Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
όγος
Κυρίου ὃν ἐλάλησεν ἐπὶ
Βαβυλῶνα. |
όγος
Κυρίου, τὸν ὁποῖον ἐλάλησεν
ὁ προφήτης Ἱερεμίας ἐναντίον
τῆς Βαβυλῶνος.
|
λόγος
τοῦ Κυρίου, τὸν ὁποῖον ἐξήγγειλε
διὰ στόματος τοῦ προφήτου Ἱερεμία, ἐναντίον
τῆς Βαβυλῶνος: |
2
Ἀναγγείλατε ἐν τοῖς ἔθνεσι καὶ
ἀκουστὰ ποιήσατε καὶ μὴ κρύψητε,
εἴπατε· ἑάλωκε Βαβυλών, κατῃσχύνθη
Βῆλος ἡ ἀπτόητος, ἡ τρυφερὰ
παρεδόθη Μαρωδάχ. |
2
Ἀναγγείλατέ τα εἰς τὰ ἔθνη,
καταστήσατε αὐτὰ ἀκουστὰ καὶ
γνωστὰ καὶ μὴ κρύψετε τίποτε.
Εἴπατε· ἡ Βαβυλὼν ἐκυριεύθη,
κατῃσχύνθη ὁ πρὶν ἀπτόητος,
ὁ φιλήδονος εἰδωλικὸς Θεὸς Βάαλ,
παρεδόθη ὁ Μαρωδάχ.
|
2
Ἀναγγείλατε εἰς τὰ εἰδωλολατρικὰ
ἔθνη, καταστήσατε τὴν ἀγγελίαν αὐτὴν
ἀκουστὴν καὶ μὴ ἀποκρύψετε τὸ
γεγονός· εἴπατε: <Ἡ Βαβυλὼν
ἔχει κυριευθῇ, ἡ ἄφοβη, φιλήδονη καὶ
ἁβροδίαιτη Βῆλος ἔχει κατεντροπιασθῇ,
ὁ ἀνώτατος εἰδωλολατρικὸς θεὸς
Μαριοδάχ <ἢ Μαρδούχ) παρεδόθη>.
|
3
Ὅτι ἀνέβη ἐπ αὐτὴν ἔθνος
ἀπὸ βορρᾶ· οὗτος θήσει
τὴν γῆν αὐτῆς εἰς ἀφανισμόν,
καὶ οὐκ ἔσται ὁ κατοικῶν ἐν
αὐτῇ ἀπὸ ἀνθρώπου καὶ
ἕως κτήνους. |
3
Διότι ἐπῆλθεν ἐναντίον τῆς
Βαβυλῶνος ἔθνος ἀπὸ τὴν περιοχὴν
τοῦ βορρᾶ. Αὐτὸ θὰ ἐξαφανίσῃ
καὶ θὰ ἐρημώσῃ τὴν χώραν
αὐτήν. Δὲν θὰ ὑπάρχῃ
πλέον κανεὶς νὰ κατοικῇ εἰς
αὐτὴν ἀπὸ ἀνθρώπου μέχρι
κτήνους. |
3
Διότι ἐξεστράτευσεν ἐναντίον της ἔθνος,
προερχόμενον ἀπὸ τὸν βορρᾶν. Τὸ
ἔθνος αὐτὸ θὰ ἐρημώσῃ
τὴν γῆν τῆς Βαβυλῶνος τόσον, ὥστε
δὲν θὰ ὑπάρχουν πλέον κάτοικοι εἰς
αὐτὴν ἀπὸ ἀνθρώπου μέχρι κτήνους.
|
4
Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις
καὶ ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ
ἥξουσιν οἱ υἱοὶ Ἰσραήλ,
αὐτοὶ καὶ οἱ υἱοὶ Ἰούδα
ἐπὶ τὸ αὐτό· βαδίζοντες
καὶ κλαίοντες πορεύσονται τὸν Κύριον
Θεὸν αὐτῶν ζητοῦντες.
|
4
Κατὰ δὲ τὰς ἡμέρας ἐκείνας,
κατὰ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην,
θὰ ἐπιστρέψουν οἱ Ἰσραηλῖται
καὶ οἱ Ἰουδαῖοι ὅλοι μαζῆ.
Θὰ βαδίζουν κλαίοντες ἀπὸ τὴν
χαράν, θὰ πορεύωνται ἀναζητοῦντες
Κύριον τὸν Θεόν των.
|
4
Κατὰ τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες καὶ
κατὰ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον θὰ
ἐπιστρέφουν οἱ Ἰσραηλῖται, αὐτοὶ
καὶ οἱ Ἰουδαῖοι μαζί. Θὰ ἐπιστρέφουν
βαδίζοντες καὶ κλαίοντες ἀπὸ χαράν, διότι
θὰ ἔχουν ἐλευθερωθῆ· κλαίοντες
καὶ ἀπὸ λύπην, διότι θὰ ἐνθυμοῦνται
τὶς ἁμαρτίες καὶ τὶς ταλαιπωρίες
των θὰ πορεύωνται ἀναζητοῦντες τὸν
Κύριον καὶ Θεόν των. |
5
Ἕως Σιὼν ἐρωτήσουσι τὴν ὁδόν,
ὧδε γὰρ τὸ πρόσωπον αὐτῶν
δώσουσι· καὶ ἥξουσι καὶ καταφεύξονται
πρὸς Κύριον τὸν Θεόν, διαθήκη
γὰρ αἰώνιος οὐκ ἐπιλησθήσεται.
|
5
Θὰ ἐρωτοῦν νὰ μάθουν τὸν
δρόμον μέχρι τὴν Σιών, διότι
θὰ ἔχουν στρέψει τὸ πρόσωπόν
των μὲ κατεύθυνσιν πρὸς αὐτήν.
Θὰ ἔλθουν, θὰ καταφύγουν πρὸς
τὸν Κύριον καὶ Θεόν, διότι ἡ
διαθήκη, τὴν ὁποίαν ἀπὸ
αἰώνων συνῆψεν ὁ Θεὸς μὲ
τοὺς προγόνους των, δὲν θὰ λησμονηθῇ.
|
5
Θὰ ἐρωτοῦν νὰ μάθουν τὸν δρόμον
τῆς ἐπιστροφῆς μέχρι τὴν Σιών, διότι
ἐδῶ, πρὸς τὴν Σιών, θὰ στρέψουν
καὶ θὰ προσηλώσουν τὸ πρόσωπόν των.
Θὰ φθάσουν δὲ καὶ θὰ καταφύγουν πρὸς
τὸν Κύριον, τὸν Θεόν, διότι ἡ διαθήκη, τὴν
ὁποίαν ὁ Θεὸς συνῆψε πρὸ αἰώνων
μαζί των <μὲ τοὺς προπάτορές των>,
δὲν θὰ λησμονηθῇ <ἀπὸ τὸν
Θεόν>. |
6
Πρόβατα ἀπολωλότα ἐγενήθη ὁ
λαός μου, οἱ ποιμένες αὐτῶν
ἔξωσαν αὐτούς, ἐπὶ τὰ
ὄρη ἀπεπλάνησαν αὐτούς, ἐξ
ὄρους ἐπὶ βουνὸν ᾤχοντο, ἐπελάθοντο
κοίτης αὐτῶν.
|
6
Διότι ὁ λαός μου ἔγινεν ὡσὰν
πρόβατα ἀπολωλότα. Οἱ ἀρχηγοὶ
των τοὺς ἐδίωξαν, τοὺς παρεπλάνησαν
ἐπάνω εἰς τὰ ὅρη, ἀπὸ
τὰ ὅρη εἰς τὰ βουνὰ ἔφευγαν,
ἐλησμόνησαν τὴν μάνδραν των.
|
6
Ὁ λαός μου <λέγει ὁ Θεός> κατήντησεν
ὅπως τὰ χαμένα πρόβατα, διότι οἱ ποιμένες
των <οἱ ἱερεῖς, οἱ <βασιλεῖς,
οἱ νομοδιδάσκαλοι, οἱ ψευδοπροφῆται>
τοὺς ἔδιωξαν, τοὺς παρεπλάνησαν ἐπάνω
εἰς τὰ ὅρη <ὅπου ἦσαν τὰ
θυσιαστήρια καὶ οἱ βωμοὶ τῶν εἰδώλων>,
μετέβαιναν ἀπὸ τὰ ὅρη εἰς τὰ
βουνά <τοὺς λόφους>, ἐλησμόνησαν
τὴν μάνδραν των <τὴν πατρίδα των καὶ
τὸν ἅγιον τόπον, τὸν Ναόν, ὅπου ἔπρεπε
νὰ λατρεύουν τὸν ἀληθινὸν Θεόν>.
|
7
Πάντες οἱ εὑρίσκοντες αὐτοὺς
ἀνήλισκον αὐτούς, οἱ ἐχθροὶ
αὐτῶν εἶπαν· μὴ ἀνῶμεν
αὐτούς· ἀνθ' ὦν ἥμαρτον
τῷ Κυρίῳ νομὴ δικαιοσὺνης τῷ
συναγαγόντι τοὺς πατέρας αὐτῶν.
|
7
Ὅλοι ὅσοι τοὺς εὔρισκαν πλανωμένους
καὶ ἀπροστάτευτους, τοὺς ἐξώντωναν.
