Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ἱ
ποιμένες οἱ διοσκορπίζοντες καὶ ἀπολλύοντες
τὰ πρόβατα τῆς νομῆς μου.
|
λλοίμονον
εἰς σᾶς τοὺς ποιμένας, οἱ ὁποῖοι
διασκορπίζετε καὶ καταστρέφετε τὰ
πρόβατα τῆς ποίμνης μου!
|
λλοίμονον
εἰς τοὺς ποιμένες, οἱ ὁποῖοι
διασκορπίζουν καὶ καταστρέφουν τὰ πρόβατα τῆς
ποίμνης μου! |
2
Διὰ τοῦτο τάδε λέγει Κύριος
ἐπὶ τοὺς ποιμαίνοντας τὸν λαόν
μου· ὑμεῖς διεσκορπίσατε τὰ πρόβατά
μου καὶ ἐξώσατε αὐτὰ καὶ
οὐκ ἐπεσκέψασθε αὐτά, ἰδοὺ
ἐγὼ ἐκδικῶ ἐφ' ὑμᾶς
κατὰ τὰ πονηρὰ ἐπιτηδεύματα
ὑμῶν· |
2
Διὰ τοῦτο αὐτὰ λέγει ὁ
Κύριος ἐναντίον εἰς σᾶς, ποὺ
ποιμαίνετε τὸν λαόν
μου: Σεῖς διεσκορπίσατε τὰ πρόβατά
μου, τὰ ἐξεδιώξατε, δὲν ἐφροντίσατε
μὲ στοργὴν δι' αὐτά. Διὰ τοῦτο
ἰδοὺ ἐγώ, θὰ ἀποστείλω
ἐναντίον σας δικαίας τιμωρίας, σύμφωνα
μὲ τὰ πονηρά σας ἔργα.
|
2
Διὰ τοῦτο αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος
ἐναντίον ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι
ποιμαίνουν τὸν λαόν μου: <Σεῖς διεσκορπίσατε
τὰ πρόβατά μου καὶ τὰ ἐξεδιώξατε
ἀπὸ τὴν θεοσεβῆ πολιτείαν καὶ
καθόλου δὲν τὰ ἐφροντίσατε.
|
3
καὶ ἐγὼ εἰσδέξομαι τοὺς
καταλοίπους τοῦ λαοῦ μου ἐπὶ
πάσης τῆς γῆς, οὗ ἔξωσα αὐτοὺς
ἐκεῖ, καὶ καταστήσω αὐτοὺς
εἰς τὴν νομὴν αὐτῶν, καὶ
αὐξηθήσονται καὶ πληθυνθήσονται·
|
3
Θὰ δεχθῶ ὅμως κατόπιν τοὺς ἀπομείναντας
ἀπὸ τὸν λαόν μου ἀπὸ ὅλην
τὴν γῆν. Θὰ τοὺς ἐπαναφέρω
ἀπὸ ἐκεῖ, ὅπου τοὺς εἶχα
ἐξορίσει καὶ θὰ ἐγκαταστήσω
αὐτοὺς εἰς τὴν περιοχήν, τὴν
ὁποίαν προηγουμένως ἀσφαλεῖς
ἐνέμοντο. Καὶ θὰ αὐξηθοῦν
καὶ θὰ πληθυνθοῦν.
|
3
Ἐγὼ ὅμως θὰ δεχθῶ κατόπιν ὅσους
θὰ ἔχουν ἀπομείνει ἀπὸ τὸν
λαόν μου, ἀπὸ ὅλες τὶς χῶρες,
εἰς τὶς ὁποῖες τοὺς εἶχα
ἐξορίσει, καὶ θὰ τοὺς ἐγκαταστήσω
εἰς τὸν τόπον, ὅπου ἦσαν ἐγκατεστημένοι
προηγουμένως, δηλαδὴ εἰς τὴν πατρίδα των.
Ἐκεῖ θὰ αὐξηθοῦν καὶ θὰ
πολλαπλασιασθοῦν. |
4
καὶ ἀναστήσω αὐτοῖς ποιμένας,
οἱ ποιμανοῦσιν αὐτούς, καὶ οὐ
φοβηθήσονται ἔτι οὐδὲ πτοηθήσονται,
λέγει Κύριος. |
4
Θὰ ἀναδείξω καὶ θὰ φέρω
εἰς αὐτοὺς ποιμένας, οἱ ὁποῖοι
θὰ τοὺς ποιμάνουν μὲ στοργὴν
καὶ ἔτσι αὐτοὶ οὔτε θὰ
φοβηθοῦν, οὔτε θὰ πτοηθοῦν, λέγει
ὁ Κύριος.
|
4
Καὶ θὰ ἀναδείξω μεταξύ των ποιμένας,
οἱ ὁποῖοι θὰ τοὺς ποιμαίνουν.
Καὶ ὁ λαὸς πλέον, ἐφ ὅσον θὰ
ἔχουν δικαίους καὶ στοργικοὺς ποιμένας,
οὔτε θὰ φοβοῦνται οὔτε θὰ πτοοῦνται,
λέγει ὁ Κύριος. |
5
Ἰδοὺ ἡμέραι ἔρχονται, λέγει
Κύριος, καὶ ἀναστήσω τῷ Δαυὶδ
ἀνατολὴν δικαίαν, καὶ βασιλεύσει
βασιλεὺς καὶ συνήσει καὶ ποιήσει
κρίμα καὶ δικαιοσύνην ἐπὶ τῆς
γῆς. |
5
Ἰδού, ἔρχονται ἡμέραι, λέγει
ὁ Κύριος, κατὰ τὰς ὁποίας
ἐγὼ θὰ φέρω καὶ θὰ ἀναδείξω
εἰς τῇ οἰκογένειαν τοῦ Δαδὶδ
βλαστὸν δίκαιον καὶ αὐτὸς θὰ
βασιλεύσῃ ὡς πραγματικὸς βασιλεύς.
Θὰ γνωρίσῃ καὶ θὰ πραγματοποίησῃ
εὐθυκρισίαν καὶ δικαιοσύνην εἰς
ὅλην τὴν γῆν.
|
5
Ἰδού· ἔρχονται ἡμέρες, λέγει
ὁ Κύριος, κατὰ τὶς ὁποῖες θὰ
ἀναδείξω καὶ θὰ ἐγκαταστήσω εἰς
τὴν οἰκογένειαν τοῦ Δαβὶδ ἄνδρα
<ἀπόγονον>, ὁ ὁποῖος θὰ
εἶναι ἀνατολή <βλαστός> τῆς
δικαιοσύνης· καὶ θὰ βασιλεύσῃ ὡς
πραγματικὸς βασιλιᾶς· θὰ ἐνεργήσῃ
μὲ σύνεσιν καὶ σοφίαν, θὰ δικάζῃ δὲ
καὶ θὰ κυβερνᾷ μὲ εὐθυκρισίαν
καὶ θὰ ἀσκῇ δικαιοσύνην ἐπὶ
τῆς γῆς. |
6
Ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ
σωθήσεται Ἰούδας, καὶ Ἰσραὴλ
κατασκηνώσει πεποιθώς, καὶ τοῦτο τὸ
ὄνομα αὐτοῦ, ὃ καλέσει αὐτὸν
Κύριος Ἰωσεδέκ. |
6
Κατὰ τὰς ἡμέρας τοῦ
βασιλέως αὐτοῦ θὰ σωθοῦν
οἱ Ἰουδαῖοι· καὶ ὁ ἰσραηλιτικὸς
λαὸς θὰ κατασκήνωσῃ ἀσφαλὴς
καὶ ἥσυχος. Τοῦτο δὲ
εἶναι τὸ ὄνομα, τὸ ὀποῖον
ὁ Κύριος θὰ δώσῃ εἰς αὐτόν·
Ἰωσεδέκ, δηλαδὴ <Θεός δικαιοσύνης>.
