Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ροτὸς
γὰρ γεννητὸς γυναικὸς ὀλιγόβιος
καὶ πλήρης ὀργῆς
|
άθε
θνητός, ποὺ γεννᾶται ἀπὸ γυναῖκα,
ζῇ ὀλίγα χρόνια γεμᾶτα ἀπὸ
ταραχὴν καὶ βάσανον.
|
έγω
σὰν ροῦχον σκωροφαγωμένον, διότι κάθε θνητὸς
ἄνθρωπος, ποὺ γεννᾶται ἀπὸ γυναῖκα,
ζῇ ὀλίγα χρόνια, γεμᾶτα ἀπὸ
ταραχὴν καὶ ἀγανάκτησιν.
|
2
ἢ ὥσπερ ἄνθος ἀνθῆσαν
ἐξέπεσεν, ἀπέδρα δὲ ὥσπερ
σκιὰ καὶ οὐ μὴ
στῇ. |
2
Ὁμοιάζει μὲ φυτόν, τὸ ὁποῖον
ἤνθησε καὶ ἔπεσε κατόπιν μαραμμένον.
Φεύγει γρήγορα, χωρὶς νὰ τὸ
καταλάβῃ, ὡσὰν σκιά ποὺ
χάνεται καὶ δὲν θὰ ἠμπορέσῃ
νὰ σταθῇ.
|
2
Ἢ σὰν ἄνθος ποὺ ἄνθησε καὶ
ἔπεσε μαραμένον, φεύγει γρήγορα καὶ χωρὶς
νὰ τὸ καταλάβῃ, σὰν σκιὰ ποὺ
χάνεται καὶ δὲν θὰ σταθῇ.
|
3
Οὐχὶ καὶ τούτου λόγον ἐποιήσω
καὶ τοῦτον ἐποίησας εἰσελθεῖν
ἐν κρίματι ἐνώπιόν σου;
|
3
Καὶ σύ, Κύριε, ὁ ἀπειροτέλειος
Θεός, ἀσχολεῖσαι μὲ τὸ μηδαμινὸν
αὐτὸ ὄν, καὶ μάλιστα συγκαταβαίνεις
νὰ ἔλθῃ εἰς ἀντιδικίαν
μαζῆ σου καὶ νὰ δικασθῇ ἐνώπιόν
σου; |
3
Καὶ Σὺ ὁ μέγας καὶ δυνατὸς κατεδέχθης
νὰ λογαριασθῇς μὲ τὸν εὐτελῆ
αὐτὸν καὶ ἀδύνατον καὶ τὸν
ἔκαμες νὰ ἔμβῃ εἰς δίκην μαζί
σου καὶ νὰ δικασθῇ ἀπὸ Σέ:
|
4
Τίς γὰρ καθαρὸς ἔσται ἀπὸ
ρύπου; Ἀλλ' οὐθείς,
|
4
Ἀλλὰ ποῖος εἶναι καθαρὸς ἀπὸ
ἠθικοὺς ρύπους; Κανείς,
|
4
Κανεὶς ὅμως δὲν θὰ ἀθωωθῇ.
Διότι ποῖος θὰ εὑρεθῇ καθαρὸς
ἀπὸ τὸν ρύπον τῶν ἁμαρτιῶν;
Κανείς. |
5
ἐὰν καὶ μία ἡμέρα ὁ
βίος αὐτοῦ ἐπὶ τῆς γῆς,
ἀριθμητοὶ δὲ μῆνες αὐτοῦ
παρ' αὐτοῦ· εἰς χρόνον ἔθου,
καὶ οὐ μὴ ὑπερβῇ.
|
5
ἔστω καὶ ἂν μία ἡμέρα
εἶναι ἡ διάρκεια τῆς ζωῆς του
ἐπὶ τῆς γῆς. Μετρημένοι εἶναι
οἱ μῆνες τῆς ζωῆς του παρὰ Κυρίου.
