Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
πολαβὼν
δὲ Ἐλιφὰζ ὁ Θαιμανίτης λέγει·
|
λαβε
τὸν λόγον ὁ Ἐλιφὰζ ὁ θαιμανίτης
καὶ εἶπε·
|
αβὼν
δὲ τὸν λόγον ὁ Ἐλιφὰζ ὁ
Θαιμανίτης καὶ ἁπαντῶν εἰς τὸν
Ἰὼβ εἶπεν: |
2
πότερον σοφὸς ἀπόκρισιν δώσει
συνέσεως πνεῦμα καὶ ἐνέπλησε
πόνον γαστρὸς |
2
<λοιπόν, καὶ ὁ σοφὸς ἄνθρωπος
θὰ δώσῃ κενὴν καὶ ἀερώδη
ἀπάντησιν, διότι ἔχει γεμίσει
τὴν καρδίαν του μὲ παράπονα,
|
2
<Ἄραγε ὁ σοφὸς θὰ δώσῃ ἀπάντησιν
μὲ σοφίαν γεμάτην ἀπὸ ἀέρα καὶ
μόνον, καὶ θὰ γεμίσῃ τὴν κοιλίαν
του μὲ ἄνεμον λίβαν, σφοδρὸν καὶ καυστικόν,
ὥστε νὰ τοῦ προκαλῆται πόνος,
|
3
ἐλέγχων ἐν ρήμασιν, οἷς οὐ
δεῖ, καὶ ἐν λόγοις, οἷς οὐδὲν
ὄφελος; |
3
ὥστε νὰ ἐκφράζεται μὲ λόγια,
τὰ ὁποῖα δὲν ἔπρεπε ποτὲ
νὰ χρησιμοποιῇ καὶ εἰς τὰ ὁποῖα
καμμία δὲν ὑπάρχει ὠφέλεια;
|
3
ὑπερασπιζόμενος τὸν ἑαυτόν του μὲ
λόγια ἀπρεπῆ καὶ μὲ λόγια, ποὺ
δὲν προκαλοῦν καμμίαν ὠφέλειαν;
|
4
Οὐ καὶ σὺ ἀπεποιήσω φόβον,
συνετελέσω δὲ ρήματα τοιαῦτα ἔναντι
τοῦ Κυρίου; |
4
Καὶ σὺ, λοιπόν, ἀπεμάκρυνες
ἀπὸ τὴν καρδίαν σου τὸν φόβον
τοῦ Θεοῦ καὶ ἐξεστόμισες αὐτὰ
τὰ λόγια ἐνώπιον τοῦ Κυρίου;
|
4
Καὶ σὺ δὲν ἀπηρνήθης τὸν φόβον
τοῦ Θεοῦ, δὲν συνετέλεσες δὲ λόγια
τοιαῦτα, ἀπρεπῆ καὶ ἀνωφελῆ
ἀπέναντι οὐχὶ ἀνθρώπων, ἀλλὰ
τοῦ Κυρίου; |
5
Ἔνοχος εἶ ρήμασι στόματός σου,
οὐδὲ διέκρινας ρήματα δυναστῶν.
|
5
Εἶσαι ἔνοχος ἐνώπιον τοῦ Κυρίου
διὰ τὰ λόγια, ποὺ διέφυγον ἀπὸ
τὸ στόμα σου, καὶ δὲν κατώρθωσες
νὰ διακρίνῃς, ὅτι τὰ λόγια
αὐτὰ εἶναι ἀλαζονικῶν καὶ
ἐπηρμένων ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι
οὔτε τὸν Θεὸν φοβοῦνται οὔτε
τοὺς ἀνθρώπους ἐντρέπονται.
|
5
Εἶσαι ἔνοχος ἕνεκα τῶν λόγων τοῦ
στόματός σου, οὐδὲ ἔκαμες διάκρισιν, ἀλλ’
ἐχρησιμοποίησες λόγους ἀγερώχων καὶ
βλασφήμων ἀνθρώπων. |
6
Ἐλέγξαι σε τὸ σὸν στόμα καὶ
μὴ ἐγώ, τὰ δὲ χείλη σου
καταμαρτυρήσουσί σου· |
6
Τὰ ἴδιά σου τὰ λόγια θὰ
σὲ καταδικάσουν καὶ ὅχι ἐγώ.
