Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
πικάλεσαι
δέ, εἴ τίς σοι ὑπακούσεται ἢ
εἴ τινα ἀγγέλων ἁγίων
ὄψη· |
άλεσε
εἰς βοήθειάν σου, ἐὰν ὑπάρχῃ
κάποιος, ὁ ὁποῖος θὰ σὲ
ἀκούσῃ καὶ θὰ σπεύσῃ
νὰ σὲ βοηθήσῃ, ἢ ἐὰν
θὰ σοῦ ἐμφανισθῇ κανένας ἀπὸ
τοὺς ἁγίους ἀγγέλους. Κανεὶς
δὲν θὰ ἔλθῃ, διότι εὐρίσκεσαι
ἐν τῷ ἀδίκῳ.
|
ιὰ
νὰ πεισθῇς δέ, ὅτι δὲν ἔχεις
δίκαιον νὰ παραπονῆσαι, ἐπικαλέσου εἰς
βοήθειάν σου, ἐὰν ὑπάρχῃ κάποιος,
ποὺ θὰ ἀκούσῃ καὶ θὰ κάμῃ
δεκτὰ τὰ παράπονά σου, ἢ ἐὰν
θὰ σοῦ ἐμφανισθῇ κάποιος ἀπὸ
τοὺς ἁγίους ἀγγέλους διὰ νὰ
τὸν ἴδῃς. |
2
καὶ γὰρ ἄφρονα ἀναιρεῖ ὀργή,
πεπλανημένον δὲ θανατοῖ ζῆλος.
|
2
Τὸν ἀσύνετον καὶ ἀσεβῆ
τὸν φονεύει ἡ ἀσυγκράτητος ἀγανάκτησίς
του. Τὸν δὲ ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν
πλανώμενον τὸν θανατώνει ὁ φθόνος
καὶ τὸ πάθος του.
|
2
Δὲν θὰ ἴδῃς κανένα, διότι τὸν
ἀνυπόμονον, ποὺ κατήντησεν εἰς ἀφροσύνην,
τὸν φονεύει καὶ τὸν καταστρέφει ἡ
ἀγανάκτησις καὶ ἡ ἀσυγκράτητος
λύπη του, αὐτὸν δέ, ποὺ ἔχει πλανηθῇ
ὑπὸ τῆς ἁμαρτίας, τὸν θανατώνει
τὸ πάθος του. |
3
Ἐγὼ δὲ ἑώρακα ἄφρονας
ρίζαν βάλλοντας, ἀλλ' εὐθέως
ἐβρώθη αὐτῶν ἡ δίαιτα.
|
3
Ἐγώ, βέβαια, ἔχω ἴδει ἀνθρώπους,
ποὺ ζοῦν εἰς ἀφροσύνην καὶ
ἁμαρτίαν, νὰ ριζοβολοῦν καὶ
νὰ εὐδοκιμοῦν. Ἀλλὰ πολὺ
γρήγορα διεβρώθη καὶ κατεστράφη ἡ
κατοικία των καὶ ἡ ζωή των.
|
3
Ἐγὼ δὲ ἔχω ἴδει ἀνθρώπους,
ποὺ ζοῦν ἐν ἀφροσύνῃ καὶ
ἁμαρτίαις, νὰ ρίπτουν ρίζας καὶ νὰ
εὐδοκιμοῦν, ἀλλὰ πολὺ γρήγορα
κατεφαγώθη καὶ κατεστράφη ἡ κατοικία των.
|
4
Πόρρω γένοιντο οἱ υἱοὶ αὐτῶν
ἀπὸ σωτηρίας, κολαβρισθείησαν δὲ
ἐπὶ θύραις ἡσσόνων, καὶ
οὐκ ἔσται ὁ ἑξαιρούμενος·
|
4
Δὲν θὰ ὑπάρξῃ σωτηρία
διὰ τὰ παιδιά των. Θὰ ποδοπατηθοῦν
δὲ ἐμπρὸς εἰς τὰς πύλας
ἀνθρώπων κατωτέρων καὶ ἀσθενέστερων
ἀπὸ αὐτούς. Καὶ δὲν θὰ
ὑπάρχῃ κανεὶς νὰ τοὺς
γλυτώσῃ ἀπὸ τὴν συμφορὰν
καὶ τὸν ὄλεθρον.