Εἴπαν οἱ ἐχθροί των· ἂς
μὴ τοὺς ἀφήσωμεν πλέον νὰ
ζήσουν, διότι αὐτοὶ ἡμάρτησαν
ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος
ἀποδίδει πάντοτε δικαιοσύνην καὶ
ὁ ὁποῖος εἶχε προσκαλέσει καὶ
συγκεντρώσει τοὺς προγόνους των.
|
7
Ὅλοι, ὅσοι τοὺς εὔρισκαν νὰ
περιπλανῶνται ἀποίμαντοι καὶ ἀφύλακτοι,
τοὺς ἐξώντωναν. Οἱ ἐχθροὶ
τῶν Ἰσραηλιτῶν ἔλεγαν: <Μὴ
τοὺς ἀφήσωμεν νὰ ζήσουν ἐπειδὴ
αὐτοὶ ἁμάρτησαν εἰς τὸν
Κύριον, ὁ Ὁποῖος ἀπονέμει πάντοτε
δικαιοσύνην καὶ ὁ Ὁποῖος εἶχε
προσκαλέσει καὶ συγκεντρώσει τοὺς προπάτορές
των>. |
8
Ἀπαλλοτριώθητε ἐκ
μέσου Βαβυλῶνος
καὶ ἀπὸ γῆς Χαλδαίων
καὶ ἐξέλθατε καὶ γένεσθε ὥσπερ
δράκοντες κατὰ πρόσωπον προβάτων.
|
8
Ἀποξενωθῆτε καὶ φύγετε ἐκ μέσου
τῆς Βαβυλῶνος, ἀπὸ τὴν χώραν
τῶν Χαλδαίων. Ἐξέλθετε καὶ φανῆτε
ἀπέναντι αὐτῶν ὡσὰν δράκοντες
ἐναντίον προβάτων,
|
8
Φύγετε ἀμέσως, ἀποξενωθῆτε τὸ γρηγορώτερον
ἀπὸ τὴν Βαβυλῶνα καὶ ἀπὸ
τὴν χώραν τῶν Χαλδαίων. Ἐξέλθετε καὶ
γίνετε ἀπέναντι τῶν Βαβυλωνίων καὶ τῶν
Χαλδαίων φοβεροὶ ὡσὰν δράκοντες ἐναντίον
προβάτων. |
9
῞Οτι ἰδοὺ ἐγὼ ἐγείρω
ἐπὶ Βαβυλῶνα συναγωγὰς ἐθνῶν
ἐκ γῆς βορρᾶ, καὶ παρατάξονται
αὐτῇ· ἐκεῖθεν ἁλώσεται,
ὡς βολὶς μαχητοῦ συνετοῦ οὐκ
ἐπιστρέψει κενή. |
9
διότι ἰδού, ἐγὼ ἐξεγείρω
καὶ ἐπιφέρω ἐναντίον τῆς
Βαβυλῶνος πολυάριθμα ἔθνη ἀπὸ
τὴν γῆν τοῦ βορρᾶ καὶ θὰ
πολεμήσουν ἐναντίον αὐτῆς καὶ
θὰ τὴν κυριεύσουν. Τὰ βέλη των
ἐναντίον αὐτῆς θὰ εἶναι
ὡσὰν τὸ βέλος τοῦ ἐπιτηδείου
πολεμιστοῦ, τὸ ὁποῖον ποτὲ δὲν
ρίπτεται ἐπὶ ματαίῳ.
|
9
Διότι, ἰδού! Ἐγὼ θὰ κινητοποιήσω
καὶ θὰ ἐξεγείρω ἐναντίον τῆς
Βαβυλῶνος πλήθη ἐθνῶν ἀπὸ τὶς
βόρειες χῶρες, τὰ ἔθνη δὲ αὐτὰ
θὰ παραταχθοῦν ἐναντίον της. Ἀπὸ
τὰ ἔθνη αὐτὰ θὰ κυριευθῇ
ἡ Βαβυλών. Τὰ βέλη τῶν ἱκανῶν
μαχητῶν τῶν ἐχθρῶν θὰ ρίπτωνται
κατὰ τῆς Βαβυλῶνος καὶ θὰ εὑρίσκουν
τὸν στόχον των· κανένα ἀπὸ τὰ
βέλη των δὲν θὰ ἀστοχῇ.
|
10
Καὶ ἔσται ἡ Χαλδαία εἰς προνομήν,
πάντες οἱ προνομεύοντες αὐτὴν
ἐμπλησθήσονται, |
10
Ἡ Χαλδαία θὰ παραδοθῇ εἰς λαφυραγωγίαν
καὶ ὅλοι ὅσοι τὴν λεηλατήσουν,
θὰ χορτάσουν ἀπὸ τὰ λάφυρά
της. |
10
Καὶ ἡ χώρα τῶν Χαλδαίων <ἡ Βαβυλών>
θὰ λεηλατηθῇ· ὅλοι, ὅσοι θὰ
τὴν λεηλατήσουν, θὰ εὔρουν τόσα πολλὰ
πλούτη, ὥστε θὰ χορτάσουν.
|
11
ὅτι ηὐφραίνεσθε καὶ κατεκαυχᾶσθε
διαρπάζοντες τὴν κληρονομίαν μου, διότι
ἐσκιρτᾶτε ὡς βοΐδια ἐν βοτάνῃ
καὶ ἐκερατίζετε ὡς ταῦροι.
|
11
Διότι, λέγει ὁ Κύριος πρὸς τοὺς
Βαβυλωνίους, ἐδοκιμάζετε χαρὰν καὶ
ἀγαλλίασιν σεῖς καὶ ἐκαυχησιολογεῖτε,
ὅταν διηρπάζετε τὴν κληρονομίαν μου,
τὸν λαόν μου· διότι ἀπὸ
τὴν χαράν σας ἐπηδούσατε ὡσὰν
τὰ μοσχάρια εἰς τὴν χλόην, ἐκτυπούσατε
τοὺς Ἰσραηλίτας ὅπως κτυποῦν
μὲ τὰ κέρατά των οἱ μαινόμενοι
ταῦροι.
|
11
<Τοῦτο θὰ γίνῃ, λέγει ὁ Κύριος
πρὸς τοὺς Βαβυλωνίους>, διότι σεῖς ἐδοκιμάζατε
χαρὰν καὶ εὐφροσύνην καὶ ἐγεμίζατε
ἀπὸ καύχησιν μὲ τὸ νὰ λεηλατῆτε
καὶ νὰ λαφυραγωγῆτε τὸν περιούσιον
Ἰσραηλιτικὸν λαόν μου, ποὺ τὸν θεωρῶ
ἰδιαιτέραν κληρονομίαν μου· διότι ἀπὸ
τὴν χαράν σας ἀναπηδούσατε, ὅπως χοροπηδοῦν
τὰ μοσχάρια εἰς τὸ πλούσιον χορτάρι, καὶ
ἐκτυπούσατε τοὺς Ἰσραηλίτες μὲ
τὰ κέρατά σας <τὴν δύναμίν σας>,
ὅπως κτυποῦν μὲ τὰ κέρατά των
τὰ θύματά των οἱ μαινόμενοι ἰσχυροὶ
ταῦροι. |
12
Ἠσχύνθη ἡ μήτηρ ὑμῶν σφόδρα,
ἐνετράπη ἡ τεκοῦσα ὑμᾶς
μήτηρ ἐπ' ἀγαθὰ ἐσχάτη
ἐθνῶν ἔρημος. |
12
Ἡ μητέρα σας, ἡ πατρίδα σας ἡ
Βαβυλών, κατῃσχύνθη πάρα πολύ.
Ἡ μητέρα, ποὺ σᾶς ἐγέννησε,
κατεντροπιάσθηκε διὰ τὴν στέρησιν
τῶν ἀγαθῶν. Κατήντησεν ἔρημος
καὶ τελευταία μεταξὺ ὅλων τῶν
ἐθνῶν. |
12
Ἡ μητέρα σας Βαβυλών, ἡ μητρόπολις τῆς αὐτοκρατορίας,
κατεντροπιάσθη ὑπερβολικά. Ἡ μητέρα, ἡ ὁποία
σᾶς ἐγέννησεν, ἐγέμισεν ἀπὸ
ἐντροπὴν καὶ καταισχύνην διὰ τὴν
δόξαν καὶ τὰ πλούτη ποὺ ἐστερήθη.
Αὐτή, ἡ ὁποία ὑπῆρξε πρώτη
μεταξὺ τῶν ἐθνῶν, κατήντησεν ἔρημος,
ἡ τελευταία τῶν ἐθνῶν.
|
13
Ἀπὸ ὀργῆς Κυρίου οὐ κατοικηθήσεται,
καὶ ἔσται εἰς ἀφανισμὸν πᾶσα,
καὶ πᾶς ὁ διοδεύων διὰ Βαβυλῶνος
σκυθρωπάσει καὶ συριοῦσιν ἐπὶ
πᾶσαν τὴν πληγὴν αὐτῆς.
|
13
Ἐξ αἰτίας τῆς δικαίας ὀργῆς
τοῦ Κυρίου δὲν θὰ κατοικηθῇ
πλέον. Θὰ παραδοθῇ ὁλόκληρος
εἰς ἀφανισμὸν καὶ ἐρήμωσιν.
