Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
άμνων
τῇ ψυχῇ μου, στένων ἐπαφήσω
ἐπ αὐτὸν τὰ ρήματά
μου· λαλήσω πικρίᾳ ψυχῆς μου
συνεχόμενος |
άσχων
ψυχικῶς, ἀποκαμωμένος καὶ στενάζων
συνεχῶς θὰ ἀφήσω νὰ πέσουν
ἐπάνω εἰς αὐτὸν τὰ λόγια
μου. Θὰ ὁμιλήσω κατεχόμενος καὶ
πιεζόμενος ἀπὸ τὴν πικρίαν τῆς
ψυχῆς μου·
|
ουρασμένος
ἀπὸ τὴν ζωήν μου, στενάζων θὰ ἀφήσω
νὰ ἔλθουν πρὸς αὐτὸν τὰ
λόγια μου· θὰ ὁμιλήσω κατεχόμενος καὶ πιεζόμενος
ἀπὸ πικρίαν ψυχῆς. |
2
καὶ ἐρῶ πρὸς Κύριον· μή
με ἀσεβεῖν δίδασκε· καὶ διατί
με οὕτως ἔκρινας; |
2
καὶ θὰ εἴπω πρὸς τὸν Κύριον·
Μὴ μὲ διδάσκεις, Κύριε, ἐξ αἰτίας
τῶν τιμωριῶν σου νὰ παραπονοῦμαι καὶ
νὰ φαίνωμαι ἀσεβὴς ἐνώπιόν
σου. Διατί μὲ ἔκρινες καὶ μὲ
κατεδίκασες τόσον πολύ;
|
2
Καὶ θὰ εἴπω πρὸς τὸν Κύριον:
Μὴ μὲ διδάσκῃς διὰ τῶν τιμωριῶν
σου νὰ παραπονοῦμαι καὶ νὰ ἀσεβῶ
ἐνώπιόν σου· καὶ διατὶ μὲ ἔκρινες
οὕτως, ὥστε νὰ πάσχω τόσον πολλά;
|
3
Ἦ καλόν σοι, ἐὰν ἀδικήσω,
ὅτι ἀπείπω ἔργα χειρῶν σου,
βουλῇ δὲ ἀσεβῶν προσέσχες;
|
3
Εἶναι, τάχα, καλὸν διὰ σέ, ἐὰν
ὑπὸ τὸ βάρος τῶν δοκιμασιῶν
ἐκτραπῶ εἰς ἄδικα παράπονα;
Διότι σὺ ἔχεις ἀπαρνηθῆ τοὺς
εὐσεβεῖς, αὐτὰ τὰ ἔργα
τῶν χειρῶν σου, ἔδωσες δὲ προσοχὴν
εἰς τὰς σκέψεις καὶ τὰς ἀποφάσεις
τῶν ἀσεβῶν;
|
3
Ἢ σοῦ φαίνεται καλόν, ἐὰν ὑπὸ
τὴν πίεσιν τῶν θλίψεων καὶ δοκιμασιῶν
ἐκτραπῶ εἰς ἄδικα παράπονα;
Λέγω τοῦτο, διότι ἀπηρνήθης τὰ ἔργα
τῶν χειρῶν σου, ποὺ σὲ ἀναγνωρίζουν
ὡς Κύριόν των, ἐπρόσεξες δὲ τὰ
μετὰ σκέψεως πολλῆς ἀποφασισμένα σχέδια
τῶν ἀσεβῶν. |
4
Ἦ ὥσπερ βροτὸς ὁρᾷ καθορᾷς
ἢ καθὼς ὁρᾷ ἄνθρωπος βλέψῃ;
|
4
Ἢ βλέπεις καὶ σὺ ἀπὸ τοῦ
ὕψους σου, ὅπως ὁ κάθε θνητός;
Ἢ καθὼς βλέπει ὁ ἄνθρωπος, θὰ
ἴδῃς καὶ σύ;
|
4
Ἢ καθὼς ὁ θνητὸς βλέπει, βλέπεις καὶ
Σὺ ἀπὸ τοῦ ὕψους σου; Ἢ
