Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
εἶπε Κύριος πρός με· ἐὰν
στῇ Μωσῆς καὶ Σαμουὴλ πρὸ προσώπου
μου, οὐκ ἔστιν ἡ ψυχή μου πρὸς
αὐτούς· ἐξαπόστειλον τὸν
λαὸν τοῦτον, καὶ ἐξελθέτωσαν.
|
Κύριος
εἶπε πρὸς ἐμέ: Ἐὰν καὶ
αὐτὸς ἀκόμη ὁ Μωϋσῆς καὶ
ὁ Σαμουὴλ σταθοῦν ἐνώπιόν
μου καὶ προσευχηθοῦν ὑπὲρ ἐκείνων,
ἡ ψυχή μου δὲν θὰ κλίνῃ
μὲ τὸ μέρος των, δὲν θὰ τοὺς
λυπηθῇ. Στεῖλε μακρὰν ἀπὸ τὴν
Ἱερουσαλὴμ τὸν λαὸν αὐτόν,
ἂς ἐξέλθουν ἀπὸ τὴν Ἰουδαίαν.
|
αὶ
ὁ Κύριος εἶπε πρὸς ἐμέ: <Καὶ
ἂν ἀκόμη αὐτὸς ὁ μέγας προφήτης
καὶ νομοθέτης Μωϋσῆς καὶ ὁ ζηλωτὴς
προφήτης Σαμουὴλ σταθοῦν ἐνώπιόν μου προσευχόμενοι
καὶ μεσιτεύοντες ὑπὲρ αὐτῶν,
ἡ ψυχή μου δὲν θὰ τοὺς λυπηθῇ
καὶ δὲν θὰ τοὺς συμπαθήσῃ! Διῶξε
τὸν λαόν, ἀπομάκρυνέ τον· ἂς
φύγουν ἀπ' ἐμπρός μου! |
2
Καὶ ἔσται ἐὰν εἴπωσι πρὸς
σέ· ποῦ ἐξελευσόμεθα; Καὶ
ἐρεῖς πρὸς αὐτούς· τάδε
λέγει Κύριος· ὅσοι εἰς θάνατον,
εἰς θάνατον· καὶ ὅσοι εἰς
μάχαιραν, εἰς μάχαιραν· καὶ ὅσοι
εἰς λιμόν, εἰς λιμόν· καὶ
ὅσοι εἰς αἰχμαλωσίαν, εἰς αἰχμαλωσίαν.
|
2
Καὶ ἂν θὰ σὲ ἐρωτήσουν,
ποῦ θὰ πάμε; Θὰ ἀπαντήσῃς
πρὸς αὐτοὺς· αὐτὰ λέγει
ὁ Κύριος. Ὅσοι ἀπὸ σᾶς
πρόκειται νὰ ἀποθάνετε ἀπὸ
θανατηφόρον νόσον, βαδίζετε πρὸς τὸν
θάνατον. Ὅσοι πρόκειται νὰ φονευθῆτε
ἀπὸ ἐχθρικὴν μάχαιραν, θὰ
φονευθῆτε ἀπὸ αὐτήν. Ὅσοι
πρόκειται νὰ ἀποθάνετε ἀπὸ
τὸν λιμόν, θὰ ἀποθάνετε ἀπὸ
τὸν λιμόν. Καὶ ὅσοι πρόκειται
νὰ αἰχμαλωτισθῆτε, θὰ μεταβῆτε
αἰχμάλωτοι εἰς τὴν ξένην.
|
2
Ἐὰν δὲ σὲ ἐρωτήσουν, <ποὺ
θὰ πάμε;>, ἀπάντησε πρὸς αὐτοὺς
τοῦτο: <Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: Ὅσοι
ἀπὸ σᾶς πρόκειται νὰ ἀποθάνετε
ἀπὸ μολυσματικὴν ἀρρώστιαν,
προχωρῆστε πρὸς τὸν θάνατον. Ὅσοι
ἀπὸ σᾶς πρόκειται νὰ φονευθῆτε
ἀπὸ ἐχθρικὸν μαχαίρι, προχωρῆστε
νὰ φονευθῆτε ἀπὸ αὐτό.