Καὶ κάθε διαβάτης, ποὺ θὰ διέρχεται
διὰ μέσου τῆς Βαβυλῶνος, θὰ
σκυθρωπάζῃ καὶ θὰ σφυρίζῃ
μὲ κατάπληξιν διὰ τὸ μεγάλο
αὐτὸ κτύπημα τοῦ ἀφανισμοῦ
καὶ τῆς καταστροφῆς της.
|
13
Ἕνεκα τῆς ὀργῆς τοῦ Κυρίου ἡ
Βαβυλὼν δὲν θὰ κατοικηθῇ πλέον. Ὅλη
ἡ πόλις θὰ καταστραφῇ, θὰ ἀφανισθῇ,
καὶ κάθε διαβάτης, ποὺ θὰ διέρχεται ἀπὸ
αὐτήν, θὰ σκυθρωπάζῃ διὰ τὸ
φοβερὸν πλῆγμα, ποὺ ὑπέστη, καὶ
θὰ σφυρίζῃ ἀπὸ κατάπληξιν διὰ
τὴν ὁλοσχερῆ ἐρήμωσίν της.
|
14
Παρατάξασθε ἐπὶ Βαβυλῶνα κύκλῳ,
πάντες τείνοντες τόξον· τοξεύσατε
ἐπ' αὐτήν, μὴ φείσησθε ἐπὶ
τοῖς τοξεύμασιν ὑμῶν.
|
14
Παραταχθῆτε εἰς μάχην ἐναντίον
τῆς Βαβυλῶνος, κύκλῳ ἀπὸ
αὐτὴν ὅλοι σεῖς, οἱ ὁποῖοι
χειρίζεσθε μὲ ἐπιτηδειότητα τὸ
τοξον. Κτυπήσατέ την με τὰ τόξα, μὴ
λυπηθῆτε τὰ βέλη σας.
|
14
Παραταχθῆτε εἰς θέσιν μάχης ἐναντίον τῆς
Βαβυλῶνος, ὅλοι οἱ πολεμισταὶ ποὺ
χειρίζεσθε μὲ ἐπιδεξιότητα τόξον. Ρίψατε ἐναντίον
της μὲ τὰ τόξα σας, μὴ φανῆτε φειδωλοί,
μὴ λυπηθῆτε τὰ βέλη σας.
|
15
Κατακρατήσατε αὐτήν· παρελύθησαν
αἱ χεῖρες αὐτῆς, ἔπεσαν αἱ
ἐπάλξεις αὐτῆς καὶ κατεσκάφη
τὸ τεῖχος αὐτῆς, ὅτι ἐκδίκησις
παρὰ Θεοῦ ἐστιν· ἐκδικεῖτε
ἐπ' αὐτήν· καθὼς ἐποίησε,
ποιήσατε αὐτῇ. |
15
Ἐπικρατήσατε ἐναντίον αὐτῆς,
κυριεύσατέ την. Παρέλυσαν πλέον τὰ
χέρια τῶν κατοίκων της, ἐκρημνίσθησαν
αἱ ὀχυραὶ ἐπάλξεις της, κατεστράφησαν
ἐκ θεμελίων τὰ τείχη της, διότι
ἦλθεν ἐναντίον αὐτῆς ἡ
παρὰ Θεοῦ δικαία τιμωρία. Τιμωρήσατέ
την καὶ σεῖς, ὅπως ἔκαμεν αὐτὴ
ἐναντίον λαῶν, ποὺ δὲν τῆς
εἶχαν πταίσει εἰς τίποτε, ἔτσι
πράξετε καὶ σεῖς ἐναντίον της.
|
15
Κυριεύσατέ την· τὰ χέρια τῶν πολεμιστῶν
κατοίκων τῆς παρέλυσαν πλέον. Οἱ πολεμικοὶ
πύργοι τῶν ἐπάλξεών της ἔπεσαν, καὶ
τὸ ὀχυρωματικὸν τεῖχος της κατεστράφη
ἐκ θεμελίων, διότι ἡ δικαία τιμωρία τοῦ
Θεοῦ ἦλθεν ἐπάνω της. Τιμωρῆστε την.
Ὅπως ἐφέρθη μὲ σκληρότητα καὶ
ἀσπλαγχνίαν πρὸς τοὺς ἐχθρούς
της, ἔτσι φερθῆτε καὶ σεῖς πρὸς
αὐτήν. |
16
Ἐξολορθεύσασθε σπέρμα ἐκ Βαβυλῶνος,
κατέχοντα δρέπανον ἐν καιρῷ θερισμοῦ·
ἀπὸ προσώπου μαχαίρας Ἑλληνικῆς
ἕκαστος εἰς τὸν λαὸν αὐτοῦ
ἀποστρέψουσι καὶ ἕκαστος εἰς
τὴν γῆν αὐτοῦ φεύξεται.
|
16
Ἐξολοθρεύσατε κάθε ἀπόγονον
καὶ βλαστὸν τῆς Βαβυλῶνος μέχρις
αὐτοῦ ἀκόμη, ὁ ὁποῖος
κρατεῖ τὸ δρέπανόν του ἐν καιρῷ
θερισμοῦ. Καθένας ἀπὸ τοὺς μισθοφόρους
πολεμιστὰς τῆς Βαβυλῶνος, καθὼς θὰ
ἀντικρύζῃ τὴν ἑλληνικὴν
μάχαιραν, θὰ ἐπιστρέφῃ πανικόβλητος
εἰς τὸν λαόν του. Ὁ καθένας
ἀπὸ αὐτοὺς θὰ φύγῃ
διὰ τὴν χώραν του.
|
16
Ἐξολοθρεύσατε κάθε εἶδος σπέρματος βλαστήσεως,
ὅλην τὴν βλάστησιν <κατ' ἄλλους: Κάθε
ἀπόγονον καὶ πολεμιστὴν τῆς Βαβυλῶνος>
καὶ αὐτὸν ἀκόμη ποὺ κρατεῖ
δρέπανον καὶ θερίζει κατὰ τὴν περίοδον τοῦ
θερισμοῦ. Καθένας ἀπὸ τοὺς μισθοφόρους
πολεμιστὰς τῆς Βαβυλῶνος ἐμπρὸς
εἰς τὸν φόβον τῆς ἑλληνικῆς
μαχαίρας <τῶν Ἑλλήνων πολεμιστῶν τοῦ
Κύρου> θὰ ἐπιστρέφῃ πανικόβλητος εἰς
τὸν λαόν του. Καθένας ἀπὸ αὐτοὺς
θὰ φύγῃ διὰ τὴν χώραν του.
|
17
Πρόβατον πλανώμενον Ἰσραήλ, λέοντες
ἔξωσαν αὐτόν· ὁ πρῶτος
ἔφαγεν αὐτὸν βασιλεὺς Ἀσσοὺρ
καὶ οὗτος ὕστερον τὰ ὀστᾶ
αὐτοῦ βασιλεὺς Βαβυλῶνος. |
17
Ὡσὰν πλανώμενον πρόβατον κατήντησεν
ὁ λαὸς τοῦ Ἰσραήλ. Οἱ
ἐχθροί του ὡσὰν λέοντες τὸν
ἐξεδίωξαν ἀπὸ τὴν χώραν
του. Πρῶτος ὁ βασιλεὺς τῶν Ἀσσυρίων
κατέφαγεν αὐτὸν καὶ ἔπειτα ἀπὸ
αὐτὸν ὁ βασιλεὺς τῆς Βαβυλῶνος
κατέφαγε καὶ αὐτὰ ἀκόμη
τὰ κόκκαλά του.
|
17
Ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς κατήντησεν ὡς
πρόβατον πλανώμενον· οἱ ἐχθροί του
τοῦ ἐπετέθησαν ὡσὰν λιοντάρια καὶ
τὸν ἔδιωξαν ἀπὸ τὴν πατρίδα
του. Πρῶτος ὁ βασιλιᾶς τῶν Ἀσσυρίων
Σενναχηρεὶμ ἐπετέθη κατὰ τῶν δέκα
φυλῶν <τοῦ βορείου βασιλείου τοῦ
Ἰσραήλ> καὶ κατέφαγε τὶς σάρκες
του καὶ τελευταῖος ὁ βασιλιᾶς τῆς
Βαβυλῶνος Ναβονχοδονόσορ συνέτριψε καὶ ἔφαγε
τὰ ὀστᾶ του· δηλαδὴ συνέτριψε
τὸ νότιον βασίλειον τοῦ Ἰούδα, ποὺ
ἀποτελοῦσε τρόπον τινὰ τὸν κορμόν
<τὸ στήριγμα> τοῦ ὅλου σώματος τοῦ
Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ. |
18
Διὰ τοῦτο τάδε λέγει Κύριος·
ἰδοὺ ἐγὼ ἐκδικῶ ἐπὶ
τὸν βασιλέα Βαβυλῶνος καὶ ἐπὶ
τὴν γῆν αὐτοῦ, καθὼς ἐξεδίκησα
ἐπὶ τὸν βασιλέα Ἀσσούρ.