καθὼς βλέπει ὁ ἄνθρωπος, θὰ ἴδῃς
καὶ σύ; |
5
Ἦ ὁ βίος σου ἀνθρώπινός
ἐστιν ἢ τὰ ἔτη σου ἀνδρός;
|
5
Μήπως ὁ βίος σου εἶναι σὰν τῶν
ἀνθρώπων βραχὺς ἢ τὰ ἔτη
σου εἶναι ὀλίγα, ὅσα εἶναι τὰ
ἔτη ἑνὸς ἀνδρός;
|
5
Ἢ μήπως ὁ βίος σου εἶναι σὰν τοῦ
ἀνθρώπου βραχὺς ἢ εἶναι τὰ ἔτη
σου ὀλίγα, ὅσα ἑνὸς ἀνδρός;
|
6
Ὅτι ἀνεζήτησας τὴν ἀνομίαν
μου καὶ τὰς ἁμαρτίας μου ἐξιχνίασας;
|
6
Καὶ διὰ τὴν βραχύτητα αὐτὴν
τοῦ βίου μου ἀνεζήτησες τὴν
ἀνομίαν μου καὶ ἐφρόντισες ἐπιμελῶς
νὰ εὕρῃς τὰς ἁμαρτίας
μου καὶ νὰ μὲ τιμωρήσῃς δι'
αὐτάς;
|
6
Διατὶ λοιπὸν ἐζήτησες νὰ εὕρῃς
τὴν παράβασιν τοῦ νόμου σου, εἰς τὴν
ὁποίαν ὑπέπεσα, καὶ ἐξηρεύνησας
μετὰ προσοχῆς τὰς ἁμαρτίας μου, ὡσὰν
νὰ ἦτο δυνατὸν νὰ ξεφύγω καὶ
νὰ μὴ προφθάσῃς νὰ μὲ τιμωρήσῃς;
|
7
Οἶδας γὰρ ὅτι οὐκ ἠσέβησα·
ἄλλα τίς ἐστιν ὁ ἐκ τῶν
χειρῶν σου ἑξαιρούμενος;
|
7
Διότι γνωρίζεις ὅτι δὲν ὑπῆρξα
ἀσεβὴς ἀπεναντί σου. Ἀλλὰ
ποιὸς εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος
θὰ ἠμπορέση νὰ μὲ ἀπαλλάξῃ
ἀπὸ τὰς τιμωρίας τῶν χειρῶν
σου; |
7
Παραπονοῦμαι λοιπόν, διότι ἀπὸ τὴν
ἔρευναν τῶν ἁμαρτιῶν μου, ποὺ
ἔκαμες, ἠξεύρεις ὅτι οὐδὲν
τὸ ἀσεβὲς διέπραξα. Ἀλλὰ ποῖος
ὑπάρχει, ποὺ θὰ μὲ ἠλευθέρωνε
καὶ θὰ μὲ ἀπέσπα ἀπὸ τὰς
τιμωρητικάς σου χεῖρας; |
8
Αἱ χεῖρές σου ἔπλασάν με καὶ
ἐποίησάν με, μετὰ ταῦτα μεταβολών
με ἔπαισας. |
8
Αὐτὰ τὰ χέρια σου μὲ ἔπλασαν.
Μὲ ἔφεραν ἐκ τῆς ἀνυπαρξίας
εἰς τὴν ὕπαρξιν. Κατόπιν ὅμως,
σὰν νὰ μετέβαλες γνώμην καὶ
στάσιν, καὶ μὲ ἐκτύπησες.
|
8
Αἱ χεῖρες σου μὲ ἔπλασαν καὶ
μὲ ἐποίησαν. Ἄραγε μετὰ ταῦτα
μετέβαλες γνώμην καὶ μὲ ἐκτύπησες
ρίψας με εἰς τόσην ἀθλιότητα;
|
9
Μνήσθητι ὅτι πηλόν με ἔπλασας, εἰς
δὲ γῆν με πάλιν ἀποστρέφεις.
|
9
Ἐνθυμήσου ὅτι ἀπὸ πηλὸν
μέ ἔπλασες καὶ ὤρισες νὰ ἐπιστρέφω
πάλιν εἰς τὴν γῆν.