Ὅσοι ἀπὸ σᾶς πρόκειται νὰ ἀποθάνετε
ἀπὸ τὴν πεῖναν, πηγαίνετε νὰ
ἀποθάνετε ἀπὸ πεῖναν. Καὶ ὅσοι
ἀπὸ σᾶς πρόκειται νὰ ὁδηγηθῆτε
εἰς αἰχμαλωσίαν, προχωρῆστε εἰς τὴν
αἰχμαλωσίαν. |
3
Καὶ ἐκδικήσω ἀπ' αὐτοὺς
τέσσαρα εἴδη, λέγει Κύριος· τὴν
μάχαιραν εἰς σφαγὴν καὶ τοὺς
κύνας εἰς διασπασμὸν καὶ τὰ
θηρία τῆς γῆς καὶ τὰ πετεινὰ
τοῦ οὐρανοῦ εἰς βρῶσιν καὶ
εἰς διαφθοράν. |
3
Θὰ στείλω ἐναντίον αὐτῶν,
λέγει ὁ Κύριος, τέσσαρα εἴδη
τιμωρίας. Τὴν ἐχθρικήν μάχαιραν
διὰ τὴν σφαγήν των, τοὺς κύνας
διὰ τὸν διαμελισμὸν τῶν σωμάτων
των, τὰ θηρία τῆς γῆς καὶ τὰ
πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, διὰ νὰ
καταφάγουν τὰς σάρκας των καὶ τοὺς
ἐξαφανίσουν.
|
3
Καὶ θὰ ἐξαποστείλω ἐναντίον
τους τέσσερα εἴδη τιμωριῶν, λέγει ὁ Κύριος:
Τὴν μάχαιραν τῶν ἐχθρῶν
διὰ
τὴν σφαγήν των· τοὺς σκύλους διὰ
νὰ ξεσχίσουν καὶ κατακομματιάσουν τὰ πτώματά
των· τὰ ἄγρια θηρία τῆς γῆς καὶ
τὰ πτηνὰ τοῦ οὐρανοῦ διὰ
νὰ τοὺς καταβροχθίσουν καὶ τοὺς ἐξαφανίσουν.
|
4
Καὶ παραδώσω αὐτοὺς εἰς ἀνάγκας
πάσαις ταῖς βασιλείαις τῆς γῆς
διὰ Μανασσῆ υἱὸν Ἐζεκίου
βασιλέως Ἰούδα, περὶ πάντων
ὧν ἐποίησεν ἐν Ἱερουσαλήμ.
|
4
Θὰ παραδώσω αὐτοὺς δούλους εἰς
ἐξυπηρέτησιν τῶν ἀναγκῶν ὅλων
τῶν βασιλείων τῆς γῆς, ἐξ αἰτίας
τοῦ Μανασσῆ, υἱοῦ του Ἐζεκίου,
βασιλέως Ἰούδα, δι' ὅλα τὰ ἁμαρτήματα,
τὰ ὁποῖα αὐτὸς διέπραξε
εἰς τὴν ῾Ιεροῦσαλήμ.
|
4
Θὰ τοὺς παραδώσω εἰς διαφόρους πόνους καὶ
θλίψεις καὶ πρὸς ἐξυπηρέτησιν τῶν
ἀναγκῶν ὅλων τῶν βασιλείων τῆς
γῆς, ἕνεκα τοῦ βασιλιᾶ Μανασσῆ,
υἱοῦ του Ἐζεκία, βασιλιᾶ τοῦ
Ἰούδα, διὰ τὴν εἰδωλολατρίαν καὶ
τὴν ὅλην ἀσεβῆ διαγωγήν του
εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ>.
|
5
Τίς φείσεται ἐπὶ σοί, Ἱερουσαλήμ;
Καὶ τίς δειλιάσει ἐπὶ σοί;
Ἢ τίς ἀνακάμψει εἰς εἰρήνην
σοι; |
5
Ποιὸς θὰ σὲ λυπηθῇ, Ἱερουσαλήμ;
Ποιὸς θὰ καταληφθῇ ἀπὸ δέος
καὶ συμπάθειαν διὰ τὰς θλίψεις
σου; Ποιὸς θὰ παρεκκλίνῃ ἀπὸ
τὴν ὁδόν του, διὰ νὰ σὲ
χαιρετήσῃ·
|
5
Ποῖος θὰ σὲ λυπηθῇ, Ἱερουσαλήμ;
Ποῖος θὰ αἰσθανθῇ δειλίαν καὶ
θὰ ἐκδηλώσῃ συμπάθειαν διὰ τὰ
δεινά σου; Ἢ ποῖος θὰ ἀλλάξῃ
τὴν πορείαν του καὶ θὰ παρεκκλίνῃ
ἀπὸ αὐτὴν διὰ νὰ ἐρωτήσῃ
περὶ τῆς καταστάσεώς σου; |
6
Σὺ ἀπεστράφης με, λέγει Κύριος,
ὀπίσω πορεύσῃ, καῖ ἐκτενῶ
τὴν χεῖρά μου καὶ διαφθερῶ σε,
καὶ οὐκέτι ἀνήσω αὐτούς.
