητεύουσιν ὑμῖν.
|
14
Ὁ Κύριος εἶπε πρὸς ἐμέ:
Ψεύδη πράγματι οἱ προφῆται αὐτοὶ
προφητεύουν ἐν τῷ Ὀνόματί
μου· δὲν τοὺς ἔχω στείλει ἐγώ.
Δὲν ἔδωσα εἰς αὐτοὺς καμμίαν
ἐντολήν, δὲν ὡμίλησα πρὸς
αὐτούς. Διότι οἱ ψευδοπροφῆται
αὐτοὶ ὀμιλοῦν δι' ἀνύπαρκτα
ὁράματα, τὰ ὁποῖα δὲν
εἶδον. Προφητεύουν μαντείας καὶ οἰωνοὺς
σύμφωνα μὲ τὰς προδιαθέσεις τῆς
πονηρᾶς αὐτῶν καρδίας.
|
14
Ὁ Κύριος ἀπάντησε εἰς ἐμὲ καὶ
μοῦ εἶπε: <Ψευδῆ πράγματα οἱ ψευδοπροφῆται
αὐτοὶ προφητεύουν ἐξ ὀνόματός μου.
Δὲν τοὺς ἀπέστειλα Ἐγώ, καμμίαν ἐντολὴν
δὲν τοὺς ἔδωκα, οὔτε καὶ ποτὲ
ὡμίλησα πρὸς αὐτούς. Διότι οἱ ψευδοπροφῆται
αὐτοὶ προφητεύουν καὶ ὁμιλοῦν
διὰ ψευδῆ καὶ ἀπατηλὰ ὁράματα,
ἀνειλικρινεῖς χρησμούς - προφητεῖες,
μαντεῖες ποὺ διατυπώνουν βάσει πληροφοριῶν
ἀπὸ οἰωνούς, καὶ φαντασιοπληξίες σύμφωνα
μὲ τὶς ἐπιθυμίες, τὶς κλίσεις καὶ
ροπὲς τῆς πονηρᾶς καρδίας των.
|
15
Διὰ τοῦτο τάδε λέγει Κύριος
περὶ τῶν προφητῶν τῶν προφητευόντων
ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου ψευδῆ,
καὶ ἐγὼ οὐκ ἀπέστειλα
αὐτούς, οἳ λέγουσι· μάχαιρα
καὶ λιμὸς οὐκ ἔσται ἐπὶ
τῆς γῆς ταύτης· ἐν θανάτῳ
νοσερῷ ἀποθανοῦνται καὶ ἐν λιμῷ
συντελεσθήσονται οἱ προφῆται
|
15
Διὰ τοῦτο αὐτὰ λέγει ὁ
Κύριος ἐναντίον τῶν ψευδοπροφητῶν,
τοὺς ὁποίους ἐγὼ δὲν ἀπέστειλα
καὶ οἱ ὁποῖοι τολμοῦν ἐν
τούτοις νὰ προφητεύουν εἰς τὸ
Ὄνομά μου καὶ νὰ λέγουν·
ἐχθρικὴ μάχαιρα καὶ πεῖνα δὲν
θὰ ὑπάρξουν εἰς αὐτὴν
τὴν χώραν. Ἐγὼ λέγω· μὲ
θανατηφόρον νόσον θὰ ἀποθάνουν.