|
9
Ἐνθυμήσου, ὅτι ἀπὸ πηλὸν
μὲ ἔπλασας καὶ τόσον ἀσθενῆ
καὶ εὔθραυστον, ὡς τὰ ἐκ πηλοῦ
σκεύη· μὲ τὰ κτυπήματά σου δὲ συντρίβεις
τὴν ἀσθένειάν μου καὶ μὲ ἐπαναφέρεις
εἰς τὴν γῆν. |
10
Ἦ οὐχ ὥσπερ γάλα με ἤμελξας,
ἐτύρωσας δέ με ἴσα τυρῷ;
|
10
Μήπως ἡ ἀρχὴ τῆς ὑπάρξεώς
μου δὲν ἦτο ρευστή, ὡσὰν τὸ
γάλα ποὺ ἀρμέγεται, καί, ὅπως
αὐτὸ γίνεται ἔπειτα τυρός, ἔτσι
καὶ εἰς ἐμὲ ἔδωκες κατόπιν
στερεὰν σύστασιν;
|
10
Ἢ δὲν μὲ ἤμελξες εἰς ὑγρὰν
τὸ κατ’ ἀρχὰς κατάστασιν, ὅπως εἶναι
τὸ γάλα, καὶ δὲν μοῦ ἔδωκες
μέσα εἰς τὴν κοιλίαν τῆς μητρός μου στερεὰν
σύστασιν, ὅπως ἀκριβῶς τὸ γάλα μεταβάλλεται
εἰς τυρόν; |
11
Δέρμα δὲ καὶ κρέας με ἐνέδυσας,
ὀστέοις δὲ καὶ νεύροις με ἐνεῖρας.
|
11
Μὲ ἐνέδυσες μὲ δέρμα καὶ
μὲ κρέας. Ἔθεσες μέσα εἰς αὐτὰ
ὀστᾶ καὶ νεῦρα.
|
11
Μὲ ἐνέδυσες δὲ μὲ δέρμα καὶ
μὲ κρέας, παρενέβαλες δὲ μέσα εἰς αὐτὰ
ὀστᾶ καὶ νεῦρα.
|
12
Ζωὴν δὲ καὶ ἔλεος ἔθου παρ'
ἐμοί, ἡ δὲ ἐπισκοπή σου
ἐφύλαξέ μου τὸ πνεῦμα.
|
12
Μαζῆ μὲ τὴν ζωὴν μοῦ ἔδωκες
συγχρόνως καὶ τὸ ἔλεός σου.
Ἡ δὲ ἄγρυπνος ἐπίβλεψίς
σου καὶ πρόνοια μοῦ ἐφύλαξαν
τὴν ζωὴν ἀπὸ ἐκείνους,
ποὺ τὴν ἐπεβουλεύοντο.
|
12
Ζωὴν δὲ καὶ εὔνοιαν καὶ εὐεργεσίας
πολλὰς μοῦ ἔδωκες, τὰς ὁποίας
ἔθεσας ὡς δῶρα πλούσια πλησίον μου, ἡ
ἐπίσκεψις δὲ καὶ ἄγρυπνος ἐπίβλεψίς
σου μοῦ ἐφύλαξε τὴν ψυχὴν ἀπὸ
τοὺς ἐπιβουλευομένους αὐτὴν κινδύνους.
|
13
Ταῦτα ἔχων ἐν σεαυτῷ οἶδα ὅτι
πάντα δύνασαι, ἀδυνατεῖ δέ σοι
οὐθέν. |
13
Ἐπειδὴ αὐτὰ εἶχες μέσα
εἰς τὴν ἄπειρον τελειότητά σου,
γνωρίζω ὅτι δύνασαι τὰ πάντα
καὶ τίποτε δὲν εἶναι εἰς σὲ
ἀδύνατον.
|
13
Αὐτὰ δέ, ποὺ ὑποφέρω τώρα, τὰ
ἠξεύρεις, καὶ τὸ σχέδιόν σου, σύμφωνα
μὲ τὸ ὁποῖον συμβαίνουν ταῦτα
εἰς ἐμέ, τὸ κρατεῖς κρυμμένον μέσα
σου καὶ παραμένει ἄγνωστον εἰς ἐμέ·
γνωρίζω ὅμως ὅτι δύνασαι τὰ πάντα, καὶ
τίποτε δὲν εἶναι ἀδύνατον εἰς σέ.
|
14
Ἐάν τε γὰρ ἁμάρτω, φυλάσσεις,
ἀπὸ δὲ ἀνομίας οὐκ ἀθῷόν
με πεποίηκας. |
14
Ἐὰν ἁμαρτήσω μὲ βλέπεις,
καὶ ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν μου
δὲν μὲ ἀθωώνεις.
|
14
Ἀλλὰ καὶ τὰ ἠξεύρεις ὅλα.
