Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
πικατάρατος
ὁ ἄνθρωπος, ὃς τὴν ἐλπίδα
ἔχει ἐπ' ἄνθρωπον καὶ στηρίζει
σάρκα βραχίονας αὐτοῦ ἐπ' αὐτόν,
καὶ ἀπὸ Κυρίου ἀποστῇ
ἡ καρδία αὐτοῦ·
|
πικατάρατος
εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος, ποὺ
ἔχει τὰς ἐλπίδας του εἰς ἄλλον
ἄνθρωπον καὶ στηρίζει τὴν ἀδυναμίαν
του εἰς αὐτόν, ἡ δὲ καρδία
του ἔχει ἀπομακρυνθῆ ἀπὸ τὸν
Κύριον. |
αταράμενος
νὰ εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος
στηρίζει τὴν πεποίθησιν καὶ τὴν ἐλπίδα
του εἰς ἄλλον ἂνθρωπον· ὁ ὁποῖος
στηρίζει τὴν ἀδυναμίαν του εἰς ἀνθρωπίνην
δύναμιν καὶ τοῦ ὁποίου ἡ καρδία ἀπομακρύνεται
ἀπὸ τὸν Κύριον. |
6
καὶ ἔσται ὡς ἡ ἀγριομυρίκη
ἡ ἐν τῇ ἐρήμω, οὐκ ὄψεται
ὅταν ἔλθῃ τὰ ἀγαθά, καὶ
κατασκηνώσει ἐν ἀλίμοις καὶ
ἐν ἐρήμῳ, ἐν γῇ ἀλμυρᾷ,
ἥτις οὐ κατοικεῖται.
|
6
Αὐτὸς θὰ εἶναι ὡσὰν τὸ
ἀρμυρίκι εἰς τὴν ἔρημον καὶ
ὅταν ἀκόμα ἔλθουν τὰ ἀγαθά,
δὲν θὰ τὰ ἀπολαύσῃ. Θὰ
κατοικήσῃ εἰς παραθαλασσίους ἀγόνους
περιοχάς, εἰς τὴν ἔρημον, εἰς
χώραν ἁλμυράν, ἡ ὁποία
δὲν κατοικεῖται ἀπὸ ἀνθρώπους.
|
6
Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς θὰ ὁμοιάζῃ
πρὸς τὸ ἀρμυρίκι εἰς τὴν ἔρημον
γῆν· δὲν θὰ ἰδῇ, οὔτε
θὰ αἰσθανθῇ οὔτε θὰ ἀπολαύσῃ
τὰ ἀγαθά, ὅταν ἒλθουν· διότι
αὐτὸς ἔστησε τὴν σκηνήν του
εἰς ἄγονες παραθαλάσσιες περιοχὲς καὶ
εἰς τὴν ἔρημον, εἰς χώραν ἁλμυράν,
ἡ ὁποία δὲν κατοικεῖται ἀπὸ
ἀνθρώπους. |
7
Καὶ εὐλογημένος ὁ ἄνθρωπος,
ὃς πέποιθεν ἐπὶ τῷ Κυρίῳ
καὶ ἔσται Κύριος ἐλπὶς αὐτοῦ·
|
7
Ἐξ ἀντιθέτου εὐλογημένος εἶναι
ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος
ἔχει στηρίξει τὴν πεποίθησίν
του εἰς τὸν Κύριον καὶ ἡ ἐλπὶς
αὐτοῦ εἶναι ὁ Κύριος.
|
7
Εὐλογημένος δὲ εἶναι ὁ ἄνθρωπος,
ὁ ὁποῖος ἔχει στηρίξει τὴν ἐλπίδα
καὶ πεποίθησίν του εἰς τὸν Κύριον, καὶ
ὁ Κύριος εἶναι ἡ σταθερὴ καὶ
μονίμη ἐλπίδα του. |
8
καὶ ἔσται ὡς ξύλον εὐθηνοῦν
παρ' ὕδατα, καὶ ἐπὶ ἰκμάδα
βαλεῖ ρίζαν αὐτοῦ καὶ οὐ
φοβηθήσεται ὅταν ἔλθῃ καῦμα,
καὶ ἔσται ἐπ' αὐτῷ στελέχη
ἀλσώδη, ἐν ἐνιαυτῷ ἁβροχίας
οὐ φοβηθήσεται καὶ οὐ διαλείψει
ποιῶν καρπόν. |
8
Αὐτὸς θὰ ὁμοιάζῃ ὡσὰν
τὸ δένδρον, τὸ ὁποῖον εὐδοκιμεῖ,
μεγαλώνει καὶ καρποφορεῖ πλησίον τῶν
ὑδάτων, διότι ρίπτει τὰς ρίζας
του εἰς ὑγρὸν ἔδαφος καὶ δὲν
ἔχει νὰ φοβηθῇ τίποτε, ὅταν
ἐπέλθουν καύματα. Πυκνοὶ θὰ
εἶναι οἱ κλάδοι του, καὶ εἰς
περίοδον ἀκόμη ἀνομβρίας δὲν
θὰ φοβηθῇ τίποτε καὶ δὲν θὰ
παύσῃ ποτὲ νὰ δίδῃ καρπούς.