Τὸν ἔθεσες νὰ ζήσῃ ὡρισμένον
χρόνον καὶ δὲν θὰ ἠμπορέσῃ
νὰ τὸν ὑπερβῇ.
|
5
Κάθε ἄνθρωπος φέρει τὸν ρύπον τῆς ἁμαρτίας,
ἔστω καὶ ἂν μίαν ἡμέραν εἶναι
ὁ βίος αὐτοῦ ἐπὶ τῆς γῆς·
εἶναι δὲ μετρημένοι καὶ ἀριθμοῦνται
ἀπὸ τὸν Θεὸν οἱ μῆνες
τῆς ζωῆς του· εἰς ὡρισμένον χρονικὸν
διάστημα ἐτοποθέτησας τὴν ζωήν του
καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπερβῇ
αὐτό. |
6
Ἀπόστα ἀπ' αὐτοῦ, ἵνα
ἠσυχάσῃ καὶ εὐδοκήσῃ
τὸν βίον ὥσπερ ὁ μισθωτός.
|
6
Ἀπομάκρυνε ἀπὸ αὐτὸν τὴν
ὀργήν σου, Κύριε, διὰ νὰ ζήσῃ
ἥσυχος καὶ νὰ ἀπολαύσῃ
τὴν ζωήν του, ὅπως ὁ μισθωτὸς
ἐργάτης, ὁ ὁποῖος μετὰ
τὸν κόπον τῆς ἡμέρας ἀναπαύεται
εἰς τὸ σπίτι του. |
6
Ἀπομακρύνθητι ἀπὸ αὐτόν, διὰ
νὰ ἠσυχάσῃ καὶ εὐχαριστηθῇ
τὴν ζωήν του, ὅπως καὶ ὁ μισθωτὸς
ἐργάτης ὕστερον ἀπὸ τὸν μόχθον
τῆς ἡμέρας ἀναπαύεται τὸ ἑσπέρας
ἐπανερχόμενος εἰς τὸ σπίτι του.
|
7
Ἔστι γὰρ δένδρῳ ἐλπίς·
ἐὰν γὰρ ἐκκοπῇ, ἔτι ἐπανθήσει,
καὶ ὁ ράδαμνος αὐτοῦ οὐ
μὴ ἐκλίπῃ· |
7
Εἰς κάθε δένδρον ὑπάρχει ἡ
ἐλπὶς καὶ ἡ δυνατότης νὰ
ἀναβλαστήσῃ, διότι ἐὰν
κοπῇ δύναται καὶ πάλιν νὰ βλαστήσῃ
καὶ ὁ βλαστός του νὰ μὴ λείψῃ
ἐντελῶς.
|
7
Ναί· ἄφησε τὸν ταλαίπωρον ἄνθρωπον
νὰ ἠσυχάσῃ. Διότι ὑπάρχει καὶ
δι' αὐτὸ τὸ δένδρον ἐλπὶς παρατάσεως
τῆς ζωῆς του· διότι, ἐὰν κοπῇ
ἀπὸ τὸν κηπουρόν, θὰ ἀνθήσῃ
καὶ πάλιν, καὶ ὁ τρυφερὸς κλῶνος,
ποὺ θὰ πεταχθῇ, δὲν θὰ ἐκλείψῃ
καὶ δὲν θὰ ἐξαφανισθῇ.
|
8
ἐὰν γὰρ γηράσῃ ἐν γῆ
ἡ ρίζα αὐτοῦ, ἐν δὲ πέτρᾳ
τελευτήσῃ τὸ στέλεχος αὐτοῦ,
|
8
Διότι, ἐὰν γηράσῃ ἡ ρίζα
του μέσα εἰς τὴν γῆν, καὶ φανῇ
ξηρὸς ὁ κορμός του εἰς τὸ βραχῶδες
ἔδαφός του,
|
8
Ἐὰν δὲ πάλιν γηράσῃ ἡ ρίζα του
μέσα εἰς τὴν γῆν, κουφώσῃ δὲ
καὶ φανῇ ξηρὸν εἰς τὸ βραχῶδες
ἔδαφός του, πάλιν εἰς τὸ κάτω μέρος
τοῦ γηρασμένου κορμοῦ του, |
9
ἀπὸ ὀσμῆς ὕδατος ἀνθήσει,
ποιήσει δὲ θερισμὸν ὥσπερ νεόφυτον.