|
6
Κατὰ τὴν περίοδον τῆς βασιλείας τοῦ
ἀπογόνου αὐτοῦ τοῦ Δαβὶδ θὰ
σωθῇ καὶ θὰ θριαμβεύσῃ ὁ Ἰουδαϊκὸς
λαός, ἀλλὰ καὶ ὁ Ἰσραηλιτικὸς
λαὸς θὰ κατασκηνώσῃ μὲ ἀσφάλειαν
καὶ εἰρήνην. Τοῦτο δὲ θὰ εἶναι
τὸ ὄνομα, τὸ ὁποῖον θὰ
δώσῃ ὁ Κύριος εἰς τὸν βλαστὸν
αὐτὸν τοῦ Δαβίδ· <Ἰωσεδέκ>,
ποὺ σημαίνει: <Ὁ Κύριος εἶναι ἡ
σώζουσα δικαιοσύνη μας>. |
9
Ἐν τοῖς προφήταις συνετρίβη ἡ
καρδία μου, ἐν ἐμοὶ ἐσαλεύθη
πάντα τὰ ὀστᾶ μου, ἐγενήθην
ὡς ἀνὴρ συντετριμμένος καὶ ὡς
ἄνθρωπος συνεχόμενος ἀπὸ οἴνου
ἀπὸ προσώπου Κυρίου καὶ ἀπὸ
προσώπου εὐπρεπείας δόξης αὐτοῦ.
|
9
Ἐξ αἰτίας τῶν ψευδοπροφητῶν
συνετρίβη ἡ καρδία μου, λέγει ὁ
Ἱερεμίας, ἐσαλεύθησαν
καὶ ἔφυγαν
ἀπὸ τὴν θέσιν των ὅλα τὰ
ὀστᾶ μου, ἔγινα
ὡς ἄνθρωπος συντετριμμένος,
ὡς ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος διατελεῖ
ὑπὸ τὴν ἐπήρειαν τοῦ οἴνου
ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, ἐνώπιον
τῆς μεγαλοπρεποῦς δόξης τοῦ προσώπου
του.
|
9
Ἕνεκα τῶν ψευδοπροφητῶν, λέγει ὁ Ἱερεμίας,
ἔχω καταλυπηθῇ, κατέπεσε τὸ ἠθικόν
μου, ἔτριξαν, ἔφυγαν ἀπὸ τὴν
θέσιν τῶν ὅλα τὰ κόκκαλά μου, ἔγινα
ὡς ἄνθρωπος ποὺ ἔχει συντριβῆ
καὶ καταβληθῇ, ὡς ἄνθρωπος ποὺ
εὑρίσκεται κάτω ἀπὸ τὴν μεθυστικὴν
ἐπενέργειαν τοῦ κρασιοῦ ἐνώπιον τοῦ
Κυρίου, ἐμπρὸς εἰς τὴν λαμπρὰν
καὶ ἔνδοξον μεγαλειότητα τοῦ παναγίου προσώπου
του! |
10
Ὅτι ἀπὸ προσώπου τούτων ἐπένθησεν
ἡ γῆ, ἐξηράνθησαν αἱ νομαὶ
τῆς ἐρήμου, καὶ ἐγένετο
ὁ δρόμος αὐτῶν πονηρὸς καὶ
ἡ ἰσχὺς αὐτῶν οὐχ οὕτως.
|
10
Διότι ἐξ αἰτίας τῶν ψευδοπροφητῶν
αὐτῶν ἐπένθησεν ἡ χώρα
μας, ἐξηράνθησαν αἱ βοσκαὶ τῶν
ἀκατοίκητων περιοχῶν. Ὁ δρόμος
αὐτῶν ἔγινε πονηρός, ὁδηγεῖ
πρὸς τὸ κακόν, ἡ δὲ
δύναμίς των δὲν χρησιμοποιεῖται,
ὅπως θέλει ὁ Θεός.
|
10
Διότι ἕνεκα τῶν ψευδοπροφητῶν αὐτῶν
ἡ χώρα μας προσέλαβε πένθιμον ὄψιν, οἱ βοσκότοποι
τῶν ἀκατοικήτων περιοχῶν ἐξηράνθησαν
οἱ προσπάθειες, ὁ ζῆλος, οἱ ἀσχολίες
τῶν ψευδοπροφητῶν αὐτῶν εἶναι
πονηρές, δὲν ἀποβλέπουν εἰς τὸ καλόν,
ἡ δὲ δύναμις καὶ οἱ ἐπιδιώξεις
των δὲν στοχεύουν ἐκεῖ ὅπου πρέπει
καὶ ὅπως θέλει ὁ Θεός.
|
11
Ὅτι ἱερεὺς καὶ προφήτης ἐμολύνθησαν
καὶ ἐν τῷ οἴκῳ μου εἶδον
πονηρίας αὐτῶν. |
11
Οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ προφῆται
ἐμολύνθησαν καὶ εἶδον ἐγὼ
ἐντὸς τοῦ ναοῦ μου τὰς πονηρὰς
αὐτῶν πράξεις.
|
11
Διότι καὶ αὐτοὶ ἀκόμη οἱ
ἱερεῖς καὶ οἱ προφῆται διεφθάρησαν
ἠθικῶς καὶ πνευματικῶς, μέσα δὲ
εἰς τὸν ἅγιον Ναόν μου εἶδα καὶ
ἐπεσήμανα τὰ ἀνόσια καὶ σιχαμερὰ
ἔργα των. |
12
Διὰ τοῦτο γενέσθω ἡ ὁδὸς
αὐτῶν αὐτοῖς εἰς ὀλίσθημα
ἐν γνόφῳ, καὶ ὑποσκελισθήσονται
καὶ πεσοῦνται ἐν αὐτῇ·
διότι ἐπάξω ἐπ' αὐτοὺς
κακὰ ἐν ἐνιαυτῷ ἐπισκέψεως
αὐτῶν, φησὶ Κύριος.
|
12
Διὰ τοῦτο ἂς γίνῃ ὁ δρόμος
των γλύστρημα μέσα εἰς τὸ σκοτάδι.
