Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
πολαβὼν
δὲ Ἰὼβ λέγει· |
λαβε
τὸν λόγον ὁ Ἰὼβ καὶ εἶπεν·
|
αβὼν
δὲ τὸν λόγον ὁ Ἰὼβ εἶπεν:
|
2
ἕως τίνος ἔγκοπον ποιήσετε ψυχήν
μου καὶ καθαιρεῖτέ με λόγοις; Γνῶτε
μόνον ὅτι ὁ Κύριος ἐποίησέ
με οὕτως· |
2
<ἕως πότε θὰ καταπονῆτε τὴν
καρδίαν μου καὶ θὰ μὲ συντρίβετε
μὲ τὰ σκληρά σας λόγια; Μάθετε
μόνον ὅτι ὁ Κύριος, καὶ ὄχι
αἱ πολλαὶ ἁμαρτίαι, μὲ ἔφεραν
εἰς αὐτὴν τὴν κατάστασιν.
|
2
<Ἕως πότε θὰ κατακουράζετε καὶ θὰ
καταθλίβετε τὴν ψυχήν μου καὶ ἕως πότε θὰ
μὲ σκοτώνετε μὲ λόγια σκληρὰ καὶ ἀσυμπαθῆ;
Τοῦτο μόνον μάθετε, ὅτι, ἐὰν πάσχω,
ὁ Κύριος ἔκαμε νὰ ὑποφέρω ἔτσι.
|
3
καταλαλεῖτέ μου, οὐκ αἰσχυνόμενοί
με ἐπίκεισθέ μοι. |
3
Σεῖς μὲ κατηγορεῖτε καὶ καταφέρεσθε
ἐναντίον μου, καὶ χωρὶς νὰ ἐντρέπεσθε
καὶ νὰ λυπῆσθε διὰ τὴν κατάστασίν
μου, μοῦ ἐπιτίθεσθε.
|
3
Μὲ κατηγορεῖτε, καὶ δὲν ἐντρέπεσθε
νὰ μὲ κατακρίνετε ἔτσι· ἀντὶ
νὰ μὲ παρηγορῆτε, μὲ στενοχωρεῖτε
καὶ μὲ πειράζετε. |
4
Ναὶ δὴ ἐπ' ἀληθείας ἐγὼ
ἐπλανήθην, παρ' ἐμοὶ δὲ αὐλίζεται
πλάνος λαλῆσαι ρήματα, ἃ οὐκ
ἔδει, τὰ δὲ ρήματά μου πλανᾶται
καὶ οὐκ ἐπὶ καιροῦ.
|
4
Παραδέχομαι, ἔστω, καὶ ὁμολογῶ
ὅτι ἐγὼ ἐπλανήθην. Κοντά
μου μένει καὶ συγκατοικεῖ αὐτός,
ποὺ μὲ πλανᾷ. Αὐτὸς ποὺ
μὲ παρασύρει νὰ λέγω λόγια,
τὰ ὁποῖα δὲν ἔπρεπε. Πλανημένα
εἶναι τὰ λόγια μου, ἄκαιρα καὶ
ἀπρεπῆ.
|
4
Ναὶ λοιπὸν ἔστω ὅτι ἐγὼ
πράγματι ἐπλανήθην ἔχω δὲ πάντοτε πλησίον
μου κατοικοῦντα αὐτὸν ποὺ μὲ
πλανᾷ, καὶ μὲ παρασύρει νὰ εἴπω
λόγια, ποὺ δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ
εἴπω, τὰ λόγιά μου δὲ πλανῶνται καὶ
εἶναι ἀπρεπῆ καὶ ἄκαιρα.
|
5
Ἒα δὲ ὅτι ἐπ' ἐμοὶ μεγαλύνεσθε,
ἐνάλλεσθε δέ μοι ὀνείδει.