|
8
Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς θὰ ὁμοιάζῃ
πρὸς δένδρον, τὸ ὁποῖον ἀναπτύσσεται,
εὐδοκιμεῖ καὶ καρποφορεῖ κοντὰ
εἰς τὰ ὕδατα, διότι βυθίζει τὶς ρίζες
του εἰς ὑγρὸν καὶ δροσερὸν χῶμα
καὶ διὰ τοῦτο δὲν φοβεῖται,
ὅταν ἔλθῃ καύσων. Τὰ κλαδιὰ
καὶ τὸ φύλλωμά του θὰ εἶναι
πυκνὰ καὶ καταπράσινα, κατὰ τὴν περίοδον
δὲ τῆς ἀνομβρίας καὶ ξηρασίας δὲν
θὰ φοβηθῇ καὶ δὲν θὰ παύσῃ
ἀπὸ τοῦ νὰ παράγῃ ὥριμον
καρπόν. |
9
Βαθεῖα ἡ καρδία παρὰ πάντα,
καὶ ἄνθρωπός ἐστι· καὶ
τίς γνώσεται αὐτόν;
|
9
Ἡ καρδία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι
βαθεῖα καὶ ἀνεξερεύνητος, περισσότερον
ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα πράγματα.
Αὐτὸς εἶναι ὁ ἄνθρωπος·
καὶ ποιὸς ἠμπορεῖ νὰ γνωρίσῃ
εἰς βάθος καὶ πλάτος αὐτόν;
|
9
Ἡ καρδία τοῦ ἄνθρωπον εἶναι βαθεῖα,
ἀφανής, ἄγνωστος καὶ ἀνεξερεύνητος
περισσότερον ἀπὸ κάθε ἄλλο πρᾶγμα·
αὐτὸς εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Κατὰ
συνέπειαν ποῖος ἠμπορεῖ νὰ τὸν
γνωρίσῃ; Κανείς! |
10
Ἐγὼ Κύριος ἐτάζων καρδίας
καὶ δοκιμάζων νεφροὺς τοῦ δοῦναι
ἑκάστῳ κατὰ τὰς ὁδοὺς
αὐτοῦ καὶ κατὰ τοὺς καρποὺς
τῶν ἐπιτηδευμάτων αὐτοῦ.
|
10
Ἐγὼ μόνον εἶμαι ὁ Κύριος
καὶ Θεός, ὁ ὁποῖος ἐξετάζω
τὰς καρδίας τῶν ἀνθρώπων καὶ
ἐρευνῶ τοὺς νεφρούς, διὰ νὰ
δίδω εἰς τὸν καθένα σύμφωνα
μὲ τοὺς δρόμους καὶ τοὺς τρόπους
τῆς ζωῆς του καὶ μὲ τοὺς καρποὺς
τῶν ἔργων του.
|
10
Ἐγὼ μόνον εἶμαι ὁ Κύριος, ὁ
ὁποῖος ἐξετάζω καὶ ἐρευνῶ
τὶς σκέψεις καὶ τὶς ἐπιθυμίες, ποὺ
ὑπάρχουν εἰς τὰ βάθη τῶν καρδιῶν
τῶν ἀνθρώπων· ἐρευνῶ δὲ
καὶ δοκιμάζω τὰ εἰς τοὺς νεφροὺς
τῶν ἀπόκρυφα συναισθήματα, ὥστε νὰ
δίδω εἰς τὸν καθένα σύμφωνα μὲ τὴν
ὅλην διαγωγήν του καὶ σύμφωνα μὲ τοὺς
καρποὺς τῶν ἔργων του.