Θὰ περιπλεχθοῦν καὶ θὰ πέσουν
εἰς τὸν δρόμον των, διότι ἐγὼ
θὰ ἐπιφέρω ἐναντίον των συμφορὰς
κατὰ τὸ ἔτος, κατὰ τὸ ὁποῖον
θὰ τοὺς ἐπισκεφθῶ, διὰ νὰ
τοὺς τιμωρήσω, λέγει ὁ Κύριος.
|
12
Διὰ τοῦτο ἂς γίνῃ ὁ δρόμος δι'
αὐτοὺς γλιστερὸς μέσα εἰς σκοτεινὸν
σύννεφον· θὰ περιπλεχθοῦν καὶ
θὰ πέσουν εἰς τὸν δρόμον αὐτόν. Διότι
θὰ ἐπιφέρω ἐναντίον των δεινὰ καὶ
συμφορὲς κατὰ τὸ ἔτος ποὺ θὰ
τοὺς ἐπισκεφθῶ διὰ νὰ τοὺς
τιμωρήσω, λέγει ὁ Κύριος. |
13
Καὶ ἐν τοῖς προφήταις Σαμαρείας
εἶδον ἀνομήματα· ἐπροφήτευσαν
διὰ τῆς Βάαλ καὶ ἐπλάνησαν
τὸν λαόν μου Ἰσραήλ.
|
13
Καὶ μεταξὺ τῶν προφητῶν τῆς
Σαμαρείας εἶδα παρανομίας. Ἐπροφήτευσαν
αὐτοὶ ἐν ὀνόματι καὶ εἰς
δόξαν τοῦ Βάαλ καὶ παρεπλάνησαν
τὸν ἰσραηλιτικὸν λαόν μου εἰς
ὁδοὺς εἰδωλολατρείας καὶ παρανομίας.
|
13
Καὶ μεταξὺ τῶν προφητῶν τῆς
Σαμαρείας <πρωτευούσης τοῦ βορείου βασιλείου>
εἶδα παρανομίες. Ἐπροφήτευσαν ἐν ὀνόματί
της εἰδωλολατρικῆς θεᾶς Βάαλ καὶ παρεπλάνησαν
τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν μου.
|
14
Καὶ ἐν τοῖς προφήταις Ἱερουσαλὴμ
ἑώρακα φρικτά, μοιχωμένους καὶ
πορευομένους ἐν ψεύδεσι καὶ ἀντιλαμβανομένους
χειρῶν πονηρῶν τοῦ μὴ ἀποστραφῆναι
ἕκαστον ἀπὸ τῆς ὁδοῦ αὐτοῦ
τῆς πονηρᾶς· ἐγενήθησάν
μοι πάντες ὡς Σόδομα καὶ οἱ
κατοικοῦντες αὐτὴν ὥσπερ Γόμορρα.
|
14
Καὶ μεταξὺ τῶν προφητῶν τῆς
Ἱερουσαλὴμ εἶδα φρικτὰς ἁμαρτίας,
εἶδα ἀνθρώπους νὰ ἐκτρέπωνται
εἰς τὴν μοιχείαν, νὰ πορεύωνται
εἰς τὸ ψεῦδος καὶ εἰς τοὺς
ψευδεῖς θεούς, νὰ ἐνισχύουν
καὶ νὰ ὑποστηρίζουν τὰ πονηρὰ
χέρια, ὥστε νὰ μὴ μετανοήσῃ
καὶ ἐπιστρέψῃ ὁ καθένας
ἀπὸ τὸν δρόμον τῶν πονηριῶν
του. Ὅλοι αὐτοὶ ἔγιναν δι' ἐμὲ
ὡσὰν τὰ Σοδομα, ὡσὰν αὐτοὺς
οἱ ὁποῖοι κατοικοῦσαν τὰ Γόμορρα.
|
14
Ἀλλὰ καὶ μεταξὺ τῶν προφητῶν
τῆς Ἱερουσαλὴμ εἶδα χειρότερα·
εἶδα φοβερὰ καὶ φρικτά. Εἶδα ἀνθρώπους
νὰ διαπράττουν μοιχεῖες <σαρκικὲς καὶ
πνευματικές, δηλαδὴ νὰ ἀποστατοῦν
ἀπὸ τὸν Θεόν> καὶ νὰ
βαδίζουν μέσα εἰς τὸ ψεῦδος καὶ εἰς
τὴν λατρείαν τῶν ψευδῶν θεῶν <τῶν
εἰδώλων>· ἀκόμη δὲ νὰ
ὑποστηρίζουν καὶ νὰ ἐνισχύουν τὰ
ἐγκληματικὰ καὶ κακοποιὰ χέρια, ὥστε
νὰ μὴ ἐπιστρέψῃ ὁ καθένας
καὶ ἀπαρνηθῇ τὰ πονηρά του ἔργα.
Ὅλοι αὐτοὶ ἔγιναν εἰς Ἐμὲ
κακοὶ καὶ σιχαμεροὶ ὅπως οἱ
ἔκφυλοι κάτοικοι τῶν Σοδόμων, οἱ δὲ
κάτοικοι τῆς Ἱερουσαλὴμ ὅπως οἱ
ἀσεβεῖς κάτοικοι τῶν Γομόρρων.
|
15
Διὰ τοῦτο τάδε λέγει Κύριος·
ἰδοὺ ἐγὼ ψωμιῷ αὐτοὺς
ὀδύνην καὶ ποτιῶ αὐτοὺς
ὕδωρ πικρόν, ὅτι ἀπὸ τῶν
προφητῶν Ἱερουσαλὴμ ἐξῆλθε μολυσμὸς
πάσῃ τῇ γῇ. |
15
Διὰ τοῦτο αὐτὰ λέγει ὁ
Κύριος: Ἰδού, ἐγὼ θὰ δώσω
εἰς αὐτοὺς ὡς ἄρτον ὀδύνην
καὶ πόνον. Θὰ τοὺς ποτίσω ἀντὶ
ὕδατος μὲ πικρίαν, διότι ὰπὸ
τοὺς προφήτας τῆς Ἱερουσαλὴμ
ἐξεχύθη εἰς ὅλην τὴν χώραν
ὁ μολυσμὸς τῆς ἀσεβείας!
|
15
Διὰ τοῦτο αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος:
<Ἰδού, Ἐγὼ θὰ τοὺς διαθρέψω,
ἀντὶ μὲ ἄρτον, μὲ ὀδύνην
καὶ πόνον, καὶ θὰ τοὺς ποτίσω, ἀντὶ
μὲ νερόν, μὲ βάσανα καὶ πικρίες, διότι ἀπὸ
τοὺς προφῆτες τῆς Ἱερουσαλὴμ
ἀπλώθηκε εἰς ὅλην τὴν χώραν ὁ
μολυσμὸς τῆς ἀποστασίας καὶ τῆς
ἀσεβείας>. |
16
Οὕτως λέγει Κύριος παντοκράτωρ·
μὴ ἀκούετε τοὺς λόγους τῶν
προφητῶν, ὅτι ματαιοῦσιν ἐαυτοῖς
ὅρασιν, ἀπὸ καρδίας αὐτῶν
λαλοῦσι καὶ οὐκ ἀπὸ στόματος
Κυρίου. |
16
Ἔτσι ὁμιλεῖ καὶ λέγει Κύριος
ὁ παντοκράτωρ: Μὴ ἀκούετε τοὺς
λόγους τῶν ψευδοπροφητῶν, διότι παραπλανοῦν
τὸν ἑαυτόν των με ψευδῆ ὀράματα,
ὁμιλοῦν σύμφωνα μὲ τὰς ὑπαγορεύσεις
τῆς πονηρὰς καρδίας των καὶ ὄχι
ἀπὸ τὸ στόμα ἐμοῦ τοῦ
Κυρίου. |
16
Ἔτσι λέγει ὁ παντοκράτωρ Κύριος πρὸς τὸν
λαὸν τῆς Ἱερουσαλήμ: <Μὴ ἀκούετε
καὶ μὴ προσέχετε τὰ λόγια τῶν ψευδοπροφητῶν,
διότι αὐτοὶ προσφέρουν τὶς μάταιες προφητεῖες
καὶ δαιμονικὲς δράσεις ὡς ἀληθινές,
διότι ὁμιλοῦν σύμφωνα μὲ τὶς κλίσεις
καὶ διαθέσεις τῆς ἰδικῆς των ἁμαρτωλῆς
καρδίας καὶ ὄχι σύμφωνα μὲ τὰ λόγια,
ποὺ βγαίνουν ἀπὸ τὸ παναληθὲς
στόμα Ἐμοῦ, τοῦ Κυρίου.
|
17
Λέγουσι τοῖς ἀπωθουμένοις τὸν
λόγον Κυρίου· εἰρήνη ἔσται
ὑμῖν· καὶ πᾶσι τοῖς πορευομένοις
τοῖς θελήμασιν αὐτῶν, παντὶ
τῷ πορευομένῳ πλάνῃ καρδίας
αὐτοῦ εἶπαν· οὐχ ἥξει ἐπὶ
σὲ κακά. |
17
Λέγουν εἰς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι
ἀπωθοῦν καὶ ἀρνοῦνται νὰ
ἀκούσουν τὸν λόγον Κυρίου·
<εἰρήνη θὰ εἶναι εἰς σᾶς>.