|
6
Σύ μὲ ἐγκατέλειψες, λέγει ὁ
Κύριος. Ἔστρεψες πρὸς ἐμὲ τὰ
νῶτα σου. Καὶ ἐγὼ θὰ ἀπλώσω
τιμωρὸν τὴν χεῖρα μου καὶ θὰ
σὲ ἐξολοθρεύσω καὶ δεν θὰ σὲ
ἀφήσω νὰ ζήσῃς.
|
6
<Σὺ μὲ ἀπεδοκίμασες, ἔστρεψες ἀλλοῦ
τὸ πρόσωπόν σου μὲ περιφρόνησιν>, λέγει ὁ
Κύριος, <μοῦ ἐγύρισες τὴν πλάτην
<ἢ κατ' ἄλλην ἑρμηνείαν: Θὰ ταπεινωθῇς>.
Καὶ Ἐγὼ τώρα θὰ ἀπλώσω τὸ
παντοκρατορικὸν χέρι μου καὶ θὰ σὲ
καταστρέψω, καὶ ἀφοῦ παύσω πλέον νὰ
μακροθυμῶ, δὲν θὰ ἀφήσω τὰ τέκνα
σου νὰ ζήσουν. |
7
Καὶ διασπερῶ αὐτοὺς ἐν διασπορᾷ·
ἐν πύλαις λαοῦ μου ἠτεκνώθησαν,
ἀπώλεσαν τὸν λαόν μου διὰ τὰς
κακίας αὐτῶν. |
7
Θὰ διασκορπίσω τὰ τέκνα σου ἐξόριστα
ἀνὰ τὰ διάφορα ἔθνη. Αἱ
πόλεις τοῦ λαοῦ τῆς ὑπαίθρου
ἔχασαν τὰ τέκνα των. Ἔχασαν τὸν
λαόν, ποὺ κατοικοῦσεν εἰς αὐτὰς
ἐξ αἰτίας τῶν κακιῶν των.
|
7
Καὶ θὰ διασκορπίσω τοὺς κατοίκους σου ὡς
ἐξορίστους μεταξὺ τῶν διαφόρων ἐθνῶν.
Οἱ πόλεις μὲ τὸν πολὺν πληθυσμὸν
ἔμειναν ἔρημες, χωρὶς κατοίκους· ἔχασαν
τὸν λαόν μου, ὁ ὁποῖος κατοικοῦσε
εἰς αὐτές, ἕνεκα τῆς ἀποστασίας
καὶ τῆς εἰδωλολατρίας των.
|
8
Ἐπληθύνθησαν αἱ χῆραι αὐτῶν
ὑπὲρ τὴν ἄμμον τῆς θαλάσσης·
ἐπήγαγον ἐπὶ μητέρα νεανίσκους
ταλαιπωρίαν ἐν μεσημβρίᾳ, ἐπέρριψα
ἐπ' αὐτὴν ἐξαίφνης τρόμον
καὶ σπουδήν. |
8
Αἱ χῆραι αὐτῶν ἐπληθύνθησαν
περισσότερον ἀπὸ τὴν ἄμμον τῆς
θαλάσσης. Ἔφερα εἰς μητέρα νεαρῶν
ἀνδρῶν θλῖψιν βαρεῖαν ἐν πλήρει
μεσημβρίᾳ, ἔρριψα ἐπάνω εἰς
αὐτὴν αἰφνιδίως τρόμον καὶ
ἀναταραχήν.