|
11
Ἐφώνησε πέρδιξ, συνήγαγεν ἃ
οὐκ ἔτεκε· ποιῶν πλοῦτον αὐτοῦ
οὐ μετὰ κρίσεως, ἐν ἡμίσει
ἡμέρων αὐτοῦ ἐγκαταλείψουσιν
αὐτόν, καὶ ἐπ' ἐσχάτων
αὐτοῦ ἔσται ἄφρων.
|
11
Ἐλάλησεν ἡ πέρδικα καὶ συνεκέντρωσε
γύρω της παιδιά, τὰ ὁποῖα δὲν
ἐγέννησε.Ἔτσι καὶ ἐκεῖνος,
ποὺ θησαυρίζει πλούτη ἀδίκως.
Θὰ τὸν ἐγκαταλείψουν εἰς τὸ
ἥμισυ τῆς ζωῆς του καὶ αὐτὸς
ἐν τέλει θὰ ἀποδειχθῇ ἀσύνετος
καὶ ἄμυαλος. |
11
Ἡ πέρδικα ἐφώναξε <ἐκακάρισε>
καὶ ἐμάζευσε γύρω της νεοσσούς, τοὺς
ὁποίους δὲν ἐγέννησεν. Ὅμοιος μὲ
αὐτὴν εἶναι καὶ ὁ ἄνθρωπος,
ὁ ὁποῖος θησαυρίζει πλούτη μὲ
ἀδικίες. Τὰ ἄδικα πλούτη θὰ
τὸν ἐγκαταλείψουν εἰς τὸ ἥμισυ
τῆς ζωῆς του, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ
ἀποδειχθῇ τελικῶς ἄμυαλος καὶ
ἀσύνετος. |
12
Θρόνος δόξης ὑψωμένος, ἁγίασμα
ἡμῶν, |
12
Ἔνδοξος θρόνος, στημένος ὑψηλὰ
εἶναι ὁ ἅγιος ναός μας.
|
12
Θρόνος ἔνδοξος, ποὺ ἔχει στηθῆ ὑψηλά,
εἶναι ὁ ἅγιος Ναός μας <ἤ,
κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν: Ἔνδοξε θρόνε, ὕψιστε
Κύριε, Ἅγιέ μας>. |
13
ὑπομονὴ Ἰσραήλ, Κύριε, πάντες
οἱ καταλιπόντες σὲ καταισχυνθήτωσαν,
ἀφεστηκότες ἐπὶ τῆς γῆς
γραφήτωσαν, ὅτι ἐγκατέλιπον πηγὴν
ζωῆς, τὸν Κύριον. |
13
Σύ, δέ, Κύριε, εἷσαι ἐλπίδα
καὶ ἡ ὑπομονὴ τοῦ ἰσραηλιτικοῦ
λαοῦ. Ὅλοι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι
σὲ ἐγκατέλειψαν, θὰ καταισχυνθοῦν.
Ὡσὰν γραμμένο εἰς τὸ χῶμα
ὄνομα, ποὺ σβήνεται καὶ χάνεται,
ἔτσι εἶναι οἱ νεκροί, αὐτοὶ
ποὺ ἀπεμακρύνθησαν ἀπὸ σέ,
διότι ἐγκατέλειψαν σέ, τὴν πηγὴν
τῆς ζωῆς, τὸν Κύριον.
|
13
Σύ, Κύριε, εἶσαι ἡ ἐλπίδα καὶ ἡ
ὑπομονὴ τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ·
ὅλοι, ὅσοι σὲ ἐγκατέλειψαν, θὰ
κατεντροπιασθοῦν αὐτοί, οἱ ὁποῖοι
ἀπεμακρύνθησαν ἀπὸ Σέ, θὰ σβήσουν
καὶ θὰ χαθοῦν, ὅπως τὰ ὀνόματα
ποὺ γράφονται εἰς τὸ χῶμα· θὰ
χαθοῦν, διότι ἐγκατέλειψαν τὴν πηγὴν
τῆς ζωῆς, Σὲ τὸν Κύριον.