Καὶ εἰς ὅλους ἐκείνους, οἱ
ὁποῖοι βαδίζουν σύμφωνα μὲ τὰ
πονηρά των θελήματα, εἰς κάθε ἕνα
ποὺ πορεύεται σύμφωνα μὲ τὴν
πλάνην τῆς καρδίας αὐτοῦ εἶπαν·
<δὲν θὰ συμβοῦν συμφοραί>.
|
17
Οἱ ψευδοπροφῆται αὐτοὶ λέγουν εἰς
ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἀρνοῦνται,
παραμερίζουν καὶ περιφρονοῦν τὸν λόγον τοῦ
Κυρίου: <Εἰρήνη θὰ εἶναι εἰς σᾶς>.
Καὶ εἰς ὅλους ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι
βαδίζουν σταθερὰ σύμφωνα μὲ τὶς πονηρὲς
θελήσεις τῆς καρδίας των, καὶ εἰς καθένα,
ὁ ὁποῖος βαδίζει σύμφωνα μὲ τὰ
πλανεμένα σκιρτήματα καὶ τοὺς πόθους τῆς
καρδίας του, λέγουν: <Δὲν θὰ σὲ κτυπήσουν
συμφορὲς καὶ καταστροφές>.
|
18
Ὁτι τίς ἔστη ἐν ὑποστήματι
Κυρίου καὶ εἶδε τὸν λόγον αὐτοῦ;
Τίς ἠνωτίσατο καὶ ἤκουσεν;
|
18
Διότι ποιὸς ἀπὸ αὐτοὺς
ἐστάθη κοντὰ εἰς τὸ ὑποπόδιον
τοῦ Κυρίου καὶ ἐγνώρισε τὸν
λόγον τοῦ Θεοῦ; Ποιὸς ἀπὸ
αὐτοὺς ἔβαλεν εἰς τὰ αὐτιά
του καὶ ἤκουσε τὴν διδασκαλίαν του;
Κανείς. |
18
Ἀλλὰ ποιὸς ἀπὸ τοὺς ψευδοπροφῆτες
αὐτοὺς ἐπλησίασε καὶ ἐστάθη
μὲ ἅγιον φόβον καὶ εἰλικρίνειαν ἐμπρὸς
εἰς τὸν δικαιοκρίτην Κύριον, ἀναμένων
θείαν ἐνέργειαν, καὶ ἀξιώθηκε νὰ
δεχθῇ φωτισμὸν καὶ νὰ γνωρίσῃ
τὸν λόγον Του; Ποῖος ἀπὸ αὐτοὺς
ἔβαλε αὐτί, ἐπρόσεξε καὶ ἄκουσε
τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ; Κανείς!
|
19
Ἰδοὺ σεισμὸς παρὰ Κυρίου καὶ
ὀργὴ ἐκπορεύεται εἰς συσσεισμόν,
συστρεφομένη ἐπὶ τοὺς ἀσεβεῖς
ἥξει. |
19
Ἰδού, λοιπόν, ὅτι σεισμὸς ἔρχεται
ἐκ μέρους τοῦ Κυρίου, ὀργὴ
ἐκπορεύεται νὰ συγκλονίσῃ τὴν
γῆν. Ἀνεμοστρόβιλος ἐναντίον
τῶν ἀσεβῶν θὰ ἐπέλθῃ.
|
19
Ἕνεκα τούτου, ἰδού! Σεισμὸς ἔρχεται
ἐκ μέρους τοῦ Κυρίου καὶ ὀργὴ
ἐκπορεύεται, ὥστε νὰ προκαλέσῃ ἰσχυρότατον
ἄνεμον, ὁ ὁποῖος θὰ ἐπέλθῃ
κατὰ τῶν ἀσεβῶν ὡς αἰφνίδιος
ἀνεμοστρόβιλος. |
20
Καὶ οὐκ ἔτι ἀποστρέψει ὁ
θυμὸς Κυρίου, ἕως ἂν ποιήσῃ
αὐτὸ καὶ ἕως ἂν στήσῃ
αὐτὸ ἀπὸ ἐγχειρήματος
καρδίας αὐτοῦ· ἐπ' ἐσχάτου
τῶν ἡμερῶν νοήσουσιν αὐτά.
|
20
Καὶ ὁ θυμὸς αὐτὸς τοῦ
Κυρίου δὲν θὰ σταματήσῃ καὶ
δὲν θὰ φύγη, μέχρις ὅτου κάμῃ
τὸ ἔργον του, μέχρις ὅτου ὁλοκληρώσῃ
τὰ σχέδια τῆς καρδίας του. Ἐκεῖνοι
θὰ ἐννοήσουν αὐτὰ κατὰ
τὸ τέλος τῶν ἡμερῶν των.
|
20
Καὶ ὁ θυμὸς τῆς σφοδρᾶς ἀγανακτήσεως
τοῦ Κυρίου δὲν θὰ ὑποχωρήσῃ,
μέχρις ὅτου ἐπιτελέσῃ τὸ τιμωρητικὸν
αὐτὸ ἔργον καὶ μέχρις ὅτου ὁλοκληρώσῃ
ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον ἐσχεδίασεν
εἰς τὸ βάθος τῆς καρδιᾶς Του. Ἐκεῖνοι
δὲ θὰ ἐννοήσουν καθαρὰ ὅλα
αὐτὰ κατὰ τὶς τελευταῖες ἡμέρες
των <ἢ κατὰ τὶς τελευταῖες ἡμέρες,
ποὺ θὰ προηγηθοῦν τῆς ἐλεύσεως
τοῦ Μεσσίου>. |
21
Οὐκ ἀπέστελλον τοὺς προφήτας,
καὶ αὐτοὶ ἔτρεχον· οὐδὲ
ἐλάλησα πρὸς αὐτούς, καὶ
αὐτοὶ ἐπροφήτευον. |
21
Δὲν ἔστειλα ἐγὼ τοὺς ψευδοπροφήτας·
καὶ ὅμως αὐτοὶ ἔτρεχαν πρὸς
ἐκείνους. Δὲν ὡμίλησα ἐγὼ
πρὸς αὐτούς· καὶ ὅμως αὐτοὶ
ἐδίδασκον ἐξ ὀνόματός
μου. |
21
<Ἐνῷ Ἐγὼ δὲν ἀπέστελλα
τοὺς ψευδοπροφῆτες, αὐτοὶ ἀπεναντίας
ἔτρεχαν μὲ αὐθάδειαν νὰ προφητεύσουν·
καὶ ἐνῷ Ἐγὼ δὲν ὠμιλοῦσα
πρὸς αὐτούς, αὐτοὶ ἐπροφήτευαν
διὰ λογαριασμόν μου. |
22
Καὶ εἰ ἔστησαν ἐν τῇ ὑποστάσει
μου καὶ εἰ ἤκουσαν τῶν λόγων
μου καὶ τὸν λαόν μου ἂν ἀπέστρεφον
αὐτοὺς ἀπὸ τῶν πονηρῶν
ἐπιτηδευμάτων αὐτῶν.