|
8
Οἱ χῆρες τῶν ἔγιναν πλῆθος πολύ,
περισσότερον ἀπὸ τὴν ἄμμον τῆς
θαλάσσης. Ἔφερα εἰς τὴν μητέρα νεαρῶν
πολεμιστῶν μεγάλην θλῖψιν ἔξαφνα, εἰς
ἀπρόσμενον ὥραν, ἔρριψα ἐπάνω της
αἰφνιδίως φόβον καὶ ταραχήν.
|
9
Ἐκενώθη ἡ τίκτουσα ἑπτά,
ἀπεκάκισεν ἡ ψυχὴ αὐτῆς,
ἐπέδυ ὁ ἥλιος αὐτῇ ἔτι
μεσούσης τῆς ἡμέρας, κατεσχύνθη
καὶ ὠνειδίσθη· τοὺς καταλοίπους
αὐτῶν εἰς μάχαιραν δώσω ἐναντίον
τῶν ἐχθρῶν αὐτῶν.
|
9
Ἡ πολύτεκνος μητέρα ἔμεινεν ἔρημος
ἀπὸ παιδιά. Ἐπόνεσε καὶ
ἔσβησεν ἡ ψυχή της. Ἔδυσε πλέον
δι αὐτὴν ὅ ἥλιος, ἐνῷ
ἀκόμη ἦτο μεσημβρία. Ἐδοκίμασεν
αἰσχύνην καὶ ὄνειδος διὰ τὴν
ἀτεκνίαν της. Τοὺς ἀπομείναντας
ἀπὸ αὐτοὺς θὰ παραδώσω
εἰς τὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν
των εἰς σφαγήν. |
9
Ἡ μητέρα πολλῶν τέκνων ἔμεινεν ἔρημη
ἀπὸ παιδιά· βυθισμένη εἰς τὸ
πένθος ἀπέκαμεν, ἐλιποψύχησεν ἔδυσε
πλέον δι' αὐτὴν ὁ ἥλιος, ἐνῷ
ἦταν ἀκόμη μεσημέρι. Κατεντροπιάσθη, ἀπεγοητεύθη,
ἐγέμισεν ἀπὸ ὄνειδος διὰ τὴν
ἀτεκνίαν. Ὅσοι κάτοικοι τῆς Ἰουδαίας
ἀπέμειναν, θὰ τοὺς παραδώσω εἰς τὸ
μαχαίρι τῶν ἐχθρῶν των πρὸς σφαγήν>.
|
10
Οἴμοι ἐγὼ μῆτερ, ὡς τίνα
με ἔτεκες; Ἄνδρα δικαζόμενον καὶ διακρινόμενον
πάσῃ τῇ γῇ· οὔτε ὠφέλησα,
οὔτε ὠφέλησέ με οὐδείς·
ἡ ἰσχύς μου ἐξέλιπεν ἐν
τοῖς καταρωμένοις με. |
10
Ἀλλοίμονον εἰς ἐμέ, μητέρα
μου, θρηνολογεῖ ὁ προφήτης. Ὡσὰν
ποῖον ἄνθρωπον μὲ ἐγέννησες;
Ἄνθρωπον συρόμενον εἰς διαδικασίας
καὶ φιλονεικίας εἰς ὅλην τὴν
χώραν. Οὔτε ἐγὼ ἄλλον τινὰ
ὠφέλησα, οὔτε καὶ κανεὶς μὲ
ὠφέλησεν. Ἔσβησεν ἡ ἀντοχή
μου ἐξ αἰτίας ἐκείνων, οἱ
ὁποῖοι μὲ κατηρῶντο.
|
10
Ὁ Ἱερεμίας θρηνεῖ καὶ λέγει: Ἀλλοίμονον
εἰς ἐμέ, μητέρα μου, ὡσὰν ποίου εἴδους
ἄνθρωπον μὲ ἐγέννησες
διὰ νὰ εἶμαι μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων;
Μὲ ἐγέννησες διὰ νὰ εἶμαι
ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος δικάζεσαι, διακρίνεται
διὰ τοὺς ἐλέγχους, διὰ τὶς ἐπιπλήξεις,
διὰ τὴν διδασκαλίαν εἰς ὅλην τὴν
χώραν. Ἐγὼ οὔτε κανένα ὠφέλησα, ἀλλ'
οὔτε καὶ ὠφέλειαν ἔλαβα ἀπὸ
κανένα ἄλλον. Ἡ ψυχική μου ἀντοχὴ
καὶ δύναμις ἐξηντλήθησαν ἀπὸ
τὶς κατάρες καὶ λοιδορίες, ποὺ δέχομαι ἐκ
μέρους ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἀκούουν
τὶς προφητεῖες μου. |
11
Γένοιτο, δέσποτα, κατευθυνόντων αὐτῶν,
εἰ μὴ παρέστην σοι ἐν καιρῷ
τῶν κακῶν αὐτῶν καὶ ἐν
καιρῷ θλίψεως αὐτῶν εἰς ἀγαθὰ
πρὸς τὸν ἐχθρόν.