|
14
Ἴασαί με, Κύριε, καὶ ἰαθήσομαι·
σῶσόν με, καὶ σωθήσομαι· ὅτι
καύχημά μου σὺ εἶ. |
14
Θεράπευσέ με, Κύριε, ἀπὸ τὰς
σωματικὰς καὶ ψυχικὰς ἀσθενείας
καὶ θὰ θεραπευθῶ, σῶσον με καὶ
θὰ σωθῶ, διότι σὺ εἶσαι τὸ
καύχημά μου. |
14
Ἰάτρευσέ με, Κύριε, καὶ θὰ ἰατρευθῶ·
σῶσέ με καὶ θὰ σωθῶ, διότι Σὺ
εἶσαι τὸ καύχημά μου. |
15
Ἰδοὺ αὐτοὶ λέγουσι πρός
με· ποῦ ἐστιν ὁ λόγος Κυρίου;
Ἐλθέτω. |
15
Ἰδού, αὐτοὶ εἰρωνικῶς
μοῦ λέγουν: Ποὺ εἶναι αἱ ὑποσχέσεις
καὶ αἱ ἀπειλαὶ τοῦ Κυρίου;
Ἂς πραγματοποιηθοῦν! |
15
Ἰδού· αὐτοί, οἱ ἐχθροί
μου, λέγουν πρὸς ἐμέ: <Ποὺ εἶναι
ἡ τιμωρία, μὲ τὴν ὁποίαν μᾶς
ἀπειλεῖ ὁ λόγος τοῦ Κυρίου; Ἂς
ἐπαληθευθῇ λοιπὸν ἡ ἀπειλή!>
|
16
Ἐγὼ δὲ οὐκ ἐκοπίασα κατακολουθῶν
ὀπίσω σου καὶ ἡμέραν ἀνθρώπου
οὐκ ἐπεθύμησα, σὺ ἐπίστῃ·
τὰ ἐκπορευόμενα διὰ τῶν χειλέων
μου πρὸ προσώπου σού ἐστι.
|
16
Ἐγὼ δὲν ἐθεώρησα κόπον
καὶ δὲν ἐκουράσθην νὰ ἀκολουθῶ
ὄπισθέν σου, τηρῶν τὰς ἐντολάς
σου, καὶ ἡμέρας τῶν ἀνθρώπων
δὲν ἐπεθύμησα. Σὺ τὰ γνωρίζεις
ὅλα αὐτά. Ὅσα δὲ ἐξέρχονται
ἀπὸ τὰ χείλη μου, εἶναι ἐνώπιόν
σου φανερά. |
16
Ἐγὼ ὅμως δὲν ἐκουράσθηκα
καὶ δὲν ἀπέκαμα, ἔστω καὶ ὀνειδιζόμενος,
νὰ Σὲ ἀκολουθῶ, ἡμέραν δὲ
τιμωρίας τῶν ἀσεβῶν ἀνθρώπων δὲν
ἐπεθύμησα· Σὺ γνωρίζεις πολὺ καλὰ
τοῦτο. Σὺ γνωρίζεις ὅτι λέγω ἀλήθειαν,
διότι ὅσα λόγια βγαίνουν ἀπὸ τὰ χείλη
μου, εἶναι φανερὰ καὶ γνωστὰ εἰς
Σέ· τίποτε δὲν εἶναι κρυφόν.
|
17
Μὴ γενηθῇς μοι εἰς ἀλλοτρίωσιν
φειδόμενός μου ἐν ἡμέρᾳ
πονηρᾷ. |
17
Εἰς ἡμέραν συμφορῶν καὶ θλίψεων
μὴ φανῇς ἀπέναντί μου, Κύριε,
ξένος καὶ ἀδιάφορος, ἀλλὰ
δεῖξε πρὸς ἐμὲ τὸ ἔλεός
σου. |
17
Μὴ φανῇς ἐνώπιόν μου ξένος καὶ ἀντίδικος,
ἀλλὰ λυπήσου με καὶ προστάτευσέ με κατὰ
τὴν ἡμέραν, κατὰ τὴν ὁποίαν
θὰ μὲ εὔρουν πόνοι, ἀσθένειες,
συμφορές. |
18
Καταισχυνθήτωσαν οἱ διώκοντές με,
καὶ μὴ καταισχυνθείην ἐγώ·
πτοηθείησαν αὐτοί, καὶ μὴ πτοηθείην
ἐγω· ἐπάγαγε ἐπ' αὐτοὺς
ἡμέραν πονηράν, δισσὸν σύντριμμα
σύντριψον αὐτούς. |
18
Ἂς κατεντροπιασθοῦν οἱ καταδιώκοντές
με καὶ ἂς μὴ καταισχυνθὼ ἐγώ.