|
5
Ἀλλὰ ἐδῶ εἶναι καὶ τὸ
ἰδικόν σας σφάλμα. Διότι σεῖς
ὑψώνεσθε καὶ μεγαλύνετε τὸν
ἑαυτόν σας ἐναντίον μου. Ἐφορμᾶτε
κατ' ἐμοῦ μὲ τοὺς ὀνειδισμούς
σας. |
5
Μπά! Τόσο μεγάλο εἶναι αὐτό! Διότι ὑψώνεσθε
καὶ μεγαλώνετε τοὺς ἑαυτούς σας ἐναντίον
μου, ἐφορμᾶτε δὲ κατ’ ἐμοῦ μὲ
ὄνειδος καὶ κατηγορίαν. |
6
Γνῶτε οὖν ὅτι Κύριός ἐστιν
ταράξας, ὀχύρωμα δὲ αὐτοῦ
ἐπ' ἐμὲ ὕψωσεν. |
6
Μάθετε, λοιπόν, ὅτι ὁ Κύριος
εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος
μὲ συνετάραξε μὲ αὐτὰς τὰς
θλίψεις. Ὕψωσε ὁλόγυρά μου ὁχυρωματικὸν
ἔργον, ὥστε νὰ μὴ μπορῶ νὰ
ἐξέλθω ἀπὸ αὐτό.
|
6
Μάθετε λοιπόν, ὅτι ὁ Κύριος εἶναι αὐτός,
ποὺ μὲ ἐτάραξεν, ὕψωσε δὲ αὐτὸς
ὀχύρωμα ἀκατάβλητον ἐπ’ ἐμοῦ,
ὥστε νὰ μὴ ἠμπορῶ νὰ ξεφύγω
ἀπὸ τὰ βάσανά μου. |
7
Ἰδοὺ γελῶ ὀνείδει καὶ
οὐ λαλήσω· κεκράξομαι, καὶ οὐδαμοῦ
κρῖμα. |
7
Ἰδού, λοιπόν, ὅτι καὶ ἐγὼ
τώρα γελῶ μὲ τοὺς ὀνειδισμούς
σας καὶ θὰ σιωπήσω. Δὲν θὰ ὁμιλήσω.
Ἀλλὰ καὶ ἂν φωνάξω μὲ
ὅλην μου τὴν δύναμιν, πουθενὰ δὲν
θὰ εὕρω τὴν δικαίωσίν μου.
|
7
Ἰδοὺ λοιπὸν καὶ ἐγὼ γελῶ
διὰ τὸ ὄνειδος, τὸ ὁποῖον
μοῦ ἐπιρρίπτετε, μὲ τὴν πεποίθησιν,
ὅτι τοῦτο δὲν δικαιολογεῖται ἀπὸ
τὰ πράγματα· δὲν θὰ ὁμιλήσω,
διότι, καὶ ἂν φωνάξω, δὲν θὰ εὕρω
πουθενὰ δικαίαν κρίσιν. |
8
Κύκλῳ περιῳκοδόμημαι, καὶ οὐ
μὴ διαβῶ, ἐπὶ πρόσωπόν
μου σκότος ἔθετο. |
8
Ὁλόγυρά μου ἔχει ὑψωθῆ
τεῖχος, τὸ ὁποῖον δὲν ἠμπορῶ
νὰ ὑπερβῶ. Ἐμπρὸς εἰς
τὰ μάτια μου ἔβαλεν ὁ Κύριος
τὸ σκοτάδι τῆς δυστυχίας.
|
8
Εὑρίσκομαι τριγύρω κλεισμένος σὰν μέσα εἰς
οἰκοδόμημα καὶ δὲν δύναμαι νὰ διαβῶ
καὶ νὰ ἐξέλθω ἐξ αὐτοῦ·
ἐμπρός μου ἔρριψεν ὁ Θεὸς σκότος,
ὥστε νὰ μὴ ἠμπορῶ νὰ διακρίνω
τίποτε μέσα στὴν φυλακήν μου. |
9
Τὴν δὲ δόξαν ἐπ' ἐμοῦ
ἐξέδυσεν, ἀφεῖλε δὲ στέφανον
ἀπὸ κεφαλῆς μου. |
9
Μὲ ἀπεγύμνωσεν ἀπὸ τὴν
δόξαν καὶ τὸ κῦρος μου. Ἀφήρεσε
ἀπὸ τὸ κεφάλι μου τὸν στέφανον
τῆς ὑπολήψεώς μου.