|
18
Διὰ τοῦτο αὐτὰ λέγει ὁ
Κύριος: Ἰδού, ἐγὼ θὰ τιμωρήσω
τὸν βασιλέα τῆς Βαβυλώνος καὶ
ὅλην αὐτοῦ τὴν χώραν, ὅπως
ἐτιμώρησα τὸν βασιλέα τῶν Ἀσσυρίων.
|
18
Διὰ τοῦτο ἂν τὰ λέγει ὁ Κύριος:
Ἰδού· Ἐγὼ θὰ τιμωρήσω τὸν βασιλιᾶ
τῆς Βαβυλῶνος καὶ τὴν χώραν του, ὅπως
ἐτιμώρησα τὸν βασιλιᾶ τῶν Ἀσσυρίων.
|
19
Καὶ ἀποκαταστήσω τὸν Ἰσραὴλ
εἰς τὴν νομὴν αὐτοῦ, καὶ
νεμήσεται ἐν τῷ Καρμήλῳ καὶ
ἐν ὄρει Ἐφραὶμ καὶ ἐν
τῷ Γαλαὰδ καὶ πλησθήσεται ἡ
ψυχὴ αὐτοῦ. |
19
Ἔπειτα θὰ ἐπαναφέρω ἐλεύθερον
καὶ θὰ ἐγκαταστήσω εἰς τὴν
χώραν του τὸν Ἰσραήλ, εἰς τὴν
περιοχὴν τῆς βοσκῆς του. Αὐτὸς
θὰ ἀπολαύσῃ τοὺς καρποὺς
τοῦ Καρμήλου καὶ τοῦ ὅρους Ἐφραίμ
καὶ τῆς περιοχῆς Γαλαάδ. Θὰ
χορτάσῃ ἀπὸ ἀγαθά, μὲ
τὸ παραπάνω ἡ ψυχή του.
|
19
Ἔπειτα δὲ θὰ ἀποκαταστήσω τὸν
Ἰσραηλιτικὸν λαὸν εἰς τὴν βοσκήν
του, δηλαδὴ εἰς τὴν πατρικὴν γῆν
του. Τοιουτοτρόπως ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς
θὰ βοσκήσῃ καὶ πάλιν εἰς τὸ
Καρμήλιον ὄρος καὶ εἰς τὸ ὄρος
Ἐφραὶμ καὶ εἰς τὴν εὔφορον
γῆν τῆς Γαλαὰδ <πέραν τοῦ Ἰορδάνου>
καὶ θὰ χορτάσῃ ἀπὸ ἀγαθὰ
ἡ ψυχή του. |
20
Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις
καὶ ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ
ζητήσουσι τὴν ἀδικίαν Ἰσραήλ,
καὶ οὐχ ὑπάρξει, καὶ τὰς
ἁμαρτίας Ἰούδα, καὶ οὐ
μὴ εὑρεθῶσιν, ὅτι ἵλεως ἔσομαι
τοῖς ὑπολελειμμένοις ἐπὶ τῆς
γῆς, λέγει Κύριος. |
20
Κατὰ τὰς ἡμέρας ἐκείνας,
κατὰ τὸν εὐτυχῆ ἐκεῖνον
καιρόν, θὰ ἀναζητοῦν οἱ ἄνθρωποι
ἁμαρτίας τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ
καὶ δὲν θὰ ὑπάρχουν. Θὰ
ζητοῦν παρανομίας τοῦ λαοῦ τοῦ
Ἰούδα καὶ δὲν θὰ εὑρίσκωνται.
Διότι ἐγώ, λέγει Κύριος ὁ
Θεός, θὰ εἶμαι ἵλεως καὶ σπλαγχνικὸς
εἰς τοὺς ἀπομείναντας ἀνθρώπους
τοῦ λαοῦ μου ἐπὶ τῆς χώρας
Ἰσραήλ.
|
20
Κατὰ τὶς εὐτυχισμένες ἐκεῖνες
ἡμέρες καὶ κατὰ τὴν χρυσὴν ἐκείνην
ἐποχὴν θὰ ζητοῦν οἰ ἄνθρωποι
τὴν ἐνοχὴν καὶ τὶς ἁμαρτίες
τοῦ Ἰσραὴλ καὶ δὲν θὰ
ὑπάρχουν· θὰ ζητοῦν τὶς παρανομίες
τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ καὶ δὲν
θὰ εὐρίσκωνται· διότι Ἐγώ, λέγει ὁ
Κύριος, θὰ δειχθῶ ἵλεως καὶ εὐσπλαγχνικὸς
εἰς ὅσους ἀπέμειναν ἀπὸ τὸν
λαὸν εἰς τὴν χώραν τοῦ Ἰσραήλ.
|
-21
Πικρῶς ἐπίβηθι ἐπ' αὐτὴν
καὶ ἐπὶ τοὺς κατοικοῦντας ἐπ'
αὐτήν· ἐκδίκησον, μάχαιρα,
καὶ ἀφάνισον, λέγει Κύριος,
καὶ ποίει κατὰ πάντα, ὅσα ἐντέλλομαί
σοι. |
21
Μάχαιρα ἐχθρική, ἀνέβα γεμάτη
πικρὰν ὀργὴν ἐναντίον τῶν
κατοίκων τῆς Βαβυλῶνος. Τιμώρησε αὐτούς,
ὦ μάχαιρα, ἐξαφάνισέ τους, λέγει
ὁ Κύριος. Πράξε σύμφωνα μὲ ὅλα
ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα ἐγὼ
σὲ ἔχω διατάξει.
|
21
Μάχαιρα τιμωρητικὴ τῶν ἐχθρῶν τῆς
Βαβυλῶνος Μήδων καὶ Περσῶν, ἀνέβα
καὶ κτύπα χωρὶς οἶκτον τὴν Βαβυλῶνα
καὶ τοὺς κατοίκους της. Τιμώρησε, μάχαιρα ἐχθρική,
καὶ ἀφάνισε, λέγει ὁ Κύριος, καὶ
κάμε σύμφωνα μὲ ὅλα ἐκεῖνα, τὰ
ὁποῖα σὲ ἔχω διατάξει.
|
22
Φωνὴ πολέμου καὶ συντριβὴ μεγάλη
ἐν γῇ Χαλδαίων. |
22
Φωνὴ πολέμου θὰ ἀκουσθῇ, συντριβὴ
μεγάλη θὰ πραγματοποιηθῇ εἰς τὴν
χώραν τῶν Χαλδαίων.
|
22
Φωνὴ πολέμου ὁλοκληρωτικοῦ θὰ
ἀκουσθῇ καὶ καταστροφὴ μεγάλη θὰ
γίνῃ εἰς τὴν χώραν τῶν Χαλδαίων.
|
23
Πῶς ἐκλάσθη καὶ συνετρίβη ἡ
σφῦρα πάσης τῆς γῆς; Πῶς ἐγενήθη
εἰς ἀφανισμὸν Βαβυλὼν ἐν ἔθνεσιν;
|
23
Πῶς ἔσπασεν, ἐτεμαχίσθη καὶ
συνετρίβη αὐτὴ ἡ σφῦρα, ποῦ
ἐκτυποῦσεν ἀνελέητα ὅλην τὴν
γῆν; Πῶς περιῆλθεν εἰς ὄλεθρον
καὶ ἀφανισμὸν ἡ Βαβυλὼν ἐκ
μέσου ὅλων τῶν ἄλλων ἐθνῶν;
|
23
Πῶς ἔσπασε καὶ συνετρίβη κυριολεκτικὰ
ἡ σφῦρα ὅλου τοῦ κόσμου, δηλαδὴ
ἡ Βαβυλών, ποὺ ὡσὰν πολὺ βαρειὰ
σφῦρα ἐκτυποῦσε καὶ κατέστρεφε χωρὶς
οἶκτον τοὺς ἐχθρούς της; Πῶς
ἐξηφανίσθη ἡ ἔνδοξος καὶ ἰσχυρὰ
Βαβυλὼν ἐκ μέσου ὅλων τῶν ἄλλων
ἐθνῶν; |
24
Ἐπιθήσονταί σοι, καὶ ἁλώσῃ,
ὦ Βαβυλών, καὶ οὐ γνώσῃ·
εὑρέθης καὶ ἐλήφθης, ὅτι
τῷ Κυρίῳ ἀντέστης. |
24
Θὰ ἐπιτεθοῦν ἐναντίον σου οἱ
ἐχθροὶ καὶ θὰ σὲ κυριεύσουν,
ὦ Βαβυλών, χωρὶς καὶ σὺ νὰ
ἐννοήσῃς καλά - καλὰ ὅτι
ἔφθασεν ὁ καιρὸς τοῦ ἐξαφανισμοῦ
σου. Εὑρέθης ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς
σου ἀδύνατος πλέον, ἐκυριεύθης
ἀπὸ αὐτούς· καὶ τοῦτο,
διότι σὺ πεισμόνως ἀντεστάθηκες
εἰς τὸν Κύριον.