|
11
Ἂς πραγματοποιηθοῦν, Δέσποτα, αἱ κατάραι
τῶν ἐχθρῶν μου, ἐὰν ἐγὼ
δὲν ἐπαρουσιάσθην ἐνώπιόν
σου διὰ τῆς προσευχῆς εἰς περίοδον
τῶν συμφορῶν καὶ εἰς καιρὸν
αὐτῶν τῶν θλίψεων καὶ νὰ
σὲ παρακαλέσω· ἂς δώσῃς
πρὸς τοὺς ἐχθρούς μου ἀγαθά.
|
11
Εἴθε, δέσποτα Κύριε, νὰ ἐκπληρωθοῦν
καὶ νὰ εὐοδωθοῦν οἱ ἐναντίον
μου κατάρες των, ἐὰν ἐγὼ δὲν
ἔχω παρονσιασθῇ ἐνώπιόν σου μὲ
τὴν προσευχὴν καὶ ἱκεσίαν μου ὑπὲρ
αὐτῶν κατὰ τὴν περίοδον τῶν
συμφορῶν των καὶ κατὰ τὴν περίοδον
τῶν θλίψεων των· εἴθε οἱ ἐναντίον
μου κατάρες των νὰ εὐοδωθοῦν καὶ οἱ
ἐχθροί μου αὐτοὶ νὰ ἀπολαύσουν
τὰ ἀγαθά σου. |
12
Εἰ γνωσθήσεται σίδηρος; Καὶ περιβόλαιον
χαλκοῦν ἡ ἰσχύς σου.
|
12
Μήπως, τάχα, θὰ γίνῃ γνωστὴ
σιδηρᾶ πολεμικὴ τῶν ἐχθρῶν;
Ἡ δύναμίς σου θὰ φανῇ ὡσὰν
νὰ εἶναι ἀσθενής, ὡσὰν
λεπτὸν περίβλημα χαλκοῦ.
|
12
<Ὁ Θεός, ἀπευθυνόμενος πρὸς τὸν
λαόν, λέγει:> <Ὅταν ἐμφανισθῇ ὁ
ἐχθρός, τοῦ ὁποίου ἡ πολεμικὴ
δύναμις εἶναι ἰσχυρὰ ὅπως ὁ
σίδηρος, τὶ θὰ κάμῃς; Ἡ ἰδική
σου δύναμις θὰ εἶναι ἀσθενέστερη,
ὅπως τὸ περίβλημα τοῦ χαλκοῦ εἶναι
ἀσθενέστερον ἀπὸ ἐκεῖνο τοῦ
σιδήρου. |
13
Καὶ τοὺς θησαυρούς σου εἰς προνομὴν
δώσω ἀντάλλαγμα διὰ πάσας τὰς
ἁμαρτίας σου καὶ ἐν πᾶσι τοῖς
ὁρίοις σου. |
13
Θὰ παραδώσω τοὺς θησαυρούς σου, λέγει
ὁ Θεός, εἰς λαφυραγωγίαν, ἀντάλλαγμα
δι' ὅλας τὰς ἁμαρτίας σου καθ' ὅλην
τὴν ἔκτασιν τῆς χώρας σου.