Τὰ χείλη σου εἶναι μάρτυρες κατηγορίας
ἐναντίον σου.
|
6
Θὰ σὲ ἐλέγξῃ ὡς ἔνοχον
τὸ στόμα σου καὶ ὄχι ἐγώ, τὰ
δὲ χείλη σου, δι’ ὅσων εἶπες, θὰ μαρτυρήσουν
ἐναντίον σου. |
7
τί γάρ; Μὴ πρῶτος ἀνθρώπων
ἐγεννήθης; Ἢ πρὸ θινῶν ἐπάγης;
|
7
Τί λοιπόν; Μήπως σὺ ἐγεννήθης
πρῶτος ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους
καὶ τὰ γνωρίζεις ὅλα; Ἢ μήπως,
τυχόν, καὶ ἔχεις δημιουργηθῆ, πρὶν
ἀκόμη γίνουν τὰ ὅρη καὶ
οἱ λόφοι ἐπὶ τῆς γῆς,
ἀρχαιότερος καὶ ἀπὸ αὐτὸν
τὸν Ἀδάμ;
|
7
Διότι τί ἰδέαν ἔχεις διὰ τὸν
ἑαυτόν σου; Μήπως σὺ ἐγεννήθης πρῶτος
ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους καὶ
συνεπῶς ἔχεις ὅλην τὴν πεῖραν
τῶν αἰώνων, κατὰ τοὺς ὁποίους
ζοῦν οἱ ἄνθρωποι; Ἢ μήπως συνεπήχθης
εἰς ἄνθρωπον, προτοῦ γίνουν τὰ βουνὰ
καὶ οἱ λόφοι, καὶ εἶσαι λοιπὸν
καὶ αὐτοῦ τοῦ Ἀδὰμ παλαιότερος;
|
8
Ἢ σύνταγμα Κυρίου ἀκήκοας, ἢ
συμβούλῳ σοι ἐχρήσατο ὁ Θεός,
εἰς δὲ σὲ ἀφίκετο σοφία;
|
8
Ἢ μήπως ἔχῃς ἀκούσει τὸ
ἄρρητον ὑπὸ τοῦ Θεοῦ συντεταγμένον
σχέδιον; Μήπως σὲ μετεχειρίσθη ὁ
Θεός ὡς σύμβουλόν του; Εἰς σὲ
δὲ ἐπῆλθε καὶ ἐπλημμύρισεν
ἡ σοφία, ὥστε νὰ θεωρῇς τὸν
ἑαυτόν σου σοφώτερον ἀπὸ ὅλους
τοὺς ἄλλους;
|
8
Ἢ ἔχεις ἀκούσει τὸ μυστικὸν
σχέδιον, τὸ συντεταγμένον ὑπὸ τῆς
σοφίας τοῦ Κυρίου; Ἢ μήπως σὲ ἐχρησιμοποίησεν
ὡς σύμβουλόν του ὁ Θεός; Ἦλθε
δὲ εἰς σὲ ἡ σοφία, ὥστε νὰ
κατέχῃς σὺ αὐτήν, ὅσον κανένας ἄλλος;
|
9
Τί γὰρ οἶδᾳς, ὃ οὐκ οἴδαμεν;
Ἢ τί συνίεις σύ, ὃ οὐ
καὶ ἡμεῖς; |
9
Ὄχι βέβαια. Διότι τί περισσότερον
γνωρίζεις σύ, τὸ ὁποῖον ἡμεῖς
δὲν γνωρίζομεν; Ἢ τί καταλαβαίνεις
σύ, τὸ ὁποῖον δὲν ἠμποροῦμεν
καὶ ἡμεῖς νὰ ἐννοήσωμεν;
|
9
Ὄχι· δὲν κατέχεις σὺ ὁλόκληρον
τὴν σοφίαν. Διότι, τί ἠξεύρεις σύ,
τὸ ὁποῖον δὲν ἠξεύρομεν
καὶ ἠμεῖς; Ἤ τί καταλαβαίνεις
σύ, τὸ ὁποῖον δὲν ἐννοοῦμεν
καὶ ἠμεῖς; |
10
Καί γε πρεσβύτης καί γε παλαιὸς ἐν
ἡμῖν, βαρύτερος τοῦ πατρός σου
ἡμέραις. |
10
Ἀκόμη δὲ ὑπάρχει μεταξύ
μας γέρων, παλαιὸς εἰς τὰ ἔτη
καὶ τὰς ἡμέρας, μὲ βαρύτερον
φορτίον ἐτῶν ἐπὶ τῆς ράχεώς
του καὶ ἀπὸ αὐτὸν τὸν
πατέρα σου. |
10
Ἐὰν δὲ προβάλλῃς τὴν λόγῳ
τῆς ἡλικίας σου μεγάλην πεῖραν, ποὺ
ἔχεις, ὑπάρχει ἀσφαλῶς γέρων καὶ
παλαιὸς μεταξύ μας, μὲ πολὺ περισσοτέρας
ἡμέρας ἀπὸ τὸν πατέρα σου.