|
9
Τὰ πλούτη μου καὶ τὰ τέκνα μου καὶ
ὅλα, ὅσα ἀπετελοῦν τὴν δόξαν
μου, μοῦ τὰ ἐπῆρε καὶ κυριολεκτικῶς
μὲ ἔγδυσεν, ἀφήρεσε δὲ καὶ
τὸ στέμμα, ποὺ ἐστόλιζε τὴν
κεφαλήν μου. |
10
Διέσπασέ με κύκλῳ καὶ ᾠχόμην·
ἐξεκοψε δὲ ὥσπερ δένδρον τὴν
ἐλπίδα μου. |
10
Ἔκοψεν ὀλόγυρά μου ἀπὸ
ὅλας τὰς πλευρὰς κάθε σύνδεσμόν
μου μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους
καὶ ἠναγκάσθην νὰ φύγω, ἀπὸ
ἐκεῖ ποὺ ἔμένα. Ἔκοψε
δὲ καὶ ἔρριξε κάτω ὡσὰν
δένδρον τὴν ἐλπίδα μου, δηλαδὴ
τὰ παιδιά μου. |
10
Μὲ κατέστρεψε δὲ ἀπὸ ὅλας τὰς
πλευρὰς κυκλοτερῶς καὶ ἠναγκάσθην
νὰ φύγω ἀπ’ ἐκεῖ ποὺ ἔμενα
ἔκοψε δὲ σύρριζα σὰν δένδρον τὰ παιδιά
μου καὶ κάθε τι, ποὺ εἶχα μιὰ ἐλπίδα.
|
11
Δεινῶς δέ μοι ὀργῇ ἐχρήσατο,
ἡγήσατο δέ με ὥσπερ ἐχθρόν.
|
11
Ἐπάνω εἰς τὴν ὀργὴν καὶ
τὸν θυμόν του μὲ μετεχειρίσθη σκληρά.
Μὲ ἐθεώρησεν ὡς ἐχθρόν
του. |
11
Μὲ μετεχειρίσθη δὲ σκληρὰ μὲ ὀργὴν
καὶ θυμόν, μὲ ἐθεώρησε δὲ σὰν
ἐχθρόν του. |
12
Ὁμοθυμαδὸν δὲ ἦλθον τὰ πειρατήρια
αὐτοῦ ἐπ' ἐμοί, ταῖς ὁδοῖς
μου ἐκύκλωσαν ἐγκάθετοι. |
12
Ὅλαι μαζῆ αἱ δοκιμασίαι του ἔπεσαν
ἐπάνω μου. Οἱ ἐπίβουλοι καὶ
οἱ ἐχθροί μου εὑρῆκαν εὐκαιρίαν
καὶ περιεκύκλωσαν τοὺς δρόμους τῆς
ζωῆς μου. |
12
Ὅλα δὲ τὰ δοκιμαστήριά του καὶ τὰ
τρομακτικὰ στρατεύματά του ἔπεσαν μαζὶ κατ’
ἐπάνω μου, τοὺς δρόμους δέ, εἰς τοὺς
ὁποίους ἐβάδιζα, τοὺς ἐκύκλωσαν
ἐπίβουλοι καὶ ἐνεδρευταί.
|
13
Ἀπ' ἐμοῦ ἀδελφοί μου
ἀπέστησαν, ἔγνωσαν ἀλλοτρίους
ἢ ἐμέ· φίλοι δέ μου ἀνελεήμονες
γεγόνασιν. |
13
Οἱ ἀδελφοί μου καὶ οἱ συγγενεῖς
μου ἔφυγαν μακρὰν ἀπὸ ἐμέ.
Ἐγνώρισαν καὶ συνῆψαν σχέσεις
μὲ ξένους καὶ ὄχι μὲ ἐμέ.