|
13
Τοὺς θησαυροὺς καὶ τὰ πλύυτη
σου θὰ παραδώσω εἰς λεηλασίαν ὡς ἀντάλλαγμα
καὶ ἀντίδοσιν δι’ ὅλες τὶς ἁμαρτίες
σου καθ' ὅλην τὴν ἔκτασιν τῆς Ἰουδαίας,
τῆς χώρας σου. |
14
Καὶ καταδουλώσω σὲ κύκλῳ τοῖς
ἐχθροῖς σου ἐν τῇ γῇ, ᾗ
οὐκ ᾔδεις· ὅτι πῦρ ἐκκέκαυται
ἐκ τοῦ θυμοῦ μου, ἐφ' ὑμᾶς
καυθήσεται. |
14
Θὰ σὲ ὑποτάξω δοῦλον εἰς
τοὺς γύρω ἐχθρούς σου, εἰς χώραν
τὴν ὁποίαν δὲν γνωρίζεις. Διότι
ἄναψεν ἡ φωτιὰ τοῦ θυμοῦ μου
ἐναντίον σας καὶ θὰ σᾶς κάψῃ.
|
14
Καὶ θὰ σὲ καθυποτάξω ὡς δοῦλον
εἰς τοὺς γύρω ἀπὸ τὴν Ἰουδαίαν
ἐχθρούς σου, αὐτοὶ δὲ θὰ
σὲ ὁδηγήσουν ὡς αἰχμάλωτον εἰς
χώραν, τὴν ὁποίαν δὲν γνωρίζεις. Διότι φωτιὰ
ἔχει ἀνάψει μέσα μου, πυρκαϊὰ ἀπὸ
τὴν δικαίαν ὀργήν μου, καὶ θὰ
σᾶς κατακαύσῃ>. |
15
Κύριε, μνήσθητί μου καὶ ἐπίσκεψαί
με καὶ ἀθῴωσόν με ἀπὸ
τῶν καταδιωκόντων με μὴ εἰς μακροθυμίαν·
γνῶθι ὡς ἔλαβον περὶ σοῦ ὀνειδισμὸν
|
15
Κύριε, λέγει ὁ προφήτης, μνήσθητί
μου καὶ ἄλα εἰς ἐπίσκεψίν
μου ἐν τῇ καλωσύνη μου πρὸς σωτηρίαν.
Ἀπάλλαξέ με ἀπὸ ἐκείνους,
οἱ ὁποῖοι μὲ καταδιώκουν. Μὴ
ἐξακολουθῇς νὰ δείχνεσαι μακρόθυμος
πρὸς αὐτούς. Μάθε ὅτι ἐγὼ
ὑπέστην ἐξευτελισμοὺς καὶ καταφρονήσεις
διὰ τὸ Ὄνομά σου
|
15
Κύριε, <λέγει ὁ Ἱερεμίας>, ἐνθυμήσου
με, φρόντισέ με καὶ ἀθώωσέ με ἀπὸ
τὶς κατηγορίες ἐκείνων ποὺ μὲ καταδιώκουν,
μὴ μὲ παραδώσῃς εἰς τὰ χέρια
των καὶ μὴ μακροθυμῇς πρὸς αὐτούς.
Μάθε ὅτι χάριν Σοῦ ἐδέχθην ὀνειδισμοὺς
καὶ χλευασμοὺς |
16
ὑπὸ τῶν ἀθετούντων τοὺς
λόγου σου· συντέλεσον
αὐτούς, καὶ ἔσται ὁ λόγος
σου ἐμοὶ εἰς εὐφροσύνην καὶ
χαρὰν καρδίας μου, ὅτι ἐπικέκληται
τὸ ὄνομά σου ἀπ' ἐμοί,
Κύριε παντοκράτωρ. |
16
ἐκ μέρους τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν,
οἱ ὁποῖοι παραβαίνουν τὰς ἐντολάς
σου. Τιμώρησέ τοὺς ὁλοκληρωτικῶς.
Καὶ τότε τὰ λόγια σου θὰ εἶναι
εἰς ἐμὲ εὐφροσύνη καὶ
χαρὰ καρδίας, διότι ἐγὼ τὸ
Ὄνομά σου μὲ πίστιν ἔχω ἐπικαλεσθῇ,
Κύριε παντοκράτορ.
|
16
ἀπὸ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι
παραβαίνουν τὶς ἅγιες ἐντολές σου. Τιμώρησέ
τους, ἀποτελείωσέ τους, καὶ τότε θὰ
εἶναι ὁ λόγος σου εἰς ἐμὲ πρόξενος
χαρᾶς καὶ εὐφροσύνης εἰς τὴν
καρδίαν μου, διότι τὸ ἅγιον Ὄνομά σου ἔχω
ἐγὼ ἐπικαλεσθῇ, Κύριε παντοκράτορ.