|
9
πάλιν εἰς τὸ κάτω μέρος τοῦ
γηρασμένου στελέχους του ὀλίγη ὑγρασία
ἠμπορεῖ νὰ τὸ κάμῃ νὰ
ἀναβλαστήσῃ, νὰ ἀνθίσῃ,
νὰ δώσῃ καρπὸν πρὸς συγκομιδὴν
ὡσὰν νεαρὸν φυτόν.
|
9
ὅταν ὀλίγον ὑγρανθῇ τὸ ἔδαφος,
θὰ ἀνθήσῃ τοῦτο καὶ θὰ
καρποφορήσῃ, ὥστε ἐν καιρῷ νὰ
θερίσουν τοὺς καρπούς του, σὰν νὰ
ἦτο οὐχὶ γηρασμένον, ἀλλὰ δένδρον
νεοφυτευμένον. |
10
ἀνὴρ δὲ τελευτήσας ᾤχετο, πεσὼν
δὲ βροτὸς οὐκέτι ἐστί·
|
10
Ὁ ἄνθρωπος ὅμως, ποὺ ἀπέθανεν,
ἔφυγε πλέον ὁριστικῶς καὶ δὲν
γυρίζει πάλιν. Ὅταν ὁ θνητὸς
πέσῃ νεκρός, ἐκλίπει ὁριστικῶς
ἀνάμεσα ἀπὸ τοὺς ζωντανούς.
|
10
Ὁ ἄνθρωπος ὅμως, ποὺ ἀπέθανεν,
ἔφυγε καὶ δὲν γυρίζει πάλιν, ὅταν
δὲ ὁ θνητὸς πέσῃ νεκρός, δὲν
ὑπάρχει πλέον μεταξύ των ἐπὶ γῆς
ζώντων. |
11
χρόνῳ γὰρ σπανίζεται θάλασσα,
ποταμὸς δὲ ἐρημωθεὶς ἐξηράνθη·
|
11
Μὲ τὴν πάροδον τοῦ χρόνου ὁλόκληρος
λίμνη ἐξατμίζεται καὶ ἐξαφανίζεται.
Καὶ ποταμός, τοῦ ὁποίου ἐστείρευσαν
τὰ νερά, ξηραίνεται, γίνεται ἔρημος.
|
11
Διότι συμβαίνει ὅ,τι καὶ μὲ τὴν θάλασσαν
καὶ τοὺς ποταμούς. Μὲ τὸν χρόνον ἡ
θάλασσα χάνει τὰ νερά της καὶ ἀποσύρεται
βαθύτερα ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς παραλίας
της, ὁ ποταμὸς δέ, ποὺ δὲν ἔχει
πλέον νερό, ξηραίνεται καὶ αὐτός. |
12
ἄνθρωπος δὲ κοιμηθεὶς οὐ μὴ
ἀναστῇ, ἕως ἂν ὁ οὐρανὸς
οὐ μὴ συρραφῇ· καὶ οὐκ
ἐξυπνισθήσονται ἐξ ὕπνου αὐτῶν.
|
12
Ἐτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος, ποὺ κοιμᾶται
τὸν ὕπνον τοῦ θανάτου, δὲν θὰ
ἐξυπνήσῃ. Ἕως ὅτου θὰ
ὑπάρχῃ ὁ οὐρανός, δὲν
θὰ συναρμολογηθοῦν καὶ πάλιν τὰ
μέλη του. Δὲν θὰ ἐξυπνήσουν
οἱ νεκροὶ ἀπὸ τὸν ὕπνον
τοῦ θανάτου των.