Μὲ λιμὸν θὰ ἐξολοθρευθοῦν αὐτοὶ
οἱ προφῆται
|
15
Διὰ τοῦτο αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος
διὰ τοὺς προφήτας, ποὺ προφητεύουν ἐξ
ὀνόματός μου ψευδῆ πράγματα, καὶ τοὺς
ὁποίους δὲν ἀπέστειλα Ἐγώ, καὶ
οἱ ὁποῖοι κηρύσσουν καὶ λέγουν πρὸς
τὸν λαόν:<Ἐχθρικὸν μαχαίρι καὶ
πεῖνα δὲν θὰ ὑπάρξουν εἰς τὴν
χώραν αὐτήν>. <Διὰ τοὺς ψευδοπροφήτας
λοιπὸν αὐτοὺς λέγει ὁ Κύριος:>
Θὰ ἀποθάνουν ἀπὸ θανατηφόρον ἀσθένειαν
καὶ θὰ ἐξολοθρευθοῦν ἀπὸ
πεῖναν οἱ προφῆται αὐτοί,
|
16
καὶ ὁ λαός, οἷς αὐτοὶ
προφητεύουσιν αὐτοῖς, καὶ ἔσονται
ἐρριμμένοι ἐν ταῖς διόδοις Ἱερουσαλὴμ
ἀπὸ προσώπου μαχαίρας καὶ τοῦ
λιμοῦ, καὶ οὐκ ἔσται
θάπτων αὐτούς, καὶ αἱ
γυναῖκες αὐτῶν καὶ οἱ υἱοὶ
αὐτῶν καὶ αἱ θυγατέρες αὐτῶν·
καὶ ἐκχεῶ ἐπ' αὐτοὺς τὰ
κακὰ αὐτῶν. |
16
καὶ ὁ λαός, πρὸς τὸν ὁποῖον
αὐτοὶ προφητεύουν. Αὐτοὶ θὰ
πέσουν νεκροὶ ἀπὸ ἐχθρικὴν
μάχαιραν καὶ τὸν λιμὸν, καὶ
τὰ σώματά των θὰ εἶναι ριγμένα
εἰς τοὺς δρόμους τῆς Ἱερουσαλὴμ
καὶ κανεὶς δὲν θὰ εὑρεθῇ
νὰ τοὺς θάψῃ, οὔτε αἱ
γυναῖκες των, αὔτε οἱ υἱοὶ των
καὶ αἱ θυγατέρες των. Ἐναντίον
αὐτῶν θὰ ἀφήσω νὰ ἐκχυθοῦν
αἱ τιμωρίαι αὐταί.
|
16
ἀλλὰ καὶ ὁ λαός, πρὸς τὸν
ὁποῖον αὐτοὶ προφητεύουν. Αὐτοὶ
θὰ εἶναι πεταγμένα κουφάρια εἰς τοὺς
δρόμους τῆς Ἱερουσαλήμ, διότι θὰ σφαγοῦν
ἀπὸ ἐχθρικὸν μαχαίρι ἢ θὰ
ἀποθάνουν ἀπὸ τὴν πεῖναν καὶ
δὲν θὰ ὑπάρχῃ κανείς, ὁ ὁποῖος
νὰ τοὺς θάψῃ· οὔτε αὐτούς,
οὔτε τὶς συζύγους των, οὔτε τοὺς υἱούς
των, οὔτε τὶς θυγατέρες των. Θὰ χύσω ἐπάνω
τους τὴν κακοήθειαν καὶ ἀσέβειάν των>.
|
17
Καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτοὺς
τὸν λόγον τοῦτον· καταγάγετε
ἐπ' ὀφθαλμοὺς ὑμῶν δάκρυα
ἡμέρας καὶ νυκτός, καὶ μὴ
διαλιπέτωσαν, ὅτι συντρίμματι συνετρίβη
θυγάτηρ λαοῦ μου καὶ πληγὴ ὀδυνηρὰ
σφόδρα. |
17
Θὰ εἴπῃς δὲ πρὸς αὐτοὺς
τοῦτον τὸν λόγον· Κατεβᾶστε ἀπὸ
τὰ μάτια σας δάκρυα ἡμέραν καὶ
νύκτα. Ἂς μὴ σταματήσουν καθόλου
τὰ δάκρυά σας, διότι μὲ μεγάλην
καταστροφὴν θὰ ἐξολοθρευθῇ ὁ
λαός μου αὐτός. Παρὰ πολὺ ὀδυνηρὰ
θὰ εἶναι ἡ θλῖψις του.
|
17
Θὰ εἰπῇς λοιπὸν εἰς αὐτοὺς
τὸν λόγον τοῦτον: <Διὰ τὰ φοβερὰ
δεινά, τὰ ὁποῖα σᾶς ἀναμένουν,
χύσατε ἀπὸ τὰ μάτια σας δάκρυα ἡμέραν
καὶ νύκτα, καὶ ἂς μὴ σταματήσουν
τὰ μάτια σας νὰ δακρύζουν, διότι μὲ φοβερὰν
καταστροφὴν θὰ καταστροφῇ ὁ λαός μου,
τὸν ὁποῖον ἀγαπῶ ὡς θυγατέρα.