|
11
Ὀλίγα ὧν ἡμάρτηκας μεμαστίγωσαι,
μεγάλως ὑπερβαλλόντως λελάληκας.
|
11
Ἔχεις μαστιγωθῆ καὶ τιμωρηθῆ ἀπὸ
τὸν Θεὸν ὀλιγώτερον, ἀπὸ
ὅσον ἔχεις ἁμαρτήσει ἐνώπιόν
του. Μεγάλα καὶ αὐθάδη λόγια
εἶπες καὶ δὲν συναισθάνεσαι τὸ
πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν σου.
|
11
Ἔχεις μαστιγωθῆ ἀπὸ τὸν Θεὸν
πολὺ ὀλίγον, ἐν σχέσει πρὸς ὅσα
ἔχεις ἁμαρτήσει, μὲ μεγάλην δὲ καὶ
ὑπερβολικὴν γλῶσσαν ἔχεις ὁμιλήσει,
μὴ συναισθανόμενος τὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν
σου. |
12
Τί ἐτόλμησεν ἡ καρδία σου, ἢ
τί ὑπήνεγκαν οἱ ὀφθαλμοί
σου; |
12
Τί ἐτόλμησεν ἡ καρδία σου νὰ
ἐκστομίσῃ ἐνώπιον τοῦ
Θεοῦ; Πῶς ἐτόλμησες καὶ ὕψωσες
ἐγωιστϊκοὺς καὶ αὐθάδεις τοὺς
ὀφθαλμούς σου πρὸς τὸν Θεόν;
|
12
Τί ἐτόλμησεν ἡ καρδία σου νὰ ἐκστομίσῃ
εἰς τὸν Θεόν, ἤ τί ἐβάστασαν
οἱ ὑψωθέντες εἰς τὸν οὐρανὸν
ὀφθαλμοί σου, οἱ ὁποῖοι ἔπρεπε
νὰ εἶναι ριγμένοι πρὸς τὰ κάτω, νεύοντες
πρὸς τὴν γῆν; |
13
Ὅτι θυμὸν ἔρρηξας ἔναντι Κυρίου,
ἐξήγαγες δὲ ἐκ στόματος ρήματα
τοιαῦτα. |
13
Διατὶ ἐξερράγης εἰς θυμὸν ἐνώπιον
τοῦ Κυρίου, ἔβγαλες δὲ ἀπὸ
τὸ στόμα σου λόγους τέτοιους ἀπρεπεῖς
κατὰ τῆς δικαιοσύνης καὶ ἀγαθότητος
τοῦ Θεοῦ;
|
13
Διότι ἐξέσπασες εἰς θυμὸν ἐνώπιον
τοῦ Κυρίου, ἔβγαλες δὲ ἀπὸ τὸ
στόμα σου λόγους τοιούτους κατὰ τῆς δικαιοσύνης
καὶ ἀγαθότητός του, ποὺ δὲν
ἐπετρέπετο νὰ ἐκστομίσῃς.
