Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
πολαβὼν
δὲ Ἰὼβ λέγει· |
παντῶν
δὲ ὁ Ἰὼβ εἰς τὸν Σωφὰρ
καὶ τοὺς δύο ἄλλους εἶπεν·
|
αβὼν
δὲ τὸν λόγον ὁ Ἰὼβ εἶπεν:
|
2
εἶτα ὑμεῖς ἔστε
ἄνθρωποι· ἦ μεθ' ὑμῶν τελευτήσει
σοφία. |
2
<ἔπειτα ἀπὸ ὅλα αὐτά,
σεῖς λοιπόν, μόνον εἶσθε ἄνθρωποι
σκεπτόμενοι καὶ κανεὶς ἄλλος δὲν
ὑπάρχει ἐκτὸς ἀπὸ σᾶς;
Ἢ ὅταν θὰ ἀποθάνετε, θὰ
ἀποθάνῃ καὶ θὰ λείψῃ
μαζί σας καὶ ἡ σοφία;
|
2
<Εἶσθε λοιπὸν σεῖς στὸ κάτω - κάτω
μόνον ἄνθρωποι. Καὶ κανεὶς ἄλλος δὲν
ὑπάρχει ἐκτὸς ἀπὸ σᾶς;
Ἢ ὅταν θὰ ἀποθάνητε, θὰ τελευτήσῃ
μαζί σας καὶ ἡ σοφία;
|
3
Κἀμοὶ μὲν καρδία καθ' ὑμᾶς
ἐστι· |
3
Καὶ εἰς ἐμὲ ὑπάρχει διάνοια
καὶ κρίσις, ὡσὰν τὴν ἰδικήν
σας. |
3
Καὶ εἰς ἐμὲ ὑπάρχει διάνοια
καὶ κρίσις σὰν τὴν ἰδικήν σας.
Δὲν εἶμαι καὶ ἐγὼ κατώτερος
ἀπὸ σᾶς. |
4
δίκαιος γὰρ ἀνὴρ καὶ ἄμεμπτος
ἐγεννήθη εἰς χλεύασμα·
|
4
Ἕνας δίκαιος καὶ ἄμεμπτος ἄνθρωπος,
ὅπως μοῦ μαρτυρεῖ ἡ συνείδησις
ὅτι εἶμαι ἐγώ, ἐγεννήθηκε
διὰ νὰ χλευάζεται καὶ νὰ ἐμπαίζεται.
|
4
Δὲν προσέχετε ὅμως εἰς τοὺς λόγους
μου, διότι ὁ δίκαιος καὶ ἄμεμπτος ἄνθρωπος
- ὅπως μοῦ μαρτυρεῖ ἡ συνείδησις ὅτι
εἶμαι καὶ ἐγώ - ἐγεννήθη διὰ
νὰ χλευάζηται καὶ περιπαίζεται.
|
5
εἰς χρόνον γὰρ τακτὸν ἡτοίμαστο
πεσεῖν ὑπὸ ἄλλων, οἴκους τε
αὐτοῦ ἐκπορθεῖσθαι ὑπὸ
ἀνόμων. Οὐ μὴν δὲ ἀλλὰ
μηδεὶς πεποιθέτω πονηρὸς ὢν ἀθῷος
ἔσεσθαι, |
5
Καὶ ἐπὶ πλέον εἰς ὡρισμένον
καὶ συμφωνημένον ἀπὸ ἄλλους
διώκτας του χρόνον, ἔχει ἐτοιμασθῆ
διὰ νὰ πέσῃ, νὰ κυριευθοῦν
δὲ καὶ ληστευθοῦν οἱ οἴκοι του
καὶ ἡ περιουσία του ἀπὸ τοὺς
παρανόμους. Ἀλλὰ κανείς, ἐφ'
ὅσον εἶναι πονηρός, ἂς μὴ τρέφῃ
τὴν πεπλανημένην πεποίθησιν, ὅτι θὰ
παραμείνῃ ἀτιμώρητος, ὡς ἐὰν
ἦτο ἀθῷος.