Αὐτοὶ ἂς καταληφθοῦν ἀπὸ
τρόμον καὶ δέος καὶ ὄχι ἐγώ.
Ἐξαπόστειλε ἐναντίον των ἡμέραν
τιμωρίας καὶ θλίψεως, σύντριψέ
τοὺς ἐξ ὁλοκλήρου καὶ κατάστρεψέ
τους. |
18
Ἂς κατεντροπιασθοῦν ὅσοι μὲ καταδιώκουν,
καὶ ἄς μὴ κατεντροπιασθῶ ἐγώ·
ἂς κυριευθοῦν ἀπὸ τρόμον καὶ
φόβον αὐτοί, καὶ ἂς μὴ κατατρομοκρατηθῶ
ἐγώ. Φέρε καὶ ρῖψε ἐπάνω των
τὴν φοβερὰν ἐκείνην ἡμέραν τοῦ
πόνου, τῆς συμφορᾶς καὶ τῆς καταδίκης,
σύντριψέ τους ὁλοκληρωτικά, κατάστρεψέ
τους! |
19
Τάδε λέγει Κύριος· βάδισον καὶ
στῆθι ἐν τοῖς πύλαις υἱῶν
λαοῦ σου, ἐν αἷς εἰσπορεύονται
ἐν αὐταῖς βασιλεῖς Ἰούδα
καὶ ἐν αἷς ἐκπορεύονται ἐν
αὐταῖς, καὶ ἐν πάσαις ταῖς
πύλαις Ἱερουσαλὴμ |
19
Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: Πήγαινε
καὶ στάσου εἰς τὰς πύλας
τῶν ἀνθρώπων τοῦ λαοῦ σου,
διὰ τῶν ὁποίων εἰσέρχονται
οἱ βασιλεῖς τοῦ Ἰούδα καὶ
διὰ τῶν ὁποίων ἐξέρχονται,
καὶ εἰς ὅλας τὰς ἄλλας πύλας
τῆς Ἱερουσαλὴμ
|
19
Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος εἰς ἐμέ,
τὸν Ἱερεμίαν: <Προχώρησε, πήγαινε καὶ
στάσου εἰς τὶς πύλες τῶν ἀνθρώπων
τοῦ λαοῦ σου, ἀπὸ τὶς ὁποῖες
εἰσέρχονται καὶ ἐξέρχονται οἱ βασιλεῖς
τοῦ Ἰούδα, καὶ εἰς ὅλες τὶς
ἄλλες πύλες τῆς Ἱερουσαλήμ·
|
20
καὶ ἐρεῖς αὐτοῖς· ἀκούσατε
τὸν λόγον Κυρίου, βασιλεῖς Ἰούδα,
καὶ πᾶσα Ἰουδαία καὶ πᾶσα
Ἱερουσαλήμ, οἱ εἰσπορευόμενοι
ἐν ταῖς πύλαις τούταις·
|
20
καὶ θὰ πῇς εἰς αὐτούς:
Βασιλεῖς τοῦ Ἰουδαϊκοῦ βασιλείου,
ὅλη ἡ χώρα τῆς
Ἰουδαίας καὶ ὅλοι οἱ κάτοικοι
τῆς Ἱερουσαλήμ, οἱ εἰσερχόμενοι
διὰ τῶν πυλῶν αὐτῶν τῆς
πόλεως, ἀκούσατε τὸν
λόγον τοῦ Κυρίου.
|
20
καὶ θὰ εἰπῇς εἰς αὐτούς:
Ἀκούσατε τὸν λόγον τοῦ Κυρίου, βασιλεῖς
τοῦ Ἰούδα καὶ ὅλη ἡ χώρα τῆς
Ἰουδαίας καὶ ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς
Ἱερουσαλήμ, οἱ ὁποῖοι εἰσέρχεσθε
ἀπὸ τὶς πύλες αὐτές.