Διότι καὶ ἐὰν ἁμαρτήσω, δέν σοῦ
διαφεύγει καμμία ἁμαρτία μου. Τὸ παντέφορον Ὄμμα
σου μὲ παρατηρεῖ. Ἀπὸ κάθε παράβασιν
δὲ τοῦ νόμου Σου δὲν μὲ ἔχεις
ἀθωώσει ποτέ. |
15
Ἐάν τε γὰρ ἀσεβήσω, οἴμοι·
ἐὰν δὲ ὦ δίκαιος, οὐ δύναμαι
ἀνακύψαι, πλήρης γὰρ ἀτιμίας
εἰμί. |
15
Ἐὰν διαπράξω ἀσεβείας, ἀλλοιμονόν
μου! Ἐὰν πάλιν γίνω καὶ μείνω
δίκαιος, δὲν ἠμπορῶ νὰ σηκώσω
τὸ κεφάλι μου ἐνώπιόν σου, διότι
καὶ τότε θὰ εἶμαι γεμᾶτος ἀπὸ
ἐξευτελισμὸν καὶ ἀθλιότητα.
|
15
Καὶ πῶς νὰ μὲ ἀθωώσῃς;
Διότι καὶ ἐὰν ἐκτραπῶ εἰς
ἀσεβεῖς πράξεις, ἀλλοόμονόν μου. Ἐὰν
δὲ πάλιν τηρήσω πᾶσαν δικαιοσύνην, καὶ τότε
δὲν δύναμαι νὰ σηκώσω τὴν κεφαλὴν
ἐνώπιόν Σου, διότι εἶμαι γεμᾶτος ἀπὸ
ἀτιμίαν καὶ ἀθλιότητα.
|
16
Ἀγρεύομαι γὰρ ὥσπερ λέων εἰς
σφαγήν, πάλιν γὰρ μεταβαλὼν δεινῶς
με ὀλέκεις |
16
Συλλαμβάνομαι εἰς τὴν παγίδα σὰν
τὸν ὑπερήφανον λέοντα, τὸν ὁποῖον
θέλουν νὰ ἐξοντώσουν. Ὅταν ἔτσι
μὲ συλλάβῃς καὶ ἀλλάξῃς
τὴν φιλάνθρωπόν σου διάθεσιν, μὲ
καταστρέφεις κατὰ ἕνα φοβερὸν τρόπον.
|
16
Δὲν σηκώνω δὲ κεφαλήν, διότι τότε λόγῳ τῆς
ὑπερηφανείας μου συλλαμβάνομαι ὑπὸ σοῦ
σὰν τὸν ἀγέρωχον λέοντα, τὸν ὁποῖον
πιάνουν διὰ νὰ τὸν ἐξοντώσουν. Καὶ
ἐγὼ σὰν εἰς σφαγὴν συλλαμβάνομαι,
διότι, ὅταν μὲ πιάσῃς, ἀφοῦ
μεταβάλῃς τὴν φιλάνθρωπον διάθεσίν σου, μὲ
καταστρέφεις κατὰ τρόπον δεινόν. |
17
ἐπανακαινίζων ἐπ' ἑμὲ τὴν
ἔτασίν μου· ὀργῇ δὲ μεγάλῃ
μοι ἐχρήσω, ἐπήγαγες δὲ ἐπ'
ἐμὲ πειρατήρια. |
17
Μὲ ὑποβάλλεις εἰς νέαν ἐξέτασιν
καὶ ἔρευναν σχετικῶς μὲ τὰς
πράξεις μου. Συνέπεια δὲ αὐτῆς
τῆς ἐξετάσεως ἀκολουθεῖ, ὅτι
μὲ μεταχειρίζεσαι μὲ μεγάλην ὀργὴν
καὶ μοῦ ἀποστέλλεις θλίψεις
καὶ δοκιμασίας.
|
17
Μὲ καταστρέφεις ὑποβάλλων με ἐκ νέου εἰς
ἐξέτασιν καὶ ἐρευνῶν τὰς πράξεις
μου· ὡς συνέπεια διὰ τῆς ἐξετάσεως
ταύτης ἐπακολουθεῖ τὸ ὅτι μὲ
μεταχειρίζεσαι μὲ μεγάλην ὀργήν, ἐπιφέρεις
δὲ ἐπάνω μου θλίψεις καὶ δοκιμασίας.