|
17
Οὐκ ἐκάθισα ἐν συνεδρίῳ
αὐτῶν παιζόντων, ἀλλὰ εὐλαβούμην
ἀπὸ προσώπου χειρός σου·
καταμόνας ἐκαθήμην, ὅτι πικρίας
ἐνεπλήσθην. |
17
Δὲν παρεκάθησα ἐγὼ εἰς τὰς
συγκεντρώσεις των, ὅταν αὐτοὶ διεσκέδαζαν,
διότι ἐσεβόμην σὲ καὶ ἐφοβούμην
τὴν τιμωρὸν χεῖρα σου. Μόνος ἐκαθήμην·
ἐγέμισεν ἡ ψυχή μου ἀπὸ
πικρίαν. |
17
Δὲν παρεκάθησα ποτὲ εἰς τὰ συνέδριά
των, ὅταν αὐτοὶ διεσκέδαζαν χλευάζοντες
καὶ ἐργαζόμενοι ἔργα ἄξια γέλωτος,
ἀλλ’ ἔδειχνα βαθύτατον σεβασμὸν καὶ
ἱερὸν δέος πρὸς τὸ τιμωρὸν χέρι
Σου. Ἐκαθόμουν μόνος, χωρισμένος ἐντελῶς
ἀπὸ αὐτούς, διότι ἡ ψυχή μου ἐγέμισεν
ἀπὸ πικρίαν. |
18
Ἵνα τί οἱ λυποῦντές με κατισχύουσί
μου; Ἡ πληγή μου στερεά, πόθεν ἰαθήσομαι;
Γινομένη ἐγενήθη μοι ὡς ὕδωρ
ψευδὲς οὐκ ἔχον πίστιν.
|
18
Διατὶ αὐτοί, οἱ ὁποῖοι
μὲ θλίβουν, ὑπερισχύουν ἐναντίον
μου; Ἡ πληγή μου εἶναι μόνιμος καὶ
μεγάλη. Πότε θὰ θεραπευθῶ ἀπὸ
αὐτήν; Ἔγινεν εἰς ἐμὲ
ὡσὰν μολυσμένον ἐπιβλαβὲς νερό,
εἰς τὸ ὁποῖον δὲν ἔχει
ἐμπιστοσύνην κανείς.
|
18
Διατὶ αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι
μὲ λυποῦν, ὑπερισχύουν εἰς βάρος μου;
Ἡ πληγὴ τῆς ψυχῆς μου εἶναι
μεγάλη καὶ ἀθεράπευτος· ἀπὸ ποὺ
καὶ πότε θὰ θεραπευθῶ; Ἡ προφητεία
μου κατήντησεν ὅπως τὸ νερό, ποὺ τρέχει
συνεχῶς καὶ διὰ τοῦτο εἶναι
ἄστατον· καὶ ὅπως εἰς τὸ ἄστατον
νερὸ δὲν ἔχει κανεὶς ἐμπιστοσύνην,
ἔτσι δὲν ἔχουν ἐμπιστοσύνην
καὶ εἰς τὰ λόγια τῆς προφητείας μου,
διότι δὲν τὰ θεωροῦν ἀξιόπιστα καὶ
ἀληθινά! |
19
Διὰ τοῦτο τάδε λέγει Κύριος·
ἐὰν ἐπιστρεψῃς, καὶ ἀποκαταστήσω
σέ, καὶ πρὸ προσώπου μου στήσῃ·
καὶ ἐὰν ἐξαγάγῃς τίμιον
ἀπὸ ἀναξίου, ὡς τὸ στόμα
μου ἔσῃ· καὶ ἀναστρέψουσιν
αὐτοὶ πρὸς σέ, καὶ σὺ
οὐκ ἀναστρέψεις πρὸς αὐτούς.
|
19
Διὰ τοῦτο αὐτὰ λέγει ὁ
Κύριος πρὸς τὸν προφήτην· Ἐὰν
ἐπιστρεψῃς πρὸς ἐμὲ μὲ
πίστιν καὶ εἰλικρίνειαν, θὰ
σὲ ἀποκαταστήσω εἰς τὴν προτέραν
σου θέσιν καὶ θὰ σοῦ δώσω τὸ
δικαίωμα μετὰ θάρρους νὰ ἵστασαι
ἐνώπιόν μου. Ἐὰν ξεχωρίσῃς
τὸν ἀληθινὸν καὶ τίμιον λόγον
μου ἀπὸ τὸν ἀνάξιον καὶ
ψευδῆ, θὰ εἶσαι σὺ ὡσὰν
τὸ ἰδικόν μου στόμα, καὶ τότε
θὰ ἐπιστρέψουν οἱ ἄλλοι πρὸς
σέ, σὺ δὲ δὲν θὰ ἐπιστρέψῃς
πρὸς αὐτούς.