|
12
Ὁ ἄνθρωπος δέ, ποὺ ἐκοιμήθη
τὸν ὕπνον τοῦ θανάτου, δὲν θὰ
ἐξυπνύσῃ πλέον, καὶ ἕως ὅτου
ὑπάρχει οὐρανός, τὰ διαλυθέντα ὑπὸ
τοῦ θανάτου μέλη τοῦ σώματός του δὲν θὰ
συναρμοσθοῦν πάλιν, καὶ δὲν θὰ ἐξυπνήσῃ
οὔτε αὐτὸς οὔτε οἱ ὅμοιοί
του ἀπὸ τὸν ὕπνον τους.
|
13
Εἰ γὰρ ὄφελον ἐν ᾅδῃ με
ἐφύλαξας, ἔκρυψας δέ με ἕως
ἂν παύσηταί σου ἡ ὀργὴ
καὶ τάξῃ μοι χρόνον, ἐν ᾧ
μνείαν μου ποιήσῃ·
|
13
Εἴθε νὰ μὲ ἐκρατοῦσες φυλακισμένον
εἰς τὸν ᾅδην, νὰ μὲ ἔκρυπτες
ἐκεῖ, ἕως ὅτου κατευνασθῇ ἡ
ὀργή σου· καὶ νὰ μοῦ ὁρίσῃς
χρόνον, κατὰ τὸν ὁποῖον θὰ
εὐδοκήσῃς νὰ μὲ ἐνθυμηθῇς.
|
13
Εἴθε καὶ πάλιν εἴθε νὰ μὲ ἐφύλαττες
φυλακισμένον εἰς τὸν ἅδην, νὰ μὲ
ἔκρυπτες δὲ ἐκεῖ, ἕως ὅτου
παύσῃ ἡ ὀργή σου, καὶ νὰ μοῦ
ὁρίσῃς χρόνον, κατὰ τὸν ὁποῖον
καὶ πάλιν θὰ μὲ ἐνθυμηθῇς καὶ
θὰ μὲ ἐπαναφέρῃς εἰς τὴν
γῆν. |
14
ἐὰν γὰρ ἀποθάνῃ ἄνθρωπος,
ζήσεται συντελέσας ἡμέρας τοῦ
βίου αὐτοῦ· ὑπομενῶ ἕως
ἂν πάλιν γένωμαι. |
14
Διότι, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀποθάνῃ,
θὰ ἔχει πλέον συμπληρώσει τὰς
ἡμέρας τῆς ζωῆς του. Θὰ περιμένω,
λοιπόν, ἐγὼ μὲ ὑπομονὴν
νὰ ζήσω καὶ πάλιν, ἀφοῦ
θὰ ἔχω ἀποθάνει.
|
14
Ηὐχήθην ὅμως ἀτόπως. Διότι, ἐὰν
ἀποθάνῃ ὁ ἄνθρωπος, θὰ
ζήσῃ πρῶτον καί, ἀφοῦ τελειώσῃ
ὁριστικῶς ὅλας τὰς ἡμέρας τῆς
ἐπὶ γῆς ζωῆς του, θὰ ἐπέλθῃ
ὁ θάνατός του. Θὰ δείξω λοιπὸν ὑπομονήν,
ἕως ὅτου ἀλλάξω πάλιν κατάστασιν καὶ
ἀπὸ τῆς ζωῆς μεταπηδήσω εἰς
τὸν θάνατον. |
15
Εἶτα καλέσεις, ἐγὼ δέ σοι ὑπακούσομαι,
τὰ δὲ ἔργα τῶν χειρῶν σου μὴ
ἀποποιοῦ. |
15
Ἐὰν σὺ μὲ καλέσῃς εἰς
τὴν ζωήν, ἐγὼ μετὰ χαρᾶς
θὰ σὲ ὑπακούσω. Τὰ ἔργα
τῶν χειρῶν σου, τὰ πλάσματά
σου μὴ τὰ ἀπαρνῆσαι, Κύριε.