|
22
Ἐὰν αὐτοὶ εἶχαν σταθῇ
καὶ ὑποταχθῇ εἰς τὴν ἰδικήν
μου βουλήν, ἐὰν εἶχαν ἀκούσει
τοὺς λόγους μου, θὰ ἀπεμάκρυναν
τὸν λαόν μου ἀπὸ τὰ κακὰ
αὐτοῦ ἔργα.
|
22
Ἐὰν αὐτοὶ ἔμεναν σταθερὰ
μαζί μου καὶ ὑπετάσσοντο εἰς τὴν ἀγαθὴν
βουλήν μου, ἐὰν δὲ ἔμεναν πιστοὶ
εἰς τὸν ἅγιον νόμον μου καὶ ἐδέχοντο
τὴν χάριν μου, τότε θὰ ἐδίδασκαν τὴν
εὐσέβειαν καὶ θὰ ἀπεμάκρυναν τὸν
λαόν μου ἀπὸ τὰ πονηρὰ καὶ ἁμαρτωλὰ
ἔργα του. |
23
Θεὸς ἐγγίζων ἐγώ εἰμι,
λέγει Κύριος, καὶ οὐχὶ Θεὸς
πόρρωθεν. |
23
Ἐγὼ εἶμαι ὁ Θεός, ποὺ
πλησιάζω τοὺς ἀνθρώπους, στέκομαι
κοντά των, λέγει ὁ Κύριος. Δὲν
εἶμαι Θεός, ὁ ὁποῖος εὑρίσκομαι
μακρὰν καὶ παρακολουθῶ μὲ ἀδιαφορίαν.
|
23
Ἑγὼ εἶμαι ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος
εὑρίσκομαι κοντά σας, λέγει ὁ Κύριος, καὶ
ὄχι Θεός, ὁ ὁποῖος στέκομαι καὶ
παρακολουθῶ ἀπὸ μακριὰ καὶ ἀδιάφορα
τὰ ὅσα συμβαίνουν. |
24
Εἰ κρυβήσεταί τις ἐν κρυφαίοις,
καὶ ἐγὼ οὐκ ὄψομαι αὐτόν;
Μὴ οὐχὶ τὸν οὐρανὸν καὶ
τὴν γῆν ἐγὼ πληρῶ; Λέγει
Κύριος. |
24
Εἶναι, λοιπόν, δυνατὸν νὰ κρυφθῇ
κανεὶς εἰς ἀπόκρυφον μέρος καὶ
ἐγὼ νὰ μὴ τὸν ἴδω; Μήπως
ἐγὼ μὲ τὴν ἄπειρον παρουσίαν
μου δὲν πληρῶ τὸν οὐρανὸν καὶ
τὴν γῆν; Λέγει ὁ Κύριος.
|
24
Ἐφ' ὅσον λοιπὸν εἶμαι κοντά
σας καὶ πανταχοῦ παρών, εἶναι δυνατὸν
νὰ κρυφθῇ κανεὶς εἰς ἀπόκρυφον
τόπον καὶ Ἐγὼ νὰ μὴ τὸν
ἴδω μὲ τὸ βλέμμα μου, ποὺ βλέπει τὰ
πάντα: Μήπως Ἐγὼ δὲν εἶμαι Ἐκεῖνος,
ὁ Ὁποῖος γεμίζει μὲ τὴν ἄπειρον
καὶ ἁπανταχοῦ παρουσίαν του τὸν οὐρανὸν
καὶ τὴν γῆν; Λέγει ὁ Κύριος.
|
25
Ἤκουσα ἃ λαλοῦσιν οἱ προφῆται,
ἃ προφητεύουσιν ἐπὶ τῷ ὀνόματί
μου ψευδῆ λέγοντες· ἠνυπνιασάμην
ἐνύπνιον. |
25
Ἤκουσα αὐτά, τὰ ὁποῖα
διδάσκουν οἱ ψευδοπροφῆται, αὐτὰ
τὰ ψεύδη τὰ ὁποῖα προφητεύουν
ἐν τῷ ὀνόματί μου λέγοντες:
Εἶδον ἀποκαλυπτικὸν ὄνειρον!
|
25
Ἄκουσα, γνωρίζω καλὰ ἐκεῖνα, τὰ
ὁποῖα διδάσκουν καὶ λέγουν οἱ ψευδοπροφῆται,
ὅσα ψευδῆ προφητεύουν δῆθεν ἐξ Ὀνόματός
μου, λέγοντες: <Εἶδα ἀποκαλυπτικὸν ὄνειρον>!
|
26
Ἕως πότε ἔσται ἐν καρδίᾳ
τῶν προφητῶν τῶν προφητευόντων ψευδῆ
καὶ ἐν τῷ προφητεύειν αὐτοὺς
τὸ θελήματα τῆς καρδίας αὐτῶν;
|
26
Ἑως πότε θὰ ὑπάρχῃ ἡ
πονηρία εἰς τὴν καρδίαν τῶν
ψευδοπροφητῶν, οἱ ὁποῖοι διδάσκουν
τὸ ψεῦδος καὶ κηρύττουν εἰς
τοὺς ἀνθρώπους, ὄχι τὸ ἰδικόν
μου θέλημα, ἀλλὰ τὰ πονηρὰ θελήματα
τῆς διεστραμμένης καρδίας των;
|
26
Μέχρι πότε θὰ ὑπάρχουν τὰ ψέματα καὶ
οἱ ἀπάτες εἰς τὴν καρδίαν τῶν
ψευδοπροφητῶν καὶ μέχρι πότε αὐτοὶ
θὰ συνεχίζουν νὰ ἐξαγγέλλουν εἰς
τὸν λαὸν ὄχι τὸ ἰδικόν μου ἅγιον
θέλημα, ἀλλὰ τὰ θελήματα τῆς διεφθαρμένης
καρδίας των; |
27
Τῶν λογιζομένων τοῦ ἐπιλαθέσθαι
τοῦ νόμου μου ἐν τοῖς ἐνυπνίοις
αὐτῶν, ἃ διηγοῦντο ἕκαστος τῷ
πλησίον αὐτοῦ, καθάπερ ἐπελάθοντο
οἱ πατέρες αὐτῶν τοῦ ὀνόματός
μου ἐν τῇ Βάαλ; |
27
Αὐτοὶ σκέπτονται καὶ ἐπιθυμοῦν
νὰ κάμουν τοὺς ἀνθρώπους, νὰ
λησμονήσουν τὸν Νόμον μου μὲ τὰ
ψευδῆ ἐνύπνιά των, τὰ ὁποῖα
διηγοῦνται ὁ καθένας εἰς τὸν
πλησίον του. Νὰ τοὺς κάμουν νὰ
λησμονήσουν ἐμέ, ὅπως ἀκριβῶς
καὶ οἱ πατέρες των μὲ ἐλησμόνησαν,
ἀκολουθήσαντες τὴν λατρείαν τοῦ
Βάαλ.