|
4
Τὰ παιδιά των θὰ εὑρεθοῦν μακρὰν
ἀπὸ τὴν σωτηρίαν θὰ ποδοπατηθοῦν
δὲ εἰς τὰς πύλας ἀνθρώπων κατωτέρων
καὶ ἀσθενεστέρων ἀπὸ αὐτούς,
καὶ δὲν θὰ εὑρίσκεται κανεὶς
νὰ τοὺς γλυτώσῃ. |
5
ἃ γὰρ ἐκεῖνοι συνήγαγον, δίκαιοι
ἔδονται, αὐτοὶ δὲ ἐκ κακῶν
οὐκ ἐξαίρετοι ἔσονται. Ἐκσιφωνισθείη
αὐτῶν ἡ ἰσχύς·
|
5
Θὰ φύγουν ἀπὸ τὰ χέρια
των, ὅσα οἱ ἀσεβεῖς συνεκέντρωσαν.
Οἱ δίκαιοι θὰ τὰ φάγουν καὶ
θὰ τὰ ἀπολαύσουν. Αὐτοὶ
δὲ οἱ ἴδιοι οἱ ἀσεβεῖς
δὲν θὰ διαφύγουν τὰς συμφοράς.
Ἡ δύναμίς των καὶ ἡ δόξα
των θὰ ἀναρροφηθῇ σὰν ἀπὸ
σίφωνα καὶ θὰ ἐξαφανισθῇ
|
5
Ἀλλὰ καὶ εἰς τὰ πλούτη
των θὰ πέσῃ ἡ κατάρα τοῦ Θεοῦ.
Διότι ὅσα ἐκεῖνοι συνήθροισαν, θὰ
τὰ φάγουν δίκαιοι, ποὺ στεροῦνται,
αὐτοὶ δὲ δὲν θὰ ἐξαιρεθοῦν,
οὐδὲ θὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ
κακὰ καὶ συμφοράς· ἡ δύναμίς
των θὰ ἐξαντληθῇ καὶ θὰ ἐκμηδενισθῇ.
|
6
οὐ γὰρ μὴ ἐξέλθῃ ἐκ
τῆς γῆς κόπος, οὐδὲ ἐξ
ὀρέων ἀναβλαστήσει πόνος·
|
6
Ὁ Θεὸς εἶναι, ποὺ ἀποστέλλει
τὰς θλίψεις, διότι ποτὲ δὲν
φυτρώνει μόνος του ἀπὸ τὴν γῆν
ὁ κόπος, οὔτε ἀπὸ τὰ βουνὰ
αὐτομάτως βλαστάνει ὁ πόνος
ὡσὰν τὸ χορτάρι.
|
6
Ὁ Θεὸς κατὰ ταῦτα ἐπιτρέπει
τὰς θλίψεις εἰς τοὺς ἀνθρώπους. Διότι
δὲν θὰ βγῇ μόνος του ἀπὸ τὴν
γῆν ὁ κόπος, οὔτε ἀπὸ τὰ
ὅρη αὐτομάτως καὶ τυχαίως θὰ βλαστήσῃ
ὁ πόνος. |
7
ἀλλὰ ἄνθρωπος γεννᾶται κόπῳ,
νεοσσοὶ δὲ γυπὸς τὰ ὑψηλὰ
πέτονται. |
7
Ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος ἐξ αἰτίας
τῆς ἁμαρτωλότητος, ποὺ τὸν ἔχει
δηλητηριάσει, γεννᾶται, διὰ νὰ κοπιάζῃ
καὶ πονῇ, καὶ μόνον οἱ νεοσσοὶ
τοῦ γυπὸς πετοῦν ὑψηλά.
|
7
Ἀλλ’ ὁ ἄνθρωπος, ἐπειδὴ δὲν
διεφύλαξε τὴν ἀθωότητά του, γεννᾶται διὰ
τὸν κόπον καὶ τὴν θλῖψιν, ὅπως
καὶ τὰ μικρὰ πουλιὰ τοῦ γερακιοῦ,
μόλις γεννηθοῦν, πετοῦν εἰς τὰ ὑψηλά.