Οἱ δὲ φίλοι μου ἔγιναν ἄσπλαγχνοι
ἀπέναντί μου. |
13
Ἀπεμακρύνθησαν ἀπ’ ἐμοῦ οἱ ἀδελφοί
μου καὶ συγγενεῖς μου· συνῆψαν γνωριμίας
μὲ ξένους μᾶλλον παρά μὲ ἐμέ,
οἱ δὲ φίλοι μου ἔγιναν ἀσυμπαθεῖς
καὶ χωρὶς ἔλεος πρὸς ἐμέ.
|
14
Οὐ προσεποιήσαντό με οἱ ἐγγύτατοί
μου, καὶ οἱ εἰδότες μου τὸ ὄνομα
ἐπελάθοντό μου. |
14
Ἄνθρωποι ποὺ ἦσαν πολὺ κοντά
μου καὶ μὲ θεωροῦσαν ἰδικόν
των, δὲν μὲ προσοικειώθησαν πλέον
καὶ δὲν μὲ ἐπλησίασαν. Καὶ
ἐκεῖνοι, ὁποῖοι
ἐγνώριζαν πολὺ καλὰ τὸ ὄνομά
μου, μὲ ἐλησμόνησαν.
|
14
Δὲν μὲ προσοικειώθησαν ὡς ἰδικόν
των οἱ πάρα πολὺ πλησίον πρὸς ἐμέ,
καὶ ἐκεῖνοι, ποὺ ἐγνώριζαν
τὸ ὄνομά μου, τὸ ἐξέχασαν.
|
15
Γείτονες οἰκίας θεράπαιναί τέ
μου ἀλλογενὴς ἤμην ἐναντίον
αὐτῶν. |
15
Ξένος, ἀλλοεθνὴς ἔγινα εἰς τοὺς
γείτονάς μου καὶ εἰς αὐτὰς
ἀκόμη τὰς ὑπηρετρίας, ποὺ
εἰργάζοντο μέσα εἰς τὸ σπίτι
μου. |
15
Εἰς πρόσωπα γειτονικά, ποὺ ἐφιλοξενοῦντο
στὸ σπίτι μου, καὶ εἰς ὑπηρετρίας
μου ἤμην εἰς αὐτὰ καὶ ἀπέναντι
αὐτῶν σὰν ξένος καὶ ἀλλόφυλος.
|
16
Θεράποντά μου ἐκάλεσα, καὶ οὐχ
ὑπήκουσε· στόμα δέ μου ἐδέετο.
|
16
Προσεκάλεσα τὸν ἄλλοτε ὑπηρέτην
μου καὶ δὲν ἔδωσε σημασίαν εἰς
τὴν πρόσκλησίν μου. Δὲν ὑπήκουσε.
Ματαίως τὸ στόμα μου τὸν παρακαλοῦσε
πρὸς κάποιαν βοήθειαν.
|
16
Ἐκάλεσα ὑπηρέτην μου να μὲ βοηθήσῃ
καὶ δὲν ὑπήκουσε· τὸ στόμα μου
δὲ τὸν παρεκάλει καὶ ἐκεῖνος
δὲν ἤκουε. |
17
Καὶ ἱκέτευον τὴν γυναῖκά
μου, προσεκαλούμην δὲ κολακεύων υἱοὺς
παλλακίδων μου· |
17
Ματαίως παρακαλοῦσα θερμῶς τὴ γυναῖκα
μου. Προσκαλοῦσα μὲ κολακευτικοὺς λόγους
τὰ παιδιά τῶν παλλακίδων μου καὶ
δὲν μοῦ ἔδιναν σημασίαν.
|
17
Καὶ παρεκάλουν ματαίως τὴν γυναῖκα μου,
προσεκάλουν δὲ μὲ λόγους κολακευτικοὺς τὰ
παιδιὰ τῶν δούλων μου·
|
18
οἱ δὲ εἰς τὸν αἰῶνά
με ἀπεποιήσαντο· ὅταν ἀναστῶ,
κατ' ἐμοῦ λαλοῦσιν. |
18
Ὅλοι αὐτοὶ μὲ ἀπηρνήθησαν
παντοτεινά. Ὅταν σηκωθῶ διὰ νὰ
ζητήσω κάτι, ἢ διὰ νὰ τοὺς
ὁμιλήσω ἁπλῶς, αὐτοὶ καταφέρονται
ἐναντίον μου.