|
24
Οἱ ἐχθροὶ θὰ ἐπιτεθοῦν
ἐναντίον σου καὶ θὰ σὲ κυριεύσουν,
Βαβυλών, χωρὶς νὰ τὸ περιμένῃς καὶ
χωρὶς νὰ ἐννοήσῃς καλά - καλὰ
τὴν συντριβήν σου. Εὑρέθης, προσεβλήθης
καὶ κατελήφθης ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς
σου, διότι εἶχες ἀντισταθῇ μὲ πεῖσμα
καὶ ἐγωϊσμὸν εἰς τὸν παντοκράτορα
Κύριον. |
25
Ἤνοιξε Κύριος τὸν θησαυρὸν αὐτοῦ
καὶ ἐξήνεγκε τὰ σκεύη ὀργῆς
αὐτοῦ, ὅτι ἔργον τῷ Κυρίῳ
Θεῷ ἐν γῆ Χαλδαίων, |
25
Ἤνοιξεν ὁ Κύριος τὸν θησαυρὸν
τοῦ δικαίου θυμοῦ του καὶ ἔβγαλε
τὰ καταστρεπτικὰ σκεύη τῆς ὀργῆς
του, διότι ἔργον καταστροφῆς θὰ πραγματοποιήσῃ
Κύριος ὁ Θεὸς εἰς τὴν γῆν
τῶν Χαλδαίων.
|
25
Ὁ Κύριος ἄνοιξε τὸ πλούσιον εἰς δίκαιες
τιμωρίες θησαυροφυλάκιον του καὶ ἔβγαλε ἀπὸ
ἐκεῖ τὰ ὄργανα τῆς ὀργῆς
του, τοὺς ἐχθρούς, οἱ ὁποῖοι
ὑπηρετοῦν τοὺς διὰ τοὺς ἀσεβεῖς
τιμωρητικοὺς σκοπούς του· διότι ἔργον
δικαίας τιμωρίας καὶ καταστροφῆς πρόκειται νὰ
ἐργασθῇ Κύριος ὁ Θεὸς εἰς τὴν
χώραν τῶν Χαλδαίων, |
26
Ὅτι ἐληλύθασιν οἱ καιροὶ αὐτῆς.
Ἀνοίξατε τὰς ἀποθήκας αὐτῆς,
ἐρευνήσατε αὐτὴν ὡς σπήλαιον
καὶ ἐξολοθρεύσατε αὐτήν, μὴ
γενέσθω αὐτῆς κατάλειμμα.
|
26
Ἔφθασαν πλέον οἱ καιροὶ τοῦ
ὀλέθρου της. Ἀνοίξατε τὰς ἀποθήκας
της, ἐρευνήσατέ τας, ὅπως ἐρευνᾶτε
ἕνα σπήλαιον. Ἐξολοθρεύσατέ
την, ἂς μὴ μείνῃ κανένα ὑπόλειμμα
εἰς αὐτήν.
|
26
ἐπειδὴ ἔφθασαν πλέον οἱ καιροὶ
διὰ τὴν τιμωρίαν καὶ καταστροφήν των.
Ἀνοίξατε καὶ λεηλατήσατε τὶς ἀποθῆκες
τῶν ἀγαθῶν τῆς Βαβυλῶνος, ἐρευνήσατε
λεπτομερῶς τὴν πόλιν, ὅπως ἐρευνᾶτε
τὰ σπήλαια, καὶ καταστρέψατε τὴν ὁλοσχερῶς·
ἂς μὴ μείνῃ ἀπὸ αὐτὴν
κανένα ὑπόλειμμα τὸν προηγουμένου της πλούτου
<οὔτε ἄνθρωποι, οὔτε ζῶα, οὔτε
ἀγαθά>. |
27
Ἀναξηράνατε αὐτῆς πάντας τοὺς
καρπούς, καὶ καταβήτωσαν εἰς σφαγήν·
οὐαὶ αὐτοῖς, ὅτι ἥκει
ἡ ἡμέρα αὐτῶν καὶ καιρὸς
ἐκδικήσεως αὐτῶν.
|
27
Ξηράνατε ὅλας τὰς καρποφόρους περιοχάς
της, ἂς ὁδηγηθοῦν εἰς σφαγὴν
οἱ ἄνδρες καὶ τὰ κτήνη της.
Ἀλλοίμονον εἰς αὐτούς, διότι
ἔχει φθάσει πλέον ἡ ἡμέρα
των, ὁ καιρὸς τῆς τιμωρίας των ἐκ
μέρους τοῦ Θεοῦ.
|
27
Ξηράνατε ἐντελῶς ὅλους τοὺς καρπούς
της, δηλαδὴ ὅλους τοὺς τυράννους <πρίγκιπες
καὶ στρατηγούς> της, ὅλοι δὲ αὐτοὶ
ἂς καταβιβασθοῦν καὶ ἂς ὁδηγηθοῦν
εἰς σφαγήν. Ἀλλοίμονον εἰς αὐτούς,
διότι ἔφθασεν ἡ ἡμέρα των καὶ ὁ
καιρὸς τῆς τιμωρίας των ἐκ μέρους τοῦ
Θεοῦ. |
28
Φωνὴ φευγόντων καὶ ἀνασῳζομένων
ἐκ γῆς Βαβυλῶνος τοῦ ἀναγγεῖλαι
εἰς Σιὼν τὴν ἐκδίκησιν παρὰ
Κυρίου Θεοῦ ἡμῶν. |
28
Φωνὴ φόβου καὶ φρίκης ἀκούεται
ἀπὸ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι
πανικόβλητοι φεύγουν καὶ προσπαθοῦν
νὰ σωθοῦν μακρὰν ἀπὸ τὴν
χώραν τῆς Βαβυλῶνος. Αὐτὴ ὅμως
ἡ φωνὴ ἀναγγέλλει εἰς τὴν
Σιὼν τὴν τιμωρίαν τῆς Βαβυλῶνος,
ποὺ ἦλθεν ἐκ μέρους Κυρίου τοῦ
Θεοῦ μας. |
28
Φωνὲς τρόμου, φρίκης καὶ ἀγωνίας ἀκούονται
ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλῖτες ἐκείνους,
οἱ ὁποῖοι φεύγουν πανικόβλητοι ἀπὸ
τὴν Βαβυλῶνα διὰ νὰ σωθοῦν·
φωνές, οἱ ὁποῖες ἀναγγέλλουν εἰς
τὴν Σιὼν τὴν εὐχάριστον εἴδησιν
περὶ τῆς δικαίας τιμωρίας τῆς Βαβυλῶνος
ἐκ μέρους τοῦ Κυρίου, τοῦ ἀληθινοῦ
Θεοῦ μας. |
29
Παραγγείλατε ἐπὶ Βαβυλῶνα πολλοῖς,
παντὶ ἐντείνοντι τόξον· παρεμβάλλετε
ἐπ' αὐτὴν κυκλόθεν, μὴ ἔστω
αὐτοῖς ἀνασῳζόμενος· ἀνταπόδοτε
αὐτῇ κατὰ τὰ ἔργα αὐτῆς,
κατὰ πάντα, ὅσα ἐποίησε, ποιήσατε
αὐτῇ, ὅτι πρὸς Κύριον ἀντέστη
Θεὸν ἅγιον τοῦ Ἰσραήλ.
|
29
Παραγγείλατε εἰς τοὺς πολλοὺς ἐχθροὺς
τῆς Βαβυλῶνος νὰ ἐπέλθουν ἐναντίον
της. Εἴπατε ἰδιαιτέρως εἰς ἐκείνους,
οἱ ὁποῖοι χρησιμοποιοῦν μὲ ἐπιτυχίαν
τὸ τόξον· στρατοπεδεύσατε ὁλόγυρα
ἀπὸ αὐτήν, κανεὶς ἀπὸ
τοὺς κατοίκους της ἂς μὴ διασωθῇ.
Ἀνταποδώσατε εἰς αὐτὴν κατὰ
τὰ ἔργα της. Σύμφωνα μὲ ὅσας
καταστροφὰς ἐπέφερε, πράξατε καὶ
σεῖς εἰς αὐτήν, διότι ἀντεστάθηκε
πρὸς τὸν Κύριον τὸν Θεόν, τὸν
ἅγιον τοῦ Ἰσραήλ.
|
29
Παραγγείλατε εἰς πολλοὺς καὶ δυνατοὺς
ἐχθροὺς νὰ ἐπιτεθοῦν κατὰ
τῆς Βαβυλῶνος, καὶ ἰδιαιτέρως εἰς
καθένα, ὁ ὁποῖος χειρίζεται μὲ ἐπιτηδειότητα
τὸ πολεμικὸν τόξον. Στρατοπεδεύσατε γύρω - γύρω
ἀπὸ αὐτήν· κανεὶς ἀπὸ
τοὺς κατοίκους της ἂς μὴ σωθῇ. Ἀνταποδώσατε
εἰς αὐτὴν ἀνάλογα πρὸς τὰ
ἄνομα καὶ ἐγκληματικὰ ἔργα της·
κάμετε εἰς αὐτὴν σύμφωνα μὲ ὅλα,
ὅσα φοβερὰ καὶ ἀπάνθρωπα ἔργα
εἰργάσθη, διότι ἀντιστάθηκε μὲ ἔπαρσιν
καὶ ἐγωϊσμὸν πρὸς τὸν Κύριον,
τὸν ἅγιον Θεὸν τοῦ Ἰσραήλ.