|
8
Οὐ μὴν δὲ ἀλλὰ ἐγὼ
δεηθήσομαι Κυρίου, Κύριον δὲ τῶν
πάντων δεσπότην ἐπικαλέσομαι,
|
8
Παρ' ὅλον ὅμως τοῦτο, ἐγὼ ἂν
περιπέσω εἰς θλῖψιν, θὰ παρακαλέσω
θερμῶς τὸν Κύριον, ναὶ τὸν Κύριον
καὶ κυρίαρχον τῶν πάντων θὰ
ἐπικαλεσθῶ μὲ θερμὴν προσευχήν·
|
8
Ἂν μὲ εὕρῃ ὅμως θλῖψις
καὶ πόνος, δὲν θὰ παραδοθῶ ἀνυπεράσπιστος
εἰς αὐτόν, ἀλλ’ ἐγὼ θὰ
παρακαλέσω τὸν Κύριον, καὶ θὰ ἐπικαλεσθῶ
τὸν Κύριον, ποὺ ὁρίζει τὰ πάντα,
|
9
τὸν ποιοῦντα μεγάλα καὶ ἀνεξιχνίαστα,
ἔνδοξά τε καὶ ἐξαίσια, ὧν
οὐκ ἔστιν ἀριθμὸς· |
9
αὐτόν, ὁ ὁποῖος πράττει
μεγάλα, ἀνεξιχνίαστα καὶ ἀνεξερεύνητα
ἀπὸ τὴν ἀνθρωπίνην διάνοιαν,
ἔνδοξα καὶ ἔκτακτα, τῶν ὁποίων
δὲν ὑπάρχει ἀριθμός.
|
9
Αὐτόν, ὁ Ὁποῖος ποιεῖ μεγάλα
καὶ ἀνεξερεύνητα, καὶ ἔνδοξα καὶ
καταπληκτικά, ποὺ δὲν ἠμπορεῖ κανεὶς
νὰ τὰ ἀριθμήσῃ.
|
10
τὸν διδόντα ὑετόν ἐπὶ
τὴν γῆν, ἀποστέλλοντα ὕδωρ ἐπὶ
τὴν ὑπ' οὐρανόν·
|
10
Αὐτόν, ὁ ὁποῖος χορηγεῖ
τὴν εὐεργετικὴν βροχὴν εἰς τὴν
γῆν καὶ ἀποστέλλει τὸ ὕδωρ
εἰς ὅλην τὴν ὑπ' οὐρανόν.
|
10
Αὐτὸν ποὺ δίδει τὴν βροχὴν εἰς
τὴν γῆν καὶ ἀποστέλλει νερὸν
εἰς τὰς χώρας, ποὺ ἐκτείνονται κάτω
ἀπὸ τὸν οὐρανόν.
|
11
τὸν ποιοῦντα ταπεινοὺς εἰς ὕψος,
καὶ ἀπολωλότας ἐξεγείροντα·
|
11
Ἀνορθώνει καὶ τοποθετεῖ εἰς
μέγα ὕψος δόξης τοὺς ταπεινοὺς
ἀνθρώπους. Ἀνεγείρει καὶ ἐνδυναμώνει
αὐτούς, ποὺ φαίνονται ὅτι εἶναι
χαμένοι.
|
11
Αὐτόν, ὁ Ὁποῖος ἀνεβάζει εἰς
ὕψος τοὺς ταπεινοὺς καὶ ὁ Ὁποῖος
σηκώνει καὶ ἐνδυναμώνει αὐτούς, ποὺ
φαίνονται χαμένοι. |
12
διαλλάσσοντα βουλὰς πανούργων, καὶ
οὐ μὴ ποιήσουσιν αἱ χεῖρες αὐτῶν
ἀληθές. |
12
Αὐτόν, ὁ ὁποῖος ματαιώνει
καὶ διαλύει τὰ πονηρὰ σχέδια
τῶν πανούργων ἀνθρώπων καὶ τῶν
ὁποίων τὰ χέρια ποτὲ δὲν
ἐκτείνονται, διὰ νὰ πράξουν
τὸ ἀληθές, τὸ σύμφωνον πρὸς
τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου.