|
18
αὐτοὶ ὅμως μὲ ἠρνήθησαν ὁριστικῶς
καὶ αἰωνίως· ὅταν δὲ σηκωθῶ
διὰ νὰ τοὺς ὁμιλήσω μὲ καλοσύνην,
αὐτοὶ λέγουν ἐναντίον μου.
|
19
Ἐβδελύξαντό με οἱ ἰδόντες
με· οὓς δὴ ἠγαπήκειν, ἐπανέστησάν
μοι. |
19
Μὲ ἐσιχάθηκαν ἐξ αἰτίας
τῶν δοκιμασιῶν μου καὶ μάλιστα αὐτῆς
τῆς ἀσθενείας μου, ὅλοι ὅσοι
μὲ εἶδαν. Ἐκεῖνοι δέ, τοὺς
ὁποίους εἶχα ἀγαπήσει, ἐξηγέρθησαν
καὶ ἐστράφησαν ἐναντίον μου.
|
19
Μὲ ἐσιχάθησαν λόγῳ τῶν πληγῶν
μου, ὅσοι μὲ εἶδαν· ἐκεῖνοι
δέ, τοὺς ὁποίους εἶχα ἀγαπήσει, ἐστράφησαν
καὶ αὐτοὶ ἐναντίον μου.
|
20
Ἐν δέρματί μου ἐσάπησαν αἱ
σάρκες μου, τὰ δὲ ὀστᾶ μου ἐν
ὀδοῦσιν ἔχεται. |
20
Αἱ σάρκες μου εἰς τὸ δέρμα καὶ
κάτω ἀπὸ τὸ δέρμα ἐσάπησαν.
Τὰ οὖλα μου διεβρώθησαν καὶ τὰ
δόντια μου συνδέονται ἀμέσως μὲ
τὰ κόκκαλά μου.
|
20
Μέσα εἰς τὸ δέρμα μου ἐσάπησαν αἱ
σάρκες μου, εἰς τρόπον ὥστε τὸ δέρμα μου
ἐκόλλησεν εἰς τὰ ὀστᾶ
μου, εἰς τὸ στόμα μου δὲ τὰ ὀστᾶ
μου συνδέονται ἀμέσως μὲ τοὺς ὀδόντάς
μου, διότι καὶ αὐτὰ τὰ οὖλα
μου ἠφανίσθησαν. |
21
Ἐλεήσατέ με, ἐλεήσατέ
με, ὦ φίλοι, χεὶρ γὰρ Κυρίου
ἡ ἁψαμένη μού ἐστι. |
21
Λυπηθῆτε με, λυπηθῆτε με καὶ σπλαγχνισθῆτε
με σεῖς, οἱ φίλοι μου. Τὸ χέρι
τοῦ Κυρίου εἶναι αὐτό, τὸ
ὁποῖον ἔπεσε βαρὺ ἐπάνω
μου καὶ μὲ ἐκτύπησε.
|
21
Λυπηθῆτε με, λυπηθῆτε με καὶ δείξατε συμπάθειαν,
ὡ φίλοι. Διότι ἡ παντοδύναμος χεὶρ τοῦ
Κυρίου, αὐτὴ μὲ ἐγγίζει καὶ
μὲ τιμωρεῖ. |
22
Διατί με διώκετε ὥσπερ καὶ ὁ
Κύριος; Ἀπὸ δὲ σαρκῶν μου οὐκ
ἐμπίπλασθε; |
22
Διατὶ καὶ σεῖς μὲ καταδιώκετε,
ὅπως καὶ ὁ Κύριος; Δὲν χορταίνετε
ἀπὸ τὸ θέαμα τῶν σαπισμένων
μου σαρκῶν; |
22
Διατὶ μὲ καταδιώκετε καὶ σεῖς, ὅπως
καὶ ὁ Κύριος; Δὲν χορταίνετε ἀπὸ
τὰς σαπισμένς σάρκας μου, ἀλλὰ θέλετε νὰ
καταπληγώνετε καὶ τὴν ψυχήν μου;
|
23
Τίς γὰρ ἂν δοίη γραφῆναι τὰ
ρήματά μου, τεθῆναι δὲ αὐτὰ
ἐν βιβλίῳ εἰς τὸν αἰῶνα;
|
23
Ποιός, τάχα, θὰ εὑρεθῇ νὰ
γράψῃ τὰ λόγια μου αὐτά,
νὰ τὰ θέσῃ μέσα εἰς τὸ
βιβλίον καὶ νὰ διαφυλαχθοῦν ἐκεῖ
αἰωνίως; |
23
Ἀλλα σεῖς σιωπᾶτε. Καὶ ὅσα θὰ
εἴπω, θὰ τὰ πάρῃ ὁ ἀέρας.