|
14
Τίς γὰρ ὢν βροτός, ὅτι ἔσται
ἄμεμπτος, ἢ ὡς ἐσόμενος δίκαιος
γεννητὸς γυναικός; |
14
Ἡμάρτησες βαρέως ἐνώπιον τοῦ
Θεοῦ, διότι ποιὸς ἄνθρωπος, ἐνὼ
εἶναι θνητὸς, ἠμπορεῖ νὰ καυχηθῇ
ὅτι θὰ εἶναι ἄμεμπτος καὶ καθαρός;
Ποιὸς ποὺ ἐγεννήθη ἀπὸ
γυναῖκα, ἠμπορεῖ νὰ ἰσχυρισθῇ
ὅτι εἶναι δίκαιος;
|
14
Παρεξετράπης καὶ ἠσέβησες. Διότι, ποῖος,
ἐνῷ εἶναι θνητός, δύναται νὰ καυχηθῇ,
ὅτι θὰ εἶναι ἄμεμπτος καὶ καθαρός;
Ἢ ποῖος, ποὺ ἐγεννήθη ἀπὸ
γυναῖκα, θὰ παρουσιασθῇ, προβάλλων τὸν
ἑαυτόν του, ὅτι θὰ εἶναι δίκαιος;
|
15
Εἰ κατὰ ἁγίων οὐ πιατεύει,
οὐρανὸς δὲ οὐ καθαρὸς ἐναντίον
αὐτοῦ; |
15
Ἐὰν ὁ Θεὸς δὲν μένει ἀπόλυτα
ἰκανοποιημένος ἀπὸ τὴν ἀρετὴν
ἁγίων ἀγγέλων καὶ δὲν
τοὺς ἐμπιστεύεται πλήρως, ἐὰν
ὁ οὐρανός, ὅπου κατοικοῦν οἱ
ἄγγελοι, δὲν εἶναι πλήρως καθαρὸς
ἐν συγκρίσει πρὸς τὴν ἄπειρον
ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ,
|
15
Ἐὰν δὲ ὁ Θεὸς δὲν ἐμπιστεύεται
εἰς τοὺς ἁγίους, ἀλλὰ διαρκῶς
ἐνισχύῃ αὐτούς, ἵνα μὴ
ἐκπέσουν, ὁ οὐρανὸς δέ, ὅπου
κατοικοῦν οἱ ἄγγελοι, δὲν εἶναι
καθαρὸς συγκρινόμενος πρὸς τὴν ἄπειρον
καθαρότητά του, |
16
Ἔα δὲ ἐβδελυγμένος καὶ ἀκάθαρτος
ἀνήρ, πίνων ἀδικίας ἴσα
ποτῷ. |
16
πόσῳ μᾶλλον σιχαμερὸς καὶ ἀκάθαρτος
εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος
ρουφᾷ καθημερινῶς τὴν ἁμαρτίαν
σὰν τὸ νερό; |
16
πόσῳ μᾶλλον σιχαμένος καὶ ἀκάθαρτος
εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος
πίνει ἀδικίας σὰν ποτόν. |
17
Ἀναγγελῶ δέ σοι, ἄκουέ μου·
ἃ δὴ ἑώρακα, ἀναγγελῶ
σοι, |
17
Θὰ σοῦ διηγηθῶ κάτι καὶ ἄκουσέ
με. Θὰ σοῦ διηγηθῶ ἐκεῖνα, τὰ
ὁποῖα ἤκουσα καὶ εἶδα·
|
17
Θὰ σοῦ ἀναγγείλω δὲ τώρα, καὶ
σὺ ἄκουέ με, ὅσα ἔχω ἴδει εἰς
πολλὰς περιπτώσεις ἐπιβεβαιούμενα, αὐτὰ
θὰ σοῦ ἀναφέρω, |
18
ἃ σοφοὶ ἐροῦσι καὶ οὐκ
ἔκρυψαν πατέρες αὐτῶν·
|
18
αὐτά, τὰ ὁποῖα εἶπαν ἄνδρες
σοφοὶ καὶ τὰ ὁποῖα οἱ
πατέρες των δὲν τὰ ἀπέκρυψαν
ἀπὸ αὐτούς, ἀλλὰ τοὺς
τὰ μετέδωσαν.
|
18
τὰ ὁποῖα ἄνδρες σοφοὶ εἶπον
καὶ δι’ ἐμοῦ τώρα θὰ ἐπαναλάβουν,
καὶ δὲν ἔκρυψαν οἰ πατέρες των ἀπὸ
αὐτούς, ἀλλὰ τοὺς τὰ μετέδωκαν.
|
19
αὐτοῖς μόνοις ἐδόθη ἡ
γῆ, καὶ οὐκ ἐπῆλθεν ἀλλογενὴς
ἐπ' αὐτούς. |
19
Εἶναι καθαροὶ καὶ ἀμιγεῖς ἀπὸ
ξένας ἐπιδράσεις, διότι εἰς
τὴν χώραν, ποὺ ἐδόθη εἰς
αὐτοὺς πρὸς κατοικίαν των, δὲν
ἐγκατεστάθη κανένας ξένος μεταξύ
των. |
19
Εἰς αὐτοὺς μόνους ὡς εὐνοουμένους
τοῦ Θεοῦ ἐδόθη ὑπ' Αὐτοῦ
ἡ γῆ καὶ δὲν ἦλθεν ἐναντίον
του ξένος καὶ ἀλλόφυλος, ὁ ὁποῖος
θὰ ἦτο δυνατὸν νὰ νοθεύσῃ
τὰς ἀληθεῖς παραδόσεις των.