|
27
Ἕως πότε θὰ σκέπτωνται καὶ θὰ σχεδιάζουν,
ὥστε ὁ λαὸς νὰ παραπλανηθῇ καὶ
νὰ λησμονήσῃ τὸν ἅγιον νόμον μου μὲ
τὰ δῆθεν ἀποκαλυπτικά των ὄνειρα,
τὰ ὁποῖα διηγοῦνται ὁ καθένας
εἰς τὸν πλησίον του; Νὰ λησμονήσῃ
δηλαδή, ὅπως ἐλησμόνησαν καὶ οἱ
προπάτορές των τὸ Ὄνομά μου, τὸ ὁποῖον
ἀντικατέστησαν μὲ τὸ ὄνομα τοῦ
εἰδωλολατρικοῦ θεοῦ Βάαλ;
|
28
Ὁ προφήτης, ἐν ᾧ τὸ ἐνύπνιόν
ἐστι, διηγησάσθω τὸ ἐνύπνιον
αὐτοῦ, καὶ ἐν ᾧ ὁ λόγος
μου πρὸς αὐτόν, διηγησάσθω τὸν
λόγον μου ἐπ' ἀληθείας. Τί τὸ
ἄχυρον πρὸς τὸν σῖτον; Οὕτως
οἱ λόγοι μου, λέγει Κύριος.
|
28
Ὁ ψευδοπροφήτης, ὁ ὁποῖος εἶδε
τὸ ὄνειρον, ἂς διηγηθῇ τὸ ἐνύπνιόν
του· καὶ ὁ ἀληθὴς προφήτης,
εἰς τὸν ὁποῖον ὑπάρχει
ὁ ἰδικός μου λόγος, ἂς διηγηθῇ
μὲ πλήρη ἀλήθειαν τὸν λόγον
μου. Καὶ τότε θὰ ἴδουν οἱ ἄνθρωποι,
ποία διαφορὰ ὑπάρχει μεταξὺ
τοῦ ἀχύρου καὶ τοῦ σίτου.
Ἔτσι εἶναι καὶ οἱ λόγοι μου,
λέγει ὁ Κύριος, ἀπέναντι τῶν
λόγων τῶν ψευδοπροφητῶν.
|
28
Ὁ ψευδοπροφήτης, ὁ ὁποῖος εἶδε
δῆθεν ἀποκαλυπτικὸν ὄνειρον, ἂς
διηγηθῇ τὸ ὄνειρόν του· ἀλλὰ
καὶ ὁ ἀληθινὸς καὶ γνήσιος προφήτης,
ὁ ὁποῖος ἄκουσε τὸν ἰδικόν
μου λόγον καὶ ἐδέχθη τὸ μήνυμά μου, ἂς
διηγηθῇ καὶ ἂς κηρύξῃ τὸν λόγον
μου μὲ ἀκρίβειαν καὶ πιστότητα. <Καὶ
τότε οἱ ἄνθρωποι θὰ διαπιστώσουν τὴν
διαφορὰν μεταξὺ τῶν ἰδικῶν των
προφητειῶν καὶ τοῦ ἰδικοῦ μου
λόγου>. Τί διαφορὰ ὑπάρχει μεταξὺ
τοῦ ἀχύρου καὶ τοῦ σιταριοῦ;
Ἔτσι ἀκριβῶς εἶναι τὰ ἀληθινὰ
καὶ ἀξιόπιστα λόγια μου, συγκρινόμενα μὲ
τὰ ἀπατηλὰ λόγια τῶν ψευδοπροφητῶν,
λέγει ὁ Κύριος. |
29
Οὐκ ἰδοὺ οἱ λόγοι μου ὥσπερ
πῦρ φλέγον, λέγει Κύριος, καὶ
ὡς πέλυξ κόπτων πέτραν; |
29
Ἰδού, οἱ λόγοι μου δὲν εἶναι
ὡσὰν τὸ πῦρ, λέγει ὁ Κύριος,
ὡσὰν πέλεκυς, ὁ ὁποῖος
κόπτει καὶ αὐτὸν ἀκόμη
τὸν βράχον;
|
29
Μήπως δὲν εἶναι οἱ λόγοι μου ἐνεργεῖς
καὶ δυνατοί, ὅπως ἡ ἀναμμένη φωτιὰ
ποὺ κατακαίει, λέγει ὁ Κύριος, καὶ ὅπως
τὸ τσεκούρι, ποὺ σπάζει καὶ κόβει καὶ
αὐτὴν ἀκόμη τὴν σκληρὰν
πέτραν; |
30
Ἰδοὺ ἐγὼ διὰ τοῦτο πρὸς
τοὺς προφήτας, λέγει Κύριος ὁ
Θεός, τοὺς κλέπτοντας τοὺς λόγους
μου ἕκαστον παρὰ τοῦ πλησίον αὐτοῦ.
|
30
Διὰ τοῦτο, ἰδοὺ ἐγώ, λέγει
ὁ Κύριος, ἐξεγείρομαι ἐναντίον
τῶν προφητῶν, οἱ ὁποῖοι κλέπτουν
τοὺς λόγους μου ὁ καθένας ἀπὸ
τὸν ἄλλον.
|
30
Διὰ τοῦτο, ἰδού! Ἐγὼ ἔρχομαι
ἐναντίον τῶν προφητῶν, λέγει Κύριος ὁ
Θεός, οἱ ὁποῖοι κλέπτουν τοὺς λόγους
μου ὁ καθένας ἀπὸ τὸν πλησίον
του. |
31
Ἰδοὺ ἐγὼ πρὸς τοὺς προφήτας
τοὺς ἐκβάλλοντας προφητείας γλώσσης
καὶ νυστάζοντας νυσταγμὸν ἑαυτῶν.
|
31
Ἰδοὺ ἐγὼ ἐπέρχομαι ἐναντίον
τῶν ψευδοπροφητῶν, οἱ ὁποῖοι
ἐκβάλλουν διὰ τῆς γλώσσης των
ψευδεῖς διδασκαλίας καὶ κοιμῶνται
τὸν ὕπνον των, διὰ νὰ ἴδουν
ἐνύπνια σύμφωνα μὲ τὰς ἐπιθυμίας
τῆς πονηρὰς αὐτῶν καρδίας.
|
31
Ἰδού! Ἐγὼ ἔρχομαι ἐναντίον
τῶν προφητῶν, οἱ ὁποῖοι φλυαροῦν
καὶ διατυπώνουν μὲ τὴν γλῶσσαν των
ψευδεῖς προφητεῖες καὶ διδασκαλίες καὶ
οἱ ὁποῖοι κοιμῶνται, προκειμένου νὰ
ἰδοῦν καὶ νὰ διηγηθοῦν κατόπιν
ὄνειρα, σύμφωνα μὲ τὶς ἐπιθυμίες τῆς
ἄνομης καρδίας των. |
32
Ἰδοὺ ἐγὼ πρὸς τοὺς προφήτας
τοὺς προφητεύοντας ἐνύπνια ψευδῆ
καὶ διηγοῦντο αὐτὰ καὶ ἐπλάνησαν
τὸν λαόν μου ἐν τοῖς ψεύδεσιν
αὐτῶν καὶ ἐν τοῖς πλάνοις
αὐτῶν καὶ ἐγὼ οὐκ ἀπέστειλα
αὐτοὺς καὶ οὐκ ἐνετειλάμην
αὐτοῖς καὶ ὠφέλειον οὐκ
ὠφελήσουσι τὸν λαὸν τοῦτον.