Διότι, ποῖος θὰ μοῦ ἔδιδε τὸ
μέσον νὰ γραφοῦν τὰ λόγια μου αὐτά,
ποὺ θὰ εἴπω, νὰ τεθοῦν δὲ
ταῦτα ἐντὸς βιβλίου καὶ νὰ διαφυλαχθοῦν
ἐκεῖ αἰωνίως; |
24
Ἐν γραφείῳ σιδηρῷ καὶ μολίβῳ
ἢ ἐν πέτραις ἐγγλυφῆναι;
|
24
Νὰ γραφοῦν μὲ σιδερένια ἢ μολύβδινη
γραφίδα, νὰ χαραχθοῦν ἐπάνω
εἰς τὰς πέτρας; |
24
Ἢ διὰ γραφίδος σιδηρᾶς καὶ μολυβδίνης
νὰ γραφοῦν ἢ νὰ ἐγγλυφοῦν
καὶ ἐγχαραχθοῦν εἰς πέτρας;
|
25
Οἶδα γὰρ ὅτι ἀένναός ἐστιν
ὁ ἐκλύειν με μέλλων ἐπὶ
γῆς, |
25
Θέλω νὰ γραφοῦν καὶ νὰ μείνουν
αὐτά, διότι αἰώνιος εἶναι
ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος μέλλει
νὰ μὲ ἐλευθερώσῃ ἀπὸ
τὰ δεινὰ τῆς ἐπιγείου μου αὐτῆς
ζωῆς. |
25
Θέλω νὰ γραφοῦν, διότι ἠξεύρω καλά,
ὅτι εἶναι αἰώνιος Ἐκεῖνος, ποὺ
μέλλει νὰ μὲ ἐλευθερώσῃ ἐπὶ
τῆς γῆς ἀπὸ τὰ δεινὰ αὐτά,
καὶ θὰ ἤθελα ὅλαι αἱ γενεαὶ
νὰ μάθουν τὴν ἀπολύτρωσίν μου αὐτήν.
|
26
ἀναστήσει δὲ τὸ δέρμα μου τὸ
ἀναντλοῦν ταῦτα· παρὰ γὰρ
Κυρίου ταῦτά μοι συνετελέσθη,
|
26
Θὰ ἀναστήση τὸ σῶμα μου, τὸ
ὁποῖον γεύεται ἐξαντλητικῶς
ὅλα αὐτὰ τὰ δεινά. Διότι
ἀπὸ τὸν Κύριον καὶ παντοδύναμον
Θεὸν θὰ συντελεσθῇ αὐτὴ ἡ
ἀνάστασις.
|
26
Ἠξεύρω, ὅτι θὰ ἀναστήσῃ
τὸ δέρμα μου, ποὺ τραβᾷ καὶ βαστάζει
ταῦτα, διότι παρὰ τοῦ Κυρίου, τοῦ
μόνου δυνατοῦ, ἡ ἀνάστασις αὐτὴ
θὰ συντελεσθῇ. |
27
ἃ ἐγὼ ἐμαυτῷ συνεπίσταμαι,
ἃ ὁ ὀφθαλμός μου ἑώρακε
καὶ οὐκ ἄλλος, πάντα δέ μοι
συντετελέσθαι ἐν κόλπῳ. |
27
Αὐτὰ τὰ ὁποῖα ἐγὼ
μέσα μου γνωρίζω πολὺ καλά, τὰ
γνωρίζω μὲ τὸ μάτι τῆς ψυχῆς.