|
18
Ἱνατὶ οὖν ἐκ κοιλίας με ἐξήγαγες,
καὶ οὐκ ἀπέθανον, ὀφθαλμὸς
δέ με οὐκ εἶδε, |
18
Διατί, λοιπόν, μὲ ἔβγαλες ἀπὸ
τὴν κοιλίαν τῆς μητρός μου, καὶ
δὲν ἀπέθανα πρὶν γεννηθῶ, ὥστε
νὰ μὴ μὲ ἴδῃ μάτι ἀνθρώπου;
|
18
Ἀλλ’ ἐὰν οὕτως ἢ ἂλλως
θὰ ἐτιμωρούμην σκληρά, διατὶ λοιπὸν
μὲ ἔβγαλες ἀπὸ τὴν κοιλίαν τῆς
μητρός μου καὶ δὲν ἐπέθανα τότε; Διατὶ
δὲν ἐχάθην ὁλοτελῶς, ὥστε
νὰ μὴ μὲ ἴδῃ μάτι ἀνθρώπινον;
|
19
καὶ ὥσπερ οὐκ ὢν ἐγενόμην;
Διατὶ γὰρ ἐκ γαστρὸς εἰς μνῆμα
οὐκ ἀπηλλάγην; |
19
Καὶ διατὶ δὲν ἔγινα, ὡς ἐὰν
δὲν ὑπῆρξα ποτέ; Διατὶ ἐπὶ
τέλους δὲν ἐγεννήθην νεκρός,
ὥστε νὰ μεταβῶ κατ' εὐθεῖαν
ἀπὸ τὴν κοιλίαν τῆς μητρός
μου εἰς τὸ μνῆμα;
|
19
Καὶ διατὶ δὲν ἔγινα, σὰν νὰ
μὴ ὑπῆρξα ποτέ; Διατὶ ἐπὶ
τέλους δὲν ἐγεννήθην νεκρός, ὥστε ἀπὸ
τὴν κοιλίαν τῆς μητρός μου νὰ εὕρω
τὴν ἀπαλλαγὴν τῶν δεινῶν μου
μέσα εἰς τὸ μνῆμα; |
20
Ἦ οὐκ ὀλίγος ἐστὶν ὁ
χρόνος τοῦ βίου μου; Ἔασόν με
ἀναπαύσασθαι μικρὸν |
20
Βραχὺς καὶ ὀλίγος δὲν εἶναι
ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μου; Ἄφησέ
με νὰ ἀναπαυθῶ ὀλίγον,
|
20
Ἢ μήπως δὲν εἶναι ὀλίγος ὁ χρόνος
τοῦ βίου, κατὰ
τὸν ὁποῖον θὰ παραταθῇ ἡ
ζωή μου; Ἄφησέ με νὰ ἀναπαυθῶ ὀλίγον,
διερχόμενος τὰς ὀλίγας αὐτὰς ἡμέρας
μου μὲ κάποιαν ἀνακούφισιν,
|
21
πρὸ τοῦ με πορευθῆναι ὅθεν οὐκ
ἀναστρέψω, εἰς γῆν σκοτεινὴν
καὶ γνοφεράν, |
21
πρὶν μεταβῶ ἐκεῖ, ἀπὸ
ὅπου δὲν θὰ ἐπιστρέψω πλέον,
εἰς τόπον, δηλαδή, σκοτεινὸν καὶ
ζοφερόν·
|
21
προτοῦ νὰ πορευθῶ εἰς τόπον, ἀπὸ
τὸν ὁποῖον δὲν θὰ γυρίσω πάλιν,
καὶ ὁ ὁποῖος εἶναι χώρα σκοτεινὴ
καὶ μαύρη, |
22
εἰς γῆν σκότους αἰωνίου, οὗ
οὐκ ἔστι φέγγος, οὐδὲ ὁρᾶν
ζωὴν βροτῶν. |
22
εἰς περιοχήν, ποὺ βασιλεύει αἰώνιον
σκοτάδι, ὅπου δὲν ὑπάρχει οὐδὲ
τὸ ἐλάχιστον φέγγος καὶ ἀπὸ
ὅπου δὲν ἠμπορεῖ κανεὶς νὰ
ἵδῃ τὴν ζωὴν τῶν θνητῶν
ἀνθρώπων τῆς γῆς. |
22
χώρα, ποὺ ἐπικρατεῖ αἰώνιον σκότος,
ὅπου δὲν ὑπάρχει οὐδὲ ἀμυδρόν
τι φῶς, οὔτε ἠμπορεῖ κανεὶς
ἀπ' ἐκεῖ να ἴδῃ τὴν ζωήν,
ποὺ ζοῦν εἰς τὴν γῆν οἱ
θνητοὶ ἄνθρωποι>. |