|
12
Αὐτόν, ὁ Ὁποῖος ματαιώνει καὶ
διαλύει τὰ σχέδια καὶ τὰς ἀποφάσεις
τῶν πονηρῶν, καὶ ἔτσι τὰ χέρια
των δὲν θὰ ἐπαληθεύσουν καὶ
δὲν θὰ ἐπιτύχουν τὰ σχεδιασθέντα ὑπ’
αὐτῶν. |
13
Ὁ καταλαμβάνων σοφοὺς ἐν τῇ
φρονήσει, βουλὴν δὲ πολυπλόκων ἐξέστησεν·
|
13
Αὐτόν, ποὺ συλλαμβάνει τοὺς
καυχωμένους διὰ τὴν σοφίαν των, ματαιώνει
δὲ τὰ σχέδια καὶ τὰς ἀποφάσεις
τῶν πονηρῶν ἀνθρώπων.
|
13
Αὐτὸς εἶναι, ποὺ συλλαμβάνει τοὺς
νομίζοντας ἑαυτοὺς σοφοὺς διὰ τῆς
ἐξυπνάδας καὶ φρονήσεώς των· Αὐτὸς
δὲ καὶ τὰ σχέδια καὶ τὰς ἀποφάσεις
τῶν πονηρῶν καὶ πολυμηχάνων ἀσεβῶν
τὰς ματαιώνει καὶ τὰς ἀπομακρύνει
ἀπὸ τὴν ἐπιτυχίαν τοῦ ἐπιδιωκομένου
σκοποῦ των. |
14
ἡμέρας συναντήσεται αὐτοῖς σκότος,
τὸ δὲ μεσημβρινὸν ψηλαφήσαισαν ἴσα
νυκτί. |
14
Καὶ ἔτσι αὐτοὶ ὁμοιάζουν
πρὸς ἐκείνους, ποὺ κατὰ τὴν
διάρκειαν τῆς ἡμέρας καταλαμβάνονται
ἀπὸ τὸ σκότος, κατὰ δὲ
τὴν μεσημβρίαν ψηλαφοῦν, ὅπως κατὰ
τὴν νεφελώδη σκοτεινὴν νύκτα.
|
14
Λόγῳ δὲ τοῦ ὅτι ὁ Θεὸς
σηκώνει ἀπὸ αὐτοὺς τὸν φωτισμόν
του, κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς ἡμέρας
καταλαμβάνονται ὑπὸ σκότους, κατὰ δὲ
τὴν μεσημβρίαν ψηλαφοῦν ἐξ ἴσου ὅπως
καὶ εἰς τὸ σκοτάδι τῆς νυκτός.
|
15
Ἀπόλοιντο δὲ ἐν πολέμῳ,
ἀδύνατος δὲ ἐξέλθοι ἐκ
χειρὸς δυνάστου· |
15
Θὰ νικηθοῦν καὶ θὰ ἐξολοθρευθοῦν
εἰς τὸν πόλεμόν των. Ὁ δὲ
ἀσθενὴς καὶ ἀδύνατος θὰ
ἐξέλθῃ σῷος καὶ ἐλεύθερος
ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ τυράννου
του. |
15
Θὰ ἡττηθοῦν δὲ καὶ θὰ
χαθοῦν εἰς τὸν πόλεμον, ποὺ κάνουν
διὰ να ἐξοντώσουν τὸν εἰς τὸν
Θεὸν ἐλπίζοντα πτωχόν, ὁ ἀδύνατος
δὲ θὰ ἐξέλθῃ σῷος ἀπὸ
τὰς χεῖρας τοῦ τυραννοῦντος αὐτὸν
ἰσχυροῦ. |
16
εἴη δὲ ἀδυνάτῳ ἐλπίς,
ἀδίκου δὲ στόμα ἐμφραχθείη.