|
21
τάδε λέγει Κύριος· φυλάσσεσθε
τὰς ψυχὰς ὑμῶν καὶ μὴ
αἴρετε βαστάγματα ἐν τῇ ἡμέρᾳ
τῶν σαββάτων καὶ μὴ ἐκπορεύεσθε
ταῖς πύλαις Ἱερουσαλὴμ
|
21
Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος· προσέχετε
τὸν ἑαυτόν σας καὶ τὴν ζωήν
σας. Μὴ μεταφέρετε βάρη κατὰ τὴν
ἡμέραν τῶν Σαββάτων, μὴ
ἐξέρχεσθε ἀπὸ τὰς πύλας
τῆς Ἱερουσαλὴμ κατὰ τὴν ἡμέραν
αὐτήν. |
21
Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: Προσέχετε τοὺς
ἑαυτούς σας καὶ φυλάσσεσθε ἀπὸ
τὴν ἁμαρτίαν πρὸς τοῦτο μὴ σηκώνετε
καὶ μὴ μεταφέρετε φορτία κατὰ τὴν
ἡμέραν τῆς ἀργίας τῶν Σαββάτων καὶ
μὴ βγαίνετε ἀπὸ τὶς πύλες τῆς
Ἱερουσαλὴμ δι' ἐργασίαν. |
22
καὶ μὴ ἐκφέρετε βαστάγματα ἐξ
οἰκιῶν ὑμῶν ἐν τῇ ἡμέρᾳ
τῶν σαββάτων καὶ πᾶν ἔργον οὐ
ποιήσετε· ἁγιάσατε τὴν ἡμέραν
τῶν σαββάτων, καθὼς ἐνετειλάμην
τοῖς πατράσιν ὑμῶν, καὶ οὐκ
ἤκουσαν καὶ οὐκ ἔκλιναν τὸ οὖς
αὐτῶν |
22
Μὴ βγάλετε καὶ
μεταφέρετε φορτία ἀπὸ τὰς
οἰκίας σας κατὰ τὴν ἡμέραν
τῶν Σαββάτων καὶ κανένα ἔργον
δὲν πρέπει νὰ κάμνετε κατ' αὐτήν.
Ἀφιερώσατε τὰς ἡμέρας αὐτὰς
τοῦ Σαββάτου εἰς τὸν Θεόν, ὅπως
ἐγὼ ἔδωσα ἐντολὴν εἰς
τοὺς προγόνους σας, οἱ ὁποῖοι
ὅμως δὲν ἤκουσαν καὶ
δὲν ἔκλιναν τὸ αὐτὶ των εἰς
τὰ λόγιά μου.
|
22
Μὴ βγάζετε καὶ μὴ μεταφέρετε φορτία ἀπὸ
τὶς οἰκίες σας κατὰ τὴν ἡμέραν
τῶν Σαββάτων καὶ μὴ ἐργάζεσθε κανένα
ἔργον. Φυλάσσετε καὶ ἁγιάζετε τὴν
ἡμέραν τῶν Σαββάτων, ὅπως διέταξα τοὺς
προπάτορές σας, οἱ ὁποῖοι ὅμως
δὲν ὑπήκουσαν καὶ δὲν ἔκλιναν
πρόθυμα καὶ προσεκτικὰ τὸ αὐτί
των εἰς τὸ νὰ ἀκούσουν τὰ
λόγια μου, |
23
καὶ ἐσκλήρυναν τὸν τράχηλον
αὐτῶν ὑπὲρ τοὺς πατέρας
αὐτῶν τοῦ μὴ ἀκοῦσαί
μου καὶ τοῦ μὴ δέξασθαι παιδείαν.
|
23
Αὐτοὶ ἐσκλήρυναν τὸν τράχηλόν
των περισσότερον ἀπὸ τοὺς πατέρας
των, ὥστε νὰ μὴ ὑπακούσουν εἰς
ἐμὲ καὶ νὰ μὴ δεχθοῦν
τὴν σωτήριον δι' αὐτοὺς παιδαγωγίαν.
