Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
δειξέ
μοι Κύριος δύο καλάθους σύκων κειμένους
κατὰ πρόσωπον ναοῦ Κυρίου μετὰ
τὸ ἀποικίσαι Ναβουχοδονόσορ βασιλέα
Βαβυλῶνος τὸν Ἰεχονίαν υἱὸν
Ἰωακεὶμ βασιλέα Ἰούδα καὶ
τοὺς ἄρχοντας καὶ τοὺς τεχνίτας
καὶ τοὺς δεσμώτας καὶ τοὺς πλουσίους
ἐξ Ἱερουσαλὴμ καὶ ἤγαγεν αὐτοὺς
εἰς Βαβυλῶνα· |
ετὰ
τὴν ὑπὸ τοῦ Ναβουχοδονόσορος,
βασιλέως τῆς Βαβυλῶνος, ἀπαγωγὴν
τοῦ Ἰεχονίου υἱοῦ τοῦ
Ἰωακείμ, βασιλέως τοῦ Ἰούδα,
τῶν ἄλλων ἀρχόντων, τῶν τεχνιτῶν
καὶ κλειθροποιῶν καὶ τῶν πλουσίων,
ὁ Κύριος ἔδειξεν εἰς ἐμὲ
δύο καλάθια γεμᾶτα σῦκα, ποὺ
εὑρίσκοντο ἐνώπιον τοῦ ναοῦ
τοῦ Κυρίου.
|
Κύριός
μου ἔδειξε μὲ ὅραμα ἐσωτερικὸν
δύο καλάθια μὲ σῦκα, τὰ ὁποῖα
εὑρίσκοντο ἐμπρὸς εἰς τὸν Ναὸν
τοῦ Κυρίου. Αὐτὸ συνέβη μετὰ τὴν
ἀπαγωγὴν ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ
εἰς τὴν αἰχμαλωσίαν τῆς Βαβυλῶνος,
ἐκ μέρους τοῦ βασιλιᾶ τῆς Βαβυλῶνος
Ναβουχοδονόσορος, τοῦ Ἰεχονία, υἱοῦ
τοῦ Ἰωακείμ, βασιλιᾶ τὸν Ἰούδα,
καὶ τῶν ἄλλων ἀρχόντων τῆς Ἰουδαίας
καὶ τῶν τεχνιτῶν καὶ τῶν κλειθροποιῶν
καὶ τῶν πλουσίων. |
2
ὁ κάλαθος ὁ εἷς σύκων χρηστῶν
σφόδρα, ὡς τὰ σῦκα τὰ πρώϊμα,
καὶ ὁ κάλαθος ὁ ἕτερος σύκων
πονηρῶν σφόδρα, ἃ οὐ βρωθήσεται
ἀπὸ πονηρίας αὐτῶν.
|
2
Τὸ ἕνα καλάθι ἦτο γεμᾶτο σῦκα
καλά, πολὺ καλά, ὅπως τὰ πρώϊμα
σῦκα, τὸ δὲ ἄλλο
καλάθι ἦτο γεμᾶτο ἀπὸ
χαλασμένα, πολὺ χαλασμένα σύκα, τὰ
ὁποῖα δὲν ἦτο δυνατὸν ἐξ
αἰτίας τῆς σήψεώς των νὰ
φαγωθοῦν. |
2
Τὸ ἕνα καλάθι ἦταν γεμᾶτο μὲ
θαυμάσια σῦκα, ὅπως τὰ πρώϊμα σῦκα·
τὸ δὲ ἄλλο καλάθι ἦταν γεμᾶτο
μὲ χαλασμένα σῦκα, τόσον πολὺ χαλασμένα,
ὥστε ἦταν ἀδύνατον νὰ φαγωθοῦν,
ἕνεκα τοῦ ὅτι ἦσαν σάπια.