|
30
Διὰ τοῦτο πεσοῦνται οἱ νεανίσκοι
αὐτῆς ἐν ταῖς πλατείαις αὐτῆς,
καὶ πάντες οἱ ἄνδρες οἱ πολεμισταὶ
αὐτῆς ριφήσονται, εἶπε Κύριος.
|
30
Διὰ τὴν ἀσέβειάν της αὐτὴν
ὅλοι οἱ νέοι της θὰ πέσουν νεκροὶ
εἰς τὰς πλατείας της. Ὅλοι οἱ
ἄνδρες αὐτῆς, οἱ πολεμισταὶ
θὰ ριφθοῦν σφαγμένα πτώματα εἰς
τὴν γῆν. Ἔτσι διέταξεν ὁ Κύριος.
|
30
Διὰ τοῦτο θὰ πέσουν νεκροὶ ὅλοι
οἱ νέοι τῆς Βαβυλῶνος εἰς τὶς
πλατεῖες της, καὶ ὅλοι οἱ πολεμισταὶ
τῆς θὰ ριφθοῦν σφαγμένοι εἰς τὴν
γῆν, εἰπεν ὁ Κύριος. |
31
Ἰδοὺ ἐγὼ ἐπὶ σὲ
τὴν ὑβρίστριαν, λέγει Κύριος,
ὅτι ἥκει ἡ ἡμέρα σου καὶ
ὁ καιρὸς ἐκδικήσεώς σου·
|
31
Ἰδού, ἐγὼ ἐπέρχομαι ἐναντίον
σου, τῆς ἀλαζονικῆς πόλεως, λέγει
ὁ Κύριος, διότι ἔφθασε πλέον
ἡ ἡμέρα σου, ὁ καιρὸς τῆς
δικαίας ἐκ μέρους μου τιμωρίας σου.
|
31
Ἰδού· Ἐγὼ ἐπέρχομαι ἐναντίον
σου, τῆς Βαβυλῶνος, τῆς κατ' ἐξοχὴν
ἐγωϊστικῆς καὶ ὑπερηφάνου πόλεως,
λέγει ὁ Κύριος, διότι ἔφθασεν ἡ ἡμέρα
σου καὶ ὁ καιρὸς τῆς τιμωρίας σου.
|
32
καὶ ἀσθενήσει ἡ ὕβρις σου καὶ
πεσεῖται, καὶ οὐδεὶς ἔσται ὁ
ἀνιστῶν αὐτήν· καὶ ἀνάψω
πῦρ ἐν τῷ δρυμῷ αὐτῆς,
καὶ καταφάγεται πάντα τὰ κύκλῳ
αὐτῆς. |
32
Ἡ ἀλαζονεία καὶ ἡ ὑπερηφάνειά
σου θὰ ταπεινωθῇ καὶ θὰ πέσῃ
καὶ κανεὶς δὲν θὰ ὑπάρξῃ,
ποὺ θὰ ἔχῃ τὴν δύναμιν
νὰ τὴν ἀνορθώσῃ. Θὰ ἀνάψω
πυρκαϊὰν εἰς τὰ δάση της, ἡ
ὁποία καὶ θὰ καταφάγῃ
ὅλα τὰ γύρω ἀπὸ αὐτήν.
|
32
Καὶ τότε ἡ ὑπερηφάνειά σου θὰ ταπεινωθῇ
καὶ θὰ πέσῃ· δηλαδὴ ἡ κοσμοκρατορία
σου θὰ καταλυθῇ, καὶ κανεὶς ἄνθρωπος
δὲν θὰ καταστῇ ἱκανὸς νὰ
τὴν ἀναστήσῃ. Θὰ ἀνάψω
πυρκαϊὰν εἰς τὸ δάσος της <θὰ πυρπολήσω
ὅλους τοὺς κατοίκους της> καὶ φωτιὰ
θὰ καταφάγῃ ὅλα τὰ περίχωρά
της <ὅλους τοὺς ὑπηκόους της>.
|
33
Τάδε λέγει Κύριος· καταδεδυνάστευνται
οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ καὶ οἱ
υἱοὶ Ἰούδα ἅμα, πάντες
οἱ αἰχμαλωτεύσαντες αὐτοὺς κατεδυνάστευσαν
αὐτούς, ὅτι οὐκ ἠθέλησαν
ἐξαποστεῖλαι αὐτούς. |
33
Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: Ἔχουν
καταδυναστευθῆ καὶ ταλαιπωρηθῆ οἱ
Ἰσραηλῖται, καὶ οἱ Ἰουδαῖοι
μαζῆ μὲ αὐτούς. Ὅλοι ἐκεῖνοι
οἱ ὁποῖοι τοὺς ἐνίκησαν
καὶ τοὺς ἐπῆραν αἰχμαλώτους,
τοὺς κατεδυνάστευαν, διότι δὲν ἤθελαν
νὰ τοὺς στείλουν ἐλευθέρους
εἰς τὴν πατρίδα των.
|
33
Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: Ἔχουν κατατυραννηθῆ
καὶ καταταλαιπωρηθῆ οἱ Ἰσραηλῖται,
μαζὶ δὲ μὲ αὐτοὺς καὶ
οἱ Ἰουδαῖοι. Ὅλοι, ὅσοι τοὺς
αἰχμαλώτισαν, τοὺς ἔχουν καταδυναστεύσει
καὶ καταπιέσει, διότι, ἐναντιούμενοι εἰς
τὸν Θεόν, δὲν ἠθέλησαν νὰ τοὺς
ἀφήσουν ἐλευθέρους. |
34
Καὶ ὁ λυτρούμενος αὐτοὺς ἰσχυρός,
Κύριος παντοκράτωρ ὄνομα αὐτοῦ·
κρίσιν κρινεῖ πρὸς τοὺς ἀντιδίκους
αὐτοῦ, ὅπως ἐξάρῃ τὴν
γῆν, καὶ παροξυνεῖ τοῖς κατοικοῦσι
Βαβυλῶνα. |
34
Ἀλλὰ ὁ λυτρωτής των εἶναι ἰσχυρός.
Κύριος παντοκράτωρ εἶναι τὸ Ὄνομά
του. Αὐτὸς κρίνει τὴν δίκαιον
κρίσιν καὶ καταδικάζει τοὺς ἀντιτιθεμένους
εἰς αὐτόν, διὰ νὰ ξεκαθαρίσῃ
τὴν γῆν ἀπὸ τοὺς τυράννους
καὶ τοὺς δυνάστας, διὰ νὰ συγκλονίσῃ
δὲ καὶ ἀναταράξῃ τοὺς
κατοίκους τῆς Βαβυλῶνος.
|
34
Ἀλλ' ὁ σωτῆρας καὶ λυτρωτής
των εἶναι ἰσχυρός· <Κύριος παντοκράτωρ>
εἶναι τὸ ὄνομά του. Αὐτὸς
θὰ ἀναλάβῃ τὴν προστασίαν των·
θὰ κρίνῃ καὶ θὰ καταδικάσῃ τοὺς
ἀντιδίκους του, διὰ νὰ ἐλευθερώσῃ
τοὺς κατοίκους τῆς γῆς ἀπὸ τὴν
τυραννίαν καὶ καταπίεσιν καὶ διὰ νὰ
συγκλονίσει, κατατρομάξῃ καὶ καταστρέψῃ
τοὺς κατοίκους τῆς Βαβυλῶνος.
|
35
Μάχαιραν ἐπὶ τοὺς Χαλδαίους
καὶ ἐπὶ τοὺς κατοικοῦντας Βαβυλῶνα
καὶ ἐπὶ τοὺς μεγιστᾶνας αὐτῆς
καὶ ἐπὶ τοὺς συνετοὺς αὐτῆς·
|
35
Θὰ ἀποστείλῃ μάχαιραν ὀλέθρου
ἐναντίον τῶν Χαλδαίων καὶ ἐναντίον
ὅλων ὅσοι κατοικοῦν τὴν Βαβυλῶνα,
ἐναντίον τῶν ἀρχόντων αὐτῆς
καὶ τῶν σοφῶν της·
|
35
Θὰ ἀποστείλω, λέγει ὁ Κύριος, μάχαιραν τιμωρητικὴν
ἐναντίον τῶν Χαλδαίων καὶ ἐναντίον
τῶν κατοίκων τῆς Βαβυλῶνος καὶ κατὰ
τῶν ἀρχόντων της καὶ κατὰ τῶν
σοφῶν της! |
36
μάχαιραν ἐπὶ τοὺς μαχητὰς αὐτῆς,
καὶ παραλυθήσονται· μάχαιραν ἐπὶ
τοὺς ἵππους αὐτῶν καὶ ἐπὶ
τὰ ἅρματα αὐτῶν·
|
36
μάχαιραν σφαγῆς καὶ ὀλέθρου
ἐναντίον τῶν ὑπερασπιστῶν της
καὶ αὐτοὶ θὰ παραλύσουν ἀπὸ
τὸν φόβον· μάχαιραν ἐξοντώσεως
ἐναντίον τοῦ ἱππικοῦ αὐτῶν
καὶ τῶν πολεμικῶν ἁρμάτων των.