|
15
Ἔπειτα μετὰ τὴν μεταβολήν, ποὺ θὰ
μοῦ συμβῇ, θὰ μὲ καλέσῃς εἰς
νέαν ζωήν, ἐγὼ δὲ εὐχαρίστως θὰ
σὲ ὑπακούσω· τὰ πλάσματά Σου δέ, ἅτινα
εἶναι ἔργα τῶν χειρῶν σου, μὴ
τὰ ἀπαρνῆσαι, Κύριε. |
16
Ἠρίθμησας δέ μου τὰ ἐπιτηδεύματα,
καὶ οὐ μὴ παρέλθῃ σὲ οὐδὲν
τῶν ἁμαρτιῶν μου·
|
16
Ἠρίθμησες καὶ ἐλεπτολόγησες
ὅλα τὰ ἔργα τῆς ζωῆς μου, Κύριε,
καὶ κανένα ἀπὸ τὰ ἁμαρτήματά
μου δὲν παρέβλεψες.
|
16
Τώρα ὅμως εἰς τὴν παροῦσαν ἀθλίαν
ζωήν μου ἐμέτρησας καὶ ἐλογάριασες
ὅλα, ὅσα ἐπιτηδεύομαι καὶ πράττω,
καὶ δὲν θὰ σοῦ διαφύγῃ τίποτε
ἀπὸ τὰς ἁμαρτίας μου.
|
17
ἐσφράγισας δέ μου τὰς ἀνομίας
ἐν βαλλαντίῳ, ἐπεσημήνω δέ,
εἴ τι ἄκων παρέβην. |
17
Ἔκλεισες καὶ ἐσφράγισες τὰς
ἁμαρτίας μου, ὅπως ἀσφαλίζουν
τὰ χρήματά των εἰς τὸ βαλάντιον
οἱ πλούσιοι. Ἐπεσήμανες ἀκόμη,
ὥστε νὰ διακρίνεται καλά, ἐὰν
καὶ κάτι, χωρὶς νὰ τὸ θέλω,
ἔχω παραβῆ.
|
17
Ἐσφράγισες δὲ καλὰ τὰς ἀνομίας
μου, ὥστε νὰ μὴ εἶναι δυνατὸν
νὰ πέσουν ἔξω καὶ χαθοῦν, ὅπως
ἀσφαλίζουν τὰ χρήματα εἰς βαλάντιον,
ἐσημέδευσες δέ, ὥστε νὰ διακρίνεται
καλά, ἐὰν κάτι χωρὶς νὰ τὸ θέλω
παρέβην. |
18
Καὶ πλὴν ὄρος πίπτον διαπεσεῖται,
καὶ πέτρα παλαιωθήσεται ἐκ τοῦ
τόπου αὐτῆς. |
18
Καὶ τὸ ὅρος ἀκόμη κάποτε
ὀπωσδήποτε θὰ πέσῃ καὶ
ὁ βράχος θὰ γηράσῃ καὶ
θὰ παραμερίσῃ ἀπὸ τὴν
θέσιν του. |
18
Πλὴν ὄχι μόνον ὁ ἀσθενὴς ἄνθρωπος,
ἀλλὰ καὶ τὸ ὄρος σιγά
- σιγὰ τριβόμενον καὶ διαρρέον θὰ καταπέσῃ
καὶ ἀπὸ ὑψηλόν, ποὺ εἶναι,
θὰ ἰσοπεδωθῇ· καὶ ἡ πέτρα
θὰ παλιώσῃ καὶ θὰ μετακινηθῇ
ἀπὸ τὸν τόπον της. |
19
Λίθους ἐλέαναν ὕδατα, καὶ κατέκλυσεν
ὕδατα ὕπτια τοῦ χώματος τῆς
γῆς· καὶ ὑπομονὴν ἀνθρώπου
ἀπώλεσας. |
19
Ἔκαμαν λείους τοὺς σκληροὺς λίθους
τὰ ὕδατα, τὰ ὁποῖα περνοῦν
ἐπάνω των. Καὶ τὰ νερὰ παρασύρουν
τὰ ὑψώματα τῶν χωμάτων καθὼς
ἀπλώνονται ἐπάνω καὶ κατακλύζουν
τὴν πεδιάδα. Ἔτσι καὶ σύ, ἐν
τῇ παντοδυναμίᾳ σου, ἐξαντλεῖς
καὶ ἀφανίζεις τὴν ὑπομονὴν
τοῦ ἀνθρώπου.