|
5
Ὄχι δὲ μόνον διὰ νὰ χλευάζεται ἔχει
γεννηθῆ ὁ δίκαιος. Διότι καὶ εἰς χρόνον
ὡρισμένον καὶ συμφωνημένον ἀπὸ ἄλλους
διώκτας του εἶχεν ἐτοιμασθῆ νὰ πέσῃ,
καθὼς καὶ νὰ κυριευθοῦν καὶ
ληστευθοῦν τὰ σπίτια του ἀπὸ τοὺς
ἀνόμους. |
6
ὅσοι παροργίζουσι τὸν Κύριον, ὡς
οὐχὶ καὶ ἔτασις αὐτῶν
ἔσται. |
6
Ὅσοι παροργίζουν μὲ τὰς ἁμαρτίας
των τὸν Κύριον καὶ πιστεύουν ὅτι
δὲν θὰ γίνῃ δι' αὐτοὺς
ἀνάκρισις καὶ δὲν θὰ ἐπιβληθῇ
τιμωρία, πλανῶνται.
|
6
Ὄχι ὅμως μόνον αὐτός, ἀλλὰ καὶ
κανείς, ἐφ’ ὅσον εἶναι πονηρός, ἂς
μὴ τρέφῃ τὴν πεποίθησιν, ὅτι θὰ
παραμείνῃ ἀτιμώρητος, σὰν νὰ ἦτο
ἀθῷος. Ὅσοι παροργίζουν τὸν Κύριον,
ἂς μὴ φρονοῦν ὅτι δὲν θὰ
γίνῃ καὶ αὐστηρὰ ἐξέτασις καὶ
τιμωρία αὐτῶν. |
7
Ἀλλὰ δὴ ἐρώτησαν τετράποδα
ἐάν σοι εἴπωσι, πετεινὰ δὲ οὐρανοῦ
ἐάν σοι ἀπαγγείλωσιν·
|
7
Σχετικῶς ὅμως μὲ τὴν πανσοφίαν
καὶ παντοδυναμίαν τοῦ Θεοῦ, ἐρώτησε
λοιπόν, ὦ Σωφάρ, τὰ τετράποδα
καὶ ἀσφαλῶς θὰ σοῦ εἴπουν.
Ἐρώτησε τὰ πτηνὰ τοῦ οὐρανοῦ
καὶ ἐκεῖνα θὰ σοῦ ἀπαντήσουν.
|
7
Ἀλλὰ δι’ ὅσα περὶ σοφίας καὶ
δυνάμεως τοῦ Θεοῦ μου εἴπατε, εἶναι
ταῦτα πασίγνωστα εἰς ὁλόκληρον τὴν
δημιουργίαν. Ἐρώτησον λοιπόν, ὦ Σωφάρ, τὰ
τετράποδα, ἐὰν δοθῇ εἰς αὐτὰ
φωνὴ διὰ νὰ σοῦ ὁμιλήσουν ἐρώτησον
δὲ καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ,
ἐὰν θὰ ἠμπορέσουν καὶ
αὐτὰ νὰ σοῦ ἀπαγγείλουν.
|
8
ἐκδιήγησαι γῇ, ἐάν σοι φράσῃ,
καὶ ἐξηγήσονταί σοι οἱ ἰχθύες
τῆς θαλάσσης. |
8
Ἐρώτησε καὶ αὐτὴν τὴν
ἀναίσθητον γῆν, θὰ σοῦ ἀπαντήσῃ,
ὅπως καὶ οἱ ἰχθύες τῆς
θαλάσσης θὰ σοῦ διηγηθοῦν τὰ
μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ.
|
8
Συμβουλεύσου τὴν γῆν, ἐὰν θὰ
σοῦ ἀποκριθῇ καὶ αὐτὴ
καὶ ἐὰν σοῦ ἐξηγηθοῦν
καὶ τὰ ψάρια τῆς θαλάσσης.