|
20
Πᾶς ὁ βίος ἀσεβοῦς ἐν
φροντίδι, ἔτη δὲ ἀριθμητὰ δεδομένα
δυνάστῃ, |
20
Ὁλόκληρος ἡ ζωὴ τοῦ ἀσεβοῦς
ἐκδαπανᾶται καὶ εὑρίσκεται συνεχῶς
ὑπὸ τὸ κράτος τῆς ἀγωνίας
καὶ τῆς φροντίδος. Καὶ αὐτοῦ
ἀκόμη τοῦ ἰσχυροῦ κατὰ
τὸ σῶμα καὶ κατὰ τὴν θέσιν
ἀριθμημένα εἶναι τὰ ἔτη.
|
20
Ὅλος ὁ βίος τοῦ ἀσεβοῦς διατελεῖ
ὑπὸ βασανιστικὴν φροντίδα καὶ ταραχήν,
εἰς τὸν δυνάστην δὲ καὶ τύραννον ἔχουν
δοθῆ μετρημένα τὰ ἔτη τῆς τυραννικῆς
ἰσχύος του. |
21
ὁ δὲ φόβος αὐτοῦ ἐν ὦσιν
αὐτοῦ· ὅταν δοκῇ ἤδη εἰρηνεύειν,
ἥξει αὐτοῦ ἡ καταστροφή.
|
21
Ὁ φόβος, ποὺ τὸν συνέχει καὶ
τὸν κάμνει νὰ ἀγωνιᾷ, εὑρίσκεται
πάντοτε εἰς τὰ αὐτιά του. Καὶ
ὅταν φαίνεται ὅτι ἔχει πλέον
εἰρηνεύσει καὶ ἀσφαλισθῇ, αἰφνιδία
θὰ ἐκσπάσῃ ἐναντίον του
ἡ καταστροφή.
|
21
Ὁ φόβος δέ, ποὺ τὸν ταράττει, εἶναι
πάντοτε εἰς τὰ αὐτιά του ὡς θόρυβος
τρομακτικός. Ὅταν φαίνεται, ὅτι εἰρηνεύει
πλέον καὶ ἐπικρατεῖ ἐν δόξῃ,
θὰ ἔλθῃ αἰφνιδίως ἡ καταστροφή
του. |
22
Μὴ πιστευέτω ἀποστραφῆναι ἀπὸ
σκότους· ἐντέταλται
γὰρ ἤδη εἰς χεῖρας σιδήρου,
|
22
Ἂς μὴ ἀπατᾷ τὸν ἑαυτόν
του πιστεύων ὅτι θὰ γυρίσῃ κάποτε
πίσω καὶ θὰ ἀποφύγῃ τὸ
σκοτάδι τῆς συμφορᾶς καὶ ὀδύνης.
Ἔχει ἐκδοθῆ ἐντολὴ καὶ
διαταγὴ ἀπὸ τὸν Θεὸν νὰ
περιπέσῃ εἰς τὴν ἐξουσίαν
σιδηρᾶς μαχαίρας. |
22
Ἂς μὴ ἐλπίζῃ ποτέ, ὅτι
θὰ γυρίσῃ ὀπίσω καὶ θὰ ἐλευθερωθῇ
ἀπὸ τὸ σκότος τῆς ἀθλιότητος
καὶ τῆς δυστυχίας, διότι τώρα εἶναι πλέον
προωρισμένος διὰ νὰ πέσῃ εἰς χέρια,
ποὺ κρατοῦν σιδηρᾶν μάχαιραν. |
23
κατατέτακται δὲ εἰς σῖτα γυψίν·
οἶδε δὲ ἐν ἑαυτῷ ὅτι μένει
εἰς πτῶμα. Ἡμέρα δὲ σκοτεινὴ
αὐτὸν στροβήσει, |
23
Ἔχει πλέον καταταχθῆ μεταξὺ ἐκείνων,
ποὺ ἔχουν ὁρισθῆ ὡς τροφὴ
εἰς τοὺς γῦπας. Καὶ ὁ ἴδιος
τὸ γνωρίζει πλέον καλὰ καὶ τὸ
φρονεῖ, ὅτι ἡ κατάληξίς του
θὰ εἶναι νὰ γίνῃ πτῶμα.