|
32
Ἰδοὺ ἐγώ, ἐναντίον τῶν
ψευδοπροφητῶν, οἱ ὁποῖοι διδάσκουν
ψευδῆ ἐνύπνια καὶ διηγοῦνται
αὐτά, διὰ τῶν ὁποίων παραπλανοῦν
τὸν λαόν μου εἰς τὰς ψευδολογίας
των καὶ εἰς τὰς πλάνας των, ἐνῷ
ἐγὼ δὲν τοὺς ἔχω ἀποστείλει
ὡς προφήτας καὶ δὲν ἔδωσα εἰς
αὐτοὺς καμμίαν ἐντολήν. Αὐτοὶ
καμμίαν ὠφέλειαν δὲν πρόκειται
νὰ προσφέρουν εἰς τοῦτον τὸν
λαόν. |
32
Ἰδού! Ἐγὼ ἔρχομαι ἐναντίον
τῶν ψευδοπροφητῶν, οἱ ὁποῖοι
προφητεύουν μὲ βάσιν ὄνειρα ψευδῆ, ποὺ
διηγοῦνται, καὶ οἱ ὁποῖοι παρεπλάνησαν
τὸν λαόν μου μὲ τὰ ψεύδη των, τὶς
καυχησιολογίες καὶ τὶς πλάνες των· ἀσφαλῶς
Ἐγὼ οὐδέποτε τοὺς ἀπέστειλα,
οὔτε καὶ καμμίαν ἐντολὴν τοὺς
ἔδωσα ἢ ἀποστολὴν τοὺς ἀνέθεσα.
Οἱ ψευδοπροφῆται αὐτοὶ οὐδεμίαν
ὠφέλειαν θὰ προσφέρουν εἰς τὸν λαὸν
τοῦτον. |
33
Καὶ ἐὰν ἐρωτήσωσι σε ὁ
λαὸς οὖτος ἢ ἱερεὺς ἢ
προφήτης λέγων· τί τὸ λῆμμα
Κυρίου; Καὶ ἐρεῖς αὐτοῖς·
ὑμεῖς ἐστε το λῆμμα καὶ ράξω
ὑμᾶς, λέγει Κύριος.
|
33
Ἐὰν σὲ ἐρωτήσῃ ὁ
λαὸς αὐτὸς ἢ κανένας ἱερεύς,
ἢ κανένας ψευδοπροφήτης λέγων εἰρωνικῶς:
Ποία εἶναι σήμερα ἡ ἀπειλητικὴ
ἀπόφασις καὶ προφητεία τοῦ Κυρίου;
Θὰ ἀπαντήσῃς· σεῖς εἶσθε
τὸ ἀντικείμενον τῆς ἀπειλητικῆς
ἐκ μέρους τοῦ Κυρίου προφητείας·
θὰ σᾶς συντρίψω, λέγει ὁ Κύριος.
|
33
Καὶ ἐὰν ὁ λαὸς αὐτὸς
ἢ κάποιος ἱερεὺς ἢ κάποιος ψευδοπροφήτης
σὲ ἐρωτήσουν εἰραινικῶς λέγοντες·
<Ποῖος εἶναι ὁ θεόπνευστος, προφητικὸς
καὶ τιμωρητικὸς λόγος, ὁ ὁποῖος
παρελήφθη ἀπὸ τὸν Κύριον;> Ἐσὺ
θὰ τοὺς ἀπαντήσῃς: <Σεῖς
εἶσθε τὸ ἀντικείμενον τοῦ θεοπνεύστου,
προφητικοῦ καὶ τιμωρητικοῦ λόγου τοῦ
Κυρίου καὶ θὰ σᾶς συντρίψω χτυπῶντας
σας κατὰ γῆς>, λέγει ὁ Κύριος!
|
34
Ὁ προφήτης καὶ οἱ ἱερεῖς
καὶ ὁ λαὸς, οἳ ἃν εἴπωσι·
λῆμμα Κυρίου, καὶ ἐκδικήσω τὸν
ἄνθρωπον ἐκεῖνον καὶ τὸν οἶκον
αὺτοῦ. |
34
Τὸν ψευδοπροφήτην ἐκεῖνον καὶ
τοὺς ἱερεῖς καὶ τὸν λαόν,
οἱ ὁποῖοι εἰρωνικῶς θὰ
ὁμιλήσουν διὰ τὴν ἀπειλητικὴν
προφητείαν τοῦ Κυρίου, ἐγὼ θὰ
τιμωρήσω τὸν ἄνθρωπον ἐκεῖνον
καὶ τὴν οἰκογένειάν του.
|
34
Ὅσον δὲ ἀφορᾷ εἰς τὸν
προφήτην ἐκεῖνον, τοὺς ἱερεῖς
καὶ τὸν λαόν, οἱ ὁποῖοι θὰ
ἐκφρασθοῦν εἰρωνικῶς διὰ τὸν
θεόπνευστον, προφητικὸν καὶ ἀπειλητικὸν
λόγον τοῦ Κυρίου, αὐτοὺς θὰ τοὺς
τιμωρήσω· καὶ δὲν θὰ τιμωρήσω μόνον
τὸν ἄνθρωπον ἐκεῖνον, ἀλλὰ
καὶ τὴν οἰκογένειάν του.
|
35
Ὅτι οὕτως ἐρεῖτε ἕκαστος πρὸς
τὸν πλησίον αὐτοῦ καὶ ἕκαστος
πρὸς τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ·
τί ἀπεκρίθη Κύριος, καὶ τί
ἐλάλησε Κύριος; |
35
Σεῖς, ποὺ πιστεύετε εἰς ἐμέ,
ἔτσι θὰ λέγετε ὁ ἐνας πρὸς
τὸν πλησίον του, ὁ ἀδελφὸς πρὸς
τὸν ἀδελφόν του: Τί ἀπήντησεν
ὁ Κύριος; Τί ἐλάλησε σήμερον;
|
35
Σεῖς, οἱ ὁποῖοι πιστεύετε εἰς
Ἐμέ, αὐτὸ εἶναι ἐκεῖνο,
τὸ ὁποῖον πρέπει νὰ λέγετε ὁ
ἕνας πρὸς τὸν ἄλλον καὶ καθένας
πρὸς τὸν ἀδελφόν του: <Τί ἀπάντησιν
ἔδωκεν ὁ Κύριος;> Καί, <τί εἶπεν
ὁ Κύριος;> |
36
Καὶ λῆμμα Κυρίου μὴ ὀνομάζετε
ἔτι, ὅτι τὸ λῆμμα τῳ ἀνθρώπῳ
ἔσται ὁ λόγος αὐτοῦ·
|
36
Ποτὲ δὲ μὴ ὁμιλῆτε ἀνευλαβῶς
διὰ τὰς προφητείας καὶ τοὺς
λόγους τοῦ Κυρίου, διότι ἀνευλαβὴς
λόγος ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου,
θὰ ἐπιφέρῃ δι' αὐτὸν τιμωρίαν
ἀπὸ τὸν Θεόν. Ἔτσι θὰ
ἐρωτήσῃς τὸν Προφήτην·
|
36
Σταματῆστε δὲ νὰ χρησιμοποιῆτε πλέον
εἰρωνικῶς τὴν φράσιν <θεόπνευστος, προφητικὸς
καὶ ἀπειλητικὸς λόγος τοῦ Κυρίου>,
διότι διὰ κάθε ἀνευλαβῆ καὶ εἰρωνικὸν
λόγον, ποὺ λέγει κάθε ἄνθρωπος, εἶναι ὑπεύθυνος
ὁ ἴδιος· ὁ Θεὸς θὰ τὸν
τιμωρήσῃ. |
37
καὶ διατί ἐλάλησε Κύριος ὁ
Θεὸς ἡμῶν; |
37
Καὶ περὶ τίνος ὡμίλησε Κύριος
ὁ Θεός μας;
|
37
Σεῖς λοιπὸν μὲ προσοχὴν καὶ
φόβον καὶ ὄχι μὲ εἰρωνικὴν διάθεσιν,
ἔτσι θὰ ἐρωτᾶτε τὸν Προφήτην:
<Ποίαν ἀπάντησιν ἔδωκεν ὁ Κύριος; Τί
εἶπεν ὁ Κύριος καὶ Θεός μας;>
|
38
Διὰ τοῦτο τάδε λέγει Κύριος
ὁ Θεὸς ἡμῶν· ἀνθ' ὧν
εἴπατε τὸν λόγον τοῦτον· λῆμμα
Κυρίου, καὶ ἀπέστειλα πρὸς ὑμᾶς
λέγων· οὐκ ἐρεῖτε· λῆμμα
Κυρίου, |
38
Διὰ τοῦτο αὐτὰ λέγει Κύριος
ὁ Θεός σας· Ἐπειδὴ εἰρωνικῶς
εἴπατε τὸν λόγον αὐτόν, λῆμμα
Κυρίου, προφητεία καὶ ἀπόφασις
τοῦ Κυρίου, ἐγὼ δὲ ἔστειλα
πρὸς σᾶς προφήτην λέγων· δὲν
θὰ πῆτε εἰρωνικῶς λῆμμα Κυρίου,
φορτίου δηλαδὴ καὶ βάρος Κυρίου.