|
3
Καὶ εἶπε Κύριος πρός με· τί
σὺ ὁρᾷς, Ἱερεμία; Καὶ
εἶπα· σῦκα· τὰ χρηστὰ χρηστὰ
λίαν, καὶ τὰ πονηρὰ πονηρά λίαν,
ἃ οὐ βρωθήσεται ἀπὸ πονηρίας
αὐτῶν. |
3
Εἶπεν ὁ Κύριος πρὸς ἐμέ:
Τί βλέπεις σύ, Ἱερεμία; Καὶ
εἶπα: Βλέπω σῦκα. Τὰ μὲν καλὰ
εἶναι πολὺ καλὰ καὶ τὰ χαλασμένα
εἶναι πολὺ χαλασμένα, τὰ ὁποῖα
ἐξ αἰτίας τῆς σήψεώς των
δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ φαγωθοῦν.
|
3
Τότε ὁ Κύριος μοῦ εἶπε: <Τί βλέπεις,
Ἱερεμία;> Καὶ ἐγὼ ἀπάντησα:
<Σῦκα. Καὶ τὰ μὲν καλὰ εἶναι
θαυμάσια, τὰ δὲ χαλασμένα εἶναι τόσον πολὺ
χαλασμένα, ὥστε εἶναι ἀδύνατον νὰ
φαγωθοῦν, λόγῳ τοῦ ὅτι εἶναι
σάπια>. |
4
Καὶ ἐγένετο λόγος Κυρίου πρός
με λέγων· |
4
Ἀπηυθύνθη τότε ὁ Κύριος πρὸς
ἐμέ, καὶ μοῦ εἶπεν·
|
4
Τότε ὁ Κύριος ὡμίλησε πρὸς ἐμὲ
καὶ μοῦ εἶπεν: |
5
τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραήλ·
ὡς τὰ σῦκα τὰ χρηστὰ ταῦτα,
οὕτως ἐπιγνώσομαι τοὺς ἀποικισθέντας
Ἰούδα, οὓς ἐξαπέσταλκα ἐκ
τοῦ τόπου τούτου εἰς γῆν Χαλδαίων
εἰς ἀγαθά. |
5
Αὐτὰ λέγει Κύριος
ὁ Θεὸς τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ·
ὅπως εἶναι τὰ ἐξαίρετα αὐτὰ
σῦκα, ἔτσι ἐγὼ θὰ ἐνδιαφερθῶ
διὰ τοὺς Ἰουδαίους, οἱ ὁποῖοι
ἐξεπατρίσθησαν καὶ τοὺς ὁποίους
ἐγὼ ἀπεμάκρυνα
ἀπὸ τὸν τόπον τοῦτον
εἰς τὴν χώραν τῶν Χαλδαίων
διὰ τὸ καλόν των.
|
5
<Αὐτὰ λέγει Κύριος ὁ Θεὸς τοῦ
Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ: <Ὅπως παρακολουθεῖ
κανεὶς τὰ θαυμάσια καὶ ἐξαίρετα αὐτὰ
σῦκα, ἔτσι καὶ Ἐγὼ θὰ
παρακολουθῶ καὶ θὰ γνωρίσω πλήρως καὶ
τελείως ὅσα ἔχουν σχέσιν μὲ τὴν προκοπὴν
καὶ εὐτυχίαν τῶν Ἰουδαίων, ποὺ
ἀπεμακρύνθησαν ἀπὸ τὴν πατρίδα των,
τοὺς ὁποίους Ἐγὼ ἔστειλα ἔξω
καὶ μακριὰ ἀπὸ τὸν τόπον αὐτὸν
εἰς τὴν χώραν τῶν Χαλδαίων διὰ τὸ
καλόν των. |
6
Καὶ στηριῶ τοὺς ὀφθαλμούς μου
ἐπ' αὐτοὺς εἰς ἀγαθὰ καὶ
ἀποκαταστήσω αὐτοὺς εἰς τὴν
γῆν ταύτην εἰς ἀγαθὰ καὶ
ἀνοικοδομήσω αὐτοὺς καὶ οὐ
μὴ καθελῶ καὶ καταφυτεύσω αὐτοὺς
καὶ οὐ μὴ ἐκτίλω.