|
9
Τίς οὖν οὐκ ἔγνω ἐν πᾶσι
τούτοις ὅτι χεὶρ Κυρίου ἐποίησε
ταῦτα; |
9
Ποιὸς λοιπὸν ἄνθρωπος δὲν γνωρίζει
περὶ ὅλων αὐτῶν, ὅτι ἡ
παντοδύναμος δεξιὰ τοῦ Κυρίου ἐδημιούργησεν
ὅλα αὐτά;
|
9
Τίς λοιπὸν μεταξὺ ὅλων αὐτῶν
δὲν ἔμαθεν, ὅτι ἡ παντοδύναμος χεὶρ
τοῦ Κυρίου ἐποίησεν αὐτά;
|
10
Εἰ μὴ ἐν χειρὶ αὐτοῦ ψυχὴ
πάντων ζώντων καὶ πνεῦμα παντὸς
ἀνθρώπου; |
10
Ἐρωτήσατε, διὰ νὰ μάθετε, ἐὰν
δὲν εἶναι εἰς τὴν παντοδύναμον
δεξιὰν τοῦ Θεοῦ ἡ ζωὴ καὶ
ἡ ὕπαρξις ὅλων αὐτῶν καὶ
ἡ πνοὴ τοῦ κάθε ἀνθρώπου;
|
10
Ἐρώτησέ τα, ἐὰν δὲν εἶναι
εἰς τὴν παντοδύναμον χεῖρα του ἡ ζωὴ
ὅλων, ὅσα ζοῦν, καὶ ἡ πνοὴ
παντὸς ἀνθρώπου. |
11
Οὖς μὲν γὰρ ρήματα διακρίνει,
λάρυγξ δὲ σῖτα γεύεται. |
11
Τὸ μὲν αὐτὶ μόνον ἀκούει
καὶ ξεχωρίζει τοὺς λόγους τῶν
ἄλλων, ὁ λάρυγξ μόνον δοκιμάζει
τὴν γεῦσιν τῶν φαγητῶν.
|
11
Καὶ τὸ μὲν αὐτὶ μόνον αὐτὸ
ἀκούει καὶ διακρίνει τοὺς λόγους, ποὺ
μᾶς λέγουν οἱ ἄλλοι, μόνον δὲ ὁ
λάρυγξ δοκιμάζει τὴν γεῦσιν τῶν φαγητῶν
καὶ μᾶς πληροφορεῖ περὶ ταύτης.
|
12
Ἐν πολλῷ χρόνῳ σοφία, ἐν
δὲ πολλῷ βίῳ ἐπιστήμη.
|
12
Ἡ σοφία ὅμως διὰ μακροῦ χρόνου
ἀποκτᾶται καὶ ἡ ἐπιστήμη
μὲ τὴν πεῖραν πολλῶν ἐτῶν
ζωῆς γίνεται κτῆμα.
|
12
Οὕτω καὶ ἡ σοφία δὲν εἶναι τοῦ
τυχόντος, ἀλλ’ ἀποκτᾶται διὰ μέσου
πολλοῦ χρόνου, διὰ μέσου δὲ μακροῦ
βίου γίνεται ἀπόκτημά μας ἡ ἐπιστήμη.
|
13
Παρ' αὐτῷ σοφία καὶ δύναμις,
αὐτῷ βουλὴ καὶ σύνεσις.
|
13
Εἰς τὸν Θεὸν ὅμως ὑπάρχει
ἡ ἀπόλυτος σοφία καὶ δύναμις.