|
23
ἀλλὰ συνέχισαν νὰ μένουν σκληροτράχηλοι
καὶ πεισματικὰ ἀνυπάκουοι περισσότερον
ἀπὸ τοὺς προπάτορές των, ὥστε
νὰ μὴ ὑπακούσουν εἰς Ἐμὲ
καὶ νὰ μὴ δεχθοῦν τὴν φιλάνθρωπον
καὶ σωτήριον παιδαγωγίαν μου. |
24
Καὶ ἔσται ἐὰν ἀκοῇ ἀκούσητέ
μου, λέγει Κύριος, τοῦ μὴ εἰσφέρειν
βαστάγματα διὰ τῶν πυλῶν τῆς
πόλεως ταύτης ἐν τῇ ἡμέρᾳ
τῶν σαββάτων καὶ ἁγιάζειν τὴν
ἡμέραν τῶν σαββάτων τοῦ μὴ
ποιεῖν πᾶν ἔργον, |
24
Ἐὰν προσέξετε καὶ
ἀκούσετε τὰ
λόγια μου καὶ τὰ δεχθῆτε,
λέγει ὁ Κύριος, ὥστε νὰ μὴ
μεταφέρετε φορτία διὰ μέσου τῶν
πυλῶν τῆς πόλεως κατὰ τὰς ἡμέρας
τῶν Σαββάτων, ἐὰν ἁγιάζετε
τὴν ἡμέραν του Σαββάτου ὥστε
νὰ μὴ κάνετε ἔργον,
|
24
Θὰ συμβῇ δὲ τοῦτο: Ἐὰν
ἀκούσετε μὲ προσοχὴν εἰς ἐμὲ
καὶ ἀποδεχθῆτε προθύμως τὴν ἐντολήν
μου, λέγει ὁ Κύριος, ὥστε νὰ μὴ εἰσάγετε
καὶ μεταφέρετε φορτία διὰ μέσου τῶν πυλῶν
τῆς πόλεως αὐτῆς, τῆς Ἱερουσαλήμ,
κατὰ τὴν ἡμέραν τῶν Σαββάτων, καὶ
ἐὰν φυλάσσετε καὶ ἁγιάζετε τὴν
ἡμέραν τῶν Σαββάτων μὲ τὸ νὰ
μὴ ἐργάζεσθε κανένα ἔργον,
|
25
καὶ εἰσελεύσονται διὰ τῶν πυλῶν
τῆς πόλεως ταύτης βασιλεῖς καὶ
ἄρχοντες καθήμενοι ἐπὶ θρόνου
Δαυὶδ καὶ ἐπιβεβηκότες ἐφ' ἅρμασι
καὶ ἵπποις αὐτῶν, αὐτοὶ
καὶ οἱ ἄρχοντες αὐτῶν, ἄνδρες
Ἰούδα καὶ οἱ κατοικοῦντες ἐν
Ἱερουσαλήμ, καὶ κατοικισθήσεται ἡ
πόλις αὐτὴ εἰς τὸν αἰῶνα.
|
25
τότε θὰ εἰσέλθουν διὰ τῶν
πυλῶν τῆς πόλεως αὐτῆς βασιλεῖς
καὶ ἄρχοντες, οἱ ὁποῖοι θὰ
καθίσουν ἐπάνω εἰς τὸν θρόνον
Δαδὶδ ἐπιβαίνοντες ἐπάνω εἰς
πολεμικὰ ἅρματα καὶ
εἰς τοὺς ἵππους των· οἱ
βασιλεῖς αὐτοὶ καὶ ὅλοι οἱ
αὐλικοί των, ἄνδρες Ἰουδαῖοι
καὶ ὅσοι κατοικοῦν
τὴν Ἱερουσαλήμ ἡ δὲ πόλις
αὐτὴ θὰ κατοικῆται εἰς τὸν
αἰῶνα.
|
25
τότε θὰ συνεχίσουν νὰ εἰσέρχωνται διὰ
τῶν πυλῶν τῆς πόλεως αὐτῆς βασιλεῖς
καὶ ἄρχοντες, οἱ ὁποῖοι θὰ
κατέχουν τὴν ἰδίαν βασιλικὴν ἐξουσίαν
ποὺ κατεῖχε καὶ ὁ Δαβίδ, ἐπιβαίνοντες
ἐπάνω εἰς τὰ πολεμικά των ἅρματα
καὶ τοὺς ἵππους των· οἱ βασιλεῖς
αὐτοὶ καὶ ὅλοι οἱ ἄρχοντες
τῆς αὐλῆς των, οἱ ἄνδρες τοῦ
Ἰούδα καὶ οἱ κάτοικοι τῆς, Ἱερουσαλήμ.