|
19
Διὰ τοῦτο αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος
πρὸς τὸν Ἱερεμίαν: <Ἐὰν ἐπιστρέψῃς
εἰς Ἐμὲ μὲ ἀπόλυτον ἐμπιστοσύνην
καὶ παύσῃς ἀπὸ τοῦ νὰ
ὑπολογίζῃς τὴν ἀνθρωπίνην κρίσιν καὶ
ἐκτίμησιν, θὰ σὲ ἀποκαταστήσω εἰς
τὴν προηγουμένην σου θέσιν, ὁπότε θὰ ἠμπορῆς
νὰ στέκεσαι ἐνώπιόν μου μὲ παρρησίαν καὶ
θάρρος, ὅπως καὶ προηγουμένως. Καὶ ἐὰν
διακρίνῃς μεταξὺ τοῦ πολυτίμου, ἀληθινοῦ
καὶ εἰλικρινοῦς λόγου μου καὶ τοῦ
εὐτελοῦς καὶ ψευδοῦς λόγου τῶν
ἀνθρώπων, τότε θὰ γίνῃς ὅπως τὸ
ἰδικόν μου ἀληθινὸν καὶ ἀψευδὲς
στόμα. Καὶ τότε θὰ ἐπιστρέψουν εἰς
σὲ οἱ ἄλλοι, θὰ σὲ ἔχουν
ἀνάγκην καὶ θὰ σὲ παρακαλοῦν,
ἐνῷ σὺ δὲν θὰ ἐπιστρέψῃς
πρὸς αὐτούς. |
20
Καὶ δώσω σε τῷ λαῷ τούτῳ
ὡς τεῖχος ὀχυρὸν χαλκοῦν, καὶ
πολεμήσουσι πρὸς σὲ καὶ οὐ μὴ
δύνωνται πρὸς σέ, διότι μετὰ
σοῦ εἰμι τοῦ σῴζειν σε |
20
Θὰ σὲ καταστήσω ἀπέναντι τοῦ
λαοῦ αὐτοῦ ὡς ἕνα ὀχυρὸν
ἐκ χαλκοῦ τεῖχος. Αὐτοὶ θὰ
πολεμήσουν ἐναντίον σου, ἀλλὰ
δὲν θὰ δυνηθοῦν νὰ σὲ καταβάλουν,
διότι ἐγὼ θὰ εἶμαι μαζῆ
σου, νὰ σὲ σώζω
|
20
Καὶ θὰ σὲ καταστήσω ἐνώπιον τοῦ
λαοῦ αὐτοῦ ὡσὰν ἕνα ὀχυρὸν
τεῖχος κατεσκευασμένον ἀπὸ χαλκόν. Αὐτοὶ
δὲ θὰ πολεμήσουν ἐναντίον σου, ἀλλὰ
δὲν θὰ ἠμπορέσουν νὰ σὲ
νικήσουν, διότι μαζί σου θὰ εἶμαι Ἐγώ, διὰ
νὰ σὲ σώζω |
21
καὶ τοῦ ἑξαιρεῖσθαί σε ἐκ
χειρὸς πονηρῶν καὶ λυτρώσομαί
σε ἐκ χειρὸς λοιμῶν. |
21
καὶ νὰ σὲ γλυτώνω ἀπὸ
τὰ χέρια τῶν πονηρῶν ἀνθρώπων·
καὶ θὰ σὲ γλυτώσω ἀπὸ
ἀνθρώπους διεφθαρμένους. |
21
καὶ νὰ σὲ λυτρώνω ἀπὸ τὰ
ἁρπακτικὰ χέρια ἀνθρώπων πονηρῶν,
καὶ θὰ σὲ γλυτώσω ἀπὸ τὴν
τυραννικὴν λαβὴν ἀνθρώπων διεφθαρμένων>.
|