|
38
Διὰ τοῦτο αὐτὰ λέγει Κύριος ὁ
Θεὸς ἠμῶν: <Ἐπειδὴ εἴπατε
εἰρωνικῶς τὴν φράσιν αὐτήν, <θεόπνευστος,
προφητικὸς καὶ ἀπειλητικὸς λόγος τοῦ
Κνρίου>, ἐνῷ Ἐγὼ σᾶς συνέστησα
καὶ σᾶς προειδοποίησα νὰ μὴ λέγετε
ἀσεβῶς καὶ εἰρωνικῶς, <θεόπνευστος,
προφητικὸς καὶ ἀπειλητικὸς λόγος τοῦ
Κυρίου>, |
39
διὰ τοῦτο ἰδοὺ ἐγὼ λαμβάνω
καὶ ράσσω ὑμᾶς καὶ τὴν
πόλιν, ἣν ἔδωκα ὑμῖν καὶ
τοῖς πατράσιν ὑμῶν,
|
39
Διὰ τοῦτο ἐγὼ θὰ σᾶς πάρω
καὶ θὰ σᾶς συντρίψω, σᾶς καὶ
τὴν πόλιν, τὴν ὁποίαν ἔδωσα
εἰς σᾶς καὶ τοὺς προγόνους σας.
|
39
διὰ τοῦτο, Ἰδού! Ἐγὼ θὰ
σᾶς παραλάβω καὶ θὰ σᾶς συντρίψω κτυπῶντας
σας κατὰ γῆς, ὅπως ἐπίσης καὶ
τὴν πόλιν, τὴν ὁποίαν ἔδωκα εἰς
σᾶς καὶ εἰς τοὺς πατέρας σας·
|
39
διὰ τοῦτο ἰδοὺ ἐγὼ λαμβάνω
καὶ ράσσω ὑμᾶς καὶ τὴν
πόλιν, ἣν ἔδωκα ὑμῖν καὶ
τοῖς πατράσιν ὑμῶν,
|
40
Θὰ ἐπιφέρω ἐναντίον σας αἰώνιον
ὀνειδισμὸν καὶ καταισχύνην αἰωνίαν,
ἡ ὁποία ποτὲ δὲν θὰ λησμονηθῇ.
|
40
καὶ θὰ σᾶς προσάψω αἰώνιον ὀνειδισμὸν
καὶ μομφήν, ὅπως ἐπίσης καὶ αἰωνίαν
ἐντροπὴν καὶ καταισχύνην, Ἡ ὁποία
θὰ μείνῃ ἀλησμόνητος>.
|
39
διὰ τοῦτο ἰδοὺ ἐγὼ λαμβάνω
καὶ ράσσω ὑμᾶς καὶ τὴν
πόλιν, ἣν ἔδωκα ὑμῖν καὶ
τοῖς πατράσιν ὑμῶν,
|
-7
Διὰ τοῦτο ἰδού, ἔρχονται ἡμέραι,
λέγει ὁ Κύριος, καὶ δὲν θὰ
ποῦν πλέον οἱ Ἰσραηλῖται <ζῇ
Κύριος>, ὁ ὁποῖος ἔβγαλε
ἐλεύθερον τὸν ἰσραηλιτικὸν λαὸν
ἀπὸ τὴν γῆν τῆς Αἰγύπτου,
|
7
Διὰ τοῦτο, ἰδού! ἔρχονται ἡμέρες,
λέγει ὁ Κύριος, κατὰ τὶς ὁποῖες
δὲν θὰ λέγουν πλέον· <Ὁ Θεὸς τῶν
δυνάμεων, ὁ Θεὸς εἶναι ζωντανὸς καὶ
ἀκούει, ὁ Ὁποῖος ἐλευθέρωσε
τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν ἀπὸ
τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου>,
|
8
ἀλλά· ζῇ Κύριος, ὁ συνήγαγε
πᾶν τὸ σπέρμα Ἰσραὴλ ἀπὸ
γῆς βορρᾶ καὶ ἀπὸ πασῶν
τῶν χωρῶν, οὗ ἔξωσεν αὐτοὺς
ἐκεῖ, καὶ ἀποκατέστησεν αὐτοὺς
εἰς τὴν γῆν αὐτῶν. |
8
ἀλλὰ <ζῇ Κύριος>, ὁ ὁποῖος
συνεκέντρωσεν ὅλους τοὺς ἀπογόνους
τοῦ Ἰσραὴλ ἀπὸ τὴν χώραν
τοῦ βορρᾶ καὶ ἀπὸ ὅλας
τὰς ἄλλας χώρας, ὅπου τοὺς εἶχεν
ἐξορίσει ἐκεῖ, τοὺς ἐπανέφερε
καὶ τοὺς ἀποκατέστησεν εἰς τὴν
χώραν των. |
8
ἀλλὰ θὰ λέγουν: <Ὁ Θεὸς τῶν
δυνάμεων, ὁ Θεὸς εἶναι ζωντανὸς καὶ
ἀκούει. Αὐτὸς συνεκέντρωσεν ὅλους
τοὺς ἀπογόνους τοῦ πατριάρχου Ἰακώβ
<ὅλους τοὺς Ἰσραηλῖτες> ἀπὸ
τὴν χώραν τοῦ Βορρᾶ καὶ ἀπὸ
ὅλες τὶς ἄλλες χῶρες, εἰς τὶς
ὁποῖες τοὺς εἶχεν ἐξορίσει,
καὶ τοὺς ἀποκατέστησεν εἰς τὴν
ἰδικήν των χώραν>. |