Εἰς αὐτὸν ὑπάρχει ἡ πλήρης
καὶ τελεία σύνεσις.
|
13
Παρὰ τῷ Θεῷ ὑπάρχει σοφία καὶ
δύναμις, ἰδική του εἶναι ἡ φωτισμένη σκέψις
καὶ ἡ ἄπειρος γνῶσις.
|
14
Ἐὰν καταβάλῃ, τίς οἰκοδομήσει;
Ἐὰν κλείσῃ κατ' ἀνθρώπων,
τίς ἀνοίξει; |
14
Ἐὰν ὁ Κύριος κατακρημνίσῃ
εἰς ἐρείπια, ποιὸς θὰ ἡμπορέσῃ
ἀνθιστάμενος εἰς τὴν δύναμίν
του νὰ ἀνοικοδομήσῃ; Ἐὰν
κλείσῃ τὴν θύραν ἐναντίον
τῶν ἀνθρώπων, ποῖος θὰ ἔχῃ
τὴν δύναμιν νὰ τὴν ἀνοίξῃ;
|
14
Ἐὰν κατακρημνίσῃ καὶ καταρρίψῃ
εἰς ἐρείπια, ποῖος θὰ ἠμπορέσῃ
ἀνθιστάμενος εἰς τὴν δύναμίν του νὰ
κτίσῃ πάλιν τὰ κρημνισθέντα; Ἐὰν κλείσῃ
εἰς τοὺς ἀνθρώπους τὴν θύραν, ποῖος
θὰ ἔχῃ τὴν δύναμιν να τὴν ἀνοίξῃ;
|
15
Ἐὰν κωλύσῃ τὸ ὕδωρ, ξηρανεῖ
τὴν γῆν· ἐὰν δὲ ἐπαφῇ,
ἀπώλεσεν αὐτὴν καταστρέψας.
|
15
Ἐὰν ἐμποδίσῃ τὸ νερὸ
καὶ τὴν βροχὴν νὰ πέσουν ἀπὸ
τὸν οὐρανόν, θὰ ἀποξηράνῃ
τὴν γῆν. Ἐὰν δὲ ἀφήσῃ
ἐλεύθερα καὶ ἀδέσμευτα τὰ
ὕδατα τοῦ οὐρανοῦ νὰ πέσουν
εἰς τὴν γῆν, θὰ τὴν καταστρέψῃ
καὶ θὰ τὴν καταποντίσῃ.
|
15
Ἐὰν ἐμποδίσῃ τὸ νερὸν
καὶ τὴν βροχήν, θὰ ξηράνῃ τὴν
γῆν· ἐὰν δὲ ἀφήσῃ
ἐλεύθερα νὰ πέσουν εἰς τὴν γῆν
τὰ νερὰ τῶν νεφῶν, τὴν κατέστρεψε
καὶ τὴν ἀπώλεσε. |
16
παρ' αὐτῷ κράτος καὶ ἰσχὺς
αὐτῷ ἐπιστήμη καὶ σύνεσις.
|
16
Πλησίον του, ἀχώριστα ἀπὸ αὐτὸν
καὶ ἰδικά του, εἶναι ἡ ἀπόλυτος
ἐξουσία καὶ δύναμις. Εἰς αὐτὸν
ὑπάρχει ἡ τελεία γνῶσις καὶ
ἡ πλήρης σύνεσις καὶ σοφία.