Ἡμέρα μαύρη καὶ σκοτεινὴ θὰ
τὸν συνταράξῃ καὶ θὰ τὸν
στροβιλίσῃ. |
23
Ἔχει δὲ καταδικασθῆ καὶ καταταχθῆ
νὰ γίνῃ τροφὴ εἰς τοὺς γῦπας,
ἀπὸ τὴν ἀθλιότητα δὲ καὶ
ἐγκατάλειψιν, εἰς τὴν ὁποίαν περιῆλθεν,
ἔχει καὶ ὁ ἴδιος σχηματίσει τὸ
φρόνημα, ὅτι τοῦ ἐπιφυλάσσεται νὰ
γίνῃ πτῶμα· ἡμέρα δὲ μαύρη εἰς
δυστυχίαν θὰ τὸν στροβιλίσῃ.
|
24
ἀνάγκη δὲ καὶ θλῖψις αὐτὸν
καθέξει ὥσπερ στρατηγὸς πρωτοστάτης
πίπτων. |
24
Ἀνάγκη καὶ θλῖψις θὰ τὸν
κυριεύσῃ καὶ θὰ πέσῃ ἔξαφνα,
ὅπως πίπτει ἔνας στρατηγὸς ποὺ
πρωτοστατεῖ εἰς τὴν μάχην καὶ
δὲν εὑρίσκει τρόπον διαφυγῆς.
|
24
Ἀνάγκη δὲ καὶ θλῖψις θὰ τὸν
καταλάβῃ, ὥστε να μὴ δύναται νὰ διαφύγῃ
ἀπὸ αὐτάς, καθὼς στρατηγὸς ποὺ
στέκεται εἰς τὴν πρώτην γραμμὴν καὶ
ὡς μόνην διέξοδον ἔχει νὰ πέσῃ νεκρός.
|
25
Ὅτι ἦρκε χεῖρας ἐναντίον τοῦ
Κυρίου, ἔναντι δὲ Κυρίου παντοκράτορας
ἐτραχηλίασεν, |
25
Τοῦτο δέ, διότι ἐσήκωσε τὰ
χέρια του ἐναντίον τοῦ Θεοῦ,
ὕψωσε αὐθάδη καὶ ἀλαζονικὸν
τὸν τράχηλόν του ἐναντίον Κυρίου
τοῦ παντοκράτορας. |
25
Θὰ πάθῃ δὲ ὅλα αὐτά, διότι ἐσήκωσε
βεβήλους καὶ ἀσεβεῖς χεῖρας κατὰ
τοῦ Κυρίου, ἐτέντωσε δὲ τὸν
τράχηλόν του αὐθαδῶς ἀπέναντι τοῦ
Κυρίου παντοκράτορος, σὰν νὰ εἶχε τὴν
δύναμιν νὰ ἀνταγωνισθῇ πρὸς αὐτόν·
|
26
ἔδραμε δὲ ἐναντίον αὐτοῦ
ὕβρει ἐν πάχει νώτου ἀσπίδος
αὐτοῦ, |
26
Ἔτρεξεν ὁρμητικῶς ἐναντίον του
μὲ ὑπερηφάνειαν καὶ ἀλαζονείαν
πιστεύων, ὅτι προφυλάσσεται καὶ σκεπάζεται
κάτω ἀπὸ τὴν παχεῖαν καὶ
ἀδιαπέραστον ράχιν τῆς ἀσπίδος
του. |
26
ἔτρεξε δὲ μὲ ὁρμὴν ἐναντίον
αὐτοῦ μεθ’ ὕβρεως καὶ βλασφημίας,
σὰν νὰ προβάλλῃ τὴν πυκνὴν καὶ
ἀδιαπέραστον ἀπὸ τὸ δόρυ ράχιν
τῆς ἀσπίδος του. |
27
ὅτι ἐκάλυψε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ
ἐν στέατι αὐτοῦ καὶ ἐποίησε
περιστόμιον ἐπὶ τῶν μηρίων.
|
27
Διότι ἤλειψε καὶ ἐσκέπασε τὸ
πρόσωπόν του ἀπὸ λίπος καὶ
ἔκαμε ἀσφαλιστικοὺς περιδέσμους γύρω
ἀπὸ τοὺς παχυνθέντας μηρούς
του. |
27
Διότι ἐσκέπασε τὸ πρόσωπόν του μὲ
τὸ πάχος του καὶ ἔκαμε περίδεσμον
τριγύρω ἀπὸ τοὺς ὑπερβολικῶς
παχυνθέντας μηρούς του. |
28
Αὐλισθείη δὲ πόλεις ἐρήμους,
εἰσέλθοι δὲ εἰς οἴκους ἀοικήτους·
ἃ δὲ ἐκεῖνοι ἡτοίμασαν,
ἄλλοι ἀποίσονται. |
28
Θὰ καταντήσῃ νὰ ἔχῃ ὡς
κατοικίαν του πόλεις ἐρειπωμένας καὶ
ἐρημωμένας. Θὰ εἰσέλθῃ
εἰς ἀκατοίκητα σπίτια. Ὅσα ἐκεῖνοι
οἱ ἀσεβεῖς ἡτοίμασαν, ἄλλοι
θὰ τὰ λεηλατήσουν καὶ θὰ τὰ
μετακομίσουν.