Ἡ πληγή, τὴν ὁποίαν θὰ δεχθῇ,
θὰ εἶναι ὑπερβολικὰ ὀδυνηρή.
|
18
Ἐὰν ἐξέλθω εἰς τὸ πεδίον,
καὶ ἰδοὺ τραυματίαι μαχαίρας,
καὶ ἐὰν εἰσέλθω εἰς τὴν
πόλιν, καὶ ἰδοὺ πονος λιμοῦ·
ὅτι ἱερεὺς καὶ προφήτης ἐπορεύθησαν
εἰς γῆν, ἣν οὐκ ᾔδεισαν.
|
18
Ἐὰν ἐξέλθω εἰς τὴν πειδιάδα,
ἰδού, κατάκεινται ἐνώπιόν
μου νεκροὶ ἀπὸ ἐχθρικὴν μάχαιραν.
Ἐὰν εἰσέλθω εἰς τὴν πόλιν,
ἰδοὺ ὁ πόνος τοῦ φοβεροῦ
λιμοῦ. Ἱερεῖς καὶ προφῆται ἐπάνω
εἰς τὴν ὀδύνην των μετέβησαν
εἰς χώραν, τὴν ὁποίαν δὲν
ἐγνωριζαν.
|
18
Ἐὰν βγῶ ἔξω εἰς τὴν πεδιάδα,
ἰδού· εἶναι κατὰ γῆς νεκροὶ
αὐτοὶ ποὺ ἐσφάγησαν ἀπὸ
ἐχθρικὸν μαχαίρι. Ἐὰν εἰσέλθω
εἰς τὴν πόλιν τῆς Ἱερουσαλήμ, ἰδοὺ
ὁ πόνος ἀπὸ τὸ μαρτύριον τῆς
πείνας. Διότι ἱερεῖς καὶ προφῆται
μετέβησαν εἰς χώραν, τὴν ὁποίαν δὲν
ἐγνώριζαν>. |
19
Μὴ ἀποδοκιμάζων ἀπεδοκίμασας
τὸν Ἰούδαν, καὶ ἀπὸ Σιὼν
ἀπέστη ψυχή σου; Ἰνατὶ ἔπαισας
ἡμᾶς, καὶ οὐκ ἔστιν ἡμῖν
ἴασις; Ὑπεμείναμεν εἰς εἰρήνην,
καὶ οὐκ ἦν ἀγαθά· εἰς
καιρὸν ἰάσεως, καὶ ἰδοὺ
ταραχή. |
19
Ἀπέρριψες, λοιπόν, ὁλοτελῶς
τοὺς Ἰουδαίους, Κύριε, καὶ ἀπεμακρύνθη
ἡ ψυχή σου ἀπὸ τὴν Σιών;
Διατὶ τόσον σκληρὰ μᾶς ἐκτύπησες,
ὥστε νὰ μὴ ὑπάρχῃ δι'
ἡμᾶς θεραπεία; Ἠλπίζαμεν καὶ
ἐπεριμεναμεν νὰ ἔλθῃ εἰρήνη,
καὶ κανένα ἀγαθὸν δὲν εἴδαμεν.
Ἐπεριμέναμεν νὰ ἔλθῃ ὁ
καιρὸς τῆς θεραπείας, καὶ ἰδοὺ
ἀντὶ θεραπείας ἀναταραχὴ καὶ
σύγχυσις.
|
19
Κύριε, μήπως ἀπεδοκίμασες καὶ ἀπέρριψες
ὅλως διόλου καὶ τελεσιδίκως τὸν Ἰουδαϊκὸν
λαόν, καὶ ἀπὸ τὴν Σιὼν ἀπεμακρύνθη
μὲ βδελυγμίαν ἡ ψυχή σου; Διατὶ μᾶς
ἐκτύπησες, χωρὶς καμμίαν ἐλπίδα θεραπείας;
Ἀνεμέναμε μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ ἔλθῃ
εἰρήνη, δυστυχῶς ὅμως δὲν εἴδαμε
νὰ ἔλθῃ κανένα ἀγαθόν. Ἀνεμέναμε
μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ ἔλθῃ
καιρὸς θεραπείας τῶν συμφορῶν, καὶ
ἰδού· ἦλθε καιρὸς ἀναταραχῆς,
φόβου καὶ τρόμου! |
20
Ἔγνωμεν, Κύριε, ἁμαρτήματα ἡμῶν,
ἀδικίας πατέρων ἡμῶν, ὅτι
ἡμάρτομεν ἐναντίον σου. |
20
Γνωρίζομεν, Κύριε, καὶ συναισθανόμεθα
τὰ ἁμαρτήματα μας, τὰς παρανομίας
τῶν προγόνων μας, διότι ὅλοι ἡμαρτήσαμεν
ἐνώπιόν σου.