Τὰ βλέπει ὁ ὀφθαλμὸς τῆς
πίστεως καὶ κανεὶς ἄλλος. Ὅλα
δὲ αὐτὰ τὰ θεωρῶ ἤδη πραγματοποιηθέντα
μὲ τὴν ἐλπίδα, ποὺ μοῦ
δίδει ἡ πίστις μου, ἡ ὁποία
ἀναπαύεται εἰς τὴν καρδίαν μου.
|
27
Ταῦτα δέ, ποὺ ἐλπίζω, ἐγὼ μὲ
μόνον τὸν ἑαυτόν μου τὰ γνωρίζω, τὰ
ὁποῖα διὰ τοῦ ὀφθαλμοῦ
τῆς πίστεως καὶ τῆς ἐλπίδος ἔχω
ἴδει, καὶ κανεὶς ἄλλος δὲν τὰ
εἶδεν, ὅλα δὲ αὐτὰ ἔχουν
δι’ ἐμὲ συντελεσθῇ διὰ τῆς ἐλπίδος,
ἡ ὁποία τρέφεται εἰς τὰ βάθη τοῦ
ἐσωτερικοῦ μου. |
28
Εἰ δὲ καὶ ἐρεῖτε· τί
ἐροῦμεν ἔναντι αὐτοῦ; Καὶ
ρίζαν λόγου εὑρήσομεν ἐν αὐτῷ·
|
28
Ἐὰν ὅμως καὶ κατόπιν αὐτῶν,
ποὺ σᾶς ἀπεκάλυψα, μοῦ πῆτε:
Τί θὰ εἴπωμεν τώρα ἐναντίον
του καὶ ποίαν αἰτίαν κατηγορίας
θὰ εὕρωμεν εἰς αὐτόν;
|
28
Ἐὰν δὲ καὶ μεθ’ ὅλα, ὅσα
σᾶς εἶπα στηρίζων τὴν ἐλπίδα εἰς
τὸν Θεόν, εἴπητε σεῖς; Τί θὰ
εἴπωμεν τώρα κατ’ αὐτοῦ; Καὶ ποίαν
αἰτίαν κατηγορίας θὰ εὕρωμεν εἰς αὐτόν;
|
29
εὐλαβήθητε δὴ καὶ ὑμεῖς
ἀπὸ ἐπικαλύμματος, θυμὸς γὰρ
ἐπ' ἀνόμους ἐπελεύσεται, καὶ
τότε γνώσονται ποῦ ἐστιν αὐτῶν
ἡ ὕλη. |
29
Ἐγὼ σᾶς λέγω, φοβηθῆτε, λοιπόν,
καὶ σεῖς κάτι τὸ ἄγνωστον καὶ
ἀποκεκρυμμένον, διότι ὁ θυμὸς
τοῦ Κυρίου ἐπέρχεται ἐναντίον
τῶν ἀσεβῶν καὶ τῶν παρανόμων
καὶ τότε αὐτοὶ θὰ μάθουν
καλά, ποῦ εἶναι τὰ ὑλικά
των ἀγαθά, ἐπὶ τῶν ὁποίων
ἐστήριξαν τὴν εὐτυχίαν των.
|
29
Φοβήθητε λοιπὸν καὶ σεῖς ἀπὸ
τῆς προστασίας, μὲ τὴν ὁποίαν ὁ
Θεὸς καλύπτει καὶ σκεπάζει τοὺς ἀδικουμένους.
Φοβήθητε, διότι θυμὸς θὰ ἐπέλθῃ κατὰ
τῶν ἀνόμων καὶ τότε θὰ μάθουν αὐτοὶ
ποὺ εἶναι τὰ ὑλικά των ἀγαθὰ
καὶ ἡ ὑλική των εὐτυχία>.
|