|
6
Θὰ στηρίξω μὲ εὐμένειαν εἰς
αὐτοὺς τοὺς ὀφθαλμούς μου διὰ
τὸ καλόν των καὶ θὰ τοὺς ἀποκαταστήσω
πάλιν εἰς τὴν χώραν αὐτὴν
τὴν καλὴν καὶ θὰ ἀνοικοδομήσω
δι' αὐτοὺς καὶ δὲν θὰ κατακρημνίσω
πλέον τὰς πόλεις
των, ἀλλὰ θὰ τοὺς καταφυτεύσω
ὁριστικῶς καὶ μονίμως
εἰς αὐτάς, καὶ
δὲν θὰ τοὺς ξερριζώσω
πλέον.
|
6
Θὰ στηρίξω μὲ εὐμένειαν τὰ μάτια μου
ἐπάνω των διὰ τὸ καλόν των καὶ
θὰ τοὺς ἀποκαταστήσω πάλιν εἰς τὴν
χώραν αὐτὴν τὴν εὐλογημένην·
καὶ πρὸς χάριν των θὰ ἀνοικοδομήσω
τὶς πόλεις των καὶ δὲν θὰ τὶς
κρημνίσω πλέον· θὰ τοὺς καταφυτεύσω καὶ
δὲν θὰ τοὺς ξερριζώσω πλέον.
|
7
Καὶ δώσω αὐτοῖς καρδίαν τοῦ
εἰδέναι αὐτοὺς ἐμέ, ὅτι
ἐγώ εἰμι Κύριος, καὶ ἔσονταί
μοι εἰς λαόν, καὶ ἐγὼ ἔσομαι
αὐτοῖς εἰς Θεόν, ὅτι ἐπιστραφήσονται
ἐπ' ἐμὲ ἐξ ὅλης τῆς καρδίας
αὐτῶν. |
7
Θὰ δώσω εἰς αὐτοὺς ἀγαθὴν
καρδίαν, διὰ νὰ γνωρίζουν αὐτοὶ
ἐμέ, ὅτι δηλαδὴ ἐγὼ εἶμαι
ὁ Κύριος καὶ Θεός των. Αὐτοὶ
θὰ εἶναι εἰς ἐμὲ λαός,
ἐγὼ θὰ εἶμαι εἰς αὐτοὺς
ὁ Θεός, διότι θὰ ἐπιστρέψουν
πρὸς ἐμὲ ἐν μετανοίᾳ ἐξ
ὅλης αὐτῶν τῆς καρδίας.
|
7
Ἀκόμη θὰ δώσω εἰς αὐτοὺς καρδίαν
εὐλαβικὴν οὕτως, ὥστε αὐτοὶ
νὰ γνωρίζουν καὶ νὰ παραδέχωνται Ἐμέ,
ὅτι Ἐγὼ εἶμαι ὁ Κύριος· καὶ
αὐτοὶ θὰ εἶναι εἰς Ἐμὲ
λαὸς ἔκλεκτος, Ἐγὼ δὲ θὰ
εἶμαι εἰς αὐτοὺς ὁ Θεός, διότι
θὰ ἐπιστρέψουν πρὸς Ἐμὲ μὲ
συντριβὴν καὶ μετάνοιαν ἀπὸ ὅλην
τὴν καρδίαν των. |
8
Καὶ ὡς τὰ σῦκα τὰ πονηρά,
ἃ οὐ βρωθήσονται ἀπὸ πονηρίας
αὐτῶν, τάδε λέγει Κύριος, οὕτως
παραδώσω τὸν Σεδεκίαν βασιλέα Ἰούδα
καὶ τοὺς μεγιστᾶνας αὐτοῦ καὶ
τὸ κατάλοιπον Ἱερουσαλὴμ τοὺς
ὑπολελειμμένους ἐν τῇ γῇ ταύτῃ
καὶ τοὺς κατοικοῦντας ἐν Αἰγύπτῳ,
|
8
Ὅπως ὅμως εἶναι τὰ σῦκα τὰ
χαλασμένα, τὰ ὁποῖα
ἐξ αἰτίας τῆς
φθορᾶς των δὲν εἶναι
δυνατὸν νὰ φαγωθοῦν, αὐτὰ
λέγει ὁ Κύριος,
ἔτσι θὰ παραδώσω εἰς αἰχμαλωσίαν
τὸν Σεδεκίαν βασιλέα τῶν Ἰουδαίων,
τοὺς ἄρχοντας αὐτοῦ, τοὺς ὑπολειφθέντας
εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ τοὺς
ἀπομείναντας εἰς τὴν χώραν αὐτὴν
καὶ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι
κατοικοῦν εἰς τὴν Αἴγυπτον.