|
16
Ἐλπὶς δι' αὐτὸν τὸν ἀδύνατον
θὰ εἶναι ὁ Θεός, τὸ δὲ
συκοφαντικὸν στόμα τοῦ ἀδίκου
θὰ φραχθῇ καὶ θὰ κλείσῃ.
|
16
Θὰ ὑπάρχῃ δὲ ἐλπὶς ἀπὸ
τὸν Θεὸν εἰς τὸν ἀδύνατον, καὶ
τὸ συκοφαντικὸν στόμα τοῦ ἀδίκου θὰ
κλείσῃ. |
17
Μακάριος δὲ ἄνθρωπος, ὅν ἤλεγξεν
ὁ Κύριος, νουθέτημα δὲ Παντοκράτορος
μὴ ἀπαναίνου· |
17
Τρισευτυχισμένος εἶναι ὁ ἄνθρωπος,
τὸν ὁποῖον παιδαγωγικῶς ἐτιμώρησεν
ὁ Κύριος. Αὐτὴν δὲ τὴν
παιδαγωγίαν τοῦ Παντοκράτορος Κυρίου
σύ, ὦ ἄνθρωπε, μὴ τὴν ἀποστραφῆς
ποτέ.
|
17
Μακάριος δὲ εἶναι ὁ ἄνθρωπος, τὸν
ὁποῖον διὰ δοκιμασιῶν ἐτιμώρησε
πρὸς διόρθωσιν ὁ Κύριος· μὴ ἀντιτάσσεσαι
δὲ καὶ μὴ ἀπορρίπτης τὴν νουθεσίαν
τοῦ Παντοκράτορος Θεοῦ. |
18
αὐτὸς γὰρ ἀλγεῖν ποιεῖ
καὶ πάλιν ἀποκαθίστησιν· ἔπαισε,
καὶ αἱ χεῖρες αὐτοῦ ἰάσαντο.
|
18
Ὁ Θεός, διὰ τὴν πνευματικήν
μας ὠφέλειαν, μᾶς κάμνει νὰ
πονοῦμεν, ἀλλὰ καὶ πάλιν μᾶς
ἐπαναφέρει εἰς τὴν προτέραν
εἰρηνικὴν κατάστασιν. Μᾶς ἐκτύπησε
μὲ τὰς θλίψεις, ἀλλὰ μὲ
τὰ ἴδια του τὰ χέρια μᾶς ἐθεράπευσε.
|
18
Διότι Αὐτὸς ἐπιτρέπει να πονῇ καὶ
νὰ πάσχῃ ὁ ἄνθρωπος, καὶ πάλιν
Αὐτὸς ἀποκαθιστῶ εἰς ὑγείαν
τὸν πονοῦντα. Αὐτὸς σὲ ἐκτύπησε
πρὸς τὸ καλόν σου καὶ αἱ χεῖρες
του σὲ ἰάτρευσαν. |
19
Ἐξάκις ἐξ ἀναγκῶν σε ἐξαλεῖται,
ἐν δὲ τῷ ἑβδόμῳ οὐ
μὴ ἄψητοί σου κακόν. |
19
Πολλὲς φορὲς θὰ σὲ γλυτώσῃ
ἀπὸ τὰς ἀνάγκας καὶ θλίψεις·
καὶ ἂν ἀκόμη ἐπακολουθήσουν
ἄλλαι, δὲν θὰ σὲ ἐγγίσῃ
καὶ δὲν θὰ σὲ καταβάλῃ
κάτι κακόν.
|
19
Ἓξ καὶ πολὺ περισσότερες φορὲς θὰ
σὲ ἐλευθερώσῃ ἀπὸ ἀνάγκας,
καὶ δι’ ἑβδόμην ἢ καὶ πολὺ περισσότερες
φορές, ὅταν σὲ ξαναβροῦν ἄλλες, δὲν
θὰ σὲ εγγίσῃ κακόν.
|
20
Ἐν λιμῷ ρύσεταί σε ἐκ θανάτου,
ἐν πολέμῳ δὲ ἐκ χειρὸς
σιδήρου λύσει σε. |
20
Εἰς καιρὸν λιμοῦ θὰ σὲ γλυτώσῃ
ἀπὸ τὸν ἐκ πείνης θάνατον
καὶ εἰς καιρὸν πολέμου θὰ λύσῃ
τὰ σιδηρᾶ δεσμὰ τῆς αἰχμαλωσίας
ἀπὸ τὰ χέρια σου.