|
28
Κατέστησε δὲ κατοικίαν του πόλεις ἐρημωμένας,
τὰς ὁποίας μὲ τὰ πολλά του πλοῦτη
ἀνοικοδόμησεν, εἰσῆλθε δὲ εἰς
μέγαρα, ποὺ δὲν κατῴκησαν ἄλλοι, ὅσα
ὅμως οἱ ἀσεβεῖς ἐκεῖνοι
ἡτοίμασαν, ἄλλοι θὰ τὰ ἀρπάσουν
καὶ θὰ τὰ μετακομίσουν.
|
29
Οὔτε μὴ πλουτισθῇ οὔτε
μὴ μεὶνῃ αὐτοῦ τὰ ὑπάρχοντα,
οὐ μὴ βάλῃ ἐπὶ τὴν
γῆν σκιὰν |
29
Οὔτε καὶ θὰ ἀποκτήσῃ πλούτη
ὁ ἀσεβής. Ἐὰν δὲ καὶ
ἀποκτήσῃ πολλὰ ἀγαθά,
δὲν θὰ μείνουν μόνιμον κτῆμα
του, ἀλλὰ θὰ διασκορπισθοῦν. Θὰ
εἶναι ὅμοιος μὲ δένδρον, τὸ
ὁποῖον πρὶν προλάβῃ νὰ
μεγαλώσῃ καὶ ρίψῃ σκιὰν
εἰς τὴν γῆν, ξηραίνεται.
|
29
Οὔτε θὰ ἀποκτήσῃ πλούτη ὁ
ἀσεβής, οὔτε τὰ ὑπάρχοντα, ποὺ
τυχὸν θὰ περιέλθουν εἰς αὐτόν, θὰ
τοῦ μείνουν ὁριστικῶς καὶ μονίμως·
ὅμοιος πρὸς δένδρον δὲν θὰ ριζώσῃ
εἰς τὴν γῆν, οὔτε θὰ βγάλῃ
φύλλα, διὰ νὰ σκιάσῃ μὲ αὐτὰ
τὸ ἔδαφος, |
30
οὐδὲ μὴ ἐκφύγῃ τὸ
σκότος. Τὸν βλαστὸν αὐτοῦ μαράναι
ἄνεμος, ἐκπέσοι δὲ αὐτοῦ
τὸ ἅνθος. |
30
Δὲν θὰ διαφύγῃ τὰ σκοτάδια
τῆς δυστυχίας του· τὸν βλαστόν
του θὰ τὸν μαράνῃ ὁ καυστικὸς
ἄνεμος. Θὰ πέσῃ τὸ ἄνθος
καὶ δὲν θὰ προφθάσῃ νὰ
δέσῃ εἰς καρπόν.
|
30
οὔτε θὰ ξεφύγῃ τὸ σκότος τῆς
ἀθλιότητος, τὸν βλαστόν του δὲ θὰ
μαράνῃ ὁ καυστικὸς ἄνεμος, θὰ
πέσῃ δὲ καὶ δὲν θὰ προφθάσῃ
νὰ δέσῃ τὸ ἄνθος του.
|
31
Μὴ πιστευέτω ὅτι ὑπομενεῖ, κενὰ
γὰρ ἀποβήσεται αὐτῷ·
|
31
Ἄς μὴ ἔχῃ πεποίθησιν ὁ
ἀσεβὴς ὅτι θὰ παραμείνῃ
καὶ θὰ ὑπερνικήσῃ τὴν
δυστυχίαν. Διότι κάθε προσπάθειά
του θὰ ἀποβῇ ματαία.