|
16
Πλησίον του ἀχώριστα ἀπὸ Αὐτὸν
εἶναι ἡ ἐξουσία καὶ ἡ δύναμις,
εἰς Αὐτὸν ἐνυπάρχει ἡ τελεία
γνῶσις καὶ σοφία. |
17
Διάγων βουλευτὰς αἰχμαλώτους, κριτὰς
δὲ γῆς ἐξέστησε. |
17
Αὐτὸς παίρνει ὡς αἰχμαλώτους
τοὺς κυβερνήτας καὶ τοὺς συμβούλους
τῶν λαῶν καὶ τοὺς ἀπομακρύνει
ἐξευτελισμένους. Αὐτὸς τοὺς
δικαστὰς καὶ κυβερνήτας τῆς γῆς
συγχύζει καὶ μωραίνει. |
17
Αὐτὸς παίρνει αἰχμαλώτους τοὺς συμβούλους
τῶν λαῶν καὶ ἀπομακρύνει τούτους ἐξευτελισμένους·
Αὐτὸς δὲ καὶ ἀπὸ τοὺς
κυβερνῶντας καὶ κρίνοντας τοὺς λαοὺς
ἀφαιρεῖ τὰς φρένας καὶ τὴν ἱκανότητα
νὰ κρίνουν. |
18
καθιζάνων βασιλεῖς ἐπὶ θρόνους
καὶ περιέδησε ζώνῃ ὀσφύας
αὐτῶν. |
18
Αὐτὸς καθίζει ἐπὶ θρόνου
βασιλεῖς καὶ αὐτὸς δένει τὴν
μέσην των μὲ δεσμὰ δουλείας.
|
18
Αὐτὸς εἶναι, ποὺ ἀνυψώνει καὶ
καθίζει ἐπὶ θρόνον βασιλεῖς, καὶ Αὐτὸς
δένει μὲ ζώνην τὰς ὀσφῦς αὐτῶν,
παραδίδων αὐτοὺς εἰς δουλείαν καὶ
αἰχμαλωσίαν. |
19
Ἐξοποστέλλων ἱερεῖς αἰχμαλώτους,
δυνάστας δὲ γῆς κατέστρεψε.
|
19
Αὐτὸς ἐξαποστέλλει ἱερεῖς
αἰχμαλώτους, ἐκμηδενίζει δὲ
καὶ καταστρέφει τοὺς ἰσχυροὺς
τῆς γῆς.
|
19
Αὐτὸς ἐξαποστέλλει ἱερεῖς αἰχμαλώτους,
καταστρέφει δὲ τοὺς διὰ τῆς ἰσχύος
των καταδυναστεύοντας τὴν γῆν.
|
20
Διαλλάσσων χείλη πιστῶν, σύνεσιν δὲ
πρεσβυτέρων ἔγνω. |
20
Αὐτὸς μεταβάλλει πρὸς τὸ καλύτερον
τὰ χείλη καὶ τὴν ρητορείαν τῶν
ἀνθρώπων, ποὺ πιστεύουν εἰς
τὴν δύναμίν του. Αὐτὸς ἔδωκε
σύνεσιν εἰς τοὺς πρεσβυτέρους.
|
20
Αὐτὸς ἔχει τὴν δύναμιν νὰ μεταβάλλῃ
τὰ χείλη καὶ τὴν ρητορείαν ἀνθρώπων,
ποὺ ἔχουν ἐμπιστοσύνην εἰς τὴν
δύναμιν τοῦ λόγου των, καὶ νὰ τοὺς
ἀναγκάζῃ νὰ εἴπουν ἄλλα ἀπὸ
ὅ,τι θὰ ἤθελον· γνωρίζει δὲ καὶ
τὴν σύνεσιν τῶν γεροντοτέρων, ὥστε νὰ
μὴ ἠμποροῦν οὗτοι νὰ ἐμφανισθοῦν
ὡς ἔξυπνοι ἐνώπιόν του. |
21
Ἐκχέων ἀτιμίαν ἐπ' ἄρχοντας,
ταπεινοὺς δὲ ἰάσατο. |
21
Αὐτὸς χύνει καταισχύνην καὶ
ἐξευτελισμὸν εἰς τὰς κεφαλὰς
τῶν ἀναξίων ἀρχόντων, τοὺς
δὲ ταπεινοὺς θεραπεύει ἀπὸ τὰ
παθήματά των.
|
21
Αὐτὸς χύνει ἀφθόνως ἐξευτελισμὸν
καὶ ἀτιμίαν εἰς ἀγερώχους ἄρχοντας,
θεραπεύει δὲ καὶ ἀπαλλάσει ἀπὸ
τὴν καταπίεσιν τεταπεινωμένους καὶ τυραννουμένους.