Ἡ πόλις δὲ αὐτὴ θὰ κατοικῆται
εἰς τὸν αἰῶνα. |
26
Καὶ ἥξουσιν
ἐκ τῶν
πόλεων Ἰούδα καὶ κυκλόθεν
Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐκ γῆς Βενιαμὶν
καὶ ἐκ γῆς πεδινῆς καὶ ἐκ
τοῦ ὄρους καὶ ἐκ τῆς πρὸς
νότον φέροντες ὁλοκαυτώματα καὶ
θυσίας καὶ
θυμιάματα καὶ
μαναὰ καὶ λίβανον,
φέροντες αἴνεσιν εἰς οἶκον Κυρίου.
|
26
Καὶ θὰ ἔρχωνται εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ
ἀπὸ τὰς ἄλλας πόλεις τῆς
περιοχῆς Ἰούδα καὶ ὅσοι
κατοικοῦν γύρω ἀπὸ τὴν
Ἱερουσαλήμ, ἄνθρωποι ἀπὸ τὴν
φυλὴν Βενιαμίν, ἀπὸ τὴν πεδινὴν
περιοχήν, ἀπὸ τὰ
ὄρη, ἀπὸ τὴν χώραν ποὺ
ἐκτείνεται πρὸς νότον, φέροντες
ὁλοκαυτώματα καὶ ἄλλας θυσίας
καὶ θυμιάματα, δῶρα καὶ λιβάνι.
Θὰ τὰ προσκομίζουν
ὡς εὐχαριστίαν καὶ
δοξολογίαν εἰς τὸν ναὸν τοῦ
Κυρίου.
|
26
Καὶ θὰ ἔρχωνται εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ
ἀπὸ τὶς πόλεις τοῦ Ἰούδα καὶ
ἀπὸ τὶς ἄλλες πόλεις, ποὺ εἶναι
γύρω ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ, καὶ
ἀπὸ τὴν περιοχὴν τῆς φυλῆς
Βενιαμὶν καὶ ἀπὸ τὶς πεδινὲς
περιοχὲς τῆς Παλαιστίνης καὶ ἀπὸ
τὶς ὀρεινὲς καὶ ἀπὸ τὶς
νότιες περιοχές <τὴν Νεγκέβ>, φέροντες ὁλοκαυτώματα
καὶ ἄλλες θυσίες καὶ θυμιάματα καὶ
δῶρα καὶ λιβανωτόν· αὐτὰ
ὅλα θὰ τὰ φέρουν καὶ θὰ τὰ
προσφέρουν ὡς θυσίαν εὐχαριστήριον εἰς τὸν
Ναὸν τοῦ Κυρίου. |
27
Καὶ ἔσται ἐὰν μὴ ἀκούσητέ
μου τοῦ ἁγιάζειν τὴν ἡμέραν
τῶν σαββάτων, τοῦ μὴ αἴρειν
βαστάγματα καὶ μὴ εἰσπορεύεσθαι
ταῖς πύλαις Ἱερουσαλὴμ ἐν τῇ
ἡμέρᾳ τῶν σαββάτων, καὶ
ἀνάψω πῦρ ἐν ταῖς πύλαις
αὐτῆς, καὶ καταφάγεται ἄμφοδα
Ἱερουσαλὴμ καὶ οὐ σβεσθήσεται.
|
27
Ἐὰν ὅμως δὲν μὲ ὑπακούσετε,
ὥστε νὰ σέβεσθε
καὶ νὰ ἁγιάζετε
τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου, νὰ
μὴ σηκώνετε βάρη, νὰ μὴ εἰσέρχεσθε
καὶ ἐξέρχεσθε ἀπὸ τὰς
πύλας τῆς Ἱερουσαλὴμ κατὰ τὴν
ἡμέραν τῶν Σαββάτων, ἐγὼ
θὰ ἀνάψω φωτιὰν εἰς τὰς
πύλας τῆς πόλεως αὐτῆς, ἡ
ὁποία θὰ καταφάγῃ τὰς
ὁδοὺς τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ
δὲν θὰ σβήσῃ. |
27
Ἐὰν ὅμως δὲν ὑπακούσετε εἰς
Ἐμέ, ὥστε νὰ φυλάσσετε καὶ νὰ
ἁγιάζετε τὴν ἡμέραν τῆς ἀργίας
τῶν Σαββάτων, νὰ μὴ σηκώνετε φορτία καὶ
νὰ μὴ εἰσέρχεσθε <καὶ ἐξέρχεσθε>
ἀπὸ τὶς πύλες τῆς Ἱερουσαλὴμ
κατὰ τὴν ἡμέραν τῶν Σαββάτων, τότε
θὰ βάλω φωτιὰ εἱς τὶς πύλες της, ἡ
ὁποία καὶ θὰ κατακαύσῃ τοὺς
δρόμους καὶ τὶς συνοικίες τῆς Ἱερουσαλὴμ
καὶ δὲν θὰ σβήσῃ>. |