|
19
Λίθων σκληρῶν τὴν ἐπιφάνειαν κατέστησαν
λείαν τὰ νερά, ποὺ περνοῦν συνεχῶς
ἀπὸ πάνω τους, καὶ νερά, ποὺ κατεπλημμύρησαν
ἰσοπεδωμένον ἔδαφος, τὸ ἀπέπλυναν
ἀπὸ τὸ χῶμα τῆς γῆς καὶ
τὸ ἀπεγύμνωσαν καὶ ἡ ἰδική σου
χεὶρ ἡ παντοδύναμος πόσῳ μᾶλλον ἐξαντλεῖ
τὴν ὑπομονὴν τοῦ ἀσθενοῦς
ἀνθρώπου καὶ ἐξαφανίζει αὐτόν.
|
20
Ὦσας αὐτὸν εἰς τέλος, καὶ
ᾤχετο· ἐπέστησας αὐτῷ τὸ
πρόσωπον, καὶ ἐξαπέστειλας·
|
20
Τὸν ἔσπρωξες, διὰ νὰ καταστραφῇ
ἐντελῶς. Ἀπέθανε καὶ ἔφυγε.
Ἔστρεψες καὶ ἐστήριξες ἀπειλητικὸν
ἐπάνω του τὸ πρόσωπόν σου καὶ
τὸν ἔστειλες μακρὰν ἀπὸ τὴν
παροῦσαν ζωήν.
|
20
Τὸν ἔσπρωξες μὲ τελειωτικὸν σπρώξιμον
καὶ ἔφυγεν ἀπὸ τὴν χώραν τῶν
ζώντων· ἐστήριξας ἀπειλητικὸν
ἐπ’ αὐτοῦ τὸ πρόσωπόν Σου καὶ
τὸν ἔστειλες μακρὰν ἀπὸ τὴν
παροῦσαν ζωήν. |
21
πολλῶν δὲ γενομένων τῶν υἱῶν
αὐτοῦ, οὐκ οἶδεν, ἐὰν
δὲ ὀλίγοι γένωνται, οὐκ ἐπίσταται·
|
21
Ἐὰν οἱ ἀπόγονοί του πληθυνθοῦν,
δὲν τὸ μανθάνει· καὶ ἐὰν
πάλιν μείνουν ὀλίγοι, δὲν τὸ
γνωρίζει, ἀφοῦ θὰ ἔχῃ
ἀποθάνει. |
21
Ἐνῷ δὲ ἀπέκτησε πολλὰ παιδιά,
ὅταν πλησιάζῃ ὁ θάνατος, τὰ ξεχάνει
ὅλα καὶ δὲν ἠξεύρει πόσα τέκνα
ἔχει. Ἀλλὰ καὶ ὀλίγα παιδιὰ
ἂν ἀποκτήσῃ, τὰς στιγμὰς ἐκείνας
δὲν γνωρίζει πόσα εἶναι. |
22
ἀλλ' ἢ αἱ σάρκες αὐτοῦ
ἤλγησαν, ἡ δὲ ψυχὴ αὐτοῦ
ἐπένθησεν. |
22
Τὸ μόνον, ποὺ αἰσθάνεται καὶ
γνωρίζει, εἶναι ὅτι αἱ σάρκες
του πονοῦν κατὰ τὰς τελευταίας ἐκείνας
ὥρας. Ἡ δὲ ψυχή του πλημμυρίζει
ἀπὸ πένθος. |
22
Δὲν γνωρίζει τίποτε, παρὰ μόνον αἱ σάρκες
αὐτοῦ πονοῦν κατὰ τὰς τελευταίας
ἐκείνας ὥρας, ἡ δὲ ψυχή του
πλήρης ἀγωνίας πενθεῖ καὶ λυπεῖται>.
|