|
20
Ἐν καιρῷ πείνης θὰ σὲ γλυτώσῃ
ἀπὸ τὸν θάνατον, ἐν καιρῷ δὲ
πολέμου θὰ σὲ ἐλευθερώσῃ ἀπὸ
δυνατὴν χεῖρα, ποὺ κρατεῖ μάχαιραν.
|
21
Ἀπὸ μάστιγος γλώσσης σε κρύψει,
καὶ οὐ μὴ φοβηθῇς ἀπὸ
κακῶν ἐρχομένων. |
21
Θὰ σὲ προφυλάξῃ καὶ θὰ
σὲ σκεπάσῃ ἀπὸ τὸ μαστίγιον
συκοφαντικῆς καὶ ἀδίκου γλώσσης
καὶ δὲν θὰ φοβηθῇς ἀπὸ
οἱονδήποτε ἐπερχόμενον κακόν.
|
21
Αὐτὸς θὰ σὲ σκεπάσῃ καὶ
θὰ σὲ κρύψῃ ἀπὸ τὴν μάστιγα
τῆς συκοφαντικῆς καὶ δολίας γλώσσης, καὶ
ὑπὸ τὴν προστασίαν του δὲν θὰ
φοβηθῇς ἀπὸ παντὸς εἴδους ἐπερχόμενα
κακά. |
22
ἀδίκων καὶ ἀνόμων καταγελάσῃ
ἀπὸ δὲ θηρίων ἀγρίων οὐ
μὴ φοβηβῇς· |
22
Θὰ γελᾷς μὲ τὰς ἀπειλὰς
καὶ τὰ πονηρὰ σχέδια τῶν ἀδίκων
καὶ τῶν παρανόμων, διότι θὰ
βλέπῃς πόσον ἀδύνατοι εἶναι
αὐτοὶ ἐμπρὸς εἰς τὸν παντοδύναμον
Θεόν. Καὶ ἀπὸ αὐτὰ ἀκόμη
τὰ ἄγρια θηρία δὲν ἔχεις νὰ
φοβηθῇς τίποτε,
|
22
Τὰς ἐπιβουλὰς καὶ ἐπιθέσεις
τῶν ἀδίκων καὶ τῶν περιφρονούντων
συστηματικῶς τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ ἀνθρώπων
θὰ ἀντιμετωπίσῃς μὲ ἀταραξίαν
καὶ μὲ γέλωτος, δὲν θὰ φοβηθῇς
δὲ οὔτε ἀπὸ τὰ ἄγρια θηρία.
|
23
θῆρες γὰρ ἄγριοι εἰρηνεύσουσί
σοι. |
23
διότι καὶ τὰ ἄγρια θηρία θὰ
εἶναι εἰρηνικὰ μαζῆ σου.
|
23
Διότι καὶ αὐτὰ τὰ ἄγρια θηρία
θὰ εἰρηνεύουν πρὸς σέ.
|
24
Εἶτα γνώσῃ ὅτι εἰρηνεύσει
σου ὁ οἶκος, ἡ δὲ δίαιτα τῆς
σκηνῆς σου οὐ μὴ ἁμάρτῃ·
|
24
Ἔπειτα δέ, ἐφ' ὅσον θὰ εἶσαι
ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, θὰ μάθῃς
ἐξ αὐτῶν τούτων τῶν πραγμάτων,
ὅτι τὸ σπίτι σου θὰ ζῇ ἐν
εἰρήνῃ, διότι θὰ ἔχῃ
τὴν εὐλογίαν τοῦ Θεοῦ. Καὶ
ἀπὸ τὸ σπίτι σου δὲν θὰ
λείψῃ τίποτε ἀπὸ ἐκεῖνα,
ποὺ χρειάζονται πρὸς διατροφήν σου.