|
20
Ἀναγνωρίζομεν, Κύριε, καὶ συναισθανόμεθα τὶς
ἁμαρτίες μας, τὶς παρανομίες καὶ τὴν
ἐνοχὴν τῶν προγόνων μας· διότι ὅλοι
ἁμαρτήσαμε πράγματι ἐνώπιόν Σου.
|
21
Κόπασον διὰ τὸ ὄνομά σου, μὴ
ἀπολέσῃς θρόνον δόξης σου·
μνήσθητι, μὴ διασκεδάσῃς τὴν
διαθήκην σου τὴν μεθ' ἡμῶν.
|
21
Ἂς κοπάσῃ πλέον ὁ θυμός
σου εἰς δόξαν τοῦ Ὀνόματός
σου. Μὴ ἐπιτρέψῃς νὰ καταστραφῇ
ὁ ἅγιος ναός σου, ὁ θρόνος αὐτὸς
τῆς δόξης σου. Ἐνθυμήσου, Κύριε,
καὶ μὴ ἀκύρωσῃς τὴν διαθήκην,
τὴν ὁποίαν συνῆψες μὲ ἡμᾶς.
|
21
Ἂς σταματήσῃ πλέον ὁ θυμός σου, πρὸς
δόξαν τοῦ ἁγίου Ὀνόματός σου· μὴ ἐπιτρέψῃς
νὰ χαθῇ ἡ Σιών, ὅπου εἶναι κτισμένος
ὁ Ναός σου, ὁ θρόνος αὐτὸς τῆς
δόξης σου. Ἐνθυμήσου μας· μὴ διαλύσῃς
καὶ μὴ καταργήσῃς τὴν συμφωνίαν σου,
τὴν ὁποίαν συνῆψες μαζί μας.
|
22
Μὴ ἔστιν ἐν εἰδώλοις τῶν
ἐθνῶν ὑετίζων; Καὶ εἰ
ὁ οὐρανὸς δώσει πλησμονὴν αὐτοῦ,
οὐχὶ σὺ εἶ αὐτός; Καὶ
ὑπομενοῦμέν σε, Κύριε, ὅτι σὺ
ἐποίησας πάντα ταῦτα. |
22
Μήπως, τάχα, καὶ ὑπάρχει μεταξὺ
τῶν εἰδωλολατρικῶν θεῶν κανένας
θεός, ποῦ νὰ στέλνῃ βροχήν;
Μήπως, τάχα, ὁ οὐρανὸς ἐξ
ἑαυτοῦ εἶναι εἰς θέσιν νὰ
δώσῃ ἄφθονον βροχήν; Δὲν εἶσαι
σὺ ἐκεῖνος, ποὺ στέλνει τὴν
βροχὴν καὶ ὅλα τὰ ἀγαθά;
Διὰ τοῦτο καὶ ἡμεῖς, Κύριε,
εἰς σὲ ἐλπίζομεν καὶ ἀπὸ
σὲ περιμένομεν, διότι σὺ κάμνεις
ὅλα αὐτά. |
22
Μήπως τάχα ὑπάρχει μεταξὺ τῶν ψευδῶν
εἰδωλολατρικῶν θεῶν κανένας θεὸς ἱκανὸς
νὰ στέλλῃ βροχὴν εἰς τὴν γῆν;
Μήπως τάχα ἠμπορεῖ ὁ οὐρανὸς
ἀπὸ μόνος του νὰ βρέξῃ ἄφθονον
βροχήν; Δὲν εἶσαι Σὺ Ἐκεῖνος,
ὁ Ὁποῖος ἐργάζεσαι ὅλα αὐτά;
Διὰ τοῦτο, Κύριε, καὶ ἡμεῖς
μὲ ἐγκαρτέρησιν καὶ ἐλπίδα προσβλέπομεν
εἰς Σέ, διότι Σύ, καὶ κανεὶς ἄλλος,
ἔκαμες καὶ ἐνεργεῖς ὅλα αὐτά.
|