|
36
Μάχαιραν τιμωρητικὴν ἐναντίον τῶν πολεμιστῶν
της, οἱ ὁποῖοι καὶ θὰ παραλύσουν
ἀπὸ τὸν φόβον των! Μάχαιραν τιμωρητικὴν
κατὰ τοῦ ἰππικοῦ τῦν Βαβυλωνίων
καὶ τῶν πολεμικῶν τῶν ἁρμάτων.
|
37
μάχαιραν ἐπὶ τοὺς μαχητὰς αὐτῶν
καὶ ἐπὶ τὸν σύμμεικτον τὸν
ἐν μέσῳ αὐτῆς, καὶ ἔσονται
ὡσεὶ γυναῖκες· μάχαιραν ἐπὶ
τοὺς θησαυροὺς αὐτῆς, καὶ διασκορπισθήσονται.
|
37
Μάχαιραν θὰ στείλῃ ὁ Κύριος
ἐναντίον ὅλων τῶν μαχίμων ἀνδρῶν
της καὶ ἐναντίον τοῦ ἀναμίκτου
λαοῦ, ποὺ εὑρίσκεται ἐν μέσῳ
αὐτῆς. Ὅλοι θὰ καταληφθοῦν ἀπὸ
δειλίαν, θὰ γίνουν δειλοί, ὅπως
αἱ γυναῖκες. Μάχαιραν θὰ ἀποστείλῃ
ὁ Κύριος ἐναντίον τῶν θησαυροφυλακείων
της καὶ θὰ διασκορπισθοῦν οἱ εἰς
αὐτὰ κατάκλειστοι θησαυροί της.
|
37
Μάχαιραν τιμωρητικὴν κατὰ τῶν πολεμιστῶν
των καὶ ἐναντίον τῆς πανσπερμίας τῶν
ἐθνῶν, ποὺ εἶναι σύμμαχοι τῆς
Βαβυλῶνος, οἱ ὁποῖοι καὶ θὰ
γεμίσουν ἀπὸ δειλίαν καὶ φόβον, ὅπως
οἱ γυναῖκες. Θὰ ἀποστείλω τιμωρητικὴν
μάχαιραν κατὰ τῶν θησαυροφυλακίων της, καὶ
οἱ πλούσιοι θησαυροί της θὰ διασκορπισθοῦν.
|
38
Ἐπὶ τῷ ὕδατι αὐτῆς ἐπεποίθει
καὶ καταισχυνθήσονται, ὅτι γῆ τῶν
γλυπτῶν ἐστι, καὶ ἐν ταῖς νήσοις,
οὗ κατεκαυχῶντο. |
38
Εἶχε πεποίθησιν εἰς τὰ ὕδατα
τῶν ποταμῶν της καὶ τῶν πηγῶν,
ἀλλὰ θὰ κατεντροπιασθῇ, διότι
εἶναι χώρα καὶ πατρὶς τῶν γλυπτῶν
εἰδώλων. Θὰ κατεντροπιασθῇ καὶ
διὰ τὰς νήσους, διὰ τὰς ὁποίας
ἐκαυχᾶτο.
|
38
Ἡ Βαβυλὼν εἶχε πεποίθησιν εἰς τὰ
πολλὰ ὕδατα τοῦ μεγάλου ποταμοῦ Εὐφράτου
καὶ τῶν παραποτάμων του, ποὺ ἐχρησίμευαν
ὡς προπύργιόν της, οἱ ἄνθρωποί
της ὅμως θὰ κατεντροπιασθοῦν διότι ἡ
Βαβυλὼν εἶναι χώρα καὶ πατρίδα τῶν
γλυπτῶν εἰδώλων. Θὰ κατεντροπιασθοῦν
ἐπίσης διὰ τὰ νησιά, ποὺ κατεῖχεν
ἡ Βαβυλών, καὶ διὰ τὰ ὁποῖα
ἐκαυχῶντο. <Κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν:
Θὰ κατεντροπιασθοῦν καὶ διὰ τὶς
οἰκίες τῆς πόλεως, ποὺ ὁμοιάζουν
μὲ νησιά, διότι εἶναι γύρω - γύρω περικυκλωμένες
ἀπὸ τὰ νερὰ τῶν ποταμῶν,
καὶ διὰ τὰ ὁποῖα ἐκαυχῶντο
ὅτι ἦσαν ἀσφαλεῖς>.
|
39
Διὰ τοῦτο κατοικήσουσιν ἰνδάλματα
ἐν τὶς νήσοις, καὶ κατοικήσουσιν
ἐν αὐτῇ θυγατέρες σειρήνων·
οὐ μὴ κατοικηθῇ οὐκέτι εἰς
τὸν αἰῶνα. |
39
Διὰ τὴν ἀλαζονείαν της αὐτὴν
θὰ τιμωρηθῇ. Φαντάσματα θὰ κατοικήσουν
εἰς τὰς νήσους αὐτάς. Γενεαί
δαιμόνων τῆς ἐρήμου θὰ κατοικήσουν
εἰς τὴν πρωτεῦουσαν. Ἄνθρωποι δὲν
θὰ κατοικήσουν πλέον αὐτὴν εἰς
τὸν αἰῶνα.
|
39
Ἐξ αἰτίας τῆς καυχήσεως καὶ ὑπερηφανείας
των αὐτῆς θὰ κατοικήσουν εἰς τὰ
νησιὰ αὐτὰ φαντάσματα· καὶ εἰς
αὐτὴν τὴν πόλιν τῆς Βαβυλῶνος
θὰ κατοικήσουν σειρῆνες <ἀνθρωπόμορφοι
δαίμονες>, ποὺ καταθέλγουν καὶ ἐξαπατοῦν
τοὺς ἀνθρώπους <ἢ κατ' ἄλλην ἑρμηνείαν:
Στρουθοκάμηλοι>. Τοιουτοτρόπως ἡ ἔνδοξος καὶ
πολυπληθὴς Βαβυλὼν θὰ ἐρημωθῇ
καὶ δὲν θὰ κατοικηθῇ ποτὲ πλέον
ἀπὸ ἀνθρώπους εἰς τοὺς αἰῶνας
τῶν αἰώνων! |
40
Καθὼς κατέστρεψεν ὁ Θεὸς Σόδομα
καὶ Γόμορρα καὶ τὰς ὁμορούσας
αὐταῖς, εἶπε Κύριος, οὐ μὴ
κατοικήσει ἐκεῖ ἄνθρωπος, καὶ
οὐ μὴ παροικήσει ἐκεῖ υἱὸς
ἀνθρώπου. |
40
Ὅπως κατέστρεψεν ὁ Θεὸς καὶ
ἐρήμωσε τὰ Σόδομα καὶ τὰ
Γόμορρα καὶ τὰς συνορεύουσας μὲ
αὐτὰς πόλεις, εἶπεν ὁ Κύριος,
ἔτσι θὰ καταστρέψῃ καὶ τὴν
Βαβυλῶνα καὶ δὲν θὰ κατοικήσῃ
πλέον εἰς αὐτήν, ἄνθρωπος, οὔτε
καὶ κανένας προσωρινὸς κάτοικος θὰ
ἐγκατασταθῇ εἰς αὐτήν.
|
40
Ὅπως ὁ Θεὸς κατέστρεψε παλαιοτέρα τὰ
Σόδομα καὶ τὰ Γόμορρα καὶ τὶς γειτονικὲς
πρὸς αὐτὰ πόλεις, εἶπεν ὁ Κύριος,
ἔτσι καὶ εἰς τὴν Βαβυλῶνα δὲν
θὰ κατοικήσῃ πλέον ἄνθρωπος, ἀλλ'
οὔτε καὶ θὰ ἐγκατασταθῇ εἰς
αὐτὴν κανένας προσωρινὸς κάτοικος, ἀπόγονος
ἀνθρώπου. |
41
Ἰδοὺ λαὸς ἔρχεται ἀπὸ
βορρᾶ, καὶ ἔθνος μέγα καὶ βασιλεῖς
πολλοὶ ἐξεγερθήσονται ἀπ' ἐσχάτου
τῆς γῆς, |
41
Ἰδού, ἔρχεται λαὸς πολὺς ἀπὸ
τὸν Βορρᾶν, ἔθνος μέγα καὶ βασιλεῖς
πολλοί, θὰ ἐγερθοῦν ἀπὸ
τὰ ἄκρα τῆς γῆς ἐναντίον
αὐτῆς. |
41
Ἰδού! Λαὸς ἔρχεται ἀπὸ τὸν
βορρᾶν καὶ ἔθνος μεγάλο καὶ ἰσχυρὸν
καὶ βασιλεῖς πολλοὶ κινητοποιοῦνται
καὶ βαδίζουν ἀπὸ τὰ ἄκρα τῆς
γῆς κατὰ τῆς Βαβυλῶνος·
|
42
Τόξον καὶ ἐγχειρίδιον ἔχοντες·
ἰταμός ἐστι καὶ οὐ μὴ
ἐλεήσῃ· ἡ φωνὴ αὐτῶν
ὡς θάλασσα ἠχήσει, ἐφ ἵπποις
ἱιπάσονται παρεσκευασμένοι, ὥσπερ
πῦρ, εἰς πόλεμον πρὸς σέ, θυγάτερ
Βαβυλῶνος. |
42
Αὐτοὶ θὰ κρατοῦν τόξον καὶ
ἐγχειρίδιον. Σκληρὸς θὰ εἶναι
ὁ λαὸς αὐτός, δὲν θὰ δείξῃ
ἔλεος καὶ εὐσπλαγχνίαν διὰ κανένα.