|
24
Ἔπειτα θὰ πληροφορηθῇς ἀπὸ τὰ
πράγματα, ὅτι θὰ εἰρηνεύσῃ μονοιασμένον
ὅλον τὸ σπίτι σου, δὲν θὰ λείψῃ
δὲ ἀπὸ τὴν πτωχικὴν ἔστω
καλύβην καὶ σκηνήν σου τίποτε ἀπὸ τὰ
ἀναγκαῖα διὰ τὴν διατροφήν σου.
|
25
γνώσῃ δὲ ὅτι
πολὺ τὸ σπέρα σου, τὰ δὲ
τέκνα σου ἔσται ὥσπερ τὸ παμβότανον
τοῦ ἀγροῦ. |
25
Θὰ ἴδῃς πολλοὺς ἀπογόνους,
τὰ δὲ παιδιά σου θὰ μεγαλώνουν,
θὰ πληθύνονται, θὰ εἶναι θαλλερὰ
ὡσὰν τὴν πολυποίκιλον χλόην
ποὺ φυτρώνει πολυπληθὴς εἰς τοὺς
ἀγροὺς
|
25
Θὰ πληροφορηθῇς δὲ ἀκόμη, ὅτι
πολὺ πλῆθος θὰ γίνουν οἱ ἀπόγονοί
σου, τὰ δὲ τέκνα σου θὰ μεγαλώνουν καὶ
θὰ εἶναι θαλερὰ σὰν τὸ πλῆθος
τῶν βοτάνων, ποὺ φυτρώνουν εἰς τὸν
ἀγρὸν καὶ τὰ τρέφει τὸ ὕπαιθρον
καὶ ἡ δροσιά. |
26
Ἐλεύσῃ δὲ ἐν τάφῳ
ὤσπερ σῖτος ὥριμος κατὰ καιρὸν
θεριζόμενος ἢ ὥσπερ θημωνία ἁλωνος
καθ' ὥραν συγκομισθεῖσα. |
26
Θὰ ἔλθῃς δὲ εἰς τὸν τάφον
ὄχι προῶρα, ἀλλά εἰς γῆρας
βαθύ, ὡσὰν τὸν μεστωμένον σῖτον,
ποὺ θερίζεται εἰς τὸν καιρόν
του, ὡσὰν τὴν θημωνιὰν τοῦ ἁλωνιοῦ.
Ποὺ συγκομίζεται εἰς τὴν ὥραν
της. |
26
Θὰ ἔλθῃς δὲ εἰς τὸν τάφον
ὄχι παράκαιρα, ἀλλ' εἰς γῆρας βαθύ,
σὰν σῖτος, ποὺ θερίζεται εἰς τὸν
καιρόν του, ἢ σὰν δεμάτιον ἁλωνιοῦ,
ποὺ ἐμαζεύθη εἰς τὴν ὥραν
του. |
27
Ἰδοὺ ταῦτα οὕτως ἐξιχνιάσαμεν,
ταῦτά ἐστιν ἃ ἀκηκόαμεν·
σὺ δὲ γνῶθι σεαυτῷ εἴ τι ἔπραξας.
|
27
Ἰδού, αὐτὰ ἔτσι τὰ ἐρευνήσαμεν
καὶ τὰ ἐμάθαμεν. Τὰ ἴδια
ἔχομεν ἀκούσει ἀπὸ τοὺς
προγόνους μας, ἀπὸ τὴν παράδοσίν
μας. Σὺ δὲ τώρα σκέψου τὸν ἑαυτόν
σου καὶ ἐρεύνησε, μήπως κάτι
κακὸν ἔπραξες. |
27
Ἰδοὺ αὐτά, ποὺ σοῦ εἶπα,
τὰ ἠρευνήσαμεν μὲ ἐπιμέλειαν καὶ
τὰ ηὕραμεν, ὅτι ἔχουν οὕτως·
αὐτὰ εἶναι, τὰ ὁποῖα ἔχομεν
ἀκούσει καὶ ἀπὸ τοὺς πατέρας
μας. Σὺ δὲ τώρα μάθε διὰ τὸν ἑαυτόν
σου, ἐὰν ἔπραξες κάτι ἀπὸ αὐτὰ
ἢ παρέλειψες νὰ συμμορφωθῇς πρὸς ταῦτα>.
|