|
31
Ἂς μὴ ἐλπίζῃ ὁ ἀσεβής,
ὅτι θὰ ἀνθέξῃ καὶ θὰ παραμείνῃ,
διότι ὅλα ἐκεῖνα, εἰς τὰ ὁποῖα
ἐστήριζε τὸ οἰκοδόμημα τῆς εὐτυχίας
του, θὰ ἀποδειχθοῦν ἀδειανὰ
καὶ μάταια. |
32
ἡ τομὴ αὐτοῦ πρὸ ὥρας
φθαρήσεται, καὶ ὁ ράδαμνος αὐτοῦ
οὐ μὴ πυκάσῃ· |
32
Θὰ τὸν κόψῃ καὶ θὰ τὸν
ἁρπάσῃ πρὸ τῆς ὥρας ὁ
θάνατος, θὰ καταστροφῇ καὶ δὲν
θὰ ἐπιζήσῃ. Ὁ βλαστός
του δὲν θὰ προλάβῃ νὰ κάμῃ
πυκνὰ φύλλα καὶ διακλαδώσεις.
|
32
Καὶ ἂν παραβληθῇ πρὸς δένδρον, ὁ
κορμός του παράκαιρα θὰ σαπίσῃ καὶ
θὰ φθαρῇ, καὶ ὁ τρυφερός του
βλαστὸς δὲν θὰ πυκνώσῃ, ὥστε
νὰ βγάλῃ φύλλα πολλὰ καὶ σκιάν.
|
33
τρυιγηθείη δὲ ὡς ὄμφαξ πρὸ ὥρας,
ἐκπέσοι δὲ ὡς ἄνθος ἐλαίας.
|
33
Σὰν τὸ ἄγουρο σταφύλι θὰ τρυγηθῇ
πρὸ τῆς ὥρας του. Θὰ πέσῃ,
ὅπως πίπτει τὸ ἄνθος τῆς ἐληᾶς.
|
33
Θὰ τρυγηθῇ δὲ πρόωρα σὰν ἀγουρίδα,
θὰ ἐκπέσῃ δὲ μαραμένος σὰν
ἄνθος ἐλιᾶς. |
34
Μαρτύριον γὰρ ἀσεβοῦς θάνατος,
πῦρ δὲ καύσει οἴκους δωροδεκτῶν.
|
34
Ἕνας τέτοιος δὲ πρόωρος καὶ
ὀδυνηρὸς θάνατος θὰ εἶναι τρανὴ
μαρτυρία, ὅτι αὐτὸς ὑπῆρξεν
ἀσεβής. Φωτιὰ θὰ κάψῃ
τὰ σπίτια ἐκείνων, ποὺ δέχονται
δῶρα, διὰ νὰ ἀθωώσουν τὸν
ἔνοχον καὶ δικάσουν τὸν ἀθῶον.
|
34
Θὰ ἔχῃ δὲ τοιοῦτον τέλος, διότι
ἕνας τέτοιος θάνατος μαρτυρεῖ καὶ βεβαιώνει,
ὅτι αὐτός, ποὺ καταλήγει εἰς αὐτόν,
εἶναι ἀσεβής, πῦρ δὲ θὰ κατακαύσῃ
τὰ σπίτια ἐκείνων, ποὺ δωροδοκοῦνται
διὰ νὰ προσωποληπτοῦν καὶ στραγγαλίζουν
τὸ δίκαιον. |
35
Ἐν γαστρὶ δὲ λήψεται ὀδύνας,
ἀποβήσεται δὲ ἑαυτῷ κενά,
ἡ δὲ κοιλία αὐτοῦ ὑποίσει
δόλον. |
35
Ἕνας τέτοιος ἀσεβὴς συλλαμβάνει
εἰς τὴν καρδίαν του ὀδυνηρὰ
σχέδια εἰς βάρος τῶν ἄλλων.
Ὅλα ὅμως αὐτὰ θὰ ἀποδειχθοῦν
ἀνωφελῆ καὶ μάταια διὰ τὸν
ἑαυτόν του, ἡ δὲ καρδία του
θὰ βαστάζῃ δολιότητας καὶ ἀπάτας.
|
35
Ὁ τοιοῦτος δὲ ἀσεβὴς καὶ
ἄδικος κριτὴς συλλαμβάνει ὡς ἄλλη
ἔγκυος γυναῖκα εἰς τὰ βάθη τῆς
καρδίας του ἐπιβλαβῆ καὶ ὀδυνηρὰ
σχέδια κατὰ τοῦ πλησίον, ἀλλ' ὅλα
αὐτὰ θὰ ἀποδειχθοῦν διὰ
τὸν ἑαυτόν του μάταια καὶ ἀνωφελῆ,
ἡ δὲ καρδία του καὶ τὸ ἐσωτερικόν
του θὰ βαστάζῃ καὶ θὰ παρασκευάζῃ
δόλους καὶ ἀπάτας>. |