|
8
Ἀντιθέτως, ὅπως μεταχειρίζεται κανεὶς τὰ
σῦκα τὰ χαλασμένα, τὰ ὁποῖα
εἶναι τόσον χαλασμένα, ὥστε εἶναι ἀδύνατον
νὰ φαγωθοῦν - αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος
- ἔτσι καὶ Ἐγὼ θὰ παραδώσω τὸν
Σεδεκίαν, τὸν βασιλιᾶ του Ἰουδαϊκοῦ
λαοῦ, καὶ τοὺς ἄρχοντές του καὶ
ὅσους ὑπελείφθησαν εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ
καὶ ὅσους ἀπέμειναν εἰς τὴν
χώραν αὐτὴν καὶ ὅσους ζοῦν καὶ
κατοικοῦν εἰς τὴν Αἴγυπτον.
|
9
καὶ δώσω αὐτοὺς εἰς διασκορπισμὸν
εἰς πάσας τὰς βασιλείας τῆς
γῆς, καὶ ἔσονται εἰς ὀνειδισμὸν
καὶ εἰς παραβολὴν καὶ εἰς μῖσος
καὶ εἰς κατᾶραν ἐν παντὶ τόπῳ
οὗ ἔξωσα αὐτοὺς ἐκεῖ.
|
9
Θὰ τοὺς διασκορπίσω εἰς ὅλα
τὰ βασίλεια τῆς γῆς, θὰ γίνουν
ἀντικείμενον ἐμπαιγμοῦ καὶ ἐξευτελισμοῦ,
παροιμιῶδες παράδειγμα τιμωρίας ἐκ
μέρους τοῦ Θεοῦ, ἀντικείμενα
μίσους καὶ κατάρας ἐκ μέρους
τῶν ἀνθρώπων εἰς κάθε περιοχήν,
ὅπου ἐγὼ τοὺς ἐξώρισα.
|
9
Ὅλους αὐτοὺς θὰ τοὺς διασκορπίσω
εἰς ὅλα τὰ βασίλεια τῆς γῆς,
καὶ θὰ γίνουν ἀντικείμενον χλευασμοῦ,
μομφῆς καὶ ψόγου· θὰ γίνουν παράδειγμα
χαρακτηριστικῆς καὶ σκληρᾶς τιμωρίας ἐκ
μέρους τοῦ δικαίου Θεοῦ· ἀκόμη δὲ
ἀντικείμενα μίσους καὶ κατάρας μεταξὺ τῶν
ἄλλων ἀνθρώπων εἰς κάθε τόπον, εἰς
τὸν ὁποῖον τοὺς ἐξώρισα.
|
10
Καὶ ἀποστελῶ εἰς αὐτοὺς
τὸν λιμὸν καὶ τὸν θάνατον καὶ
τὴν μάχαιραν, ἕως ἂν ἐκλείπωσιν
ἀπὸ τῆς γῆς ἔδωκα αὐτοῖς.
|
10
Θὰ ἀποστείλω ἐναντίον αὐτῶν
πεῖναν, θανατηφόρον νόσον, μάχαιραν
ἐχθρῶν, μέχρις ὅτου λείψουν
τελείως ἀπὸ τὴν γῆν, τὴν
ὁποίαν ἐγὼ εἶχα δώσει
εἰς αὐτούς. |
10
Καὶ ἐπὶ πλέον θὰ ἐξαποστείλω
ἐναντίον των πεῖναν, λοιμικὴν καὶ
θανατηφόρον ἀρρώστιαν καὶ ἐχθρικὸν
φονικὸν μαχαίρι, μέχρις ὅτου ἐξαλειφθοῦν
ἀπὸ τὴν γῆν, τὴν ὁποίαν
τοὺς εἶχα δώσει ὡς χώραν ἰδικήν
των>. |