|
22
Ἀνακαλύπτων βαθέα ἐκ σκότους,
ἐξήγαγε δὲ εἰς φῶς σκιὰν
θανάτου. |
22
Αὐτὸς ἀποκαλύπτει καὶ φέρει
εἰς τὸ φῶς τὰ κρυμμένα βαθειὰ
εἰς τὸ σκοτάδι. Βγάζει δὲ εἰς
φῶς καὶ κάνει φανερὰ αὐτά,
ποὺ σκεπάζονται εἰς τὸ σκότος
τοῦ θανάτου.
|
22
Αὐτὸς ἀνακαλύπτει τὰ ἀποκεκρυμμένα
βαθιὰ ὑπὸ τὸ σκότος τῆς μυστικότητος
καὶ ἀποκρύψεως, ἐξάγει δὲ εἰς
τὸ φῶς καὶ κάμνει φανερὰ αὐτά,
ποὺ σκεπάζονται εἰς τὸ βαθὺ
σκότος τοῦ θανάτου. |
23
Πλανῶν ἔθνη καὶ ἀπολλύων αὐτά,
καταστρωννύων ἔθνη καὶ καθοδηγῶν αὐτά.
|
23
Παραχωρεῖ νὰ πλανῶνται ἁμαρτωλὰ
ἔθνη καὶ νὰ καταστρέφωνται. Καταστρώνει
δέ, ἀναδεικνύει καὶ ὁδηγεῖ
εἰς ἀκμὴν καὶ δόξαν ἄλλα
ἔθνη. |
23
Αὐτὸς παραχωρεῖ νὰ ἀποπλανῶνται
ἔθνη κραταιὰ καὶ νὰ καταστρέφωνται
ταῦτα· αὐτὸς δὲ καταστρώνει καὶ
ἀναδεικνύει νέα ἔθνη καὶ καθοδηγεῖ
αὐτὰ εἰς ἀκμὴν καὶ δόξαν.
|
24
Διαλλάσσων καρδίας ἀρχόντων γῆς,
ἐπλάνησε δὲ αὐτοὺς ἐν
ὁδῷ, ᾗ οὐκ ᾔδεισαν.
|
24
Παραχωρεῖ νὰ μεταβάλλωνται αἱ καρδίαι
καὶ αἱ διάνοιαι τῶν ἀρχόντων
τῆς γῆς, ἐπιτρέπει δὲ νὰ
παραπλανηθοῦν εἰς δρόμον, τὸν ὁποῖον
δὲν ἔχουν γνωρίσει.
|
24
Αὐτὸς παραχωρεῖ νὰ συγχύζονται καὶ
σκοτίζωνται διάνοιαι κυβερνητῶν καὶ ἀρχόντων
γῆς, ὡς ἀποτέλεσμα δὲ τοῦ σκοτισμοῦ
τούτου ἐπέρχεται, ὅτι πλανῶνται οὗτοι
εἰς δρόμον, τὸν ὁποῖον δὲν ἐγνώρισαν
ποτὲ καὶ συνεπῶς θὰ χαθοῦν εἰς
αὐτόν. |
25
Ψηλαφήσαισαν σκότος καὶ μὴ φῶς,
πλανηθείησαν δὲ ὥσπερ ὁ μεθύων.
|
25
Θὰ προχωροῦν ψηλαφητὰ εἰς τὸ
σκοτάδι καὶ ὄχι εἰς τὸ φῶς.
Θὰ περιπλανῶνται καὶ θὰ παραπατοῦν,
ὅπως ὁ μεθυσμένος. |
25
Θὰ προχωροῦν ψηλαφητὰ ἀναζητοῦντες
φῶς, ἀλλὰ θὰ ἐμπίπτουν εἰς
νέον σκότος καὶ ὄχι εἰς φῶς, θὰ
ἀποπλανηθοῦν δέ, ὅπως ὁ μεθυσμένος>.
|