Ἡ φωνὴ τῶν πολεμιστῶν θὰ ἀντηχήσῃ
ὡς τρικυμισμένη θάλασσα, θὰ εἶναι
ἔφιπποι μὲ πλήρη ἐξοπλισμόν.
Ὡσὰν φωτιὰ θὰ ἐπέλθουν
εἰς πόλεμον ἐναντίον σου, Βαβυλών.
|
42
αὐτοὶ εἶναι ὡπλισμένοι μὲ τόξον
καὶ ἀσπίδα. Ὁ λαὸς αὐτὸς
εἶναι σκληρὸς καὶ ἄσπλαγχνος. Ὁ
ἀλαλαγμός των θὰ ὁμοιάζῃ
πρὸς τὸν ἦχον τρικυμισμένης θαλάσσης. Θὰ
ἐφορμήσουν ἐναντίον σου, Βαβυλών,
ὡσὰν φωτιά, ἔφιπποι καὶ πλήρως ἐξωπλισμένοι.
|
43
Ἤκουσε βασιλεὺς Βαβυλῶνος τὴν ἀκοὴν
αὐτῶν καὶ παρελύθησαν αἱ χεῖρες
αὐτοῦ θλῖψις κατεκράτησεν αὐτοῦ,
ὠδῖνες ὡς τικτούσης. |
43
Ἐπληροφορήθη ὁ βασιλεὺς τῆς
Βαβυλῶνος τὴν φήμην αὐτὴν καὶ
παρέλυσαν τὰ χέρια του· τὸν ἐκυρίευσε
θλῖψις μεγάλη, ὠδῖνες ὡσὰν
ἐκείνας, ποὺ δοκιμάζει ἡ ἐτοιμόγεννη
γυναῖκα.
|
43
Ὁ βασιλιᾶς τῆς Βαβυλῶνος ἐπληροφορήθη
τὰ σχέδια καὶ τοὺς σκοπούς των καὶ
ἀπὸ τὸν φόβον του παρέλυσαν τὰ χέρια
του. Τὸν ἐκυρίευσε θλῖψις μεγάλη, πόνος
καὶ ὠδῖνες, ὅμοιες μὲ ἐκεῖνες
ποὺ δοκιμάζει ἡ ἐτοιμόγεννη γυναῖκα.
|
44
Ἰδοὺ ὥσπερ λέων ἀναβήσεται
ἀπὸ τοῦ Ἰορδάνου εἰς τόπον
Αἰθάμ, ὅτι ταχέως ἐκδιώξω
αὐτοὺς ἀπ' αὐτῆς καὶ πάντα
νεανίσκον ἐπ' αὐτὴν ἐπιστήσω.
Ὅτι τίς ὥσπερ ἐγώ; Καὶ
τίς ἀντιστήσεταί μοι; Καὶ τίς
οὗτος ποιμήν, ὃς στήσεται κατὰ
πρόσωπόν μου; |
44
Ἰδού, ὅπως ἀναβαίνει ὁ
ἄγριος λέων ἀπὸ τὸν Ἰορδάνην
εἰς τὸν τόπον τῆς Αἰθάμ,
ἔτσι ἐπέρχονται οἱ ἐχθροὶ
κατὰ τῆς Βαβυλῶνος, διότι ταχέως
θὰ ἐκδιώξω πανικόβλητους τοὺς
Βαβυλωνίους ἀπὸ τὴν πατρίδα
των καὶ θὰ ἐξεγείρω ἐναντίον
αὐτῆς νεαροὺς πολεμιστάς. Διότι
ποιὸς εἶναι τόσον ἰσχυρός, ὅπως
εἶμαι ἐγώ; Ποιὸς ἠμπορεῖ
ποτὲ νὰ ἀντισταθῇ εἰς τὴν
δύναμίν μου; Ποιὸς εἶναι αὐτὸς
ὁ ἄρχων λαῶν, ὁ ὁποῖος
θὰ τολμήσῃ νὰ σταθῇ ἐνώπιόν
μου; |
44
Ἰδού! Ὅπως ἀνεβαίνει τὸ ἄγριο
λιοντάρι ἀπὸ τὴν κοιλάδα τοῦ ποταμοῦ
Ἰορδάνη πρὸς τὴν τοποθεσίαν Αἰθάμ,
ἔτσι ἐπέρχονται οἱ ἐχθροὶ Μήδοι
ἐναντίον τῆς Βαβυλῶνος, διότι Ἐγώ,
ὁ Κύριος, θὰ διώξω πολὺ γρήγορα τοὺς
Βαβυλωνίους ἀπὸ τὴν Βαβυλῶνα καὶ
θὰ ἐξεγείρω ἐναντίον της κάθε νεαρὸν
πολεμιστήν. Ὅλα αὐτὰ θὰ πραγματοποιηθοῦν,
διότι ποῖος εἶναι τόσον ἰσχυρός, ὅσον
εἶμαι Ἐγώ, ὁ παντοκράτωρ Κύριος; Ποῖος
δὲ ἠμπορεῖ νὰ ἀντισταθῇ
εἰς Ἐμέ; Καὶ ποῖος εἶναι ὁ
ποιμένας ἐκεῖνος τῶν λαῶν, ὁ
ὁποῖος δύναται νὰ σταθῇ ἐμπρός
μου καὶ νὰ μὲ ἀντιμετώπισῃ;
|
45
Διὰ τοῦτο ἀκούσατε τὴν βουλὴν
Κυρίου, ἣν βεβούλευται ἐπὶ Βαβυλῶνα,
καὶ λογισμοὺς αὐτοῦ, οὓς ἐλογίσατο
ἐπὶ τοὺς κατοικοῦντας Χαλδαίους·
ἐὰν μὴ διαφθαρῇ τὰ ἀρνία
τῶν προβάτων αὐτῶν, ἐὰν
μὴ ἀφανισθῇ νομὴ ἀπ' αὐτῶν.
|
45
Διὰ τοῦτο ἀκούσατε τὴν ἀπόφασιν
τοῦ Κυρίου, τὴν ὁποίαν ἐσκέφθη
καὶ ἔλαβεν ἐναντίον τῆς Βαβυλῶνος,
καὶ τὰ σχέδια αὐτοῦ, τὰ
ὁποῖα ἐσκέφθη ἐναντίον
αὐτῶν ποὺ κατοικοῦν τὴν Χαλδαίαν.
Ἀσφαλῶς καὶ βεβαίως καὶ αὐτὰ
τὰ ἀρνία τῶν Χαλδαίων θὰ
ἐξολοθρευθοῦν. Οἱ βοσκότοποί
των θὰ ἀφανισθοῦν.
|
45
Διὰ τοῦτο ἀκούσατε τὴν ἀπόφασιν
τοῦ Κυρίου, τὴν ὁποίαν ἔλαβε διὰ
τὴν Βαβυλῶνα, καὶ τὰ σχέδιά του, τὰ
ὁποῖα συνέλαβε καὶ κατέστρωσεν ἐναντίον
τῶν κατοίκων τῆς Χαλδαίας: Τὰ ἀρνία
τῶν προβάτων των, δηλαδὴ τὰ βρέφη καὶ
τὰ νήπιά των, θὰ ἐξολοθρευθοῦν
ὁπωσδήποτε! Θὰ ἀφανισθοῦν ὁπωσδήποτε
καὶ οἱ βοσκότοποί των, δηλαδὴ ἡ
πόλις καὶ οἱ ἐκτάσεις ποὺ ἀνήκουν
εἰς αὐτήν. |
46
Ὅτι ἀπὸ φωνῆς ἁλώσεως
Βαβυλῶνος σεισθήσεται ἡ γῆ, καὶ
κραυγὴ ἐν ἔθνεσιν ἀκουσθήσεται.
|
46
Ἀπὸ τὴν ὀχλοβοὴν τῆς πτώσεως
τῆς Βαβυλῶνος θὰ σεισθῇ ἡ γῆ,
εἰς ὅλα τὰ ἔθνη θὰ ἀκουσθῇ
ἡ κραυγή.
|
46
Διότι ἀπὸ τὸν πάταγον τῆς πτώσεως
καὶ τῆς καταστροφῆς τῆς μεγάλης, ἐνδόξου
καὶ ἐπισήμου Βαβυλῶνος θὰ σεισθῇ
ἡ γῆ, εἰς ὅλα δὲ τὰ ἔθνη
θὰ ἀκουσθῇ ἡ δυνατὴ κραυγὴ
ἀπὸ τὴν συγκλονιστικὴν εἴδησιν,
ὅτι συνετελέσθη ἡ ἅλωσις τῆς Βαβυλῶνος.
|